Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 306/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 306/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη- Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα, Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις του άρθρου 524 παρ. 1-4 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 271 παρ. 1-2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι όταν η συζήτηση επισπεύδεται από τον εκκαλούντα και απουσιάζει ο εφεσίβλητος, μολονότι έχει νομότυπα και εμπρόθεσμα κλητευθεί, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και ο εφεσίβλητος παρών. Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν ότι το δικαστήριο θα ερευνήσει ποιό από τα διάδικα μέρη είναι εκείνο που επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης και αν επισπεύδει τη συζήτηση ο εκκαλών, τότε το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η έφεση και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν στον εφεσίβλητο νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε διαφορετική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης [ΕφΠατρ 217/2018, ΕφΠειρ (Μον) 6/2017 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αποδεικνύεται από την υπ’αριθμ. ………./10-1-2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς, ……….., ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση, από 8-1-2018 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ…………../9-1-2018) έφεσης, με πράξη καταθέσεως και ορισμού δικασίμου, και με κλήση για να παρασταθεί η εφεσίβλητη, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 15-11-2018, επιδόθηκε σ’αυτήν νομότυπα και εμπρόθεσμα. Συνεπώς, εφόσον, η τελευταία δεν εμφανίστηκε όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας μετ’αναβολήν δικάσιμο, πρέπει να δικαστεί ερήμην, διότι η εκ του πινακίου αναβολή ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 226 § 4 εδ. 3 και 4 του ΚΠολΔ). Η διαδικασία, ωστόσο, θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα, σύμφωνα με την παραπάνω σκέψη.

Η έφεση αυτή την οποία άσκησαν οι εναγόμενοι, που ηττήθηκαν ολικώς πρωτοδίκως, κατά της υπ’αριθμ. 4554/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, και δέχθηκε στο σύνολό της την από 20-10-2016 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……………/2016) στρεφόμενη κατ’αυτών αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης,  περί διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 4 §  2 του Ν. 3994/2011 – Φ Ε.Κ. Α` 165/25.07.2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), και έχει ασκηθεί νομότυπα [άρθρο 495 του ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος 3 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 § 3Α περ.γ΄ σε συνδυασμό με το άρθρο 45 του ν.4446/2016 (ΦΕΚ Α 240/22-12-2016), 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 1 του ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί  περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη. Η ενάγουσα ισχυρίστηκε με την αγωγή της ότι διατηρεί απαίτηση κατά του πρώτου εναγομένου, ύψους 1.089.869,63 ευρώ, που απορρέει από σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό, όπως αυτή συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε διαδοχικά με τις ειδικότερα μνημονευόμενες πρόσθετες πράξεις, με πιστούχο την εταιρεία με την επωνυμία «……….», στις οποίες αυτός συμβλήθηκε ως εγγυητής, ευθυνόμενος ως πρωτοφειλέτης και παραιτούμενος της ένστασης διζήσεως, κατά τους ειδικότερους όρους αυτών, η οποία έχει εξοπλιστεί με εκτελεστό τίτλο και συγκεκριμένα την υπ’αριθμ. …../2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που έχει καταστεί ήδη απρόσβλητη, και ότι ήδη η απαίτησή της, με βάση τους τηρηθέντες συναφώς λογαριασμούς, που ενσωματώνονται στο κείμενο της αγωγής, στις 20-10-2016 ανερχόταν στο ποσό του 1.646.163,70 ευρώ, όντας εξασφαλισμένη μέχρι του ποσού των 170.341,27 ευρώ με υποθήκη, στο οποίο εκτιμάται η αξία των ενυπόθηκων υπέρ αυτής ακινήτων του, με βάση το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού. Ότι, στις 20-11-2011, ο εναγόμενος, δυνάμει του υπ’αριθμ. …/2011 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, μεταβίβασε στη δεύτερη εναγομένη, θυγατέρα του, αιτία γονικής παροχής, την ψιλή κυριότητα των ειδικότερα περιγραφόμενων τριών (3) συνολικά ακινήτων, παρακρατώντας ο ίδιος το δικαίωμα της επικαρπίας τους εφ’όρου ζωής, εν γνώσει και προς βλάβη της αφού η λοιπή ακίνητη περιουσία του, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, δεν αρκούσε για την ικανοποίηση της προαναφερθείσας απαίτησής της, καθώς δεν είναι αξιόχρεη και φέρει εμπράγματα  βάρη, ενώ και η δεύτερη εναγομένη, κατά τον χρόνο σύνταξης του συμβολαίου είχε γνώση των οφειλών του πατέρα της, η οποία άλλωστε τεκμαίρεται λόγω του χαριστικού χαρακτήρα της μεταβίβασης. Ακολούθως, ζητούσε να διαρρηχθεί η παραπάνω απαλλοτριωτική δικαιοπραξία και να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά της έξοδα.Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία έγινε δεκτή αυτή και απαγγέλθηκε η διάρρηξη, υπέρ της ενάγουσας, της μεταβίβασης που συντελέστηκε με το προαναφερθέν συμβόλαιο και επιβλήθηκαν σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά της έξοδα.

Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται οι εναγόμενοι με την υπό κρίση έφεσή τους και για τους ειδικότερα εκτιθέμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν, την τυπική και κατ’ουσίαν παραδοχή της και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή.

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι εκκαλούντες, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά,  καθώς και των υπ’αριθμ. … και …./17-2-2017 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια των εναγομένων-εκκαλούντων, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη-προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών, κατ’άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ- κλήτευση της ενάγουσας-εφεσίβλητης, που δεν παρέστη (υπ’αριθμ……..΄/10-2-2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………….), λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα-εφεσίβλητη διατηρεί απαίτηση κατά του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος, ύψους 1.089.869,63 ευρώ, απορρέουσα από την υπ’αριθμ. ……/24-10-2001 σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, αρχικού ποσού 850.000.000 δραχμών, που συνήψε με την εταιρεία με την επωνυμία «……», όπως αυτή τροποποιήθηκε διαδοχικά με τις από 24-10-2001, 24-3-2003, 30-12-2008, 27-5-2009, 5-2-2010,18-4-2011 και 20-2-2012 πρόσθετες πράξεις, που αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος της, στις οποίες είχε εγγυηθεί υπέρ της πιστούχου, μεταξύ άλλων και ο πρώτος εναγόμενος-εκκαλών, ως αυτοφειλέτης, παραιτούμενος της ενστάσεως διζήσεως. Η πιστούχος έκανε χρήση της πίστωσης για την οποία τηρήθηκαν οι υπ’αριθμ. ………… λογαριασμοί. Στη συνέχεια, η πιστοδότρια και ήδη εφεσίβλητη, στις 18-9-2012, δηλαδή σε ημερομηνία πριν τη συζήτηση της ένδικης αγωγής στο πρωτόδικο Δικαστήριο, κατήγγειλε τη σύμβαση, λόγω μη τήρησης των όρων της, και έκλεισε οριστικά τους παραπάνω λογαριασμούς, με το προαναφερθέν συνολικό χρεωστικό σε βάρος της πιστούχου υπόλοιπο, για το οποίο ενέχεται εις ολόκληρον και ο πρώτος εναγόμενος-εκκαλών υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του. Ακολούθως, κοινοποίησε στην πιστούχο και τους εγγυητές την από 19-9-2012 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία τους γνωστοποιούσε το οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών και τους καλούσε να της καταβάλουν το παραπάνω χρεωστικό υπόλοιπο, στη συνέχεια δε ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της υπ’αριθμ. …../2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’αριθμ. 306/2013 απόφαση του ως άνω Δικαστή, και έχει καταστεί ήδη τελεσίδικη, αφού αντίγραφο εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού απογράφου της με επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στον πρώτο εναγόμενο-εκκαλούντα, δύο φορές και συγκεκριμένα στις 5-3-2013 και στις 24-9-2013, χωρίς ο τελευταίος να ασκήσει ανακοπή εντός των προβλεπομένων από τα άρθρα 632 § 1 και 633 § 2 του ΚΠολΔ προθεσμιών. Με αυτήν  υποχρεώθηκαν, μεταξύ άλλων ως συνοφειλετών, η πιστούχος και ο πρώτος εναγόμενος-εκκαλών, να καταβάλουν στην ενάγουσα-εφεσίβλητη το προαναφερθέν ποσό, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από τις 19-9-2012, στα όρια της Πράξεως του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος βάσει της Π.Δ.Τ.Ε 2393/1996, πλέον τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων τόκων, αυτών ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο, κατά τα ρητώς συμφωνηθέντα με τη σύμβαση και τις πρόσθετες πράξεις της και τον νόμο 2601/1998. Η απαίτηση αυτή, με βάση τους συναφώς τηρηθέντες λογαριασμούς, κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου είχε διαμορφωθεί στο ποσό του 1.646.163,70 ευρώ. Αποδείχθηκε, επίσης ότι δυνάμει του υπ’αριθμ. …../20-11-2011 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιά ………., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (τόμος …, α.α ….), δηλαδή σε χρόνο που οι αλληλόχρεοι λογαριασμοί μεταξύ της πιστούχου και της πιστοδότριας βρίσκονταν σε χρήση, με χρεωστικό σε βάρος της πρώτης υπόλοιπο ύψους 1.318.284,70 ευρώ, και πριν το οριστικό κλείσιμό τους, που έλαβε χώρα στις 18-9-2012, ο πρώτος εναγόμενος-εκκαλών μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στη δεύτερη εναγομένη-εκκαλούσα, θυγατέρα του, την ψιλή κυριότητα των κάτωθι περιγραφόμενων αυτοτελών ιδιοκτησιών, οικοδομής, που έχει αναγερθεί επί οικοπέδου, κειμένου εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του Δήμου Πειραιά, στη θέση «…» ή «….» και επί της οδού ……….., και συγκεκριμένα : 1) ενός διαμερίσματος του δευτέρου (β΄) και ενός διαμερίσματος του τρίτου (γ΄) πάνω από το ισόγειο ορόφου, επιφάνειας καθενός 80,18 τμ, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 220/1000 εξ αδιαιρέτου, και 2) ενός διαμερίσματος του τέταρτου (δ΄) πάνω από το ισόγειο ορόφου, επιφάνειας 42,90 τμ, με ποσοστό συνιδιοκτησίας  επί του οικοπέδου 118/1000 εξ  αδιαιρέτου, αξίας, κατά το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού και μη αμφισβητούμενη από τους εκκαλούντες, 36.369,60,  38.101,54 και 21.312,72 ευρώ, αντίστοιχα, παρακρατώντας ο ίδιος το δικαίωμα επικαρπίας τους εφ’όρου ζωής. Με το ίδιο συμβόλαιο της μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα του καταστήματος του ισογείου, με τον συνεχόμενο χώρο αποκλειστικής χρήσης και το πατάρι, επιφάνειας 80,73, 22,50 και 36,36 τμ αντίστοιχα, και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου, 222/1000 εξ αδιαιρέτου, και του διαμερίσματος του πρώτου (α΄) πάνω από το ισόγειο ορόφου, επιφάνειας 80,18 τμ και με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 220/1000 εξ αδιαιρέτου, της ίδιας πολυκατοικίας, παρακρατώντας ομοίως για τον εαυτό του εφ’όρου ζωής το δικαίωμα της επικαρπίας.

Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η πιστούχος εταιρεία κατά τον χρόνο των μεταβιβάσεων είχε οφειλές προς τρίτους, γεγονός που ο πρώτος εναγόμενος-εκκαλών γνώριζε. Ειδικότερα, σύμφωνα με τους ισολογισμούς της 31ης-12-2010, της 31ης-12-2011 και της 31ης-12-2012, η εταιρεία είχε σημαντικού ύψους μακροχρόνιες υποχρεώσεις έναντι τραπεζών από δανεισμό, που έφθαναν το 1.333.333,40 ευρώ στη χρήση 2008, το 1.986.474,02 στη χρήση 2009,  τα  2.178.387,96 ευρώ στη χρήση 2010 και το 1.952.930,96 ευρώ στη χρήση 2011 αλλά και βραχυχρόνιες υποχρεώσεις έναντι αυτών που ανέρχονταν κατά τους ίδιους χρόνους στο ποσό των 5.441.276,95 ευρώ, των 4.922.374,02 ευρώ, των 4.956.593,05 και των 3.883.821,89 ευρώ. Οι υποχρεώσεις αυτές εξυπηρετούνταν μεν μέχρι το έτος 2011 αλλά ταυτόχρονα τα φορολογητέα κέρδη της εταιρείας από 242.589,58 ευρώ, το έτος 2010,  μειώθηκαν σε  116.266,47 ευρώ το έτος 2011. Παράλληλα, ήδη από το έτος 2011, μεσούσης της οικονομικής κρίσης, οι Τράπεζες είχαν διακόψει τη χρηματοδότησή τους και τη χορήγηση αξιογράφων, γεγονός που είχε άμεσο αντίκτυπο και στην πιστούχο, εισαγωγική εταιρεία, η οποία έκτοτε δεν μπορούσε να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις της, καθώς οι προμηθευτές της από το εξωτερικό ζητούσαν να πληρωθούν μόνον τοις μετρητοίς (σχετ. η κατάθεση του λογιστή ……….., ενώπιον του Β΄Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς την 1-2-2017, που περιέχεται στην υπ’αριθμ. …../2017 έκθεση πρακτικών και απόφασή του αλλά και η υπ’αριθμ. …./2017 ένορκη βεβαίωσή του) με αποτέλεσμα να προοιωνίζεται μετά βεβαιότητας μια φθίνουσα οικονομική πορεία της, την οποία επίσης γνώριζε ο πρώτος εναγόμενος-εκκαλών. Και τούτο διότι, αν και μεταβίβασε όλα τα εταιρικά του μερίδια και αποχώρησε από τη διοίκηση της εταιρείας ήδη από το έτος 2003 (ΦΕΚ 8499/6-8-2003 τ. Α.Ε και Ε.Π.Ε), η διαχείριση και εκπροσώπησή της συνέχισε να ασκείται από τα τέκνα του, …. και ….. αλλά και τη σύζυγό του, ….., μέχρι την αποχώρησή της στις 2-12-2011 (ΦΕΚ 232/11-1-2007 και 12617/2-12-2011 τα Α.Ε και Ε.Π.Ε). Συνεπώς, αυτός είχε τη δυνατότητα να λαμβάνει γνώση της οικονομικής της πορείας, λόγω του οικογενειακού χαρακτήρα της επιχείρησης και της στενής συγγενικής του σχέσης με τα μέλη της διοίκησής της, ενώ είχε και πρόδηλο συμφέρον να ενημερώνεται, λόγω της προαναφερθείσας ιδιότητάς του. Πλέον αυτών, αποδείχθηκε ότι κατά τον χρόνο της επίδικης μεταβίβασης, ο πρώτος εναγόμενος είχε στην κυριότητά του : 1/ ένα αγροτεμάχιο 62.620,76 τμ, που βρίσκεται στη θέση «….» της κτηματικής περιφερείας …. Φθιώτιδας, του οποίου η μεν αντικειμενική αξία ανέρχεται σε 134.483,24 ευρώ, και η εμπορική σε 350.000 ευρώ. Σε βάρος του ενεγράφη στις 19-9-2012 α΄προσημείωση υποθήκης υπέρ της τράπεζας ………, για το ποσό των 147.306,44 ευρώ, και στις 4-10-2012 υπέρ της Τράπεζας …. για το ποσό των 50.000 ευρώ. 2/ ένα οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο που βρίσκεται εντός του οικισμού-ήδη τοπικής Κοινότητας ………… του Δήμου Δελφών, στη θέση «…..», εκτάσεως 575 τμ, αντικειμενικής αξίας 10.134,72 ευρώ, με βάση τις παραδοχές στο σκεπτικό της υπ’αριθμ. 632/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε επί αγωγής της τράπεζας ……… κατά των νυν εναγομένων, με όμοιο αντικείμενο, αλλά αφορούσε απαίτηση ύψους 143.496 ευρώ. Επ’αυτού,  δεν υπήρχαν βάρη κατά τον χρόνο της μεταβίβασης αλλά στη συνέχεια φέρεται, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς της ενάγουσας-εφεσίβλητης, ότι ενεγράφη προσημείωση υποθήκης υπέρ της Τράπεζας ….., για το ποσό των 50.000 ευρώ, ήδη τραπείσα σε υποθήκη (σχετ. μνηνονεύεται στο αγωγικό δικόγραφο το υπ’αριθμ. …../27-10-2016 πιστοποιητικό βαρών του υποθηκοφυλακείου Δωριέων). Αποδείχθηκε, ακόμη, ότι επί των προαναφερθέντων καταστήματος του ισογείου και διαμερίσματος του α΄ορόφου, που μεταβιβάστηκαν στη δεύτερη εκκαλούσα-εναγομένη, κατά ψιλή κυριότητα, είχε εγγραφεί προσημείωση υποθήκης υπέρ της ενάγουσας-εφεσίβλητης στις 6-8-2009, για το ποσό των 285.000 ευρώ, η οποία τράπηκε σε υποθήκη που ενεγράφη στις 8-11-2013. Ήδη, σε εκτέλεση της ως άνω υπ’αριθμ. …../2013 διαταγής πληρωμής, όπως αυτή διορθώθηκε, και δυνάμει της υπ’αριθμ. …………./7-2-2017 κατασχετήριας έκθεσης ακινήτων του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., τα εν λόγω ακίνητα, των οποίων η αξία εκτιμήθηκε σε 85.000 και 50.000 ευρώ, αντίστοιχα, κατασχέθηκαν αναγκαστικά από την ενάγουσα-εφεσίβλητη. Επιπλέον, επί του δικαιώματος της επικαρπίας του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος στα διαμερίσματα του β΄, γ΄ και δ΄ ορόφου φέρεται, με βάση τις παραδοχές στο σκεπτικό της παραπάνω υπ’αριθμ. 632/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ότι η ……….. ενέγραψε στις 9-11-2012 προσημείωση υποθήκης, για το ποσό των  143.496,44 , δυνάμει της υπ’αριθμ. ……./2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επομένως, η ψιλή κυριότητα των άνω διαμερισμάτων, των οποίων η μεταβίβαση ζητείται να διαρρηχθεί ήταν ελεύθερη βαρών κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Με βάση όσα προεκτέθηκαν, ο πρώτος εναγόμενος-εκκαλών  ενήργησε με πρόθεση βλάβης της ενάγουσας-εφεσίβλητης, η οποία είχε τη μορφή τουλάχιστον ενδεχόμενου δόλου του που αρκεί (ΕφΑΘ 568/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 4408/2013 Νοβ 2013.2439), δηλαδή γνωρίζοντας ότι με τη μεταβίβαση αυτή είναι δυνατόν να ματαιωθεί η ικανοποίηση της απαίτησής της, εφόσον η υπολειπόμενη περιουσία του, κατά τον χρόνο που αυτή έλαβε χώρα, δεν αρκούσε προς τούτο,  ενδεχόμενο το οποίο και αποδέχθηκε. Τελικώς, μάλιστα, επήλθε πράγματι βλάβη της ενάγουσας-εφεσίβλητης, λόγω της ανεπάρκειας της εμφανούς (ακίνητης) περιουσίας του για την ικανοποίηση της απαίτησής της κατ’αυτού και κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής (ΑΠ 1116/2018, ΔΕΕ 2019.752, ΕφΠειρ 28/2017 ΔΕΕ 2017.944). Ακόμη και στην περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι οι μεταβιβάσεις αυτές υπαγορεύθηκαν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον προς τη θυγατέρα του, δεδομένου μάλιστα ότι είχαν προηγηθεί μεταβιβάσεις ακινήτων του προς τα άλλα τέκνα του αλλά  και η παραχώρηση της εκμετάλλευσης της οικογενειακής επιχείρησης προς αυτά, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών αλλά ούτε και την προτίμηση εκπλήρωσης από τον οφειλέτη των ηθικών του υποχρεώσεων έναντι των νομικών (ΑΠ 1349/2018, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»,  ΑΠ 1116/2018 ΔΕΕ 2019.752). Ως εκ τούτου καταλήγοντας στην ίδια κρίση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, και πρέπει ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες επικαλούνται την έλλειψη τέτοιας πρόθεσης στο πρόσωπο του πρώτου από αυτούς, να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Γνώση της δεύτερης εναγομένης-εκκαλούσας, περί της πρόθεσης  του πρώτου,  δεν απαιτείτο, σε κάθε περίπτωση, διότι από χαριστική αιτία θεωρείται ότι γίνεται και η γονική παροχή, αφού και αυτή συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα (ΕφΠατρ 32/2019, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 87/2018 ΔΕΕ 2018.518

Κατά συνέπεια, ο πρώτος εναγόμενος-εκκαλών προέβη στην ένδικη απαλλοτριωτική πράξη με πρόθεση βλάβης των οικονομικών συμφερόντων της ενάγουσας-εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, γεγονός, το οποίο δικαιολογεί τη διάρρηξή της, κατά τις διατάξεις των άρθρων 939 επ. του ΑΚ συντρεχουσών όλων των προβλεπόμενων από τις διατάξεις αυτές προϋποθέσεων. Περαιτέρω, η παραδεκτώς προβληθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  ένσταση των εκκαλούντων περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της εφεσίβλητης να ζητήσει τη διάρρηξη της ένδικης μεταβίβασης, με τη μορφή της αδράνειας, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, αυτής συνιστάμενης στο ότι, αφής στιγμής έλαβε γνώση τους στις 8-11-2013, όταν ετράπη σε υποθήκη η υπέρ αυτής προσημείωση υποθήκης επί του καταστήματος του ισογείου και του διαμερίσματος του α΄ορόφου της πολυκατοικίας, όπου βρίσκονται και τα επίδικα διαμερίσματα, και μέχρι την άσκηση της αγωγής (20-10-2016) παρήλθε χρονικό διάστημα τριών (3) ετών, ελέγχεται ως αβάσιμη. Και τούτο διότι, όπως ορθώς έκρινε και η εκκαλουμένη,  πέραν του ότι το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε δεν είναι μεγάλο, ακόμη και αν δημιούργησε στους εκκαλούντες την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται η ενάγουσα-εφεσίβλητη να ασκήσει το δικαίωμά της, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, εφόσον δεν αποδείχθηκε η συνδρομή επιπρόσθετα και άλλων ειδικών συνθηκών και περιστάσεων  προερχόμενων κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά τόσο της ενάγουσας-εφεσίβλητης όσο και  του οφειλέτη, πρώτου εκκαλούντος-εναγομένου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας της πρώτης, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 6/2016, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΟλΑΠ 10/2012 ΧΡΙΔ 2013.433). Οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ακόμη με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής τους, ότι με την υπ’αριθμ. 557/2017 απόφαση του Β΄Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, οι ίδιοι απαλλάχθηκαν από την αποδιδόμενη σ’αυτούς κατηγορία της τέλεσης του αδικήματος της καταδολίευσης δανειστών, κρίση η οποία δεσμεύει και το παρόν δικαστήριο. Το τεκμήριο αθωότητας, ωστόσο, που υφίσταται όταν προηγηθεί ποινική αθωωτική απόφαση και δεν περιορίζεται στη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, όπου ήταν κατηγορούμενος, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οιουδήποτε άλλου Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιον του, κατά τρόπο που δημιουργούνται αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου (ΑΠ 322/2018, ΑΠ 1398/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1364/2011, Νοβ 2012.568), προϋποθέτει ταυτότητα πραγματικών περιστατικών ενώ εν προκειμένω η παραπάνω απόφαση αφορούσε οφειλή του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος έναντι της Εθνικής Τράπεζας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στην ίδια κρίση ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο, με πιο συνοπτική αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας, και πρέπει ο παραπάνω λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τέλος, ουδεμία επίδραση στην παρούσα δίκη ασκεί η κρίση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο με την προαναφερθείσα υπ’αριθμ. 632/2018 απόφασή του απέρριψε αγωγή της Τράπεζας ……….. κατά των νυν εκκαλούντων, με όμοιο αντικείμενο, ειδικώς μάλιστα αν ληφθεί υπόψη η κατά πολύ μικρότερη  απαίτησή της κατά του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος.

Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει ν’απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της,  να διαταχθεί, κατ’άρθρο 495 § 3 εδ ε΄ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που κατέθεσαν οι εκκαλούντες κατά την άσκησή της και να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της απολιπόμενης εφεσίβλητης (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 του ΚΠολΔ, όπως η τελευταία αυτή διάταξη αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 § 2 σε συνδυασμό με 45 του ν.4416/2016), ενώ δεν τίθεται ζήτημα επιβολής δικαστικών εξόδων υπέρ αυτής, ως νικήσασας διαδίκου, λόγω της ερημοδικίας της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 8-1-2018 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ………../9-1-2018) έφεση των εκκαλούντων κατά της υπ’αριθμ. 4554/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ερήμην της εφεσίβλητης.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά  την έφεση και την απορρίπτει κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που κατέθεσαν οι εκκαλούντες κατά την άσκηση της εφέσεως.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στις 20-2-2020.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 -4-2020 με την παρουσία της Γραμματέως, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ