Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 313/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 313 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η από 23.5.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……… /2018 έφεση του ηττηθέντος αιτούντος και η από 25.6.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 έφεση του επίσης ηττηθέντος κυρίως παρεμβαίνοντος, κατά της οριστικής απόφασης 1600/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την εκούσια δικαιοδοσία και με την οποία απορρίφθηκαν η από 12.9.2017 αίτηση και η από 5.10.2017 κύρια παρέμβαση, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 741, 761, 495 §§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §2 του Κ.Πολ.Δ., όπως η παρ. 2 του άρθρου 518 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρονται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), αφού έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, από τον εκκαλούντα ………, κατ’ άρθρο 495 §3Α. περ. β´ του Κ.Πολ.Δ. (από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, διότι απαλλάσσεται, κατ’ άρθρο 19 §1 του δ/τος της 26.6/10.7.1944 Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου). Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.) και, αφού συνεκδικαστούν, διότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία, είναι συναφείς μεταξύ τους και κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 §1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία.

ΙΙ. Ο αιτών, …………, με την από 12.9.2017 αίτησή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ιστορούσε ότι είναι κύριος με παράγωγο τρόπο του ειδικά αναφερόμενου γεωτεμαχίου, το οποίο φέρεται στο κτηματολόγιο, ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Κατόπιν τούτων, επικαλούμενος ότι έχει τίτλο κτήσης πράξη μετεγγραπτέα, που δεν έχει μεταγραφεί στο Υποθηκοφυλακείο, αμετάκλητη δικαστική απόφαση, με την οποία αναγνωρίστηκε κύριος αυτού, με έκτακτη χρησικτησία, ζήτησε, να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή, ώστε να καταχωρηθεί το επίδικο ακίνητο στο όνομά του. Εξάλλου, το Ελληνικό Δημόσιο, με την από 5.10.2017 κύρια παρέμβασή του, ιστορούσε ότι το ως άνω ακίνητο εμπίπτει σε ευρύτερη περιοχή, που έχει καταγραφεί ως δασική έκταση και ανήκει κατά τεκμήριο σ’ αυτό. Ότι περιήλθε στην κυριότητά του : α) κατά διαδοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως έκταση που ανήκε σε Οθωμανούς υπηκόους, που καταλήφθηκε και δημεύτηκε από αυτό, άλλως που εγκαταλείφθηκε από τους τελευταίους και δεν καταλήφθηκε από τρίτο αλλά από αυτό, άλλως β) ως δασική έκταση, αφού κανείς από την έναρξη ισχύος του β.δ/τος της 17.11.1936 “περί ιδιωτικών δασών” δεν εμφάνισε τίτλους ιδιοκτησίας για την αναγνώριση της κυριότητάς του, εντός έτους από τη δημοσίευση του ως άνω διατάγματος, άλλως γ) ως λιβάδι ή βοσκότοπος, κατά το άρθρο 1 του από 3/12.12.1833 β.δ/τος, αφού δεν παρουσιάστηκε “ταπί” εκδοθέν επί Τουρκικής εξουσίας και του ν. ΚΘ/21.1.1864 “περί βοσκήσιμων γαιών” άλλως δ) με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία ασκώντας, με καλή πίστη, από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους, τις αναφερόμενες πράξεις νομής, άλλως ε) ως αδέσποτη έκταση, κατά τους όρους του άρθρου 16 του νόμου περί διακρίσεως κτημάτων της 10.7.1837. Κατόπιν τούτων, ζήτησε να απορριφθεί η ως άνω αίτηση και, αφού αναγνωριστεί η κυριότητά του στο επίδικο, να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή (έχει καταχωρηθεί στο κτηματολογικό φύλλο ως αγνώστου ιδιοκτήτη), ώστε να καταχωρηθεί ως δικής του ιδιοκτησίας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αίτηση και κύρια παρέμβαση, με την οριστική απόφασή του 1600/2018, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, απέρριψε την αίτηση ως μη νόμιμη και την κύρια παρέμβαση ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο ο αιτών, όσο και το κυρίως παρεμβαίνον, με τις υπό κρίση εφέσεις, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά τον μεν αιτούντα να γίνει δεκτή η αίτησή του, κατά το δε κυρίως παρεμβαίνον να γίνει δεκτή η παρέμβασή του.

ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 6 §§§1, 2 και 3 του ν. 2664/1998, όπως ίσχυαν μετά την τροποποίησή του από τους ν. 3127/2003 και 3481/2006, προκύπτει ότι, στην περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, όταν με την ανακριβή εγγραφή φέρεται το ακίνητο ως “αγνώστου ιδιοκτήτη”, όποιος ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο δικαίωμα στο Κτηματολόγιο, ασκεί αίτηση ή κύρια παρέμβαση ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και μέχρις ότου ορισθεί αυτός στο μονομελές πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, προκειμένου να ζητήσει τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής. Αντικείμενο της δίκης αυτής είναι η διαπίστωση της ύπαρξης του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή “αγνώστου ιδιοκτήτη” δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση, αλλά ακριβώς την έλλειψη του υπάρχοντος δικαιώματος. Συνακόλουθα, δεν μπορεί να ζητηθεί με την αίτηση αυτή ή την κυρία παρέμβαση η αναγνώριση δικαιώματος, που προσβάλλεται με την ανακριβή πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, ώστε να περιληφθεί αντίστοιχη διάταξη στην απόφαση που θα εκδοθεί, καθώς αντικείμενο της δίκης, που ανοίγεται, δεν είναι η αυθεντική διάγνωση του δικαιώματος που αμφισβητείται, ανεξαρτήτως του ότι ελέγχεται ως προϋπόθεση (προδικαστικό ζήτημα) η ύπαρξη συγκεκριμένου δικαιώματος για τη ζητούμενη διόρθωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου (Α.Π. 1104/2019, Α.Π. 34/2019 και Α.Π. 698/2016, όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Γι` αυτό άλλωστε η προαναφερόμενη διάταξη (άρθρο 6§3 του ν. 2664/1998) αναφέρεται μόνο στη διόρθωση της πρώτης εγγραφής και όχι στην αναγνώριση δικαιώματος, που προσβάλλεται με την εγγραφή αυτή, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 6 §2 του ίδιου νόμου, στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Η έννοια όμως, του εγγραπτέου δικαιώματος, κατά την ως άνω παράγραφο, δεν περιορίζεται στην ύπαρξη πράξης μετεγγραπτέας κατά το άρθρο 1192 αρ. 1-4 του Α.Κ., αλλά περιλαμβάνει κάθε εμπράγματο δικαίωμα που, κατά νόμο, είναι αντικείμενο εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία. Άλλωστε, ο νομοθέτης δεν διακρίνει εάν ο κύριος επικαλείται πρωτότυπο ή παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας, εάν δε, ήθελε να αποκλείσει από τη διαδικασία της κτηματογράφησης την εγγραφή του δικαιούχου με πρωτότυπο τρόπο κτήσης της κυριότητας, θα έπραττε τούτο με ρητή διάταξη. Ειδικά δε, ως προς το Ελληνικό Δημόσιο, η ερμηνευτική εκδοχή ότι η έννοια του εγγραπτέου δικαιώματος περιορίζεται στην ύπαρξη πράξης μετεγγραπτέας κατά το άρθρο 1192 αρ. 1-4 του Α.Κ., θα συνεπαγόταν κατάργηση του δικαιώματός του προς άσκηση κυρίας παρέμβασης, καθ’ όσον, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, δεν κέκτηται τίτλων, αλλά στηρίζει τα δικαιώματά του στο χαρακτήρα των εκτάσεων ως δασικών ή κοινοχρήστων ή ανέκαθεν δημοσίων, βάσει των εκάστοτε διατάξεων (ad hoc Α.Π. 34/2019 και Α.Π. 698/2016, σχετ. και Α.Π. 1342/2015 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Για την αποφυγή μάλιστα, ερμηνευτικών αμφιβολιών από την αναφορά στην παρ. 3 στοιχ. β´ του άρθρου 6 του ν. 2664/1998, σε μετεγγραπτέες πράξεις κατά το άρθρο 1192 αρ. 1-4 του Α.Κ., εισήχθη στην ως άνω διάταξη (άρθρο 6 §3 στοιχ. β ν. 2664/1998), με το άρθρο 2 §3 του ν. 4164/2013, ρητή πρόβλεψη για τη δυνατότητα διόρθωσης αρχικών εγγραφών «ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ», με την επίκληση ως τίτλου κτήσης, κάθε πράξης, μετεγγραπτέας κατά την κείμενη νομοθεσία στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου (βλ. Αιτιολογική έκθεση του άρθρου 2 του ν. 4164/2013, σελ. 13, στην ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων www.hellenicparliament.gr).

ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση, ο εκκαλών στην από 23.5.2018 έφεση, ……….., ισχυρίζεται ότι διέθετε νόμιμο τίτλο κτήσης, την τελεσίδικη απόφαση 5633/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που τον αναγνώρισε ως κύριο του επιδίκου, με έκτακτη χρησικτησία. Ότι, αν και την απόφαση αυτή δεν είχε μεταγράψει στο Υποθηκοφυλακείο, η εκκαλουμένη, εφαρμόζοντας εσφαλμένα το νόμο, απέρριψε ως μη νόμιμη την αίτησή του, με την αιτιολογία ότι η μεταγραφή δεν επιφέρει τη μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου, αφού δεν έχει συστατικό, αλλά πληροφοριακό χαρακτήρα και κατά συνέπεια, δεν αποτελεί τίτλο κτήσης μετεγγραπτέο, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 6 §3 στοιχ. β του ν. 2664/1998. Έτσι που έκρινε η εκκαλουμένη, απορρίπτοντας την από 12.9.2017 αίτηση ως μη νόμιμη, παραβίασε, κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου αυτής, τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 6 §3 του ν. 2664/1998, τις οποίες δεν εφάρμοσε, περιορίζοντας εσφαλμένα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ως άνω μείζονα σκέψη, την έννοια του εγγραπτέου δικαιώματος στην ύπαρξη αποκλειστικά και μόνο συμβολαιογραφικής πράξης. Πρέπει, επομένως, να γίνουν δεκτοί, ως και κατ’ ουσία βάσιμοι, οι σχετικοί λόγοι της έφεσης αυτής και να ερευνηθεί η αίτηση περαιτέρω κατ’ ουσία.

  1. Το εκκαλούν – Ελληνικό Δημόσιο, στην από 25.6.2018 έφεση, ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη, εσφαλμένα εφαρμόζοντας το νόμο, απέρριψε την από 5.10.2017 κύρια παρέμβασή του, λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος, με την αιτιολογία ότι, εφόσον απορρίφθηκε η αίτηση του εφεσίβλητου ………., το επίδικο, το οποίο φέρεται ότι ανήκει σε άγνωστο ιδιοκτήτη, θα θεωρείται, μετά την οριστικοποίηση της πρώτης εγγραφής, πως ανήκει στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Κρίνοντας έτσι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, αφού : α) ο αιτών είχε τη δυνατότητα να ασκήσει ένδικα μέσα κατά της απόφασης αυτής, όπως και έκανε με την ως άνω – από 23.5.2018 έφεσή του, με την οποία, εάν γίνει δεκτή, θα διορθωθεί η πρώτη εγγραφή του επιδίκου και β) με την κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου διώκεται όχι μόνο η απόρριψη της αίτησης με την οποία ανοίχθηκε η δίκη, αλλά και η ρύθμιση του επίδικου κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον, που ζητείται με την αίτηση και ειδικότερα με την καταχώρηση του επιδίκου στο όνομά του (Α.Π. 1104/2019, Α.Π.1020/2018, Α.Π. 208/2017, Α.Π. 148/2014 και Α.Π. 258/2013 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Επομένως, η κύρια παρέμβαση είναι παραδεκτή και νόμιμη, ως προς τα αιτήματα για την απόρριψη της από 12.9.2017 αίτησης και τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής του επιδίκου, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 6 §3 του ν. 2664/1998, της από 9 Ιουλίου του 1932 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης “Περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και των από 3 Φεβρουαρίου, 4/16 Ιουνίου και 19 Ιουνίου / 1 Ιουλίου 1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, του β.δ/τος της 17/29.11.1836, του άρθρου 1 του από 3/15.12.1833 β.δ/τος και του άρθρου 1 του ν. ΚΘ/21.1.1864, άρθρου 16 του νόμου περί διακρίσεως κτημάτων της 10.7.1837, άρθρα των ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ.1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), 20 παρ. 12 πανδ. (5.8), 27 πανδ. (18.1) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, 1041, 1045 του Α.Κ. και 752 §1 του Κ.Πολ.Δ. Αντίθετα, το αίτημα περί αναγνώρισης της κυριότητας του επιδίκου, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη υπό στοιχείο ΙΙΙ, είναι μη νόμιμο, αφού στο πλαίσιο της προκείμενης εκούσιας δικαιοδοσίας εξετάζεται η διαπίστωση της ύπαρξης του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητούμενου δικαιώματος, διότι η εγγραφή “αγνώστου ιδιοκτήτη” δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση, αλλά ακριβώς την έλλειψη του υπάρχοντος δικαιώματος, αντικείμενο δε, της δίκης δεν είναι η αυθεντική διάγνωση του δικαιώματος που αμφισβητείται, ανεξαρτήτως του ότι ελέγχεται ως προϋπόθεση (προδικαστικό ζήτημα) η ύπαρξη συγκεκριμένου δικαιώματος για τη ζητούμενη διόρθωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς όμως, να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου. Πρέπει, επομένως, να γίνει εν μέρει δεκτός ως και κατ’ ουσία βάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης αυτής και να ερευνηθεί η κύρια παρέμβαση περαιτέρω κατ’ ουσία, ως προς τα ανωτέρω δύο αιτήματά της, που κρίθηκαν νόμιμα. Αντίθετα, ως προς το αίτημα της κύριας παρέμβασης, με το οποίο ζητείται να αναγνωριστεί η κυριότητα του Δημοσίου στο επίδικο, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που το απέρριψε ως απαράδεκτο έσφαλε μεν, πλην όμως δεν θα εξαφανισθεί το οικείο κεφάλαιο της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν θα απορριφθεί αυτό ως μη νόμιμο, αφού άλλως θα παραβιαζόταν η από το άρθρο 536 §1 του Κ.Πολ.Δ. αρχή της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτό, το σκέλος της έφεσης (Α.Π. 1117/2007, Εφ.Λαρ. 224/2015, Μον.Εφ.Πειρ. 515/2015, Εφ.Αθ. 5224/2013, Εφ.Λαμ. 285/2010 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Εφ.Πειρ. 137/2009 Ελλ.Δ/νη 2010, σελ. 160 και Εφ.Θεσ. 428/2008 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).

VΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 501, 502 §1, 503 §1 και 518 §2 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι επί ερήμην αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων η προθεσμία της έφεσης αρχίζει από την επίδοση της απόφασης και συντρέχει με την προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας. Αν δεν επιδοθεί η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η προθεσμία της έφεσης εκπνέει με την πάροδο τριετίας (ήδη διετίας για τις αποφάσεις που εκδόθηκαν μετά την 1.1.2016) από τη δημοσίευσή της, πλην όμως στην περίπτωση αυτή δεν αρχίζει η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας, η οποία είναι πάντοτε γνήσια και εκκινεί μόνο με την προηγουμένη επίδοση της ερήμην απόφασης (Α.Π. 1719/2013 και Α.Π. 1534/2005 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).

VΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ως άνω δικαστηρίου και απ’ όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα (η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα ανωτέρω έγγραφα είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς – Α.Π. 511/2018, Α.Π. 1001/2012 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 1628/2003 Ελλ.Δ/νη 2004, σελ. 724), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 §4 του ίδιου Κώδικα), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο γεωτεμάχιο, του οποίου ο εκκαλών στην από 23.5.2018 έφεση – ……….., επικαλούμενος κυριότητα, ζήτησε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, επειδή έχει εγγραφεί ως αγνώστου ιδιοκτήτη, έχει επιφάνεια 387 τ.μ., βρίσκεται στη Νίκαια Αττικής, εκτός σχεδίου πόλεως και φέρει ΚΑΕΚ ……………. Ως τίτλο κτήσης, ο ως άνω εκκαλών, επικαλείται πράξη μετεγγραπτέα, κατά την κείμενη νομοθεσία, που δεν έχει μεταγραφεί στο Υποθηκοφυλακείο και συγκεκριμένα την απόφαση 5633/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Από την απόφαση αυτή, προκύπτει ότι ο τελευταίος – εκεί ενάγων, αναγνωρίστηκε ως κύριος του επίδικου ακινήτου, με έκτακτη χρησικτησία, έναντι της εναγομένης εταιρείας, με την επωνυμία “……………….”. Ωστόσο, την απόφαση αυτή, αν και δημοσιεύτηκε, στις 31.12.2003, ερήμην της εναγομένης, δεν επικαλείται ο ίδιος (εκκαλών) ότι την έχει επιδώσει στην τελευταία, ώστε ν’ αρχίσει γι’ αυτήν, που έχει έδρα στην Ελλάδα, κατ’ άρθρο 503 §1 του Κ.Πολ.Δ., η δεκαπενθήμερη προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας. Κατά συνέπεια, η ως άνω απόφαση, σύμφωνα και με όσα ορίζονται στη μείζονα σκέψη, δεν έχει καταστεί τελεσίδικη, αφού, κατ’ άρθρο 321 του Κ.Πολ.Δ., τελεσίδικες είναι όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση. Επομένως, ως μη τελεσίδικη, η ίδια απόφαση, δεν αποτελεί πράξη, που κατά το νόμο μπορεί να μεταγραφεί, διότι, μεταγράφονται, κατά το άρθρο 1192 αρ. 5 του Α.Κ., μόνο “οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, με τις οποίες αναγνωρίζεται κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο, που έχουν κτηθεί με έκτακτη χρησικτησία”. Κατόπιν τούτων, εφόσον δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη τίτλου του αιτούντος, που μπορεί να μεταγραφεί, κατά την κείμενη νομοθεσία, ο τελευταίος δεν έχει καταστεί κύριος του επιδίκου και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία η αίτησή του. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι το ως άνω γεωτεμάχιο, όπως εμφαίνεται στο απόσπασμα του δασικού χάρτη Νίκαιας (Φ. Χ. ………) με μαύρο περίγραμμα, εμπίπτει, σε ευρύτερη δασική έκταση (η οποία αποτυπώνεται με πράσινο περίγραμμα στο ίδιο απόσπασμα) με κωδικό ΔΔ ….. (δασική έκταση στις Α/Φ του έτους 1945) και ανήκει κατά κυριότητα στο κυρίως παρεμβαίνον – Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικότερα, τούτο περιήλθε στην κυριότητα του τελευταίου, επειδή, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του από 17.11/ 1.12.1836 β.δ/τος, ήταν δασική έκταση και δεν είχε προηγούμενα αναγνωριστεί η κυριότητα ιδιώτη επ’ αυτής, κατά τη διαδικασία που προβλεπόταν από το ως άνω διάταγμα (οι τίτλοι ιδιοκτησίας δασών, που ανήκαν σε ιδιώτες πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, αναγνωρίζονταν από το Υπουργείο Οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από την ισχύ του β.δ/τος αυτού). Προς τούτο, ο Γ. Γ. της Περιφέρειας Αττικής, υπέβαλε τη δήλωση ιδιοκτησίας του άρθρου 2 του ν. 2308/1995, με αριθμό ……/6.6.2002 και αριθμό κατάθεσης …../10.6.2002, για τις δασικές εκτάσεις του Δήμου Νίκαιας, στις οποίες περιλαμβάνεται και η επίδικη έκταση, σύμφωνα με το έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Πειραιά με Α.Π. 80920/2453/29.9.2017. Περαιτέρω, κατά το έγγραφο με Α.Π. 82452/3313/4.10.2017 του Δασαρχείου Πειραιά, η επίδικη έκταση είναι απόληξη του όρους Αιγάλεω και αποτελεί τμήμα ευρύτερης δασικής επιφάνειας, της οποίας η χλωρίδα είναι έντονα υποβαθμισμένη, λόγω ανθρωπογενών επεμβάσεων και ιστορικών συγκυριών (εγκατάσταση προσφύγων στην περιοχή, ανάγκες αυτών για ξύλευση, υπερβόσκηση κλπ.), για την προστασία της δε, συμπεριλήφθηκε εντός των ορίων της περιοχής, που κηρύχθηκε αναδασωτέα με την απόφαση του Υπουργού Γεωργίας 108424/1983. Εξάλλου, στις Α/Φ του έτους 1937, η επίδικη έκταση αποτελεί τμήμα ευρύτερης επιφάνειας, που φέρει κάλυψη από φρύγανα και αείφυλλα πλατύφυλλα σε ποσοστό περίπου 15%, ενώ δεν παρατηρούνται ίχνη καλλιέργειας ή άλλης ανθρώπινης παρουσίας. Επίσης, στις επόμενες Α/Φ των ετών 1945, 1969 και 1989, η έκταση καλύπτεται από φρυγανώδη – χορτολιβαδική βλάστηση, χωρίς να εμφανίζεται καλλιέργεια. Με βάση τα ανωτέρω, η συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα αποτελεί, μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές), όπως επιβεβαίωσε και ο μάρτυρας, που εξετάστηκε με την επιμέλεια του κυρίως παρεμβαίνοντος, ο οποίος ως δασολόγος έχει εξειδικευμένες γνώσεις και γνωρίζει την περιοχή. Η κρίση αυτή δε, του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την από 2019 μελέτη φωτοερμηνείας του Δασολόγου – Περιβαλλοντολόγου Ελευθερίου Σταματόπουλου, η οποία δεν αναφέρεται στην Α/Φ του έτους 1937 ούτε στην κήρυξη της ευρύτερης έκτασης ως αναδασωτέας, το 1934. Εξάλλου, η μη ύπαρξη διοικητικών πράξεων, όπως αποφάσεων κατεδάφισης, πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής και επιβολής ειδικής αποζημίωσης, καθώς και η μη κήρυξή της εκ νέου ως αναδασωτέας, δικαιολογείται, όπως κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ο ίδιος ως άνω μάρτυρας, από τη μη ύπαρξη ανθρώπινων ενεργειών. Σημειωτέον ότι στην έννοια της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτής χορτολιβαδικές εκτάσεις, κατ’ άρθρο 3 του ν. 998/1979, όπως η επίδικη. Περαιτέρω, το γεγονός της μη ανάρτησης και κύρωσης των ανωτέρω αναφερόμενων δασικών χαρτών δεν στερεί από το Ελληνικό Δημόσιο το δικαίωμα προάσπισης των συμφερόντων του, αφού αυτό οφείλει να επικαλείται οποιοδήποτε πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο για τη φύση της δεδομένης έκτασης ως δάσους, δασικής ή χορτολιβαδικής, καθώς και για την τυχόν κυριότητά του επ’ αυτής, ακόμη κι αν δεν έχει κυρωθεί δασικός χάρτης ή δεν έχει προηγηθεί χαρακτηρισμός με τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979 (Μον.Εφ.Πειρ. 3/2015 και Γνωμ. Ν.Σ.Κ. 173/2002 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Περαιτέρω, ο καθ’ ου η κύρια παρέμβαση προέβαλε πρωτοδίκως τον ισχυρισμό ότι η επίδικη έκταση δεν είναι δασική, αλλά ιδιωτική, ότι εμπίπτει στα όρια του κτήματος …….. και ότι ο ίδιος έχει καταστεί κύριος αυτής με έκτακτη χρησικτησία. Ότι ειδικότερα, στη δικαιοπάροχό του – Α.Ε. μεταβιβάστηκε με ευρύτερη έκταση 150 στρεμμάτων, λόγω πώλησης με το συμβόλαιο 4722/1966, στους δικαιοπάροχους δε, αυτής είχε μεταβιβαστεί από κληρονομία, δυνάμει διαθηκών και πράξεων αποδοχής κληρονομίας. Ότι στους δικαιοπάροχους αυτών είχε μεταβιβαστεί με ιδιόγραφη διαθήκη του ……….., ο οποίος είχε αγοράσει μείζονα έκταση με το …../1875 συμβόλαιο, απώτατος δε δικαιοπάροχος ήταν ο Πρόξενος της Αυστρίας ………., ο οποίος απέκτησε την κυριότητα της έκτασης κτήμα “………..” από τους Οθωμανούς …….. και ……….., δυνάμει του τουρκικού συμβολαίου (χοτζέτι) ……/1830, πώληση η οποία έγινε αποδεκτή με την απόφαση 2/1833 της Επιτροπής επί των Οθωμανικών Κτημάτων. Ότι τόσο αυτός, όσο και οι απώτεροι δικαιοπάροχοί του, το νέμονταν διανοία κυρίων και με καλή πίστη. Ο ισχυρισμός αυτός, τον οποίο ο καθ’ ου η κύρια παρέμβαση επαναφέρει με τις προτάσεις του, με τον οποίο επικαλείται υπερτριαντακονταετή νομή μέχρι την 11.9.1915, κατά το προϊσχύον βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, συνιστά τη νόμιμη ένσταση ιδίας κυριότητας (ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ.1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), που έχουν εφαρμογή για τον πριν την έναρξη ισχύος του Α.Κ., κατ’ άρθρο 51 του Εισ.Ν.Α.Κ.). Η ένσταση όμως, αυτή είναι ουσιαστικά αβάσιμη, αφού δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο εμπίπτει στο λεγόμενο κτήμα ……. Και τούτο διότι, δεν προσκομίζονται οι πράξεις αποδοχής κληρονομίας των απώτερων δικαιοπαρόχων του καθ’ ου η κύρια παρέμβαση – θυγατέρων του …………, ούτε η ιδιόγραφη διαθήκη του τελευταίου, ώστε να αποδεικνύεται ότι η ευρύτερη έκταση των 150 στρεμμάτων και κατ’ επέκταση και το επίδικο, περιλαμβάνονται σ’ αυτό (κτήμα …….). Επιπλέον, ο καθ’ ου η κύρια παρέμβαση επαναφέρει με τις προτάσεις του τον προβληθέντα και πρωτόδικα ισχυρισμό, ότι το δικαίωμα του Ελληνικού Δημοσίου ασκείται κατά κατάχρηση δικαιώματος, επικαλούμενος ότι το τελευταίο ουδέποτε άσκησε πράξεις φυσικής εξουσίασης, ούτε προέβαλε δικαιώματα κυριότητας κατά τη διαμόρφωση των πινάκων της πρώτης ανάρτησης, με συνέπεια να φαίνεται στο κτηματολογικό φύλλο το επίδικο ως “αγνώστου ιδιοκτήτη”, ούτε προέβαλε δικαιώματα ενώπιον της επιτροπής ενστάσεων, ούτε από το 1978 του κοινοποίησε πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. Ο ισχυρισμός αυτός, με τον οποίο ο καθ’ ου επιχειρεί να θεμελιώσει την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, κατ’ άρθρο 281 Α.Κ., τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, γιατί τα επικαλούμενα από τον τελευταίο περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, δεν συγκροτούν την έννοια της καταχρηστικότητας του ως άνω ασκούμενου δικαιώματος του κυρίως παρεμβαίνοντος. Και τούτο, διότι, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ., καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπάρχει, όταν από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώματος έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και εντιμότητα, που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές ή προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή προς τον κοινωνικό ή τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, έτσι ώστε η ενάσκηση του δικαιώματος αυτού να προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ.Α.Π. 16/2006 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 1330 και Α.Π. 1432/2010 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), πλην όμως, στην προκειμένη περίπτωση, δεν γίνεται από τον καθ’ ου η κύρια παρέμβαση επίκληση τέτοιων περιστατικών. Τούτο μάλιστα, ανεξαρτήτως του ότι το δημόσιο, κατά τα άρθρα 2 και 4 του α.ν. 1539/1938, θεωρείται νομέας επί των δημοσίων δασών, έστω κι αν ουδεμία πράξη νομής ενήργησε επ’ αυτών, ότι για την έκταση αυτή ο Γ. Γ. της Περιφέρειας Αττικής υπέβαλε τη δήλωση ιδιοκτησίας του άρθρου 2 του ν. 2308/1995 και ότι για τις δασικές εκτάσεις του Δήμου Νίκαιας, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω και κατέθεσε ο μάρτυρας ανταπόδειξης, δεν έγιναν πράξεις νομής στο επίδικο, ώστε να λάβει χώρα κάποια ενέργεια διοικητικής αποβολής.

Τέλος, αποδείχθηκε πως, παρά το γεγονός ότι το κυρίως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο υπέβαλε δήλωση ιδιοκτησίας, κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής του Δήμου Νίκαιας, κατά τις γενόμενες εγγραφές στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά, το επίδικο ακίνητο, το οποίο έλαβε ΚΑΕΚ ………….., φέρεται, σύμφωνα με το από 11.10.2017 αντίγραφο του κτηματολογικού φύλλου του ακινήτου με τις αρχικές εγγραφές, ως αγνώστου ιδιοκτήτη και όχι του κυρίως παρεμβαίνοντος, με αποτέλεσμα η ανωτέρω αρχική εγγραφή να είναι ανακριβής.

VΙΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν δεκτές και οι δύο εφέσεις – του ………. και του Ελληνικού Δημοσίου, ως και κατ’ ουσία βάσιμες και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη 1600/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως προς το αίτημα της αίτησης και τα αιτήματα της κύριας παρέμβασης, που αφορούν στην απόρριψη της ως άνω αίτησης και τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθούν η από 12.9.2017 αίτηση του ………… και η από 5.10.2017 κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου (ως προς τα αιτήματά της, που κρίθηκαν νόμιμα), να απορριφθεί η αίτηση ως ουσιαστικά αβάσιμη και να γίνει δεκτή η κύρια παρέμβαση ως και κατ’ ουσία βάσιμη, να διαταχθεί δε, η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά, ώστε στον ΚΑΕΚ ……….., αντί του εσφαλμένου “άγνωστος ιδιοκτήτης”, να αναγραφεί το κυρίως παρεμβαίνον – Ελληνικό Δημόσιο, ως κύριος του επίδικου ακινήτου. Σημειωτέον ότι δεν συντρέχει περίπτωση απαγόρευσης έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για τον αιτούντα, κατ’ άρθρο 536 §1 του Κ.Πολ.Δ., διότι το Δικαστήριο τούτο, δικάζει πλέον την υπόθεση στην ουσία (άρθρο 536 §2 του ίδιου Κώδικα – Α.Π. 1062/2005 Ελλ.Δ/νη 2007, σελ. 174). Επίσης, εφόσον έγινε δεκτή η έφεση του ………….. και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον τελευταίο του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε με το ………… ηλεκτρονικό παράβολο. Και τούτο διότι, εάν το ένδικο μέσο γίνει δεκτό και εξαφανισθεί εν όλω ή εν μέρει η απόφαση, ο διάδικος που το άσκησε θεωρείται, για την τύχη του κατατεθέντος παραβόλου, νικήσας, κατ’ άρθρο 495 του Κ.Πολ.Δ. (εφόσον η νίκη του καταθέσαντος το παράβολο πρέπει να κρίνεται σε σχέση με το διατακτικό της απόφασης που εκδίδεται επί του ενδίκου μέσου) και δικαιούται να του επιστραφεί, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ή όχι ευνοϊκή γι’ αυτόν (Α.Π. 532/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο αιτών – εκκαλών στην από 23.5.2018 έφεση – εφεσίβλητος στην από 25.6.2018 έφεση στη δικαστική δαπάνη του κυρίως παρεμβαίνοντος – εκκαλούντος στην τελευταία έφεση και εφεσίβλητου στην πρώτη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν του σχετικού αιτήματος του τελευταίου [(άρθρα 176, 181 §2, 183, 191 §2 Κ.Πολ.Δ. και 22 §§1 και 3 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., το οποίο εφαρμόζεται και όταν κερδίζει το Ελληνικό Δημόσιο) (Α.Π. 698/2016 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”)], κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την από 23.5.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2018 έφεση του ……….. και την από 25.6.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2018 έφεση του Ελληνικού Δημοσίου.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία αυτές.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη οριστική απόφαση 1600/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την εκούσια δικαιοδοσία, ως προς την αίτηση και τα αιτήματα της κύριας παρέμβασης, που αφορούν στην απόρριψη της ως άνω αίτησης και τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 12.9.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2017 αίτηση του ……… και την από 5.10.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2017 κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, ως προς τα ως άνω δύο αιτήματά της.

Απορρίπτει την αίτηση.

Δέχεται την κύρια παρέμβαση, ως προς τα αιτήματα αυτά.

Διατάσσει τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά, ώστε στον ΚΑΕΚ …….., αντί του εσφαλμένου “άγνωστος ιδιοκτήτης”, να αναγραφεί το κυρίως παρεμβαίνον – Ελληνικό Δημόσιο.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα, …….., του κατατεθέντος από αυτόν παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Καταδικάζει τον αιτούντα – καθ’ ου η κύρια παρέμβαση, ……….., στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του κυρίως παρεμβαίνοντος – Ελληνικού Δημοσίου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 30 Απριλίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ