Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 722/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός     722/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

           Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από το Διευθύνοντα το Εφετείο Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ. Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 1-1-2016 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ………. έφεση κατά της 3380/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων. Η έφεση αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 500, 511, 513 παρ.1 περ. β’ εδάφ. α’, 516 παρ. 1, 517 εδάφ. α’ , 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1  Κ.Πολ.Δ.), αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στο εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο στις 2-12-2015 (βλ. σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή Αθηνών …….. επί  του προσκομιζόμενου από το εκκαλούν αντιγράφου της εκκαλούμενης απόφασης) και η έφεση ασκήθηκε στις 4-1-2016, ημέρα Δευτέρα και συνεπώς επόμενη μη εξαιρετέα ημέρα, κατ’ άρθρο 144 του Κ.Πολ.Δ, μετά την τελευταία ημέρα της νόμιμης τριακονθήμερης προθεσμίας από την ως άνω επίδοση, που ήταν η Κυριακή 3-1-2016. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 Κ.Πολ.Δ.) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Σημειωτέον ότι δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση από το εκκαλούν του παραβόλου που προβλέπεται από το άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος την 2-4-2012), δεδομένου ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν προκαταβάλλει τέτοιο παράβολο (άρθρο 19 παρ. 1 ν.δ. 26/1944 «περί κώδικος νόμων και δικών του δημοσίου», σε συνδ. με άρθρο 50 παρ. 3 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ, Εφ.Πειρ. 69/2015, Εφ.Πειρ. 66/2014, Δημοσ. Νόμος, Μ. Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, τόμ. Α’, υπ’ άρθρο 495, αριθ. 17, σ. 849).

H ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη …………., με την από 10-2-2014 και με αριθ. έκθ.  κατάθ. …………. αγωγή που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επικαλείται ότι έχει καταστεί αποκλειστική κυρία ενός αγροτεμαχίου και ήδη οικοπέδου, έκτασης κατόπιν νεότερης καταμέτρησης 148,61 τ.μ, κειμένου στη θέση «Τσερατσίνι» ή «Κερατσίνι» ή «Κατσιβίγλα» ή «Βελεγρή» ή «Κοκκινόβραχος», εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Νίκαιας από 31-5-1974, κυρίως μεν με παράγωγο τρόπο (και δη λόγω αγοράς εκ μείζονος έκτασης 10.389,10 τ.μ, δυνάμει του με αριθ. …… συμβολαιογραφικού εγγράφου που έχει μεταγραφεί νόμιμα, άλλως επικουρικά με πρωτότυπο τρόπο (τακτική, άλλως έκτακτη χρησικτησία, κατά τις γενόμενες διακρίσεις) και ειδικότερα ότι νεμήθηκε το επίδικο, ασκώντας σ’ αυτό, με διάνοια αποκλειστικής κυρίας, όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και στον προορισμό του εμφανείς διακατοχικές πράξεις, δηλωτικές εξουσίασης με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, αλλά και ανεξαρτήτως αυτών, για χρονικό διάστημα πλέον των δέκα και είκοσι ετών αντίστοιχα, προσμετρώντας στο δικό της χρόνο χρησικτησίας τον αντίστοιχο χρόνο των άμεσου, απωτέρων και απωτάτου δικαιοπαρόχων της από έτους 1878, σύμφωνα με τα παρατιθέμενα στο δικόγραφό της, ότι (καθ’ υποφορά), σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι το συγκεκριμένο ακίνητο αποτελούσε στο παρελθόν δημόσιο κτήμα κυριότητας του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, έχει και πάλι καταστεί αποκλειστική κυρία αυτού, ως αποκτήσασα νόμιμα από τους προηγούμενους κυρίους του, διότι στον απώτατο δικαιοπάροχό της περιήλθε κατά κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία, με βάση τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, διά της τριακονταετούς νομής του κατά μείζονα έκταση, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, συμπληρωθείσα μέχρι τις 11-9-1915, άλλως ότι κατέστη αποκλειστική κυρία του επιδίκου με πρωτότυπο τρόπο (τακτική, άλλως έκτακτη χρησικτησία) κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην αγωγή, καθώς και ότι κατά την πρώτη εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας το ανωτέρω ακίνητο εσφαλμένα καταχωρήθηκε ως «κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου», γεγονός που προσβάλλει το δικαίωμα αποκλειστικής κυριότητάς της επ’ αυτού. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί ν’ αναγνωρισθεί κυρία του άνω ακινήτου και να διορθωθεί η εσφαλμένη πρώτη εγγραφή, ώστε να διαγραφεί από κύριο αυτού το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο και να αναγραφεί η ίδια ως δικαιούχος δικαιώματος αποκλειστικής κυριότητας επ’ αυτού.             Επί της άνω αγωγής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, την εκκαλούμενη με αριθ. 3380/2015 απόφασή του (τακτική διαδικασία), με την οποία, αφού δέχτηκε την αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη και βάσιμη και κατ’ ουσία κατά την κύρια βάση της από παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας και κατά την επικουρική βάση της από πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας (τακτική και έκτακτη χρησικτησία), αναγνώρισε την ενάγουσα ως αποκλειστική κυρία του επιδίκου ακινήτου και διέταξε τη διόρθωση των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Δήμου Νικαίας Αττικής, προκειμένου να διαγραφεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο από κύριος στο οικεία ΚΑΕΚ και να καταχωρηθεί η ενάγουσα ως αποκλειστική κυρία σε ποσοστό 100%, με τίτλο κτήσης το προαναφερθέν με αριθ. …….. αγοραπωλητήριο συμβόλαιο. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη το εναγόμενο με την υπό κρίση έφεσή του με τους περιεχομένους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή εναντίον του στο σύνολό της.            Από τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 στοιχ. α’ και β’ Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που ανάγονται στη νομική θεμελίωσή της, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αόριστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου για αγωγή αναγνωριστική ή διεκδικητική της κυριότητας ακινήτου, απαιτείται, για να είναι ακριβής η περιγραφή του επιδίκου ακινήτου, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του, να προσδιορίζονται η θέση, η έκταση, τα όρια και ο προσανατολισμός των πλευρών του, κατά τρόπο ώστε να μπορεί αυτό να εντοπίζεται επακριβώς και να διαχωρίζεται από τα γειτονικά εδάφη, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του, έστω και αν δεν αναφέρονται στο δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις και δεν κατονομάζονται οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων. Όταν, περαιτέρω, το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου τμήματος, να προσδιορίζεται με ακρίβεια η θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο και επομένως επακριβώς τα όρια που το διαχωρίζουν από τη μεγαλύτερη έκταση, ώστε να προκύπτει ποιο συγκεκριμένο τμήμα της καταλαμβάνει αυτό (Α.Π. 452/2016, Α.Π. 78/2015, Α.Π. 1116/2014, Α.Π. 116/2014, Εφ.Πατρ. 157/2016, Εφ.Πειρ. 173, 2016, Εφ.Δωδ. 116/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η περιγραφή του ακινήτου δεν μπορεί να συμπληρώνεται με παραπομπή σε άλλο έγγραφο, όπως σχεδιάγραμμα στο οποίο αποτυπώνεται το ακίνητο, εκτός αν τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα ενσωματώνεται στην αγωγή κατά τρόπο ώστε να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της, αφού μόνον έτσι θα μπορέσει ο εναγόμενος να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα ως άνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπή την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικής ένστασης από τον εναγόμενο. Η αοριστία αυτή, που ενδέχεται να αφορά μια ή περισσότερες από τις σωρευόμενες σε επικουρική διάταξη βάσεις της αγωγής (π.ρ.β.λ. Α.Π. 41/2018, Α.Π. 191/2017, Α.Π. 623/2017, Α.Π. 488/2014, Α.Π. 680/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε, επίσης με αναφορά στη σχετική διάταξη του νόμου ή μνεία αυτής, ούτε με δικαστική ομολογία του εναγομένου, η οποία, ως αποδεικτικό μέσο με δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, αποκλείει μόνο τη διεξαγωγή αποδείξεων και απαλλάσσει τον αντίδικο από το βάρος απόδειξης του σχετικού (ομολογούμενου) ισχυρισμού (Α.Π. 714/2015, Α.Π. 164/2014, Α.Π. 621/2014, Α.Π. 625/2014, Α.Π. 1482/2014, Α.Π. 1186/2014, Α.Π. 1114/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης το Εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 μέχρι 527 του ίδιου Κώδικα, τόσο από τη μία πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών με την έφεση παραπονείται γιατί η αγωγή του απορρίφθηκε (εν όλω ή εν μέρει) κατ’ ουσία, να κρίνει, μετά από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή δεν περιέχει όλα τα στοιχεία τα οποία απαιτεί η διάταξη του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δ. ή είναι μη νόμιμη ή απαράδεκτη. Στην περίπτωση αυτή, επειδή δεν επιτρέπεται να αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης απόφασης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του ίδιου κώδικα, αφού η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλουμένη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή για τον τυπικό αυτό λόγο και μάλιστα χωρίς ειδικό γι’ αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του κώδικα αυτού, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (άρθρα 68 και 536 Κ.Πολ.Δ. – ΑΠ 356/2013, ΑΠ 1951/2007, Α.Π. 1493/2007, Εφ.Πειρ. 173/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. 2009, σ. 345-346).            Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, με τον οποίο επαναφέρει σχετικό ισχυρισμό που είχε προβάλει και πρωτόδικα, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο παραπονείται ότι κακώς κρίθηκε η άνω αγωγή ορισμένη ως προς την κύρια βάση της από παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας, καθώς είναι ασαφής η περιγραφή του επίδικου ακινήτου, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, περιήλθε στην απώτερη δικαιοπάροχό της ………. ως τμήμα μείζονος έκτασης 10.389,10 τ.μ, αφού δεν προσδιορίζεται σε ποιο σημείο της μείζονος έκτασης βρίσκεται τούτο. Από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι το επίδικο ακίνητο, ως προς το οποίο ζητείται με την κρινόμενη αγωγή η αναγνώριση του δικαιώματος κυριότητας της ενάγουσας και η διόρθωση της φερομένης ως ανακριβούς αρχικής εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία, ώστε να αναγραφεί η ενάγουσα ως αποκλειστική κυρία αυτού, περιγράφεται κατά θέση, έκταση και όρια ως εξής: «αγροτεμάχιο έκτασης 162 τ.μ, το οποίο περιήλθε κατά ποσοστό 100% στην κυριότητα, νομή και κατοχή της ενάγουσας δυνάμει του υπ’ αριθ. …………. συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς Μιχαήλ Μακριδάκη που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νικαίας, στον τόμο …. και με αριθ. ……, εξ αγοράς από το ……….., εκ μείζονος έκτασης που αυτός κατείχε και διέθετε. Το άνω αγροτεμάχιο, κείμενο στην Κτηματική Περιφέρεια της πόλεως Νίκαιας, κατά το χρόνο αγοράς (18.10.1968) βρισκόταν εκτός του εγκεκριμένου σχεδίου του Δήμου Νίκαιας της Περιφέρειας τέως Δήμου Πειραιώς και κατά τη γενική θέση «Τσερατσίνι» ή «Κερατσίνι» ή «Κατσιβίγλα» ή «Βελεγρή» ή «Κοκκινόβραχος» και αποτελούσε τμήμα ευρύτερης εκτάσεως, εμφαινόμενης υπό τον αριθμό δέκα (10) στο από 17 Ιουνίου 1943 σχεδιάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού …………, το συνημμένο στο υπ’ αριθμόν ………….. συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιώς Νικολάου Κορδώση (τίτλος κτήσεως της απώτερης δικαιοπαρόχου ενάγουσας και άμεσης δικαιοπαρόχου του ………..), το οποίο κατεστράφη άλλως απωλέσθη κατά τη γενομένη έκρηξη πυρομαχικών της 6ης Απριλίου 1941 στο Λιμάνι του Πειραιώς και τον από αέρος βομβαρδισμό της πόλεως του Πειραιώς την 11η Ιανουαρίου 1943, όπως προκύπτει εκ της από 28 Οκτωβρίου 1970 βεβαιώσεως του Συμβολαιογράφου Πειραιώς Νικολάου Π. Κορδώση. Λεπτομερέστερα δε εμφαίνεται με τον αριθμό δέκα επτά (17) στο από Μαρτίου 1966 διάγραμμα του μηχανικού …….. που έχει προσαρτηθεί στο υπ’ αριθμ. ……… συμβόλαιο του ίδιου ως άνω Συμβολαιογράφου Πειραιώς Μιχαήλ Γεωργ. Μακριδάκη. Σύμφωνα με τον ανωτέρω τίτλο κτήσεως (υπ’ αριθμ. ………. συμβόλαιο), το ως άνω αγροτεμάχιο συνορεύει ανατολικά με το υπ’ αριθμόν 16 αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας του ιδίου πωλητού ……….. επί πλευράς μέτρων δεκαπέντε (15 μ.), δυτικά με το υπ’ αριθμόν 18 αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας του ιδίου ως άνω πωλητού επί ομοίας πλευράς μέτρων δεκαπέντε (15 μ.), βόρεια με οδό ονομαζόμενη …….. επί προσόψεως μέτρων δέκα και 80/00 (10,80 μ.) και νότια εν μέρει με το υπ’ αριθμόν 4 αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας πρώην ιδίου πωλητού ……….. και εν συνεχεία ………. και εν μέρει με το υπ’ αριθμόν 5 αγροτεμάχιο, ιδιοκτησίας πρώην ιδίου πωλητού (……….) και εν συνεχεία ………… επί συνολικής πλευράς μέτρων δέκα και 80/00 (10,80 μ.). Το επίδικο αγροτεμάχιο, εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης του Δήμου Νίκαιας με το από 23 Απριλίου 1974 Προεδρικό Διάταγμα (Φ.Ε.Κ. 142, τ. Δ’/31.05.1974/αρ. 8), ως οικόπεδο αποτελούν τμήμα μείζονος εκτάσεως, η οποία περικλείεται από τις οδούς ……………. και συγκροτεί μέχρι και σήμερα το υπ’ αριθμόν ……. Οικοδομικό Τετράγωνο του σχεδίου πόλης του Δήμου Νίκαιας. Απεικονίζεται δε το άνω οικόπεδο στα κατωτέρω τοπογραφικά διαγράμματα που συντάχθηκαν μετά την κήρυξη της περιοχής υπό κτηματογράφηση: α) Στο από Μαρτίου 1998 τοπογραφικό διάγραμμα του Αρχιτέκτονα Μηχανικού …….., στο οποίο αποτυπώνεται η θέση του επιδίκου οικοπέδου εντός του ΟΤ …….. του Δήμου Νίκαιας, περιγραφόμενου με τα αλφαβητικά στοιχεία ΑΒΓΔΑ, έχοντος επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά εκατόν πενήντα ένα και 0,20 (151,20 τ.μ.), συνορεύοντος βόρεια, επί προσόψεως – πλευράς Α-Β, πλάτους μέτρων δέκα και 0,20 (10,20 μ.) με την οδό ………., νότια, επί πλευράς Δ-Γ πλάτους μέτρων εννέα και 0,70 (9,70 μ.) με ιδιοκτησία (κατά το χρόνο κατάρτισης του τοπογραφικού) ………, ανατολικά επί πλευράς Β-Γ, μήκους μέτρων δεκαπέντε και 0,20 (15,20 μ.) με ιδιοκτησία πρώην ……….. και ήδη αγνώστου και δυτικά επί πλευράς Α-Δ, μήκους μέτρων δεκαπέντε και 0,20 (15,20 μ.) με ιδιοκτησία ……….. β) Στο από Μαρτίου 2007 όμοιο τοπογραφικό διάγραμμα της Αρχιτέκτονος Μηχανικού ………….., στο οποίο το επίδικο περιγράφεται με τα αλφαβητικά στοιχεία ΑΒΓΔΑ, έχον επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά εκατόν πενήντα τρία (153 τ.μ.), συνορεύον βόρεια επί προσόψεως – πλευράς Α-Β, πλάτους μέτρων δέκα και 0,20 (10,20 μ.) με την οδό ……….., νότια επί πλευράς Δ-Γ, πλάτους μέτρων εννέα και 0,70 (9,70 μ.) με όμοια ως άνω ιδιοκτησία και πέραν αυτής με οδό Ζήνωνος, ανατολικά επί πλευράς Β-Γ, μήκους μέτρων δεκαπέντε και 0,20 (15,20 μ.) με όμοιες ως άνω ιδιοκτησίες και πέραν αυτών με οδό Αλκαμένους και δυτικά επί πλευράς Α-Δ, μήκους μέτρων δεκαπέντε και 0,20 (15,20 μ.) με όμοια ως άνω ιδιοκτησία και πέραν αυτής με οδό ……….. Και γ) στο προσαρτώμενο στην αγωγή, ως ενιαίο τμήμα της, από 18 Ιουλίου 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού …….., το οποίο έχει συνταχθεί σύμφωνα με το Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς 1987 (Ε.Γ.Σ.Α. 1987), στο οποίο το επίδικο οικόπεδο περιγράφεται και οριοθετείται με τα αλφαβητικά στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΚΑ, έχει συνολικό εμβαδόν μέτρων τετραγωνικών εκατόν σαράντα οκτώ και 0,61 (148,61 τ.μ.), βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Νίκαιας – Αγ. I. Ρέντη Αττικής και δη επί της οδού ………., επί της οποίας φέρει τον Οικοδομικό Αριθμό ……….. και σύμφωνα με τη δήλωση του συντάξαντος το τοπογραφικό διάγραμμα Πολιτικού Μηχανικού, κείται κατά τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις εντός σχεδίων πόλεως, είναι δε άρτιο και οικοδομήσιμο. Κατά την ειδικότερη περιγραφή αυτού, το επίδικο συνορεύει βορείως επί προσόψεως πλευράς ΑΒ πλάτους μέτρων δέκα και 0,16 (10,16 μ.) με την οδό ………., επί της οποίας φέρει τον Οικοδομικό Αριθμό ………, νοτίως (α) εν μέρει επί πλευράς ΕΖ μήκους μέτρων τεσσάρων και 0,2 (4,02 μ.) με ιδιοκτησία έχουσα ΚΑΕΚ ……… και πρόσωπο επί της οδού ………. και (β) εν μέρει επί πλευράς ΖΗΘ μέτρων μήκους πέντε και 0,73 (ΖΗ 3,94 μ. + ΗΘ 1,79 μ. = 5,73 μ.) με ιδιοκτησία έχουσα ΚΑΕΚ ……… και πρόσοψη ομοίως επί της οδού ……….. με Οικοδομικό Αριθμό ………. Η προς νότο όμορη ιδιοκτησία σύγκειται ειδικότερα εκ δύο διακεκριμένων καθέτων ιδιοκτησιών, έκαστη των οποίων φέρει ειδικό αριθμό ΚΑΕΚ …….. και αποτελείται από πλείονες οριζόντιες ιδιοκτησίες, ήτοι η μεν πρώτη από τρεις οριζόντιες ιδιοκτησίες με ΚΑΕΚ …….. και η δεύτερη από πέντε οριζόντιες ιδιοκτησίες με ΚΑΕΚ ……….. Περαιτέρω, το επίδικο συνορεύει, σύμφωνα με το ίδιο διάγραμμα ανατολικώς επί πλευράς ΒΓΔΕ μήκους μέτρων δεκατεσσάρων και 0,98 (ΒΓ 4,00 μ. + ΓΔ 8.53 μ. + ΔΕ 2,45 μ. = 14,98 μ.) με ιδιοκτησία, επί της οποίας έχει ανεγερθεί πολυώροφος οικοδομή συγκείμενη εκ πλειόνων οριζοντίων ιδιοκτησιών, έχουσα ΚΑΕΚ ……….., φέρουσα επί της οδού …….. Οικοδομικό Αριθμό ……. και δυτικώς επί πλευράς ΘΙΚΑ μήκους μέτρων δεκατεσσάρων και 0,96 (ΘΙ 2,50 μ. + ΙΚ 8,46 μ. + ΚΑ 4,00 μ. = 14,96 μ.), με ιδιοκτησία, επί της οποίας έχει ομοίως ανεγερθεί πολυώροφος οικοδομή συγκείμενη εκ πλειόνων οριζοντίων ιδιοκτησιών, έχουσα ΚΑΕΚ ………., φέρουσα επί της οδού ……….. Οικοδομικό Αριθμό ………  ». Από την άνω περιγραφή του επιδίκου οικοπέδου προκύπτει ότι προσδιορίζεται με σαφήνεια κατά τη θέση, έκταση και όρια αυτού τόσο κατά το χρόνο κατάρτισης του τίτλου κτήσης της ενάγουσας (18-10-1966) όσο και κατά το χρόνο μετά την κήρυξη υπό κτηματογράφηση της περιοχής που βρίσκεται (17-9-1997). Ωστόσο, για τις ανάγκες θεμελίωσης των επικαλούμενων από την ενάγουσα παράγωγου τρόπου κτήσης κυριότητας (κύριας βάσης της αγωγής) και πρωτότυπου τρόπου κτήσης κυριότητας με τακτική χρησικτησία (πλην της ειδικής χρησικτησίας κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 α’ και 2 Ν. 3127/2003, για την οποία γίνεται ξεχωριστή αναφορά παρακάτω) (επικουρική βάση της αγωγής) δεν προσδιορίζεται η ακριβής θέση του μέσα στο μείζων άνω ακίνητο που φέρεται να απέκτησε ο άμεσος δικαιοπάροχος της ενάγουσας …….. από την άμεση δικαιοπάροχό του ……… δυνάμει του υπ’ αριθ. ……….. συμβολαίου αγοραπωλησίας, αφού, πέραν της επιφάνειας, δεν περιγράφεται το σημείο που βρίσκεται το επίδικο ακίνητο σε σχέση με το όλο ακίνητο και έτσι δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του ως τμήματος της μείζονος έκτασης από την οποία προήλθε. Την ίδια έλλειψη έχει και το συνημμένο στην αγωγή τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………, αφού σ’ αυτό απεικονίζεται μεν το επίδικο ακίνητο μετά την κήρυξη της περιοχής υπό κτηματογράφηση, όχι όμως και το μείζον ακίνητο και η θέση εντός αυτού του επιδίκου ακινήτου. Επιπλέον, δεν υφίσταται περιγραφή του μείζονος ακινήτου, τμήμα του οποίου, μετά από τη συντελεσθείσα πώληση δυνάμει του ………. συμβολαίου, φέρεται να συνιστά το επίδικο, αφού δεν γίνεται αναφορά ούτε των πλευρικών διαστάσεων, ούτε των ορίων του μείζονος ακινήτου και επομένως δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί η ακριβής θέση του. Ως εκ τούτου δημιουργείται αμφιβολία και αβεβαιότητα ως προς το εάν πράγματι το επίδικο ακίνητο περιέχεται στους επικαλούμενους τίτλους του αμέσου και της απώτερης των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας. Η αμφιβολία και η αβεβαιότητα επιτείνεται από τη μη επισύναψη στην αγωγή τοπογραφικού διαγράμματος που να αποτυπώνει τη μείζονα έκταση και από την αναφορά στο δικόγραφό της ότι τέτοιο τοπογραφικό διάγραμμα, που ήταν συνημμένο στο υπ’ αριθ. …….. συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά …….. (τίτλο κτήσης της απώτερης δικαιοπαρόχου της ενάγουσας), κατεστράφη, άλλως απωλέσθη κατά τη γενόμενη έκρηξη πυρομαχικών της 6ης Απριλίου 1941 στο λιμάνι του Πειραιά κατά τον από αέρος βομβαρδισμό της πόλης του Πειραιά την 11η Ιανουαρίου 1943. Τα προαναφερθέντα, εξάλλου, από Μαρτίου 1998 και από Μαρτίου 2007 τοπογραφικά διαγράμματα των αρχιτεκτόνων μηχανικών ……….. αντίστοιχα, τα οποία μνημονεύονται στην αγωγή, φέρεται να αφορούν μεν το επίδικο τμήμα, όχι όμως να απεικονίζουν εάν αυτό περιέχεται στο μείζων ακίνητο που απέκτησαν ο άμεσος και η απώτερη των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας. Ούτε ακόμα αρκεί, για το ορισμένο της αγωγής ως προς τον επικαλούμενο παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας, καθώς και ως προς τον επικαλούμενο πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας με τακτική χρησικτησία (εξαιρουμένης της ειδικής τακτικής χρησικτησίας κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 α’ και 2 Ν. 3127/2003), το γεγονός ότι αναφέρονται οι πλευρικές διαστάσεις του επιδίκου και οι οδοί που περικλείουν το 101 οικοδομικό τετράγωνο του σχεδίου πόλης του Δήμου Νικαίας στο οποίο εντάχθηκε ως οικόπεδο το επίδικο με το από 23 Απριλίου 1974 Π.Δ. (Φ.Ε.Κ. 142 Τ. Δ’/31-5-1974), αφού δεν εκτίθεται ότι το άνω οικοδομικό τετράγωνο ταυτίζεται με τη μείζονα έκταση που απέκτησαν οι άνω άμεσος και απώτερη δικαιοπάροχος της ενάγουσας, από την οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, προήλθε το επίδικο ακίνητο. Ενόψει τούτων και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην παραπάνω μείζονα σκέψη, η αγωγή είναι αόριστη και επομένως απορριπτέα ως απαράδεκτη ως προς την κύρια βάση της από παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας και ως προς την επικουρική βάση της από πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας με τακτική χρησικτησία (πλην της ειδικής τακτικής χρησικτησίας κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 α’ και 2 Ν. 3127/2003) και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση την έκρινε ορισμένη (και ακολούθως νόμω και ουσία βάσιμη) ως προς τις άνω βάσεις της, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερομένων διατάξεων. Επομένως, κατά παραδοχή ως βάσιμου του πρώτου λόγου της έφεσης του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου περί αοριστίας της άνω βάσης της αγωγής, το παραδεκτό της οποίας έχει την εξουσία να εξετάσει και αυτεπάγγελτα το Δικαστήριο τούτο, όπως εκτίθεται στην παραπάνω μείζονα σκέψη, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τις διατάξεις της με τις οποίες γίνονται δεκτές οι επικαλούμενες από την ενάγουσα νομικές βάσεις παράγωγου τρόπου κτήσης κυριότητας και πρωτότυπου τρόπου κτήσης κυριότητας με τακτική χρησικτησία (πλην της ειδικής τακτικής χρησικτησίας κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 α’ και 2 Ν. 3127/2003), να κρατηθεί, κατ’ άρθρο 535 παρ.1 Κ..Πολ.Δ, η υπόθεση κατά το μέρος αυτό και αφού δικασθεί η αγωγή, να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας του δικογράφου της ως προς τις άνω νομικές βάσεις της. Σημειωτέον ότι η απόφαση αυτή, κατά το άνω σκέλος της, είναι επωφελέστερη από την εκκαλουμένη για το εκκαλούν και οι συνέπειες από την απόρριψη της αγωγής για το λόγο αυτό είναι διαφορετικές και δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση αντικατάστασης αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.            Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 1, 2 και 3 του οθωμανικού νόμου της 17 Ραμαζάν 1274 και το προϊσχύσαν αυτού μουσουλμανικό δίκαιο, οι γαίες διακρίνονταν στις εξής πέντε κατηγορίες: α) Τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), όπως οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες κ.λ.π, των οποίων τη κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, β) τις δημόσιες γαίες (μιριγιέ), όπως τα καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση κ.λ.π., των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ), γ) τις αφιερωμένες γαίες (βακούφια), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (μετρουκέ), όπως οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες κ.λ.π, οι οποίες ήταν προορισμένες για τη κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και ε) τις νεκρές γαίες (μεβάτ), όπως τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση κλπ., οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο. Μετά την απελευθέρωση και δυνάμει των από 3/22-2-1830, 4/16-6-1830 και 19.6/1- 7- 1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου, των ερμηνευτικών των εν λόγω πρωτοκόλλων κειμένων των τριών προστάτιδων δυνάμεων και της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης περιήλθαν στη κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, αφενός μεν τα ανήκοντα στο Τουρκικό Δημόσιο κτήματα, αφετέρου δε τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε, καθώς και εκείνα τα οποία κατά το χρόνο υπογραφής των άνω τριών πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ν. 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως κτημάτων”. Με τις διατάξεις δε των άρθρων 1, 2 και 3 του β.δ. της 17/29-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στις εκτάσεις που αποτελούν δάση, εκτός από εκείνες οι οποίες πριν από τον αγώνα της ανεξαρτησίας κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι “ιδιοκτησίας” θα αναγνωρίζονταν από την Γραμματεία των Οικονομικών κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος που είχε ισχύ νόμου. Με τις διατάξεις αυτές θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας σε όλα τα δάση που υπήρχαν πριν την ισχύ του ως άνω διατάγματος στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίστηκε νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ.1 Κωδ. (7.39), 9 παρ.1 Βασ. (50.14), 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ.3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, κατά το άρθρο 51 του Εισ.Ν.Α.Κ, έχουν εφαρμογή για τον πριν από την εισαγωγή του Α.Κ. χρόνο, μπορούσε να αποκτηθεί κυριότητα επί ακινήτου και με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν ασκήσεως επ’ αυτού νομής με καλή πίστη και με διάνοια κυρίου επί συνεχή τριακονταετία, εκείνος δε που χρησιδέσποζε μπορούσε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο όμοιας νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.6/3.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, ανεξαρτήτως της μορφολογίας τους, εφόσον η τριακονταετής νομή τους είχε συμπληρωθεί μέχρι και τις 11-9-1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου” που εκδόθηκαν με βάση αυτό το νόμο και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ/τος της 22.4/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, με τις οποίες έγινε αναστολή κάθε παραγραφής ή δικαστικής προθεσμίας σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε η οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, επομένως και η χρησικτησία τρίτων πάνω σ’ αυτά. Περαιτέρω, όπως συνάγεται από τους ν. 20 παρ.12 πανδ. (5.3), ν.25 πανδ.(24.1), ν. 27 πανδ. (18.1), ν.10, 13 παρ.1, 17, 48 πανδ. (41.3), ν.5 πανδ. (41.7), ν.3 πανδ. (41.10), ν. 7 παρ.6 πανδ. (41.4), ν.109 πανδ. (50.16), καλή πίστη αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ’ ουσίαν το δικαίωμα του κυρίου (Α.Π. 259/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, οι επί των διατάξεων του Πρωτοκόλλου της 21-1 /3-2-1830 «περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος» και των ερμηνευτικών Πρωτοκόλλων της 4 /16-6-1830 και 19-6 /1-7-1830, της από 27-6 /9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος», του άρθρου 16 Ν. 26-6 /10-7-1837 «περί διακρίσεως κτημάτων» και των άρθρων 1, 2 και 3 του ΒΔ της 17 /29-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών» στηριζόμενοι ισχυρισμοί του ελληνικού δημοσίου, οι οποίοι προβάλλονται προς αντίκρουση αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής ακινήτου, δεν αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής αλλά ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γέννησης του εξιστορούμενου με την αγωγή δικαιώματος κυριότητος του ενάγοντος, αφού με την επίκληση και απόδειξη των πραγματικών γεγονότων τα οποία θεμελιώνουν τους αντιστοίχους ως άνω ισχυρισμούς του ελληνικού δημοσίου, δημιουργείται κυριότητα αυτού επί του εν επιδικία ακινήτου, δια της οποίας καθίσταται αλυσιτελής πλέον ο αγωγικός ισχυρισμός του αντιδίκου περί κτήσης κυριότητος επ’ αυτού με παράγωγο τρόπο ή με πρωτότυπο τρόπο τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας βάσει πράξεων νομής μεταγενέστερων της 11ης Σεπτεμβρίου 1915. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση των ισχυρισμών (ενστάσεων) αυτών, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει το ενιστάμενο ελληνικό δημόσιο και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών αυτών τις φέρει το ενιστάμενο δημόσιο και όχι ο ενάγων. Κατά συνέπεια, εάν δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη κυριότητας ή άλλου δικαιώματος του δημοσίου, η αγωγή δεν θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη (Α.Π. 148/2016, Α.Π. 847/2013, Εφ.Πειρ. 486/2016, ad hoc, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003 «1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφόσον: α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23.2.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α’ και β’ προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 Α.Κ. 2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τ.μ. οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται μόνο εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά 32.12.2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον 30% του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή». Επιπρόσθετα, κατά το άρθρο 1042 του Α.Κ, ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου που ανήκει στο Δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 3127/2003, πρέπει ο νομέας, μεταξύ άλλων, να έχει την πεποίθηση, χωρίς να τον βαρύνει βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου και η πεποίθησή του αυτή πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο κτήσης της νομής του ακινήτου. Ο νομέας θεωρείται κακής πίστης μόνο αν γνωρίζει ότι δεν έγινε κύριος ή αγνοεί τούτο από βαριά αμέλεια. Αν μεσολάβησε διαδοχή στη νομή, ο χρόνος νομής που διανύθηκε, με τις ίδιες προϋποθέσεις, στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου, συνυπολογίζεται  στο χρόνο νομής του διαδόχου. Με το ως άνω άρθρο εισάγεται υπό προϋποθέσεις εξαίρεση στο σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του α.ν. 1539/1938 απαράγραπτο των υφισταμένων επί των ακινήτων δικαιωμάτων κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου (Α.Π. 201/2016, Α.Π. 1412/2014, Α.Π. 411/2012, Α.Π. 4/2013, Α.Π. 1518/2012, Α.Π. 1455/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, αυτό συντρέχει, όταν ο χρησιδεσπόζων, έστω και αν γνωρίζει ότι το ακίνητο ανήκει στην κυριότητα τρίτου, όμως, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει κατά την κτήση της νομής την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα. Ο Α.Κ. δεν ορίζει την έννοια της βαριάς αμέλειας, ούτε παρέχει κριτήρια για τον προσδιορισμό της. Γενικώς, βαριά χαρακτηρίζεται η αμέλεια, όταν η παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ανθρώπου είναι σημαντική, ασυνήθης, ιδιαιτέρως μεγάλη, που φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη για τα παράνομα σε βάρος τρίτων αποτελέσματά της (Α.Π. 865/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το Δημόσιο, στο πλαίσιο του καθιερούμενου, με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 3127/2003 διακωλυτικού της κτήσης κυριότητας κανόνα, φέρει το βάρος επίκλησης (και απόδειξης) της κακής πίστης του αντιδίκου του ή και των δικαιοπαρόχων του, ότι δηλαδή αυτοί γνώριζαν ή υπαιτίως (από βαριά αμέλεια) αγνοούσαν ότι δεν είχαν γίνει κύριοι του ακινήτου κατά το χρόνο κτήσης της νομής του (Α.Π. 786/2012, Εφ.Πειρ. 461/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).             Περαιτέρω, εάν με λόγο έφεσης προβάλλεται σφάλμα ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να εξετάσει αν ορθά τάχθηκε η απόδειξη, το θέμα και το βάρος αυτής. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν διατάχθηκε απόδειξη ή δεν έγινε ορθή κατανομή του βάρους αυτής, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, χωρίς να εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση (Ολ.Α.Π. 1285/1982, Νο.Β. 1983, 219), διατάσσει απόδειξη ή επιβάλλει ορθά το βάρος αυτής (Εφ.Λαρ. 199/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, Αθήνα 2009, 6η έκδ, παρ. 1094, 908, 909, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ. 2015, υπ’ άρθρο 520, αριθ. 1173, σ. 307). Προσέτι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 238 Κ.Πολ.Δ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 24 Ν. 3994/2011 και ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α’ 87 «Ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου οι προτάσεις κατατίθενται, ενώπιον δε του ειρηνοδικείου δύνανται να κατατεθούν, το αργότερο στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και, όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις, καταχωρίζονται στα Πρακτικά. Οι διάδικοι μπορούν έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση ή από την αυτοψία ή από τη λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, με την οποία σχολιάζονται οι αποδείξεις, προτείνονται ισχυρισμοί και προσκομίζονται ένορκες βεβαιώσεις, έγγραφα και γνωμοδοτήσεις κατά το άρθρο 390 μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1 εδάφια β’ και γ’, 2, 5 και 6 του άρθρου 237». Ακόμη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 527 Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α’ 87 και ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της κρινόμενης έφεσης (4-1-2016), σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου «Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία` αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως».            Στην προκειμένη περίπτωση, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, απαντώντας στην αγωγή, ισχυρίστηκε με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις του της πρώτης συζήτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι το επίδικο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στους τίτλους κτήσης του άμεσου και των απώτερων δικαιοπαρόχων της ενάγουσας, αλλά περιήλθε στην κυριότητά του: 1) ως διαδόχου του τουρκικού Κράτους, με κυριαρχικό δικαίωμα με τα από 3 Φεβρουαρίου, 4/16 Ιουνίου και 19 Ιουνίου / 11 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου και την από 3.7.1932 συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, 2) διαφορετικά ως δάσος, με βάση τις διατάξεις του ΒΔ/τος 17.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών», 3) διαφορετικά ως λιβάδι ή βοσκότοπος με βάση το ΒΔ/γμα 3/15-12-1933, 4) διαφορετικά με έκτακτη χρησικτησία, αφού το νέμεται με διάνοια κυρίου και καλή πίστη από την απελευθέρωση του Ελληνικού Κράτους μέχρι και την άσκηση της αγωγής και 5) διαφορετικά ως αδέσποτο που το κατέλαβε με βούληση κυρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του από Ιουν. 1837 νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων», Α.Ν. 1539/1938 και 972 Α.Κ. Οι άνω ισχυρισμοί του, οι οποίοι κρίθηκαν και είναι νόμιμοι, καθώς θεμελιώνονται στις διατάξεις που αναφέρονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γέννησης του δικαιώματος κυριότητας της ενάγουσας και όχι αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσης αναγνωριστικής αγωγής για ακίνητο, αφού, με την επίκληση και απόδειξη των πραγματικών γεγονότων που θεμελιώνουν τους αντίστοιχους ως άνω ισχυρισμούς του Ελληνικού Δημοσίου, δημιουργείται κυριότητα αυτού επί του επιδίκου ακινήτου, δια της οποίας καθίσταται αλυσιτελής πλέον ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί κτήσης κυριότητας επ’ αυτού με παράγωγο τρόπο ή πρωτότυπο τρόπο τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας βάσει πράξεων νομής προγενέστερων της 11ης Σεπτεμβρίου 1915 (Α.Π. 148/2016, Α.Π. 847/2013, Εφ.Πειρ. 486/2016, ό.α.).  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση, προέβη και αυτό στο χαρακτηρισμό των άνω ισχυρισμών ως αυτοτελών (ενστάσεις ιδίας κυριότητας) και όχι ως άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής, ορθά κατένειμε το βάρος της απόδειξης. Κατ’ ορθή δε ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε στη συνέχεια τους άνω ισχυρισμούς ως απαράδεκτους, επειδή δεν προτάθηκαν και προφορικά από το εναγόμενο κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, σύμφωνα με το άρθρο 238 παρ. παρ. 1, 2 Κ.Πολ.Δ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 24 Ν. 3994/2011 και ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α’ 87, τα δε περί του αντιθέτου ισχυριζόμενα από το εναγόμενο με το δεύτερο λόγο της έφεσής του είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Σε κάθε περίπτωση, οι άνω αυτοτελείς ισχυρισμοί προβάλλονται απαράδεκτα και στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη με το δεύτερο λόγο της έφεσης του εναγομένου, ενόψει της μη επίκλησης από μέρους του συνδρομής κάποιας εξαιρετικής περίπτωσης από τις προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 269 σε συνδυασμό με το άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 825/2018, Α.Π. 846/2017, Α.Π. 728/2016, Α.Π. 370/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).             Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος της ενάγουσας ………., που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου  Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, καθώς και των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’ αριθ. ……… συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς Μιχαήλ Γεωργ. Μακριδάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Νικαίας, στον τόμο ….. και με αύξοντα αριθμό ………., ο ………. μεταβίβασε στην ενάγουσα ……….., κατά ποσοστό 100%, ένα αγροτεμάχιο, εμβαδού κατά τον τίτλο κτήσης 162 τ.μ, το οποίο βρίσκεται στη θέση «Τσερατσίνι» ή «Κερατσίνι» ή «Κατσιβίγλα» ή «Βελεγρή» ή «Κοκκινόβραχος» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Νίκαιας Αττικής επί της οδού ….. αριθ. …… Το ως άνω αγροτεμάχιο και ήδη οικόπεδο, το οποίο αποτυπώνεται με στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΚΑ στο από 18-7-2011 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …., συνορεύει κατά το ως άνω διάγραμμα, το οποίο έχει συνταχθεί σύμφωνα με το Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς 1987 (Ε.Γ.Σ.Α. 1987) « βορείως επί προσόψεως πλευράς ΑΒ πλάτους μέτρων δέκα και 0,16 (10,16 μ.) με την οδό ….., νοτίως α) εν μέρει επί πλευράς ΕΖ μήκους μέτρων τεσσάρων και 0,2 (4,02 μ.) με ιδιοκτησία έχουσα ΚΑΕΚ ……….. και πρόσωπο επί της οδού ………. και β) εν μέρει επί πλευράς ΖΗΘ μέτρων μήκους πέντε και 0,73 (ΖΗ 3,94 μ. + ΗΘ 1,79 μ. = 5,73 μ.) με ιδιοκτησία έχουσα ΚΑΕΚ ……….. και πρόσοψη ομοίως επί της οδού ……. με Οικοδομικό Αριθμό …….., ανατολικώς επί πλευράς ΒΓΔΕ μήκους μέτρων δεκατεσσάρων και 0,98 (ΒΓ 4,00 μ. + ΓΔ 8.53 μ. + ΔΕ 2,45 μ. = 14,98 μ.) με ιδιοκτησία, επί της οποίας έχει ανεγερθεί πολυώροφος οικοδομή συγκείμενη εκ πλειόνων οριζοντίων ιδιοκτησιών, έχουσα ΚΑΕΚ …….., φέρουσα επί της οδού ……. Οικοδομικό Αριθμό …….. και δυτικώς επί πλευράς ΘΙΚΑ μήκους μέτρων δεκατεσσάρων και 0,96 (ΘΙ 2,50 μ. + ΙΚ 8,46 μ. + ΚΑ 4,00 μ. = 14,96 μ.), με ιδιοκτησία, επί της οποίας έχει ομοίως ανεγερθεί πολυώροφος οικοδομή συγκείμενη εκ πλειόνων οριζοντίων ιδιοκτησιών, έχουσα ΚΑΕΚ ………, φέρουσα επί της οδού ……… Οικοδομικό Αριθμό ……… ». Το ακίνητο αυτό, κατά το άνω συμβόλαιο, περιήλθε κατά πλήρη κυριότητα στον πωλητή …….. με παράγωγο τρόπο ως τμήμα μείζονος έκτασης 10.389,10 τ.μ. και συγκεκριμένα λόγω πώλησης δυνάμει του υπ’ αριθ. ……… συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς Μιχαήλ Μακριδάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, στον τόμο ……. και με αύξοντα αριθμό …….. Είναι από 31-5-1974 εντός σχεδίου πόλεως, άρτιο και οικοδομήσιμο και δεν οφείλει εισφορά σε γη και χρήμα σύμφωνα με το Ν. 1337/83. Από τα παραπάνω επίσης αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι με την υπ αριθ. 318/5/1-8-2005 απόφαση του ΟΚΧΕ (η οποία δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. 1277/12-9-2005, τ. Β’, όπως διορθώθηκε με το Φ.Ε.Κ. 1333/21-9-2005, τ. Β’) κηρύχθηκε η περαίωση της διαδικασίας κτηματογράφησης για τα ακίνητα της περιοχής που βρίσκονται εντός των διοικητικών ορίων του Δήμου Νίκαιας Αττικής και ορίσθηκε ως ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή αυτή η 12-9-2005. Κατά την τηρούμενη διαδικασία κτηματογράφησης το επίδικο καταχωρήθηκε με ΚΑΕΚ ……….. ως ανήκον βάσει νόμου στην αποκλειστική κυριότητα του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το τελευταίο, δια του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, υπέβαλε την από 6-6-2002 δήλωση ενώπιον του Εθνικού Κτηματολογίου του Δήμου Νίκαιας περί της κυριότητάς του επί του ως άνω ακινήτου, λόγω του τεκμηρίου κυριότητας αυτού, ενόψει του δασικού του χαρακτήρα. Το εναγόμενο επικαλείται το υπ’ αριθ. πρωτ. …… έγγραφο της δ/σης Δασών Πειραιά, κατά το οποίο το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στους δασικούς χάρτες στον κωδικό ……, η συνολική έκταση του οποίου έφερε τα στοιχεία δασικής έκτασης στις αεροφωτογραφίες του έτους 1945, ενώ στις αεροφωτογραφίες του έτους 1998 είναι ευρύτερη οικοδομημένη έκταση και συμπεριλαμβάνεται στην ως άνω δήλωση ιδιοκτησίας του Γ.Γ.Π.Α για τις δασικές εκτάσεις του ΟΤΑ Νίκαιας. Ωστόσο, κατά την ειδική πρόβλεψη του άρθρου 27 παρ. 14 ν. 2664/1998, μόνο οι οριστικοί χάρτες, οι οποίοι προκύπτουν από την κύρωση από το Γενικό Γραμματέα της Οικείας Περιφέρειας των προσωρινών χαρτών, αφού πρώτα εξεταστούν οι αντιρρήσεις που προβλήθηκαν μετά την ανάρτησή τους και συντελεστούν οι ανάλογες διορθώσεις, έχουν πλήρη αποδεικτική ισχύ σε κάθε διοικητική ή δικαστική αρχή (Α.Π. 202/2016, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αποδείχθηκε εξάλλου, απ’ όλα τα άνω αποδεικτικά στοιχεία, ότι από το έτος 1966 που η ενάγουσα αγόρασε το επίδικο, το επισκέπτονταν συχνά, προκειμένου να το επιθεωρεί και να το επιμελείται, το οριοθέτησε με σιδερένιους πασσάλους και το περιέφραξε με συρματόπλεγμα, το καθάριζε τακτικά από τη βλάστηση και από τα μπάζα που διάφοροι πέταγαν σ’ αυτό, το ήλεγχε, το επέβλεπε, το επόπτευε και το προστάτευε από επεμβάσεις τρίτων, χωρίς να ενοχληθεί από κανέναν. Επιπλέον, κατέβαλε ανελλιπώς γι’ αυτό τα οφειλόμενα δημοτικά τέλη και φόρους, το δήλωνε στο ειδικό έντυπο Ε9 της Εφορίας, προέβη σε αρχική δήλωση ιδιοκτησίας στο Κτηματολόγιο Κερατσινίου και ανέθεσε σε μηχανικό την αποτύπωσή του σε νέο τοπογραφικό διάγραμμα μετά την ένταξή του στο σχέδιο πόλεως Νικαίας Αττικής. Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν, η ενάγουσα κατείχε και νέμονταν αδιατάρακτα το επίδικο ακίνητο – που έχει έκταση μικρότερη των 2.000 τ.μ. και βρίσκεται εντός σχεδίου πόλης από 31-5-1974 – για χρονικό διάστημα άνω των δέκα ετών μέχρι του έτους 2003, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία που είχε καταρτιστεί και μεταγραφεί μετά την 23-2-1945, όχι όμως και άνω των τριάντα ετών μέχρι του έτους 2003, εφόσον το επίδικο εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης στις 31-5-1974 και η ενάγουσα δεν επικαλείται επικουρικά ότι αυτό τουλάχιστον από το έτος 1973 βρισκόταν μέσα σε οικισμό που προϋφίστατο του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων που είχε οριοθετηθεί, όπως είχε την ευχέρεια κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 3127/2003, εφόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές. Περαιτέρω, από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, κατά το χρόνο κτήσης της νομής του επιδίκου, βρίσκονταν σε καλή πίστη, δηλαδή είχε την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητά του. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω γνώριζε ότι δεν έγινε κυρία ή από βαριά αμέλεια το αγνοούσε. Σημειωτέον ότι, περί της κακής πίστης της ενάγουσας κατά την έναρξη της άσκησης πράξεων νομής επί του επιδίκου, ουδέν απέδειξε το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο φέρει το βάρος επίκλησης (και απόδειξης) τούτου, ότι δηλαδή η ενάγουσα γνώριζε ή υπαίτια (από βαριά αμέλεια) αγνοούσε ότι δεν είχε γίνει κυρία του ακινήτου κατά το χρόνο κτήσης της νομής του, εφόσον αρνήθηκε πρωτόδικα τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του Ν. 3127/2003 και επαναφέρει τον ισχυρισμό αυτό με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του. Αποδείχθηκε ακόμη ότι ποτέ δεν είχε αμφισβητηθεί το δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας από το εναγόμενο, το οποίο ουδέποτε επιτήρησε, φύλαξε με αρμόδια δασικά όργανα το επίδικο ακίνητο ή εξέδωσε δασικές απαγορευτικές διατάξεις. Το πρώτον στις 6-6-2002 υπέβαλε την ως άνω δήλωση ενώπιον του Εθνικού Κτηματολογίου του Δήμου Νίκαιας, χωρίς όμως να ενημερωθεί γι’ αυτό η ενάγουσα. Η τελευταία έλαβε για πρώτη φορά γνώση για τις διεκδικήσεις του εκκαλούντος μετά την απόρριψη της αρχικής και συμπληρωματικής δήλωσης ιδιοκτησίας που υπέβαλε στον ΟΚΧΕ την 5-10-1999 και την 30-1-2003 με αριθ. πρωτ. ………… αντίστοιχα και την καταχώρηση στις 9-8-2007 στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου ακινήτου του εκκαλούντος ως δικαιούχου του εμπράγματου δικαιώματος κυριότητας αυτού κατά ποσοστό 100%. Με βάση λοιπόν όσα αποδείχθηκαν η ενάγουσα κατέστη αποκλειστική κυρία του επιδίκου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο, και δη με την ειδική τακτική χρησικτησία κατά του Ελληνικού Δημοσίου του άρθρου 4 παρ. 1α’ και 2 του Ν. 3127/2003. Σημειωτέον δε ότι, ανεξάρτητα από το προαναφερθέν απαράδεκτο υποβολής των σχετικών ισχυρισμών του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ανήκε στην κυριότητά του σε χρόνο προγενέστερο των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, ούτε ότι καλύπτονταν ολικά ή σποραδικά είτε από άγρια ξυλώδη φυτά οποιονδήποτε διαστάσεων ή ηλικίας είτε από θαμνώδη βλάστηση οποιασδήποτε διάπλασης, προκειμένου να χαρακτηρισθεί ως δασικό οικοσύστημα και να αποκτήσει δασικό χαρακτήρα σύμφωνα με τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρου. 3 Ν. 998/1979 και παρ. 1 Ν. 3208/2003. Άλλωστε, και εάν είχε θεμελιωθεί κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου λόγω άσκησης νομής επί του επιδίκου με καλή πίστη για μια τριαντακονταετία μέχρι την 11-9-1915, αυτή έχει πλέον καταλυθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 1α’ και 2 του ν. 3127/2003 και συντρεχόντων των προϋποθέσεων που προβλέπει αυτό. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεχόμενο με την εκκαλούμενη απόφαση πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας στο επίδικο ακίνητο από την ενάγουσα και τους δικαιοπαρόχους της με τακτική και με έκτακτη χρησικτησία (εξαιρουμένης της ειδικής τακτικής χρησικτησίας κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 α’ και 2 Ν. 3127/2003), εσφαλμένα το νόμο εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα παραπονείται το εναγόμενο με τους τρίτο και τέταρτο λόγους της έφεσής του. Αντίθετα, δεχόμενο με την εκκαλούμενη απόφαση, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, ότι συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις της ειδικής τακτικής χρησικτησίας κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 α’ και 2 Ν. 3127/2003 (αν και χωρίς να προηγηθεί παραδοχή του περί του χαρακτήρα του επιδίκου ως δημοσίου κτήματος λόγω απόκτησης δικαιώματος κυριότητας επ’ αυτού από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με κάποιο νόμιμο τρόπο, όπερ προϋποθέτει κατά λογική και νομική αναγκαιότητα η εφαρμογή της διάταξης αυτής, διά της οποίας επιτρέπεται, όπως ειπώθηκε, εξαιρετικά, η απόκτηση κυριότητας από ιδιώτη σε ακίνητο, που ανήκει στο Δημόσιο) και κρίνοντας στη συνέχεια ότι η ενάγουσα κατέστη αποκλειστική κυρία του άνω ακινήτου με την άνω ειδική τακτική χρησικτησία, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα αποκλειστικής κυριότητας της ενάγουσας επί του επιδίκου και διατάσσοντας τη διόρθωση της ανακριβούς αρχικής εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να διαγραφεί το εναγόμενο από δικαιούχος εμπράγματου δικαιώματος κυριότητας κατά ποσοστό 100% και να εγγραφεί στη θέση του η ενάγουσα κατά το ίδιο ποσοστό κυριότητας, ορθά το νόμο εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, αν και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται με την αυτήν της παρούσας, καθώς κατέληξε σε ορθό διατακτικό (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.) και οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του εκκαλούντος, με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Κατόπιν τούτων πρέπει, κατά παραδοχή των βάσιμων σχετικών άνω λόγων της έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση  ως προς τις διατάξεις της με τις οποίες γίνονται δεκτές κατ’ ουσία οι νομικές βάσεις της αγωγής που στηρίζονται σε παράγωγο τρόπο και σε πρωτότυπο τρόπο (εξαιρουμένης της νομικής βάσης της ειδικής τακτικής χρησικτησίας κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 α’ και 2 Ν. 3127/2003) και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και εκδικασθεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο τούτο ως προς τις αμέσως ανωτέρω νομικές βάσεις της (άρθρο 535 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.), να απορριφθεί η αγωγή ως προς αυτές ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης σε βάρος του εναγομένου – εκκαλούντος, τα οποία θα είναι μειωμένα όμως, σύμφωνα  με  το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθμ.18 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ, και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ’ αριθ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. Β’11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ’  εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.  12 του ν. 1738/1987 (Α.Π. 475/2018, Εφ.Πειρ. 461/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ            Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 1-1-2016 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……… έφεση κατά της με αριθ. 3380/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).            Δέχεται τυπικά και, κατά τα κεφάλαια που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας, και κατ’ ουσία την έφεση.            Απορρίπτει αυτήν (έφεση) κατ’ ουσία, κατά τα λοιπά.            Εξαφανίζει την παραπάνω οριστική απόφαση μόνο ως προς τις διατάξεις της με τις οποίες γίνονται δεκτές οι επικαλούμενες με την από 10-2-2014 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ………… αγωγή νομικές βάσεις κτήσης κυριότητας με παράγωγο τρόπο και με πρωτότυπο τρόπο, εξαιρουμένης της νομικής βάσης της ειδικής τακτικής χρησικτησίας κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 α’ και 2 Ν. 3127/2003.             Κρατεί την υπόθεση επί της άνω αγωγής και τη δικάζει κατ’ ουσία ως προς τις ανωτέρω νομικές βάσεις της.             Απορρίπτει την αγωγή ως προς τις νομικές βάσεις αυτές.             Επιβάλλει σε βάρος του εναγομένου – εκκαλούντος μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης, το ύψος των οποίων ορίζει και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.            Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά την 3η Δεκεμβρίου 2018, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους, τη Δικαστική Πληρεξούσια Ν.Σ.Κ. του εκκαλούντος και τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της εφεσίβλητης.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ