Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 320/2020

Αριθμός       320/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

        Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα,  Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 152 § 1, 153, 154 ΚΠολΔ προκύπτει ότι,  αν ο διάδικος δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία και εκπέσει του δικαιώματος επιχείρησης διαδικαστικής πράξης, μπορεί να ασκήσει αυτήν εκπροθέσμως και να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, εφόσον η απώλεια της προθεσμίας οφείλεται σε ανώτερη βία ή δόλο του αντιδίκου του. Η επαναφορά πρέπει να ζητηθεί μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την ημέρα άρσης του εμποδίου που συνιστούσε την ανωτέρα βία ή της γνώσης του δόλου, από το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η κύρια δίκη, ή αν δεν υπάρχει εκκρεμοδικία από το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να αποφασίσει για το αν ασκήθηκε εμπρόθεσμα η πράξη για την ενέργεια της οποίας είχε ταχθεί η προθεσμία. Ασκείται με τα δικόγραφα που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλον, ή με τις προτάσεις, ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την άσκηση της αγωγής και κοινοποιείται στον αντίδικο. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 155 § 2 του ίδιου Κώδικα, η αίτηση αυτή πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατό να τηρηθεί η προθεσμία, τα αποδεικτικά μέσα προς εξακρίβωση της αλήθειας τους και την παραληφθείσα πράξη ή μνεία ότι αυτή έχει ήδη ενεργηθεί. Η αναφορά των εν λόγω στοιχείων στην αίτηση αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της, με συνέπεια να είναι απορριπτέα η αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση ως απαράδεκτη, αν δεν αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα προς εξακρίβωση της αλήθειας των λόγων της (ΑΠ 1075/2015, ΑΠ 705/2012, ΑΠ 22/2010, ΑΠ 1255/2010, ΑΠ 1342/2008, ΕφΔωδ 20/2017, ΕΑ 599/2016, δημοσιευμένες στη Νόμος).

ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 129 ΚΠολΔ αν ο παραλήπτης της επίδοσης δεν βρίσκεται στο κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο, που προβλέπει το άρθρο 124 παράγραφος 2, το έγγραφο παραδίδεται στα χέρια του διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου, ή του εργαστηρίου ή σε έναν από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επίδοσης. Αν δε κανένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν βρίσκεται στο κατάστημα, στο γραφείο ή στο εργαστήριο, εφαρμόζονται όσα ορίζονται στο άρθρο 128 παράγραφος 4. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη (128 §4 του ΚΠολΔ), αν στην κατοικία του προσώπου στο οποίο γίνεται η επίδοση δεν βρίσκεται ο ίδιος, ούτε κανείς συγγενής ή υπηρέτης που συνοικεί μαζί του, ούτε άλλος κανείς σύνοικός του που έχει συνείδηση των πράξεων του και δεν συμμετέχει στη δίκη ως αντίδικος του, πρέπει, εκείνος που ενεργεί την επίδοση: α) να κολλήσει το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας και σε ενσφράγιστο φάκελο, επί του οποίου θα υπάρχουν μόνο τα στοιχεία του δικαστικού επιμελητή και του προς όν η επίδοση μπροστά σε ένα μάρτυρα. Στις περιπτώσεις πολυκατοικιών, οι οποίες είναι κλειστές και δεν είναι δυνατόν να κολληθεί το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας, η επικόλληση μπορεί να γίνεται κατά τα ανωτέρω και στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας (όπως η περ.α αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.3994/2011 β) το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα, μετά την θυροκόλληση αντίγραφο του εγγράφου αυτού να το παραδώσει στα χέρια των προσώπων που αναφέρονται στη διάταξη αυτή και γ) να ταχυδρομήσει σ’ αυτόν που γίνεται η επίδοση έγγραφη ειδοποίηση που να περιλαμβάνει όσα αναφέρονται στην ίδια διάταξη. Από την ως άνω διάταξη, σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 139, 140, 438 και 440 ΚΠολΔ του ΚΠολΔ, προκύπτουν τα εξής: 1) Ότι για τη νόμιμη επίδοση εγγράφου με θυροκόλληση στην κατοικία προσώπου στο οποίο γίνεται η επίδοση πρέπει να βεβαιώνεται στην έκθεση επιδόσεως ότι η θυροκόλληση έγινε στην κατοικία του προσώπου στο οποίο γίνεται η επίδοση, ότι κατ’ αυτήν (επίδοση) ελλείπουν ή απουσιάζουν όχι μόνο οι συνοικούντες μετ’ αυτόν συγγενείς, αλλά και οι υπηρέτες, ως και άλλοι σύνοικοι και κάτω από την έκθεση της επίδοσης να μνημονεύονται τα απαιτούμενα στοιχεία του άρθρου 128 §4 εδ. β’ και γ’ του ΚΠολΔ. 2) Ότι η απόδειξη του γεγονότος της θυροκόλλησης με το διαγραφόμενο από το νόμο τρόπο (άρθρο 128 §4 εδ. α’ του ΚΠολΔ), για κάθε γεγονός που υποπίπτει στην αντίληψη του επιμελητή, δηλαδή που βεβαιώνεται ότι έγινε από τον ίδιο ή ενώπιόν του, αποδεικνύεται από το περιεχόμενο της έκθεσης επίδοσης και αποτελεί πλήρη απόδειξη. Στην πλήρη απόδειξη δηλαδή εμπίπτουν τα γεγονότα του τόπου, χρόνου και τρόπου επίδοσης, της σύμπραξης του μάρτυρα και της υπογραφής. Το βάρος της απόδειξης ότι η θυροκόλληση δεν έγινε φέρει αυτός που αντιμάχεται την έκθεση, με την προσβολή της ως πλαστής (ΑΠ 1921/1999 ΕλλΔνη 2001.118,ΕφΔωδ 302/2007, δημοσιευμένη στη Νόμος). Περαιτέρω, από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις, συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 159, 160 και 161 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η παραβίασή τους επάγεται όχι την ανυπαρξία της επιδόσεως, αλλά την ακυρότητα αυτής και μάλιστα υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι η εν λόγω ακυρότητα προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, αφού για τη  τήρηση του σχετικού τύπου, όπως προκύπτει από  τις  διατάξεις των άρθρων 159, 544 και 559 του ΚΠολΔ δεν προβλέπεται ακυρότητα, αλλά ούτε δίδεται αναψηλάφηση ή  αναίρεση. Το     δικαστήριο δε έχει εξουσία να δεχθεί ή  απορρίψει την ύπαρξη του     προτεινόμενου πραγματικού  γεγονότος της βλάβης από τα στοιχεία της     δικογραφίας,  χωρίς να είναι υποχρεωμένο να διατάξει γι αυτό απόδειξη   και  η σχετική κρίση του, ως αναγόμενη στα πράγματα, δεν  ελέγχεται από τον Αρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ (ΑΠ 139/2018, ΑΠ 754/2001, ΕφΠειρ 482/2015, ΕφΔωδ 302/2007, δημοσιευμένες στη Νόμος).

ΙΙΙ. Τέλος, κατά το άρθρ. 460 ΚΠολΔ, κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό, τα ιδιωτικά και όταν με παραβολή προς άλλα αποδείχθηκαν γνήσια. Κατά το επόμενο άρθρ. 461 του ίδιου Κώδικα, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις ή και προφορικά, όταν η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο ΚΠΔ. Επιπρόσθετα, κατά το άρθρ. 463 ΚΠολΔ, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι. Το άρθρο αυτό είναι ενταγμένο στο κεφάλαιο της απόδειξης και συνιστά, ενόψει και της θέσης του στον ΚΠολΔ, παρά τη γενική του διατύπωση, κανόνα της αποδεικτικής μόνο διαδικασίας. Επομένως ο περιορισμός που τάσσει δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δικαίωμα της κήρυξης εγγράφου ως πλαστού και για το λόγο αυτό η προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό υποχρέωση έχει εφαρμογή, μόνο όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ` ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή, με στόχο έτσι να αποτραπεί η στρεψοδικία και η παρέλκυση της εκκρεμούς δίκης. Όταν,  όμως,  πρόκειται για αναγνωριστική αγωγή της πλαστότητας εγγράφου, που εισάγεται με αυτοτελές δικόγραφο και δεν φέρει χαρακτήρα παρεμπίπτουσας αγωγής, δεν δικαιολογείται η εξαιρετική και περιοριστική ρύθμιση του άρθρ. 463 ΚΠολΔ, αλλά στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες των άρθρ. 216 και 270 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 23/1999, ΑΠ 37/2010 δημοσίευση Νόμος). Ωστόσο και σ` αυτή την περίπτωση το άρθρ. 98 (β) ΚΠολΔ απαιτεί για την προσβολή του εγγράφου ως  πλαστού να είναι εφοδιασμένος με αντίστοιχη ειδική πληρεξουσιότητα ο δικηγόρος του διαδίκου, που προσβάλλει το έγγραφο ως πλαστό, κατ άρθρο 96 παρ.3 ΚΠολΔ, διαφορετικά, αν το δικαστήριο λάβει υπόψη του το σχετικό ισχυρισμό και παραλείψει να τον απορρίψει ως απαράδεκτο, υποπίπτει στην πλημμέλεια, που ιδρύει τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 8 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με αυτόν από τον αριθμό 14 του ίδιου άρθρου (ΕΑ 97/2017, ΕφΘρ 287/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη από 27.11.2018 (αριθ. έκθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./29.11.2018 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, αριθ. έκθ.καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./29.11.2018 στο παρόν Δικαστήριο) έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγόμενων κατά της ενάγουσας και κατά της με αριθμό 3206/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά  την τακτική διαδικασία και έκανε εν μέρει δεκτή την από 10.3.2015 και με αριθμό καταθέσεως …………./2015 αγωγή της ενάγουσας αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της έχει επισυναφθεί στην έκθεση κατάθεσης το παράβολο του άρθρου 495 § 3 ΚΠολΔ. Ασκήθηκε, όμως, στις 29.11.2018, δηλαδή, όπως βάσιμα η εφεσίβλητη ισχυρίζεται, μετά το πέρας της προβλεπόμενης τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης στις εκκαλούσες, που έγινε στις 20.7.2018. Συγκεκριμένα,  η ενάγουσα  επέδωσε πιστό  αντίγραφο της με αριθμό 3206/11.7.2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στον πληρεξούσιο και αντίκλητο δικηγόρο των εκκαλουσών,  που είχε παρασταθεί στην πρωτοβάθμια δίκη, ήτοι στον δικηγόρο Αθηνών, ……………., συνταχθείσας προς τούτο  της προσκομιζόμενης μετ’ επικλήσεως απ αυτήν υπ’ αριθμ. ………../20-7-2018 εκθέσεως επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών,  ……….. και ειδικότερα, κατά τα αναγραφόμενα στην έκθεση,  στην οικοδομή που διατηρεί το δικηγορικό του γραφείο,  κείμενη επί της οδού ……….,  στην ….. Αθηνών. Η επίδοση αυτή  έγινε με θυροκόλληση στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας, όπως ορίζεται στην έκθεση,  διότι δεν ευρέθη ο ίδιος ο δικηγόρος αλλά και δεν ήταν δυνατή η είσοδος του δικαστικού επιμελητή στην πολυκατοικία. Κατά την έκθεση επίδοσης η απόφαση θυροκολλήθηκε σε ενσφράγιστο φάκελο στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας, παρουσία της μάρτυρος ……. (με δυσδιάκριτο πρώτο όνομα), κατοίκου Αθηνών. Όπως προκύπτει δε από τα επισυναπτόμενα έγγραφα στην προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την εφεσίβλητη ως άνω έκθεση  αυθημερόν ο δικαστικός επιμελητής παρέδωσε στον Αξιωματικό Υπηρεσίας του Αστυνομικού Τμήματος ……,  Αστυφύλακα …………., που όπως ορίζεται αναπλήρωνε τον Προϊστάμενο που απούσιαζε, απλό αντίγραφο που αναφέρεται στην παραπάνω έκθεση, ο οποίος το παρέλαβε και υπέγραψε στο αποδεικτικό παραλαβής μετά του δικαστικού επιμελητή, θέτοντας  και τη σφραγίδα του. Ομοίως, την ίδια ημέρα,  ο ίδιος ως άνω δικαστικός επιμελητής απέστειλε μέσω του Ταχυδρομικού Πρακτορείου Ομονοίας προς τον ανωτέρω δικηγόρο των εκκαλουσών ειδοποίηση  του άρθρου 128 παρ.4γ ΚΠολΔ σχετική με όλες τις παραπάνω ενέργειές του (ήτοι περιλαμβάνουσα το είδος του εγγράφου που επιδόθηκε,  τη διεύθυνση της κατοικίας, όπου έγινε η θυροκόλλησή του, την ημερομηνία θυροκόλλησης, την αρχή στην οποία παραδόθηκε το αντίγραφο, καθώς και την ημερομηνία της παράδοσης). Η περιέχουσα σχετική ειδοποίηση συστημένη επιστολή παραδόθηκε σφραγισμένη στον υπάλληλο του Ταχυδρομικού Πρακτορείου,  ………., ο οποίος την παρέλαβε, έθεσε στην έκθεση σφραγίδα των ΕΛΤΑ με την ημερομηνία παραλαβής (20-7-2018) και υπέγραψε μετά του δικαστικού επιμελητή. Από την προσκομιζόμενη, επίσης,  από την εφεσίβλητη  εκτύπωση από τα ΕΛΤΑ της κίνησης της αλληλογραφίας αυτής, ήτοι της συστημένης ειδοποίησης που απεστάλη στον πληρεξούσιο δικηγόρο των εκκαλουσών, αποδεικνύεται ότι η συστημένη ειδοποίηση παρελήφθη από το πρακτορείο των ΕΛΤΑ στην Ομόνοια την 20-7-2018 και ώρα 11:58:52 πμ και ότι αυτή παραδόθηκε στο γραφείο του πληρεξουσίου δικηγόρου την 23-7-2018,  ενώ στις 13-8-2018 επεστράφη στα ΕΛΤΑ ως ΑΖΗΤΗΤΟ. Δεύτερη κατά σειρά ειδοποίηση εστάλη από τα ΕΛΤΑ στον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο των εκκαλουσών στις 14-8-2018. Οι εκκαλούσες με το δικόγραφο της εφέσεώς τους, ενόψει του εκπροθέσμου ασκήσεως αυτής, ζήτησαν με το δικόγραφό της  επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ώστε να θεωρηθεί ότι αυτή έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, επικαλούμενες  ότι συντρέχει στη προκείμενη περίπτωση ανώτερη βία, εξαιτίας της συνδρομής της οποίας δικαιούνται να ζητήσουν την επαναφορά αυτή, κατ’ άρθρο 152 §1 ΚΠολΔ, ώστε η έφεσή τους να  θεωρηθεί παραδεκτή. Ειδικότερα, αυτές ισχυρίζονται, κατ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, ότι για πρώτη φορά έλαβαν γνώση  της εκκαλουμένης απόφασης στις 2.11.2018, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο  και όχι στις 20.7.2018, που, με βάση τα ανωτέρω,  φέρεται αυτή (εκκαλουμένη) ότι  επιδόθηκε, σύμφωνα με την προαναφερθείσα έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή . ……, στον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, ……….., και μάλιστα δια θυροκολλήσεως όχι στην πόρτα του γραφείου του, όπου έπρεπε, κατ αυτές, να θυροκολληθεί αλλά στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας, όπου στεγάζεται αυτό, επί της οδού …………… μολονότι αυτή (πολυκατοικία) δεν ήταν κλειστή ο δε τελευταίος (δικηγόρος) ουδέποτε έλαβε γνώση της απόφασης αυτής την ως άνω ημερομηνία και συνακόλουθα και αυτές, καθώς δεν βρήκε κανένα φάκελο θυροκολλημένο στην κεντρική πόρτα της ως άνω πολυκατοικίας, προσβάλλουν δε ως πλαστή την εν λόγω έκθεση επίδοσης ως προς το βεβαιούμενο σ αυτήν γεγονός της θυροκόλλησης, που κατ αυτές ουδέποτε έλαβε χώρα, κατονομάζοντας τον προαναφερόμενο δικαστικό επιμελητή ως πλαστογράφο. Ισχυρίζονται δε περαιτέρω ότι σε κάθε περίπτωση  η ως άνω έκθεση επίδοσης είναι άκυρη και ως εκ τούτου εκ της αναγραφόμενης σ αυτήν ημερομηνίας (20.7.2018) δεν άρχισε η σε βάρος τους προθεσμία προς άσκηση της ένδικης εφέσεως διότι α) στην ως άνω έκθεση δεν αναγράφεται το όνομο, το πατρώνυμο, η διεύθυνση και ο αριθμός φορολογικού μητρώου της συμπράξαντος μάρτυρος, η οποία φέρεται ως παρούσα κατά τη γενόμενη θυροκόλληση β) δεν μνημονεύεται σ αυτή (έκθεση) η βεβαίωση ότι τηρήθηκαν οι διατυπώσεις του άρθρου 129 παρ.1 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα ότι η επίδοση έγινε δια θυροκολλήσεως επειδή δε βρέθηκαν τα πρόσωπα που ορίζει το άρθρο 129 παρ.2 σε περίπτωση απουσίας του παραλήπτη της επίδοσης γ) αρνούνται το γεγονός που βεβαίωσε ο δικαστικός επιμελητής σ αυτήν, κατά τα προαναφερόμενα, ήτοι ότι η πόρτα της πολυκατοικίας της οικοδομής επί της οδού ………, όπου στεγάζεται το γραφείο του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ………….. ήταν κλειδωμένη, καθώς κατ αυτές πάντοτε είναι ξεκλείδωτη, και ως εκ τούτου ακύρως και κατά παράβαση του άρθρου 128 παρ.4 ΚΠολΔ, διενεργήθηκε η θυροκόλληση στην κεντρική είσοδο της οικοδομής και όχι στην πόρτα του γραφείου του.

Το υπό κρίση αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είναι απορριπτέο  πρωτίστως ως απαράδεκτο, διότι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω,  στην οικεία υπό στοιχ.Ι νομική σκέψη, δεν αναφέρονται στο εφετήριο δικόγραφο, ως έπρεπε,  κατ΄άρθρο 155 § 2 του ΚΠολΔ τα αποδεικτικά μέσα προς εξακρίβωση της αλήθειας των λόγων του και δη περί ανωτέρας βίας, κατά τα προαναφερόμενα. Ούτε θεραπεύεται η έλλειψη αυτή με την αναφορά των ως άνω αποδεικτικών μέσων  στις προτάσεις, οι οποίες έχουν κατατεθεί στις 5.12.2019 (βλ.σχετική σημείωση της Γραμματέως), δηλαδή πολύ μετά την πάροδο της τριακονθήμερης  προθεσμίας προς άσκηση  της αιτήσεως επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Σημειωτέον ότι  οι εκκαλούσες-εναγόμενες με το εφετήριο  προσβάλλουν ως πλαστή, κατά το περιεχόμενό της, την με αριθμό ..…/20.7.2018 έκθεση επιδόσεως της εκκαλουμένης απόφασης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, …………., κατονομάζοντας αυτόν ως πλαστογράφο. Πλην,  όμως, κατά τα εκτεθέντα στην υπό στοιχ.ΙΙΙ νομική σκέψη δεν προβάλλουν παραδεκτά την ένσταση πλαστότητας του εν λόγω εγγράφου διότι α) από τα πρακτικά της ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού συζήτησης προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο Δικαστήριο  οι  εκκαλούσες δεν ήταν παρούσες, ώστε να χορηγήσουν στον αναφερόμενο στην αρχή της παρούσας δικηγόρο που εκπροσώπησε αυτές την απαιτούμενη ειδική πληρεξουσιότητα με προφορική δήλωσή τους, η οποία να καταχωριστεί στα πρακτικά, ουδόλως δε αναφέρουν, ούτε προκύπτει εξάλλου από το σύνολο της δικογραφίας, ότι είχε υποβληθεί μήνυση για πλαστογραφία σε βάρος του ως άνω δικαστικού επιμελητή, που θα καθιστούσε την ειδική πληρεξουσιότητα αυτού περιττή (ΕΑ 3317/1990 ΕλΔνη 32.150)  β) δεν αναφέρεται και ούτε αποδεικνύεται ότι έχει χορηγηθεί ειδική πληρεξουσιότητα, κατ άρθρο 96 παρ.3 ΚΠολΔ και δη με συμβολαιογραφικό έγγραφο στον υπογράφοντα το εφετήριο και τις προτάσεις τους  πληρεξούσιο δικηγόρο τους, για την προσβολή του συγκεκριμένου εγγράφου, ως πλαστού. Επιπρόσθετα, τα αναφερόμενα  απ αυτές περί παραλείψεων του δικαστικού επιμελητή στην ως άνω έκθεση επίδοσης (και δη ότι αυτός δεν αναφέρει,  ως όφειλε,  το μικρό όνομα, πατρώνυμο, διεύθυνση και αριθμό φορολογικού μητρώου της συμπράξαντος μάρτυρος καθώς και τη  βεβαίωση ότι δεν βρέθηκαν τα πρόσωπα της παραγράφου 2 του άρθρου 129 ΚΠολΔ στο γραφείο του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, ως και το ότι η θυροκόλληση έλαβε χώρα στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, όπου βρίσκεται το γραφείο του και όχι στην πόρτα του τελευταίου)  συνιστούν μεν ελλείψεις, δεν επάγονται, όμως,  κατά την προηγηθείσα υπό στοιχ.ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας  την ανυπαρξία της ένδικης επιδόσεως και σε κάθε περίπτωση δε νοείται πρόκληση βλάβης στις εκκαλούσες συνεπεία των ως άνω ελλείψεων-παραλείψεων του δικαστικού επιμελητή και δη η επικαλούμενη απ αυτές απώλεια της προθεσμίας προς άσκηση της κρινόμενης εφέσεως, αφού αυτές, αν κατέβαλαν τη μέση δυνατή επιμέλεια θα μπορούσαν εγκαίρως να λάβουν γνώση της επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης και να ασκήσουν εμπροθέσμως την ένδικη έφεση, καθώς,  κατά τα προαναφερόμενα, σχετική ειδοποίηση των ΕΛΤΑ για την συστημένη επιστολή του ως άνω δικαστικού επιμελητή προς τον προαναφερόμενο πληρεξούσιο και αντίκλητο δικηγόρο τους, του άρθρου 128 παρ.4γ ΚΠολΔ,  εστάλη δύο φορές σ αυτόν, και δη τόσο στις 23.7.2018 όσο και στις 14.8.2018, πλην, όμως, αυτές ουδέν έπραξαν, παρά προχώρησαν στην άσκηση της κρινόμενης εφέσεως, μόλις στις 29.11.2018, ήτοι εκπρόθεσμα.

Κατόπιν αυτών, η μεν αίτηση των εκκαλουσών περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, πρέπει να απορριφθεί, η δε κρινόμενη έφεσή τους πρέπει  να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη και συνακόλουθα ως απαράδεκτη (άρθρο 532 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλουσών,  λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης,  για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημα της, σύμφωνα με το διατακτικό της παρούσας (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2  ΚΠολΔ) ενώ, λόγω της ήττας των εκκκαλουσών  θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος  απ αυτές παραβόλου της  έφεσής τους στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495  παρ.3  ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  την από 27.11.2018 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/29.11.2018 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3206/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, ποσού εκατό  (100) ευρώ, που καταβλήθηκε εκ μέρους των εκκαλουσών, κατά την άσκηση της εφέσεώς τους με το με αριθμό ………….. e-παράβολο .

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εκκαλούσες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ,  αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά, στις  30-4-2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

  Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ