Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 324/2020

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν.

Η κλήση και απεύθυνση της έφεσης προς τον πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβαίνοντα, έχουν ως προϋπόθεση ότι η ασκηθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, πρόσθετη παρέμβαση δεν απορρίφθηκε, ενώ αντίθετα, αν απορρίφθηκε, η κατ`αυτού απευθυνόμενη έφεση είναι  απαράδεκτη. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 του Πτωχευτικού Κώδικα, «Πιστωτές που δεν ανήγγειλαν την απαίτησή τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία, ώστε να μετάσχουν στην επαλήθευση, μπορούν με ανακοπή και δικά τους έξοδα να ζητήσουν την επαλήθευσή της από το πτωχευτικό δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία του άρθρου 54», δηλ. κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ενώ, κατά την παρ. 2 της προαναφερθείσας διάταξης, η ανακοπή στρέφεται κατά του συνδίκου και μπορεί να ασκηθεί μέχρι και την τελευταία διανομή, αντικείμενο δε της ανακοπής αυτής είναι η εξέλεγξη και όχι η επιδίκαση της απαίτησης. Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 και 167 του ΑΚ προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία, μπορεί να γίνει από τον καταγγέλλοντα και σιωπηρά, με πράξεις του από τις οποίες συνάγεται σαφώς και αναμφιβόλως η θέλησή του να λύσει την σύμβαση. Τέλος, τόσο η ένσταση παραγραφής σχετικά τις αιτούμενες αξιώσεις, όσο και η αντένσταση διακοπής αυτής, δεν λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, αλλά πρέπει να προβληθούν προσηκόντως από τους διαδίκους.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 324/ 2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά και Ελένη Σκριβάνου – εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων, 81 παρ. 3, 82, 516 και 517 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η κλήση προς συζήτηση της έφεσης, πρέπει να επιδίδεται και προς το διάδικο που πρωτόδικα παρενέβη προσθέτως υπέρ κάποιου από τους διαδίκους, προκειμένου να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του. Αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78 και 517 εδ. β του ΚΠολΔ. Τα ανωτέρω, όμως, (κλήση και απεύθυνση της έφεσης), έχουν ως προϋπόθεση ότι η ασκηθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, πρόσθετη παρέμβαση δεν απορρίφθηκε. Διότι, αν απορρίφθηκε, ο τελευταίος έχει το δικαίωμα, είτε να ασκήσει έφεση (άρθρο 516 παρ.1 ΚΠολΔ), είτε να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, άλλως, ο προσθέτως παρεμβαίνων, δεν μπορεί να συμμετάσχει στη δίκη, με βάση την απορριφθείσα παρέμβασή του, και ως εκ τούτου, απορρίπτεται η κατ` αυτού απευθυνόμενη έφεση ως απαράδεκτη (Εφ.Αθ.232/2019, Εφ.Αθ.3935/2007, Εφ.Αθ.3495/2004, Εφ.Αθ.5560/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. ΒαθρακοκοίληΕρμ. ΚΠολΔ υπό το άρθρο 517 παρ. 22,42).

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αρ. 1209/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την εκούσια δικαιοδοσία, όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίηση των διατάξεών της με το Ν.4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές και ανακοπές που ασκήθηκαν μετά την 1η-1-2016, (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), όπως η ένδικη, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), καθώς δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της έως την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας. Έχει κατατεθεί δε από τον εκκαλούντα, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ.3 εδ.αΚΠολΔ, παράβολο του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης.

Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο – καθ’ού η ανακοπή, εν μέρει νικήσαντα διάδικο (άρθρο 516 παρ.1 ΚΠολΔ), ως προς τον οποίο, θα εξεταστεί περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία της κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, σχετικά με το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι αντίγραφο της (έφεσης) έχει κοινοποιηθεί στον αντίκλητο της Επιτροπής των Πιστωτών της εν λόγω πτώχευσης, …………., όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ……../26-3-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……………

Επίσης, ο ως άνω πρώτος εφεσίβλητος – καθ΄ού η ανακοπή σύνδικος της πτώχευσης, άσκησε αντέφεση παραδεκτά με τις προτάσεις του, ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 764 εδ.αΚΠολΔ), η οποία, αφού γίνει επίσης τυπικά δεκτή, συνεκδικαζόμενη με την ένδικη έφεση (άρθρο 31 ΚΠολΔ), θα εξετασθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της.

Όσον αφορά, όμως, στη δεύτερη εφεσίβλητη – προσθέτως παρεμβαίνουσα στην πρωτόδικη δίκη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, η ένδικη έφεση απαραδέκτως απευθύνεται κατ΄ αυτής, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι η ασκηθείσα ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, πρόσθετη παρέμβασή της, όπως αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας, απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, οπότε δεν νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της έφεσης και, συνεπώς, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη. Συνακόλουθα δε, εφόσον η έφεση, σχετικά με αυτήν, κρίθηκε απαράδεκτη, ως απαράδεκτη πρέπει να απορριφθεί και η αντέφεση που άσκησε η εν λόγω εφεσίβλητη με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου,  η οποία δεν μπορεί να ισχύσει ως αυτοτελής έφεση, αφού δεν έχει ασκηθεί εντός της προθεσμίας της έφεσης (Εφ.Λαρ. 272/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίληο.π, υπό τα άρθρα 523 παρ. 43, 764 παρ.3, 12).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 του Πτωχευτικού Κώδικα, (ΠτΚ), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 3588/2007, πιστωτές που δεν ανήγγειλαν την απαίτησή τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία, ώστε να μετάσχουν στην επαλήθευση, μπορούν με ανακοπή και δικά τους έξοδα να ζητήσουν την επαλήθευσή της από το πτωχευτικό δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία του άρθρου 54 (της εκούσιας δικαιοδοσίας). Ακόμη, κατά την παρ. 2 της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 92, η ανακοπή στρέφεται κατά του συνδίκου και μπορεί να ασκηθεί μέχρι και την τελευταία διανομή, ενώ αντικείμενο της ανακοπής αυτής είναι η εξέλεγξη και όχι η επιδίκαση της απαίτησης (ΑΠ 1177/2007, Εφ.Δωδ. 23/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 3446/2013 ΔΕΕ 2012.970, Εφ.Αθ. 116/2009 ΕλλΔνη 2009.605, Εφ.Πειρ. 109/2006 ΕΕμπΔ 2006.1029, Ψυχομάνη, Πτωχευτικό Δίκαιο, έκδ.2017, σελ. 433).  Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 34 του ΠτΚ, προκύπτει ότι, όπως και υπό το προ του Ν.3588/2007 νομοθετικό καθεστώς, η πτώχευση δεν αποτελεί λόγο λύσης της σύμβασης εργασίας, ότι ο μισθωτός, ακόμα και μετά την κήρυξη της πτώχευσης, διατηρεί όλα τα εργασιακά του δικαιώματα, ήτοι ενδεικτικά τις αξιώσεις του επί επιδομάτων εορτών, επιδόματος αδείας κ.ο.κ και ότι η πτώχευση αποτελεί απλώς λόγο καταγγελίας της σύμβασης, και δη σπουδαίο λόγο επί συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας, αλλά η καταβολή της αποζημίωσης, στην περίπτωση αυτή, δεν αποτελεί προϋπόθεση του κύρους της (Ολ.ΑΠ 4/2008 ΕπισκΕμπΔ 2008.495, ΑΠ 1041/1997 ΕΕμπΔ 1998.141, Εφ.Θεσ. 2430/2000 Αρμ. 2001.1076, Εφ.Αθ. 9225/1999 ΕλλΔνη 2001.205).

Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 και 167 του ΑΚ προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία, που παράγει νομική ενέργεια από τότε που θα περιέλθει σε εκείνον που απευθύνεται και ως δήλωση δικαιοπρακτικής βούλησης μπορεί να γίνει από τον καταγγέλλοντα και σιωπηρά, με πράξεις του από τις οποίες συνάγεται σαφώς και αναμφιβόλως η θέλησή του να λύσει την σύμβαση. Τέτοια σιωπηρή καταγγελία αποτελεί και η άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί τις προσηκόντως προσφερόμενες σε αυτόν υπηρεσίες του μισθωτού, όταν η άρνηση αυτή συνοδεύεται από περιστάσεις από τις οποίες προκύπτει χωρίς αμφιβολία και γίνεται αντιληπτό από τον μισθωτό ότι ο εργοδότης εκδήλωσε τη θέλησή του για λύση της μεταξύ τους σύμβασης εργασίας του τελευταίου (ΑΠ 246/2013, ΑΠ 1409/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, στην ως άνω από 4-10-2015 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2016 ανακοπή τους, (με την οποία παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της από 22-4-2013 και με αρ. καταθ. ……/22-4-2013 προγενεστέρως ασκηθείσας, με όμοιο περιεχόμενο, ανακοπής τους), οι ανακόπτοντες (μεταξύ των οποίων και ο νυν εκκαλών- έκτος εξ αυτών), εξέθεταν ότι τυγχάνουν πιστωτές της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ‘…………….’’, που κηρύχθηκε σε πτώχευση δυνάμει της υπ΄αρ. 509/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία ορίστηκε σύνδικος της πτώχευσης ο καθ΄ού η ανακοπή δικηγόρος Πειραιώς – ήδη (πρώτος) εφεσίβλητος. Ότι η εν λόγω εταιρεία είχε κηρηχθεί προηγουμένως σε πτώχευση με την υπ΄αρ. 4401/1-10-2012 απόφαση του ίδιου ως άνω δικαστηρίου, η οποία, όμως, ανακλήθηκε με την υπ΄αρ. 2272/2013 απόφαση αυτού. Ότι, όλοι οι ανακόπτοντες συνδέονταν με την ως άνω πτωχή εταιρεία με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εργαζόμενοι σε κατάστημα αυτής στη Λαμία, με τις ειδικότητες, ο καθένας εξ αυτών, και κατά τα χρονικά διαστήματα, που αναφέρονται στην ανακοπή, αντί των επίσης σε αυτήν αναφερομένων μικτών μηνιαίων αποδοχών. Ειδικότερα δε ο έκτος των ανακοπτόντων, ως πωλητής και με μηνιαίες μικτές αποδοχές 825,67 ευρώ. Ότι, οι συμβάσεις εργασίας τους  ουδέποτε καταγγέλθηκαν από την εργοδότρια εταιρεία, ούτε και από τον σύνδικο της τελευταίας, αμέσως μετά την κήρυξή της σε πτώχευση. Ότι, περί τα τέλη Ιανουαρίου 2006 έκλεισε το άνω κατάστημα στη Λαμία, που διατηρούσε η εργοδότριά τους εταιρεία και  στο οποίο εργάζονταν, λόγω έξωσης της τελευταίας. Ότι, κοινοποίησαν στην εταιρεία εξώδικη δήλωση, με την οποία, αφού της έθεσαν υπόψη ότι οι εργασιακές τους σχέσεις διατηρούνταν, δήλωναν ότι ανέμεναν οδηγίες για τη συνέχιση της απασχόλησής τους μετά το κλείσιμο του καταστήματος. Ότι, παραταύτα, η εργοδότρια εταιρεία, χωρίς να καταγγείλει τις συμβάσεις εργασίας τους, έπαυσε να αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία των ανακοπτόvτων, οπότε περιήλθε έκτοτε σε υπερημερία περί την αποδοχή αυτής. Ότι, με την υπ΄αρ. 193/2012 (ήδη αμετάκλητη) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που εκδόθηκε επί αγωγής των ανακοπτόντων, με την οποία αιτούνταν την καταβολή των εκεί αναφερομένων κονδυλίων που αφορούσαν μισθούς υπερημερίας, δώρα εορτών, επιδόματα και αποζημιώσεις αδείας για το χρονικό διάστημα από 1-2-2006 έως 29-2-2012,  τους επιδικάστηκαν όλα τα αιτούμενα με αυτήν ποσά, για το χρονικό διάστημα από 1-2-2006 έως 31-3-2010. Ότι, εκτός των ως άνω επιδικασθεισών απαιτήσεών τους, η ήδη πτωχή εταιρεία τους οφείλει μισθούς υπερημερίας, δώρα εορτών, επιδόματα αδείας και αποζημιώσεις μη ληφθεισών αδειών, για το χρονικό διάστημα από 1-4-2010 μέχρι και 4-10-2016, όπως τα επιμέρους κονδύλια αλλά και τα συνολικά ποσά, για κάθε έναν εξ αυτών, προσδιορίζονται στην ανακοπή. Ότι, δεν αναγγέλθηκαν κατά την πτωχευτική διαδικασία, με συνέπεια να μην έχουν επαληθευτεί οι ως άνω ένδικες απαιτήσεις τους και ότι δεν έχει λάβει χώρα η τελευταία διανομή. Ζητούσαν δε ακολούθως, οι μεν πρώτος, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτος, έβδομη, όγδοος, δέκατος, ενδέκατη, δωδέκατος και δέκατη τρίτη των ανακοπτόντων, (όπως το αίτημά τους παραδεκτά περιορίστηκε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού), να αναγνωριστούν πτωχευτικοί πιστωτές της παραπάνω πτωχής για τα ποσά που τους επιδικάστηκαν αμετάκλητα με την  υπ’αρ. 193/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, ενώ ο έκτος ανακόπτων (ήδη εκκαλών) για το σύνoλο αξιώσεών του από 1-2-2006 έως 4-10-2016 (ύψους 82.567 ευρώ) και ο ένατoς εξ αυτών για τις αξιώσεις του από 1-2-2006 έως 1-6-2011, και να επαληθευθούν οι ως άνω απαιτήσεις τους ως προνομιακές, λόγω της εργατικής τους φύσης, με το νόµιµο τόκο από τότε που κάθε απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή τους, ώστε να περιληφθούν και αυτές στα χρέη της πτωχευτικής περιουσίας, να καταταγούν στον πίνακα διανομών και να συμπεριληφθούν σε κάθε διανομή .

Περαιτέρω, κατά τη συζήτηση της παραπάνω ανακοπής ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, άσκησε παραδεκτά (άρθρα 4 παρ.1,3, 54 ΠτΚ, 752 παρ.2 ΚΠολΔ) με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα, με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά αυτού, πρόσθετη παρέμβαση, υπέρ του καθ΄ού η ανακοπή συνδίκου της πτώχευσης, η προαναφερθείσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία ‘……………’’- δεύτερη εφεσίβλητη.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 1209/2017) το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού συνεκδίκασε την ανακοπή και την πρόσθετη παρέμβαση, έκρινε ορισμένη (παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό του καθ’ού) και νόμιμη την ανακοπή, πλην των αιτημάτων της: α) περί επαλήθευσης τόκων υπερημερίας για το χρονικό διάστημα μετά την κήρυξη της πτώχευσης, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο, διότι δεν εκτίθεται ότι οι ένδικες απαιτήσεις είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα (άρθρο 24 παρ.1 εδ.αΠτΚ), β) περί προνομιακής κατάταξης των επίδικων απαιτήσεων κατ΄άρθρο 154 ΠτΚ, το οποίο απαραδέκτως προβάλλεται κατά το στάδιο της επαλήθευσης των πιστώσεων, γ) περί επιδίκασης των δικαστικών εξόδων των ανακοπτόντων εις βάρος της πτωχευτικής περιουσίας, το οποίο, επίσης, απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 92 ΠτΚ, η εν λόγω ανακοπή ασκείται με έξοδα του ανακόπτοντος. Ως προς τα κεφάλαιά της δε αυτά, η εκκαλουμένη, δεν προσβάλλεται με την ένδικη έφεση. Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω ανακοπή και ως ουσιαστικά βάσιμη. Όσον αφορά στην πρόσθετη παρέμβαση, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, την απέρριψε λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος της προσθέτως παρεμβαίνουσας – ήδη δεύτερης εφεσίβλητης, ως προς την οποία, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, η έφεση  είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.

Ο έκτος των ανακοπτόντων – ήδη εκκαλών προσβάλλει την εκκαλουμένη απόφαση, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους (δύο) λόγους που εκθέτει σ΄αυτήν, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή η ανακοπή ως προς τα αιτήματά της που αφορούν σ΄αυτόν.

Επίσης, παραδεκτά με τις προτάσεις του, όπως προεκτέθηκε, ασκεί αντέφεση που αφορά στο δεύτερο λόγο της έφεσης και ο πρώτος εφεσίβλητος – καθ΄ού η ανακοπή, για την οποία θα γίνει λόγος παρακάτω.

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Η εταιρεία με την επωνυμία ‘…………….’’ και το διακριτικό τίτλο ‘. . ………., που εδρεύει στον Πειραιά, επί της οδού ………….., κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης δυνάμει της υπ΄αρ. 509/4-7-2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), που δημοσιεύθηκε στα υπ΄αρ. …./1-8-2014 και …../19-9-2014 Δελτία Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών, με την οποία διορίστηκε ως σύνδικος της πτώχευσης ο καθ΄ού η ανακοπή δικηγόρος Πειραιώς …………. – ήδη εφεσίβλητος, ενώ οι εργασίες της πτώχευσης αυτής, συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Η ως άνω ανώνυμη εταιρεία είχε κηρυχθεί προγενέστερα σε πτώχευση με την υπ’αρ. 4401/1-10-2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), η οποία στη συνέχεια, ανακλήθηκε, κατ’ άρθρο 57 του ΠτΚ, με την υπ’αρ. 2272/24-4-‘2013 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, που επικυρώθηκε με την υπ’αρ. 875/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε τις ασκηθείσες, κατά της παραπάνω (ανακλητικής) απόφασης, εφέσεις.Ακόμη, προέκυψε ότι οι ανακόπτοντες μεταξύ των οποίων και ο έκτος εξ αυτών – ήδη εκκαλών, προσελήφθησαν από την ως άνω ανώνυμη εταιρεία – ήδη πτωχή,με βάση τις αναφερόμενες στην ανακοπή και στην εκκαλουμένη απόφαση, συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, για να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε αυτήν, με τις ιδιότητες και μηνιαίες αποδοχές που επίσης αναφέρονται εκεί, στο υποκατάστημα που (η εταιρεία) διατηρούσε στη Λαμία, επί της οδού ………… Ειδικότερα ο έκτος ανακόπτων – εκκαλών προσελήθφη από την εταιρεία αυτή, με την από 18-1-2000 σύμβαση εργασίας, προκειμένου να απασχοληθεί ως πωλητής στο ως άνω κατάστημα αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μικτού μισθού 825,67 ευρώ. Εργάστηκε δε στο εν λόγω κατάστημα, όπως και οι λοιποί εργαζόμενοι – ανακόπτοντες, κανονικά, έως τις 31-2-2006, οπότε, λόγω της έξωσης της εταιρείας από το κατάστημα αυτό, η τελευταία αρνήθηκε την αποδοχή των, προσηκόντως προσφερόμενων, υπηρεσιών των  εργαζόμενων – ανακοπτόντων, χωρίς να προβεί σε καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους. Οι ανακόπτοντες, με την από 26-1-2006 εξώδικη δήλωσή τους προς την εν λόγω εργοδότρια εταιρεία, που της κοινοποιήθηκε στις 30-1-2006 και την από 26-1-2006, δήλωναν σε αυτήν ότι συνεχίζουν και θα συνεχίσουν και στο μέλλον να προσφέρουν την εργασία τους και ότι αναμένουν οδηγίες σχετικά με την απασχόλησή τους. Ακολούθως, οι ανακόπτοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας την από 31-3-2010 αγωγή τους κατά της εργοδότριας εταιρείας, με την οποία ζητούσαν, μεταξύ άλλων, τους μισθούς υπερημερίας, τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, τις άδειες και τα επιδόματα αδείας για το αναφερόμενο σε αυτήν χρονικό διάστημα. Επί της ως άνω αγωγής, εκδόθηκε, ερήμην της εναγόμενης εταιρείας, η υπ’ αρ. 193/7-9-2012 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή για το χρονικό διάστημα από 1-2-2006 έως 31-3-2010, θεωρώντας ότι η εργοδότρια εταιρεία κατέστη υπερήμερη ως προς την αποδοχή των προσηκόντως προσφερομένων από τους εργαζόμενους σε αυτήν υπηρεσιών κι επομένως τους οφείλει μισθούς υπερημερίας κ.λπ. για το παραπάνω αιτούμενο με την αγωγή διάστημα. Αντίγραφο της απόφασης αυτής επιδόθηκε, δυνάμει της υπ΄αρ. …………/14-3-2013 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών . ……., στον καθ΄ού η ανακοπή – σύνδικο της πτώχευσης, όταν δηλ. η εν λόγω εταιρεία είχε κηρυχθεί σε πτώχευση με την προαναφερθείσα απόφαση (υπ’αρ. 4401/1-10-2012) του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και πριν αυτή ανακληθεί με την επίσης προαναφερθείσα απόφαση (υπ’αρ. 2272/24-4-2013 του ίδιου δικαστηρίου), χωρίς ο τελευταίος να ασκήσει τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα. Οπότε η απόφαση αυτή (υπ’αρ. 193/2012 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) κατέστη τελεσίδικη, απορρέοντος εξ΄αυτής δεδικασμένου, τόσο για τα κύρια ζητήματα που έκρινε, όσο και για όσα έκρινε παρεμπιπτόντως ως αναγκαία προϋπόθεση (άρθρα 321, 322, 324, 331 ΚΠολΔ). Συνεπώς, σύμφωνα με την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση, η εργοδότρια εταιρεία – ήδη πτωχή, οφείλει στους ανακόπτοντες, τα επιδικασθέντα με την ως άνω απόφαση ποσά, από το δεδικασμένο της οποίας καλύπτονται οι αναφερόμενες στην ανακοπή αξιώσεις τους για το χρονικό διάστημα έως 31-3-2010, όπως έκρινε η εκκαλουμένη και όπως τα εν λόγω ποσά, για κάθε έναν από αυτούς, αναλύονται στην τελευταία και ειδικότερα στον έκτο ανακόπτοντα ………. – ήδη εκκαλούντα οφείλεται το συνολικό ποσό των 19.900 ευρώ (εκ των οποίων 15.771,65 ευρώ αφορούν μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 1-2-2006 μέχρι 30-8-2007 και μέρος μισθού υπερημερίας Σεπτεμβρίου 2007 + 825,67 ευρώ δώρο Χριστουγέννων 2006 + 412,84 ευρώ δώρο Πάσχα 2006 + 825,67 ευρώ  αποδοχές αδείας 2006 + 412,84 ευρώ επίδομα αδείας 2006 + 412,84 ευρώ δώρο Πάσχα 2007 + 825,67 ευρώ αποδοχές αδείας 2007 + 412,84 ευρώ  επίδομα αδείας 2007), αναγνωρίστηκε δε η υποχρέωση της εργοδότριας να καταβάλει σ’αυτόν το υπόλοιπο ποσό των 31.704,38 ευρώ (εκ των οποίων 741,75 ευρώ αφορούν υπόλοιπο μισθού υπερημερίας Σεπτεμβρίου 2007, 24.770,10 ευρώ, μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 1-10-2007 μέχρι 31-3-2010, 2.477 ευρώ, δώρα Χριστουγέννων ετών 2007, 2008 και 2009, 1.238,50 ευρώ, δώρα Πάσχα 2008, 2009 και 2010, 1.651,34 ευρώ, αποδοχές αδείας ετών 2008 και 2009 και 825,67 ευρώ, επίδομα αδείας ετών 2008 και 2009), με το νόμιμο τόκο για τους μισθούς υπερημερίας από την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μήνα στον οποίο αφορούν, για τα δώρα Χριστουγέννων από την 31η Δεκεμβρίου του έτους στο οποίο αφορούν, για τα δώρα Πάσχα από την 1ηΜαϊου του έτους στο οποίο αφορούν, καθώς και για αποδοχές και επίδομα αδείας από την 31η Δεκεμβρίου του έτους στο οποίο αφορούν, επίσης. Επομένως, ο έκτος ανακόπτων για το παραπάνω διάστημα δικαιούται το συνολικό ποσό των 51.604,38 ευρώ (19.900 + 31.704,38). Εφόσον τις απαιτήσεις του αυτές, ο ως άνω ανακόπτων, αλλά και οι λοιποί, δεν τις υπέβαλαν εμπρόθεσμα στη διαδικασία της επαλήθευσης, χωρίς να απαιτείται η δικαιολόγηση της μη εμφάνισής τους εντός των οριζόμενων προθεσμιών, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, καθώς επίσης, δεν έχει λάβει χώρα η τελευταία διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης της πτωχευτικής περιουσίας, πρέπει να αναγνωριστεί, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη, ότι (οι ανακόπτοντες) είναι πτωχευτικοί πιστωτές της ως άνω πτωχής ανώνυμης εταιρείας καθώς και ότι έχουν δικαίωμα, για τις παραπάνω απαιτήσεις τους, να συμμετέχουν στις συνελεύσεις των πιστωτών και στις μελλοντικές διανομές χρημάτων της πτώχευσης.

Περαιτέρω, ο έκτος ανακόπτων αξίωνε να αναγνωριστεί ότι είναι πτωχευτικός πιστωτής και για απαιτήσεις (μισθούς υπερημερίας, δώρα εορτών, επιδόματα και αποδοχές αδείας), που αφορούσαν το επόμενο διάστημα (και συγκεκριμένα από 1-1-2011 έως 4-10-2016)  πέραν από αυτό που επιδίκασε, η προαναφερθείσα τελεσίδικη απόφαση του Πρωτοδικείου Λαμίας, οι οποίες απορρίφθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στη διεκδίκηση των οποίων εμμένει με την ένδικη έφεσή του. Όμως, (και) το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι, το ως άνω διάστημα είχε ήδη επέλθει λύση της σύμβασης εργασίας του έκτου ανακόπτοντος με την εργοδότρια εταιρεία, λόγω σιωπηρής καταγγελίας της σύμβασης αυτής εκ μέρους της τελευταίας, αντίθετα με τα όσα υποστηρίζει (ο ανακόπτων) με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ο οποίος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα προέκυψε ότι, η άρνηση της εργοδότριας να αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες των εργαζομένων στο εν λόγω κατάστημα, μεταξύ των οποίων και του έκτου ανακόπτοντα – εκκαλούντα, συνιστά σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, καθώς η άρνηση αυτή συνοδεύεται από περιστάσεις από τις οποίες συνάγεται αναμφιβόλως και έγινε αντιληπτό από τον εν λόγω μισθωτό, ότι η εργοδότρια εκδήλωσε τη θέλησή της για λύση της μεταξύ τους σύμβασης εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, η εργοδότρια εταιρεία, μετά τα τέλη Ιανουαρίου 2006, που έκλεισε το ως άνω κατάστημά της στη Λαμία, δεν προέβη στη λειτουργία νέου καταστήματος στην πόλη αυτή ή στην ευρύτερη περιοχή, ώστε να απασχολήσει τον έκτο ανακόπτοντα. Σε συνδυασμό ακόμη με το γεγονός ότι, η εταιρεία αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες ήδη από το έτος 2005, προϊόντος δε του χρόνου, η οικονομική της κατάσταση γινόταν συνεχώς και πιο δυσχερής, σε σημείο που τελικά οδηγήθηκε στην πτώχευση (για πρώτη φορά το έτος 2012 και ακολούθως, μετά την ανάκληση της πρώτης πτωχευτικής απόφασης, εκ νέου το έτος 2014), κατέστη σαφές στους εργαζόμενους αυτής στο επίμαχο κατάστημα, και εν προκειμένω στον έκτο ανακόπτοντα, ότι αδυνατεί και δεν πρόκειται να τους απασχολήσει ξανά οριστικά, μετά την 1-4-2010, ήτοι για το περαιτέρω διάστημα από αυτό που επιδίκασε αξιώσεις, από την εργασιακή τους σχέση με την εργοδότρια εταιρεία, η ως άνω τελεσίδικη απόφαση. Ενισχυτικό του γεγονότος ότι και οι ίδιοι οι ανακόπτοντες γνώριζαν ότι δεν ήταν πλέον εν ενεργεία υπάλληλοι της εταιρείας λόγω σιωπηρής καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους, κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα, είναι και το ότι, ενώ σε όλες τις δικαστικές διαμάχες σχετικά με την πτώχευση της εργοδότριας εταιρείας ήταν ιδιαίτερα δυναμική και έντονη η παρουσία των εν ενεργεία εργαζομένων αυτής, εντούτοις οι ανακόπτοντες ουδέποτε εμφανίστηκαν ή ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Επομένως, ο εκκαλών δεν δικαιούνται μισθούς υπερημερίας, δώρα, άδειες και επιδόματα για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 και εντεύθεν. Μάλιστα, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, όλοι οι ανακόπτοντες (δεκατρείς συνολικά), πλην του έκτου (εκκαλούντος) και του ένατου (ο οποίος αξίωνε μισθούς υπηρημερίας κ.λπ. έως 1-6-2011, αλλά δεν άσκησε έφεση) παραιτήθηκαν των περαιτέρω αξιώσεών τους, πέραν αυτών που επιδικάστηκαν με την ως άνω τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας και αφορούν το διάστημα έως 31-3-2010. Όπως αναφέρει δε ο καθ΄ού η ανακοπή – εφεσίβλητος, όταν αυτός ανέλαβε σύνδικος της πτώχευσης της εταιρείας, δεν περιλαμβάνονταν οι ανακόπτοντες στο μηχανογραφικό σύστημα της τελευταίας και στις μισθολογικές καταστάσεις με τους εργαζόμενους σε αυτήν, που αποτελεί ακόμη μια σοβαρή ένδειξη ότι είχε χωρήσει, με βάση τις περιστάσεις, σιωπηρή καταγγελία των συμβάσεων των ανακοπτόντων και στην προκειμένη περίπτωση του εκκαλούντος, καθώς, αν πράγματι συνέχιζαν να εργάζονται, δεν είχε λόγο, ο σύνδικος, να μην προβεί σε έγγραφη καταγγελία της σύμβασής τους, το κύρος, άλλωστε της οποίας, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, δεν θα εξαρτάτο από την καταβολή αποζημίωσης, αφού η εργοδότρια εταιρεία ήταν ήδη πτωχή. Ο εκκαλών δεν αρνείται ουσιαστικά το γεγονός ότι μπορεί να μην ήταν στις εν λόγω μισθολογικές καταστάσεις, αλλά ισχυρίζεται στον ως άνω λόγο της έφεσής του, ότι αυτό δεν μπορεί να αντιταχθεί σε αυτόν και ότι ουδέποτε δέχθηκε ότι η εργασιακή του σχέση με την εργοδότρια εταιρεία έληξε, ούτε παραιτήθηκε των δικαιωμάτων του για καταβολή μισθών υπερημερίας κ.λπ., πράγμα που συνάγεται, μεταξύ άλλων, και από τις από 9-3-2012 προτάσεις του ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου (Λαμίας), που εξέδωσε την υπ΄αρ. 193/2012 απόφαση, όπως και τις πρωτόδικες προτάσεις του στην ένδικη υπόθεση. Όμως, το γεγονός ότι ο εκκαλών δεν προέβη σε αποδοχή της λύσης της εργασιακής του σύμβασης και σε παραίτηση από τα, τυχόν πηγάζοντα εξ αυτής, δικαιώματά του, δεν σημαίνει ότι δεν είχε λάβει χώρα κατά τα προαναφερθέντα, σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης, εκ μέρους της εργοδότριας, σαφώς συναγόμενη από τις πράξεις της, καθώς, όπως επίσης εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, η καταγγελία είναι μονομερής δικαιοπραξία.

Εξάλλου, όσον αφορά στις απαιτήσεις των ανακοπτόντων και ειδικότερα του έκτου εξ αυτών – εκκαλούντος, για το χρονικό διάστημα από 1-4-2010 έως 31-12-2010, αυτές έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 ΑΚ παρ. 6 και 17, όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, γενομένης δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής ένστασης που νομίμως πρόβαλε ο καθ΄ού η ανακοπή – εφεσίβλητος, καθώς, όταν επιδόθηκε η επίδικη ανακοπή, ήτοι στις 11-10-2016 (όπως προκύπτει από την υπ’αρ. ……./11-10-2016 έκθεση επίδοσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή ………….), είχε ήδη παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, η οποία άρχισε, για τις αξιώσεις αυτές, την 1η-1-2011 (άρθρο 253 ΑΚ). Ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων περί αναστολής της πενταετούς παραγραφής των συγκεκριμένων αξιώσεών τους, κατ’ άρθρο 255 ΑΚ, επειδή, λόγω της πτώχευσης της ανώνυμης εταιρείας με την υπ’αρ. 4401/1-10-2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εμποδίστηκαν από το νόμο να εναγάγουν την εταιρεία για τις ως άνω αποδοχές τους, κώλυμα το οποίο ναι μεν ήρθη προσωρινά με την έκδοση της υπ’αρ. 2272/24-4-2013 ανακλητικής της πτώχευσης απόφασης του ίδιου δικαστηρίου, αλλά επανήλθε στις 4-7-2014 όταν η εταιρεία κηρύχθηκε εκ νέου σε πτώχευση με την υπ’αρ. 509/4-7-2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, ορθώς απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως νομικά αβάσιμος. Κι αυτό διότι, η κήρυξη του εργοδότη σε κατάσταση πτώχευσης και ως εκ τούτου, η αδυναμία του απολυθέντος μισθωτού να ασκήσει αγωγή για την καταβολή των αποδοχών του, δεν συνεπάγεται αναστολή της ως άνω παραγραφής, αφού ο τελευταίος δύναται να αναγγείλει τη σχετική απαίτησή του για επαλήθευση κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο Πτωχευτικός Κώδικας, η αναγγελία δε αυτή επιφέρει διακοπή της πενταετούς παραγραφής, κατ’ άρθρο 264 αρ. 2 ΑΚ (ΑΠ 1284/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τα αποτελέσματα της οποίας (διακοπής), μάλιστα, δεν αίρονται αναδρομικά λόγω της μεταγενέστερης ανάκλησης της πτώχευσης (Λ. Κοτσίρη «Πτωχευτικό Δίκαιο», σελ. 550). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ακολούθως, επεσήμανε ότι, από τη μελέτη της δικογραφίας προέκυπτε μεν ότι οι ως άνω ανακόπτοντες είχαν ασκήσει προηγουμένως την από 22-4-2013 (με αρ. καταθ. ……/22-4-2013) ανακοπή του άρθρου 9 ΠτΚ, η οποία επιδόθηκε στον καθ΄ού η ανακοπή σύνδικο στις 7-5-2013 (με την υπ΄αρ. …/7-5-2013 έκθεση επίδοσης του προαναφερθέντος δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………) και με την οποία ζητούσαν την επαλήθευση των απαιτήσεών τους για το χρονικό διάστημα από 1-2-2006 έως 1-10-2012, οπότε με την επίδοση της άνω ανακοπής, διακόπηκε η πενταετής παραγραφή των αξιώσεών τους ( άρθρο 263 ΑΚ) για το διάστημα από 1-4-2010 έως 31-12-2010, η δε παραίτηση από το δικόγραφο της από 22-4-2013 ανακοπής, με την υπό κρίση ανακοπή, δεν ασκεί έννομη επιρροή στο διακοπτικό αυτό γεγονός, αφού ταυτόχρονα με την παραίτηση ασκήθηκε η υπό κρίση ανακοπή, αλλά τα παραπάνω, όμως, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, καθώς αποτελούν περιεχόμενο σxετικής αντένστασης, την οποία, οι ανακόπτοντες δεν προέβαλαν.

Ο έκτος ανακόπτων, υποστηρίζει με το δεύτερο και τελευταίο λόγο της έφεσής του, ότι από τα αναφερόμενα στις πρωτόδικες προτάσεις του περί άσκησης και επίδοσης της ως άνω  (υπ΄αρ. καταθ. ……/22-4-2013) ανακοπής του, από την οποία μετέπειτα παραιτήθηκε, προέκυπτε η διακοπή παραγραφής, οπότε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κακώς θεώρησε παραγεγραμμένες τις αξιώσεις του για το εν λόγω διάστημα, ενώ θα έπρεπε να δεχθεί ότι έχει επέλθει διακοπή της παραγραφής τους και να τις κάνει δεκτές. Ο ισχυρισμός αυτός και επομένως και ο ως άνω λόγος της έφεσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι δεν αρκεί η αναφορά των αποδεικτικών στοιχείων από τα οποία προκύπτει η διακοπή παραγραφής, αλλά θα πρέπει αυτή να προβάλλεται σαφώς και με σχετικό αίτημα, όπως προαναφέρθηκε, ως αντένσταση στην προταθείσα ένσταση παραγραφής, καθώς, τόσο η ένσταση παραγραφής όσο και η αντένσταση περί διακοπής αυτής, δεν λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, αλλά πρέπει να προταθούν από τους διαδίκους. Εξάλλου, ο εκκαλών θα μπορούσε µετά την πρώτη κήρυξη σε πτώχευση της εταιρείας (δυνάµει της ως άνω υπ΄αρ. 4401/1-10-2012 απόφασης του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) να αναγγείλει τις απαιτήσεις του προς επαλήθευση από τον σύνδικο, στη  ανοιγείσα διαδικασία και να διακόψει την παραγραφή των αξιώσεων του για το χρονικό διάστηµα από 1-4-2010 έως 31-12-2010, ενέργεια, στην οποία, παρατάυτα, δεν προέβη. Η δε παραπάνω (από 22-4-2013) ανακοπή, την οποία άσκησε μαζί με άλλους πρώην εργαζόμενους του καταστήματος της Λαμίας, επιδόθηκε μεν στον καθ΄ού η ανακοπή, δυνάµει της ως άνω µε αριθµό ……./7-5-2013 έκθεσης επίδοσης, αλλά η επίδοση αυτή πραγματοποιήθηκε λίγες μέρες μετά την ανάκληση της προαναφερθείσας πρώτης απόφασης πτώχευσης (υπ΄αρ.4401/1-10-2012), η οποία (ανάκληση) έλαβε χώρα δυνάμει της υπ΄αρ.2272/24-3-2013 απόφασης του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οπότε ο καθ΄ού η ανακοπή – ήδη εφεσίβλητος, είχε ήδη απωλέσει την ιδιότητα του συνδίκου και η εταιρεία δεν είχε, ακόμη, κηρυχθεί εκ νέου σε πτώχευση με την υπ΄αρ. 509/2014 απόφαση, με την οποία ορίστηκε, ως σύνδικος αυτής, πάλι ο εφεσίβλητος, κατά τα προεκτεθέντα. Το ως άνω γεγονός είχε ως συνέπεια η εν λόγω επίδοση να μην παράγει έννομα αποτελέσματα. Σε κάθε δηλ. περίπτωση, ακόμη κι αν είχε προταθεί παραδεκτά αντένσταση διακοπής παραγραφής από τον ανακόπτοντα – εκκαλούντα, δεν υφίσταται τέτοια διακοπή, όπως ορθά αναφέρει ο εφεσίβλητος στην αντέφεσή του, που άσκησε ως προς το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης, με τις προτάσεις του, υποστηρίζοντας ότι για τον παραπάνω λόγο θα έπρεπε να απορριφθούν, ως παραγεγραμμένες, οι εν λόγω αξιώσεις. Όμως, δεδομένου ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατ΄άρθρο 534 ΚΠολΔ, εφόσον θεωρήσει ότι το αιτιολογικό της εκκαλουμένης είναι λανθασμένο, όπως συμβαίνει εν προκειμένω ως προς το ανωτέρω εκτεθέν σημείο, ενώ το διατακτικό της ορθό, αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση, ο ισχυρισμός, ο οποίος προβάλλεται με την αντέφεση, που κατατείνει στην ίδια κρίση ως προς το διατακτικό της εκκαλουμένης, καθίσταται άνευ αντικειμένου ως μη ασκών έννομη επιρροή, αφού η παραδοχή του δεν αλλάζμ,μει το, υπέρ του αντεκκαλούντος, αποτέλεσμα της εκκαλουμένης. Άλλωστε, η σκέψη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου περί γεγονότων διακοπτικών της παραγραφής, έγινε εκ του περισσού, εφόσον η εξέταση της ύπαρξης ή μη αυτών, προϋποθέτει την προβολή σχετικής αντένστασης.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω ανακοπή κι ως ουσιαστικά βάσιμη σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, ενώ, με τα πληττόμενα με την ένδικη έφεση κεφάλαιά της, απέρριψε αυτήν ως προς τα προαναφερθέντα αιτήματά του έκτου ανακόπτοντος – εκκαλούντος, έστω με μερικώς διαφορετική αιτιολογία, την οποία το παρόν δικαστήριο αντικαθιστά (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, τόσο η κρινόμενη έφεση ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο, όσο και η αντέφεση του τελευταίου, πρέπει ν΄ απορριφθούν κατ΄ ουσία. Τα δε δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, να επιβληθούν εις βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 92 ΠτΚ, 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, ενώ όσον αφορά στις αντεφέσεις, δεν τίθεται θέμα επιβολής δικαστικών εξόδων, καθώς δεν προέκυψε, δεδομένου ότι αυτές ασκήθηκαν με τις προτάσεις των εφεσίβλητων – αντεκκαλούντων, αντίστοιχα, ότι ο αντεφεσίβλητος – εκκαλών υποβλήθηκε σε επιπλέον έξοδα, ένεκα της άσκησής τους. Τέλος, θα διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατέθεσε ο εκκαλών, στο δημόσιο ταμείο, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.εΚΠολΔ .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση και τις αντεφέσεις.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη ως απαράδεκτη, καθώς και την ασκηθείσα από την τελευταία αντέφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο, καθώς την ασκηθείσα από τον τελευταίο αντέφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές στην ουσία.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, το παράβολο της έφεσης, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στον Πειραιά  στις 5 Μαρτίου 2020 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 30 Απριλίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

            Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ