Αριθμός 314/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα, Τ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγόμενης κατά της με αριθμό 4163/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού δε για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ, όπως προβλέπεται από το άρθρο 495 του ΚΠολΔ πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ)
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος με την από 3.4.2008 και με αριθμό καταθέσεως ……./18.4.2008 αγωγή του που άσκησε σε βάρος της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθετε ότι η εναγομένη άσκησε, μαζί με την μη διάδικο στην παρούσα δίκη …………, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τμήμα εργατικών διαφορών), την από 22.06.2007 και με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης …………/2007 αγωγή της σε βάρος της εδρεύουσας στην Αθήνα ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………….», και το διακριτικό τίτλο «………….», ζητώντας να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της από 2.05.2007 συμβάσεως εργασίας της, να της καταβληθούν μισθοί υπερημερίας, επίδομα αγγλικής γλώσσας και χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστή, καθώς και χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης. Ότι στο προαναφερόμενο αγωγικό της δικόγραφο, προς τεκμηρίωση της φερομένης ηθικής της βλάβης, η εναγόμενη της κρινόμενης αγωγής ισχυρίσθηκε σε βάρος του ενάγοντος, που υπήρξε διευθυντής της στην εργοδότριά της-εναγόμενη ως άνω εταιρία και ως εκ τούτου προστηθείς απ αυτήν στις υπηρεσίες της, τα αναφερόμενα εκτενώς στο δικόγραφο ψευδή και συκοφαντικά γεγονότα, που αφορούσαν την πρόκληση εκ μέρους του ερωτικών παρενοχλήσεων στην ίδια. Ότι με τα όσα ψευδή και συκοφαντικά υποστήριξε η εναγόμενη εναντίον του, προσέβαλε την τιμή και την υπόληψή του, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητούσε να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 49.970 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την τελούμενη σε βάρος του αδικοπραξία που προσέβαλε την προσωπικότητά του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ζητούσε να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του. Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό 2777/2010 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο ανέβαλε τη συζήτηση της αγωγής μέχρις εκδόσεως τελεσίδικης απόφασης επί της ως άνω από 22.06.2007 και με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης ……………/2007 αγωγής, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται σ αυτήν και κατόπιν η με αριθμό 4163/2018 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, το οποίο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε καθ όλα ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, έκρινε αυτή εν μέρει βάσιμη και στην ουσία της, αναγνωρίζοντας ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα ως χρηματική του ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, το ποσό των 3.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ενώ την καταδίκασε και σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, που όρισε στο ποσό των 250 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εν μέρει ηττηθείσα εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την ένδικη έφεσή της και τους αναφερόμενους σ αυτή λόγους, που συνίστανται σε λανθασμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητά την εξαφάνισή της ώστε να απορριφθεί η σε βάρος της αγωγή.
Ι. Κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το αρθρ. 59 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού, που έχει προσβληθεί και, αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Για την περίπτωση της τυχόν παράβασης της υποχρέωσης για παράλειψη της προσβολής της προσωπικότητας του θιγόμενου στο μέλλον, απειλούνται και οι κυρώσεις του άρθρου 947 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ` επέκταση η αξία του ανθρώπου, ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το αρθρ. 2 § 1 του Συντάγματος, αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, η προσβολή, όμως, της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία που έχει, λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του, για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου, κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο, όμως, είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των αρθρ. 281 ΑΚ και 25 § 3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα, για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1599/2000, 333/2010, 356/2010, 1007/2010). Στην περίπτωση αυτή, η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (ΑΠ 167/2000), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των αρθρ. 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (αρθρ. 57 § 2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής, ως παράνομης, είναι η φύση της διάταξης, που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς, κατά την έννοια των αρθρ. 361 – 363 ΠΚ. Για τη στοιχειοθέτηση της δυσφήμησης, απλής ή συκοφαντικής, αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και μπορεί να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Δεν αποκλείεται, όμως, στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης, ακόμη δε και χαρακτηρισμός, όταν, αμέσως ή εμμέσως, υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά το άρθρο 361 ΠΚ (ΕφΠειρ 67/2016, όπ.α). Ειδικότερα, κατά τα άρθρα αυτά (362-363 ΠΚ), όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και, αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης. Τρίτος δε, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, κατά την κρατούσα στην νομολογία άποψη, την οποία υιοθετεί και το παρόν Δικαστήριο, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι αστυνομικοί κλπ που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης (ΑΠ 841/2019, ΑΠ 1013/2018, ΑΠ 1777/2017, ΑΠ 1264/2016, ΑΠ 611/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος), ενόψει μάλιστα και του ότι και από την γραμματική ακόμη διατύπωση του κειμένου των διατάξεων των άρθρων 362-363 του ΠΚ συνάγεται ευθέως ότι “τρίτος” είναι κάθε πρόσωπο που λαμβάνει γνώση των φερόμενων συκοφαντικών ισχυρισμών, αφού δεν γίνεται σ` αυτές οποιαδήποτε εξαίρεση ή διάκριση για τα όργανα που είναι κατά το νόμο αρμόδια να παραλαμβάνουν μηνύσεις, καταθέσεις, αναφορές κλπ. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη, ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο από αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος, που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν η πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως η απλή δυσφήμηση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή, που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ` αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του (ΑΠ 1662/2005), εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο αρθρ. 367 § 1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των αρθρ. 361 – 367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 1030/2009, 333/2010, 179/2011). Ειδικότερα, το άρθρο 367 του ΠΚ ορίζει στην παρ. 1 αυτού ότι “δεν αποτελούν άδικη πράξη α) οι δυσμενείς κρίσεις … καθώς και γ) οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον …” και στη δευτέρα παράγραφο ότι “η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται: α) όταν οι παραπάνω κρίσεις και εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 (δηλαδή της συκοφαντικής δυσφήμησης) καθώς και β) όταν από τον τρόπο εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, δηλαδή, προκύπτει, ότι υπό τις σ` αυτές προβλεπόμενες προϋποθέσεις, μπορεί να αρθεί ο άδικος χαρακτήρας των πράξεων της εξύβρισης και της απλής δυσφήμησης όχι όμως και της συκοφαντικής δυσφήμησης (ΑΠ 1113/2019, ΑΠ 521/2018, ΑΠ 1394/2017, ΑΠ 1469/2017, ΕφΠειρ 2/2017, δημοσιευμένες στη Νόμος). Ο ισχυρισμός του εναγομένου, ότι συντρέχει περίπτωση διαφύλαξης (προστασίας) δικαιώματος ή δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει κατά το αρθρ. 367 § 1 ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού, για τον ενάγοντα, ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του, από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του(ΑΠ 1113/2019, ΑΠ 521/2018, ΑΠ 1394/2017, ΑΠ 1469/2017, ΕφΠειρ 2/2017, όπ.α).
ΙΙ. Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι “οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφ` όσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Με την νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητώς, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι – γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου και από την αρχή της ισότητας, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων. Η αρχή αυτή επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπ` όψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ` αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων. Ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας οφείλει να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσεως του δικαστηρίου. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθή ότι συνεπεία αδικοπραξίας προεκλήθη σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποιήσεως, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπ` όψη ως κριτήρια: το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ` εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκαταστάσεως της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Το αντικειμενικό αυτό μέτρο συνάγεται από τον ανωτέρω σκοπό του άρθ. 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποιήσεως αποφασίζεται (κατ` αρχάς αναιρετικώς ανελέγκτως), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή, και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος) υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπερμέτρως μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον παθόντα) τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στην δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο) το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προανεφέρθη, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθ. 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Εν όψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποιήσεως, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικώς, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 15/2018, ΑΠ ΑΠ 327/2017, δημοσιευμένες στη Νόμος).
ΙΙΙ. Tέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 επ., 346 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι το δικαστήριο, για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση, ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλομένων από τους διαδίκους πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη τα παραδεκτά, κατά την οικεία διαδικασία, σύμφωνα με την οποία δικάζεται η υπόθεση, αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι ασκούν επιρροή στην έκβαση της δίκης, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από το διάδικο (Ολ.Α.Π.23/2008, Α.Π.258/2010). Και έχει μεν το δικαστήριο υποχρέωση να αιτιολογήσει σχετικώς την απόφασή του, να αναφέρει δηλαδή τους λόγους που το οδήγησαν στο αποδεικτικό του πόρισμα, όχι όμως και να κάνει ειδική μνεία καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του (Α.Π.259/2014, Α.Π.213/2014, Α.Π.209/2014, Α.Π.218/2013, Α.Π.104/2013, Α.Π.54/2013, Α.Π.157/2004 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Διότι καμία διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα, κατ` είδος, μόνο αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα. Βέβαια δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι (Α.Π.103/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει, κατά τρόπο αναμφίβολο, ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο έγγραφο, στοιχειοθετείται ο από το άρθρο 559 αριθμ. 11 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης (ΑΠ 1113/2019, ΑΠ 15/2018, όπ.α, ΑΠ 87/2013, ΑΠ.49/2013, δημοσιευμένες στη Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν πρωτόδικα και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την με αριθμό 2777/2010 προαναφερόμενη μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, απ όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση, είτε προς έμμεση απόδειξη (άρθρο 395 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων είναι και αυτά της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας και τα οποία εκτιμώνται, ως και οι με αριθμούς 94365/2014 και 24760/2015 αποφάσεις του Γ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και Ζ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών αντίστοιχα, που εκδόθηκαν στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας που εχώρησε σχετικά με την ένδικη υπόθεση, κατά τα κατωτέρω, για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1643/2007 ΝοΒ 2008.411, ΑΠ 1286/2003 ΧρΙΔ 2004.245, ΕφΘεσ. 397/2010 Αρμ. 2011.957, Εφ Θεσ. 790/2009 Αρμ. 2010.48), χωρίς, όμως, η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723) αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Στις 2.11.2003 η εναγομένη προσλήφθηκε από την μη διάδικο στην παρούσα δίκη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……………» και το διακριτικό τίτλο «………….», με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της στον Αερολιμένα Αθηνών και ειδικότερα στο τμήμα ελέγχου αποσκευών, με την ειδικότητα του προσωπικού ασφαλείας – «screener». Διευθυντής της στο ως άνω τμήμα ήταν ο ενάγων, υπάλληλος της ως άνω εταιρίας. Στην τελευταία η εναγομένη απασχολήθηκε μέχρι τις 2.05.2007, οπότε η ως άνω εργοδότριά της κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της. Μετά την γενόμενη απόλυσή της, η εναγόμενη άσκησε μαζί με την μη διάδικο στην παρούσα δίκη – πρώην συνάδελφό της στην ως άνω εταιρία, …………., ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τμήμα εργατικών διαφορών), την από 22.06.2007 και με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης ………../2007 αγωγή, εναντίον της ως άνω εργοδότριας εταιρίας, με την οποία, επικαλούμενη ότι η εν λόγω εταιρία εκ προθέσεως δεν της κατέβαλε τη νόμιμη οφειλόμενη αποζημίωσή της και ότι εξαιτίας της ελλιπούς αποζημιώσεως η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της είναι άκυρη, ζητούσε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας αυτής, να της καταβληθούν μισθοί υπερημερίας, ύψους 8.870,83 ευρώ, επικουρικά δε το υπολειπόμενο της νόμιμης αποζημίωσης, ύψους 1515,52 ευρώ, επίδομα αγγλικής γλώσσας, ποσού 1673,74 ευρώ και χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστή, ποσού 5054,61 ευρώ, που δεν της καταβαλλόταν, παρότι χειρίζονταν ηλεκτρονικούς υπολογιστές και έκανε χρήση της αγγλικής γλώσσας καθώς και χρηματική ικανοποίηση, ύψους 5.000 ευρώ, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη. Ειδικότερα η εναγομένη, στο δικόγραφο της ως άνω αγωγής της και προς τεκμηρίωση της αξιούμενης από αυτήν ηθικής βλάβης, ισχυρίστηκε επί λέξει τα εξής αναφορικά με το πρόσωπο του ενάγοντος: «Περί τα τέλη του έτους 2004 και ενώ η πρώτη από εμάς είχα συμπληρώσει ένα έτος εργασίας, δέχθηκα ερωτικές φιλοφρονήσεις από το διευθυντή μου, …………. ο οποίος, ως υπάλληλος της εναγομένης, ήταν προστηθείς αυτής, στο τμήμα του αεροδρομίου, όπου εργαζόμουν. Στην αρχή, προσπάθησα να μη δώσω σημασία και έκταση στο γεγονός αυτό, αλλά οι παρενοχλήσεις εκ μέρους του γίνονταν συχνότερες και πιο έντονες, που με ανάγκαζαν να μην ξέρω πώς να αντιδράσω και να ανέχομαι τα λόγια του και να μου στέλνει γραπτά μηνύματα στο κινητό μου, όπως (σήμερα είσαι πολύ όμορφη, αν αφήνεις κάτω τα μαλλιά σου, μου αρέσουν πιο πολύ, ερωτικές στιχομυθίες για ηλιοβασιλέματα, φράσεις όπως, μου αρέσεις πολύ) και τις χειρονομίες του, για να μη χάσω τη δουλειά μου. Έπειτα δε από καιρό, αφού ο διευθυντής μου είδε ότι δεν επρόκειτο να ενδώσω στις ερωτικές του προτάσεις, προσπαθούσε, συνεχώς, με κάθε τρόπο να δυσκολεύει την εργασία μου και, σε περίπτωση που διαμαρτυρόμουν σχετικά με τη δουλειά μου και στα όποια προβλήματα ανέκυπταν τα έριχνε όλα συνεχώς επάνω μου. Από την όλη αυτή αντισυμβατική συμπεριφορά του διευθυντή μου προσβλήθηκε ανεπανόρθωτα η προσωπικότητα μου, καθώς τα ανωτέρω αναφερόμενα περιστατικά είχαν σαν αποτέλεσμα να μειώνουν συνεχώς την τιμή και την υπόληψη μου και να καθίσταται πολλές φορές αδύνατη η από μέρους μου παροχή εργασίας, να μην έχω διάθεση να προσέλθω στην εργασία μου και να προσπαθώ συνεχώς να αποφεύγω, με κάθε τρόπο την επαφή με το διευθυντή μου. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι συνάδελφοι μου με ρωτούσαν για τη συμπεριφορά αυτή του διευθυντή μου, φέρνοντας με στην πολύ δύσκολη θέση να απαντήσω». Το περιεχόµενο, όμως, της ως άνω αγωγής, κατά τα ιστορούμενα από την εναγόμενη σ αυτή ως άνω πραγματικά περιστατικά, προς τεκμηρίωση της ηθικής βλάβης που ισχυρίσθηκε ότι υπέστη εξαιτίας του ενάγοντος είναι ψευδές, καθώς από τη συνεκτίμηση του συνόλου του ως άνω αποδεικτικού υλικού αποδείχθηκε ότι ο ενάγων καθ όλα τα έτη εργασίας του στην εργοδότρια της εναγόμενης χαρακτηριζόταν από τυπικότητα, αυστηρότητα απέναντι στους συνεργάτες του, και επαγγελματισμό, ουδέποτε δε είχε προσεγγίσει άσεμνα οιαδήποτε υφιστάμενή του και δη την εναγόμενη και ως εκ τούτου η αλήθεια είναι την οποία και σαφώς γνώριζε η εναγόμενη, ότι ο τελευταίος, καθ όλη τη διάρκεια της εργασιακής της σχέσης στην ως άνω κοινή εργοδότριά τους ουδόλως την παρενοχλούσε καθ οιονδήποτε τρόπο, και μάλιστα επανειλημμένως, ερωτικά, ουδέποτε αυτός δημιούργησε εχθρικό εργασιακό κλίμα σε βάρος της, επιρρίπτοντάς της ψευδείς μομφές για πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων της, όταν αντιλήφθηκε ότι η ίδια δεν επρόκειτο να ενδώσει στις ερωτικές ορέξεις του, ως αυτή ψευδώς ισχυρίσθηκε στην ως άνω αγωγή της. Όλων δε των ως άνω ψευδών περιστατικών, τα οποία ισχυρίσθηκε η εναγόμενη σε βάρος του ενάγοντος, γνωρίζοντας την αναλήθειά τους, έλαβαν γνώση πλήθος φυσικών προσώπων αλλά και αρχών, ήτοι μεταξύ άλλων, δικαστές, δικαστικοί υπάλληλοι, δικαστικοί επιμελητές κλπ, που, με βάση τα προαναφερόμενα εκτενώς στην υπό στοιχ.Ι νομική σκέψη της παρούσας, εμπίπτουν στην έννοια του τρίτου των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα-εναγόμενη στην ένδικη έφεσή του, αφού, τρίτος, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, κατά την κρατούσα στην νομολογία γνώμη, την οποία υιοθετεί και το παρόν Δικαστήριο, μπορεί να είναι οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως οι προαναφερόμενοι. Όλα δε τα ως άνω ψευδή σε βάρος του ενάγοντος περιστατικά που με πρόθεση η εναγόμενη ισχυρίσθηκε προσβάλλουν καταφανώς την τιμή και υπόληψη και την εν γένει προσωπικότητα του ενάγοντος, ως επαγγελματία αλλά και ως ανθρώπου, αφού σκιαγραφούν μια εντελώς αρνητική για αυτόν εικόνα, εμφανίζοντάς τον ως άτομο που εκμεταλλεύεται την εξουσία που του παρέχει η θέση του διευθυντή της εταιρίας στην οποία εργάζεται για να προωθήσει τις ερωτικές του επιθυμίες και ήταν πρόσφορα να βλάψουν, όπως και πράγματι έβλαψαν, την τιμή και την υπόληψή του, στην οποία, άλλωστε (βλάβη) η εναγόμενη στόχευε, λόγω της ως άνω αντιδικίας της με την κοινή εργοδότριά τους-εναγόμενη στην προαναφερόμενη αγωγή της εταιρία. Σημειωτέον ότι α) η ως άνω αγωγή της εναγόμενης απορρίφθηκε τελεσιδίκως, καθώς με την με αριθμό 4491/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε με αφορμή σχετική έφεση της εναγόμενης, επικυρώθηκε η με αριθμό 1225/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αυτήν κατ ουσίαν, ως προς όλα τα προαναφερόμενα ως άνω αγωγικά της κονδύλια, πλην του κονδυλίου της χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, που απορρίφθηκε και αυτό, πρωτίστως, ως απαράδεκτο λόγω της αοριστίας του β) Με αφορμή σχετική έγκληση του ενάγοντος, στην οποία αναγκάσθηκε αυτός να προβεί, προς υπεράσπιση της τιμής και της υπόληψής του που επλήγη βάναυσα εκ της ως άνω αγωγής της ενάγουσας, του ψευδούς ως άνω περιεχομένου της οποίας, έλαβε γνώση το επαγγελματικό του περιβάλλον και δη η εργοδότριά του, προς την οποία κοινοποιήθηκε η εν λόγω αγωγή αλλά και οι συνάδελφοί του, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος της ενάγουσας για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης, κρίθηκε δε αυτή ένοχη της εν λόγω πράξεως, τόσο σε πρώτο βαθμό, με την με αριθμό 94. 365/2014 απόφαση του Γ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών όσο και σε δεύτερο βαθμό, στην κατ έφεση δίκη που ακολούθησε, μετά την άσκηση του ως άνω ενδίκου μέσου από την εναγόμενη, εκδοθείσας της με αριθμό 24760/2015 απόφασης του Ζ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Έτσι, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν τα στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρα 363 ΠΚ), δεν μπορεί, κατά τα προεκτεθέντα, στην ίδια ως άνω νομική σκέψη της παρούσας, να τύχει εφαρμογής το άρθρο 367 παρ.1 ΠΚ, που επικαλέσθηκε η εναγόμενη πρωτόδικα, ισχυρισμό που επαναφέρει με σχετικό λόγο της ένδικης έφεσής της, υποστηρίζοντας ότι η παράθεση των ως άνω περιστατικών σε βάρος του ενάγοντος στο δικόγραφο της προαναφερόμενης αγωγής της αποτελεί ενάσκηση νομίμου δικαιώματός της, ώστε να αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης της, και ως εκ τούτου ο σχετικός ισχυρισμός της τελευταίας (ένσταση) τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Από την ανωτέρω δε παράνομη και υπαίτια αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη. Για την αποκατάσταση αυτής, λαμβανομένων υπόψη του αγαθού που προσεβλήθη (προσωπικότητα), της βαρύτητας της προσβολής, του τρόπου αυτής, του τόπου, χρόνου και της διάρκειάς της, της υπαιτιότητας της εναγόμενης, της έκτασης της προκληθείσας βλάβης, της έκτασης δημοσιότητας της προσβολής, αφού αυτή περιήλθε σε γνώση, πέραν των αρχών (δικαστών, γραμματέων, δικαστικών επιμελητών κλπ) και σε ευρύ κύκλο προσώπων, αφού η προαναφερόμενη αγωγή της με το ως άνω ψευδές σε βάρος του ενάγοντος περιεχόμενο κοινοποιήθηκε στην εργοδότρια του ενάγοντος, κατά τα προαναφερόμενα, και έγινε ευρεία αναπαραγωγή αυτής στο επαγγελματικό του περιβάλλον, του μεγέθους της πικρίας που δοκίμασε ο ενάγων και της δυσφήμισης που υπέστη, για την αποκατάσταση της οποίας αναγκάστηκε να προβεί σε δικαστικούς αγωγές αλλά και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, το δικαστήριο κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη και την αρχή της αναλογικότητας, ότι πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, το ποσό των 3.000 ευρώ- πέραν του επιδικασθέντος σ αυτόν ποσού των 30 ευρώ που του επιδικάστηκε τελεσίδικα με την προαναφερόμενη 24760/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κειου Αθηνών, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη για την ίδια αιτία- το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο, λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων, ως αυτά αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα υπό στοιχ. ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο -το οποίο, σημειωτέον, και παρά τα περί του αντιθέτου αβασίμως υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα στις προτάσεις της, ήταν καθ ύλην αρμόδιο, κατ άρθρο 14 παρ.2 ΚΠολΔ για την εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής, βάσει της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς και της φύσης αυτής (αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία με αιτούμενο χρηματικό ποσό 49.970 ευρώ)- που με την εκκαλουμένη απόφασή του έστω και με διαφορετική, εν μέρει, αιτιολογία, που αντικαθίσταται και συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), κατέληξε σε όμοια κρίση, κρίνοντας νόμιμη και εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ ουσίαν την ένδικη αγωγή, απορρίπτοντας ως αβάσιμη κατ ουσίαν την προαναφερόμενη ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 367 παρ.1 ΠΚ ένσταση της εναγόμενης και αναγνώρισε ότι η τελευταία υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, το αυτό ως άνω ποσό, ήτοι των 3.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, οι δε περί του αντιθέτου σχετικοί λόγοι εφέσεως (1ος έως και 4ος) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Απορριπτέα, εξάλλου, ως αβάσιμα τυγχάνουν και τα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα στην κρινόμενη έφεσή της ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο οδηγήθηκε στην ως άνω δικανική του κρίση, λαμβάνοντας υπόψη μόνο τις μαρτυρικές καταθέσεις των επιμελεία του ενάγοντος εξετασθέντων μαρτύρων (αυτών δηλαδή που εξετάσθηκαν απ αυτόν τόσο πρωτόδικα αλλά και στα πλαίσια της ως άνω προηγηθείσας ποινικής διαδικασίας) και δεν έλαβε υπόψη της τις καταθέσεις των δικών της μαρτύρων, ήτοι της …….. και …………. (πατέρα της), καθώς από την επισκόπηση του προσκομιζομένου αντιγράφου της προσβαλλομένης εκκαλουμένης απόφασης και ειδικότερα από την περιεχομένη σε αυτή βεβαίωση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του επί της ουσίας της υπόθεσης, έλαβε υπόψη αφενός όλα τα αποδεικτικά μέσα και έγγραφα, και τις αιτιολογίες της αποφάσεως (στην οποία σημειωτέον γίνεται ρητή αναφορά στις καταθέσεις των ως άνω μαρτύρων της εναγομένης-εκκαλούσας) συνάγεται, χωρίς αμφιβολία, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και τις καταθέσεις των προαναφερόμενων μαρτύρων της τελευταίας και με τη συνεκτίμηση και των λοιπών προσκομιζόμενων και επικαλούμενων από τους διαδίκους αποδείξεων, κατέληξε στο προαναφερόμενο αποδεικτικό του πόρισμα, χωρίς να είναι υποχρεωμένο, ενόψει και της προηγηθείσας υπό στοιχ.ΙΙΙ νομικής σκέψης, παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα, να κάνει ειδική μνεία καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα, κατ` είδος, μόνο αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ως εν προκειμένω. Πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι, ανεξαρτήτως όλων όσων προαναφέρθηκαν, αλυσιτελώς προβάλλονται τα ανωτέρω από την εκκαλούσα, καθόσον το δικαστήριο, κατά τον έλεγχο του συναφή λόγου της έφεσης για πλημμελή, εν γένει, εκτίμηση των αποδείξεων, θα εξαφανίσει την εκκαλουμένη μόνο αν οδηγηθεί σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της υπόθεσης, άλλως η έφεση θα απορριφθεί (βλ ΑΠ 179/1985 ΝοΒ 33. 1710, ΕφΠειρ 609/2015, ΕφΘεσ/νίκης 1970/2014, ΕφΛαμ.16/2013, δημοσιευμένες στη Νόμος).
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 179 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 2915/2002 και ισχύει κατ’ άρθρο 15 του ν. 2943/2001 από 01.01.2002, το δικαστήριο μπορεί να συμψηφίζει όλα τα δικαστικά έξοδα ή ένα μέρος τους, όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 176 ΚΠολΔ ο διάδικος που ηττήθηκε, καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα, χωρίς η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του παραπάνω διαδίκου να έχει ανάγκη αιτιολογίας, αφού είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (βλ. και ΜονΕφΛαρ 466/2017, δημοσιευμένη στη Νόμος), ενώ, κατά το άρθρο 178 ΚΠολΔ, η πρόβλεψη του οποίου αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της ήττας που καθιερώνεται στο ως άνω άρθρο 176 ΚΠολΔ και δη στην παρ.1 αυτού ορίζεται ότι «Σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το Δικαστήριο κατανείμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης ή της ήττας του καθενός». Ενόψει των ανωτέρω, ο σχετικός (υπό στοιχ.5) τελευταίος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο η εκκαλούσα προσβάλει τη διάταξη της εκκαλούμενης απόφασης αναφορικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενη αφ ενός μεν για την καταδίκη της σ αυτά αφ ετέρου για τον μη συμψηφισμό τους από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, είναι μεν παραδεκτός, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (άρθρο 193 ΚΠολΔ) όμως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι αφ ενός μεν δεν συνέτρεχε στην προκειμένη περίπτωση λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, κατά το άρθρο 179 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται, όπως τροποποιήθηκε κατά τα ανωτέρω, γιατί η υπόθεση στον πρώτο βαθμό συζητήθηκε στις 15.2.2018, δεδομένου ότι ο συμψηφισμός ή μη της δικαστικής δαπάνης μεταξύ των διαδίκων απόκειται στην κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, εν προκειμένω του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο, με βάση τα ανωτέρω, δεν εμποδίζεται να κατανείμει τα έξοδα, σύμφωνα με τα άρθρα 176 ή 178 ΚΠολΔ, παρά τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 179 ΚΠολΔ, που εν προκειμένω ουδόλως συνέτρεχαν, αφού οι ως άνω κανόνες δικαίου που εφαρμόστηκαν δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη δυσχέρεια (βλ. και ΕφΒορΑιγ 47/2018, ΕφΛαρ 96/2016, δημοσιευμένες στη Νόμος), ενόψει δε της εν μέρει νίκης του ενάγοντος και της υποβολής σχετικού αιτήματος από αυτόν, νομίμως επιβλήθηκε μέρος των δικαστικών εξόδων του σε βάρος της εν μέρει ηττηθείσας εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας, η οποία σημειωτέον στην ένδικη έφεσή της και στο σχετικό ως άνω λόγο αυτής δεν παραπονείται για το καθορισμό του ύψους τους από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και δη αν αυτός (καθορισμός) στο οριζόμενο με την εκκαλουμένη αναφερόμενο στην αρχή της παρούσας ποσό οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί από το παρόν Δικαστήριο η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (ΕΑ 3808/2014, ΕφΠειρ 24/2016, δημοσιευμένες στη Νόμος, Β.Βαθρακοκοίλη, Η έφεση έκδ.2015, σελ.305.)
Μετά από όλα αυτά και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εξάλλου, το αίτημα της εκκαλούσας – εναγομένης για την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης, που αξίζει να σημειωθεί ότι ουδόλως εκτελέσθηκε ούτε μπορούσε να εκτελεστεί λόγω του αναγνωριστικού της χαραχτήρα, ύστερα από την απόρριψη της κρινόμενης έφεσης παρίσταται, σε κάθε περίπτωση, ως άνευ αντικειμένου και πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, πρέπει, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημά του, σύμφωνα με το διατακτικό της παρούσας (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) ενώ, λόγω της ήττας της εκκαλούσας θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ αυτήν παραβόλου της έφεσής της στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ κατ` αντιμωλία των διαδίκων. ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ` ουσίαν την έφεση. ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ. ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε εκ μέρους της εκκαλούσας, κατά την άσκηση της εφέσεώς της, με το με αριθμό …………………/2019 e-παράβολο. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά, στις 30-4-2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ |