Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 328/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποφάσεις του ΔΣ σωματείου που είναι ενάντια σε απαγορευτική διάταξη νόμου είναι άκυρη σαν να μην έγινε ποτέ και αναγνωρίζεται η ακυρότητά της με απρόθεσμη αναγνωριστική αγωγή και όχι με την αγωγή ακύρωσης του ΑΚ 101. Απόφαση ΔΣ σωματείου περί αφαίρεσης άδειας κριτή χορού και διαγραφή από το μητρώο του, χωρίς προηγούμενη ακρόαση, κλήση προς εξηγήσεις – απολογία επί των σε βάρος του καταλογιζομένων. Ακυρότητα (ΑΚ 180), ελλείψει ακροάσεως που αναγνωρίζεται απρόθεσμα με αναγνωριστική αγωγή. Δυνατότητα και επιδίωξης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αν από την ως άνω υπαίτια πράξη του ΔΣ προσεβλήθη και η προσωπικότητα του βλαβέντος. Επί προσβολής ερήμην αποφάσεως πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αν αυτή εξαφανισθεί, λόγω της παραδεκτής άσκησης εφέσεως από τον ερήμην δικασθέντα διάδικο, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικής δαπάνης, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν εξέλθει νικητής ο κατ’ αντιμωλία δικασθείς πρωτοδίκως εφεσίβλητος, καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών, ενώ αν εξέλθει νικητής ο εκκαλών καταδικάζει τον εφεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα μόνο της ενώπιον του δίκης, αφού ο τελευταίος δεν είχε υποβληθεί σε δαπάνη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

 

 Αριθμός απόφασης  328/2020

ΤΡΙΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά Εφέτη, Ηλία Σταυρόπουλο Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αρ. 4715/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε ερήμην της ενάγουσας, κατά την τακτική διαδικασία, την με αρ. κατ. ……./2018 αγωγή της εναντίον του εφεσίβλητου, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 518 παρ. 2) και έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο (Ηλεκτρ. Παράβολο ……./2018). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και, εφόσον ασκήθηκε από την ερημοδικασθείσα πρωτοδίκως ενάγουσα, παραπονούμενη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει η εκκαλουμένη να εξαφανιστεί μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση (άρθρο 528 του ΚΠολΔ).

Με την ως άνω υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα ζητεί να αναγνωριστεί η ακυρότητα της υπ’ αρ. ……./2016 απόφασης του Δ.Σ. της εναγομένης περί ανάκλησης της άδειας κριτή χορού και διαγραφής της από το μητρώο κριτών, που αυτή διατηρεί, για τους αναφερόμενους στην αγωγή λόγους και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των 8.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εκ της προσβολής της προσωπικότητάς της που υπέστη από την ως άνω παράνομη και υπαίτια πράξη του οργάνου της περί της διαγραφής της, νομικοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Η αγωγή αυτή είναι νόμιμη και στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932, 174, 180 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, μετά την καταβολή του προσήκοντος τέλους δικαστικού ενσήμου (Ηλεκτρ. Παράβολο ………../2020).

Το εναγόμενο αρνείται την αγωγή και επιπροσθέτως ισχυρίζεται ότι αυτή ασκήθηκε πέραν της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 101 ΑΚ και ως εκ τούτου είναι απαράδεκτη. Επίσης ισχυρίζεται ότι το δικαίωμά της για αναγνώριση της ακυρότητας έχει αποδυναμωθεί, χωρίς όμως να αναφέρει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται αυτό, ώστε η επιχειρούμενη θεμελίωση του εν λόγω ισχυρισμού στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ να καθίσταται αόριστη και ως εκ τούτου ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης.

Κατά το άρθρο 101 ΑΚ απόφαση της συνελεύσεως σωματείου είναι άκυρη, αν αντιβαίνει στο νόμο ή το καταστατικό. Την ακυρότητα κηρύσσει το δικαστήριο ύστερα από αγωγή μέλους που δεν συνήνεσε ή οποιουδήποτε αλλού έχει έν­νομο συμφέρον. Η αγωγή αποκλείεται μετά πάροδο έξι μηνών από την απόφα­ση της συνελεύσεως. Η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα ισχύει έναντι όλων. Κατά την κρατούσα στην νομο­λογία άποψη η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται και στις άκυρες απο­φάσεις του διοικητικού συμβουλίου (ΑΠ 548/2012, 433/2009 δημ ΝΟΜΟΣ). Πρόβλημα οριοθέτησης των απολύτως άκυρων (180 ΑΚ) έναντι των κατά το άρθρο 101 ΑΚ ακυρώσιμων αποφάσεων της ΓΣ (και του ΔΣ σωματείου) δημιουργείται εξαιτίας της εν μέρει συμπίπτουσας διατύπωσης των εν λόγω διατάξεων (ΑΚ 174 και 101) που αμφότερες καταλαμβάνουν ως κοινό στοιχείο την περίπτωση της αντίθεσης στο νόμο. Ενώ κάθε παράβαση όρων που προβλέπονται μόνον από το καταστατικό οδηγεί αποκλειστικά σε ακυρώσιμη απόφαση, αφού η περίπτωση προβλέπεται μόνον από την ΑΚ 101, δεν συμβαίνει το ίδιο και για τις παραβάσεις διατάξεων νόμου (ή όρων του καταστατικού που επαναλαμβάνουν διατάξεις νόμου). Για το λόγο αυτό γίνεται δεκτό ότι απολύτως άκυρες (αυτοδίκαιες) κατά το άρθρο 180 ΑΚ είναι μεταξύ άλλων και οι αποφάσεις οι οποίες εκδόθηκαν πέραν από την ανήκουσα στη συνέλευση εξουσία ή εμφανίζουν αντίθεση με απαγορευτικό νόμο ή τα χρηστά ήθη από την άποψη του περιεχομένου της τυχόν εκφρασθείσης με αυτές δικαιοπρακτικής βούλησης. Στην περίπτωση αυτή η απολύτως άκυρη απόφαση δεν παράγει σε καμία χρονική στιγμή έννομα αποτελέσματα. Επομένως δεν χρειάζεται να ακυρωθεί δικαστικά κατ’ άρθρο 101 ΑΚ. Η ακυρότητά της μπορεί να προβληθεί από κάθε έχοντα έννομο συμφέρον άρα και να αναγνωρισθεί απρόθεσμα βάσει του άρθρου 70 ΚΠολΔ (ΑΠ 1506/2018, 819/2007 δημ ΝΟΜΟΣ). Κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, η άσκηση πειθαρχικής εξουσίας των αρμοδίων οργάνων του σωματεί­ου υπόκειται στον δικαστικό έλεγχο, το δε δικαστήριο έχει την εξουσία να κρίνει και να ελέγχει όχι μόνον αν είναι τυπικά σύμφωνη με τους όρους του νόμου και του καταστατικού, αλλά και αν έχει εκδοθεί μετά από προηγούμενη ακρόαση του μέλους που τιμωρήθηκε, η οποία (ακρόαση) πε­ριλαμβάνει: α) γνωστοποίηση με αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά της πειθαρχικής κατηγορίας που του απαγ­γέλλεται και β) πρόσκληση να λάβει μέ­ρος στην συζήτηση και παροχή ευκαι­ρίας προς απολογία, ώστε να μπορέσει να επηρεάσει, κατά τις απόψεις του, την πειθαρχική διαδικασία μέσα στα πλαίσια του νόμου και του καταστατικού. Η προϋπόθεση αυτή επιβάλλε­ται από την καλή πίστη (άρθρα 281, 288 ΑΚ), τις βασικές αρχές της ορθής απο­νομής της δικαιοσύνης και της συνταγμα­τικής επιταγής για προηγούμενη ακρόα­ση (άρθρο 20 του Συντάγματος) και είναι υποχρεωτική και όταν ακόμα δεν προ­βλέπεται στο καταστατικό. Επιβάλλεται επίσης και από το άρ­θρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαι­ωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία εφαρμόζεται και στις πειθαρχικές διαδικα­σίες διαφορετικά η απόφαση θα είναι άκυρη (ΕφΑθ 1316/2011, ΕφΑθ. 1445/2003 δημ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως νόμιμα και παραδεκτά προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα είναι χορογράφος και καθηγήτρια χορού, πιστοποιημένη ως Ομοσπονδιακός Κριτής, κάτοχος του Διπλώματος Εθνικού Ομοσπονδιακού Κριτή Κλάσης Β’ (από 19.9.2010) και Κλάσης Α’ (από 9.10.2011), που της απονεμήθηκε, συμπεριλαμβάνοντάς την στο Μητρώο Κριτών του, από το εναγόμενο χοροαθλητικό δευτεροβάθμιο σωματείο, το οποίο είναι ενεργό μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Αθλητικού Χορού, που εδρεύει στην Ελβετία. Στις 13.1.2016 κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα μέσω εταιρείας ταχυμεταφορών με συστημένη επιστολή αντίγραφο της από …./10.1.2016 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγομένου, σύμφωνα με την οποία, τα Δ.Σ. αφού έλαβε υπ’ όψη α) την από 7.1.2016 εισήγηση της Πειθαρχικής Επιτροπής, ενώπιον της οποία παραπέμφθηκε η ενάγουσα με την ……/2016 απόφαση του ΔΣ του εναγόμενου, με την οποία (εισήγηση) προτάθηκε η οριστική αφαίρεση της άδειας Ομοσπονδιακού Κριτή της ενάγουσας και τη διαγραφή της από το Μητρώο Κριτών του εναγομένου χωρίς προειδοποίηση, β) τις διατάξεις του Γενικού Αγωνιστικού Κανονισμού και του Κανονισμού Ομοσπονδιακών Κριτών και του Καταστατικού τού εναγόμενου και γ) το αποδεικτικό υλικό, αποφάσισε ομόφωνα την οριστική αφαίρεση της άδειας Ομοσπονδιακού Κριτή από την ενάγουσα και τη διαγραφή της από το Μητρώο Κριτών του χωρίς προειδοποίηση. Η εν λόγω απόφαση του εναγόμενου αλλά και η εισήγηση της Πειθαρχικής Επιτροπής του – ενώπιον της οποίας παραπέμφθηκε η ενάγουσα με την ……./2016 απόφαση του ΔΣ του εναγόμενου χωρίς ποτέ να λάβει γνώση της απόφασης παραπομπής της και χωρίς να κληθεί να λάβει γνώση ή να απολογηθεί ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής – ελήφθη χωρίς προηγούμενη ακρόαση της ενάγουσας, η οποία (ακρόαση) θα έπρεπε να πε­ριλαμβάνει γνωστοποίηση με αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά της πειθαρχικής κατηγορίας που της απαγ­γέλλεται ή των παραπτωμάτων που κατηγορούταν και που δικαιολογούσαν την αφαίρεση της άδειας του Ομοσπονδιακού Κριτή και πρόσκληση να λάβει μέ­ρος στην συζήτηση και παροχή ευκαι­ρίας προς απολογία, ώστε να μπορέσει να επηρεάσει, κατά τις απόψεις της, την πειθαρχική διαδικασία και την απόφαση του ΔΣ του εναγόμενου μέσα στα πλαίσια του νόμου και του καταστατικού. Η προϋπόθεση αυτή επιβαλλόταν από την καλή πίστη (άρθρα 281, 288 ΑΚ), τις βασικές αρχές της ορθής απο­νομής της δικαιοσύνης και της συνταγμα­τικής επιταγής για προηγούμενη ακρόα­ση (άρθρο 20 του Συντάγματος) και από το άρ­θρο 6 ΕΣΔΑ και, ως εκ τούτου, ήταν υποχρεωτική, ασχέτως αν δεν προ­βλεπόταν στο καταστατικό. Εξαιτίας της ως άνω παραλείψεως η προσβαλλόμενη απόφαση του ΔΣ του εναγόμενου έρχεται σε ευθεία και απόλυτη αντίθεση με το άρθρο 20 του Συντάγματος, το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και τα άρθρα 281, 288 ΑΚ, γι αυτό και τυγχάνει απολύτως άκυρη (ΑΚ 174), θεωρούμενη σαν να μην έγινε, μη επιφέροντας έννομα αποτελέσματα (ΑΚ 180), αναγνωριζομένης της τοιαύτης εξ αρχής ολικής ακυρότητάς της με την υπό κρίση ασκηθείσα από την αμέσως βλαπτόμενη ενάγουσα απρόθεσμη αναγνωριστική αγωγή, χωρίς να απαιτείται άσκηση της ακυρωτικής αγωγής του άρθρου 101 ΑΚ, εντός της προθεσμίας των έξι μηνών από το χρόνο λήψης της απόφασης, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού του εναγόμενου ως αβάσιμου. Περαιτέρω το εναγόμενο, στις 11.1.2016, δημοσιοποίησε την ως άνω απόφαση του ΔΣ, με σχετική επιστολή, στην Παγκόσμια Ομοσπονδία Αθλητικού Χορού, γνωρίζοντας ότι ουδέποτε πριν την έκδοση της απόφασής του ή την εισήγηση της Πειθαρχικής Επιτροπή, κάλεσε την ενάγουσα για να λάβει γνώση των όσων παραβάσεων την κατηγορούσαν ότι διέπραξε. Αυτή η πράξη του είχε σαν αποτέλεσμα, από τις 14.1.2016, η Παγκόσμια Ομοσπονδία Αθλητικού Χορού να θέσει σε κατάσταση αναστολής τη συμμετοχή της ενάγουσας ως κριτής σε διεθνείς αγώνες ή πρωταθλήματα χορού, αναρτώντας δε και σχετική ανακοίνωση στην επίσημη ιστοσελίδα της. Έτσι πληροφορήθηκε η παγκόσμια χορευτική κοινότητα, αθλητές, κριτές και φίλοι του χορού, ότι από την ενάγουσα αφαιρέθηκε η άδεια Ομοσπονδιακού Κριτή από το εναγόμενο λόγω της παραβίασης του Γενικού Αγωνιστικού Κανονισμού και του Κανονισμού Ομοσπονδιακών Κριτών, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση. Με τον τρόπο αυτό προσβλήθηκε η προσωπικότητα της ενάγουσας, ως προς την έκφανση της φήμης της ως πιστοποιημένης κριτή χορού, παράνομα και υπαίτια από το ΔΣ του εναγόμενου σωματείου, με αποτέλεσμα αυτή να έχει υποστεί ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, το ύψος της οποίας, λαμβανομένης υπόψη της υπαιτιότητας του εναγομένου, καθώς και του είδους της προσβολής και της προκληθείσας ζημίας, ανέρχεται στο εύλογο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ποσό των 1.000 ευρώ. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και να αναγνωριστεί η ακυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 1.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Τέλος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα αυτό.

Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 176, 183 και 184 ΚΠολΔ συνάγεται ότι επί προσβολής ερήμην αποφάσεως πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αν αυτή εξαφανισθεί, λόγω της παραδεκτής άσκησης εφέσεως από τον ερήμην δικασθέντα διάδικο, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικής δαπάνης, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν εξέλθει νικητής ο κατ’ αντιμωλία δικασθείς πρωτοδίκως εφεσίβλητος, καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών, ενώ αν εξέλθει νικητής ο εκκαλών καταδικάζει τον εφεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα μόνο της ενώπιον του δίκης, αφού ο τελευταίος δεν είχε υποβληθεί σε δαπάνη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 985/2015, 1567/2010 δημ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα πρόταση, πρέπει να επιβληθεί μόνο η δικαστική δαπάνη αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας της εκκαλούσας σε βάρος του εφεσιβλήτου, αφού στη δίκη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν παραστάθηκε και δεν υποβλήθηκε σε δικαστική δαπάνη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση.

Εξαφανίζει την με αρ. 4715/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της αγωγής.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Αναγνωρίζει την ακυρότητα της με αρ. ……/10.1.2016 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγομένου.

Υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα αυτό.

Καταδικάζει το εφεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, που καθορίζει σε 500 ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 5 Μαρτίου 2020 και δημοσιεύθηκε   στο ακροατήριό του, σε έκτακτη συνεδρίαση, στις 30 Απριλίου 2020  με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

 

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ