Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 321/2020

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν:

Ο τραυματισθείς εργαζόμενος σε εργατικό ατύχημα, είτε ασκεί την εκ του Ν.551/1914 αξίωση, είτε όταν εγείρει αγωγή αποζημίωσης με βάση το κοινό δίκαιο, μπορεί επί πλέον να αξιώσει καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 299 και 932 του ΑΚ, οι οποίες και δεν προσκρούουν στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου,εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη η των προστηθέντων από αυτόν, το οποίο,όμως, δεν απαιτείται να είναι το ειδικό πταίσμα της μη τήρησης των όρων ασφαλείας, αλλά αρκεί το κατά το κοινό δίκαιο πταίσμα.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    321 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Τ.Λ

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 1274/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 591,614 παρ.3, 621-622 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει, κατ΄ άρθρο 9 παρ.2 του ίδιου νόμου, τις αγωγές και τα ένδικα μέσα που ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016 όπως εν προκειμένω), έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 591 παρ.1  ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα. Ειδικότερα, όσον αφορά στους τρεις πρώτους των εκκαλούντων – εναγόμενων, η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε σε αυτούς στις 3-4-2018 (βλ. υπ΄αρ. ……….. Ε/3-4-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Βασιλείου …………….) και η έφεση κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τη σχετική έκθεση κατάθεσης της γραμματέα αυτού, που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας, στις 2-5-2018, ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ. Όσον αφορά δε στον τέταρτο εκκαλούντα – εναγόμενο, δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης και από την έκδοσή της (12-3-2018) έως την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο της διετίας (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ).

Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 533 παρ.1,2, 522 ΚΠολΔ), ενώ έχει, εκ του περισσού, κατατεθεί από τους εκκαλούντες, το προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολο, αν και στην ένδικη περίπτωση δεν απαιτείται η κατάθεσή του, καθώς, σύμφωνα με το εδ. στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠολΔ (εργατικές).

Κατά την έννοια του άρθρου 1 του Ν. 551/1914 “περί ευθύνης προς αποζημίωση των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων”, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24.7/25.8.1920 και

διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ με το άρθρο 38 εδ. α του Εισαγωγικού του Νόμου, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 αυτού και για το οποίο ατύχημα παρέχεται δικαίωμα αποζημίωσης κατά τις διατάξεις και εντός των καθοριζομένων πλαισίων του νόμου αυτού, θεωρείται κάθε βλάβη του σώματος ή της υγείας του εργαζομένου που είναι αποτέλεσμα βίαιας και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγόμενου αποκλειστικώς σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, το οποίο και δεν θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε η σχέση παροχής των υπηρεσιών και η υπό συγκεκριμένες περιστάσεις προσφορά τους (Ολ.ΑΠ 1287/1986 ΕΕργΔ 46.73, ΑΠ 275/1991 ΕΕργΔ 52.163, ΑΠ 1823/1990 ΕΕργΔ 50.794). Ακόμη, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ανωτέρω νόμου ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με το άρθρο 2 αυτού, σαφώς προκύπτει ότι, εκείνος που από εργατικό ατύχημα έπαθε ανικανότητα, ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι κατά το άρθρο 6 του ιδίου νόμου συγγενείς του, έχουν το εκλεκτικό δικαίωμα να εγείρουν κατά του εργοδότη αγωγή και να ζητήσουν, είτε την αποζημίωση του νόμου τούτου, επικαλούμενοι, απλώς ότι έλαβε χώρα εργατικό ατύχημα, κατά την παραπάνω έννοια του όρου, είτε πλήρη αποζημίωση κατά τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 του ΑΚ. Την αποζημίωση όμως αυτή του κοινού δικαίου μπορούν να τη ζητήσουν μόνον αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του, ή όταν πραγματοποιήθηκε σε εργασία ή επιχείρηση στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων σ’ αυτές, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων τούτων (Ολ.ΑΠ 26/1995 ΕλλΔνη 37.38, Ολ.ΑΠ 965/1985 ΕΕργΔ 45.779, ΑΠ 1185/1993 ΕλλΔνη 36. 359, ΑΠ 1029/1993 ΕΕργΔ 54. 325). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δηλαδή και όταν ασκούν την εκ του Ν.551/1914 αξίωση, καθώς και όταν εγείρουν αγωγή αποζημίωσης με βάση το κοινό δίκαιο, μπορούν επί πλέον να σωρεύσουν στην αγωγή τους και αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (ή ψυχικής οδύνης επί θανάτου του παθόντος), κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 299 και 932 του ΑΚ, οι οποίες δεν προσκρούουν στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη η των προστηθέντων από αυτόν, το οποίο, όμως, δεν απαιτείται να είναι το ειδικό πταίσμα της μη τήρησης των όρων ασφαλείας, αλλά αρκεί το κατά το κοινό δίκαιο πταίσμα. (Oλ.ΑΠ 18/2008, ΑΠ 374/2018, 1048/2018, ΑΠ 182/2015, ΑΠ 931/2011, ΑΠ 814/2011, ΑΠ 52/2010 Τ.Ν.Π  ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1185/1993 ο.π., Εφ.Δωδ. 130/2015 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 217/2004, ΕΝΔ 32.345, Εφ.Λαρ. 158/2001 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2001, 240).

Ο ενάγων – ήδη εφεσίβλητος, εξέθετε στην από 31-3-2016 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης (Ε.Α.Κ) …………/2016 αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ότι στις 5-1-2013 υπέστη, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, ατύχημα, που είχε ως συνέπεια το σοβαρό τραυματισμό του, το οποίο προκλήθηκε από υπαιτιότητα (αμέλεια) της πρώτης εναγόμενης – εργοδότριάς του, με την οποία είχε συνάψει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και των προστηθέντων από αυτήν λοιπών εναγόμενων και ειδικότερα του δεύτερου εξ αυτών ως τεχνικού ασφαλείας, του τρίτου ως επιβλέποντος εργοδηγού και του τέταρτου ως εργάτη, που συνίσταται στην παράβαση των κανόνων ασφαλείας των εργαζόμενων, όσον αφορά στους τρεις πρώτους των εναγόμενων και σε πληµµελή ενέργεια του τετάρτου εξ αυτών, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Ζητούσε δε, όπως παραδεκτά μετέτρεψε το αίτημα της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, µε σχετική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δηµόσιας συνεδρίασής του, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις του, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, το ποσό των 200.000 ευρώ, ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω της ηθικής  βλάβης που υπέστη από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, µε το νόµιµο τόκο από την επίδοση αυτής έως την εξόφληση και να καταδικασθούν (οι εναγόµενοι) στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του, (υπ΄αρ. 1274/2018) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως, την έκανε εν μέρει δεκτή κι ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στον ενάγοντα, ο καθένας εις ολόκληρο, ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 100.000 ευρώ, σύμφωνα μεθ τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονούνται οι εναγόμενοι – εκκαλούντες, με την κρινόμενη έφεσή τους, για  τους λόγους που εκθέτουν στο δικόγραφό της και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνιση της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου τους.

Από την εκτίµηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ήτοι της μάρτυρα του ενάγοντος ……….., του µάρτυρα της πρώτης εναγόμενης ………… και του μάρτυρα των λοιπών εναγόμενων ………….., ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δηµόσιας συνεδρίασης αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, µερικά από τα οποία αναφέρονται ειδικά παρακάτω, χωρίς, ωστόσο, να παραλειφθεί κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά:

Μεταξύ της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας, η οποία έχει ως αντικείμενο την εκμετάλλευση λατομείων και την εμπορία έτοιμων προϊόντων λατομείου, διά του νομίμου εκπροσώπου της ………. του Αθανασίου, και του ενάγοντος, συνήφθη προφορικά στις 12-12-2012 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας η
πρώτη τον προσέλαβε για να εργασθεί ως εργάτης με την ειδικότητα του
βοηθού χειριστή χωματουργικών μηχανημάτων στο λατομείο της, που βρίσκεται στη Σαλαμίνα, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Πριν την έναρξη της απασχόλησης του ενάγοντος στην πρώτη εναγόμενη, αυτός εργαζόταν στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία ‘’……………..’’, με έδρα τη ….. Αττικής, συμφερόντων, όπως και η πρώτη εναγόμενη, της οικογένειας ……….., κατά το χρονικό διάστημα από τις 10-1-2007 έως 13-11-2012, οπότε και απολύθηκε και εν συνεχεία (στις 12-12-2012) προσελήφθη από την πρώτη εναγόμενη. Στις 5-1-2013, ο ενάγων και οι συνάδερφοί του εργάτες ……. και ……….. (τέταρτος εναγόμενος), πήραν εντολή από τον τρίτο εναγόμενο ……….., προϊστάμενό τους και προστηθέντα από την πρώτη εναγόμενη στην επίβλεψή τους, να προβούν σε αλλαγή του ελαστικού του δεξιού οπίσθιου τροχού του πρώτου άξονα του υπ’ αρ. κυκλοφορίας ………. χωµατουργικού φορτηγού οχήματος CAT 730, τύπου TAPER, το οποίο είναι µηχάνηµα έργου µεταφοράς υλικού. Κατά τη διαδικασία της αλλαγής του ως άνω ελαστικού, θα χρησιµοποιούσαν ένα άλλο µηχάνηµα έργου τύπου Liebherr, το οποίο έφερε στο εµπρόσθιο µέρος του ένα ευµεγέθες µεταλλικό ραβδί (σφύρα). Στην πρώτη φάση, ο τέταρτος εναγόµενος …………… μαζί με τον ………. εξήγαγαν το ήδη εφαρµοσµένο παλαιό ελαστικό από τον τροχό. Αρχικά αφαίρεσαν τον χαλύβδινο δακτύλιο ασφαλείας (έλασµα κυκλικής µορφής µεγάλης ακαµψίας και τοποθετούµενο κατά το ανάπτυγµα της περιφέρειας του χαλύβδινου επισώτρου), ο οποίος ασφάλιζε το ελαστικό επί του επισώτρου έναντι των πιέσεων εξώθησης εκτός αυτού λόγω των µεγάλων φορτίων που δεχόταν το πλαίσιο του οχήµατος, αποκοχλίωσαν τους κοχλίες ασφαλείας του τροχού επί του ακραξονίου, περιτύλιξαν µε ιµάντα φορτίου εξ υφασµάτινου υλικού τον τροχό και µέσω του βραχίονα του φέροντος τον χαλύβδινο πάσσαλο εκσκαφής του χωµατουργικού µηχανήµατος, τράβηξαν τον τροχό του φορτηγού εκτός του φέροντος αυτόν άξονα του φορτηγού, εκµεταλλευόµενοι την ισχύ του υδραυλικού συστήµατος του χωµατουργικού µηχανήµατος εκσκαφής Liebherr, η χρήση της οποίας κρίθηκε αναγκαία από τους εργαζόμενους λόγω του μεγάλου βάρους του τροχού, (περ.658 κιλά), αποχωρίζοντας το επίσωτρο του τροχού από το ελαστικό. Στη δεύτερη φάση αντικατάστασης του ελαστικού και ειδικότερα στη φάση τοποθέτησης του τροχού επί του άξονα του φορτηγού, αφού το νέο (προς τοποθέτηση) ελαστικό αναρτήθηκε από τους παραπάνω εργάτες μαζί με τον ενάγοντα, στο βραχίονα του Liebherr και, δια του ιµάντα έλξης αυτού, ανυψώθηκε, όπως ήταν δε αναρτημένο, με κατάλληλο χειρισμό του μηχανήματος από τον τέταρτο εναγόμενο, ήλθε σε θέση τοποθέτησης, ενώ ακολούθως και οι τρεις εργάτες ανύψωσαν χειρωνακτικά το χαλύβδινο επίσωτρο (ζάντα) και το τοποθέτησαν στον άξονα. Μετά από αυτό ο ………….. και ο ενάγων έλαβαν θέσεις πλησίον του ελαστικού και μεταξύ αυτού και του στελέχους ώθησης του βραχίονα του χωματουργικού μηχανήματος Liebherr, κρατώντας δύο ξύλινες ράβδους (αποστάτες), τετραγωνικής διατομής, από μία έκαστος εξ αυτών, όσο το δυνατό σταθερά, προκειμένου να προσαρμόσουν το νέο ελαστικό στο επίσωτρο του τροχού δια της πίεσης επί αυτού από το υδραυλικό σύστημα του Liebherr μέσω των ξύλινων ράβδων. Αιφνιδίως, όμως, ενώ ο ενάγων μετά του ………. βρίσκονταν μεταξύ του ελαστικού και του μεταλλικού πλαισίου της σφύρας του Liebherr και ανάμεσα στους δύο αποστάτες, από λανθασμένο χειρισμό του τέταρτου εναγόμενου, η σφύρα του ως άνω μηχανήματος μετακινήθηκε απότομα με μεγάλη δύναμη με αποτέλεσμα, ένεκα των αξωνικών ώσεων του μηχανήματος επί των ξύλινων ράβδων και των δημιουργηθέντων εκκεντροτήτων αυτών, οι αποστάτες να ολισθήσουν επί του ελαστικού και να εκτοξευθούν αιφνιδιαστικά από την αρχική τους θέση, με αποτέλεσμα να εγκλωβισθεί ο ενάγων και ο ……….. μεταξύ του ελαστικού του φορτηγού και της χαλύβδινης σφύρας του μηχανήματος Liebherr, η οποία έπληξε το σώμα του (ενάγοντος) με συνέπεια αυτός να τραυματιστεί σοβαρά {βλ. σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος, από 21-5-2013 τεχνική έκθεση αυτοψίας και έρευνας εργατικού ατυχήματος του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (Κ.Ε.Π.Ε.Κ Πειραιά και Νοτίου Αιγαίου), που συνέταξαν οι τεχνικοί επιθεωρητές εργασίας ………. (πολιτικός μηχανικός Τ.Ε) και …………. (ναυπηγός μηχανικός Τ.Ε)}. Αμέσως μετά το ατύχημα, ο ενάγων διακομίστηκε αρχικά το Κέντρο Υγείας Σαλαμίνας και στη συνέχεια, με ασθενοφόρο, στο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά ‘’ΤΖΑΝΕΙΟ’’, όπου διαπιστώθηκε ότι έχει υποστεί συνθλιπτική κάκωση θώρακα αριστερά, κατάγματα πλευρών, πνευμο-αιμο-θώρακα αριστερά και θλάση τρίτου βαθμού της σπλήνας του. Νοσηλεύθηκε δε στη Γ’ Χειρουργική Κλινική του ανωτέρω νοσοκομείου, όπου υποβλήθηκε σε σπληνεκτομή, περιφερική ουριαία παγκρεατεκτομή και του ετέθη σωλήνας θωρακικής παροχέτευσης, μέχρι τις 25-1-2013 (δηλ. για 20 ημέρες) οπότε και πήρε εξιτήριο (βλ. από 11-1-2013 ιατρική γνωμάτευση και εξιτήριο του ανωτέρω νοσκοκομείου), ενώ δεν αποδείχθηκε ότι η οξεία σκωληκοειδίτιδα που παρουσιάσθηκε στον ενάγοντα στις 15-10-2015 (βλ. ιατρική γνωμάτευση με την ίδια ημερομηνία του ανωτέρω νοσοκομείου), σχετίζεται με τον παραπάνω τραυματισμό του, αφού συνέβη πολύ καιρό μετά από αυτόν και αφορά άλλο όργανο, το παχύ έντερο, το οποίο δεν επλήγη κατά το ατύχημα. Το εν λόγω ατύχημα και η, συνεπεία αυτού, σωματική βλάβη που υπέστη ο ενάγων, προέκυψε ότι οφείλεται σε συγκλίνουσα υπαιτιότητα των πρώτης, τρίτου και τέταρτου των εναγόμενων. Ειδικότερα: Α) Η πρώτη εναγόμενη εργοδότρια εταιρία, δεν τηρούσε τους προβλεπόμενους από το νόμο, κανόνες ασφαλείας και συγκεκριμένα: α) εκτελούσε η ίδια διά των εργατών της εργασίες επισκευής, µετατροπής, προληπτικού ελέγχου και συντήρησης του εξοπλισµού της χρησιµοποιώντας εργαζόμενους που δεν είχαν ειδική αρμοδιότητα προς τούτο, κατά παράβαση των οριζόμενων από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του Π.Δ. 395/1994 και ειδικότερα χρησιμοποιούσε για την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών ανειδίκευτο προς τούτο πρoσωπικό, μεταξύ του οποίου περιλαμβανόταν ο ενάγων, που είχε την ειδικότητα του βοηθού χειριστή χωματουργικών μηχανημάτων και ο τέταρτος εναγόμενος, ο οποίος είχε την ειδικότητα χειριστή φορτωτών μεταλλευμάτων, σε εργασίες συντήρησης των μηχανημάτων του λατομείου, μεταξύ των οποίων ήταν και η αντικατάσταση ελαστικών σε βαρέως τύπου χωματουργικό φορτηγό όχημα, β) δεν είχε φροντίσει ώστε οι εργαζόμενοι που ασχολούνται στις προαναφερθείσες εργασίες και ειδικότερα ο ενάγων και ο τέταρτος εναγόμενος, να έχουν προηγουμένως λάβει επαρκή ειδική εκπαίδευση για τις εργασίες αυτές, αντίθετα με τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρ. 7 παρ. 2 του Π.Δ. 395/1994, γ) δεν είχε μεριμνήσει ώστε να τηρούνται τα μέτρα υγιεινής στο χώρο εργασίας των εργαζομένων και να υφίσταται επίβλεψη ώστε να εξασφαλίζεται η ασφάλεια και η υγεία των απασχολουμένων στην επιχείρησή της ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας αυτών, σύµφωνα µε το άρθρο 4 παρ. 2α του Κανονισμού Μεταλλευτικών και Λατοµικών Εργασιών (Υπουργική Απόφαση Δ7/Α/οικ. 12050/2223/2011 – ΦΕΚ Β 1227/14-6-2011) και άρθρο 1 επ. του Π.Δ. 17/1996), δ) επέτρεπε τον χειρισμό και την επέμβαση (συντήρηση – επισκευή) σε μηχανήματα κ.λπ, από άτομα που δεν έχουν την απαιτούμενη σε κάθε περίπτωση άδεια κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 20 παρ. 10 του Κανονισµού Μεταλλευτικών και Λατοµικών Εργασιών και ειδικότερα χρησιμοποιούσε τον εργαζόμενο ……….. στο χειρισμό μηχανήματος έργου τύπου Liebherr, χωρίς να είναι ο τελευταίος εφοδιασμένος με την προβλεπόμενη διοικητική άδεια και ε) επέτρεπε την χρήση των μηχανημάτων της επιχείρησής της για έτερο από τον σκοπό για τον οποίο είχαν κατασκευασθεί, αντίθετα με τα οριζόμενα στο άρθρο 34 παρ. 5 του ως άνω Κανονισμού και συγκεκριμένα επέτρεπε την χρήση του σκαπτικού μηχανήματος τύπου Liebherr προς αντικατάσταση των ελαστικών σε άλλα μηχανήματα, όπως σε μηχάνημα φορτωτή, αντί να έχει μεριμνήσει ώστε να λαμβάνουν χώρα τεχνικά ορθές εργασίες συντήρησης και επισκευής του εξοπλισμού εργασίας, έχοντας εφοδιάσει τους εργαζομένους με τα κατάλληλα εργαλεία για τη συγκεκριμένη εργασία. Οι παραπάνω παραλείψεις – παραβάσεις των προβλεπόμενων από το νόμο, κανόνων ασφαλείας επισημαίνονται τόσο στην ανωτέρω αναφερθείσα από 21-5-2013 τεχνική έκθεση των  επιθεωρητών εργασίας αλλά και την από 5-9-2013 έκθεση – αναφορά των μηχανικών της Επιθεώρησης Μεταλλείων Νοτίου Ελλάδας …….. (μηχανικού μεταλλείων – μεταλλουργού) και ………. (μηχανικού ορυκτών πόρων). Β) Ο τρίτος εναγόμενος, προστηθείς της πρώτης εναγόμενης, ως υπεύθυνος εργασίας της επιχείρησης και προϊστάμενος των εργατών αυτής, κατά παράβαση των προεκτεθέντων κανόνων, ανέθεσε στον ενάγοντα, στον τέταρτο εναγόµενο και στον στον ……… (μη διάδικο), εργασίες συντήρησης των µηχανηµάτων του λατοµείου, µεταξύ των οποίων ήταν και η αντικατάσταση των ελαστικών στο ως άνω βαρέως τύπου χωµατουργικό φορτηγό όχηµα, αν και γνώριζε ότι ο ενάγων δεν είχε λάβει ειδική εκπαίδευση προς τούτο, δεδομένου µάλιστα ότι ο τελευταίος είχε πριν λίγες ημέρες προσληφθεί στην επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης. Ακόμη, ανέθεσε στον τέταρτο εναγόµενο ………… το χειρισµό µηχανήµατος τύπου Liebherr για τη χρησιμοποίησή του κατά τη διαδικασία αλλαγής του εν λόγω ελαστικού (προς στήριξη του νεοτοποθετηθέντος ελαστικού µέσω παροχής αντιστήριξης στους αποστάτες που το συγκρατούσαν, δια παροχής σχετικής ώθησης από το µεταλλικό πλαίσιο της σφύρας του Liebherr, προκειµένου να τοποθετηθεί η ασφάλεια επί της ζάντας από τον ενάγοντα), ήτοι για άλλο σκοπό από αυτόν για τον οποίο το μηχάνημα αυτό ήταν προορισμένο να χρησιμοποιείται και παρά το ότι γνώριζε ότι ο ως άνω εργάτης δεν κατείχε την απαιτούμενη από το νόμο διοικητική άδεια χειρισμού του. Επιπλέον, δεν επέβλεπε τη διαδικασία αντικατάστασης του ελαστικού ώστε να δίνει τις κατάλληλες οδηγίες, προκειμένου αφενός μεν να αποτραπεί λανθασµένος χειρισµός του εν λόγω μηχανήματος από τον τέταρτο εναγόμενο, αφετέρου δε ο ενάγων, ο οποίος δεν ήταν έμπειρος και εξειδικευμένος στη συγκεκριμένη εργασία, να λάβει την κατάλληλη για την ασφάλειά του θέση κατά την αλλαγή του ελαστικού και να μην τοποθετήσει το σώμα του μεταξύ αυτού και της σφύρας. Γ) Ο τέταρτος εναγόμενος ………….., ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, δεν κατείχε σχετική άδεια χειρισμού του προαναφερθέντος μηχανήματος, δέχθηκε, υπακούοντας, βέβαια, στις εντολές του ως άνω προϊσταμένου του,  να το χρησιμοποιήσει για μια εργασία που, όπως επίσης προεκτέθηκε, δεν άρμοζε με το σκοπό της χρήσης του αλλά και ενείχε κινδύνους για τους συμμετέχοντες σε αυτήν εργαζόμενους. Πέραν δε αυτού, κατά τη διενέργεια της συγκεκριμένης εργασίας αλλαγής του ελαστικού, δεν επέδειξε κατά το χειρισμό του την επιμέλεια εντός μέσου συνετού χειριστή που όφειλε και μπορούσε κατά τις περιστάσεις να επιδείξει, αλλά προέβη σε λανθασµένο χειρισµό του ανωτέρω µηχανήµατος και ειδικότερα δίνοντας µεγαλύτερη ώθηση, από αυτήν που απαιτείτο, δια της σφύρας του µηχανήµατος Liebherr που χειριζόταν, κατά τη διαδικασία αντιστήριξης των δύο αποστατών, προκάλεσε τη µετακίνηση και την υποχώρηση αυτών, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί ο ενάγων µεταξύ της σφύρας του ως άνω µηχανήµατος και του ελαστικού του φορτηγού.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης, υποστηρίζεται ότι κακώς δέχθηκε η εκκαλουμένη, ότι ήταν η συνήθης πρακτική, που ακολουθείτο στο λατομείο της πρώτης εναγόμενης, η αντικατάσταση ελαστικών βαρέων οχημάτων και χρήση ακατάλληλων εργαλείων με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι το επίδικο ατύχημα οφείλεται στις εκεί αναφερόμενες παραλείψεις της, ενώ όπως κατέθεσαν οι ως άνω μάρτυρες ανταπόδειξης, η ανάγκη αλλαγής τέτοιων ελαστικών ήταν σπάνια και γινόταν κατά κανόνα από εξωτερικά συνεργεία με ειδικά εργαλεία και ότι η εμπειρική μέθοδος εφαρμοζόταν σπανιότατα μόνο όταν αυτό ήταν επιβεβλημένο από εξαιρετικές περιστάσεις. Εκτός, όμως, του ότι, o παραπάνω ισχυρισμός έρχεται σε αντίθεση με την άποψη που εκφέρει ο τέταρτος εναγόμενος ……….. κατά την εξέτασή του στις 19-2-2013 από τους ως άνω μηχανικούς επιθεώρησης μεταλλείων, η οποία εμπεριέχεται στην ως άνω από 5-9-2019 έκθεση – αναφορά αυτών, όπου αναφέρει χαρακτηριστικά: ‘’Κάναμε μια συνηθισμένη δουλειά, έχουμε αλλάξει πολλές φορές λάστιχο’’, σε κάθε περίπτωση αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι, ανεξαρτήτως αν αυτή που εφαρμόστηκε στην προκειμένη περίπτωση, ήταν ή όχι η συνήθης πρακτική, το γεγονός είναι ότι την επίμαχη, τουλάχιστον, φορά που συνέβη το ατύχημα, το οποίο προκάλεσε τον τραυματισμό του ενάγοντος, δεν λήφθηκαν τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, δεν χρησιμοποιήθηκαν εργαζόμενοι που είχαν εξειδικευμένες και πιστοποιημένες προς τούτο, γνώσεις, ούτε τα κατάλληλα εργαλεία, κατά τα αναφερθέντα αναλυτικά παραπάνω, όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες εκθέσεις των εμπειρογνωμόνων.

Όσον αφορά, όμως, στο δεύτερο εναγόμενο …………. -μεταλλειολόγο – μηχανικό, ήδη συνταξιούχο, δεν προέκυψε ότι κατά το χρόνο τους ατυχήματος (5-1-2013) είχε ενεργή σύμβαση με την πρώτη εναγόμενη, βάσει της οποίας ήταν μηχανικός – τεχνικός ασφαλείας αυτής. Αντίθετα, το ότι αυτός είχε σταματήσει να έχει αυτή την ιδιότητα, αποδεικνύεται από μια σειρά εγγράφων, αρχής γενομένης από το από 9-10-2012 συμφωνητικό λύσης της, μεταξύ του ως άνω εναγόμενου και της πρώτης εναγόμενης, από 7-11-2011 καταρτισθείσας σύμβασης συνεργασίας (έργου), που, σε κάθε περίπτωση, είχε ορισμένη διάρκεια ενός έτους, στην οποία (λύση) συνετέλεσε και το γεγονός ότι, από 21-9-2012, επιβλήθηκε στην πρώτη εναγόμενη, με δικαστική απόφαση, απαγόρευση εξορύξεων στο λατομείο της. Πέραν αυτού του εγγράφου, (την ακρίβεια του περιεχομένου του οποίου αμφισβητεί ο ενάγων, για το λόγο ότι δεν είχε κατατεθεί στην Επιθεώρηση Μεταλλείων Νοτίου Ελλάδας, κι ως εκ τούτου δεν φέρει βεβαία χρονολογία, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο), το γεγονός ότι κατά το χρόνο του ατυχήματος ο ως άνω εναγόμενος δεν απασχολείτο πλέον ως τεχνικός ασφαλείας στην πρώτη εναγόμενη (και όχι μόνο σε αυτήν αλλά και σε καμία άλλη επιχείρηση), συνάγεται και από την από 2-1-2013 προσκομιζόμενη δήλωσή του περί παύσης άσκησης επαγγέλματος και αίτησης συνταξιοδότησης που υπέβαλε στην Περιφέρεια Αττικής και στο ΥΠ.ΜΕ.ΔΙ/Γ.Γ.Δ.Ε. Ακόμη, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από τον εν λόγω εναγόμενο μπλοκ τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, ο τελευταίος είχε προβεί στην παύση εργασιών  στην αρμόδια Δ.Ο.Υ και είχε διαγραφεί κατά την ως άνω ημερομηνία από το Τ.Ε.Ε, ενώ το τελευταίο εκδοθέν από αυτόν τιμολόγιο φέρει ημερομηνία 8-10-2012 ήτοι την προηγούμενη της 9-10-2012 που συνήφθη το ως άνω συμφωνητικό λύσης της συνεργασίας του με την εναγόμενη. ΄Αλλωστε και οι εξετασθέντες μάρτυρες αναφέρουν ότι είχαν καιρό να δουν τον δεύτερο εναγόμενο στην επιχείρηση. Με βάση τα προαναφερθέντα, δεν υφίσταται παθητική νομιμοποίησή του, όπως βάσιμα ισχυρίστηκε πρωτοδίκως και ήδη με το δεύτερο και τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης, οπότε η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως προς αυτόν ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που τον έκρινε συνυπαίτιο με τους λοιπούς εναγόμενους στην επέλευση του επίδικου ατυχήματος, θεωρώντας ότι, κατά το χρόνο αυτού (5-1-2013), αυτός συνέχιζε να είναι τεχνικός ασφαλείας της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, έσφαλε ως προς αυτό και δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις.

Περαιτέρω, ο τέταρτος και πέμπτος λόγος της έφεσης, βάλλουν κατά της παραδοχής της εκκαλουμένης ότι ο τρίτος εναγόμενος …………. ήταν προϊστάμενος, υπεύθυνος εργασίας, εργοδηγός και επιβλέπων στην επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης, ενώ, όπως υποστηρίζουν, την επίδικη περίοδο ήταν προϊστάμενος του γραφείου κίνησης αυτή  και συγκεκριμένα με αρμοδιότητα να διεκπεραιώνει τις παραγγελίες και να προγραμματίζει τα δρομολόγια των φορτηγών, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του διοικητικού προσωπικού μετά την επιβληθείσα δικαστικά απαγόρευση εξόρυξης στο λατομείο, είχε απολυθεί ή αποχωρήσει οικειοθελώς. Αλλά ο ισχυρισμός τους αυτός περί των περιορισμένων ως άνω αρμοδιοτήτων του τρίτου εναγόμενου, δεν ευσταθεί, αφού στην από 12-12-2012 βεβαίωση παραλαβής οδηγιών ασφαλείας που υπογράφεται από τον ενάγοντα και τον εν λόγω εναγόµενο, καθώς επίσης και στο από 12-12-2012 έντυπο παραλαβής µέσων ατοµικής προστασίας που υπογράφεται από τον ενάγοντα, τα οποία συντάχθηκαν σε ανύποπτο χρόνο, ο τρίτος εναγόµενος αναφέρεται ως προϊστάµενος του ενάγοντα, ο οποίος παρέδωσε στον τελευταίο αντίγραφο οδηγιών ασφαλούς και γραπτής εκτίµησης επαγγελµατικού κινδύνου της µονάδας επεξεργασίας αδρανών υλικών της πρώτης εναγόμενης. Από την ίδια δε την παραδοχή της πρώτης και τρίτου των εναγόμενων ότι ο τελευταίος πράγματι έδωσε εντολή στον ενάγοντα, να μεταβεί στο χώρο, αλλά μόνο για να ελέγξει τι έκαναν εκείνη τη στιγμή οι άλλοι συμμετέχοντες στην ανωτέρω διαδικασία, συνάγεται ότι ο τρίτος εναγόμενος ήταν υπεύθυνος εργασίας και έδινε εντολές ως προϊστάμενος στους εργάτες. Τα όσα υποστηρίζει δε (ο τρίτος εναγόμενος) στον τέταρτο λόγο της έφεσης ότι, ενώ βρισκόταν έξω από το χώρο των γραφείων συζητούσε με τον ενάγοντα κι επειδή αυτός του είπε ότι δεν έχει τι να κάνει, του πρότεινε να ανέβει στο αμαξοστάσιο για να παρακολουθήσει τους ως άνω ομοεθνείς συναδέρφους του, χωρίς όμως εντολή να συμμετέχει σε κάποια συγκεκριμένη εργασία και χωρίς καν να γνωρίζει τι εργασία κάνουν αυτοί, δεν κρίνεται πειστικός. Κι αυτό διότι δεν συνάδει με την κοινή λογική σε μία οργανωμένη επιχείρηση του είδους της εναγόμενης, να μην υπάρχει υπεύθυνος εργασίας κι επιβλέπων, αλλά οι εργαζόμενοι σε αυτήν εργάτες, να εκτελούν εργασίες που αυτοί κρίνουν, χωρίς την εντολή και την καθοδήγηση κάποιου προϊστάμενου. Εξάλλου, δεν αναφέρεται από την εναγόμενη, αν δεν ήταν ο τρίτος εναγόμενος προϊστάμενος και υπεύθυνος εργασιών, τότε ποιος ήταν, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, κατά το διάστημα του ατυχήματος, δεν υπήρχε ούτε τεχνικός ασφαλείας, αφού ο δεύτερος εναγόμενος είχε σταματήσει τη συνεργασία του με την εναγόμενη, κατά τους ισχυρισμούς τους (τους οποίους δέχθηκε το παρόν δικαστήριο ως βάσιμους) και η εναγόμενη δεν επικαλείται ότι τον είχε αντικαταστήσει με άλλον. Πέραν τούτων, τόσο ο ενάγων – παθών όσο και ο ίδιος ο τρίτος εναγόμενος κατά την εξέτασή τους από τους ως άνω επιθεωρητές μεταλλείων, αναφέρουν ότι ο τρίτος εναγόμενος ………… ‘’έστειλε τον ενάγοντα να βοηθήσει τους άλλους…’’. Επιπλέον και ο τέταρτος εναγόµενος ……….., στην από 16-3-2013 ένορκη εξέτασή του, ενώπιον των αστυνοµικών του Α.Τ. Σαλαµίνας, κατέθεσε ότι ο ενάγων συμμετείχε την αλλαγή ελαστικού και. δεν ήταν απλός παρατηρητής. Άλλωστε, εφόσον ο τέταρτος εναγόμενος θα χειριζόταν το εν λόγω μηχάνημα, ο έτερος εργάτης (…………), δεν ήταν δυνατό μόνος του να προβεί στην αλλαγή του ελαστικού χωρίς τη συμμετοχή του ενάγοντος. Τέλος, στην ίδια την αναγγελία του εν λόγω εργατικού ατυχήματος  -η οποία, σημειωτέον, έγινε μετά την παρέλευση της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας- προς το Κ.Ε.Π.Ε.Κ Πειραιά, το Α.Τ Σαλαμίνας, την Επιθεώρηση Εργασίας Κερατσινίου και την Επιθεώρηση Μεταλλείων Νοτίου Ελλάδας, υπογράφει για την επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης, ο τρίτος εναγόμενος …………… Κατ΄ακολουθία των παραπάνω, υφίσταται παθητική νομιμοποίηση αλλά και συνυπαιτιότητα του τρίτου εναγόμενου στην επέλευση του επίδικου ατυχήματος, αντίθετα με τα υποστηριζόμενα στους ως άνω λόγους της έφεσης, οι οποίοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Όσον αφορά δε στον ισχυρισμό που επικαλούνται οι εκκαλούντες με τον έκτο λόγο της έφεσής τους, ότι δηλ. η εκκαλουμένη μη ορθώς θεώρησε αντιφατικούς τους ισχυρισμούς τους, αφενός μεν ότι ο τρίτος εναγόμενος έστειλε τον ενάγοντα στο αμαξοστάσιο προκειμένου να δει τι κάνουν οι ……… και …..,  αφετέρου δε ότι ο ενάγων δεν προβλεπόταν να συμμετέχει στις εργασίες που εκτελούσαν ήδη ο τέταρτος εναγόμενος και ο …………, αλλά να τις παρακολουθήσει ώστε να εκπαιδευτεί, αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι, ανεξάρτητα αν τα ως άνω επιχειρήματα – ισχυρισμοί είναι αντιφατικοί ή όχι, αποδείχθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, ότι ο ενάγων μετέβη με εντολή του τρίτου εναγόμενου στο σημείο όπου βρίσκονταν οι ως άνω συνάδερφοί του, ώστε και με τις δικές τους οδηγίες ως πιο έμπειρων, να βοηθήσει στην αλλαγή του εν λόγω ελαστικού, συμμετέχοντας σε αυτήν. Εξάλλου, ο ισχυρισμός των εκκαλούντων που αναφέρεται στον ως άνω αλλά και στον έβδομο λόγο της έφεσης, ότι ο τέταρτος εναγόμενος, μπορεί να μην είχε άδεια χειριστή του εν λόγω μηχανήματος αλλά ήταν πολύ εξοικειωμένος με τη χρήση του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς, πέραν του ότι η απαιτούμενη από το νόμο άδεια, η οποία προϋποθέτει εξειδικευμένη εκπαίδευση από ειδικούς και πιστοποιεί με αντικειμενικά κριτήρια την ικανότητα του χειριστή που την κατέχει, δεν μπορεί να αναπληρωθεί από την επικαλούμενη εμπειρική κατάρτιση, στην προκειμένη περίπτωση πράγματι προέκυψε, σύμφωνα με τα αναφερθέντα ανωτέρω, ότι ο χειρισμός του μηχανήματος από τον τέταρτο εναγόμενο δεν ήταν ο προσήκον.

Το ατύχημα, λοιπόν, και ο εξαιτίας αυτού τραυματισμός του ενάγοντος, συνδέεται αιτιωδώς με την παράλειψη τήρησης, εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης, αλλά και του προστηθέντος της τρίτου εναγόμενου, των κανόνων ασφαλείας που προβλέπονται από το νόμο, καθώς επίσης και με την αμέλεια του, επίσης προστηθέντος αυτής, τέταρτου εναγόμενου, όπως αναλύθηκε παραπάνω.

Εκτός, όμως, της συγκλίνουσας υπαιτιότητας της πρώτης, τρίτου και τέταρτου των εναγόμενων, όπως ανωτέρω εξειδικεύτηκαν, στην επέλευση του εν λόγω ατυχήματος και συνακόλουθα στον τραυματισμό του ενάγοντος, και χωρίς να παραβλέπεται το γεγονός ότι ο τελευταίος ως νεοπροσληφθείς στην εναγόμενη εταιρία, δεν είχε εξειδικευμένες γνώσεις και σχετική εκπαίδευση στη συγκεκριμένη εργασία αλλαγής ελαστικών μηχανημάτων βαρέως τύπου, που του ανατέθηκε (καθώς η εργασία που παρείχε, σε προγενέστερο χρόνο, σε άλλη εταιρία συμφερόντων των ίδιων προσώπων με την εναγόμενη, αφορούσε άλλη αρμοδιότητα και ειδικότερα ήταν βοηθός χειριστή αντλίας σκυροδέματος), οπότε δικαιολογημένα ως ένα βαθμό, δεν γνώριζε τον προσήκοντα κι ασφαλή τρόπο να ενεργήσει, εντούτοις, το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων, ο οποίος είχε, πάντως, πολυετή εργασιακή εμπειρία ως εργάτης, υπέχει ένα, μικρό έστω, μερίδιο ευθύνης στην πρόκληση του τραυματισμού του, διότι δεν επέδειξε την επιμέλεια που όφειλε και μπορούσε και την οποία θα επεδείκνυε, με  βάση τις επικρατούσες συνθήκες κάθε μέσος συνετός άνθρωπος και ειδικότερα εργάτης, και συγκεκριμένα, έθεσε το σώμα του ανάμεσα στη σφύρα και το ελαστικό (ρόδα) του ως άνω μηχανήματος, ενώ έπρεπε να στέκεται δίπλα στη ρόδα, πράγμα που, ανεξάρτητα αν κάποιος του είχε επιστήσει τον κίνδυνο ή όχι, μπορούσε, αν είχε επιδείξει μεγαλύτερη επιμέλεια, να εκτιμήσει ότι αυτό ήταν επικίνδυνο, αλλά προφανώς το έπραξε για να καταστήσει πιο αποτελεσματική την επιχειρούμενη εργασία, γεγονός που οδήγησε στο σοβαρό τραυματισμό του, αντίθετα με τον έτερο εργάτη ………….., ο οποίος, ενόψει ότι στεκόταν πλησίον της ρόδας, υπέστη έναν εντελώς ελαφρύ τραυματισμό. Με βάση τα παραπάνω, το δικαστήριο κρίνει ότι το ποσοστό συνυπαιτιότητας του ενάγοντος ως προς τον εν λόγω τραυματισμό του, ανέρχεται σε 20%, γενομένης εν μέρει δεκτής (ως προς το ποσοστό αυτό), της σχετικής ένστασης των εναγόμενων (300 ΑΚ) και ως ουσιαστικά βάσιμης, η οποία (ένσταση) εσφαλμένα είχε απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επομένως, πρέπει και ο σχετικός όγδοος λόγος της έφεσης να γίνει δεκτός ως εν μέρει βάσιμος.

Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο ενάγων, υπέστη ηθική βλάβη από την αδικοπραξία της πρώτης, τρίτου και τέταρτου των εναγόμενων. Λαμβάνοντας δε υπόψη τις συνθήκες τις οποίες συνέβη το εν λόγω ατύχημα, την ηλικία του ενάγοντος κατά το χρόνο αυτού (40 ετών), τη βαρύτητα και το είδος του τραυματισμού του, την ταλαιπωρία και τη στεναχώρια που δοκίμασε ένεκα αυτού, τη μόνιμη βλάβη της υγείας που υπέστη (καθώς, λόγω της σπληνεκτομής στην οποία υποβλήθηκε και της συνεπαγόμενης μείωσης της λειτουργίας του ανοσοποιητικού του συστήματος, διατρέχει, εφ΄όρου ζωής, κίνδυνο μολύνσεων και λοιμώξεων και είναι αναγκαίο να εμβολιάζεται τακτικά),το βαθμό του πταίσματος των ως άνω εναγομένων, αλλά και του ίδιου του ενάγοντος, όπως παραπάνω προσδιορίστηκαν, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, σταθμίζοντας και το γεγονός ότι η πρώτη εναγόμενη εταιρία -εργοδότρια του ενάγοντος επέδειξε, μετά το ατύχημα, καλή συμπεριφορά απέναντι στον ενάγοντα, συνεχίζοντας να τον απασχολεί σε άλλη θέση, στην οποία να μπορεί αυτός ανταποκριθεί με βάση την κατάσταση της υγείας του, αυξάνοντας μάλιστα τις αποδοχές του, το Δικαστήριο κρίνει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής, ότι πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 50.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο, και όχι το ποσό των 100.000 ευρώ που επιδίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο κρίνεται υπερβολικό σε σχέση με τα ανωτέρω περιστατικά, δεδομένης και της σημαντικής οικονομικής κρίσης που πλήττει τη χώρα τα τελευταία έτη, γενομένου εν μέρει δεκτού ως βάσιμου του σχετικού ένατου και τελευταίου λόγου της έφεσης.

Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στο βαθμό που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου ως άνω λόγους της έφεσης, να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ ουσία, αφού κρατηθεί δε η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ ουσία, πρέπει, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, να απορριφθεί η αγωγή ως προς το δεύτερο εναγόμενο ως ουσιαστικά αβάσιμη και να γίνει εν μέρει δεκτή αυτή (αγωγή), σχετικά με τους λοιπούς εναγόμενους, ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι οι τελευταίοι υποχρεούνται να καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, στον ενάγοντα, για την ανωτέρω αιτία, το ποσό των 50.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Πρέπει, τέλος, τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου εναγόμενου – δεύτερου εκκαλούντος, ως προς τον οποίο απορρίφθηκε η αγωγή, να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος του ενάγοντος – εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 176,183 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται στο διατακτικό, ενώ μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος θα επιβληθούν, κατόπιν δικού του αιτήματος, εις βάρος των λοιπών εναγόμενων – εκκαλούντων (πρώτης, τρίτου και τέταρτου) ως προς τους οποίους έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων αυτών και ανάλογα με την έκτασή της (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ), όπως, επίσης, προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, θα διαταχθεί, η απόδοση στους εκκαλούντες του παραβόλου της έφεσης το οποίο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, σε κάθε περίπτωση, εκ του περισσού, κατατέθηκε από αυτούς (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ,στΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 1274/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.

Κρατεί την αγωγή.

Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Απορρίπτει την αγωγή ως προς το δεύτερο εναγόμενο.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του ως άνω εναγόμενου, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων πενήντα (850) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή, ως προς τους λοιπούς εναγόμενους.

Αναγνωρίζει ότι η πρώτη, τρίτος και τέταρτος των εναγόμενων υποχρεούνται να καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, στον ενάγοντα το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.

Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος των ως άνω εναγόμενων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου του Δημοσίου, στους  καταθέσαντες αυτό, εκκαλούντες.

 

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 30-4- 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων του.

 

   Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                H  ΓPAMMATEAΣ