Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 327/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αντικείμενο της δίκης που ανοίγεται από την άσκηση αυτής της ανακοπής του Δημοσίου κατά αρνητικής δήλωσης τρίτου σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ και το άρθρο 986 ΚΠολΔ, είναι η εκδίκαση της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση κατά του τρίτου, ώστε να διαπιστωθεί, αν ο τρίτος είναι ή όχι και με ποιούς περιορισμούς οφειλέτης του οφειλέτη του κατασχόντος. Επομένως, στο δικόγραφο της ανακοπής, που αποτελεί μορφή της γενικής ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ, πρέπει να προσδιορίζεται κατά τα ουσιώδη στοιχεία η απαίτηση, δηλαδή η αιτία της οφειλής του τρίτου προς τον καθ’ ου η εκτέλεση κατά τα πραγματικά περιστατικά που τη στηρίζουν, ήτοι τα παραγωγικά αυτής γεγονότα, αλλιώς το δικόγραφο της ανακοπής είναι αόριστο και η τελευταία απορριπτέα. 

 

Αριθμός απόφασης  327/2020

ΤΡΙΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά Εφέτη, Ηλία Σταυρόπουλο Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αρ. 5251/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 2), χωρίς να κατατεθεί σχετικό παράβολο έφεσης, λόγω νόμιμης απαλλαγής του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου. Πρέπει συνεπώς, να γίνει αυτή τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια, ως άνω, διαδικασία.             Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 30, 32, 33 και 34 του ΚΕΔΕ προκύπτει ότι το Δημόσιο για την ικανοποίηση των απαιτήσεών του κατά του οφειλέτη του μπορεί να κατάσχει εις χείρας τρίτου χρηματική απαίτηση του οφειλέτη του έναντι του τρίτου. Εάν ο τρίτος δεν οφείλει ή δεν οφείλει όλα τα αναφερόμενα στο κατασχετήριο έγγραφο του Δημοσίου Ταμείου χρήματα ή και άλλα πράγματα ή δεν υποχρεούται στην άμεση απόδοση αυτών, ένεκα νόμιμου λόγου, ο τρίτος οφείλει να δηλώσει τούτο εντός οκτώ ημερών από της επιδόσεως του κατασχετηρίου εγγράφως με αναφοράς επιδιδόμενη με δικαστικό επιμελητή στο Διευθυντή του Δημοσίου Ταμείου ή προφορικά ενώπιον του Ειρηνοδίκη της κατοικίας του ή διαμονής του, ο οποίος συντάσσει έκθεση την οποία αποστέλλει στον Διευθυντή του Δημοσίου Ταμείου εντός 24 ωρών. Εναντίον αυτής της δήλωσης το Δημόσιο δικαιούται να ασκήσει ανακοπή. Αντικείμενο της δίκης που ανοίγεται από την άσκηση αυτής της ανακοπής, σύμφωνα με το άρθρο 986 ΚΠολΔ, είναι η εκδίκαση της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση κατά του τρίτου, ώστε να διαπιστωθεί, αν ο τρίτος είναι ή όχι και με ποιούς περιορισμούς οφειλέτης του οφειλέτη του κατασχόντος. Επομένως, στο δικόγραφο της ανακοπής, που αποτελεί μορφή της γενικής ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ, πρέπει να προσδιορίζεται κατά τα ουσιώδη στοιχεία η απαίτηση, δηλαδή η αιτία της οφειλής του τρίτου προς τον καθ’ ου η εκτέλεση κατά τα πραγματικά περιστατικά που τη στηρίζουν, ήτοι τα παραγωγικά αυτής γεγονότα, αλλιώς το δικόγραφο της ανακοπής είναι αόριστο και η τελευταία απορριπτέα, αφού ο ανακόπτων πρέπει, να επικαλεστεί και αποδείξει την ύπαρξη της κατασχεθείσας στα χέρια του καθ’ ου η ανακοπή/τρίτου απαίτησης (ληξιπρόθεσμης ή μελλοντικής), κατά το χρόνο της κατάσχεσης (ΑΕΔ 1/2019, ΑΠ 1132/2019, 663/2017, δημ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη ανακοπή του το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι με το υπ` αριθ. ………../…./2011 κατασχετήριο έγγραφο που εξέδωσε ο  Προϊστάμενος της Δ΄Δ.Ο.Υ. Πειραιώς κατέσχεσε στις 24.11.2011 στα χέρια της εφεσίβλητης, ως  τρίτης, μέχρι του κατωτέρω αναφερομένου ποσού, όσα όφειλε ή έμελλε να οφείλει από τα κέρδη της εταιρείας και από οιουδήποτε είδους αμοιβές και αποδοχές στον οφειλέτη του Δημοσίου …………., ο οποίος όφειλε στο ως άνω Ταμείο ποσό 733.039,90 ευρώ. Ότι στις 2.12.2011 η εφεσίβλητη, δια του νομίμου εκπροσώπου της …………. (δηλαδή ο ίδιος ο οφειλέτης καθ’ ου η κατάσχεση ήταν και νόμιμος εκπρόσωπος της εφεσίβλητης), προέβη στην υπ` αριθ. …../2011 δήλωσή της προς τον Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία διαβιβάστηκε αυθημερόν στον Προϊστάμενο της ως άνω Δ.Ο.Υ., με την οποία δήλωσε ότι «ουδέν ποσόν όφειλε ή θα οφείλει προς τον ως άνω οφειλέτη  του  Δημοσίου από τα  κέρδη της εταιρείας και από οιουδήποτε είδους αμοιβές και αποδοχές καθ` όσον  ο ανωτέρω είναι απλώς πληρεξούσιος και εκπρόσωπος αυτής στην Ελλάδα και δεν αμείβεται ούτε αποδίδονται σ’ αυτόν τα πιθανά κέρδη αυτής».

Ότι με το ως  άνω περιεχόμενο η δήλωση της εφεσίβλητης είναι οπωσδήποτε αρνητική και έχει την σαφή έννοια της άρνησης υπάρξεως της κατασχεθείσης απαιτήσεως τόσο για ληξιπρόθεσμες, κατά τον χρόνο της κατασχέσεως, απαιτήσεις, όσο και για τις μελλοντικώς καθιστάμενες ληξιπρόθεσμες και απαιτητές, αφού αυτή αρνείται την ύπαρξη στο πρόσωπο του οφειλέτη του Δημοσίου δικαιώματος εναντίον της για αμοιβή, αποδοχές ή απόληψη κερδών της εταιρείας. Το εκκαλούν, με την υπό κρίση ανακοπή του κατά της παραπάνω δήλωσης της εφεσίβλητης, αμφισβητεί εξ ολοκλήρου την ειλικρίνεια αυτής, γιατί, όπως εκθέτει στην ανακοπή του, ο οφειλέτης του, …….., τυγχάνει, κατά δήλωσή του ενώπιον του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………., εργαζόμενος στην εφεσίβλητη και επίσης, (εκθέτει) ότι ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής λαμβάνει αμοιβή, και ζητεί να αναγνωρισθεί ολόκληρος η κατασχεθείσα απαίτηση στα χέρια της εφεσίβλητης μέχρι του ως άνω κατασχεθέντος χρηματικού ποσού και να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη να καταβάλει προς το εκκαλούν ως  εκδοχέα της, εκχωρηθείσας  με την ως άνω κατάσχεση, απαίτησης τα κατασχεθέντα ως άνω  χρηματικά ποσά, άλλως να υποχρεωθεί σε αποζημίωση.  Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση ανακοπή  του εκκαλούντος Δημοσίου έχει ως βάση την έναντι της εφεσίβλητης τρίτης απαίτηση του καθ’ ου η κατάσχεση ως άνω οφειλέτη του Δημοσίου, την οποίαν μπορούσε να ασκήσει ο τελευταίος ως δικαιούχος προ της κατασχέσεως, και  η  οποία  απαίτηση  αποτελεί και το κύριο περιεχόμενο της δίκης αυτής. Για να εξακριβωθεί, όμως, εάν πράγματι η ως άνω δήλωση της εφεσίβλητης  είναι  ανειλικρινής, όπως αναφέρεται στην υπό κρίση ανακοπή, για να αναγνωρισθεί η κατασχεθείσα απαίτηση και να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη να καταβάλει τις κατασχεθείσες απαιτήσεις στο εκκαλούν, όπως επιδιώκεται με την ανακοπή,  πρέπει στο δικόγραφο αυτής να περιγράφεται η κατασχεθείσα απαίτηση του οφειλέτη του Δημοσίου κατά της εφεσίβλητης τρίτης κατά τα ουσιώδη αυτής στοιχεία, αναγραφομένης κατά τρόπον συγκεκριμένο της δικαιογόνου αιτίας, εκ της οποίας παράχθηκε η κατασχεθείσα στα  χέρια της εφεσίβλητης απαίτηση, ώστε να είναι δυνατή και  η απόδειξη των πραγματικών αυτών περιστατικών, τα οποία αποτελούν και τηβάση της ανακοπής. Δηλαδή ήταν απαραίτητη η αναφορά στην υπό κρίση ανακοπή της συγκεκριμένης δικαιογόνου αιτίας από την οποίαν οφείλονται οι κατασχεθείσες απαιτήσεις, αν δηλαδή υπήρχε σχέση εξαρτημένης εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, ώστε να προκύπτει αν είναι ενεργής και έως πότε θα είναι, ή μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών ή εταιρική συμμετοχή. Στην υπό κρίση ανακοπή αναφέρεται μόνο η επιβολή της κατάσχεσης στα χέρια της εφεσίβλητης ως τρίτης των παρ` αυτής οφειλομένων ή μελλόντων να οφείλονται προς τον ως άνω οφειλέτη του Δημοσίου και μέχρι του ποσού των 733.039,90 ευρώ, για ισόποσες οφειλές του οφειλέτη του και ότι η δήλωση της καθ’ ης η ανακοπή (εφεσίβλητης) είναι ανακριβής, γιατί ο ως άνω οφειλέτης του Δημοσίου τυγχάνει, κατά δήλωσή του ενώπιον του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………….., εργαζόμενος στην εφεσίβλητη, άλλως ότι λαμβάνει αμοιβή με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου αυτής. Δεν αναφέρει όμως συγκεκριμένα, πόθεν προκύπτει η ιδιότητά ως εργαζόμενος, δηλαδή ποια η δικαιογόνος αιτία και ποια τα πραγματικά περιστατικά που τη στηρίζουν (παραγωγικά γεγονότα), δηλαδή από ποια σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου ή από ποια σύμβαση μίσθωσης ανεξαρτήτων υπηρεσιών προκύπτει (και στις δύο περιπτώσεις λογίζεται ως εργαζόμενος βλ. ΟλΑΠ 28/2005 δημ ΝΟΜΟS Εισαγ. παρατ. στα αρθρ. 648-680 Αστικός Κώδικας κατ’ άρθρο ερμηνεία Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, αρ. 3 σελ. 410). Επίσης δεν αναφέρει καθόλου βάσει ποιας έννομης σχέσης, σύμβασης έργου ή έμμισθης εντολής, η εφεσίβλητη όφειλε αμοιβή στον οφειλέτη του Δημοσίου, καθόσον μόνο η ιδιότητα αυτού ως νομίμου εκπροσώπου της δεν καθιστά αυτόν και δικαιούχο αμοιβής. Ούτε άλλωστε εξέθετε στο δικόγραφο της ανακοπής τίποτα σχετικά με το πόθεν προέκυψε το δικαίωμα του οφειλέτη του για συμμετοχή στα κέρδη της εφεσίβλητης. Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων η υπό κρίση ανακοπή είναι αόριστη και ορθώς, ως τοιαύτη, κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απαράδεκτη και  απορριπτέα. Τα αντίθετα υποστηριζόμενα από το εκκαλούν κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, γι’ αυτό και η έφεση πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης σε βάρος του εκκαλούντος, μειωμένη κατ’ άρθρ. 22 Ν. 3693/1957.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση και την απορρίπτει  κατ΄ ουσίαν.

Καταδικάζει το εκκαλούν στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης αυτού του βαθμού, που καθορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Πειραιά στις  5 Μαρτίου 2020 και δημοσιεύθηκε   στο ακροατήριό του, σε έκτακτη συνεδρίαση, στις  30 Απριλίου 2020 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ