Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 724/2018

Nομικά ζητήματα που αντιμετωπίσθηκαν. Συρροή ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης. Παραγραφή αξιώσεων εργοδότη επί ελλείψεων του έργου.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

724/2018

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ. Δ. .

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 3232/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως οι διατάξεις αυτής ίσχυαν πριν την τροποποίησή  τους με το Ν.4335/23-7-2015, που δεν καταλαμβάνει τις  αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκηση της έφεσης και δεν είχε παρέλθει διετία από τη δημοσίευσή της. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ), ενώ  έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολο, όπως προκύπτει από τη σχετική προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κατά το άρθρο 681 ΑΚ, με τη σύμβαση έργου, ο μεν εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, ο δε εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή, ενώ από το συνδυασμό της παραπάνω διάταξης με εκείνες των άρθρων 374,687 έως 690 και 694 του ΑΚ προκύπτει ότι, αν το έργο που εκτελέστηκε έχει ελλείψεις συμφωνημένων ιδιοτήτων ή πραγματικά ελαττώματα, ο εργοδότης έχει τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 687 έως 690 δικαιώματα, μεταξύ των οποίων η κατ` άρθρο 690 ΑΚ αξίωση για αποζημίωση. Η αποζημίωση αυτή περιλαμβάνει κατ` αρχήν τη δαπάνη στην οποία πρέπει να υποβληθεί για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις, καθώς και το διαφυγόν κέρδος και κάθε παραπέρα ζημία του εργοδότη που συνδέεται αιτιωδώς με την ύπαρξη των ελλείψεων (ΑΠ 1654/2005, Εφ. Πειρ. 589/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 692 ΑΚ, μετά την έγκριση του έργου από τον εργοδότη ο εργολάβος απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη για τις ελλείψεις του, εκτός αν αυτές δεν μπορούσαν να διαπιστωθούν με κανονική εξέταση, όταν έγινε η παραλαβή του έργου ή αν ο εργολάβος τις απέκρυψε με δόλο. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η έγκριση προϋποθέτει πραγματική παράδοση του έργου, μπορεί δε να είναι ρητή, με την έννοια ότι ο εργοδότης δήλωσε ότι το έργο εκτελέστηκε σύμφωνα με τους όρους και τις προδιαγραφές της εργολαβικής σύμβασης που κατάρτισε με τον εργολάβο, ή σιωπηρή, που μπορεί να συναχθεί από την ανεπιφύλακτη ή χωρίς διαμαρτυρία παραλαβή του έργου από τον εργοδότη. Ως κανονική εξέταση νοείται εκείνη που γίνεται είτε από τον ίδιο τον εργοδότη (ή τον αντιπρόσωπο του ή τρίτον ορισθέντα από τον εργοδότη), είτε από ειδικό που έχει τις αναγκαίες για το εκτελεσθέν έργο γνώσεις, όταν, ανάλογα με τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, εκτιμώμενες κατά την καλή πίστη και τις αντιλήψεις των συναλλαγών, πρόκειται για ελλείψεις, που δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές από οποιονδήποτε. Παρά την έγκριση του εργοδότη, ο εργολάβος ευθύνεται για τις ελλείψεις του έργου, αν αυτές δεν μπορούσαν να διαγνωσθούν με την παραπάνω εξέταση αυτού κατά την παραλαβή του. (ΑΠ 446/2012, ΑΠ 1434/2007, Εφ.Πειρ.589/2013, Εφ.Αθ. 7466/2007 Εφ.Αθ. 5723/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, με ποινή απαραδέκτου, εκτός από τα άλλα στοιχεία και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, με ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στον μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο της αγωγής. Ειδικά, για τη θεμελίωση και το ορισμένο της αγωγής του εργοδότη κατά του εργολάβου, με την οποία επιδιώκεται αποζημίωση, λόγω ελλείψεων και κακοτεχνιών του εκτελεσθέντος έργου από υπαιτιότητα του τελευταίου, πρέπει να εκτίθενται σ` αυτή εκτός των άλλων, οι ελλείψεις, οι οποίες θεμελιώνουν, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, την αγόμενη προς κρίση αξίωση του ενάγοντος εργοδότη, χωρίς ν` απαιτείται επίκληση και της υπαιτιότητας του εργολάβου, η ζημία και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και των ελλείψεων και κακοτεχνιών του εκτελεσθέντος έργου, καθώς και τα αναγκαία στοιχεία για τον προσδιορισμό της θετικής ζημίας του ζημιωθέντος (ΑΠ 2466/2007 Ελλ.Δνη 2008 σελ. 933).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 914 επομ. ΑΚ περί αδικοπραξιών προκύπτει, ότι, για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος ν` αποζημιώσει τον παθόντα και περαιτέρω να ικανοποιηθεί η ηθική βλάβη του τελευταίου κατά το άρθρο 932 ΑΚ, προϋποτίθεται, ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε παρά το νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) ή από συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ) από πράξη ή παράλειψη, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια και ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης της πράξης και της ζημίας που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη, όταν με την πράξη ή την παράλειψη του υπαιτίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος προστατευμένο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάστηκε, ενώ ως κριτήριο των χρηστών ηθών και συνακόλουθα της αντίθετης προς αυτά συμπεριφοράς, λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες, που κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Για τη θεμελίωση της πρωτογενούς αδικοπρακτικής ευθύνης, ο ενάγων εργοδότης θα πρέπει να περιλάβει στην αγωγή του, για την πληρότητα της κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, όλα τα στοιχεία που αποτελούν τις προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, δηλαδή την παράνομη ενέργεια του εργολάβου, την υπαιτιότητα του, τη ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράνομης ενέργειας και της ζημίας (ΑΠ 1400/1994 Ελλ Δνη 38. 783). Ειδικότερα για την υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, απαιτείται να εκτίθενται και πραγματικά περιστατικά που να τη θεμελιώνουν, είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, καθόσον δεν είναι αρκετή η αναφορά στην αγωγή, ότι από την παράνομη ενέργεια του εναγόμενου επήλθε κάποιο αποτέλεσμα (ΑΠ 1863/2007 ΝοΒ 2008 σελ. 878). Ο εργοδότης δικαιούται να αξιώσει, παράλληλα με την αποζημίωση, και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη μόνο στην περίπτωση που η αξίωση του θεμελιώνεται στις περί αδικοπραξίας διατάξεις και όχι όταν επικαλείται παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων (Εφ.Αθ. 619/1981 Αρμ. 1982.428). Μόνη, δε, η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι, όμως, δυνατόν μια υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανείς σε άλλον υπαιτίως ζημία ή και αν ακόμα πιο γενικά όταν η ενέργεια χωρίς να συνιστά παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου, είναι αντίθετη στο γενικότερο πνεύμα του ή στις επιταγές της έννομης τάξης, εφόσον ενέχει παράβαση των γενικών υποχρεώσεων, που επιβάλλουν να μην προσβάλει κανείς το πρόσωπο ή τα προστατευόμενα υλικά ή ηθικά αγαθά του άλλου (Ολ.ΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 47/1996 Ελλ.Δνη 37.1316, ΑΠ 1268/1994 ΕλλΔνη 37.1361). Επομένως, όταν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο με την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας (ΑΠ 212/2000 ΕλΔ 41.756, Εφ.Πειρ.589/2013,ο.π.). ΄Ετσι και στην περίπτωση των υπαιτίων ελλείψεων έργου, που συνίστανται στην από αμέλεια του εργολάβου αδόκιμη από τεχνική άποψη κατασκευή αυτού, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συρροής αξιώσεων αποζημίωσης τόσο από τη σύμβαση (άρθρο 690 ΑΚ), όσον και από αδικοπραξία (άρθρο 914 ΑΚ), αφού η ζημιογόνος συμπεριφορά του εργολάβου, που πραγματοποιήθηκε όχι ανεξάρτητα ή απλώς εξ` αφορμής του παραπάνω έργου, αλλά συνιστά πλημμελή εκτέλεση αυτού, που προϋποθέτει αναγκαίως την περί τούτου σύμβαση και για το λόγο αυτό η ευθύνη του εργολάβου από την παραπάνω συμπεριφορά διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις των άρθρων 688 – 693 ΑΚ. (Εφ. Πειρ. 156/2014, Εφ.Πατρ. 451/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 693 ΑΚ, οι αξιώσεις του εργοδότη εξαιτίας ελλείψεων του έργου, παραγράφονται όταν περάσουν δέκα χρόνια από τότε που έγινε η παραλαβή του, αν πρόκειται για οικοδομήματα ή άλλες ακίνητες εγκαταστάσεις,αλλιώς, παραγράφονται σε έξι μήνες. Στην παραγραφή αυτήν εφαρμόζονται ανάλογα τα άρθρα 555 παρ.2 έως 558. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 557 ΑΚ, ο πωλητής (και αναλογικά ο εργολάβος επί σύμβασης έργου) δεν μπορεί να επικαλεστεί την πιο πάνω παραγραφή των έξι μηνών για τα κινητά, αν απέκρυψε με δόλο το ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας. Η δόλια απόκρυψη, όπως συνάγεται και από το λόγο που υπαγόρευσε τη διάταξη αυτή, υφίσταται, τόσο την περίπτωση κατά την οποία ο πωλητής μετήλθε ενεργώς δόλια μέσα, αποκρύπτοντας από τον αγοραστή την αληθινή κατάσταση του πράγματος, ή τον εμποδίζουν αυτόν στην επισήμανσή της, όσο και την περίπτωση κατά την οποία ο πωλητής, αν και γνώριζε την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας ή την ύπαρξη του ελαττώματος, επέλεξε δολίως την αποσιώπησή τους, για να μην αρνηθεί ο αγοραστής την κατάρτιση της σύμβασης (ΑΠ 292/1999 ΕλλΔνη 40.1362, ΑΠ 1621/1995 ΕλλΔνη 39 128, Εφ. Λαρ.262/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή, η παραγραφή είναι εικοσαετής (ΑΠ 103/1997 ΕλλΔνη 39. 127, Εφ.Αθ. 6774/1998 ΕλλΔνη 39 1682). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 558 ΑΚ, ο αγοραστής μπορεί και μετά τη συμπλήρωση της παραγραφής να ασκήσει με ένσταση τα δικαιώματα αυτά, εφόσον ειδοποίησε γι` αυτά τον πωλητή μέσα στο χρόνο της παραγραφής. Η ένσταση κατ` ουσία μεταπίπτει σε αγωγή, διότι έχει ως αποτέλεσμα ότι ο αγοραστής μπορεί να απαιτήσει αποζημίωση και μετά τη συμπλήρωση του εξαμήνου (Εφ.Αθ. 8914/1996 ΕλλΔνη 41.188). Η ειδοποίηση πρέπει να καθορίζει το συγκεκριμένο ελάττωμα του πράγματος και να συνάγεται από αυτή, έστω και συμπερασματικά, ότι ο αγοραστής επιφυλάσσεται να ασκήσει τα κατά νόμο δικαιώματά του, διότι δεν αρκεί μια αόριστη ειδοποίηση του πωλητή από τον αγοραστή (,Εφ. Λαρ. 262/2001, ο.π, Σπηλιόπουλο ΕρμΑΚ άρθρο 558 αριθμ. 7 επ., Δωρή στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 554-558 αριθμός 35, Δεληγιάννη/Κορνηλάκη Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο παρ. 66 σελ. 245).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα- ήδη εκκαλούσα, εξέθετε στην από 25-11-2015 και με αριθμό κατάθεσης ……… αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ΄ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ότι το Νοέμβριο του έτους 2013, συνήψε με τους εναγόμενους, που διατηρούν βιοτεχνία κατασκευής ετοίμων ενδυμάτων στη ……….., (τηλεφωνικά αλλά και μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και φαξ), σύμβαση έργου με βάση την οποία, συμφώνησε με τους τελευταίους, να κατασκευάσουν (ράψουν), με πρώτες ύλες που θα τους προμήθευε αυτή, 230 μπουφάν, αντί εργολαβικής αμοιβής συνολικά 4.017,18 ευρώ, ενώ ως ημερομηνία παράδοσης ορίστηκε η 28η-2-2014. Ότι, τελικά, τα ως άνω ενδύματα, (πλην τεσσάρων εξ αυτών, τα οποία παραδόθηκαν πράγματι στο τέλος Φεβρουαρίου 2014, αν και όχι προσηκόντως ραμμένα), παραδόθηκαν στην ενάγουσα από τους εναγόμενους, με καθυστέρηση, ήτοι στις 7-5-2014. Πέραν δε τούτου, λόγω της κακής ραφής τους, με υπαιτιότητα των τελευταίων, είχαν πραγματικά ελαττώματα, τα οποία αναφέρονται αναλυτικά στην αγωγή, σε τέτοιο βαθμό που να μην μπορούν να διατεθούν προς πώληση στους πελάτες της ενάγουσας, ούτε κατόπιν επιδιόρθωσης, και να καθίστανται, συνεπώς, άχρηστα. Ότι, εξαιτίας της ως άνω συµπεριφοράς των εναγόμενων, που συνιστά πληµµελή εκπλήρωση της σύµβασης αλλά και αδικοπραξία, υπέστη ζημία αλλά  και ηθική βλάβη κατά τα επίσης ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ζητούσε δε, ακολούθως η ενάγουσα, µε βάση τις διατάξεις περί σύµβασης έργου (άρθρα 681 επ. ΑΚ) όσο και αυτές περί αδικοπραξιών (άρθρα 914 επ. ΑΚ), να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, να της καταβάλουν, με το νόμιμο τόκο, α) ως αποζημίωση για τη θετική της ζημία, λόγω καταστροφής των διατεθεισών πρώτων υλών το ποσό των 9.298,76 ευρώ και για έξοδα αποστολής αυτών, στην έδρα των εναγόμενων (………), το ποσό των 50,46 ευρώ, β) ως αποζημίωση για την αποθετική της ζηµία, το ποσό των 46.586,50 ευρώ, που αφορά τα διαφυγόντα κέρδη που κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων, με μεγάλη πιθανότητα, θα αποκέρδαινε  από την πώληση των εν λόγω ενδυµάτων, αν δεν είχαν πλημμελώς κατασκευαστεί και γ) ως χρηµατική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης της εκ της αδικοπραξίας, το ποσό των 15.000 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 70.935,72 ευρώ. Ζητούσε, τέλος, να διαταχθεί η προσωπική κράτηση των εναγόμενων, διάρκειας έξι µηνών, ως µέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, λόγω της αδικοπραξίας τους και να καταδικαστούν αυτοί στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, (υπ΄αρ. 3232/2017), δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, έκρινε την αγωγή ορισμένη, καθώς περιέχει τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία, όπως αυτά εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγόμενων (κι ως προς το σημείο αυτό δεν προσβάλλεται η ως άνω απόφαση), και νόμιμη πλην της  βάσης της, που επιχειρείται να στηριχθεί στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, την οποία, ορθώς, απέρριψε ως μη νόμιμη, και συνακόλουθα και τα αιτήματα της αγωγής που αφορούν αυτήν (ήτοι την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και την επιβολή προσωπικής κράτησης στους εναγόμενους), διότι η αγωγή, με το προαναφερόμενο ιστορικό στηρίζεται αποκλειστικά στις διατάξεις των άρθρων περί σύμβασης έργου, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, καθώς αφορά στην ύπαρξη ελαττωμάτων και ελλείψεων από υπαιτιότητα του εργολάβου και συνεπώς η ευθύνη των εναγόμενων και η αντίστοιχη αξίωση της ενάγουσας είναι συμβατική. Δεν περιέχονται στοιχεία από τυχόν συρρέουσα αξίωση από αδικοπραξία, αφού το επικαλούμενο πταίσμα, που επέφερε τη ζημία της ενάγουσας δηλαδή οι υπαίτιες ελλείψεις-κακοτεχνίες του έργου, δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τη σύμβαση έργου στα πλαίσια της οποίας ενήργησαν οι εναγόμενοι και ταυτίζεται κατά το πραγματικό του περιεχόμενο με την παραβίαση της σύμβασης. Οπότε, ο σχετικός (δεύτερος λόγος) της ένδικης έφεσης με τον οποίο η ενάγουσα-εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η ως άνω (αδικοπρακτική) βάση της αγωγής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Η έννοια δε της από αμέλεια καταστροφής από τον εργολάβο της πρώτης ύλης που του χορηγήθηκε από τον εργοδότη, που μπορεί να συνιστά αδικοπραξία, όπως υποστηρίζει η εκκαλούσα στον ως άνω λόγο της έφεσής της, δεν αφορά την αχρήστευση της πρώτης ύλης αυτής από τις κακοτεχνίες του εργολάβου κατά την εκτέλεση του έργου, όπως εν προκειμένω, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, η οποία δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την υπάρξη της σύμβασης, όπως προεκτέθηκε, αλλά την καταστροφή της ύλης από κάποιο άλλο, ενδεχομένως, γεγονός, οφειλόμενο σε υπατιότητα αυτού (εργολάβου), όπως π.χ από φωτιά κλπ. το οποίο θα ήταν παράνομο, ως αντικείμενο στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το δίκαιο, και χωρίς την συμβατική σχέση. Εν συνεχεία δε, (το πρωτοβάθμιο δικαστήριο) απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και λόγω παραγραφής ως προς τον πρώτο εναγόμενο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην εκκαλουμένη.

Κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η ενάγουσα – ήδη εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για  τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, πλην του  ήδη απαντηθέντος ανωτέρω,  και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή της.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά αυτού, όλων των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και της υπ΄αρ. ………. ένορκης βεβαίωσης του ……….., που προσκομίζει η ενάγουσα- εκκαλούσα και η οποία ελήφθη ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Άννας Καλλίτση – Παναγοπούλου, κατόπιν προηγούμενης νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόμενων, όπως προκύπτει από τις υπ΄αρ. ………. εκθέσεις επίδοσης, αντίστοιχα, της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου …. ………….., αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

Το Νοέμβριο του 2013, η ενάγουσα εταιρία, που εδρεύει στον ……… και έχει ως αντικείμενο την παραγωγή και εµπορία ενδυµάτων για πληρώµατα σκαφών, τα οποία, είτε ράβει η ίδια, είτε αναθέτει την κατασκευή τους σε επιχειρήσεις παραγωγής ενδυµάτων κατά παραγγελία (φασόν), συνήψε (τηλεφωνικώς αλλά και μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και φαξ), με τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος διατηρεί ατοµική επιχείρηση βιοτεχνίας κατασκευής ενδυµάτων – φασόν, µε τον διακριτικό τίτλο «……..» και έδρα τη …….., και με τον οποία η ενάγουσα συνεργαζόταν από το έτος 2012, σύµβαση έργου. Με βάση δε τη σύβαση αυτή, η ενάγουσα (εργοδότρια) ανέθεσε, στον ως άνω εναγόµενο (εργολάβο), την κατασκευή (ραφή) 230 ενδυµάτων (µπουφάν), εκ των οποίων 126 ανδρικών, µε κωδικούς …….. και 104 γυναικείων, µε κωδικούς …… και ……., αντί αµοιβής ποσού 14,20 ευρώ για κάθε µπουφάν, πλέον ΦΠΑ 23%, ήτοι 16,388 και συνολικά ποσού 4.017,18 ευρώ, καταβλητέας τοις µετρητοίς κατά την παράδοση των ενδυµάτων, την πρώτη ύλη για την ραφή των οποίων θα του χορηγούσε η ενάγουσα. Το γεγονός ότι η ενάγουσα συμβλήθηκε με τον πρώτο εναγόμενο στην επίδικη σύμβαση, ο οποίος ήταν αυτός που διατηρούσε την ως άνω ατομική επιχείρηση, και όχι με το δεύτερο εναγόμενο, προκύπτει από όλα τα σχετικά παραστατικά (τιμολόγια) που έχουν εκδοθεί στο όνομα του πρώτου εναγόμενου και ειδικότερα το υπ΄αρ………. τιμολόγιο και το συνοδεύον αυτό υπ’αρ. ……….. δελτίο αποστολής, που εκδόθηκαν από τον τελευταίο, όταν έγινε η παραλαβή των ως άνω ενδυμάτων από την ενάγουσα, όπως θα εκτεθεί παρακάτω, καθώς και τα υπ΄αρ. …………. δελτία αποστολής της ενάγουσας προς αυτόν κ.α), ενώ το ότι ο δεύτερος εναγόμενος – πατέρας του πρώτου, εργαζόταν στην επιχείρηση του γιού του, βοηθώντας τον τελευταίο, ακόμη κι αν είχε ενεργό δράση και ενδεχομένως σημαντικές αρμοδιότητες, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, δεν τον καθιστά συμβαλλόμενο στην ένδικη σύμβαση, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα,  καθώς ενεργούσε για λογαριασμό και στο όνομα του πρώτου εναγόμενου – ιδιοκτήτη της ατομικής επιχείρησης, τον οποίο εκπροσωπούσε. Συνεπώς, από τα παραπάνω, προκύπτει ότι ο δεύτερος εναγόμενος δεν νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της ένδικης αγωγής εκ μέρους της ενάγουσας, οπότε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς αυτόν, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, δεν έσφαλε, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η ενάγουσα-εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί.

Περαιτέρω, προέκυψε ότι, κατά τα αρχικά συμφωνηθέντα μεταξύ των διαδίκων, ως χρόνος παράδοσης των ενδυμάτων ορίστηκε το τέλος Φεβρουαρίου 2014. Κατά την ημερομηνία αυτή, όμως, παραδόθηκαν  στην ενάγουσα μόνο δύο αντρικά και δύο γυναικεία μπουφάν για να μπορέσει η τελευταία να τα δειγματίσει στη διεθνή έκθεση στο Ντουμπάι, ενώ ως προς τα υπόλοιπα ενδύματα – μπουφάν υπήρξε καθυστέρηση ως προς το χρόνο παράδοσής τους, (η οποία κατά τους ισχυρισμούς του  εναγόμενου οφείλονταν στο γεγονός ότι η ενάγουσα καθυστέρησε να του αποστείλει κάποια υλικά) και τελικά, τα εν λόγω μπουφάν, παραδόθηκαν στην ενάγουσα στις 7-5-2014, δυνάμει των αναφερθέντων και παραπάνω υπ΄αρ. ……… τιµολογίου παροχής υπηρεσιών και  υπ΄αρ. ………. δελτίου αποστολής του πρώτου εναγόμενου. Η ενάγουσα μετά την παραλαβή των ως άνω ενδυμάτων, προέβη, άμεσα, διά των οργάνων της, σε έλεγχο αυτών. Συγκεκριμένα, η τελευταία, κατά τη συνήθη πρακτική της στις περιπτώσεις συναλλαγών της με την επιχείρηση του εναγόμενου, έλεγχε, την επομένη ημέρα από την παραλαβή τους, ενδελεχώς, τα απεσταλθένα ενδύματα κι αν αυτά παρουσίαζαν κάποια ελαττώματα, ειδοποιούσε τον εναγόμενο και τα επέστρεφε αμέσως προς επιδιόρθωση, όπως π.χ προκύπτει με κάποια προιόντα που εστάλησαν σε αυτήν από τον εναγόμενο στις 6-9-2012, με το υπ΄αρ. ……. δελτίο αποστολής και το υπ΄αρ……… τιμολόγιο του τελευταίου. Στην ένδικη περίπτωση, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, όπως διαπίστωσε, τα επίμαχα ενδύματα-μπουφάν, που παρέλαβε, στις 7-5-2014, είχαν πολλά πραγματικά ελαττώματα και συγκεκριμένα, στις µπροστινές µόστρες το εσωτερικό υλικό ήταν κακοραµµένο και φαινόταν σουρωµένο, τα στριφώµατα δεν είχαν το απαιτούμενο τελείωμα – γύρισμα σύμφωνα με τις οδηγίες ραφής και τις ρέγουλες, οι τσέπες ήταν κακοραμμένες και σουρωμένες και σε καµία περίπτωση ραµµένες σύµφωνα µε τις ρέγουλες, µε συνέπεια αλλού να έχουν τελείωµα στρογγυλό και αλλού γωνίες, να είναι στραβά τοποθετηµένες και όχι σε ευθεία, οι τσέπες στήθους ήταν µικρότερες από το δέον σύµφωνα µε τις οδηγίες ραφής, οι ραφές ήταν σουφρωµένες, οι γιακάδες κακοραµµένοι, µε διαφορετικό φάρδος τα τρουι κουµπώµατος µε αποτέλεσµα το ρούχο να µην κουµπώνει σωστά, οι θηλιές στους ώµους για το πέρασµα της διακοσµητικής επωµίδας ήταν ραµµένες µε µεγάλο διάστηµα και έτσι δεν µπορούσαν να σταθούν οι επωµίδες, οι οποίες ήταν στενότερες από τις οδηγίες, υπήρχαν ψαλιδιές πάνω στα ρούχα χωρίς να έχουν χαρακτηριστεί «διαλογής», οι µανσέτες ήταν άλλες µεγαλύτερες και άλλες µικρότερες, τα κουµπώµατά τους στραβά τοποθετηµένα χωρίς καµία χρήση ρέγουλας, ενώ σε πολλά σηµεία κρέµονταν ξέφτια και κλωστές, δείγµα ότι το προϊόν είναι ηµιτελές και όχι φινιρισµένο. Παραταύτα, η ενάγουσα δεν επέστρεψε τα ως άνω μπουφάν στον  εναγόμενο, ούτε ανέφερε κάτι για τα ελαττώματα αυτά, αλλά στις 30-5-2014 κατέθεσε εκ του συνολικού ποσού του ως άνω τιμολογίου (…………), μόνο 630 ευρώ, που αφορούσε κωδικούς άλλων ενδυμάτων, οπότε, κατόπιν τούτου, όταν ο (πρώτος) εναγόμενος, ζήτησε την καταβολή της συμφωνηθείσης αμοιβής του για τα επίμαχα μπουφάν, μέσω της υπαλλήλου του ………….., η οποία κατέθεσε και ως μάρτυράς του, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η ενάγουσα δήλωσε ότι δεν θα την καταβάλει, λόγω της ύπαρξης των ελαττωμάτων αυτών. Για πρώτη φορά δε διαμαρτυρήθηκε η ενάγουσα για τα εν λόγω ελαττώματα των παραπάνω μπουφάν, εγγράφως, με την από 27-11-2014 ΄΄Εξώδικη δήλωση- όχληση- διαμαρτυρία΄΄ της, που επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 9-12-2014, (όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ……… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο ……., …………), όπου, πλέον, αναφέρει ορισμένως τα ελαττώματα, επιφυλασσόμενη για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων της. Από την παράδοση, όμως,των ανωτέρω ενδυµάτων στην ενάγουσα (7-5-2014), µέχρι την αποστολή της ως άνω εξώδικης δήλωσης, και βέβαια την άσκηση της κρινόµενης αγωγής, η οποία κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 4-12-2015, όπως προκύπτει από τη σχετική έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα αυτού,  και επιδόθηκε  τους εναγόμενους στις 8-12-2015 (βλ. τις υπ’ αρ………. και……. εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιµελήτριας στο Πρωτοδικείο .. ……….), παρήλθε χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο του εξαµήνου και έτσι οι αγωγικές αξιώσεις της ενάγουσας έχουν υποπέσει στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 693 ΑΚ παραγραφή, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη, γενομένης δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής ένστασης των εναγόμενων, κι απορριπτομένης, ως ουσιαστικά αβάσιμης, της αντένστασης της ενάγουσας – εκκαλούσας, με την οποία ισχυριζόταν ότι οι εναγόμενοι δεν μπορούν να επικαλεστούν την παραγραφή αυτή, διότι δολίως απέκρυψαν και αποσιώπησαν τα ελαττώματα του έργου (άρθρο 557 σε συνδ. µε άρθρο 693 ΑΚ). Η ενάγουσα – εκκαλούσα με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της παραπονείται ότι κακώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση η ως άνω αντένστασή της. Κι αυτός, όμως, ο λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς, κατά τα επίσης αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, προϋπόθεση εφαρµογής της διάταξης αυτής, είναι ο εργολάβος να μετήλθε ενεργώς δόλια μέσα, που να αποκρύπτουν από τον εργοδότη  την αληθινή κατάσταση του πράγματος, ή να τον εμποδίζουν αυτόν στην επισήμανσή της, δηλ. απαιτείται ο εργοδότης να μη γνώριζε το ελάττωμα κι αυτό να μην είναι ευχερώς αντιληπτό από τον οποιονδήποτε,  περιστάσεις που δεν συντρέχουν στην ένδικη περίπτωση, καθώς, πέραν του ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο εργολάβος – εναγόμενος προέβη σε κάποια πράξη δόλιας απόκρυψής τους, όπως η ίδια η ενάγουσα ισχυρίζεται, αυτή, αµέσως µετά την παραλαβή, εξέτασε και διαπίστωσε τα ελαττώµατα του έργου, τα οποία, επίσης όπως  η ίδια διατείνεται, ήταν τόσο σημαντικά και εμφανή, έτσι ώστε να μπορούν να διαπιστωθούν από το μέσο (μη ειδικό) καταναλωτή και να μην είναι δυνατή η μεταπώλησή τους. Οπότε, η αγωγή είναι απορριπτέα κι ως προς τον πρώτο εναγόμενο λόγω παραγραφής. Στο σημείο δε αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν η αγωγή δεν ήταν απορριπτέα ως προς τον δεύτερο εναγόμενο λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής του, κατά τα προεκτεθέντα, η εξέταση της οποίας προηγείται, θα ήταν κι ως προς αυτόν απορριπτέα, με βάση όσα προεκτέθηκαν, λόγω παραγραφής της ένδικης αξίωσης, ως ουσιαστικά αβάσιμη, όπως και για τον πρώτο εναγόμενο.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά τα προαναφερθέντα, έστω με λιγότερο εκτενή, σε κάποια σημεία, αιτιολογία, την οποία, το παρόν δικαστήριο, επιτρεπτώς, συμπληρώνει (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, πρέπει ν΄ απορριφθεί κατ΄ουσία. Τα δε δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, εις βάρος της, εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). Τέλος, θα διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατέθεσε η εκκαλούσα, στο δημόσιο ταμείο, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ .

                               ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεσή κατά της υπ΄αρ. 3232/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

 ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν στην ουσία.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, το παράβολο, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα της ένδικης έφεσης.

ΚΡΙΘΗΚΕ ,αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά  στις 3 Δεκεμβρίου 2018, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                               Η  ΓPAMMATEAΣ