Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 725/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός απόφασης

725/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————————–

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ. Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 699 του ΚΠολΔ, αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Οι αποφάσεις που αναφέρονται στην ως άνω διάταξη είναι εκείνες οι οποίες κατά ρητή διάταξη του ΚΠολΔ εκδίδονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. περί ασφαλιστικών μέτρων, όπως οι περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 378,632 παρ. 2,644 παρ. 2, 912 παρ. 2, 918 παρ. 5,929 παρ. 3, 938 παρ. 3, 994 και 1019 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Στις περιπτώσεις αυτές είναι προφανές ότι δε χωρούν ένδικα μέσα σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 699 του ΚΠολΔ. Οσάκις όμως διατάξεις του AK ή άλλου νόμου, παραπέμπουν στην διαδικασία των άρθρων 686 επ. του ΚΠολΔ το επιτρεπτό ή μη της άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά της απόφασης εξαρτάται εκ του αν με αυτήν δικάστηκε αίτηση περί λήψης ή ανάκλησης ασφαλιστικού μέτρου, υπό την έννοια του άρθρου 682 του ΚΠολΔ, διώκουσα δηλαδή την εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης και σε καταφατική περίπτωση δε χωρεί έφεση κατά της απόφασης, σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 699 του ΚΠολΔ. Τουναντίον, αν με την απόφαση δε διατάσσεται ασφαλιστικό μέτρο με την παραπάνω έννοια, αλλά ρυθμίζεται οριστικά η διαφορά, τότε η διάταξη του άρθρου 699 του ΚΠολΔ δεν έχει εφαρμογή και έφεση επιτρέπεται κατά το γενικό κανόνα των άρθρων 12 παρ.1 και 511 του ΚΠολΔ. Η διάκριση δε στηρίζεται μόνον στη γραμματική διατύπωση του άρθρου 699 (αποφάσεις δεχόμενες ή απορρίπτουσες αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά), αλλ’ επιβάλλεται και από την έντονη διαφορά των αποφάσεων, οι οποίες τέμνουν οριστικά την ουσία της διαφοράς και εκείνων, οι οποίες δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων. Τα ασφαλιστικά μέτρα δεν τέμνουν την ουσία της διαφοράς, η οποία θα κριθεί από το καθ’ύλην αρμόδιο δικαστήριο, κατά της απόφασης του οποίου τα ένδικα μέσα είναι κατά κανόνα παραδεκτά. Αντίθετα όμως οι τέμνουσες κατ’ουσίαν τη διαφορά αποφάσεις και αν ακόμη εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. του ΚΠολΔ, αποκτούν δύναμη δεδικασμένου και δεν είναι ορθό τη δεσμευτικότητα αυτή να αποκτούν χωρίς ένδικα μέσα, με τα οποία επιτυγχάνεται επανέλεγχος της υπόθεσης, με το σκοπό επανόρθωσης των τυχόν σφαλμάτων (βλ. ΕφΠειρ 284/2015, ΕφΑθ 1991/2007, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδοση Γ, παρ. 147 σελ. 44-45, Χ. Φραγκίστας, Δ 6.545). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 168 του ΚΠολΔ (όμοια με τη διάταξη του άρθρου 847 του ίδιου Κώδικα), προκύπτει σαφώς ότι αν επέλθει η περίπτωση για την οποία δόθηκε η εγγύηση, καταπίπτει αυτή υπέρ εκείνου υπέρ του οποίου δόθηκε, μετά από αίτηση, υποβαλλόμενη στο κατά τόπον Μονομελές Πρωτοδικείο ή Ειρηνοδικείο για τις υπ’ αυτού διαταχθείσες εγγυήσεις. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι η απόφαση του Μονομελούς  Πρωτοδικείου  ή  Ειρηνοδικείου  με  την  οποία  διατάσσεται  η  άρση  ή  η κατάπτωση της εγγύησης, εκδίδεται μεν κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών  μέτρων,  δεν αποτελεί  όμως  τέτοιο,  αφού λύει οριστικά τη διαφορά, αλλ’απλώς από το νόμο ορίσθηκε η κατά τη διαδικασία αυτή εκδίκαση της υπόθεσης για την ταχύτερη λύση της διαφοράς.  Για  το  λόγο  αυτό  η  διάταξη  του άρθρου 699 του  ΚΠολΔ δεν έχει εφαρμογή και κατά της  σχετικής απόφασης επιτρέπονται τα ένδικα μέσα που προβλέπει ο νόμος στις κοινές υποθέσεις (βλ. ΑΠ 465/2009, ΑΠ 1669/1988, ΕφΠειρ 298/2014, ΕφΑθ 3003/2000, ΕφΠειρ 169/1998 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Η υπό κρίση από 20.6.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ. ………) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό καθ’ης η αίτηση, προσδιορισθείσα προς εκδίκαση για τη – συντομότερη της κατά την  κατάθεσή της ορισθείσας – δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης με την από 28.6.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………..) κλήση της εφεσίβλητης – αιτούσας, κατά της υπ’αριθμ.1019/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ.του ΚΠολΔ), επί της 7.5.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………..) αίτησης της εφεσίβλητης, διώκουσας τη μερική κατάπτωση της κατατεθείσης υπέρ της από την καθ’ης η αίτηση και οφειλέτριά της εγγύησης, και με την οποία έγινε καθ’ολοκληρίαν δεκτή η ανωτέρω αίτηση και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, έχει ασκηθεί, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 21.6.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……….), σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, και 591 παρ.1 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα (άρθρα 144 και 518 παρ.1 του ΚΠολΔ), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στην εκκαλούσα, με την επιμέλεια της εφεσίβλητης, που έλαβε χώρα στις 19.6.2018, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση στην εμπρόσθια σελίδα του πρώτου φύλλου του προσκομιζομένου από την εκκαλούσα αντιγράφου της απόφασης αυτής του Δικαστικού Επιμελητή …….., και, επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρο 495 παρ.3 Α στοιχείο β΄του ΚΠολΔ παράβολο, ενώ δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Σημειώνεται ότι με την κρινόμενη έφεση προσβάλλεται η ως άνω απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την προσήκουσα διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έκρινε τη διαφορά των διαδίκων περί της τύχης της εγγυοδοσίας, που δόθηκε υπέρ της αιτούσας από την καθ’ης η αίτηση για το ποσό των 440.000 ευρώ, με την κατάθεση ισόποσης εγγυητικής επιστολής τραπέζης, και, κατά παραδοχήν της αίτησης στο σύνολό της ως ουσιαστικά  βάσιμης, διέταξε την εν μέρει κατάπτωση της εγγύησης για το ποσό των 420.300,11 ευρώ και την απόδοση της κατατεθείσης εγγυητικής επιστολής  στα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της εκκαλουμένης πρόσωπα. Καίτοι όμως η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, υπόκειται σε έφεση, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, καθόσον τέμνει κατ’ουσίαν την ως άνω διαφορά των διαδίκων και δεν αφορά στη λήψη ασφαλιστικού μέτρου κατά την έννοια του άρθρου 682 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του λόγου της (άρθρο 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Με την από 7.5.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………….) αίτηση, που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζητήθηκε α) η μερική κατάπτωση υπέρ της αιτούσας για το ποσό των 420.300,11 ευρώ της υπ’αριθμ. ……. εγγυητικής επιστολής της τράπεζας «………», ποσού 440.000 ευρώ, που κατέθεσε η καθ’ης η αίτηση, σε εκτέλεση της υπ’αριθμ. 3670/2007 απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε μεταξύ των ιδίων διαδίκων, και με την οποία παρασχέθηκε η ευχέρεια στην καθ’ης να αντικαταστήσει το ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της μέχρι του ποσού των 440.000 ευρώ, που διατάχθηκε σε βάρος της με την ίδια απόφαση, προς εξασφάλιση απαίτησης της αιτούσας, απορρέουσας από την αγορά ποσότητας καυσίμων για τον εφοδιασμό πλοίου, πλοιοκτησίας της, που δεν έφεραν τις συνομολογημένες ιδιότητες, με ισόποση εγγυοδοσία υπέρ της τελευταίας, διά της κατάθεσης για το ποσό αυτό εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης στην Ελλάδα Τράπεζας, με την περαιτέρω επίκληση ότι επήλθε εν μέρει η περίπτωση, για την οποία δόθηκε η εγγύηση, αφού επιδικάσθηκε με εκτελεστούς τίτλους στην αιτούσα ποσό μικρότερο εκείνου της εγγυοδοσίας, και συγκεκριμένα με την υπ’αριθμ.572/2015 ήδη αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, αφενός μεν υποχρεώθηκε η καθ’ης να της καταβάλει το σε ευρώ ισόποσο κατά το χρόνο της πληρωμής των 179.133,98 δολαρίων Η.Π.Α., αφετέρου δε αναγνωρίσθηκε η υπόχρεωση της καθ’ης να της καταβάλει το σε ευρώ ισόποσο κατά το χρόνο της πληρωμής των 9.289,45 δολαρίων Η.Π.Α., που τελικά καταψηφίσθηκε με την ήδη έχουσα αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου υπ’αριθμ…….. διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, καθώς και ότι η εν λόγω απαίτηση έχει διαμορφωθεί κατά κεφάλαιο, τόκους επιδικίας μέχρι και την 4η.5.2018, και δικαστικές δαπάνες της μεταξύ των διαδίκων αντιδικίας στο σύνολό της στο ανωτέρω ποσό των 420.300,11 ευρώ, για το οποίο ζητείται να διαταχθεί η μερική κατάπτωση της εγγύησης, σύμφωνα με τους αναλυτικά εκτιθέμενους στην αίτηση μαθηματικούς υπολογισμούς, και με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά τον προαναφερθέντα χρόνο, καθώς και β) η απόδοση της κατατεθείσης εγγυητικής επιστολής στους επίσης κατονομαζομένους στην αίτηση πληρεξουσίους δικηγόρους της αιτούσας. Επί της ανωτέρω αίτησης εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η υπ’αριθμ. 1019/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε αυτή καθ’ολοκληρίαν δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και αφενός μεν διατάχθηκε η εν μέρει κατάπτωση υπέρ της αιτούσας της κατατεθείσης από την καθ’ης εγγυητικής επιστολής για το ποσό των 420.300,11 ευρώ, καθώς και η απόδοση αυτής στους ειδικότερα στο διατακτικό της κατονομαζομένους πληρεξουσίους δικηγόρους της αιτούσας. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται η αιτούσα έχοντας έννομο συμφέρον ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος με την κρινόμενη έφεσή της, για τον περιεχόμενο στο δικόγραφο αυτής λόγο, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, προκειμένου να προσδιορίσει το ποσό για το οποίο θα πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση της κατατεθείσης από την ίδια υπέρ της αιτούσας εγγυητικής επιστολής, λόγω εξοπλισμού της απαίτησής της, για την οποία διατάχθηκε η εγγυοδοσία, με εκτελεστό τίτλο, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις, υπολόγισε τους νόμιμους τόκους του κεφαλαίου της απαίτησης αυτής για το αναφερόμενο στην αίτηση χρονικό διάστημα, με βάση το επιτόκιο, που ισχύει για το ευρώ, ενώ, εφόσον πρόκειται περί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα, και δη σε δολάριο Η.Π.Α., πλην όμως πληρωτέας σε ευρώ, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, ο υπολογισμός των οφειλομένων τόκων θα έπρεπε να γίνει με βάση το προβλεπόμενο από την Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου υπ’αριθμ.36/22-26.3.1990 επιτόκιο, όχι για το ευρώ, αλλά για το δολάριο Η.Π.Α., δηλαδή (θα έπρεπε να γίνει) στο ίδιο νόμισμα με το κεφάλαιο, με βάση το οποίο (επιτόκιο του δολαρίου Η.Π.Α.) οι τόκοι μέχρι την 4η.5.2018, όπως ζητείται στην αίτηση, ανέρχονται στο ποσό των 96.460,41 δολαρίων Η.Π.Α., άλλως των 80.929,95 ευρώ, και, συνακόλουθα το συνολικά οφειλόμενο στην αιτούσα ποσό (κατά το επιδικασθέν κεφάλαιο, τους νόμιμους τόκους και τις δικαστικές δαπάνες της μεταξύ τους αντιδικίας), για το οποίο και μόνον μπορεί να διαταχθεί η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής, σε 274.808,93 ευρώ, σύμφωνα με την κατά την ανωτέρω ημερομηνία ισοτιμία δολαρίου Η.Π.Α./ευρώ. Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, ζήτησε να γίνει δεκτή και κατ’ουσίαν η κρινόμενη έφεσή της και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η σε βάρος της ασκηθείσα αίτηση, άλλως να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ουσίαν και να διαταχθεί η μερική κατάπτωση της κατετεθείσης από την ίδια υπέρ της αιτούσας εγγυητικής επιστολής μόνο για το ανωτέρω ποσό των 274.808,93 ευρώ.

Από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπεται η δυνατότητα να διαταχθεί καταβολή εγγυοδοσίας επί των περιπτώσεων των άρθρων 162 επ., επί ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 694), επί κήρυξης απόφασης προσωρινά εκτελεστής (άρθρο 911), επί άσκησης ανακοπής ή έφεσης (άρθρο 912 παρ. 1), ή αναίρεσης (άρθρο 565 ΚΠολΔ), επί αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης (άρθρο 938), επί ανοχής ή παράλειψης πράξης (άρθρο 947). Η δικαστική εγγύηση επιβάλλεται με δικαστική απόφαση στις περιπτώσεις που επιτρέπει αυτό ο νόμος, εξαρτών την επιβολή της κατά κανόνα από την κρίση του δικαστηρίου, ανάλογα με την φερεγγυότητα του οφειλέτη και με άλλες περιστάσεις, υπό τις οποίες τελεί η εξασφαλιζόμενη απαίτηση ή το εξασφαλιζόμενο δικαίωμα. Η εγγύηση εξάλλου συνιστά ασφαλιστικό μέτρο όταν επιβάλλεται με απόφαση του δικαστηρίου κατά τα άρθρα 704 και 705, ενώ όταν αυτή καθορίζεται με σύμβαση ή με άλλη διάταξη νόμου, δεν είναι ασφαλιστικό μέτρο, αλλά περιεχόμενο ουσιαστικού δικαιώματος. Πάντως, και επί εγγυοδοσίας ως ασφαλιστικού μέτρου συμπληρωματικά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 162-168 ΚΠολΔ (βλ. Παρμ. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδοση τρίτη, σελ. 102 επ.). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 168 (όμοια με τη διάταξη του άρθρου 847 του ΚΠολΔ), προκύπτει σαφώς ότι αν επέλθει η περίπτωση για την οποία δόθηκε η εγγύηση, καταπίπτει αυτή υπέρ εκείνου υπέρ του οποίου δόθηκε, μετά από αίτηση, υποβαλλόμενη στο κατά τόπον Μονομελές Πρωτοδικείο ή Ειρηνοδικείο για τις υπ’αυτού διαταχθείσες εγγυήσεις. Η αρμοδιότητα εξάλλου του δικαστηρίου περιορίζεται στο να διατάξει την κατάπτωση της κατατεθείσας υπέρ του αιτούντος υπό του καθ’ου η αίτηση οφειλέτη ή τρίτου εγγύησης και την συνεπεία αυτής απόδοση στον αιτούντα της κατατεθείσας εγγυητικής επιστολής Τράπεζας ή του προκατατεθέντος στον γραμματέα του δικαστηρίου γραμματίου σύστασης παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών. Δυνάμει δε της απόφασης αυτής ο δικαιωθείς μπορεί να ζητήσει την ανάληψη από τον αρμόδιο γραμματέα του δικαστηρίου του παρακατατεθέντος σ’αυτόν γραμματίου ή της κατατεθείσας εγγυητικής επιστολής Τράπεζας, ενώ μόνο στην περίπτωση που ο γραμματέας αρνείται να προβεί στην απόδοση της εγγύησης το δικαστήριο μπορεί να τον υποχρεώσει – με την έγερση αγωγής περί καταδίκης του σε ενέργεια της ως άνω πράξης  κατά την τακτική διαδικασία – σε απόδοση της κατατεθείσας εγγύησης (ΕφΠειρ284/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Η τράπεζα,  έχοντας  εγγυηθεί  προσωπικά,  οφείλει, εφόσον προσκομισθούν η σχετική περί κατάπτωσης απόφαση, η εγγυητική  επιστολή και τα λοιπά, τυχόν, νομιμοποιητικά  έγγραφα,  να  πληρώσει  στον  υπερ’ου η  κατάπτωση  αιτούντα την απαίτηση, για την οποία είχε δοθει η εγγύηση, εφόσον το ποσό  για το οποίο διατάχθηκε η κατάπτωση βρίσκεται μέσα στα όρια της  εγγύησης και  υπάρχει  γι’αυτό εκτελεστός γενικά τίτλος. Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων  168 και 698 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ προκύπτει ότι εαν επήλθε εν μέρει η περίπτωση για  την οποία δόθηκε η εγγύηση, τέτοια δε περίπτωση συνιστά η επιδίκαση  στον υπέρ’ου  η  εγγύηση  με  τελεσίδικη  απόφαση  και  γενικά  με εκτελεστό τίτλο ποσού  μικροτέρου εκείνου της εγγυοδοσίας, τότε καταπίπτει  αυτή  (εγγύηση) εν μέρει. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του ν. 5422/32, 11 παρ. 2 του ίδιου νόμου (όπως το άρθρο αυτό συμπληρώθηκε με το αρ. 3 του από 14.7.1932 ν.δ. που κυρώθηκε με το ν. 5665/1932 και τροποποιήθηκε με το αρ. 6 του α.ν. 800/1937), 4 του α.ν. 362/1945 και 2 παρ.1 του α.ν. 944/46, συνάγεται ότι απαγορεύεται η συνομολόγηση στην Ελλάδα υποχρεώσεων σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα και είναι άκυρη η δικαιοπραξία που γίνεται παρά την απαγόρευση αυτή ή η σχετική σ` αυτή ρήτρα για την πληρωμή σε ξένο νόμισμα, ή συνάλλαγμα. Εξαιρούνται από τον κανόνα αυτό, που αφορά τις εσωτερικές συναλλαγές που εκτελούνται στην Ελλάδα, οι εξωτερικές ή διεθνείς συναλλαγές. Η κρίση περί του διεθνούς χαρακτήρα της συναλλαγής στηρίζεται σε ποικίλα κριτήρια, όπως η διανομή των συμβαλλομένων, ο τόπος κατάρτισης της σύμβασης, ο τόπος εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των μερών κ.ά. Γενικότερα γίνεται δεκτό ότι υπάρχει διεθνής συναλλαγή, όταν η οικονομική έδρα κάθε συμβαλλόμενου βρίσκεται σε διαφορετική χώρα, έτσι ώστε ο ένας συμβαλλόμενος να εκτελεί την υποχρέωσή του σε άλλο κράτος. Τούτο δε διότι σε παρόμοιες περιπτώσεις οι σχετικές συμβάσεις δεν είναι αποτέλεσμα δυσπιστίας προς το εγχώριο νόμισμα ούτε αποβλέπουν στην υπονόμευσή του αλλά αποτελούν φυσική συνέπεια της συνάντησης δύο οικονομιών, τα νομισματικά συστήματα των οποίων εξισορροπούνται αμοιβαίως, με στόχο τη διευκόλυνση των διεθνών συναλλαγών στο μέτρο που δεν προσκρούουν σε ειδικές απαγορεύσεις και περιορισμούς. Συνεπώς, εφόσον πρόκειται για διεθνή συναλλαγή με την παραπάνω έννοια, η συνομολόγηση σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα υποχρέωσης, είτε από τίμημα, είτε από μίσθωμα, είτε από αμοιβή κάθε φύσης υπηρεσιών ή έργου δεν έρχεται σε αντίθεση προς τη νομοθεσία περί προστασίας του εθνικού νομίσματος και συνακόλουθα η σχετική σύμβαση είναι έγκυρη, η δε αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση του ισόποσου σε δραχμές κατά της πληρωμής του αλλοδαπού νομίσματος είναι νομικά βάσιμη (Α. Γεωργιάδης, Ενοχ.Δικ., σελ. 117, Γεωρ. – Σταθ., . ΕρμΑΚ, αριθμ. 291-292, ΑΠ 750/1994 και 59/1994, ΕλλΔνη 37.153, 154, ΑΠ 184/1992 ΕλλΔνη 33.843, ΑΠ 411/1990 ΕΕΝ 58.65, ΑΠ 918/1988 ΕλλΔνη 30.1333, ΑΠ 1932/88 ΕλλΔνη 31.792). Εξάλλου, το αρ. 16 παρ. 1 του ν. 5422/1932 ορίζει ότι “αι πάσης φύσεως εις συνάλλαγμα οφειλαί εξοφλούνται εις δραχμάς κατά την τρέχουσαν τιμήν της ημέρας της εξοφλήσεως”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο δανειστής που ασκεί με αγωγή αξίωση για πληρωμή στην ημεδαπή χρηματικής οφειλής που έχει καθορισθεί νομίμως σε αλλοδαπό νόμισμα μπορεί να ζητήσει την καταβολή σ’αυτόν του σε δραχμές ισαξίου του αλλοδαπού νομίσματος κατά τον χρόνο της πληρωμής (ΑΠ 411/1990 ο.π., ΑΠ 1932/1988 ο.π.), ο δε τόκος υπολογίζεται πάντοτε στο ίδιο νόμισμα με το κεφάλαιο. Αν το νόμισμα είναι αλλοδαπό η εξόφληση και του τόκου θα γίνει σε δραχμές, βάσει της ισοτιμίας δραχμής και αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της πληρωμής (ΑΠ 1315/1993 ΕλλΔνη 35.159, ΕφΑθ 5299/1999 ΕΕμπΔ 1999.494). Με την ΠΥΣ 36 της 22/26.3.1990 (ΦΕΚ 44, τεύχος Α΄), που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 15 παρ. 5 του ν. 876/1079 αποφασίσθηκε ο καθορισμός του νομίμου και εξ υπερημερίας τόκου, με τον οποίο βαρύνονται οφειλές σε συνάλλαγμα που εκπληρώνονται στην Ελλάδα και ορίστηκε ότι αυτό είναι ίσο με το μεγαλύτερο από τα παρακάτω επιτόκια: α) Το προεξοφλητικό ή το αντίστοιχο αυτού επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας στο νόμισμα της οποίας είναι εκφρασμένη η οφειλή, προσαυξημένο κατά “τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες ή β) το επιτόκιο που προσφέρεται στη διατραπεζική αγορά του Λονδίνου (Libor) για καταθέσεις διαρκείας 6 μηνών στο νόμισμα που εκφράζεται η οφειλή, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες. Σε περίπτωση νομίσματος για το οποίο υπάρχει μόνο το ένα από τα δύο πιο πάνω επιτόκια, το ποσοστό του νομίμου και εξ υπερημερίας τόκου καθορίζεται με βάση το επιτόκιο αυτό (ΑΠ 385/1988 ΕλλΔνη 39.1617). Ειδικότερα, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι επί οφειλής σε συνάλλαγμα που εκπληρώνεται στην Ελλάδα στο εθνικό νόμισμα και αν περί αυτής έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση, οι νόμιμοι και εξ υπερημερίας τόκοι υπολογίζονται σύμφωνα με τους όρους της ως άνω ΠΥΣ. Η διάταξη αυτή, ως εκ του αδιαστίκτου του περιεχομένου της, έχει εφαρμογή σε κάθε είδους ενοχή από την οποία προκύπτει υποχρέωση καταβολής στην Ελλάδα ξένου νομίσματος, αδιαφόρως αν πρόκειται περί διεθνούς ή μη συναλλαγής (ΑΠ 948/2006 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, και επί οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 292 του ΑΚ, σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη, το άρθρο 345 αυτού, που ορίζει ότι όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή, ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία. Έχουν επίσης εφαρμογή και τα άρθρα 346 του ΑΚ και 221 §1 περιπτ.γ΄του ΚΠολΔ που προβλέπουν επί χρηματικής οφειλής, έναρξη της τοκοδοσίας από της επίδοσης της αγωγής και αν ο οφειλέτης δεν είναι υπερήμερος. Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις ο τόκος υπερημερίας σαν παροχή ομοειδής με το κεφάλαιο, υπολογίζεται στο οφειλόμενο αλλοδαπό νόμισμα, καταβάλλεται όμως, στην Ελλάδα ενόψει της αναγκαστικής κυκλοφορίας του εγχώριου νομίσματος σε δραχμές με βάση το σε δραχμές (ήδη σε ευρώ) ισότιμο του αλλοδαπού νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής (άρθρο 6 § 1 ν.5422/1932, ΑΠ 1169/1997 ΕλλΔνη 1999.348). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 340, 345, 346 του ΑΚ, 215 παρ. 1 εδαφ.α΄, 221 και 295 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν το καταψηφιστικό αίτημα αγωγής με αντικείμενο την επιδίκαση χρηματικής απαίτησης περιοριστεί σε αναγνωριστικό, δεν οφείλονται μεν δικονομικοί τόκοι κατά το άρθρο 346 του ΑΚ, δηλαδή από την επίδοση της καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 989/2007), αφού η αγωγή αυτή θεωρείται από τότε ότι δεν ασκήθηκε κατά το καταψηφιστικό αίτημά της, δεν αίρονται όμως και οι συνέπειες της επίδοσης της αγωγής ως όχλησης, που καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο κατά τις διατάξεις των άρθρ. 340 και 345 του ΑΚ, δεδομένου ότι η επίδοση στον εναγόμενο καταψηφιστικής αγωγής για χρηματική απαίτηση δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και το χαρακτήρα οιονεί όχλησης του οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής του (ΑΠ Ολομ. 23-24/ 2004, ΑΠ Ολομ. 13/1994, ΑΠ 423/2012, ΑΠ 1520/2010 άπασες σε ΤΝΠ Νόμος). Ήδη, το άρθρο 346 του ΑΚ, που όριζε ότι “ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος”, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρ. 113 του νόμου αυτού, από 2.4.2012, κατά το οποίο: “Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ’εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης”. Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Με βάση αυτά, ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δεν συνιστά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, λόγο για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, ο οποίος, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (ΑΠ 1059/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και β) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Επί της από 19.1.2007 (με αυξ.αριθμ.καταθ………) αίτησης της αιτούσας κατά της καθ’ης, που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδόθηκε, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η υπ’αριθμ.3670/2007 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση αυτή και κατ’ουσίαν και διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθ’ης, μέχρι του ποσού των 440.000 ευρώ, των τόκων και εξόδων συμπεριλαμβανομένων, προς εξασφάλιση απαίτησης της αιτούσας, απορρέουσας από την αγορά ποσότητας καυσίμων από την καθ’ης, για τον εφοδιασμό πλοίου, πλοιοκτησίας της (της αιτούσας), που δεν έφεραν τις συνομολογημένες ιδιότητες, ενώ ορίσθηκε ότι το ασφαλιστικό αυτό μέτρο ανακαλείται αυτοδίκαια με την κατάθεση από την καθ’ης στη Γραμματεία του ιδίου Δικαστηρίου, υπέρ της αιτούσας, ισόποσης εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης τράπεζας, που λειτουργεί στην Ελλάδα. Η καθ’ης σε εκτέλεση της προαναφερθείσας απόφασης προέβη στην κατάθεση στο Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς της υπ’αριθμ. ……. εγγυητικής επιστολής της Τράπεζας «………», υπέρ της αιτούσας, με την οποία η εν λόγω τράπεζα ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην ανωτέρω το ποσό των 440.000 ευρώ, σε περίπτωση τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησής της, για την οποία δόθηκε η εγγυοδοσία. Πιθανολογήθηκε επίσης ότι με την υπ’αριθμ. 572/2015 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, αφενός μεν υποχρεώθηκε η καθ’ης να καταβάλει στην αιτούσα το κατά το χρόνο της πληρωμής ισόποσο σε ευρώ των 205.116,02 δολαρίων Η.Π.Α., αφετέρου δε αναγνωρίσθηκε η υποχρέωσή της να της καταβάλει το κατά τον ίδιο χρόνο ισόποσο σε ευρώ των 9.289,45 δολαρίων Η.Π.Α., ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας, που υπέστη λόγω της πώλησης προς αυτήν για τον ανεφοδιασμό πλοίου, πλοιοκτησίας της, από την αντίδικό της, ποσότητας καυσίμων, που δεν έφεραν τις συνομολογημένες ιδιότητες, σε αμφότερες τις περιπτώσεις με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της από 21.3.2007 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……..) αγωγής της (της αιτούσας), που έλαβε στις 24.4.2007, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η εν λόγω απόφαση ως προς τα κονδύλια της αγωγής, στα οποία αφορούν τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, που υποχρεώθηκε η καθ’ης, αλλά και επίσης αναγνωρίσθηκε ότι οφείλει, να καταβάλει στην αιτούσα, έχει καταστεί αμετάκλητη, κατόπιν απόρρριψης των κατ’αυτής ασκηθέντων από την καθ’ης αίτησης αναίρεσης και προσθέτων λόγων αναίρεσης με την υπ’αριθμ.1466/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου. Πιθανολογήθηκε επίσης ότι αναφορικά με το ποσό των 9.289,45 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο με την ανωτέρω απόφαση αναγνωρίσθηκε ότι υποχρεούται η καθ’ης να καταβάλει στην αιτούσα, η τελευταία κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου την από 15.3.2018 αίτησή της προς έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος της καθ’ης, με βάση την αμετάκλητη αυτή απόφαση. Επί της ανωτέρω αίτησης εκδόθηκε η υπ’αριθμ.191/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, με την οποία υποχρεώθηκε η καθ’ης να καταβάλει στην αιτούσα το σε ευρώ ισόποσο κατά το χρόνο της πληρωμής των 9.289,45 δολαρίων Η.Π.Α., με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της προαναφερθείσης αγωγής. Η ανωτέρω διαταγή πληρωμής έχει ήδη αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου, επιδοθείσα στην καθ’ης δύο φορές, στις 24.4.2018 και στις 24.5.2018, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες υπ’αριθμ. ………… αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείου Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ………, και μη ασκηθείσης κατ’αυτής ανακοπής από την καθ’ης, όπερ ουδόλως αμφισβητήθηκε από την τελευταία. Κατ’ακολουθίαν τούτων, η απαίτηση της αιτούσας σε βάρος της καθ’ης, προς εξασφάλιση της οποίας δόθηκε η εγγυοδοσία, διά της κατάθεσης από την ανωτέρω οφειλέτρια της προαναφερθείσης εγγυητικής επιστολής, ανέρχεται κατά κεφάλαιο στο συνολικό ποσό των 214.405,47 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 + 9.289,45), και το σε ευρώ ισόποσο αυτού, με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων της 4ης.5.2018, σύμφωνα με το αίτημα της αίτησης (1ευρώ = 1,19690 δολάρια Η.Π.Α.) σε 179.133,98 ευρώ. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι η καθ’ης οφείλει επίσης να καταβάλει στην αιτούσα ως επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα, με τις αποφάσεις, αλλά και με την ανωτέρω διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκαν διαρκούσης της μεταξύ τους αντιδικίας επί της απαίτησης, για την οποία κατατέθηκε η εγγυητική επιστολή, το συνολικό ποσό των 14.745 ευρώ. Οι ανωτέρω παραδοχές του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αναφορικά με το ποσό των οφειλομένων στην αιτούσα, αφενός μεν κεφαλαίου της απαίτησής της, αφετέρου δε συνολικής επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης, δεν πλήττονται με την κρινόμενη έφεση της καθ’ης, και, συνεπώς, δεν επανακρίνονται από το παρόν Δικαστήριο, συνομολογήθηκαν άλλωστε από την τελευταία και στον πρώτο βαθμό. Επομένως, διά του εξοπλισμού της απαίτησης της αιτούσας με τους προαναφερθέντες εκτελεστούς τίτλους (αμετάκλητη δικαστική απόφαση, και διαταγή πληρωμής, που έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου) επήλθε η περίπτωση για την οποία δόθηκε η εγγύηση, και, συνακόλουθα, πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση της κατατεθείσης υπέρ αυτής από την καθ’ης εγγυητικής επιστολής. Πιθανολογήθηκε επίσης ότι, προκειμένου να προσδιορισθεί το ποσό, για το οποίο θα διαταχθεί η κατάπτωση της ανωτέρω εγγυητικής επιστολής, θα πρέπει να συμπεριληφθούν σ’αυτό και οι οφειλόμενοι τόκοι του κεφαλαίου της απαίτησης της αιτούσας για το χρονικό διάστημα από τις 24.4.2007 (όταν επιδόθηκε στην καθ’ης η επί της απαίτησης της αιτούσας αγωγή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προαναφερθείσες αμετάκλητη δικαστική απόφαση και διαταγή πληρωμής ως προς το χρόνο έναρξης της τοκοφορίας του επιδικασθέντος με αυτές κεφαλαίου) μέχρι και τις 4.5.2018, όπως ζητείται με την αίτηση. Επ’αυτού λεκτέα τα κάτωθι: Εφόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται περί οφειλής αλλοδαπού νομίσματος (δολαρίων Η.Π.Α.), δηλαδή οφειλής, νόμιμα καθορισθείσης σε συνάλλαγμα, που εκπληρώνεται στην Ελλάδα κατά το ισάξιο σε ημεδαπό νόμισμα (και πλέον σε ευρώ) κατά το χρόνο της πληρωμής, οι επ’αυτής δεδουλευμένοι τόκοι υπολογίζονται σύμφωνα με τους όρους της ΠΥΣ 36/22.3.1990, η οποία, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, έχει εφαρμογή σε κάθε είδους ενοχή, από την οποία προκύπτει υποχρέωση καταβολής στην Ελλάδα ξένου νομίσματος, αδιαφόρως εάν πρόκειται περί διεθνούς ή μη συναλλαγής. Επομένως, σύμφωνα με την ανωτέρω ΠΥΣ, για τον υπολογισμό του ποσού των τόκων της απαίτησης της αιτούσας της χρονικής περιόδου από 24.4.2007 έως 4.5.2018, θα ληφθεί υπόψη, όχι το γενικό (αστικό) επιτόκιο, αλλά το επιτόκιο, που προσφέρεται στη διατραπεζική αγορά του Λονδίνου (Libor) για καταθέσεις διαρκείας έξι (μηνών), και μάλιστα, όχι για το ευρώ, αλλά για το δολάριο Η.Π.Α., στο οποίο εκφράζεται η οφειλή της καθ’ης, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες, όπως το ύψος του συγκεκριμένου επιτοκίου για το χρονικό διάστημα από 24.4.2017 έως 24.10.2017 αναφέρεται στο προσκομιζόμενο από την αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη υπό στοιχεία ΑΠ 1742/28.11.2017 έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος. Ειδικότερα, ο τόκος της απαίτησης της αιτούσας, σαν παροχή ομοειδής προς το κεφάλαιο, θα υπολογισθεί στο οφειλόμενο αλλοδαπό νόμισμα, δηλαδή στο ίδιο νόμισμα με το κεφάλαιο, και δη σε δολάρια Η.Π.Α., θα καταβληθεί όμως σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων της 4ης.5.2018, σύμφωνα με το αίτημα της αίτησης, και, επομένως, στην υπό κρίση περίπτωση, για τον προσδιορισμό του ποσού των οφειλομένων τόκων του κεφαλαίου της εν λόγω απαίτησης, θα ληφθεί υπόψη το επιτόκιο, που προσφέρεται στη διατραπεζική αγορά του Λονδίνου (Libor) για καταθέσεις διαρκείας έξι (μηνών) για το δολάριο Η.Π.Α., προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες. Σημειωτέον ότι, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 346 του ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρ. 113 του νόμου αυτού, από 2.4.2012,  και εφαρμόζεται και εν προκειμένω επί οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα, καταβλητέας σε ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής,   σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, για το τμήμα του κεφαλαίου της απαίτησης της αιτούσας, που υποχρεώθηκε να της καταβάλει η καθ’ης με αμετάκλητη δικαστική απόφαση θα ληθεί υπόψη για τον προσδιορισμό του ποσού των οφειλομένων τόκων, το ανωτέρω επιτόκιο προσαυξημένο κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες για τον μετά την επίδοση της προαναφερθείσης αγωγής της χρόνο (24.4.2007), και προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες για το χρονικό διάστημα μετά την έκδοση της εκδοθείσας επί της αγωγής αυτής υπ’αριθμ.2600/2009 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που επιδίκασε εντόκως την απαίτησή της (κατά το ποσό των 9.881,26 δολαρίων Η.Π.Α.), ήτοι από τις  14.5.2009 και στο εξής, ενώ όσον αφορά το τμήμα του κεφαλαίου της απαίτησης της αιτούσας, που καταψηφίσθηκε υπέρ αυτής με την προαναφερθείσα διαταγή πληρωμής θα υπολογισθούν τόκοι με το εν λόγω επιτόκιο για τον μετά της επίδοση της αγωγής χρόνο, όπως ορίσθηκε στο διατακτικό της, χωρίς την προσαύξηση του επιτοκίου αυτού κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες έκτοτε, διότι η καθ’ης δεν άσκησε ανακοπή κατ’αυτής, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 346 εδαφ.γ΄του ΑΚ, και μέχρι τις 4.5.2018. Ενόψει τούτων, οι οφειλόμενοι τόκοι του τμήματος του κεφαλαίου της απαίτησης της αιτούσας, που επιδικάσθηκε σ’αυτήν με την προαναφερθείσα δικαστική απόφαση (των 205.116,02 δολαρίων Η.Π.Α.) θα πρέπει να υπολογισθούν για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής της, όπως ορίζεται στην απόφαση αυτή, μέχρι και τις 4.5.2018, όπως ζητείται με την αίτηση, με το προαναφερθέν επιτόκιο για το δολάριο Η.Π.Α., ως εξής: 1) Από 24.4.2007 έως 23.10.2007 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες (5,35%  3% + 2% =10,35%) στο ποσό των 10.614,75 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 10,35 Χ 6 μήνες:1200). 2) Από 24.10.2007 έως 23.4.2008 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες (4,9%  3% + 2% =9,9%) στο ποσό των 10.153,24 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 9,9 Χ 6 μήνες:1200). 3) Από 24.4.2008 έως 23.10.2008 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες (3,03%  3% + 2% =8,03%) στο ποσό των  8.235,40 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 8,03 Χ 6 μήνες:1200). 4) Από 24.10.2008 έως 23.4.2009 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες (3,4%  3% + 2% =8,4%) στο ποσό των   8.614,87 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 8,4 Χ 6 μήνες:1200). 5) Από 24.4.2009 έως 14.5.2009, ημερομηνία δημοσίευσης της επί της αγωγής της αιτούσας εκδοθείσας υπ’αριθμ. 2600/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες (1,65%  3% + 2% =6,65%) στο ποσό των  757,78 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,65 Χ 20 ημέρες:36000). 6) Από 15.5.2009 μετά τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης έως 22.10.2009, με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (1,65 3% + 3% =7,65%) στο ποσό των  7.017,53 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 7,65 Χ 161 ημέρες:36000). 7) Από 23.10.2009 έως 22.4.2010, με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,58  3% + 3% = 6,58%) στο ποσό των 6.748,31 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,58 Χ 6μήνες:1.200). 8) Από 23.4.2010 έως 21.10.2010 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,47  3% + 3% = 6,47%) στο ποσό των  6.635,50 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,47 Χ 6μήνες:1.200). 9) Από 22.10.2010 έως 20.4.2011 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,45  3% + 3% = 6,45%) στο ποσό των  6.614,99 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,45 Χ 6μήνες:1.200). 10) Από 21.4.2011 έως 23.10.2011 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,43  3% + 3% = 6,43%) στο ποσό των  6.594,48 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,43 Χ 6μήνες:1.200). 11) Από 24.10.2011 έως και 23.4.2012 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,60  3% + 3% = 6,60%) στο ποσό των  6.768,82 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,60 Χ 6μήνες:1.200). 12) Από 24.4.2012 έως 23.10.2012 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,73  3% + 3% =6,73%) στο ποσό των  6.902,15 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,73 Χ 6μήνες:1.200). 13) Από 24.10.2012 έως 23.4.2013 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,55  3% + 3% =6,55%) στο ποσό των  6.717,54 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,55 Χ 6μήνες:1.200). 14) Από 24.4.2013 έως 23.10.2013 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,43  3% + 3% =6,43%) στο ποσό των  6.594,48 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,43 Χ 6μήνες:1.200). 15) Από 24.10.2013 έως 23.4.2014 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,35  3% + 3% =6,35%) στο ποσό των  6.512,43 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,35 Χ 6 μήνες:1.200). 16) Από 24.4.2014 έως 23.10.2014 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,32  3% + 3% = 6,32%) στο ποσό των  6.481,66 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,32 Χ 6 μήνες:1.200). 17) Από 24.10.2014 έως 23.4.2015 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,32  3% + 3% = 6,32%) στο ποσό των 6.481,66  δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,32 Χ 6 μήνες:1.200). 18) Από 24.4.2015 έως 22.10.2015 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,32  3% + 3% = 6,40%) στο ποσό των 6.563,71 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,40 Χ 6 μήνες:1.200).19) Από 23.10.2015 έως 21.4.2016 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,52  3% + 3% = 6,52%) στο ποσό των 6.686,78 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,52 Χ 6 μήνες:1.200). 20) Από 22.4.2016 έως 23.10.2016 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,9  3% + 3% = 6,9 %) στο ποσό των 7.076,50 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,9 Χ 6 μήνες:1.200). 21) Από 24.10.2016 έως 23.4.2017 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (1,25  3% + 3% = 7,25 %) στο ποσό των 7.435,45 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 7,25 Χ 6 μήνες:1.200).22) Από 24.4.2017 έως 23.10.2017 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (1,39  3% + 3% = 7,39 %) στο ποσό των 7.579,03 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 7,39 Χ 6 μήνες:1.200). 23) Από 24.10.2017 έως 23.4.2018 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (1,55  3% + 3% = 7,55 %) στο ποσό των 7.743,12 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 7,55 Χ 6 μήνες:1.200). και 24) Από 24.4.2018 έως 4.5.2018 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (1,55  3% + 3% = 7,55 %) στο ποσό των 473,19 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 7,55 Χ 11 ημέρες:36000). Επομένως, το συνολικό ποσό των τόκων του κεφαλαίου της απαίτησης της αιτούσας των 205.116,02 δολαρίων Η.Π.Α., που επιδικάσθηκε σ’αυτήν με την προαναφερθείσα αμετάκλητη δικαστική απόφαση, υπολογιζόμενο, εφόσον πρόκειται περί οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα, καταβλητέα σε ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 24.4.2007 έως 4.5.2018, με το επιτόκιο Libor του δολαρίου Η.Π.Α. με τις προσαυξήσεις της ανωτέρω ΠΥΣ και του άρθρου 346 του ΑΚ, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 162.003,37  δολαρίων Η.Π.Α, και το σε ευρώ ισότιμο αυτού κατά την 4.5.2018, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων της ως άνω ημερομηνίας, σε 193.901,83 ευρώ (1ευρώ = 1,19690 δολάρια Η.Π.Α.). Περαιτέρω, οι οφειλόμενοι τόκοι του τμήματος του κεφαλαίου της απαίτησης της αιτούσας, που επιδικάσθηκε σ’αυτήν με την προαναφερθείσα διαταγή πληρωμής (9.289,45 δολαρίων Η.Π.Α.), έχουσα ήδη αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου, θα πρέπει να υπολογισθούν για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής της, όπως ορίζεται στη διαταγή πληρωμής, μέχρι και τις 4.5.2018, όπως ζητείται με την αίτηση, με το προαναφερθέν επιτόκιο Libor για το δολάριο Η.Π.Α., ως εξής: 1) Από 24.4.2007 έως 23.10.2007 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (5,35%  3%=8,35%) στο ποσό των 387,83 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 8,35 Χ 6 μήνες:1200). 2) Από 24.10.2007 έως 23.4.2008 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (4,9%  3% = 7,9%) στο ποσό των 366,93 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 7,9 Χ 6 μήνες:1200). 3) Από 24.4.2008 έως 23.10.2008 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (3,03 %  3%=6,03%) στο ποσό των 280,07 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 6,03  Χ 6 μήνες:1200). 4) Από 24.10.2008 έως 23.4.2009 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (3,4 %  3%=6,4%) στο ποσό των 297,26 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 6,4 Χ 6 μήνες:1200). 5) Από 24.4.2009 έως 22.10.2009 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (1,65 %  3%=4,65%) στο ποσό των 215,97 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 4,65  Χ 6 μήνες:1200). 6) Από 23.10.2009 έως 22.4.2010 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,58 %  3%=3,58%) στο ποσό των 166,28 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,58 Χ 6 μήνες:1200). 7) Από 23.4.2010 έως 21.10.2010 2010 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες 0,47 %  3%=3,47%) στο ποσό των 161,17 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,47 Χ 6 μήνες:1200). 8) Από 22.10.2010 έως 20.4.2011 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,45 %  3% = 3,45%) στο ποσό των 160,24 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,45 Χ 6 μήνες:1200).9) Από 21.4.2011 έως 23.10.2011 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,43 %  3% = 3,43%) στο ποσό των 151,31 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,43 Χ 6 μήνες:1200). 10) Από 24.10.2011 έως 23.4.2012 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,60 %  3% = 3,60%) στο ποσό των 167,21 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,60 Χ 6 μήνες:1200).11) Από 24.4.2012 έως 23.10.2012 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες 0,73 %  3% = 3,73%) στο ποσό των 173,24 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,73 Χ 6 μήνες:1200). 12) Από 24.10.2012 έως 23.4.2013 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες 0,55 %  3% = 3,55%) στο ποσό των 164,88 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,55 Χ 6 μήνες:1200). 13) Από 24.4.2013 έως 23.10.2013 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,43 %  3% = 3,43%) στο ποσό των 159,31 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,43 Χ 6 μήνες:1200). 14) Από 24.10.2013 έως 23.4.2014 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,35 %  3% = 3,35%) στο ποσό των 155,59 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,35 Χ 6 μήνες:1200). 15) Από 24.4.2014 έως 23.10.2014 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,32 %  3% = 3,32%) στο ποσό των 154,20 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,32 Χ 6 μήνες:1200). 16) Από 24.10.2014 έως 23.4.2015 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,32 %  3% = 3,32%) στο ποσό των 154,20 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,32 Χ 6 μήνες:1200). 17) Από 24.4.2015 έως 22.10.2015 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,40 %  3% = 3,40 %) στο ποσό των 157,92 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,40 Χ 6 μήνες:1200). 18) Από 23.10.2015 έως 21.4.2016 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,52 %  3% = 3,52 %) στο ποσό των 163,49 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,52 Χ 6 μήνες:1200). 19) Aπό 22.4.2016 έως 23.10.2016 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,90 %  3% = 3,90 %) στο ποσό των 181,14 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,90 Χ 6 μήνες:1200). 20) Από 24.10.2016 έως 23.4.2017 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (1,25 %  3% =4,25 %) στο ποσό των  197,40 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ  4,25 Χ 6 μήνες:1200). 21) Από 24.4.2017 έως 23.10.2017 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (1,39 %  3% = 4,39 %) στο ποσό των 203,90 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ  4,39 Χ 6 μήνες:1200). 22) Από 24.10.2017 έως 23.4.2018 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (1,55 %  3% =4,55 %) στο ποσό των 211,33 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ  4,55 Χ 6 μήνες:1200). 23) Από 24.4.2018 έως 4.5.2018 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (1,55 %  3% =4,55 %) στο ποσό των 12,91 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ  4,55 Χ  11 ημέρες:36.000). Επομένως, το συνολικό ποσό των τόκων του κεφαλαίου της απαίτησης της αιτούσας των 9.289,45 δολαρίων Η.Π.Α., που επιδικάσθηκε σ’αυτήν με την προαναφερθείσα διαταγή πληρωμής, υπολογιζόμενο, εφόσον πρόκειται περί οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα, καταβλητέα σε ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 24.4.2007 έως 4.5.2018, με το επιτόκιο Libor του δολαρίου Η.Π.Α., ήτοι του νομίσματος της οφειλής, με τις προσαυξήσεις της ανωτέρω ΠΥΣ, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 4.443,78 δολαρίων Η.Π.Α, και το σε ευρώ ισότιμο αυτού κατά την 4.5.2018, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων της ως άνω ημερομηνίας, σε 5.318,76 ευρώ (1ευρώ = 1,19690 δολάρια Η.Π.Α.). Συνεπώς, το συνολικό ποσό των οφειλομένων νομίμων τόκων της ανωτέρω χρονικής περιόδου ανέρχεται σε 199.220,59 ευρώ  (193.901,83 + 5.318,76). Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, η απαίτηση της αιτούσας σε βάρος της καθ’ης, προς εξασφάλιση της οποίας δόθηκε η εγγυοδοσία, ανερχόταν στις 4.5.2018, στο συνολικό ποσό των 393.099,57 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 179.133,98 ευρώ αφορά στο κεφάλαιο της απαίτησής της αυτής, το ποσό των 199.220,59 ευρώ σε οφειλόμενους νόμιμους τόκους της χρονικής περιόδου 24.4.2007 έως 4.5.2018 και το ποσό των 14.745 ευρώ σε επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα των μεταξύ των διαδίκων δικών, που διεξήχθησαν επί της συγκεκριμένης υπόθεσης. Επομένως, για το ανωτέρω ποσό των 393.099,57 ευρώ, θα πρέπει να διαταχθεί η μερική κατάπτωση της κατατεθείσης υπέρ της αιτούσας από την καθ’ης εγγυητικής επιστολής και η απόδοση αυτής στους πληρεξουσίους δικηγόρους της αιτούσας. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι οι οφειλόμενοι τόκοι του κεφαλαίου της απαίτησης της αιτούσας για την ανωτέρω χρονική περίοδο ανέρχονται σε 226.421,13 ευρώ, λαμβάνοντας προφανώς υπόψη για τον προσδιορισμό τους το γενικό (αστικό) επιτόκιο του ευρώ, και όχι το επιτόκιο, που προβλέπεται στην προαναφερθείσα ΠΥΣ, την οποία, ωστόσο, παραθέτει στη μείζονα σκέψη και στο σκεπτικό του ως εφαρμοστέα εν προκειμένω, και μάλιστα αυτό του δολαρίου Η.Π.Α., υιοθετώντας τους δικούς της υπολογισμούς, όπως αναφέρονται στην αίτηση,  και, συνακόλουθα, κρίνοντας ότι το συνολικό ποσό της απαίτησής της, για το οποίο πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση της υπέρ της κατατεθείσης από την καθ’ης εγγυητικής επιστολής είχε κατά την 4η.5.2018 διαμορφωθεί σε 420.300,11 ευρώ, δέχθηκε, στη συνέχεια, την αίτηση, καθ’ολοκληρίαν ως κατ’ουσίαν βάσιμη, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η καθ’ης με τον μοναδικό λόγο της κρινόμενης έφεσής της. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να γίνει δεκτή η έφεση της καθ’ης και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, και αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση της κατατεθείσης υπέρ της αιτούσας από την καθ’ης εγγυητικής επιστολής για το ποσό των 393.099,57 ευρώ, και η απόδοσή της στα ειδικότερα κατονομαζόμενα στο διατακτικό της πρόσωπα/πληρεξουσίους δικηγόρους της αιτούσας. Τέλος, θα πρέπει, λόγω της νίκης της εκκαλούσας, να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτήν του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσής της (άρθρο 495 παρ.3 Γ΄εδαφ.στ΄του ΚΠολΔ, καθώς και να επιβληθεί σε βάρος της μέρος της δικαστικής δαπάνης της αντιδίκου της αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, η οποία υπέβαλε σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανάλογη με την έκταση της νίκης και ήττας των διαδίκων, καθώς παρά την παραδοχή της έφεσης η εκκαλούσα/καθ’ης ηττήθηκε εν μέρει στην ουσία της υπόθεσης (άρθρα 178 παρ.1, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).

 

              ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 20.6.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ. …………) έφεση κατά της υπ’αριθμ.1019/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 7.5.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……………) αίτησης.

          ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανωτέρω αίτηση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εν μέρει κατάπτωση, υπέρ της αιτούσας, της υπ’αριθμ……… εγγυητικής επιστολής της τράπεζας «……….», για το ποσό των τριακοσίων ενενήντα τριών χιλιάδων ενενήντα εννέα ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (393.099,57), η οποία κατατέθηκε από την καθ’ης, και για την οποία συντάχθηκε η υπ’αριθμ…….. πράξη κατάθεσης του Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και την απόδοσή της προς είσπραξη στους πληρεξουσίους δικηγόρους της αιτούσας Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο, κάτοικο Πειραιώς, οδός ……….., ή στην Καρμέλα – Σπυριδούλα Μαυρόχη, κάτοικο Πειραιώς, οδός ………, ή στην Ελένη Γεωργούδη, κάτοικο Πειραιώς, ……………

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της καθ’ης μέρος της δικαστικής δαπάνης της αιτούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά                                   σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 4 Δεκεμβρίου 2018.

 

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ