Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 718/2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ                                           

Αριθμός απόφασης  718/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Γ. Λ .

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 26-5-2015 και αρ. κατάθ.  ……… κλήση του εφεσίβλητου επαναφέρεται προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 8-11-2013  και με αριθ. κατάθ.  ……….. έφεση, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων στις  6-11-2014 και εκδόθηκε η με αρ. 258/2015  μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που έκανε τυπικά δεκτή αυτήν, εξαφάνισε την προσβαλλόμενη απόφαση και, αφού δίκασε επί της ένδικης αγωγής, ανέστειλε, κατά παραδοχή σχετικής ένστασης εκκρεμοδικίας, τη συζήτησή της, μέχρις ότου περατωθεί η δίκη, που είχε ανοιχθεί με την από 20-12-2011 και με αρ. κατάθ. ……… αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 § 1 και 536 § 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το Εφετείο, όταν μετά την παραδοχή βασίμου λόγου έφεσης κρατεί την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση, υποκαθιστά το πρωτοδικείο και καθίσταται  αρμόδιο  να  εξετάσει  όλα  τα  ζητήματα,  που  είχαν  υποβληθεί πρωτοδίκως και είναι αναγκαία για την οριστική διάγνωση της διαφοράς. Αν η αγωγή έχει περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες είχαν προσβληθεί με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στις βάσεις της αγωγής, που, όμως, δεν είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή. Έτσι, αν γίνει δεκτή πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) αγωγή ως προς την κύρια βάση της και δεν ερευνήθηκε ως προς άλλη κύρια ή επικουρική, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης και την απόρριψη της αγωγής ως προς την μία από τις κύριες βάσεις της, είναι υποχρεωμένο να κρατήσει το ίδιο την υπόθεση, να προβεί αυτεπαγγέλτως σε έρευνα της άλλης κύριας, αλλά και της επικουρικής βάσης. Η έρευνα των μη εξετασθεισών πρωτοδίκως βάσεων γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, διότι τούτο υποκαθίσταται κατά τον νόμο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και γι’ αυτό δεν απαιτείται για την ενέργεια αυτή έφεση, αντέφεση ή αίτημα του ενάγοντος. Εάν, όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τις επικουρικές βάσεις ή και την κύρια βάση και δέχθηκε την αγωγή κατά κάποια από τις κύριες βάσεις της ή την επικουρική αντίστοιχα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει την έφεση του εναγομένου, ο οποίος παραπονείται, γιατί έγινε δεκτή με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή κατά την κύρια ή αντίστοιχα την επικουρική βάση της, δεν μπορεί να ερευνήσει τις επικουρικές ή την κύρια βάσεις της αγωγής, δίχως έφεση ή αντέφεση  του ενάγοντος (ΑΠ 2039/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ  1556/2012 ΕΔΠολ 2013.559, ΑΠ 920/2011 ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η  έφεση κατά τον ΚΠολΔ, εκδ. 2003, παράγρ. 968 επ.). Εξάλλου, αν η απόφαση εξαφανίζεται ύστερα από παραδοχή ενός από τους περισσότερους λόγους έφεσης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο καθίσταται αρμόδιο να ερευνήσει όλα τα αναγκαία ζητήματα για τη διάγνωση της διαφοράς, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή, και, συνεπώς, τούτο είναι αρμόδιο να εξετάσει τις καταλυτικές της αγωγής ενστάσεις και τις βάσεις της αγωγής, που δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως. Όσον δε αφορά τους υπόλοιπους λόγους έφεσης (πλην εκείνου που έγινε δεκτός), που αναφέρονται σε άλλες πλημμέλειες της απόφασης, παρέλκει να ερευνηθούν, πλην όμως, μετά την εξαφάνιση της απόφασης εκτιμώνται ως πραγματικοί ισχυρισμοί του εκκαλούντος, των οποίων το παραδεκτό της προβολής θα κριθεί κατά τα άρθρα 269 και 527 ΚΠολΔ (Σ. Σαμουήλ, ο.π., παράγρ. 542 και 1144). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 221 § 1 α’, 222, 308 § 1, και 522 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η εκκρεμοδικία, η οποία εμποδίζει τη διεξαγωγή νέας δίκης σε οποιοδήποτε δικαστήριο για την ίδια διαφορά μεταξύ των ίδιων διαδίκων, με την ίδια ιδιότητα, διαρκεί μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της αγωγής ή να επέλθει κατάργηση της δίκης κατ’ άλλον νόμιμο τρόπο, όπως με την παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, κατά τα άρθρα 294 και 296 ΑΚ, γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά  ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου (ΑΠ 138/2014 ΝΟΜΟΣ).

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος  με την ένδικη από 20-9-2012 αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς πρωτοδικείου Πειραιώς κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, όπως αυτή παραδεκτά συμπληρώθηκε με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις του, ισχυρίστηκε ότι, δυνάμει του με αρ. ……… προσυμφώνου πωλήσεως του συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννη Παπαγεωργίου ο εναγόμενος και ο ……………, που είχαν αναλάβει εργολαβικά την ανέγερση της πολυόροφης οικοδομής, που βρίσκεται στη θέση «Καραβά Β» του δήμου Νικαίας και επί της οδού ……. αρ. ….., υποσχέθηκαν να του μεταβιβάσουν λόγω πωλήσεως την πλήρη κυριότητα μίας οριζόντιας ιδιοκτησίας και συγκεκριμένα ενός διαμερίσματος του τρίτου ορόφου, όπως αυτό ακριβώς περιγράφεται στην αγωγή, αντί συμφωνηθέντος τιμήματος ύψους 610.000 δραχμών. Ότι ο ίδιος κατέβαλε τμηματικά το συμφωνηθέν τίμημα και από τον χρόνο υπογραφής του προσυμφώνου, οπότε και παρέλαβε τα κλειδιά του διαμερίσματος, μέχρι το έτος 2001 ασκούσε συνεχώς τις προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου  περιγραφόμενες πράξεις νομής τόσο αυτοπρόσωπα όσο και μέσω του αδερφού του, χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί το δικαίωμα του σε αυτό. Ότι, το έτος 2001 ο εναγόμενος, ενεργώντας αυθαίρετα και παράνομα, τον απέβαλε από τη νομή του επίδικου διαμερίσματος παραβιάζοντας την κλειδαριά και τοποθετώντας καινούρια, ενώ στη συνέχεια προέβη στην εκμίσθωση του σε τρίτα πρόσωπα εισπράττοντας μισθώματα συνολικού ύψους 35.945,70 ευρώ, κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, Α) ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με την απειλή χρηματικής ποινής για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης απόφασης, να του αποδώσει τη νομή του επιδίκου και τους πολιτικούς καρπούς αυτού, ήτοι το ποσό των 35.945,70 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο είσπραξης εκάστου επιμέρους ποσού, άλλως από την επίδοση της προγενέστερης, όμοιας κατά την ιστορική και νομική αιτία, από 26-1-2010 αγωγής, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής. Β) Επικουρικά, ισχυριζόμενος ότι από την περιγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου υπέστη ζημία, που συνίσταται στην παράνομη αποβολή του από τη νομή του επιδίκου και την είσπραξη των ανωτέρω μισθωμάτων, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του αποδώσει τη νομή του επιδίκου και τα εισπραχθέντα μισθώματα συνολικού ποσού 35.945,70 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο είσπραξης εκάστου επιμέρους ποσού, άλλως  από την επίδοση της προγενέστερης, όμοιας κατά την ιστορική και νομική αιτία, από 26-1-2010 αγωγής, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Γ) Επικουρικότερα, για την περίπτωση απόριψης των ως άνω βάσεων της αγωγής, από την προστασία της νομής και την αδικοπραξία, λόγω παραγραφής τους, επικαλούμενος, περαιτέρω, ότι ο εναγόμενος με την παράνομη και αυθαίρετη εγκατάσταση του στη νομή του επιδίκου κατέστη πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία  σε βάρος της  περιουσίας του  με ζημία του ιδίου, συνιστάμενη στην αξία  της νομής του επιδίκου και τους πολιτικούς καρπούς, που εισέπραξε από αυτό, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του αποδώσει τη νομή του επιδίκου και τα εισπραχθέντα μισθώματα συνολικού ποσού 35.945,70 ευρώ,  με τον νόμιμο τόκο από τον χρόνο είσπραξης εκάστου επιμέρους ποσού  μισθώματος, άλλως  από την επίδοση της προγενέστερης, όμοιας κατά την ιστορική και νομική αιτία, από 26-1-2010 αγωγής, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής.

Μετά τη συζήτηση της άνω αγωγής, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αρ. 3177/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η αγωγή κατά τα κύρια και επικουρικά της αιτήματα και μη νόμιμη  κατά το παρεπόμενο αίτημά της περί απειλής χρηματικής ποινής σε βάρος του εναγομένου.  Στη συνέχεια, έγινε δεκτή η αγωγή ως ουσία βάσιμη κατά την δεύτερη επικουρική βάση της, τη στηριζόμενη στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού  κρίθηκε ότι η  επίδικη αξίωση ως προς τις βάσεις της από τις διατάξεις προστασίας της νομής και την αδικοπραξία είχαν παραγραφεί, σύμφωνα με τα άρθρα 992 και 937 ΑΚ. Κατά της ανωτέρω απόφασης, και δη κατά το μέρος που έγινε δεκτή, άσκησε ο εναγόμενος την υπό κρίση έφεση του, παραπονούμενος με τους περιεχόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή  εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνιση της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της. Αφού συζητήθηκε η ένδικη έφεση, αντιμωλία των διαδίκων, στην προσδιορισθείσα δικάσιμο της 6ης-11-2014, το Δικαστήριο αυτό εξέδωσε την με αρ. 258/2015  μη οριστική απόφαση του, με την οποία, κρίνοντας ως βάσιμο τον πρώτο λόγο έφεσης, περί εσφαλμένης απόρριψης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της ένστασης εκκρεμοδικίας, δέχτηκε την έφεση κατ’ ουσίαν και εξαφάνισε την προσβαλλόμενη απόφαση. Στη συνέχεια, αφού κράτησε την υπόθεση και δίκασε την αγωγή, ανέστειλε τη συζήτησή της μέχρις ότου περατωθεί η δίκη, που ανοίχθηκε με την από 20-12-2011 και αρ. κατάθ. ……….. προγενέστερη όμοια αγωγή, που είχε ασκήσει ο ενάγων κατά του εναγομένου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Εν προκειμένω, από τα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο έγγραφα προκύπτει ότι αυτός με την από 17-1-2012 και αρ. κατάθ. ……. δήλωση παραιτήσεως εκ του δικογράφου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο (βλ. με αρ. ………. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών …………..), παραιτήθηκε νομότυπα από την  με ημερομηνία 20-12-2011 και αρ. κατάθ. …….. προγενέστερη, όμοια  με την ένδικη κατά την ιστορική και νομική της αιτία, αγωγή του εναντίον του εναγομένου. Συνεπώς, παραδεκτώς πλέον, μετά την έκδοση της υπ’ αρ. 258/2015 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου  η ένδικη από 20-9-2012 (με αρ. κατάθ. ……..) αγωγή του. Εφόσον δε με την προαναφερόμενη με αρ. 258/2015 απόφαση είχε γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και εξαφανίστηκε η προσβαλλόμενη με αρ. 3177/2013  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κρατώντας και δικάζοντας την αγωγή, το παρόν Δικαστήριο καθίσταται αρμόδιο να ερευνήσει όλα τα αναγκαία ζητήματα για τη διάγνωση της διαφοράς, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή.

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 904, 974, 987, 989, 992 και 1041 επ. ΑΚ προκύπτει, ότι η νομή δεν είναι μόνο φυσική εξουσία επί του πράγματος (κατοχή) όποιου την απέκτησε, αλλά αποτελεί και περιουσιακό στοιχείο, που προσπορίζει ωφέλεια στον αποκτώντα, όπως τέτοιας δυνατότητας απόκτησης της οικείας κυριότητας με χρησικτησία. Παρέπεται, επομένως, ότι με την ενιαύσια παραγραφή των ένδικων μέσων προστασίας της νομής (ως εξουσίας) έναντι οικείας αποβολής ή διατάραξης, η ενοχική αξίωση προς απόδοση αυτής ως αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν επηρεάζεται. Και αυτό γιατί η ωφέλεια από αυτήν την ίδια ενιαύσια παραγραφή είναι δικαιολογημένη, η ωφέλεια όμως από τη νομή του πράγματος, η οποία αποτελεί πλουτισμό, ανεξάρτητο από την παραγραφή, είναι αδικαιολόγητη. Εξάλλου, για να είναι νόμιμη η από το άρθρο 904 ΑΚ αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όταν με αυτή ζητείται η απόδοση της νομής μετά την παραγραφή των αξιώσεων των ένδικων βοηθημάτων από τα άρθρα 987 και 989 του ίδιου Κώδικα, απαιτείται η ύπαρξη της νομής του ενάγοντα κατά τον χρόνο της απώλειάς της γι’ αυτόν και η από τον εναγόμενο κατάληψη και κατοχή του επίδικου ακινήτου, ο οποίος έτσι έγινε αδικαιολόγητα πλουσιότερος, ενώ αίτημά της είναι η αποβολή του εναγομένου, ο οποίος εξακολουθεί να βρίσκεται στη νομή του ακινήτου κατά τον χρόνο της επίδοσης της αγωγής και η απόδοση της νομής στον ενάγοντα. Η εν λόγω αγωγή δεν αποτελεί ένδικο βοήθημα προστασίας της νομής, αλλά είναι ενοχική προς απόδοση του πλουτισμού (condictio possessionis). Η ίδια αγωγή είναι επιβοηθητικής φύσης και γι’ αυτό μπορεί να ασκηθεί μόνο αν λείπουν οι προϋποθέσεις αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία ή άλλη παρόμοια αιτία, υπό την προϋπόθεση όμως ότι εκείνη θεμελιώνεται επί των ίδιων πραγματικών περιστατικών, στα οποία στηρίζεται αυτή η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία (ουσιαστική επικουρικότητα -ΑΠ 1433/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1659/2009 ΝοΒ 2010.1689). Η προς απόδοση δε του πλουτισμού αγωγή, που έχει ενοχικό χαρακτήρα, υπόκειται στην γενική εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ  (ΑΠ 1208/2012 ΝΟΜΟΣ).

Η κρινόμενη αγωγή  με το ανωτέρω εκτεθέν περιεχόμενο είναι πλήρως ορισμένη κατά την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ως προς την οποία έγινε δεκτή η αγωγή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά το κεφάλαιο δε αυτό μεταβιβάζεται η υπόθεση στο παρόν δικαστήριο), αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατά  νόμο  στοιχεία για τη θεμελίωση της στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και δη αναφέρεται ότι ο ενάγων  είχε τη νομή του επίδικου ακινήτου από της υπογραφής του προσυμφώνου πωλήσεως στις 8-11-1977, ασκώντας τις αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις νομής, μέχρι και τον χρόνο της απώλειάς της γι’ αυτόν το έτος 2001, η κατάληψη και κατοχή του επίδικου ακινήτου από τον εναγόμενο μέχρι και τον χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής, ότι αυτός έτσι έγινε αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος, καθώς και ότι  ελλείπουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της αξίωσης του (ενάγοντος) στις διατάξεις προστασίας της νομής και της αδικοπραξίας λόγω παραγραφής. Συνεπώς, τα περί αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ομοίως, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός του εναγομένου περί αοριστίας  του αγωγικού αιτήματος για απόδοση των καρπών, ο οποίος εσφαλμένα εκλαμβάνει ότι το αίτημα αυτό στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 1096 ΑΚ, ενώ το σχετικό αίτημα  στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 908 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ο λήπτης οφείλει να αποδώσει και τους καρπούς που συνέλεξε καθώς και ο,τιδήποτε απέκτησε από το πράγμα, και είναι ορισμένο χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται κακοπιστία του λήπτη. Ακόμη, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο ενάγων, ζητώντας με την ένδικη αγωγή του μεγαλύτερο ποσό, από εκείνο που ζητούσε με την προγενέστερη από 11-2-2010 αγωγή του, η οποία απορρίφθηκε ως αόριστη με την υπ’ αρ. 2718/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μεταβάλλει απαραδέκτως το αίτημα της  υπό κρίση αγωγής. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθόσον η εδώ κρινόμενη αγωγή συνιστά αυτοτελή αίτηση παροχής έννομης προστασίας, διαφορετική από την προηγούμενη, και οι προϋποθέσεις και όροι του παραδεκτού της κρίνονται ανεξάρτητα από τις αντίστοιχες της προηγούμενης αγωγής, η δε διαφοροποίηση, που επικαλείται ο εναγόμενος ως προς τα αιτήματα των δύο αγωγών, κάθε άλλο παρά μεταβολή του αιτήματος συνιστά, μπορεί δε να έχει συνέπειες μόνο όσον αφορά το ζήτημα της παραγραφής κατά το άρθρο 263 ΑΚ.

Περαιτέρω,  από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα του ενάγοντος, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, από την με αρ. ……… ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα …………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Καγιαυτάκη, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του εκκαλούντος, κατόπιν προηγούμενης νομότυπης κλήτευσης του εφεσίβλητου (βλ. με αρ. ……….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Αθηνών ……………..) και η οποία παραδεκτά, κατ’ άρθρο 529 § 1 ΚΠολΔ, προσάγεται το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, καθώς και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι υπ’ αρ. …………. ένορκες βεβαιώσεις  των μαρτύρων ………….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, οι οποίες ελήφθησαν στα πλαίσια άλλης, προηγούμενης, δίκης μεταξύ των ίδιων διαδίκων, και οι οποίες συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, με την επισήμανση ότι η μνεία παρακάτω ορισμένων εγγράφων είναι ενδεικτική, καθόσον ουδένα παραλήφθηκε για την ουσιαστική διερεύνηση της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’ αρ. ………. συμβολαιογραφικού προσυμφώνου μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου  και εργολαβικού συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννη Παπαγεωργίου σε συνδυασμό με το υπ’ αρ. ………… συμβόλαιο εκχώρησης δικαιωμάτων εκ του προσυμφώνου μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου και εργολαβικού συμβολαίου του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, ο ……….., ιδιοκτήτης ενός οικοπέδου, συνολικής εκτάσεως 365,18 τμ., κείμενου στη θέση «Καραβά Β», εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του Δήμου Νίκαιας, στο οικοδομικό τετράγωνο 55, και επί της οδού ……  αρ. …… (ήδη σήμερα αρ. …..), συνορευόμενου βορειοδυτικά εν μέρει με ιδιοκτησία ……….. και εν μέρει με ιδιοκτησία ………, νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία ………. και κατά μικρό τμήμα με ιδιοκτησία ……., βορειοανατολικά εν μέρει με ιδιοκτησία ………… και εν μέρει με ιδιοκτησία ………… και  νοτιοδυτικά με την οδό ………., όπως αυτό εμφαίνεται με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α στο από 16-9-1975 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………., το οποίο προσαρτάται στο υπ’ αρ. ……… συμβόλαιο, και, ανέθεσε, με την ιδιότητα του οικοπεδούχου,  στον εναγόμενο και τον ……….., ως εργολήπτες, την ανέγερση, επί του άνω οικοπέδου, πολυόροφης οικοδομής (πολυκατοικίας) με δαπάνες των εργοληπτών. Με τα ανωτέρω συμβόλαια ο οικοπεδούχος, ………., συμφωνήθηκε να  παρακρατήσει τα 154‰ της εξ αδιαιρέτου κυριότητας του επί του παραπάνω οικοπέδου, αντιστοιχούντων στις μέλλουσες να αναγερθούν οριζόντιες ιδιοκτησίες, και ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει  στους εργολήπτες, κοινώς και κατ’ ισομοιρία σε καθένα ή σε τρίτους, που αυτοί θα υποδείκνυαν, τα υπόλοιπα 846‰ της εξ αδιαιρέτου κυριότητας επί του ως άνω οικοπέδου μετά των αντιστοιχουσών λοιπών οριζόντιων ιδιοκτησιών της εν λόγω πολυκατοικίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και το με στοιχεία (Γ2) διαμέρισμα του τρίτου (Γ) πάνω από το ισόγειο ορόφου. Μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής της πολυρόροφης οικοδομής, αυτή υπήχθη στις διατάξεις του Ν. 3741/1929, 1002 και 1117 ΑΚ, δυνάμει της υπ’ αρ. ……… συμβολαιογραφικής πράξης σύστασης οριζοντίων ιδιοκτησιών και κανονισμού πολυκατοικίας του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, η οποία έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Νίκαιας (τόμος …… και αύξων αριθμός ………). Το με στοιχείο … διαμέρισμα  της εν λόγω πολυκατοικίας, που αποτελούσε τμήμα του εργολαβικού ανταλλάγματος,  είχε επιφάνεια 63,40 τμ., αποτελείτο από τρία (3) δωμάτια, χωλ, κουζίνα, λουτρό, διαδρόμους και εξώστη προς την οδό ……..,  και συνόρευε νοτιοδυτικά με την οδό ………, βορειοανατολικά  με το υπό στοιχεία … διαμέρισμα, με φωταγωγό, με το φρέαρ του ανελκυστήρα και με τον κεντρικό διάδρομο, βορειοδυτικά με το υπό στοιχεία …. διαμέρισμα, με το φρέαρ του ανελκυστήρα και με φωταγωγό και νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία ……… και με φωταγωγό, όπως εμφαίνεται στο συνημμένο στην υπ’ αρ. ……… συμβολαιογραφική πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας από Ιούνιο 1976 υπ’ αρ. ……. σχεδιάγραμμα κάτοψης Γ΄ ορόφου του πολιτικού μηχανικού …….., είχε δε ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 82‰ εξ αδιαιρέτου, αναλογία κοινόχρηστων δαπανών 82 ‰, ανελκυστήρα 114 ‰ και ψήφους 50 επί συνόλου χιλίων. Στη συνέχεια, δυνάμει του υπ’ αρ. ………. προσυμφώνου πώλησης διαμερίσματος του ιδίου ανωτέρω συμβολαιογράφου, οι ανωτέρω εργολήπτες ανέλαβαν την υποχρέωση να μεταβιβάσουν στον ενάγοντα, κατά πλήρη κυριότητα, λόγω πώλησης, το ανωτέρω υπό στοιχείο Γ2 διαμέρισμα, αντί τιμήματος 610.000 δραχμών, το οποίο συμφωνήθηκε να καταβληθεί τμηματικά. Συγκεκριμένα,  το ποσό των 10.000 δραχμών  ο ενάγων κατέβαλε σε μετρητά στους πωλητές -εργολήπτες κατά την υπογραφή του συμβολαίου, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 600.00 δραχμών συμφωνήθηκε να καταβληθεί ως εξής, το ποσό των 300.000 δραχμών μέχρι τις 15-12-1977 και το υπόλοιπο ποσό των 300.000 δραχμών σε 20 ισόποσες μηνιαίες δόσεις των 15.000 δραχμών καθεμία με την τελευταία καταβλητέα τον Ιούνιο του 1979. Προς διευκόλυνση της πληρωμής των δόσεων ο ενάγων αποδέχτηκε είκοσι (20) συναλλαγματικές εκδόσεως των εργοληπτών, ίσου ποσού η καθεμία με τις συμφωνηθείσες δόσεις και αντίστοιχης λήξεως, και ορίστηκε ότι η εξόφληση κάθε συναλλαγματικής θα συνεπάγεται αυτοδίκαια και την εξόφληση της  αντίστοιχης δόσης, ενώ η κατοχή από τον ενάγοντα-αγοραστή των συναλλαγματικών θα αποτελεί και απόδειξη εξόφλησης των συναλλαγματικών. Το οριστικό συμβόλαιο, εξάλλου, συμφωνήθηκε να καταρτιστεί μετά την ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος, ήτοι μετά την 10-6-1979 και εντός έτους από την ημερομηνία αυτή, ήτοι μέχρι 10-6-1980. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι το τίμημα της πώλησης εξοφλήθηκε από τον ενάγοντα ολοσχερώς, όπως τούτο προκύπτει και από την εκ μέρους του κατοχή των σωμάτων των προαναφερόμενων συναλλαγματικών, χωρίς όμως ποτέ να συνταχθεί και υπογραφεί από αμφότερες τις πλευρές το οριστικό συμβόλαιο. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι οι ως άνω συναλλαγματικές είναι πλαστές, για το λόγο ότι φέρουν τη σφραγίδα της εταιρείας, ενώ κατά τη σύνταξη του ανωτέρω προσυμφώνου με τον ενάγοντα συμβλήθηκαν με τον ανωτέρω συνεταίρο του ατομικά. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος πρωτίστως ως απαράδεκτος για το λόγο ότι ο εναγόμενος δεν προσκομίζει ούτε επίσης αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, που αποδεικνύουν την επικαλούμενη πλαστότητα. Πέραν τούτου όμως, το Δικαστήριο αυτό άγεται στην κρίση ότι οι εν λόγω συναλλαγματικές είναι γνήσιες, όπως κρίθηκε και με την υπ’ αρ. 13/2011, αμετάκλητη πλέον, απόφαση του αυτού Δικαστηρίου, κατά την εκδίκαση αντίθετων αγωγών των διαδίκων προς αναγνώριση της κυριότητας τους επί του επίδικου ως άνω διαμερίσματος. Ειδικότερα, προέκυψε ότι ο οικοπεδούχος ………… συμβλήθηκε ατομικά με τον εναγόμενο και τον συνεταίρο του, …………., για την ανέγερση της οικοδομής επί του προπεριγραφόμενου οικοπέδου, διότι δεν είχε συσταθεί ακόμη  (κατά την υπογραφή του υπ’ αρ. ………. προσυμφώνου εργολαβικού συμβολαίου στις 29-9-1975) η μεταξύ τους ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…….» και τον διακριτικό τίτλο «……..», η οποία συστήθηκε  μεταγενέστερα με το νομίμως δημοσιευθέν υπ’ αρ. ………. συμφωνητικό, και αυτή πλέον στη συνέχεια προχώρησε στην ανέγερση της εν λόγω οικοδομής, ενώ οι εταίροι της δρούσαν ως ομόρρυθμοι εταίροι και όχι ατομικά. Γι’ αυτόν τον λόγο, λοιπόν, οι επίδικες 20 συναλλαγματικές  φέρουν τη σφραγίδα της ομόρρυθμης εταιρείας. Εξάλλου, οι συναλλαγματικές αυτές εκδόθηκαν και υπογράφηκαν ενώπιον όλων των συμβαλλομένων στο προαναφερόμενο υπ’ αρ. ………. προσύμφωνο πώλησης, αλλά και ενώπιον του συμβολαιογράφου, που συνέταξε το προσύμφωνο και συνεπώς ο εναγόμενος γνώριζε εξ αρχής ποιος τις είχε υπογράψει και ότι αυτές οι συναλλαγματικές έφεραν τη σφραγίδα της εταιρείας τους. Επιπρόσθετα, κάποιες εκ των συναλλαγματικών, αυτές με ημερομηνίες λήξης 10-7-1978, 10-8-1978, 10-9-1978, 10-1-1979, 10-4-1979, 10-5-1979 και 10-6-1979, φέρουν οπισθογράφηση τους από τους ομόρρυθμους εταίρους, τον …………. και τον εναγόμενο, υπό την εταιρική σφραγίδα, προς τρίτα πρόσωπα, αλλά και οπισθογραφήσεις τρίτων προσώπων προς άλλα περαιτέρω πρόσωπα, πέντε εκ των οποίων διάφορες τράπεζες, γεγονός που αναιρεί και τον ισχυρισμό του εναγομένου ότι οι προσκομισθείσες από τον ενάγοντα συναλλαγματικές συμπληρώθηκαν μεταγενέστερα για να εξυπηρετήσουν τη συγκεκριμένη δίκη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων από την υπογραφή του ανωτέρω προσυμφώνου έλαβε τα κλειδιά του επίδικου διαμερίσματος και άρχισε να ασκεί σε αυτό τις προσιδιάζουσες στην φύση και τον προορισμό του διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίου. Ειδικότερα, άρχισε να κατοικεί σε αυτό μαζί με τον αδερφό του, …………., μέχρι το έτος 1978, οπότε ο ενάγων παντρεύτηκε και αποχώρησε από αυτό, παραχωρώντας όμως τη χρήση του διαμερίσματος έναντι μικρού μισθώματος στον αδερφό του, ο οποίος  διέμενε εκεί ασκώντας όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του πράξεις  νομής στο όνομα και για λογαριασμό του αδερφού του -ενάγοντος (άρθρο 980 ΑΚ) μέχρι το 1997, οπόταν παντρεύτηκε και ο ίδιος και, αφότου μετακόμισε σε άλλη κατοικία, ο ενάγων άρχισε να ασκεί και πάλι αυτοπροσώπως τη νομή στο επίδικο. Ειδικότερα, ο  ενάγων προέβη κατ’ αρχήν στις απαραίτητες ενέργειες για σύνδεση του διαμερίσματος με το δίκτυο της ΔΕΗ προς παροχή ρεύματος (βλ. δύο λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος για τα διαστήματα από 21-2-1991 έως 23-4-1991 και  από 20-6-1991 έως 22-10-1991, που έχουν εκδοθεί στο όνομα του), ενώ ο ίδιος στις 22-7-1998 υπέβαλε στη ΔΕΗ αίτηση διακανονισμού οφειλόμενων λογαριασμών, τους οποίους τελικά και ο ίδιος εξόφλησε. Στο όνομα του αδερφού του ενάγοντος (………..)  είχε γίνει η σύνδεση του επίδικου διαμερίσματος με το δίκτυο της ΕΥΔΑΠ  για την παροχή ύδατος και υπηρεσιών αποχέτευσης (βλ. λογαριασμούς κατανάλωσης νερού των χρονικών διαστημάτων από 4-4-1999 έως 3-7-1999 και από 4-4-1999 έως 3-10-1999), ενώ τη διεύθυνση του εν λόγω διαμερίσματος, στην οδό ……. …….., είχε δηλώσει ο ……….. ως τόπο κατοικίας του για όλες τις επαφές του με τρίτους ή υπηρεσίες, όπως για τη σύνδεση με το δίκτυο του ΟΤΕ ή τις συναλλαγές με την ΔΟΥ (βλ. λογαριασμούς τηλεπικοινωνιακών τελών των διαστημάτων από 8-12-1995 έως 6-2-1996 και από 11-4-1997 έως 11-6-1997, με αρ. ………. έτους 1992 αποδεικτικό τελών κυκλοφορίας αυτοκινήτων της ..’ ΔΟΥ Νίκαιας, με αρ. ……… ληξιαρχική πράξη γάμου του ληξιαρχείου ………. Αττικής),  στην διεύθυνση δε αυτή του κοινοποιήθηκε με την ιδιότητα του οφειλέτη και η υπ’ αρ. …….. περίληψη κατασχετήριας έκθεσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Κω, ……… Επίσης, αποδείχθηκε ότι τα ειδοποιητήρια καταβολής των κοινοχρήστων  δαπανών στην ως άνω πολυκατοικία, τα οποία αφορούσαν το επίδικο διαμέρισμα, εκδίδονταν στο όνομα «……….» και πληρώνονταν από τον αδερφό του ενάγοντος για όσο διάστημα διέμενε αυτός στο επίδικο διαμέρισμα, ενώ μετά το 1997, οπότε το διαμέρισμα παρέμεινε πλέον κενό, τις σχετικές δαπάνες κατέβαλε ο ενάγων, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από τον τελευταίο εξοφλητικές αποδείξεις  των ετών 1997 και 1999, γεγονός που φανερώνει ότι ο ενάγων επισκεπτόταν το διαμέρισμα του καθ’ όλο το διάστημα μέχρι και το 1999 προκειμένου να λαμβάνει γνώση για τις κοινόχρηστες δαπάνες και να προβαίνει στις σχετικές πληρωμές προς τον διαχειριστή. Μάλιστα στις 10-11-1999 ο ενάγων κατέβαλε στον τότε διαχειριστή της πολυκατοικίας  το ποσό των 35.000 δραχμών, που αποτελούσε την αναλογία του για τις κοινόχρηστες δαπάνες αλλαγής των κεντρικών σωλήνων της οικοδομής (βλ. σχετική προσκομιζόμενη έγγραφη απόδειξη πληρωμής με ημερομηνία 10-11-1999, της οποίας η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε). Εξάλλου το έτος 1999, όταν άρχισε η κτηματογράφηση της περιοχής της Νίκαιας, όπου βρίσκεται η ανωτέρω πολυκατοικία, ο ενάγων υπέβαλε δήλωση ιδιοκτησίας για το διαμέρισμα αυτό, που έλαβε ΚΑΕΚ ……….., με αποτέλεσμα να φέρεται δικαιούχος αποκλειστικής κυριότητας αυτού, τόσο στις αρχικές αναρτήσεις όσο και στις  οριστικές εγγραφές (βλ. με ημερομηνία 5-10-1999 και αρ. πρωτ. …….. απόδειξη υποβολής δήλωσης του Εθνικού Κτηματολογίου και από 10-1-2000 απόδειξη πληρωμής για συμπλήρωση δηλώσεως κτηματολογίου του αρχιτέκτονα μηχανικού …….). Τις προαναφερόμενες υλικές πράξεις νομής του ενάγοντος, είτε αυτοπροσώπως είτε δια του αδερφού του ως αντιπροσώπου του στη νομή, δέχτηκε ότι ενήργησε στο επίδικο διαμέρισμα και η με αρ. 13/2011 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου ότι ο ενάγων κατέστη κύριος του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο εναγόμενος το έτος 2000, εκμεταλλευόμενος την απουσία του ενάγοντος, ο οποίος, λόγω σοβαρότατων προβλημάτων υγείας της αδερφής της συζύγου του -η οποία εν τέλει απεβίωσε από καρκίνο- αλλά και δικών του (βρέθηκε ότι πάσχει από τη νόσο crohn), σταμάτησε να επισκέπτεται το επίδικο, παραβίασε, αυθαίρετα και παράνομα, την κλειδαριά του επίδικου διαμερίσματος, την οποία στη συνέχεια (κλειδαριά) άλλαξε, αποβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τον ενάγοντα από τη νομή του επίδικου ακινήτου, την οποία ασκεί μέχρι και τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής. Ακολούθως, προχώρησε σε σύνδεση με το δίκτυο της ΕΥΔΑΠ στο όνομα του (βλ. με αρ. πρωτ. …………. έγγραφο της ΕΥΔΑΠ/Περιφερειακό Κέντρο Νίκαιας) και από τον Φεβρουάριο του 2001 δήλωνε   τον εαυτό του ως υπόχρεο για την καταβολή των κοινοχρήστων δαπανών, που αντιστοιχούσαν στο επίδικο διαμέρισμα, ώστε να εκδίδονται οι σχετικές ειδοποιήσεις και εξοφλητικές αποδείξεις στο όνομά του. Στη συνέχεια ο εναγόμενος, όπως συνάγεται από την εκ μέρους του μη αμφισβήτηση της αλήθειας του σχετικού αγωγικού ισχυρισμού  σε συνδυασμό με το σύνολο των δικών ισχυρισμών του (άρθρο 261 ΚΠολΔ), εκμίσθωσε το επίδικο ακίνητο από 1-11-2001 μέχρι 1-11-2003 στους …….. και ……… αντί μηνιαίου μισθώματος 85.000 δραχμών (ήτοι 249,45 €), η οποία μίσθωση συνεχίστηκε σιωπηρά και για το χρονικό διάστημα από 2-11-2003 έως 24-11-2004, αντί μηνιαίου μισθώματος 249,45 €. Έπειτα ο εναγόμενος εκμίσθωσε το επίδικο διαμέρισμα εκ νέου στους άνω μισθωτές για το διάστημα από 25-11-2004 έως 30-11-2005 αντί μηνιαίου μισθώματος 280 €, μίσθωση η οποία συνεχίστηκε σιωπηρά μέχρι τις 30-6-2007, οπότε οι ως άνω μισθωτές αποχώρησαν από το μίσθιο και λύθηκε η μίσθωση. Κατόπιν, ο εναγόμενος εκμίσθωσε εκ νέου το επίδικο διαμέρισμα στον ……… από 1-11-2007 έως 1-11-2009 αντί μηνιαίου μισθώματος 300 €, μίσθωση η οποία εξακολουθεί μέχρι την επίδοση της ένδικης αγωγής (12-10-2012). Από την εκμίσθωση του επιδίκου ο εναγόμενος εισέπραξε τα εξής ποσά α) για το διάστημα από 1-11-2001 μέχρι 25-11-2004 : 249,45 € το μηνιαίο μίσθωμα Χ 37 μήνες =9.230 €, β) για το διάστημα από 26-11-2004 μέχρι 30-6-2007 : 280 € το μηνιαίο μίσθωμα Χ 31 μήνες = 8.680 € και γ) για το διάστημα από 1-11-2007 μέχρι 12-10-2012 : 300 € το μηνιαίο μίσθωμα  Χ 59 μήνες= 17.700 ευρώ, ήτοι συνολικά εισέπραξε το ποσό των (9.230 + 8.680 + 17.700=) 35.610 ευρώ. Συνεπώς, ο εναγόμενος από το 2000, που απέβαλε τον ενάγοντα από τη νομή του επιδίκου, μέχρι σήμερα, εξακολουθεί να νέμεται και να κατέχει αυθαίρετα το επίδικο και έτσι έγινε ο ίδιος (εναγόμενος), χωρίς νόμιμη αιτία, πλουσιότερος από την περιουσία του ενάγοντος, τόσο κατά την αξία της νομής, που αυθαίρετα έχει, όσο και κατά την αξία των καρπών, ήτοι των μισθωμάτων, που εισέπραξε καθ’ όλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα,  ενώ παράλληλα έχουν υποπέσει σε παραγραφή τόσο η αξίωση του ενάγοντος από την προστασία της νομής, αφού παρήλθε διάστημα πέραν του έτους από την απώλεια της (το 2000), όσο και η αξίωση του από αδικοπραξία, δεδομένου ότι από το 2000 παρήλθε πενταετία, χωρίς να επιδιώξει ο ενάγων αποζημίωση από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου. Ο εναγόμενος προς απόδειξη των ισχυρισμών του, ότι πραγματικός αγοραστής του διαμερίσματος ήταν ο αδερφός του ενάγοντος, ……………, ότι ο ενάγων δεν άσκησε ποτέ πράξεις νομής στο επίδικο και ότι ο ίδιος το έλαβε στη νομή του μετά το θάνατο του ………, επικαλείται και προσκομίζει την υπ’ αρ. ……… ένορκη βεβαίωση του ………., ο οποίος καταθέτει ότι υπήρξε διαχειριστής της εν λόγω πολυκατοικίας από της κατασκευής της μέχρι το 2014 και επιβεβαιώνει τους άνω ισχυρισμούς του εναγομένου, ενώ αρνείται ότι είδε ποτέ τον ενάγοντα να επισκέπτεται την πολυκατοικία, πέραν μίας φοράς που του κατάβαλε κάποιες κοινόχρηστες δαπάνες. Ωστόσο, η κατάθεση του αυτή δεν μπορεί να κριθεί αξιόπιστη, δεδομένου ότι δεν συμφωνεί αφενός με ένορκη κατάθεση του ιδίου στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στα πλαίσια άλλης προηγούμενης δίκης μεταξύ των διαδίκων, κατά την οποία βεβαιώνει ότι υπήρξε διαχειριστής της πολυκατοικίας μόνο το διάστημα από το 1994 έως το 2000, αφετέρου με τις προσκομιζόμενες από τους διαδίκους εξοφλητικές αποδείξεις και ειδοποιητήρια κοινοχρήστων, στα οποία εμφανίζεται ως διαχειριστής από το 1997 μέχρι τον Οκτώβριο του 2001, ενώ για τα έτη 1993, 1995,  2002-2004, 2007-2009 ως διαχειριστές εμφανίζονται άλλα πρόσωπα (ήτοι ………….. αντίστοιχα). Εξάλλου, οι εξοφλητικές αποδείξεις κοινοχρήστων του έτους 1999 (μετά δηλαδή την αποχώρηση του ……….. από το διαμέρισμα) και η απόδειξη πληρωμής ποσού 35.000 δραχμών για κοινόχρηστη δαπάνη, που προσκομίζει ο ενάγων, με διαχειριστή τον ……………, αναιρούν την δήλωση του τελευταίου ότι δεν είχε δει τον ενάγοντα στην πολυκατοικία.

Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεώς του ή η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υποχρέου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, δεν συγχωρείται να γίνει, προς απόκρουση του δικαιώματος, επίκληση πράξεων άσχετων με τη συμπεριφορά αυτή. Για την εφαρμογή της διατάξεως δεν αρκεί μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ’ ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 16/2017 ΝΟΜΟΣ). Ο εναγόμενος ισχυρίζεται με τις προτάσεις του ότι η ένδικη αγωγή ασκείται καταχρηστικά, διότι ο ενάγων γνωρίζει ότι πραγματικός αγοραστής του επίδικου διαμερίσματος ήταν ο αδερφός του, …………., ενώ με τη μακρόχρονη αδράνεια του επέδειξε συμπεριφορά ότι δεν πρόκειται να ασκήσει κάποια αξίωση εναντίον του. Σύμφωνα, όμως, με όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, για τη θεμελίωση της ενστάσεως του άρθρου 281 ΑΚ δεν αρκεί μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του ενάγοντος, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλείται ότι συνέτρεχαν και άλλα περιστατικά, αναγόμενα στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου ενάγοντος όσο και του ιδίου, ενόψει των οποίων η άσκηση από τον ενάγοντα του ένδικου δικαιώματος του στο επίδικο ακίνητο να υπερβαίνει, κατά τρόπο ολοφάνερο, τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Συνεπώς, η παραπάνω ένσταση πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη. Επίσης, ο εναγόμενος προβάλλει την ένσταση παραγραφής του δικαιώματος του ενάγοντος από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ισχυριζόμενος ότι από τις 8-11-1977, που έλαβε αυτός (ο ενάγων) τα  κλειδιά του επίδικου διαμερίσματος παρήλθε, μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, διάστημα 33 ετών και συνεπώς συμπληρώθηκε η εικοσαετή παραγραφή. Η ένσταση αυτή όμως είναι νόμω αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι  κρίσιμο χρονικό σημείο για την έναρξη της παραγραφής της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, στην εξεταζόμενη περίπτωση, είναι αυτό της περιέλευσης στον  εναγόμενο του πλουτισμού, που απέκτησε από την περιουσία του ενάγοντος, δηλαδή ο χρόνος που αυτός κατέλαβε αυθαίρετα τη νομή επί του επίδικου διαμερίσματος και κατέστη πλουσιότερος, ήτοι το 2000, και όσον αφορά τους καρπούς, ο χρόνος, κατά τον οποίο άρχισε να εισπράττει τα μισθώματα, ήτοι από το 2001. Από τα χρονικά αυτά σημεία, ωστόσο, δεν συμπληρώθηκε διάστημα είκοσι ετών μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής (στις 12-12-2012), ώστε το δικαίωμα, που ασκεί ο ενάγων με την υπό κρίση αγωγή του, να μην έχει υποπέσει ακόμη σε παραγραφή. Σημειωτέον ότι ως προς την ένσταση παραγραφής της αξίωσης από αδικοπραξία, που προβάλλει ο εναγόμενος, παρέλκει η εξέταση της, καθόσον η υπόθεση μεταβιβάστηκε στο παρόν Δικαστήριο μόνο ως προς την γενομένη δεκτή βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ενώ η βάση της αδικοπραξίας ερευνήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο και απορρίφθηκε, χωρίς δυνατότητα του Δικαστηρίου αυτού να προχωρήσει σε αυτεπάγγελτη έρευνα της χωρίς έφεση ή αντέφεση του ενάγοντος. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 325 και 326 ΑΚ, αν ο οφειλέτης έχει κατά του δανειστή ληξιπρόθεσμη αξίωση συναφή με την οφειλή του, έχει δικαίωμα, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο, να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής, ωσότου ο δανειστής εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει (δικαίωμα επίσχεσης). Το δικαίωμα επίσχεσης έχει ιδίως και ο υπόχρεος να αποδώσει ένα πράγμα για δαπάνες που έγιναν πάνω σ’ αυτό ή για ζημία που έπαθε από αυτό (ΑΠ 1024/2009 ΝΟΜΟΣ). Ο εναγόμενος, επικουρικά, υποβάλλει ένσταση επισχέσεως  και ισχυριζόμενος, ότι από το 2001 έως τις αρχές του 2010 προέβη στις αναφερόμενες στις προτάσεις του αναγκαίες δαπάνες στο επίδικο διαμέρισμα, δαπανώντας το συνολικό ποσό των 22.000 ευρώ, αρνείται την εκπλήρωση της δικής του υποχρέωσης προς τον ενάγοντα μέχρις ότου ο τελευταίος εκπληρώσει τη δική του ανταξίωση, ήτοι να του καταβάλλει το ανωτέρω ποσό. Η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως αόριστη, διότι ο εναγόμενος δεν περιγράφει αναλυτικά τις εργασίες, που πραγματοποίησε επί του επίδικου ακινήτου, χωρίς δηλαδή να αναφέρει ούτε τις ποσότητες των υλικών, που τοποθετήθηκαν, επικαλούμενος γενικά και αόριστα ότι προέβη σε αναγκαίες εργασίες και δη ελαιοχρωματισμούς-βαφές σπατουλαρίσματα, αλλαγή υδραυλικών (σωλήνες, βάνες, μπαταρίες, λαστιχάκια), αλλαγή κουφωμάτων κουζίνας (ντουλάπια συρτάρια), αλλαγή ηλεκτρικών (καλωδιώσεις, πρίζες, λαμπτήρες), αλλαγή πλακιδίων στο μπάνιο-WC), ούτε τα κοινόχρηστα που εξόφλησε αναλυόμενα κατά είδος και μήνα.

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη, κατά την επικουρική βάση της του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ως προς την οποία μεταβιβάστηκε η υπόθεση στο δικαστήριο αυτό, δεδομένου ότι οι άλλες δύο βάσεις της, από την προστασία της νομής και την αδικοπραξία είχαν απορριφθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο και δεν υπάρχει αντίθετη έφεση του ενάγοντος), και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδώσει στον ενάγοντα τη νομή του επίδικου ακινήτου καθώς και τα μισθώματα, που εισέπραξε, ποσού 35.610 ευρώ. Αναφορικά με τους τόκους επί του ποσού αυτού, κεφάλαιο που συνέχεται αναγκαστικά με την απαίτηση και συνεκκαλείται εν προκειμένω με την έφεση του εναγομένου,  πρέπει να λεχθεί ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 911 ΑΚ, ο λήπτης ευθύνεται σαν να είχε επιδοθεί η αγωγή σε περίπτωση απαίτησης για παράνομη ή ανήθικη αιτία, δηλαδή στην περίπτωση αυτή ο λήπτης ευθύνεται σα να του είχε επιδοθεί η αγωγή, λόγω πλασματικής υπερημερίας, από τον χρόνο λήψης της παροχής, με συνέπεια από του χρονικού αυτού σημείου να οφείλει νόμιμους τόκους. Εν προκειμένω, ο εναγόμενος οφείλει τόκους επί του προαναφερόμενου ποσού από την επίδοση της αγωγής, δεδομένου ότι  αυτός δεν προσδιορίζει με την αγωγή του τους χρόνους είσπραξης των επιμέρους μισθωμάτων (που είναι και η αποδοτέα ωφέλεια) από τον εναγόμενο, ούτε και αποδείχθηκε πότε ήταν καταβλητέα τα εν λόγω μισθώματα. Περαιτέρω, όμως, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων είχε ασκήσει εναντίον του εναγομένου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και την από 26-1-2010 με αρ. κατάθ. ……….., όμοια με την ένδικη, αγωγή του, με την οποία ζητούσε με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού να υποχρεωθεί ο τελευταίος να του αποδώσει τα μισθώματα που εισέπραξε από το επίδικο ακίνητο για το διάστημα από 1-11-2001 μέχρι 1-11-2009, ήτοι για συνολικά 83 μήνες μίσθωσης, συνολικού ποσού 22.985,70 ευρώ, η οποία αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη με την υπ’ αρ. 2718/2012 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου. Επομένως, για τα μισθώματα της περιόδου από 1-11-2001 μέχρι 1-2-2008 (για 83 μισθώματα) ανερχόμενα σε 22.410 ευρώ ο εναγόμενος οφείλει τόκους από την επίδοση της προγενέστερης αγωγής (ήτοι στις 23-2-2010, βλ. με αρ. ……… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών …………….), η οποία συνιστά όχληση, ενώ για το υπόλοιπο ποσό των 13.200 ευρώ, που αντιστοιχεί στα μισθώματα που εισέπραξε ο εναγόμενος το υπόλοιπο επίδικο διάστημα, οφείλει τόκους από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει κατά ένα μέρος να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου λόγω της μερικής νίκης και ήττας του, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό, ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα, διότι η έφεση του έγινε κατ’ ουσίαν δεκτή -με την υπ’ αρ. 258/2015 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 20-9-2012 και με αρ. κατάθ. ……… αγωγή (κατόπιν εξαφάνισης της προσβαλλόμενης υπ’ αρ. 3177/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την υπ’ αρ. 258/2015 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου).

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο  1) να αποδώσει στον ενάγοντα τη νομή του υπό στοιχείο … διαμερίσματος του τρίτου (Γ) πάνω από το ισόγειο ορόφου, επιφάνειας 63,40 τμ., αποτελούμενο από τρία (3) δωμάτια, χωλ, κουζίνα, λουτρό, διαδρόμους και εξώστη προς την οδό ………, το οποίο συνορεύει νοτιοδυτικά με την οδό ….., βορειοανατολικά  με το υπό στοιχεία ….. διαμέρισμα, με φωταγωγό, με το φρέαρ του ανελκυστήρα και με τον κεντρικό διάδρομο, βορειοδυτικά με το υπό στοιχεία …… διαμέρισμα, με το φρέαρ του ανελκυστήρα και με φωταγωγό και νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία ……… και με φωταγωγό, όπως αυτό εμφαίνεται στο συνημμένο στην υπ’ αρ. ……… συμβολαιογραφική πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας  του συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννη Παπαγεωργίου από Ιούνιο 1976 υπ’ αρ. ……. σχεδιάγραμμα κάτοψης Γ΄ ορόφου του πολιτικού μηχανικού ………, έχον δε ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 82‰ εξ αδιαιρέτου, αναλογία κοινόχρηστων δαπανών 82 ‰, ανελκυστήρα 114 ‰ και ψήφους 50 επί συνόλου χιλίων,  και το οποίο ευρίσκεται σε πολυκατοικία κείμενη σε οικόπεδο, συνολικής εκτάσεως 365,18 τμ., στη θέση «Καραβά Β», εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του Δήμου Νίκαιας, στο οικοδομικό τετράγωνο 55, επί της οδού Φρυγίας πρώην αρ. 14 και ήδη αρ. 30, 2) να καταβάλλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των  τριάντα πέντε χιλιάδων εξακοσίων δέκα (35.610) ευρώ εντόκως ως εξής, για το ποσό των  είκοσι δύο χιλιάδων τετρακοσίων δέκα (22.410) ευρώ από την επίδοση της με ημερομηνία 26-1-2010 (αρ. κατάθ. 1351/2010) αγωγής, ήτοι  από τις 23-2-2010, και για το υπόλοιπο ποσό των δεκατριών χιλιάδων διακοσίων (13.200) ευρώ, από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος του εναγομένου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τετρακόσια (2.400) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου έφεσης στο καταθέσαντα.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 29-11-2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ