ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 317/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————————-
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα, Τ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 239 § 3 του ν.4364/2016, σύμφωνα με το οποίο, κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση, αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση και οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πτωχευτικού κώδικα, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται συμπληρωματικά, ευθέως και όχι αναλογικά, εφόσον δεν αντίκεινται στον σκοπό που επιδιώκεται με την εκκαθάριση, μεταξύ δε αυτών και εκείνη του άρθρου 25, που απαγορεύει από την κήρυξη της πτώχευσης, μεταξύ άλλων, την άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, προκύπτει ότι, αν ανακληθεί η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, με απόφαση της αρμόδιας εποπτικής αρχής, μεταξύ άλλων, απαγορεύεται η άσκηση και εκδίκαση ενδίκων μέσων επί αποφάσεων, που εκδόθηκαν κατόπιν αγωγής ή άλλου ένδικου βοηθήματος από πιστωτές της εκκαθάρισης. Αν ασκηθούν δε ένδικα μέσα, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται αυτών οφείλει και αυτεπαγγέλτως να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτησή τους, κατ` άρθρο 239 § 3 εδ. τελ. του άνω νόμου 4364/2016. Η συγκεκριμένη απαγόρευση, μάλιστα, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι αφορά τόσο τα ένδικα μέσα που στρέφονται κατά της επιχείρησης, όσο και αυτά που στρέφονται σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση (εννοείται για τις αξιώσεις των ζημιωθέντων τρίτων), έτσι ώστε να προστατεύονται και οι δύο από τις αξιώσεις τρίτων, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε αναφορικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκίνητο, υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς του άρθρου 12α παρ. 5 του ν.δ/τος 400/1970, ήδη καταργηθέντος με το άρθρο 278 του ν.4364/2016, όπου γινόταν δεκτό, ότι επί ασφαλιστικής εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, από την αναστολή των ατομικών διώξεων κατά της εταιρίας εξαιρούνταν οι τρίτοι ζημιωθέντες σε τροχαίο ατύχημα που είχαν ευθέως εκ του νόμου δικαίωμα να στραφούν κατά αυτής, λόγω ασφάλισης από την τελευταία της αστικής ευθύνης του ζημιογόνου οχήματος κατά τον χρόνο του ατυχήματος, οπότε οι σχετικές δίκες διεξάγονταν κανονικά και κατά τον χρόνο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Τούτο, γιατί η σχετική διάταξη όριζε ότι “κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος (και όχι των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση) κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης”. Επομένως, υπό το καθεστώς του νέου αυτού νόμου, για εκκαθαρίσεις που έλαβαν χώρα από 1.1.2016 και μετά, όταν μία ασφαλιστική εταιρία τίθεται υπό ασφαλιστική εκκαθάριση και για όσο διάστημα διαρκεί αυτή, αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις κατά της εταιρίας, όλων όσων έχουν απαίτηση από ασφάλιση κατά αυτής, δηλαδή και των τρίτων ζημιωθέντων από τροχαίο ατύχημα που έχουν ευθεία εκ του νόμου αξίωση κατά της ασφαλιστικής εταιρίας, επειδή αυτή ασφάλιζε κατά τον χρόνο του ατυχήματος το ζημιογόνο όχημα για την προς τρίτους αστική του ευθύνη. Η αναστολή των ατομικών διώξεων περιλαμβάνει και την άσκηση ενδίκων μέσων κατά οριστικών αποφάσεων για τις παραπάνω διαφορές, είτε από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή, είτε από τον τρίτο ζημιωθέντα. Με την παραπάνω διαδικασία, που ομοιάζει με την πτωχευτική διαδικασία, κατά το χρόνο της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης, προστατεύεται και η ασφαλιστική εταιρία από τη διατήρηση των ενεργητικών στοιχείων της περιουσίας της, αλλά και οι ασφαλισμένοι από τις ατομικές διώξεις των ζημιωθέντων τρίτων, εφόσον η ασφαλιστική τους εταιρία προέκυψε αφερέγγυα, όλα δε αυτά ισχύουν για τις νέες ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις που άρχισαν μετά την 1/1/2016 (ΑΠ 1413/2019, ΑΠ 1254/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»)
Στην κρινόμενη περίπτωση, φέρονται προς συζήτηση οι από : Α) 12-9-2018 (αριθ. εκθ. καταθ. ………../14-9-2018) υπό στοιχ. Α΄ έφεση της τρίτης εναγομένης, Β) 9-1-2018 (αριθ. εκθ. καταθ. ………../31-1-2018) υπό στοιχ. Β΄ έφεση των εναγόντων, Γ) 5-11-2018 (αριθμ. εκθ. καταθ. …………/13-11-2018) υπό στοιχ. Γ΄έφεση του πρώτου και της δεύτερης εναγομένης, ως εν μέρει ηττηθέντων πρωτοδίκως διαδίκων, κατά της υπ’αριθμ. 3037/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και έκανε εν μέρει δεκτή την από 29-12-2015 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ………/2015) αγωγή των εναγόντων περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246, 591 § 1, 614 αρ. 6 του ΚΠολΔ).
Από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι με την από 26-10-2016 απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Γιβραλτάρ, η τρίτη εναγομένη-εφεσίβλητη-εκκαλούσα, εταιρεία με την επωνυμία «…………..», τέθηκε υπό ασφαλιστική εκκαθάριση και ορίστηκε εκκαθαριστής της ο ………….. (σχετ. η κοινοποίηση απόφασης δικαστικής εκκαθάρισης και η από 26-10-2016 ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος). Σύμφωνα, επομένως, με την προηγούμενη νομική σκέψη η συζήτηση της κρινόμενης από 9-1-2018 (αριθ. εκθ. καταθ. ………./31-1-2018) υπό στοιχ. Β΄ έφεσης των εναγόντων, με αντικείμενο τη χρηματική ικανοποίηση ψυχικής οδύνης, συνεπεία του θανάτου του συγγενούς τους, …………, σε τροχαίο ατύχημα από αυτοκίνητο, του οποίου την αστική ευθύνη έναντι των τρίτων ζημιούμενων κάλυπτε η ως άνω ασφαλιστική εταιρεία, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, ως προς την άνω-3η εφεσίβλητη- ασφαλιστική εταιρεία, κατά το βάσιμο περί τούτου αίτημα αυτής. Για τον ίδιο λόγο πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της άνω εφέσεως, επιπροσθέτως και ως προς τον 1ο και τη 2η εφεσίβλητη, ως ασφαλισμένους, που δεν υπέβαλαν τέτοιο αίτημα, καθώς το ζήτημα αυτό ερευνάται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, και, επομένως, στο σύνολό της, σημειούμενου ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ.β΄του ν 4891976 «περί υποχρεωτικής ασφάλισης της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης» 1 β΄του πδ 237/1986, ασφαλισμένος είναι το πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται σύμφωνα προς τις διατάξεις αυτών, δηλαδή ο ιδιοκτήτης, ο κάτοχος, ο οδηγός, ο προστηθείς στην οδήγηση ή ο υπεύθυνος του ασφαλισμένου αυτοκινήτου (Α.Κρητικός «Αποζημίωση από Τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα» έκδ. 1992, σελ. 528-532, αρ. 1500-150, ΑΠ 1254/2019 ό.π). Τέλος, διάταξη περί δικαστικών εξόδων σε βάρος των εκκαλούντων και υπέρ των εφεσιβλήτων της άνω εφέσεως, δεν πρέπει να περιληφθεί στην παρούσα απόφαση, διότι αυτή δεν είναι οριστική, εφόσον δεν τέμνει ολοκληρωτικά τη διαφορά της δίκης μεταξύ αυτών (άρθρο 191 § του ΚΠολΔ) (ΟλΑΠ 4/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Κατά τα λοιπά οι υπό στοιχ. Α΄και Γ΄ εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 § § 1 και 2, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517, 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως η τελευταία αυτή διάταξη ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), ενώ έχει κατατεθεί και το νόμιμο παράβολο κατά την άσκησή τους (υπ’αριθμ. …… e-παράβολο και από 14-9-2018 αποδεικτικό κατάθεσης της Τράπεζας Πειραιώς, από 12-9-2018 αποδεικτικό πληρωμής e-παράβολο, υπ’αριθμ. ………… e-παράβολο και από 13-11-2018 αποδεικτικό πληρωμής της Alpha Bank). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν ακολούθως ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 522 και 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη (άρθρο 591 § 7 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015).
Οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν με την αγωγή τους ότι ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας την υπ’αριθμ. κυκλοφορίας …………. δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας της δεύτερης και ως προστηθείς από αυτήν, η οποία ήταν ασφαλισμένη για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην τρίτη εναγομένη, προκάλεσε από υπαιτιότητά του (αμέλεια) αυτοκινητικό ατύχημα, στον τόπο, κατά τον χρόνο και με τις ειδικότερα εκτιθέμενες συνθήκες, με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό του …………., συζύγου της πρώτης, πατέρα της δεύτερης και τέταρτης, παππού της τρίτης και πέμπτου από αυτούς. Ακολούθως ζητούσαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον, στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 50.000 ευρώ, στην τρίτη το ποσό των 40.000 ευρώ και σε καθέναν από τους λοιπούς το ποσό των 20.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική τους οδύνη, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση και να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά τους έξοδα.
Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν εις ολόκληρον στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 30.000 ευρώ και σε καθέναν από τους λοιπούς το ποσό των 10.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση, και τους επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων τους, το οποίο καθόρισε στο ποσό των 3.000 ευρώ.
Κατά της οριστικής αυτής αποφάσεως παραπονούνται οι εκκαλούντες, με τις ένδικες εφέσεις τους, για τους λόγους που εκθέτουν σε αυτές και ανάγονται στο σύνολό τους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση άλλως τη μεταρρύθμισή της, με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή, όσον αφορά τις υπό στοιχ. Α΄και Γ΄εφέσεις και να γίνει αυτή δεκτή στο σύνολό της, όσον αφορά την υπό στοιχ. Β΄έφεση.
Για τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατ’άρθρο 932 του ΑΚ, δεν είναι απαραίτητο να εκτίθενται στην αγωγή με ακρίβεια, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στην αγωγή για περιουσιακή ζημία (άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ), όσα στοιχεία κρίνονται απαραίτητα, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει το δικαστήριο ως βάση για τον αιτούμενο προσδιορισμό. Τα στοιχεία αυτά δύνανται να προκόψουν και από τις αποδείξεις [ΕφΑθ (Μον) 453/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Έτσι, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης από θανάτωση προσώπου σε ατύχημα, εξαιτίας του οποίου οι ενάγοντες, μέλη της οικογενείας του, υπέστησαν ψυχικό πόνο και στενοχώρια, πρέπει να εκτίθεται σ` αυτή (αγωγή) ο βαθμός συγγένειας των εναγόντων με τον θανατωθέντα, η βλάβη του σώματος ή της υγείας και ο εξ αιτίας αυτών θάνατός του, η απόδοση του ατυχήματος σε πταίσμα του εναγομένου, ήτοι οποιασδήποτε μορφής αμέλεια ή δόλου αυτού και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης του υπαιτίου και του επελθόντος θανάτου (ΕφΑνατΚρ 56/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως του υπαιτίου κλπ, αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 534/2017, ΑΠ 212/2014, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑνατΚρ 56/2015 ό.π). Η ηλικία, επίσης, του θανόντος και των μελών της οικογενείας του δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής, αφού μπορεί να προκύψει από τις αποδείξεις και άρα δεν είναι αναγκαία η αναφορά της στο δικόγραφο της αγωγής (ΑΠ 732/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Υπό τα δεδομένα αυτά, η αγωγή των εναγόντων, είναι πλήρως ορισμένη, αφού στο δικόγραφό της μνημονεύονται όλα τα παραπάνω στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωσή της, και, επιπλέον, οι συνθήκες του ατυχήματος μη απαιτούμενης της επίκλησης τυχόν συνυπαιτιότητας του παθόντος, της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των μερών. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κρίνοντας ότι η αγωγή είναι ορισμένη, ορθά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, και πρέπει ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχ. Γ΄έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, με το οποίο οι εκκαλούντες αυτής πλήττουν την εκκαλουμένη, διατεινόμενη ότι αυτή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από την εκτίμηση των ένορκων ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων οι προσκομιζόμενες από τους εκκαλούντες της υπό στοιχ. Γ΄έφεσης -16 συνολικά- φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), και οι, από 10-3-2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του …………, πτυχιούχου εργοδηγού μηχανολόγου, διορισθέντος με την υπ’αριθμ. πρωτ. ………./14-1-2015 έκθεση διορισμού πραγματογνώμονα των προανακριτικών υπαλλήλων, …….. και ………., και από Ιανουαρίου 2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ……….., ορισθέντος ως τεχνικού συμβούλου από τους ενάγοντες, μηχανολόγου-μηχανικού, και τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας, καθώς και από την υπ’αριθμ. …………./8-3-2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που ελήφθη με επιμέλεια των δύο πρώτων εναγομένων, ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των λοιπών διαδίκων, με δήλωση που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (ΑΠ 509/2011 Νοβ 2011.1863, ΕφΘεσ 2721/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Στις 13 Ιανουαρίου 2015 και περί ώρα 16.10 έλαβε χώρα τροχαίο ατύχημα επί της λεωφόρου Αιαντείου, στο ρεύμα πορείας της προς Αιάντειο και στο ύψος του αριθμού 344, πλησίον της διασταύρωσής της με την οδό Λεμεσού, κατά το οποίο ο πρώτος εναγόμενος-εκκαλών, οδηγώντας την υπ’αριθμ. κυκλοφορίας ………. δίκυκλη μοτοσικλέτα, εργοστασίου κατασκευής Yamaha, τύπου XP-560 που ήταν ασφαλισμένη για τις έναντι τρίτων προκαλούμενες ζημίες στην τρίτη εναγομένη-εκκαλούσα, παρέσυρε και τραυμάτισε τον . ……….., ηλικίας τότε 80 ετών, ο οποίος υπέστη ενδοεγκεφαλική αιμορραγία και βαριές κακώσεις θώρακα, πυέλου και δεξιάς κνήμης, με αποτέλεσμα να καταλήξει λίγη ώρα αργότερα κατά τη μεταφορά του στο Γ.Ν Ελευσίνας «Θριάσιο». Ειδικότερα, προ του ατυχήματος, ο πρώτος εναγόμενος κινείτο επί της παραπάνω λεωφόρου, στο ρεύμα πορείας της προς Αιάντειο, πλησιάζοντας στον παραπάνω οικοδομικό αριθμό, όπου βρίσκεται η κατοικία του θανόντος. Η παραπάνω λεωφόρος είναι διπλής κατευθύνσεως, με διπλή συνεχόμενη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των ρευμάτων πορείας της, μια λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση και συνολικό πλάτος εννέα (9) μέτρα. Στο συγκεκριμένο σημείο εκτείνεται σε ευθεία χωρίς κλίση και εκείνη την ώρα ο καιρός ήταν αίθριος, η κυκλοφορία των οχημάτων κανονική, υπήρχε ακόμη φως ημέρας και η ορατότητα δεν περιοριζόταν. Το επιτρεπόμενο για την περιοχή όριο ταχύτητας, ελλείψει ειδικής σήμανσης, ήταν 50 χλμ/ώρα (άρθρο 20 § 1 του ν. 2696/1999). Ο θανών εξήλθε της οικίας του και επιχείρησε να περάσει στην απέναντι πλευρά της λεωφόρου, διασχίζοντάς την κάθετα, χωρίς να ελέγξει καθόλου την κυκλοφορία των επ’αυτής κινούμενων οχημάτων, γεγονός που έγινε αντιληπτό και προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση στον μοναδικό αυτόπτη μάρτυρα, …………, ο οποίος εκείνη την ώρα κινείτο με τη δίκυκλη μοτοσικλέτα του στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Τη στιγμή που ο θανών είχε ήδη διασχίσει το ήμισυ σχεδόν του ρεύματος πορείας προς Αιάντειο, αντιλήφθηκε ότι διέτρεχε κίνδυνο από την παρουσία του πρώτου εναγομένου και επιτάχυνε το βήμα του, κατευθυνόμενος προς το κέντρο της λεωφόρου. Την ίδια στιγμή ο οδηγός της μοτοσικλέτας, αντιλαμβανόμενος τον πεζό, ενεργοποίησε το σύστημα πέδησης της δίκυκλης μοτοσικλέτας του, που διέθετε ABS, αλλά συνειδητοποιώντας ότι δεν προλάβαινε να την ακινητοποιήσει πριν φθάσει στο ύψος του πεζού, ενήργησε σχεδόν ταυτόχρονα ελιγμό προς τα αριστερά, χωρίς όμως να καταφέρει τελικά να τον αποφύγει. Αμέσως μετά η δίκυκλη μοτοσικλέτα του ανατράπηκε και επέπεσε με σφοδρότητα επί του πεζού, τον οποίο παρέσυρε σε απόσταση 24,3 μέτρων προς τα δεξιά από την είσοδο της οικίας του, ενώ εκείνη σύρθηκε με την αριστερή της πλευρά επί του οδοστρώματος, διαγράφοντας πορεία διαγώνια προς τα αριστερά, σε σχέση με τον άξονα πορείας της, και ακινητοποιήθηκε σε απόσταση 61 μέτρων, αφήνοντας καθ’όλο αυτό το μήκος ίχνη χαραγιών στο οδόστρωμα, και έχοντας υποστεί σοβαρές υλικές ζημίες, ενώ ο πρώτος εναγόμενος βρέθηκε επτά (7) μέτρα πιο μπροστά, στο σημείο που βρέθηκα κηλίδα πράσινου ψυκτικού υγρού. Ο ίδιος υπέστη κάταγμα της κάτω γνάθου, κάταγμα αριστερής κλείδας και δεξιάς πηχεοκαρπικής, κάκωση γόνατος και αριστερού ώμου. Επισημαίνεται ότι το ακριβές σημείο της παράσυρσης δεν προσδιορίζεται από τον αυτόπτη μάρτυρα ή από άλλα ευρήματα. Με βάση τα προαναφερθέντα αντικειμενικά ευρήματα ο ορισθείς από προανακριτικούς υπαλλήλους πραγματογνώμονας, ………………., στην από 10-3-20115 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, αφού προηγουμένως διαπίστωσε λειτουργική συνοχή και αξιοπιστία του συστήματος διεύθυνσης, πέδησης και ανάρτησης της δίκυκλης μοτοσικλέτας, και πολύ καλή κατάσταση των ελαστικών της, και, μετά από συνεκτίμηση των υλικών ζημιών της (καταστροφή εμπρόσθιας και δεξιάς εμπρόσθιας πλευράς, ζημίες στη δεξιά και αριστερή πλευρά, τη δεξιά οπίσθια, την αριστερή εμπρόσθια και αριστερή οπίσθια πλευρά, ζημίες στην αριστερή μανέτα του συμπλέκτη και της χειρολαβής του τιμονιού και στη δεξιά μανέτα του εμπρόσθιου φρένου), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ταχύτητά της κατά τη στιγμή του ατυχήματος ήταν τουλάχιστον 80 χλμ/ώρα. Στην παραδοχή περί αυξημένης ταχύτητας, υπερβαίνουσας την ανώτατη επιτρεπόμενη, συντείνουν οι ισχυρισμοί του ίδιου του πρώτου εναγομένου, ο οποίος απολογούμενος για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, παραδέχθηκε ότι η ταχύτητά του ενδεχομένως να ήταν περί τα 70-80 χλμ/ώρα, αλλά και η από Ιανουαρίου 2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ορισθέντος από τους ενάγοντες τεχνικού συμβούλου, ……………., ο οποίος με επαρκώς αναλυόμενο συλλογισμό προσδιορίζει την ταχύτητα αυτή σε 97,34 χλμ/ώρα, με ακρίβεια +/- 5 %, βασιζόμενος στη δήλωση του αυτόπτη μάρτυρα ότι, τη στιγμή που αντιλήφθηκε ο ίδιος τον πεζό, ο πρώτος εναγόμενος βρισκόταν σε απόσταση 30-40 μέτρα από αυτόν και τη λογική παραδοχή ότι κατά τον ίδιο χρόνο αντιλήφθηκε τον πεζό και ο τελευταίος. Ειδικότερα, διατυπώνει αιτιολογημένα το συμπέρασμα, λαμβάνοντας υπόψη και τις επικρατούσες συνθήκες, ότι εάν ο ανωτέρω οδηγός κινείτο με 50 χιλ/ώρα, αντιλαμβανόμενος τον πεζό τη στιγμή που εκείνος θα πλησίαζε στο μέσον περίπου του ρεύματος πορείας του, θα διήνυε περί τα 15,82 μέτρα μέχρι να ακινητοποιηθεί και, συνυπολογίζοντας και τον χρόνο αντίδρασης ενός φυσιολογικού οδηγού, που είναι ένα δευτερόλεπτο, 29,71 μέτρα. Με βάση, επίσης, τους αναλυτικούς υπολογισμούς του και την παραπάνω προσδιορισθείσα ταχύτητα, ο άνω τεχνικός σύμβουλος διατυπώνει περαιτέρω το συμπέρασμα ότι τη στιγμή που ο θανών εισήλθε στο οδόστρωμα ο πρώτος εναγόμενος βρισκόταν σε απόσταση περί τα 72,90 μέτρα αριστερά του. Υπό τα δεδομένα που προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο συνάγει ότι η ένδικη σύγκρουση και τα αποτελέσματά της οφείλονται σε προέχουσα αμέλεια του πρώτου εναγομένου, σε ποσοστό 70 % και συντρέχουσα αμέλεια του θανόντος, σε ποσοστό 30 %, έλλειψη δηλαδή της προσοχής που όφειλαν με βάση τους νομικούς κανόνες, την κοινή πείρα και τη λογική και μπορούσαν αναλόγως των αντικειμενικών περιστάσεων, με βάση τις προσωπικές ικανότητες και ιδιότητές τους να επιδείξουν ως μέσος συνετός οδηγός και πεζός, αντίστοιχα. Η αμέλεια του πρώτου εναγομένου συνίσταται στο ότι αυτός, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του επιδεικνύοντας ιδιαίτερη προσοχή στους υπερήλικες, όπως ο θανών, και δεν ασκούσε τον έλεγχο και την εποπτεία του οχήματός του, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, γεγονός στο οποίο συνέτεινε και η αυξημένη ταχύτητά του, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο μπορούσε να προβλεφθεί και έτσι αφενός μεν δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως τον πεζό, ……………. να κατέρχεται στο οδόστρωμα, επιχειρώντας να το διασχίσει κάθετα, ενώ οι επικρατούσες στην περιοχή συνθήκες δεν περιόριζαν την ορατότητά του, αφετέρου δε όταν τελικώς τον αντιλήφθηκε, να μην καταφέρει να τον αποφύγει, δια του αποφευκτικού ελιγμού που πραγματοποίησε, ο οποίος δεν ήταν και ο ενδεδειγμένος, δεδομένης της πορείας του πεζού, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 § 1, 19 § 1 και 20 § 1 του ν.2696/1999. Η δε αμέλεια του θανόντος, συνίσταται στο ότι αυτός, παρ’όλο που είχε καλή ορατότητα της οδού, επιχείρησε να διασχίσει κάθετα το οδόστρωμα, σε σημείο που δεν υπήρχε διάβαση πεζών ούτε φωτεινοί σηματοδότες, εντελώς ανέλεγκτα, χωρίς δηλαδή να βεβαιωθεί προηγουμένως ότι δεν θα παρεμπόδιζε την κυκλοφορία του πρώτου εναγομένου, που εκείνη τη στιγμή πλησίαζε στο σημείο που βρισκόταν και χωρίς να λάβει υπόψη του την απόσταση και την ταχύτητά του, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 38 § 4 περ. δ΄και ε΄του άνω νόμου. Συνεπώς, τα αυτά δεχόμενο και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο πρώτος λόγος αμφοτέρων των εφέσεων, με τον οποίο οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον και πρωτοδίκως, παραδεκτώς προταθέντος ισχυρισμό τους περί αποκλειστικής υπαιτιότητας και επικουρικά συνυπαιτιότητας του θανόντος σε ποσοστό 70 % να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο θανών είχε γεννηθεί την 1-10-1934 και επομένως, κατά τον χρόνο του ατυχήματος διήνυε το 80ο έτος της ηλικίας του και δεν αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Πλησιέστεροι συγγενείς του κατά τον χρόνο του θανάτου του ήταν η πρώτη εφεσίβλητη, σύζυγός του επί 56 έτη-από τις 14-12-1958-γεννηθείσα το έτος 1937 και, οι θυγατέρες του, δεύτερη και τέταρτη εφεσίβλητη, που γεννήθηκαν το έτος 1959 και 1961, αντίστοιχα, η τρίτη και ο πέμπτος εφεσίβλητοι, εγγονοί του, που γεννήθηκαν στις 29-8-1998 και τις 25-4-1983, αντίστοιχα. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο θανών, πέραν της στενής συγγενικής τους σχέσης, διέμενε στην ίδια κατοικία με τις τρεις πρώτες των εναγόντων και συνδεόταν στενά με όλους τους ενάγοντες με σχέσεις αγάπης, στοργής και αρμονίας. Ο βίαιος και αιφνίδιος θάνατός του τους προκάλεσε βαθύτατη θλίψη και στενοχώρια. Ενόψει αυτών, οι ενάγοντες υπέστησαν από τον θάνατό του ψυχική οδύνη, για την απάμβλυνση της οποίας δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης, το ύψος της οποίας πρέπει να καθοριστεί, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών του ενδίκου ατυχήματος, της υπαιτιότητας του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος, της συνυπαιτιότητας του θανόντος, της ηλικίας του και της ηλικίας των εναγόντων, του βαθμού συγγένειας εκάστου τούτων με τον θανόντα, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, εκ των οποίων προκύπτει ότι η δεύτερη ενάγουσα ήταν άνεργη και η τρίτη μαθήτρια και ήδη απόφοιτος Λυκείου, ο πρώτος εναγόμενος είναι διπλωματούχος τεχνικός αερίων και καυσίμων, απασχολούμενος ως συντηρητής λεβήτων, ομόρρυθμος μέλος της δεύτερης εναγομένης, ομόρρυθμης εταιρίας, πλην της τρίτης εναγομένης, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, στα εύλογα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 9/2015 ΧΡΙΔ 2015.575, ΑΠ 88/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») ποσά των 30.000 ευρώ για την πρώτη ενάγουσα, και των 10.000 ευρώ για καθένα από τους λοιπούς ενάγοντες. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καταλήγοντας στην ίδια κρίση, αν και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο δεύτερος λόγος αμφοτέρων των εφέσεων να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Κατόπιν αυτών, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν αμφότερες οι υπό στοιχ. Α΄και Γ΄εφέσεις και να εισαχθούν στο δημόσιο ταμείο τα παράβολα που καθένας από τους εκκαλούντες κατέθεσε κατά την άσκηση της έφεσής του (άρθρο 495 § 3 εδ. ε΄ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015) Τέλος, δεν θα γίνει λόγος περί δικαστικών εξόδων υπέρ των εφεσιβλήτων, καθόσον αυτοί δεν υποβλήθηκαν σε ιδιαίτερα έξοδα για την απόκρουση των εφέσεων των αντιδίκων τους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της από 9-1-2018 (αριθ. εκθ. καταθ. ………./31-1-2018) υπό στοιχ. Β΄ έφεσης των εναγόντων κατά της υπ’αριθμ. 3037/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις από 12-9-2018 (αριθ. εκθ. καταθ. ………/14-9-2018) υπό στοιχ. Α΄ έφεση της τρίτης εναγομένης και την από 5-11-2018 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………./13-11-2018) υπό στοιχ. Γ΄έφεση του πρώτου και της δεύτερης εναγομένης, κατά της ως άνω απόφασης, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτές.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές κατ’ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που οι εκκαλούντες κατέθεσαν κατά την άσκηση των εφέσεών τους.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 30-4-2020
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ