Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 330/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Έφεση. Στην περίπτωση κατά την οποία διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ήταν οι ασκούντες τη γονική μέριμνα ανηλίκου, το οποίο, όμως, ενηλικιώθηκε μετά την άσκηση της σχετικής αγωγής ή/και την έκδοση της οριστικής απόφασης επ’ αυτής, η έφεση κατά της τελευταίας πρέπει να απευθύνεται κατά του ήδη ενηλικιωθέντος διαδίκου, υπό την προϋπόθεση ότι ο εκκαλών μέχρι την άσκηση της έφεσης έλαβε γνώση της ενηλικίωσης αυτού, και όχι κατά των νομίμων αντιπροσώπων του, οι οποίοι δεν νομιμοποιούνται πλέον παθητικώς, διαφορετικά αυτή (έφεση) είναι απορριπτέα, αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη. Προσύμφωνο, στην περίπτωση κατά την οποία σε εκτέλεση του άκυρου, λόγω μη τηρήσεως του νόμιμου τύπου, προσυμφώνου, καταβλήθηκε ολόκληρο ή μέρος του σχετικού τιμήματος, η καταβολή αυτή επάγεται πλουτισμό του πωλητή χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία του αγοραστή, ως εκ τούτου το τίμημα αυτό αναζητείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ περί αδικαιολογήτου πλουτισμού.

 

Αριθμός     330/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ελένη Κούφη, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη – Εισηγητή, Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ –

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 63, 64 παρ. 1, 286 – 291 του ΚΠολΔ, 127 και 1510 του ΑΚ συνάγεται ότι ο ανήλικος δεν έχει δικαίωμα να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα, αλλά εκπροσωπείται σ’ αυτό από τους γονείς του, οι οποίοι ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνά του, πάντως διάδικος είναι ο ανήλικος και όχι οι γονείς του, οι οποίοι απλώς αναπληρώνουν την έλλειψη της ικανότητας του τέκνου να παρίσταται το ίδιο στο δικαστήριο με το δικό του όνομα. Επίσης, μετά την ενηλικίωση του τέκνου, οπότε αυτό καθίσταται ικανό για κάθε δικαιοπραξία και επομένως για να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα και να υπερασπίζεται τα δικαιώματά του, παύει αυτοδικαίως η αντιπροσωπευτική εξουσία των νόμιμων αντιπροσώπων – γονέων του και στο εξής συνεχίζεται πλέον η διαδικασία με τη συμμετοχή στη δίκη του τέκνου που ενηλικιώθηκε, ενώ οι γονείς του τίθενται εκτός της διαδικασίας. Μάλιστα, στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν μεσολαβεί αυτοδίκαιη διακοπή της δίκης, αφού το άρθρο 286 του ΚΠολΔ παρέχει απλώς την ευχέρεια στον ενηλικιωθέντα διάδικο, προς προστασία του οποίου έχει καθιερωθεί ο συγκεκριμένος λόγος διακοπής, να προκαλέσει τη διακοπή της δίκης. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση κατά την οποία διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ήταν οι ασκούντες τη γονική μέριμνα ανηλίκου, το οποίο, όμως, ενηλικιώθηκε μετά την άσκηση της σχετικής αγωγής ή/και την έκδοση της οριστικής απόφασης επ’ αυτής, η έφεση κατά της τελευταίας (εκκαλούμενης απόφασης) πρέπει να απευθύνεται κατά του ήδη ενηλικιωθέντος διαδίκου, υπό την προϋπόθεση ότι ο εκκαλών μέχρι την άσκηση της έφεσης έλαβε γνώση της ενηλικίωσης αυτού, και όχι κατά των νομίμων αντιπροσώπων του, οι οποίοι δεν νομιμοποιούνται πλέον παθητικώς, διαφορετικά αυτή (έφεση) είναι απορριπτέα, αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη κατ’ άρθρον 532 του ΚΠολΔ  (βλ. ΑΠ 1166/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 833/2005 ΕλλΔνη 2006 96, ΕφΑθ 7081/2009 ΕλλΔνη 2010 500, ΕφΠατρ 1069/2007 ΑχαΝομ 2008 452, ΕφΛαρ 705/2006 Δικογραφία 2007 80, ΕφΠειρ 737/2005 ΠειρΝομ 2005 366 και Β. Βαθρακοκοίλη «Η έφεση»  παρ. 725 σελ. 196-197).

Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 4716/2018 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 11-6-2015 (υπ’ αριθ. …………../2015 εκθ. καταθ.) αγωγής της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητων, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο, και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ενόψει του ότι καταβλήθηκε το ανάλογο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ). Ωστόσο, όσον αφορά στην πέμπτη εφεσίβλητη ………., η οποία αναφέρεται στο δικόγραφο της εφέσεως ότι είναι ανήλικη και εκπροσωπείται από τη μητέρα της …………. … (1η εφεσίβλητη), ως έχουσα τη γονική μέριμνα και επιμέλειά της, όπως αναγράφεται στην εκκαλούμενη απόφαση, χωρίς να αμφισβητείται τούτο από τους διαδίκους, αυτή (. ………….), ήδη κατά τον χρόνο ασκήσεως της υπό κρίση εφέσεως (7-11-2019) είχε ενηλικιωθεί, μάλιστα αυτή ήταν ενήλικη και κατά τη σχετική συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. τα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς). Επομένως, ενόψει του ότι η έφεση δεν στρέφεται κατά της πέμπτης εφεσίβλητης (. ………….) ατομικώς, ως ήδη ενήλικης, αλλά κατά της προαναφερθείσας μητέρας της (1ης εφεσίβλητης), ως νομίμου αντιπροσώπου αυτής, σε συνδυασμό με το ότι, κατά τα ως άνω, η εκκαλούσα είχε λάβει γνώση της ενηλικίωσης αυτής, πρέπει, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), η ένδικη έφεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς αυτήν (. ………….). Επίσης, η εκκαλούσα πρέπει να καταδικασθεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, της προαναφερθείσας πέμπτης εφεσίβλητης (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό. Σημειωτέον ότι η ως άνω απόρριψη της εφέσεως ως προς την πέμπτη εφεσίβλητη δεν έχει κάποια έννομη συνέπεια για τις υπόλοιπες εφεσίβλητες, δοθέντος ότι δεν συντρέχει περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας και η θέση εκάστης των εφεσιβλήτων στην προκείμενη δίκη είναι ανεξάρτητη της άλλης (άρθρα 75 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα εταιρία και ήδη εκκαλούσα, με την προαναφερθείσα αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, εξέθεσε ότι, στον Πειραιά, στις 27-12-2006, καταρτίσθηκε μεταξύ αφενός αυτής (ενάγουσας) ως αγοράστριας και αφετέρου του . …………. και της πρώτης εναγομένης και ήδη πρώτης εφεσίβλητης) ως πωλητών, το με την ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό (το περιεχόμενο του οποίου εκτίθεται εξ ολοκλήρου στην αγωγή), δυνάμει του οποίου προσυμφωνήθηκε η σύναψη σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης του συνόλου των εταιρικών μεριδίων της εταιρίας με την επωνυμία «………………» και του περιγραφομένου σ’ αυτό (ιδιωτικό συμφωνητικό) ακινήτου, υπό τους ειδικότερους όρους, που περιλαμβάνονται στο εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό και στην επ’ αυτού από 24-4-2007 τροποποίηση του. Ότι αυτή (ενάγουσα) προκατέβαλε το σύνολο του συμφωνηθέντος για την πώληση και μεταβίβαση των ανωτέρω εταιρικών μεριδίων τιμήματος, συνολικού ποσού 440.000 ευρώ, και συγκεκριμένα ότι κατέβαλε : α) στις 28-12-2006 το ποσό των 88.000 ευρώ σε έκαστο των πωλητών και συνολικά 176.000 ευρώ, β) στις 26-1-2007 το ποσό των 55.000 ευρώ σε έκαστο των πωλητών και συνολικά 110.000 ευρώ, γ) στις 20-3-2007 το ποσό των 22.000 ευρώ σε έκαστο των πωλητών και συνολικά 44.000 ευρώ, δ) στις 15-5-2007 το ποσό των 14.673,50 ευρώ σε έκαστο των πωλητών και συνολικά 29.347 ευρώ, ε) στις 3-1-2008 το ποσό των 5.869,50 ευρώ σε έκαστο των πωλητών και συνολικά 11.739 ευρώ, στ) στις 31-1-2008 το ποσό των 14.673,50 ευρώ σε έκαστο των πωλητών και συνολικά 29.374 ευρώ και ζ) στις 15-4-2009, μετά το θάνατο του …………….., ο οποίος απεβίωσε στις 12-3-2008, το ποσό των 39.567 ευρώ στην πρώτη εναγόμενη και συγκεκριμένα στην ίδια ατομικώς ως αρχική εταίρο της προαναφερθείσας εταιρίας το ποσό των 19.783,50 ευρώ, και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του …………. (συζύγου της) κατά ποσοστό 4/16, το ποσό των 4.945,87 ευρώ, καθώς και για λογαριασμό των λοιπών εναγομένων και ήδη λοιπών εφεσίβλητων), ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του προαναφερθέντος (τέκνων του) κατά ποσοστό 3/16 εκάστη, το ποσό των 14.837,60 ευρώ (3.709,40 X 4). Ότι, αυτή (ενάγουσα) αν και όχλησε τις εναγόμενες για την κατάρτιση της ως άνω οριστικής σύμβασης μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων, με την επίδοση σ’ αυτές της από 15-10-2014 εξώδικης πρόσκλησής της για να προσέλθουν στις 19-12-2014 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …………….. για την κατάρτιση της σχετικής συμβολαιογραφικής πράξης, αυτές, (εναγόμενες), αρνούνται να τηρήσουν τις ως άνω αναληφθείσες υποχρεώσεις τους, με αποτέλεσμα τη μη κατάρτιση της ανωτέρω οριστικής σύμβασης πώλησης. Ότι αυτή (ενάγουσα) ως αγοράστρια, αφού υπαναχώρησε από την εν λόγω σύμβαση πώλησης των εταιρικών μεριδίων, λόγω υπαίτιας μη εκπλήρωσης εκ μέρους των εναγομένων των εκ της ανωτέρω συμβάσεως υποχρεώσεών τους, δικαιούται, να αξιώσει, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ως άνω καταβληθέν ποσό του τιμήματος. Επιπλέον, επικουρικώς, εκθέτει ότι η εν λόγω σύμβαση (προσύμφωνο) περί μεταβιβάσεως των ανωτέρω εταιρικών μεριδίων, που καταρτίσθηκε με το προαναφερθέν ιδιωτικό έγγραφο, είναι άκυρη γιατί δεν τηρήθηκε ο νόμιμος τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και έτσι, αυτή (ενάγουσα) δικαιούται, για τον λόγο αυτό, να αξιώσει το ως άνω καταβληθέν ποσό του τιμήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμούΖήτησε δε, μετά την παραδεκτή μετατροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες (εφεσίβλητες) οφείλουν να της καταβάλουν η πρώτη εξ αυτών το ποσό των 275.000 ευρώ (220.000 ευρώ ως αρχική πωλήτρια και 55.000 ευρώ ως κληρονόμος του . ………….) και εκάστη από τις λοιπές εναγόμενες το ποσό των 41.250 ευρώ, νομιμοτόκως από την 19-12-2014, άλλως από την επίδοση της αγωγής.

Με την εκκαλούμενη απόφαση, η προαναφερθείσα αγωγή απορρίφθηκε : α) ως νομικώς αβάσιμη ως προς την κύρια βάση της, η οποία αφορά στην επικληθείσα υπαναχώρηση της ενάγουσας από την εν λόγω σύμβαση πώλησης εταιρικών μεριδίων, με την αιτιολογία ότι, κατά τα εκτιθέμενα σε αυτήν (αγωγή) πραγματικά περιστατικά, δεν καταρτίσθηκε οριστική σύμβαση πώλησης, αλλά προσύμφωνο για τη σχετική πώληση και επιπλέον δεν τηρήθηκε ο νόμιμος τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου για τη σύμβαση αυτή και β) ως προς την επικουρική βάση της, η οποία αφορά στην ως άνω ακυρότητα της εν λόγω σύμβασης (προσυμφώνου), ως ουσιαστικώς αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι δεν καταρτίσθηκε μεταξύ των προαναφερθέντων μερών οποιαδήποτε σύμβαση (ούτε προσύμφωνο), καθόσον η κατάρτιση του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού συνδέεται αποκλειστικώς με το στάδιο των σχετικών διαπραγματεύσεων. Κατά της ως άνω αποφάσεως παραπονείται η ενάγουσα με την κρινόμενη έφεσή της, για λόγους που στο σύνολό τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ανωτέρω αγωγή της να γίνει δεκτή στο σύνολό της, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν (έφεση).

  1. II. Κατά το άρθρο 166 του ΑΚ, το προσύμφωνο είναι καταρτισμένη σύμβαση, με την οποία δημιουργείται τέλεια ενοχή και συγκεκριμένα γεννώνται υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών για να καταρτίσουν την κύρια οριστική σύμβαση. Επίσης, ως προς τις έννομες σχέσεις που πηγάζουν από το προσύμφωνο εφαρμόζονται, αναλογικώς, οι κανόνες που αφορούν γενικώς όλες τις συμβάσεις, δηλαδή οι διατάξεις των άρθρων 330 επ. 335 επ. 362 επ. και 380 επ. του ΑΚ. Ειδικότερα, επί αμφιμερώς δεσμευτικού προσυμφώνου, εάν ο ένας συμβαλλόμενος αθετήσει την υποχρέωσή του ή αρνείται κατά τρόπο σοβαρό και οριστικό την εκπλήρωση της μη ληξιπρόθεσμης ακόμη υποχρέωσής του, ο άλλος μπορεί είτε να αξιώσει την εκπλήρωση της σχετικής παροχής, δηλαδή τη σύναψη της κύριας σύμβασης, είτε να αναζητήσει την παροχή που κατέβαλε ο ίδιος κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ, είτε να ζητήσει αποζημίωση, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Σημειωτέον ότι το προσύμφωνο αντιδιαστέλλεται από το «σχέδιο συμφωνίας», το οποίο συντάσσεται, συνήθως, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων και στο οποίο αναγράφονται, περιληπτικώς, τα σημεία ως προς τα οποία επήλθε αρχικώς συμφωνία των μερών, χωρίς να διατυπώνονται στην οριστική μορφή τους. Εξάλλου, η ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις, κατά τις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 του ΑΚ, υπάρχει μέχρι τη στιγμή που καταρτίσθηκε το προσύμφωνο, γιατί, έκτοτε, δεν υφίσταται στάδιο διαπραγματεύσεων, και για την τυχόν εκδηλωθείσα αθέτηση των από το προσύμφωνο υποχρεώσεων, όπως προαναφέρθηκε, εφαρμόζονται οι διατάξεις περί μη εκπληρώσεως της παροχής επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων (βλ. ΑΠ 592/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 72/2007 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΠειρ 508/2008 ΠειρΝ 2008 391, ΕφΠατρ 867/2007 ΑχαΝομ 2008 45, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 2007 1502, Α. Γεωργιάδη εις ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου εκδ. 2ητ. Ιβ αρθρ. 166 αρ. 15-16 σελ. 464).

ΙΙΙ. Στο άρθρο 28 του ν. 3190/1955 «περί εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης» (όπως ίσχυε κατά τον ένδικο κρίσιμο χρόνο, δηλαδή πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 4541/2018, ανεξαρτήτως του ότι δεν υπήρξε κάποια μεταβολή ως προς το ενδιαφέρον για την εν λόγω υπόθεση ζήτημα του σχετικού τύπου) ορίζετο ότι : «1. Εκτός αντιθέτου διατάξεως του καταστατικού και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 29 παρ. 1 [περί μεταβιβάσεως αιτία θανάτου] το εταιρικό μερίδιο είναι  μεταβιβαστόν δια πράξεως εν ζωή…3. Η μεταβίβασις του εταιρικού μεριδίου γίνεται μόνον δια συμβολαιογραφικού εγγράφου περιλαμβάνοντος…, επάγεται δε αποτελέσματα ως προς την εταιρείαν από της εγγραφής εις το κατά το άρθρον 25 βιβλίον των εταίρων…». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η σύμβαση με την οποία τα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση για τη μεταβίβαση μεριδίου ή μεριδίων Εταιρίας  Περιορισμένης Ευθύνης (Ε.Π.Ε.) πρέπει να υποβληθεί στον τύπο του  συμβολαιογραφικού εγγράφου για να είναι έγκυρη. Μάλιστα, το τελευταίο ισχύει τόσο για την υποσχετική όσο και την εκποιητική σχετική δικαιοπραξία και το αντίστοιχο προσύμφωνο (βλ. ΕφΘεσ 456/1996 ΔΕΕ 1996 702, Α. Γεωργιάδη ο.π. αρθρ. 166 αρ. 119 σελ. 487). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 159, 166, 180, του ΑΚ και του ανωτέρω άρθρου 28 του ν. 3190/1955 προκύπτει ότι η μη τήρηση του τύπου του συμβολαιογραφικού εγγράφου για τη σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης μεριδίου ή μεριδίων Ε.Π.Ε., καθώς και του σχετικού με τη σύμβαση αυτή προσύμφωνου, συνεπάγεται την απόλυτη ακυρότητα της συμβάσεως ή του προσυμφώνου, που θεωρούνται σαν να μην έγιναν, η ακυρότητα δε αυτή ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (βλ. ΕφΘεσ 456/1996 ΔΕΕ 1996 702, Α. Γεωργιάδη ο.π. αρθρ. 166 αρ. 119 σελ. 487). Επίσης, στην περίπτωση κατά την οποία σε εκτέλεση του άκυρου, κατά τα ανωτέρω, προσυμφώνου, καταβλήθηκε ολόκληρο ή μέρος του σχετικού τιμήματος, η καταβολή αυτή επάγεται πλουτισμό του πωλητή χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία του αγοραστή, ως εκ τούτου το τίμημα αυτό αναζητείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ειδικότερα, κατά τις τελευταίες διατάξεις (του άρθρου 904 του ΑΚ) αναγνωρίζεται αξίωση προς απόδοση της ωφελείας που αποκτήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου και όταν η παροχή έγινε σε εκτέλεση της συμβάσεως, για την οποία ο νόμος απαιτεί την τήρηση ορισμένου τύπου και ο τύπος αυτός δεν τηρήθηκε. Στην περίπτωση αυτή η σύμβαση, για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου, θεωρείται ως μη γενόμενη και επομένως δεν υπάρχει νόμιμη αιτία που να δικαιολογεί τη διατήρηση της παροχής στο λήπτη (βλ. ΑΠ 1709/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 653/2011 ΝοΒ 2011 2121, ΑΠ 852/2000 ΕλλΔνη 41 1654, ΕφΠειρ 738/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 399/2012 ΕΦΑΔ 2012 718).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι αφενός δεν εκτίθεται σ’ αυτήν η κατάρτιση οριστικής σύμβασης περί μεταβιβάσεως των εταιρικών μεριδίων της προαναφερθείσας Ε.Π.Ε., αλλά ότι «προσυμφωνήθηκε» η σύναψη τέτοιας συμβάσεως και αφετέρου αναφέρεται ότι η κατάρτιση της σχετικής σύμβασης διενεργήθηκε με το από 27-12-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό και όχι με τον απαιτούμενο από τον νόμο τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Ως εκ τούτου, ενόψει της μη τηρήσεως του τελευταίου τύπου, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙΙ), η αναφερόμενη στην αγωγή σύμβαση, σε κάθε περίπτωση, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη, κατά συνέπεια δεν μπορεί να υπάρξει υπαναχώρηση της ενάγουσας από την επικληθείσα σύμβαση, ούτε κάποια αξίωση, η οποία να απορρέει από αυτήν (υπαναχώρηση), όπως αντιθέτως, αλλά αβασίμως, ισχυρίζεται η ενάγουσα με την κύρια βάση της αγωγής της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε ως νομικώς αβάσιμη την αγωγή ως προς την ανωτέρω κύρια βάση της δεν έσφαλε και ο περί του αντιθέτου λόγος (2ος) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

ΙV. Κατά το άρθρο 904 του ΑΚ όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη προϋποθέσεις της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι : α)ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, γ) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Επίσης, από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικώς φύσεως και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία ή σε πρόσθετα τέτοια περιστατικά και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απορρίψεως της κυρίας βάσεως της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Μάλιστα, στην τελευταία περίπτωση, που η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), αρκεί για την πληρότητά της ως άνω επικουρικής βάσης, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα (βλ. ΑΠ 1227/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 493/2010 ΧρΙΔ 2011 338, ΕφΑθ 7084/2019 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στο άρθρο 909 του ΑΚ ορίζεται ότι : «Η υποχρέωση για απόδοση, κατά το προηγούμενο άρθρο [908 ΑΚ] αποσβήνεται, εφόσον ο λήπτης δεν είναι πια πλουσιότερος κατά τον χρόνο της επίδοσης της αγωγής». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, απόσβεση της υποχρέωσης προς απόδοση του πλουτισμού, ο οποίος επήλθε με τη λήψη χρημάτων χωρίς νόμιμη αιτία ή για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε, επέρχεται και όταν ο λήπτης αναλίσκει το χρηματικό ποσό που έλαβε, πραγματοποιώντας δαπάνες για να αντιμετωπίσει ανάγκες στις οποίες, άλλως, δεν θα προέβαινε. Έτσι, ο πλουτισμός θεωρείται ότι σώζεται όταν το ποσό που έλαβε ο λήπτης το διέθεσε για εξόφληση δικού του χρέους ή για δικές του ανάγκες, τις οποίες θα αντιμετώπιζε με δικές του δαπάνες (βλ. ΑΠ 286/2019 ΧρΙΔ 2019 588, ΑΠ 922/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 682/2003 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 7084/2019 ο.π., ΕφΛαρ 263/2012 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση του δικογράφου της ανωτέρω αγωγής προκύπτει ότι όσον αφορά στην επικουρική βάση της περί της εν λόγω αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εκτίθεται σ’ αυτήν (αγωγή) ότι θεμελιώνεται στην ακυρότητα της επικληθείσας συμβάσεως (προσυμφώνου καταρτισθέντος με το από 27-12-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό) και συγκεκριμένα λόγω μη τηρήσεως του νομίμου τύπου του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο  ΙV), η αγωγή ως προς την ανωτέρω επικουρικώς σωρευθείσα βάση της είναι ορισμένη, αφού περιέχει τα αναγκαία εκ του νόμου στοιχεία της, και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των εναγομένων (εφεσίβλητων) είναι αβάσιμος. Επίσης, η δεύτερη, η τρίτη και η τέταρτη των εναγομένων επαναφέρουν με τις προτάσεις τους, που νομίμως κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την και πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση περί του ότι δεν σώζεται στο πρόσωπο τους ο αναφερόμενος στην αγωγή πλουτισμός, γιατί, κατά τους ισχυρισμούς τους, ήδη, αυτές μεταβίβασαν προς την πέμπτη εναγομένη (. ………….) τα εταιρικά μερίδια της προαναφερθείσας Ε.Π.Ε., τα οποία περιήλθαν σ’ αυτές λόγω κληρονομίας του πατέρα τους . …………., επικαλούμενες τις διατάξεις του άρθρου 909 του ΑΚ. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής, ο σχετικός πλουτισμός, τον οποίο επικαλείται η ενάγουσα, δεν αφορά στα ανωτέρα εταιρικά μερίδια, αλλά στο χρηματικό ποσό, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της, κατέβαλε για την απόκτηση των μεριδίων αυτών στον . …………. και τη …………. . (πρώτη εναγομένη για την ίδια ατομικώς και για λογαριασμό των λοιπών εναγομένων). Μάλιστα, σε κάθε περίπτωση, οι προαναφερθείσες εναγόμενες δεν επικαλούνται ότι ανάλωσαν το ανωτέρω χρηματικό ποσό, πραγματοποιώντας δαπάνες για να αντιμετωπίσουν ανάγκες, στις οποίες, άλλως, δεν θα προέβαιναν. Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο  ΙV), η ανωτέρω ένσταση είναι απορριπτέα ως νομικώς αβάσιμη (όπως ομοίως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του).

  1. Περαιτέρω, στο άρθρο 440 του ΑΚ ορίζεται ότι : «Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες» και στο άρθρο 441 του ΑΚ ορίζεται ότι : «Ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεστεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η συνάντηση των αμοιβαίων απαιτήσεων, εφόσον είναι ομοειδείς και ληξιπρόθεσμες, παρέχει σε καθένα δικαιούχο το διαπλαστικό δικαίωμα να προβεί στη δήλωση περί συμψηφισμού. Ειδικότερα, το διαπλαστικό δικαίωμα της δήλωσης (πρότασης) συμψηφισμού δημιουργείται από τότε που θα συνυπάρξουν δυο αντίθετες απαιτήσεις με τα προσόντα του συμψηφισμού. Συνεπώς από το χρονικό αυτό σημείο ο δικαιούχος της μιας απαίτησης και οφειλέτης της άλλης έχει το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του αυτή η απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων αναδρομικά και στο μέτρο που καλύπτονται, είτε γίνει αποδεκτή είτε όχι η πρότασή του από εκείνον στον οποίο απευθύνθηκε. Σημειωτέον ότι ο νόμος δεν απαιτεί, ως όρο του συμψηφισμού, ταυτότητα του νομικού λόγου που στηρίζει τις αμοιβαίες απαιτήσεις ή συνάφεια της αιτίας τους, ούτε και επιβάλλει η ανταπαίτηση που προτείνεται προς συμψηφισμό να είναι εκκαθαρισμένη (βλ. ΑΠ 363/2014, ΑΠ 942/2010, ΑΠ 943/2010, ΑΠ 980/2009, ΑΠ 1626/2006 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι εναγόμενες (εφεσίβλητες), πλην της πέμπτης αυτών, με τις προτάσεις τους, που νομίμως κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ισχυρίζονται (όπως και πρωτοδίκως) ότι δεν έχουν καταστεί πλουσιότερες κατά το ως άνω ποσό, που επικαλείται η ενάγουσα, λόγω συμψηφισμού της σχετικής απαίτησης με την απαίτησή τους κατά της ενάγουσας, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, απορρέει από τις καταρτισθείσες μεταξύ τους από 28-8-2007 και 30-1-2008 συμβάσεις μισθώσεως του αναφερομένου ακινήτου και του μηχανολογικού εξοπλισμού της προαναφερθείσας Ε.Π.Ε., αντιστοίχως και συγκεκριμένα για τα οφειλόμενα μηνιαία μισθώματα (ποσού 2.348 ευρώ και 5.000 ευρώ αντιστοίχως) του χρονικού διαστήματος από 1-1-2007 έως και 15-12-2013, συνολικού ποσού 617.232 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός, ανεξαρτήτως της επίκλησης από της εναγόμενες του άρθρου 909 του ΑΚ, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, συνιστά ένσταση αποσβέσεως της απαιτήσεως της ενάγουσας δια συμψηφισμού, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προεκτεθείσες (υπό στοιχείο V) διατάξεις και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως και της χωρίς όρκο εξέτασης του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας (εκκαθαριστή ………), που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου, και όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς και της υπ’ αριθ. ………../5-11-2015 ένορκης βεβαίωσης, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αχαρνών Αττικής ……….., με την επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης (κατ’ άρθρο 270 παρ. 2 εδ. γ του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με την παρ. 1 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 ως εκ του χρόνου σύνταξης αυτής) κλήτευσης των εναγομένων (βλ. τις υπ’ αριθ. ………/2-11-2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………….), η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη, δοθέντος ότι η σύνταξη της κατά τον ίδιο χρόνο που διεξαγόταν άλλη δίκη (ασφαλιστικών μέτρων) μεταξύ των διαδίκων δεν προκαλεί κάποια ακυρότητα, όπως αντιθέτως αλλά αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενες, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……….», ήδη τελούσα υπό εκκαθάριση (σύμφωνα με την υπ’ αριθ. …./19-9-2013 απόφαση της έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της), διατηρούσε επιχείρηση, η οποία είχε ως αντικείμενο δραστηριότητάς της την παραγωγή σκυροδέματος, στην περιοχή της Μάνδρας Αττικής (θέση …..). Επίσης, η εταιρία περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.) με την επωνυμία «…………», δραστηριοποιείτο στον ίδιο τομέα στην περιοχή της ….. Αττικής. Τα εταιρικά μερίδια της τελευταίας Ε.Π.Ε. ανήκαν, ισομερώς, στην πρώτη εναγομένη (…………. ………….) και ήδη πρώτη εφεσίβλητη και στον, ήδη θανόντα στις 12-3-2008, σύζυγό της . …………., ο οποίος κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την πρώτη εναγομένη (σύζυγό του), κατά ποσοστό 4/16 και τις υπόλοιπες εναγόμενες και ήδη δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτη εφεσίβλητες (τέκνα του), κατά ποσοστό 3/16 για εκάστη (άρθρα 1813 και 1820 του ΑΚ). Σημειωτέον ότι, η δεύτερη, η τρίτη και η τέταρτη των εναγομένων μεταβίβασαν, λόγω δωρεάς, τα εταιρικά μερίδια της τελευταίας εταιρίας (Ε.Π.Ε.), που είχαν περιέλθει σ’ αυτές ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του πατέρα τους (. ………….), στην πέμπτη εναγομένη (αδελφή τους . ………….), δυνάμει του υπ’ αριθ. ./2010 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …… . (βλ. την από 29-7-2010 ανακοίνωση εις ΦΕΚ Β’ 941/3-8-2010). Η Ε.Π.Ε. αυτή λύθηκε και τέθηκε υπό εκκαθάριση (δυνάμει της υπ’ αριθ. …./27-12-2016 πράξεως της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …………..) και ήδη, μετά το πέρας της διαδικασίας εκκαθάρισής της, διαγράφηκε από το οικείο μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ., βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. …………/20-12-2017 ανακοίνωση του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς). Περί τα τέλη του έτους 2006 ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας εταιρίας, …………, ευρίσκετο σε διαπραγματεύσεις με τον … …………. και την πρώτη εναγομένη, με σκοπό την αγορά του συνόλου των εταιρικών μεριδίων της προαναφερθείσας Ε.Π.Ε., καθώς και του ακινήτου, συγκυριότητας αυτού και της πρώτης εναγομένης, στο οποίο ασκούσε την ανωτέρω δραστηριότητά της η εταιρεία αυτή. Μάλιστα, καταρτίσθηκε, μεταξύ των προαναφερθέντων μερών το σχετικό από 27-12-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο, υπό τον τίτλο «Ιδιωτικό συμφωνητικό πωλήσεως εταιρικών μεριδίων και ακινήτου», αναφέρονται, κατά τα ουσιώδη σημεία του, τα ακόλουθα : «Πωλητές : ………. και …………. .., αμφότεροι κάτοικοι Σαλαμίνας (………). Αγοράστρια : η εταιρία υπό την επωνυμία «……….», με ΑΦΜ ……, η οποία εδρεύει στη … Αττικής – θέση …., εκπροσωπούμενη νομίμως από τον . …. αντικείμενο πωλήσεως : α) το σύνολο των εταιρικών μεριδίων της εταιρίας παραγωγής και διαθέσεως ετοίμου σκυροδέματος υπό την επωνυμία “………..” με ΑΦΜ ……., τα οποία ανήκουν ισομερώς στους πωλητές και β) ακίνητο στη ………… Σαλαμίνας, εκτάσεως 10400 μ2, μετά των επ’ αυτού κτισμάτων και πάσης φύσεως εγκαταστάσεων (συγκρότημα παρασκευής σκυροδέματος, γραφεία, γεώτρηση κλ). Οι πωλητές, ως κύριοι του συνόλου των ανωτέρω εταιρικών μεριδίων και του ανωτέρω ακινήτου θα μεταβιβάσουν ταύτα στην αγοράστρια με τους κατωτέρω όρους, οι οποίοι είναι όλοι ουσιώδεις και έγιναν αμοιβαίως αποδεκτοί. 1. Το συμφωνημένο τίμημα ανέρχεται σε 440.000 € για τις μετοχές και σε 733.000 € για το ακίνητο, είναι εύλογο και δίκαιο και θα καταβληθεί στους πωλητές, ατόκως ως εξής : Α) για τις μετοχές α) ποσό 176.000 € θα καταβληθεί την 28.12.2006, β) ποσό 110.000 € θα καταβληθεί μέχρι την 20.1.2007 και γ) ποσό 154.000 € θα καταβληθεί κατά την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου, υπογραφησομένου εντός τεσσάρων μηνών από σήμερα, Β) για το ακίνητο ο τρόπος καταβολής του τιμήματος θα συμφωνηθεί κατά την ημέρα υπογραφής του οριστικού συμβολαίου μεταβιβάσεως των εταιρικών μεριδίων. 2. Οι πωλητές δηλώνουν ότι γνωρίζουν καλώς την πορεία των εταιρικών εργασιών, ότι έχουν ανάμειξη στην εταιρική δραστηριότητα και ότι προέβησαν σε πλήρη και σχολαστικό έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων της εταιρίας με τα δεδομένα αυτά υπόσχονται και εγγυώνται ότι οι ισολογισμοί της εταιρίας είναι απολύτως ακριβείς και απεικονίζουν την πραγματική οικονομική κατάσταση της εταιρίας. Επίσης θα βεβαιώσουν κατά την υπογραφή των οριστικών συμβολαίων μεταβιβάσεως την ακρίβεια των κατωτέρω πινάκων, οι οποίοι, προσυπογραφόμενοι από τους συμβαλλομένους, θα προσαρτηθούν στα συμβόλαια, ήτοι :…4. Κάθε περιουσιακό στοιχείο κινητό ή ακίνητο περιλαμβανόμενης της αδείας λειτουργίας, των άυλων αγαθών, των απαιτήσεων, των αξιογράφων, των δικαιωμάτων και παντός αποτιμητού ή μη εις χρήμα αγαθού ανήκει και περιλαμβάνεται στην περιουσία της εταιρίας, της οποίας το σύνολο των μεριδίων συμφωνείται να μεταβιβασθεί με το παρόν συμφωνητικό. 5. Εντός του πρώτου δεκαημέρου του μηνός Ιανουάριου 2007 θα υπογραφούν δύο προσύμφωνα μεταβιβάσεως των μεριδίων και του ακινήτου αντιστοίχως. Α) στο προσύμφωνο μεταβιβάσεως των εταιρικών μεριδίων, εκτός των ανωτέρω όρων, θα περιληφθούν όροι α) ότι το οριστικό συμβόλαιο θα καταρτισθεί όταν περατωθούν οι νόμιμες διαδικασίες, σχετικές κυρίως με την χορηγηθείσα στην εταιρία ενίσχυση από την Περιφέρεια Αττικής και β) ότι οποιαδήποτε συνέπεια ή υποχρέωση σχετική με την ανωτέρω ενίσχυση ή τυχόν κατά παράβαση των όρων χορηγήσεώς της, περιλαμβανομένης της παρούσης μεταβιβάσεως, βαρύνει τους αγοραστές. Β) στο προσύμφωνο μεταβιβάσεως του ακινήτου θα τεθεί ο όρος ότι οι συμβαλλόμενοι αποδεσμεύονται αζημίως μετά διετία από της καταρτίσεώς του. 6. Αν μετά την οριστική μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων δεν έχει πραγματοποιηθεί η οριστική μεταβίβαση του ακινήτου, θα υπογράφει συμφωνητικό μισθώσεώς του για έκταση 7.200 μ2 περίπου, διάρκειας 16 ετών με μηνιαίο μίσθωμα 2.348 €, αναπροσαρμοζόμενο κατ’ έτος κατά το ποσοστό του τιμαρίθμου του προηγουμένου δωδεκαμήνου συν δυόμισυ μονάδες. 7. Οι φόροι και οι δαπάνες μεταβιβάσεως των μεριδίων βαρύνουν τους πωλητές. Ο φόρος μεταβιβάσεως του ακινήτου βαρύνει την αγοράστρια. 8. Οι πωλητές υπόσχονται και εγγυώνται τα μεταβιβαζόμενα (μερίδια και ακίνητο) και θα υποσχεθούν και εγγυηθούν κατά την υπογραφή των οριστικών συμβολαίων μεταβιβάσεως ελεύθερα από κάθε βάρος και χρέος, κατάσχεση συντηρητική ή αναγκαστική, διεκδίκηση, δικαίωμα τρίτου εμπράγματο ή ενοχικό, ενέχυρο ή αίρεση. Επίσης εγγυώνται ότι η εταιρία δεν θα έχει καμία απολύτως υποχρέωση ή χρέος ή δικαστική ή εξώδικη δικαστική εκκρεμότητα. Σε κάθε περίπτωση οι πωλητές είναι αλληλεγγύως υπεύθυνοι και υπόχρεοι για κάθε χρέος της εταιρίας μέχρι την ημέρα της οριστικής μεταβιβάσεως των εταιρικών μεριδίων. Πειραιάς, 27.12.2006». Στη συνέχεια, στις 24-4-2007, τα προαναφερθέντα μέρη προέβησαν σε τροποποίηση των ως άνω συμφωνηθέντων, η οποία ετέθη κάτωθεν του ανωτέρω αρχικού κειμένου του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού, στην οποία, υπό τον τίτλο «τροποποίηση», αναφέρονται τα ακόλουθα : «Τροποποιείται το παρόν συμφωνητικό ως εξής : Η οριστική μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων θα υπογράφει μέχρι την 31.10.2007. Συγχρόνως θα υπογράφει συμφωνητικό μισθώσεως του ανωτέρω ακινήτου για έκταση 7.200 μ2 περίπου, διάρκειας 16 ετών με μηνιαίο μίσθωμα 2.348 €, αναπροσαρμοζόμενο κατ’ έτος κατά το ποσοστό του τιμαρίθμου του προηγουμένου δωδεκαμήνου συν δυόμισι μονάδες. Μάνδρα, 24.4.2007». Από το ανωτέρω περιεχόμενο του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού προκύπτει ότι μεταξύ των προαναφερθέντων μερών, συμφωνήθηκε να προβούν στην κατάρτιση δύο προσυμφώνων (βλ. τον όρο υπ’ αριθ. 5), με τα οποία θα αναλάμβαναν την υποχρέωση να καταρτίσουν οριστική σύμβαση δια της οποίας οι …………. και   …………. θα πωλούσαν και θα μεταβίβαζαν αφενός τα εταιρικά τους μερίδια της προαναφερθείσας Ε.Π.Ε. και αφετέρου το ακίνητο, έκτασης 10.400 τ.μ., στο οποίο ασκούσε η τελευταία την δραστηριότητά της, στην ενάγουσα εταιρία και η τελευταία θα κατέβαλε στους πωλητές το τίμημα για καθεμία από τις πωλήσεις, δηλαδή το ποσό των 440.000 ευρώ για τα εταιρικά μερίδια (τμηματικώς σε επιμέρους δόσεις) και το ποσό των 733.000 ευρώ για το ακίνητο. Ωστόσο, στο ίδιο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό, σε περισσότερα σημεία του, υπάρχει αναφορά και για τη σύναψη της αντίστοιχης οριστικής σύμβασης, όπως στους όρους αυτού υπ’ αριθ. 1 εδ. γ΄ («…ποσό 154.000 € θα καταβληθεί κατά την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου, υπογραφησομένου εντός τεσσάρων μηνών από σήμερα…»), υπ’ αριθ. 2 («…θα βεβαιώσουν κατά την υπογραφή των οριστικών συμβολαίων μεταβιβάσεως την ακρίβεια των κατωτέρω πινάκων, οι οποίοι, προσυπογραφόμενοι από τους συμβαλλομένους, θα προσαρτηθούν στα συμβόλαια…») και υπ’ αριθ. 8 («…Οι πωλητές υπόσχονται και εγγυώνται τα μεταβιβαζόμενα (μερίδια και ακίνητο) και θα υποσχεθούν και εγγυηθούν κατά την υπογραφή των οριστικών συμβολαίων μεταβιβάσεως ελεύθερα από κάθε βάρος …»). Επιπλέον, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της ανωτέρω από 24-4-2007 τροποποίησης του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού, όσον αφορά στην ως άνω μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων, τα προαναφερθέντα συμβληθέντα μέρη ανέλαβαν τη ρητή υποχρέωση να συνάψουν την αντίστοιχη οριστική σύμβαση μεταβίβασής τους, εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος («Η οριστική μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων θα υπογράφει μέχρι την 31.10.2007»). Ως εκ τούτου, ενόψει του ότι τα προαναφερθέντα μέρη, με το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό, ανέλαβαν την υποχρέωση να καταρτίσουν οριστική σύμβαση, όσον αφορά στην ως άνω μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων, αυτό αποτελεί, κατά την προεκτεθείσα έννοια (υπό στοιχείο ΙΙ), προσύμφωνο και όχι απλώς «σχέδιο συμφωνίας», το οποίο συντάχθηκε, κατά το στάδιο των ανωτέρω διαπραγματεύσεων, όπως εσφαλμένως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατά το σχετικό βάσιμο λόγο (πρώτο) της εφέσεως. Επίσης, αποδείχθηκε ότι, σε εκτέλεση του προσυμφώνου αυτού (ιδίως του όρου υπ’ αριθ. 1), η ενάγουσα κατέβαλε : α) στις 28-12-2006, το ποσό των 88.000 ευρώ σε έκαστον των αναφερομένων στο εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό πωλητών (…………. και πρώτης εναγομένης), και συνολικώς το ποσό των 176.000 ευρώ (βλ. τις σχετικές λογιστικές καταστάσεις της ενάγουσας εταιρίας) και β) στις 26-1-2007, το ποσό των 55.000 ευρώ σε έκαστον των ως άνω πωλητών και συνολικώς το ποσό των 110.000 ευρώ (βλ. τις σχετικές λογιστικές καταστάσεις της ενάγουσας εταιρίας). Επίσης, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι για την ίδια ως άνω αιτία κατέβαλε και τα ακολούθως αναφερόμενα χρηματικά ποσά : α) στις 20-3-2007, το ποσό των 44.000 ευρώ, δια της υπ’ αριθ. ………., με ημεροχρονολογία 20-3-2007, ισόποσης επιταγής της Τράπεζας Πειραιώς, πληρωτέας σε διαταγή της πρώτης εναγομένης, β) στις 15-5-2007, το ποσό των 29.347 ευρώ, δια της υπ’ αριθ. ………, με ημεροχρονολογία 15-5-2007, ισόποσης επιταγής της Τράπεζας Πειραιώς, πληρωτέας σε διαταγή . …………., γ) στις 3-1-2008, το ποσό των 11.739 ευρώ, δια της υπ’ αριθ. ……., με ημεροχρονολογία 3-1-2008, ισόποσης επιταγής της Τράπεζας ., πληρωτέας σε διαταγή της δεύτερης εναγομένης (………….. .) και δ) στις 31-1-2008, το ποσό των 29.374 ευρώ, δια της υπ’ αριθ. …………., με ημεροχρονολογία 31-1-2008, ισόποσης επιταγής της Τράπεζας Πειραιώς, πληρωτέας σε διαταγή της πρώτης εναγομένης, καθώς και ε) στις 15-4-2009, μετά το θάνατο του ως άνω συμβληθέντος . …………. (την 12-3-2008), στην πρώτη εναγομένη, ατομικώς και ως κληρονόμο του συζύγου της, καθώς και για λογαριασμό των λοιπών εναγομένων (τέκνων της) ως κληρονόμων του προαναφερθέντος πατέρα τους, σε μετρητά, το ποσό των 39.567 ευρώ. Σημειωτέον ότι οι εναγόμενες, με τις προτάσεις τους, συνομολογούν τις ως άνω καταβολές του ποσού των 176.000 ευρώ και των 110.000 ευρώ, δηλαδή συνολικώς ποσού 286.000 ευρώ, ενώ αρνούνται τις υπόλοιπες. Ωστόσο, οι ως άνω καταβολές, πλην αυτών που συνομολογούν οι εναγόμενες, δεν αποδείχθηκε ότι πραγματοποιήθηκαν, ενόψει του ότι από τα αντίγραφα των αντίστοιχων επιταγών, τα οποία προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, δεν προκύπτει η είσπραξη από την τράπεζα του σχετικού ποσού, αφού υπάρχει μόνον η εμπρόσθια όψη αυτών επί της οποίας δεν περιέχεται κάποια ένδειξη περί τούτου. Μάλιστα, στο αντίγραφο της ανωτέρω υπ’ αριθ. …………., με ημεροχρονολογία 31-1-2008, επιταγής δεν υπάρχει υπογραφή στη θέση του εκδότη. Σημειωτέον ότι, κατά το άρθρο 421 του ΑΚ, η ανάληψη νέας υποχρεώσεως από τον οφειλέτη, όπως είναι και η έκδοση επιταγής, προς ικανοποίηση του δανειστή, δεν επιφέρει, πριν από την είσπραξη αυτής, την εξόφληση του χρέους, διότι θεωρείται ότι έγινε χάριν καταβολής, και όχι αντί καταβολής, εκτός εάν συμφωνήθηκε ή προκύπτει από τις περιστάσεις σαφώς το αντίθετο, δηλαδή έγινε για την απόσβεση της αρχικής οφειλής, με τη σύσταση της νέας. Ειδικότερα, μόνη η παράδοση της επιταγής, η οποία αποτελεί όργανο και μέσο πληρωμής, δεν συνιστά καταβολή κατά την έννοια του άρθρου 416 του ΑΚ, ούτε σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται δόση ή υπόσχεση αντί καταβολής, κατά τα άρθρα 419 και 421 του ΑΚ, αλλά γίνεται χάριν καταβολής. Με τη γένεση δηλαδή της ενοχής από την επιταγή δημιουργείται μόνον ένας εναλλακτικός τρόπος πληρωμής και για το λόγο αυτό δεν επέρχεται απόσβεση της αρχικής υποχρεώσεως παρά μόνο με την πραγματική πληρωμή (είσπραξη) της επιταγής (βλ. ΑΠ 1739/2002 ΝοΒ 2003 1226, ΑΠ 883/2000 ΕλλΔνη 42 405, ΕφΘεσ 167/2010 Επισκ ΕμπΔ 2010 557, ΕφΑθ 429/2006 ΔΕΕ 2007 343). Επιπλέον, όσον αφορά στην επικληθείσα καταβολή της 15ης-4-2009 (ποσού 39.567 ευρώ), δεν αποδείχθηκε ότι διενεργήθηκε αυτή, αφού δεν προσκομίσθηκε κάποια έγγραφη απόδειξη περί τούτου, μολονότι το ποσό αυτό είναι σημαντικό. Η κρίση αυτή περί της μη διενέργειας των ανωτέρων καταβολών, που επικαλείται η ενάγουσα (πλην των συνομολογηθεισών), δεν αναιρείται από την κατάθεση, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, του μάρτυρα αποδείξεως …………, ενόψει του ότι αυτός ανέφερε ότι η ενάγουσα κατέβαλε το συνολικό ποσό των 440.000 ευρώ, χωρίς, όμως, να έχει ιδία αντίληψη για το σχετικό περιστατικό, ούτε να γνωρίζει τις επιμέρους τμηματικές καταβολές. Επίσης, οι ως άνω μη αποδειχθείσες καταβολές (δια των ανωτέρω επιταγών) αναφέρονται μεν στην προαναφερθείσα υπ’ αριθ. ………/5-11-2015 ένορκη βεβαίωση του …….., προϊσταμένου του λογιστηρίου της ενάγουσας εταιρίας, όμως, ενώ ο τελευταίος αναφέρει ως πηγή της σχετικής γνώσης του τα τηρούμενα στοιχεία του λογιστηρίου της ενάγουσας εταιρίας, χωρίς να προσδιορίζει επακριβώς αυτά, δεν προσκομίσθηκε κάποιο σχετικό λογιστικό έγγραφο στο οποίο να έχουν καταχωρηθεί οι καταβολές αυτές, όπως αντιθέτως συνέβη με τις λοιπές καταβολές που συνομολογούν οι εναγόμενες, δηλαδή από αυτό συνάγεται ότι δεν υπάρχει σχετική καταχώρηση. Ως εκ τούτου, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα κατέβαλε για το τίμημα της μεταβίβασης των ανωτέρω εταιρικών μεριδίων το συνολικό ποσό των 286.000 ευρώ. Ακόμη, η ενάγουσα, με την από 15-10-2014 πρόσκλησή της, η οποία επιδόθηκε στις 17-10-2014 στις εναγόμενες (βλ. τις υπ’ αριθ. …………./17-10-2014 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………), κάλεσε τις τελευταίες να προσέλθουν, στις 19-12-2014, στα γραφεία της (ενάγουσας εταιρίας), ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……………., για τη σύνταξη της πράξης τροποποιήσεως του καταστατικού της προαναφερθείσας Ε.Π.Ε., λόγω της ως άνω συμφωνηθείσας μεταβιβάσεως των εταιρικών μεριδίων και το διορισμό νέου διαχειριστή αυτής. Οι εναγόμενες, όμως, δεν προσήλθαν προς τούτο και συντάχθηκε η υπ’ αριθ. ……../2015 πράξη μη εμφανίσεώς τους της προαναφερθείσας συμβολαιογράφου. Ωστόσο, όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο IΙΙ), κατά το άρθρο 28 του ν. 3190/1955 η σύμβαση με την οποία τα μέρη αναλαβάνουν την υποχρέωση να συνάψουν σύμβαση για τη μεταβίβαση μεριδίου ή μεριδίων εταιρίας περιορισμένης ευθύνης πρέπει να υποβληθεί στον τύπο του συμβολαιογραφικού  εγγράφου  για  να  είναι έγκυρη, όπως και το αντίστοιχο προσύμφωνο (άρθρο 166 του ΑΚ). Ως εκ τούτου, το ως άνω προσύμφωνο, το οποίο καταρτίσθηκε με το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό, περί της μεταβιβάσεως των εταιρικών μεριδίων της προαναφερθείσας Ε.Π.Ε. είναι άκυρο και θεωρείται σαν να μην έγινε. Επίσης, η καταβολή από την ενάγουσα του ανωτέρω ποσού των 286.000 ευρώ, σε εκτέλεση του άκυρου, κατά τα ως άνω, προσυμφώνου, ως μέρους του σχετικού τιμήματος, συνεπάγεται πλουτισμό των προαναφερθέντων πωλητών, χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία της. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙΙ), υφίσταται αξίωση της ενάγουσας κατά των εναγομένων προς απόδοση της ανωτέρω ωφελείας, που αποκτήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία της, σχετικώς με το ανωτέρω καταβληθέν ποσό του τιμήματος, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. του ΑΚ). Ειδικότερα, η εν λόγω απαίτηση της ενάγουσας αφορά στην πρώτη εναγομένη ατομικώς ως πωλητή και αρχικού εταίρου της προαναφερθείσας Ε.Π.Ε. (κατά ποσοστό ½), δηλαδή για το ποσό των 143.000 ευρώ (286.000 Χ ½ = 143.000) και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμο του προαναφερθέντος συζύγου της (. ………….) κατά την κληρονομική μερίδα της (4/16), δηλαδή για το ποσό των 35.750 ευρώ (286.000 Χ ½ = 143.000 Χ 4/16 = 35.750) και συνολικώς για το ποσό των 178.750 ευρώ (143.000 + 35.750) και στις υπόλοιπες εναγόμενες ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του προαναφερθέντος (πατέρα τους) κατά την κληρονομική μερίδα τους (3/16), δηλαδή για το ποσό των 26.812,50 ευρώ (286.000 Χ ½ = 143.000 Χ 3/16 = 26.812,50) εκάστη, κατά τα άρθρα 1813, 1820 και 1885 του ΑΚ (πλην της πέμπτης εναγομένης – εφεσίβλητης . …………. ως προς την οποία δεν μεταβιβάσθηκε η υπόθεση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τούτο, λόγω της ως άνω απορρίψεως της εφέσεως ως απαράδεκτης όσον αφορά αυτήν). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι  δεν υφίσταται η ανωτέρω απαίτηση της ενάγουσας, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, κατά τον αντίστοιχο βάσιμο λόγο (τρίτο) της εφέσεως.

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω στοιχεία, αποδείχθηκε ότι δυνάμει του από 28-8-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως ακινήτου, το οποίο καταρτίσθηκε στη Μάνδρα Αττικής, κατά την ίδια ημερομηνία, μεταξύ αφενός του ήδη αποβιώσαντος . …………. και της πρώτης εναγομένης ως εκμισθωτών και αφετέρου της ενάγουσας εταιρίας ως μισθώτριας, εκμισθώθηκε ένα ακίνητο, επιφάνειας 7.200 τ.μ., μετά των επί αυτού κτισμάτων και πάσης φύσεως εγκαταστάσεων (συγκρότημα παρασκευής σκυροδέματος, γραφεία, γεώτρηση κλπ.), που βρίσκεται στη θέση ……… της Σαλαμίνας, για χρονικό διάστημα δώδεκα ετών με έναρξη από την 1-9-2007, με μηνιαίο μίσθωμα ποσού 2.348,00 ευρώ, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από την ενάγουσα εταιρία για τη λειτουργία και εκμετάλλευση της σχετικής επιχείρησής της παραγωγής ετοίμου σκυροδέματος και για την άσκηση της εν γένει επιχειρηματικής δραστηριότητας αυτής και υπό τους λοιπούς όρους και συμφωνίες που αναφέρονται στη σύμβαση αυτή (βλ. το από 28-8-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό που φέρει θεώρηση από τη Δ.Ο.Υ. Σαλαμίνας υπ’ αριθ. πρωτ. ………./3-9-2007). Μάλιστα, η ενάγουσα εταιρία, ως μισθώτρια, παρέλαβε το ανωτέρω μίσθιο προκειμένου να το χρησιμοποιήσει κατά τα ως άνω συμφωνηθέντα. Επίσης, δυνάμει του από 30-1-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού σύμβασης μίσθωσης μηχανολογικού εξοπλισμού μετά της αδείας λειτουργίας για παραγωγή ετοίμου σκυροδέματος, το οποίο καταρτίσθηκε στη Μάνδρα Αττικής, κατά την ίδια ημερομηνία, μεταξύ αφενός της εταιρίας με την επωνυμία «. ……………» και αφετέρου της ενάγουσας εταιρίας, εκμισθώθηκε ο μηχανολογικός εξοπλισμός, μετά της σχετικής αδείας λειτουργίας για παραγωγή ετοίμου σκυροδέματος, όπως αυτός ευρίσκετο και λειτουργούσε στη σχετική μονάδα παραγωγής ετοίμου σκυροδέματος στη θέση ………… Σαλαμίνας (δηλαδή στο κατά τα ως άνω εκμισθωθέν ακίνητο), για αόριστο χρονικό διάστημα, με έναρξη την 1-2-2008, με μηνιαίο μίσθωμα ποσού 5.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ και κατά τους λοιπούς όρους και συμφωνίες της σύμβασης αυτής (βλ. το από 30-1-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό). Ακόμη, οι εναγόμενες, με την από 15-12-2013 εξώδικη διαμαρτυρία – δήλωση – πρόσκληση προς την ενάγουσα εταιρία, η οποία επιδόθηκε στην τελευταία στις 20-12-2013 (βλ. την υπ’ αριθ. ……../20-12-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………….) είχαν γνωστοποιήσει στην ενάγουσα εταιρία ότι αναλαμβάνουν στην κατοχή τους το ανωτέρω μίσθιο ακίνητο και τον ευρισκόμενο σ’ αυτό εκμισθωθέντα μηχανολογικό εξοπλισμό, λόγω εγκατάλειψης αυτών, κατά συνέπεια, τότε, λύθηκαν οι προαναφερθείσες συμβάσεις μισθώσεως. Επιπροσθέτως, αποδείχθηκε ότι κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, από την έναρξη των προαναφερθεισών μισθώσεων, αντιστοίχως, μέχρι τη λύση τους, δηλαδή από 1-9-2007 έως 20-12-2013 όσον αφορά στη μίσθωση του ανωτέρου ακινήτου και από 1-2-2008 έως 20-12-2013 όσον αφορά στη μίσθωση του ανωτέρου μηχανολογικού εξοπλισμού, η ενάγουσα εταιρία δεν κατέβαλε τα αντίστοιχα μηνιαία μισθώματα. Σημειωτέον ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας εταιρίας (…………..), κατά τη χωρίς όρκο εξέτασή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δήλωσε ότι έχει καταβάλει τα ανωτέρω μισθώματα για το χρονικό διάστημα από την έναρξη των εν λόγω μισθώσεων μέχρι και το έτος 2010 και όχι για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, η ενάγουσα δεν προσκόμισε κάποια έγγραφη απόδειξη για την καταβολή των μισθωμάτων αυτών, ούτε έστω και μερικών απ’ αυτών, δηλαδή δεν προσκομίσθηκε κάποιο σχετικό έγγραφο από τα τηρούμενα στο λογιστήριο αυτής (ως ανώνυμης εταιρίας), στο οποίο να έχουν καταχωρηθεί οι καταβολές αυτές που επικαλείται, όπως αντιθέτως συνέβη με τις ανωτέρω (δύο) καταβολές για το τίμημα μεταβίβασης των εν λόγω εταιρικών μεριδίων. Εξάλλου, οι τέσσερις πρώτες εναγόμενες προτείνουν (κατ’ εκτίμηση των σχετικών ισχυρισμών τους) προς συμψηφισμό, έναντι της ανωτέρω απαίτησης της ενάγουσας (από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό), τις επικληθείσες απαιτήσεις τους σχετικώς με τα ως άνω οφειλόμενα από την ενάγουσα μισθώματα, που αφορούν τις προαναφερθείσες συμβάσεις μισθώσεως, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2007 έως 15-12-2013, ποσού 2.348 ευρώ μηνιαίως όσον αφορά στη μίσθωση του ανωτέρω ακινήτου και ποσού 5.000 ευρώ μηνιαίως όσον αφορά στη μίσθωση του ανωτέρω μηχανολογικού εξοπλισμού και, για ολόκληρο το ως άνω χρονικό διάστημα, συνολικώς του ποσού των 617.232 ευρώ. Ωστόσο, δικαιούχος της απαίτησης για τα ως άνω οφειλόμενα μισθώματα του ανωτέρω μηχανολογικού εξοπλισμού δεν είναι οι εναγόμενες, αλλά η εταιρία με την επωνυμία «……………», η οποία, όπως προαναφέρθηκε, ήταν εκμισθώτρια στην αντίστοιχη σύμβαση μισθώσεως (άρθρο 574 του ΑΚ). Κατά συνέπεια, ενόψει του ότι η τελευταία απαίτηση αφορά σε δικαίωμα τρίτου, δεν επιτρέπεται στις εναγόμενες να προβάλουν τη σχετική ένσταση περί συμψηφισμού, κατά το αντίστοιχο μέρος της (άρθρο 262 παρ. 2 του ΚΠολΔ, βλ. ΕφΑθ 265/2000 ΕλλΔνη 41 1427). Σημειωτέον ότι η κρίση αυτή δεν αναιρείται από το ότι, όπως προαναφέρθηκε, η ανωτέρω εκμισθώτρια Ε.Π.Ε., ήδη, έχει λυθεί και έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία εκκαθάρισής της, δοθέντος ότι ακόμη και μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, εάν διαπιστωθεί ότι υπάρχει κάποια απαίτηση ή χρέος της εταιρίας, αναβιώνει αυτή και επαναλαμβάνονται εκ νέου οι εργασίες της εκκαθαρίσεως από τον εκκαθαριστή (βλ. ΑΠ 216/2012 ΕλλΔνη 2012 736). Επίσης, δεν προέκυψε ότι, ήδη, πριν την έναρξη της δίκης για την εν λόγω υπόθεση, είχε πραγματοποιηθεί ο σχετικός συμψηφισμός, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες, αφού δεν υπήρξε κάποια αντίστοιχη δήλωση της προαναφερθείσας Ε.Π.Ε. προς την ενάγουσα εταιρία. Μάλιστα, οι εναγόμενες δεν προσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο διενεργήθηκε ο ανωτέρω επικληθείς συμψηφισμός, ούτε και τον σχετικό χρόνο. Ακόμη, η μάρτυρας ανταπόδειξης ………… στην κατάθεσή της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ανέφερε σχετικώς ότι δεν γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο έγινε ο ανωτέρω συμψηφισμός, αλλά υποθέτει ότι διενεργήθηκε αυτός (συμψηφισμός). Σημειωτέον ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας εταιρίας (…………..), στην εξέτασή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αρνήθηκε, κατηγορηματικώς, ότι πραγματοποιήθηκε ο ανωτέρω συμψηφισμός και δήλωσε ότι κατέβαλε κάθε μήνα για τα ως άνω μισθώματα το ποσό των 3.500 – 4.000 ευρώ, μέχρι το έτος 2010, που έπαυσε να χρησιμοποιεί το εν λόγω μίσθιο ακίνητο. Επιπλέον, στην ανωτέρω από 15-12-2013 εξώδικη διαμαρτυρία – δήλωση – πρόσκληση των εναγομένων, με την οποία λύθηκαν οι εν λόγω συμβάσεις μισθώσεως και στη μεταγενέστερη από 5-12-2014 εξώδικη απάντηση – διαμαρτυρία – πρόσκληση των εναγομένων προς την ενάγουσα εταιρία, δεν υπάρχει κάποια αναφορά για τον ανωτέρω συμψηφισμό, αλλά μόνον επιφύλαξη δικαιωμάτων για τα οφειλόμενα μισθώματα. Ως εκ τούτου, οι εναγόμενες δικαιούνται να προβάλουν προς συμψηφισμό μόνον την απαίτησή τους για τα ως άνω οφειλόμενα μισθώματα, τα οποία αφορούν στη σύμβαση μισθώσεως του ανωτέρω ακινήτου, για το χρονικό διάστημα από την 1-9-2007 (δηλαδή τη συμφωνηθείσα ημέρα έναρξης της μίσθωσης και όχι από την 1-1-2007 που αβάσιμα ισχυρίζονται οι τέσσερις πρώτες εναγόμενες) μέχρι την 15-12-2013 (κατά το αντίστοιχο αίτημα τους), δηλαδή για το συνολικό ποσό των 177.274 ευρώ (2.348 ευρώ μηνιαίο μίσθωμα Χ 75 ½ μήνες = 177.274). Ειδικότερα, η ως άνω απαίτηση των εναγομένων αφορά στην πρώτη εναγομένη ατομικώς ως αρχικού συνεκμισθωτή της σχετικής σύμβασης μισθώσεως (κατά ποσοστό ½), δηλαδή για ποσό 88.637 ευρώ (177.274 Χ ½ = 88.637) και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμο του προαναφερθέντος συνεκμισθωτή συζύγου της (. ………….) κατά την κληρονομική μερίδα της (4/16), δηλαδή για ποσό 22.159,25 ευρώ (177.274 Χ 1/2 = 88.637 Χ 4/16 = 22.159,25) και συνολικώς για το ποσό των 110.796,25 ευρώ (88.623,50 + 22.159,25) και στις υπόλοιπες εναγόμενες ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του προαναφερθέντος συνεκμισθωτή (πατέρα τους) κατά την κληρονομική μερίδα τους (3/16), δηλαδή για το ποσό των 16.619,43 ευρώ (177.274 Χ ½ = 88.637 Χ 3/16 = 16.619,43) εκάστη, κατά άρθρα 1813, 1820 και 1885 του ΑΚ (πλην της πέμπτης εναγομένης – εφεσίβλητης . …………. ως προς την οποία δεν μεταβιβάσθηκε η υπόθεση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τούτο, λόγω της ως άνω απορρίψεως της εφέσεως ως απαράδεκτης όσον αφορά αυτήν). Επομένως, στο μέτρο που η προαναφερθείσα απαίτηση των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, για τα ως άνω οφειλόμενα μισθώματα και η αγωγική απαίτηση της ενάγουσας καλύπτονται, επέρχεται απόσβεση της τελευταίας απαιτήσεως (άρθρο 440 του ΑΚ) και οι ανωτέρω εναγόμενες υποχρεούνται μόνον στην καταβολή του ποσού που υπερβαίνει το ποσό της ως άνω απαιτήσεώς τους, δηλαδή της διαφοράς μεταξύ των σχετικών ποσών. Ειδικότερα, η ως άνω διαφορά των χρηματικών ποσών των ανωτέρω απαιτήσεων ανέρχεται : α) για την πρώτη των εναγομένων στο ποσό των 67.953,75 (178.750 ευρώ η απαίτηση της ενάγουσας – 110.796,25 ευρώ η απαίτηση της 1ης εναγομένης = 67.953,75 ευρώ) και β) για εκάστη των δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των εναγομένων στο ποσό των 10.193,07 ευρώ (26.812,50 ευρώ η απαίτηση της ενάγουσας – 16.619,43 ευρώ η απαίτηση της κάθε εναγομένης = 10.193,07 ευρώ). Επομένως, γενομένης μερικώς δεκτής της ανωτέρω ενστάσεως, εκάστη εκ των προαναφερθεισών εναγομένων οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό της ως άνω διαφοράς, αντιστοίχως. Ωστόσο, δεν προέκυψε ότι η ενάγουσα είχε οχλήσει τις εναγόμενες για την καταβολή των ως άνω ποσών προγενεστέρως της επίδοσης της ένδικης αγωγής, όπως αντιθέτως αλλά αβασίμως αυτή ισχυρίζεται, κατά συνέπεια οι σχετικοί τόκοι οφείλονται από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής (άρθρο 910 του ΑΚ). Εξάλλου, οι εναγόμενες επικαλούνται ότι, ακόμη και στην περίπτωση που υποτεθεί ότι η ενάγουσα έχει καταβάλει το ανωτέρω ποσό, το οποίο επικαλείται, δεν δικαιούται να αξιώσει αυτό, κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, γιατί, κατά τους ισχυρισμούς τους, από τη χρήση του ως άνω εκμισθωθέντος ακινήτου και μηχανολογικού εξοπλισμού, αυτή (ενάγουσα) έχει αποκομίσει πολλαπλάσια κέρδη. Ωστόσο, ακόμη και εάν οι τελευταίοι ισχυρισμοί των εναγομένων υποτεθούν ως αληθείς, τα σχετικώς επικληθέντα περιστατικά δεν αφορούν σε κάποια συμπεριφορά της ενάγουσας (δια του εκπροσώπου της), συνδεόμενης με αντίστοιχη των εναγομένων, σχετική με την αγωγική αξίωση αυτής, η οποία να καθιστά την άσκηση της αγωγής αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, όπως αντιθέτως αλλά αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενες. Ως εκ τούτου, η ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αγωγής για την ως άνω αξίωση (άρθρο 281 του ΑΚ), που προέβαλαν πρωτοδίκως οι εφεσίβλητες – εναγόμενες και επαναφέρουν με τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Τέλος, παρέλκει η εξέταση της προβληθείσας και πρωτοδίκως ενστάσεως περί πενταετούς παραγραφής, που επαναφέρουν οι εναγόμενες, με τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ενόψει του ότι αυτή αφορά αποκλειστικώς στην κύρια βάση της αγωγής (υπαναχώρηση από οριστική σύμβαση), η οποία, όπως προεκτέθηκε, απορρίφθηκε ως νομικώς αβάσιμη.

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση κατά το μέρος της που έγινε τυπικώς δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς το κεφάλαιό της με το οποίο απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή κατά την επικουρική βάση της. Ακολούθως αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και δικαστεί κατ΄ ουσίαν η αγωγή κατά το μέρος της ως προς το οποίο εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να γίνει αυτή (αγωγή) κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι οι τέσσερις πρώτες εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα : α) η πρώτη των εναγομένων ποσό των 67.953,75 ευρώ και β) η δεύτερη, η τρίτη και η τέταρτη των εναγομένων, εκάστη, το ποσό των 10.193,07 ευρώ, όλα τα ποσά με τον νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής. Ακόμη, τα δικαστικά έξοδα, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των προαναφερθέντων διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εκκαλούσας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, εις βάρος των προαναφερθεισών εναγομένων – εφεσίβλητων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 επ. του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως εκτίθεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την έφεση ως προς την πέμπτη των εφεσίβλητων        (. ………….).

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της πέμπτης των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Δέχεται τυπικώς κατά τα λοιπά την έφεση.

Δέχεται και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά τον αναφερόμενο στο σκεπτικό λόγο της.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 4716/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αποκλειστικώς όσον αφορά στις πρώτη, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των εναγομένων και κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της, χωρίς να θίγονται οι λοιπές διατάξεις της.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, που αφορά στην αναφερθείσα στο σκεπτικό από 11-6-2015 (υπ’ αριθ. ……………/2015 εκθ. καταθ.) αγωγή, ως προς το ανωτέρω μέρος της.

Δέχεται κατά ένα μέρος την ανωτέρω αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι οι πρώτη, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των εναγομένων οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα : α) η πρώτη των εναγομένων το ποσό των εξήντα επτά χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα τριών ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (67.953,75) και β) η δεύτερη, η τρίτη και η τέταρτη των εναγομένων, εκάστη, το ποσό των δέκα χιλιάδων εκατόν ενενήντα τριών ευρώ και επτά λεπτών (10.193,07), όλα τα ποσά με τον νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής.

Καταδικάζει τις προαναφερθείσες εναγόμενες στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου (υπ’ αριθ. ……………../07-01-2019, ποσού 150 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις  16 Ιανουαρίου 2020.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω λήξεως της

αποσπάσεώς της

και αναχωρήσεώς της,

ο αρχαιότερος της

συνθέσεως Εφέτης,

Ιωάννης Αποστολόπουλος.

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 30η Απριλίου  2020, με άλλη σύνθεση, λόγω λήξεως της αποσπάσεώς της και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών,  Ελένης Κούφη, και λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως του Εφέτη, Ιω άννη Γερωνυμάκη, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά και Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτες, και με Γραμματέα την Ελένη Τσίτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ