Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 310/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης     310/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 9.9.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …./9.9.2013 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……./7.12.2018 έφεση του εναγομένου, ήδη εκκαλούντος, κατά της υπ’αριθμ. 387/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως διορθώθηκε με την υπ’αριθμ.2091/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 24.6.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../24.6.2011 αγωγή των εναγόντων, ήδη εφεσιβλήτων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, μήτε παρήλθε τριετία από τη δημοσίευση της (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ.1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

  1. II. Οι ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι, με την προαναφερθείσα αγωγή τους, εξέθεσαν ότι ο σύζυγος της πρώτης και πατέρας του δεύτερου, με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ αυτού και του εναγομένου, που στην πραγματικότητα ασκούσε τον εφοπλισμό του φορτηγού πλοίου «ΑΠ», κυριότητας της εταιρείας «…………..», η οποία τυπικά έδρευε στην Ονδούρα, αλλά πραγματικά στον Πειραιά, όπου ο εναγόμενος ασκούσε την επιχειρηματική του δραστηριότητα και ελάμβανε τις αποφάσεις για την διοίκηση της και την διαχείριση του ανωτέρω πλοίου, ναυτολογήθηκε σ’αυτό, ως Πλοίαρχος και ότι στις 17.1.1998 απεβίωσε λόγω πνιγμού, κατά την εκτέλεση της ως άνω εργασίας του, συνεπεία βύθισης του πλοίου, υπό τις συνθήκες, που επαρκώς περιγράφονται, που οφείλεται σε βαρειά αμέλεια του εναγομένου, που συνίστατο στην παράβαση των αναφερομένων ειδικών διατάξεων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί των όρων ασφαλείας της Διεθνούς Σύμβασης για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στην Θάλασσα, του ελέγχου της ναυσιπλοΐας και επιθεωρήσεως και για την πρόληψη ατυχημάτων επί πλοίων. Ακολούθως, ζήτησαν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας του Αστικού Κώδικα, να καταβάλει: α) στην πρώτη αυτών, ηλικίας 48 ετών, το ποσό των 388.800 ευρώ, εφάπαξ, επικαλούμενη σπουδαίο λόγο, ως αποζημίωση για στέρηση διατροφής 1.200 ευρώ μηνιαίως, για τα επόμενα 27 έτη από τον θάνατο του συζύγου της, μέχρι την ηλικία των 75 ετών, με βάση τις μηνιαίες αποδοχές του θανόντος ύψους 5.282,50 ευρώ και β) στον δεύτερο ενάγοντα, ηλικίας 25 ετών, τότε ανήλικο, το ποσό των 79.200 ευρώ, εφάπαξ με την επίκληση σπουδαίου λόγου, για την απώλεια διατροφής 100 ευρώ μηνιαίως από τον θάνατο του πατέρα του, για τα επόμενα έξι έτη, μέχρι την ηλικία των 18 ετών και την ολοκλήρωση των σπουδών του, επιπλέον δε ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη, που υπέστησαν, το ποσό των 200.000 ευρώ στον καθένα και συνολικά 588.800 ευρώ στην πρώτη και 279.200 στον δεύτερο, με τον νόμιμο τόκο από την ημέρα θανάτου του συγγενούς τους και να απαγγελθεί σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης.

III. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι η αγωγή είναι  νόμιμη, παρεκτός του αιτήματος επιδίκασης τόκων από την ημέρα θανάτου του συγγενούς των εναγόντων, την έκανε μερικά δεκτή, κατ’ουσίαν, κρίνοντας ότι το επίδικο ναυάγιο οφειλόταν στην κάκιστη κατάσταση του πλοίου, εξαιτίας των αναφερομένων παράνομων πράξεων και παραλείψεων του εναγομένου πραγματικού εφοπλιστή τούτου από ενδεχόμενο δόλο και απορρίπτοντας την ένσταση πενταετούς παραγραφής των ένδικων αξιώσεων των εναγόντων, δεχόμενο ότι η αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου στοιχειοθετεί την ποινικά κολάσιμη κακουργηματική πράξη της πρόκλησης ναυαγίου με ενδεχόμενο δόλο από την οποία επήλθε θάνατος και για την οποία ισχύει η εικοσαετής παραγραφή και ακολούθως, τον υποχρέωσε να καταβάλει, ως αποζημίωση διατροφής, στην μεν πρώτη ενάγουσα το ποσό των 324.000 ευρώ εφάπαξ, για το χρονικό διάστημα από τον θάνατο του συζύγου της μέχρι τη συμπλήρωση του 75ου έτους ηλικίας της, στον δε δεύτερο το ποσό των 72.000 ευρώ από τον θάνατο του πατέρα του μέχρι την ενηλικίωση του, καθώς και το ποσό των 200.000 ευρώ στον καθένα, ως χρηματική ικανοποίηση ψυχικής οδύνης και συνολικά τα ποσά των 524.000 ευρώ και 272.000 ευρώ αντιστοίχως, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η εκκαλουμένη διορθώθηκε με την υπ’αριθμ.2091/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, με την συμπλήρωση της διάταξης περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του εναγομένου διάρκειας ενός έτους.

Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως διορθώθηκε, παραπονείται ο εναγόμενος-εκκαλών, με την ένδικη έφεση του, για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της, την εξαφάνιση άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη της.

ΙV. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 25 και 26 του Α.Κ., 1, 2, 3 και 8 του Κανονισμού 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I), 914 Α.Κ., 1 και 16 του ν. 551/1915 και 66 Κ.Ι.Ν.Δ., συνάγεται ότι η ευθύνη από ναυτεργατικό ατύχημα, που είναι διάφορη και δεν ταυτίζεται με την ευθύνη από αδικοπραξία, έχει δε ως προϋπόθεση το βίαιο συμβάν, που αποτελεί τον πυρήνα της εννοίας του εν λόγω ατυχήματος και λαμβάνει χώρα κατά την εκτέλεση ή εξ αφορμής της εργασίας, δεν ρυθμίζεται από το κατά το άρθρο 26 Α.Κ. εφαρμοστέο δίκαιο επί των ενοχών που απορρέουν από αδίκημα, αλλά από το δίκαιο που διέπει την σύμβαση ναυτικής εργασίας, δηλαδή εκείνο που ορίζεται από την διάταξη του άρθρου 25 Α.Κ. και είναι το δίκαιο στο οποίο τα μέρη υπεβλήθησαν και εν ελλείψει τούτου το εξ όλων των συνθηκών αρμόζον ή επί συμβάσεων ναυτικής εργασίας, που καταρτίσθηκαν μετά τις 17-12-2009, που άρχισε η ισχύς του ανωτέρω Κανονισμού, εκείνο που ορίζεται από αυτόν και είναι επίσης προεχόντως, κατ` άρθρον 8 παρ. 1 τούτου το δίκαιο, που επιλέγουν τα μέρη, σύμφωνα με το άρθρο 3 τούτου, η΄ ελλείψει αυτού, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία, ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του κατά την εκτέλεση της σύμβασης (παρ.2), η΄ από το δίκαιο της χώρας όπου ευρίσκεται η εγκατάσταση της επιχείρησης, που προσέλαβε τον εργαζόμενο (παρ.3), η΄ της χώρας που η σύμβαση συνδέεται στενότερα, όπως προκύπτει από το σύνολο των περιστάσεων (παρ.4). Επίσης, συναφώς με τα ανωτέρω, στην παρ. 2 του άρθρου 9 του ίδιου Κανονισμού ορίζεται ότι «Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να περιορίσουν την εφαρμογή υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου του δικαίου του δικάζοντος δικαστή». Έπεται ότι αν συμφωνήθηκε ως διέπον την σύμβαση ναυτικής εργασίας δίκαιο το Ελληνικό ή αυτό καθορίζεται εφαρμοστέο κατά τα ανωτέρω, κατά το δίκαιο τούτο θα κριθούν τα εκ του ναυτεργατικού ατυχήματος προκύπτοντα ζητήματα, όπως τόσο η υπαιτιότητα για την πρόκληση του, όσο και οι εκ τούτου πηγάζουσες αξιώσεις και υποχρεώσεις και δη ποία τα δικαιούμενα αποζημιώσεως και ποία τα ενεχόμενα σε καταβολή αυτής πρόσωπα ως και η έκταση αυτής. Μάλιστα, αυτό δεν αναιρείται από τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 της Διεθνούς Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών που κυρώθηκε με το ν. 2321/1995, που καθιερώνει μεν τη διοικητική εξουσία επί του πλοίου, του κράτους που εκείνο φέρει τη σημαία του και κατά το χρόνο που βρίσκεται στην ανοικτή θάλασσα, δεν ιδρύει όμως και αξίωση του κράτους αυτού, όπως εφαρμόζεται το δίκαιο του επί των ιδιωτικού δικαίου διαφορών από τη σύμβαση εργασίας των εργαζομένων στο πλοίο. (ΑΠ 356/2002 ΕΝΔ 2002 97, ΕφΠειρ 220/2010 ΕΝαυτΔ 2010 429, ΕφΠειρ 745/2008 ΕΝαυτΔ 2009 208, ΕφΠειρ 710/2008 ΕΝαυτΔ 2009 215, ΕφΠειρ 752/2007 ΕΝαυτΔ 2007 312,  ΕφΠειρ 77/2006 ΠειρΝ 2006 195).

Κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1915 (που κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατ’ άρθρον 38 του ΕισΝΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται και επί ναυτικής εργασίας, κατ’ άρθρον 2 του ίδιου νόμου και 66 περ. β’ του ΚΙΝΔ (ν.3816/1958), ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεση της υπό τις σχετικές περιστάσεις (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35 160, ΑΠ 1424/2015, ΑΠ 1690/2013 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1602/2012 ΕΝαυτΔ 2013 17, ΑΠ 1616/2003 ΕλΔνη 2004 767, ΕφΠειρ 23/2013 ΠειρΝ 2013 164, ΕφΠειρ 764/2012 ΕΝαυτΔ 2013 22). Ακόμη, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν.551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα ή σε περίπτωση θανάτου οι κατά τον νόμο συγγενείς και σύζυγος του, έχουν δικαίωμα να εγείρουν την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσουν, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 Α.Κ., πλήρη περιουσιακή αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να αξιώσει την κατ’αποκοπή αποζημίωση, του ν. 551/1915. Οι αξιώσεις αυτές συρρέουν διαζευκτικώς, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ’ αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης (κοινού δικαίου ή του ν.551/1915) αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή, χωρίς όμως να αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μιας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως (ΑΠ 1132/1997 ΕλΔνη 40 621, ΑΠ 600/1996 ΕλΔνη 40 117, ΕφΠειρ 281/2011 ΕΝαυτΔ 2011, 304, Ι. Ληξιουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» σελ. 578-579). Πέραν όμως της περιουσιακής αποζημιώσεως τα μέλη της οικογενείας του θανόντος μπορούν σε κάθε περίπτωση να απαιτήσουν χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, η αξίωση για την οποία κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο (914, 922, 932 ΑΚ), κατά τρόπο ώστε για την θεμελίωση της δεν απαιτείται το ειδικό πταίσμα της μη τηρήσεως επιβαλλομένων όρων ασφαλείας, αλλά αρκεί το κατά το κοινό δίκαιο πταίσμα του εργοδότη ή του από αυτόν προστηθέντος (ΟλΑΠ 1117/1986 ΕλΔνη 28, 113, ΑΠ 910/2015, ΑΠ 356/2002 ΕΝΔ 2002, 97), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το Ν.551/1915 δεν επεκτείνεται και στην χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι’ αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα, που κρίνεται κατά τις περί αδικοπραξίας διατάξεις (ΑΠ 274/2000 ΕΝΔ 29, 105). Εξάλλου, διατάξεις οι οποίες ειδικώς προβλέπουν όρους ασφαλείας των εργαζομένων είναι εκείνες, που ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Επομένως, δεν αρκεί ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995, ΑΠ 1109/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 289/2004 ΝοΒ 2005, 284, ΕλΔνη 2005, ΑΠ 11/2012, ΑΠ 1858/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 274/2000 ΕΝΔ 29, 105, ΕφΠειρ 281/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 672/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 598/2002 ΕΝΔ 30,377).

Περαιτέρω, με τον Ν.1045/1980 κυρώθηκε η διεθνής σύμβαση του Λονδίνου “περί ασφαλείας της ανθρωπίνης ζωής εν θαλάσση 1974” (S.O.L.A.S) και με τον Ν.1159/1981 το Πρωτόκολλο του Λονδίνου 1978 μετά του παραρτήματος τροποποιήσεων και προσθηκών στην διεθνή αυτή σύμβαση. Συνεπώς, οι αναφερόμενοι στην σύμβαση αυτή και το πρωτόκολλο μετά του παραρτήματος όροι ασφαλείας των εργαζομένων στα πλοία, έχουν εφαρμογή και επί ναυτεργατικού ατυχήματος, επισυμβάντος κατά την εκτέλεση συμβάσεως εργασίας, που διέπεται από το Ελληνικό δίκαιο. Με τη διεθνή αυτή σύμβαση προβλέπονται τα της επιθεωρήσεως των επιβατηγών και φορτηγών πλοίων, ως και οι όροι και προϋποθέσεις αναφερόμενοι στην κατασκευή και ευστάθεια των πλοίων, στεγανότητα και άντληση υδάτων, στα μηχανήματα και ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, στα μέσα αναποδίσεως αυτών, στην κατασκευή – προστασία κατά της πυρκαϊάς (ανίχνευση και κατάσβεση), στα καταστρώματα, διαφράγματα και μέσα διαφυγής, στην προστασία κλιμάκων και ανελκυστήρων στους χώρους ενδιαιτήσεως και υπηρετικούς, στην προστασία χώρων φορτίου, στα σωστικά μέσα, στην πραγματοποίηση γυμνασίων λέμβων και πυρκαϊάς, στα ραδιοτηλεγραφικά και ραδιοτηλεφωνικά μέσα και στην παροχή βοήθειας και διάσωσης, προς εξασφάλιση της αξιοπλοϊας του πλοίου και αποτροπή έτσι κινδύνων για τους επιβάτες και το πλήρωμα. Ειδικότερα, με το εδ. α του υπό του τίτλου “Τήρησις των όρων μετά την επιθεώρησιν” Κανονισμού 11 ορίζεται ότι “η κατάστασις του πλοίου και του εξαρτισμού του θα διατηρείται συμφώνως προς τις διατάξεις της Συμβάσεως και του παρόντος πρωτοκόλλου ώστε να εξασφαλίζεται ότι το πλοίον από πάσης απόψεως θα παραμείνη ικανόν να ανοιγή εις την θάλασσαν άνευ κινδύνου διά το πλοίον ή διά τους επιβαίνοντας αυτού”. Με τη διάταξη αυτή, που αναφέρεται στην κατάσταση του πλοίου μετά την επιθεώρηση δεν θεσπίζεται ειδικός όρος ασφαλείας των εργαζομένων η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται ευθύνη του υπόχρεου προς αποζημίωση του παθόντος εκ ναυτεργατικού ατυχήματος κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου, αλλά επιτάσσεται η τήρηση των προβλεπομένων από άλλες διατάξεις της Συμβάσεως και του πρωτοκόλλου όρων και προϋποθέσεων και διά το μετά την επιθεώρηση χρόνο, ώστε διά της τηρήσεως αυτών και τη διατήρηση του πλοίου στην κατάσταση που βρισκόταν προ της επιθεωρήσεως, να εξασφαλίζεται η αποτροπή κινδύνου, κατά τους πλόες, για τους επιβαίνοντες του πλοίου. Δηλαδή η διάταξη αυτή παραπέμπει στην τήρηση των από τις λοιπές διατάξεις προβλεπομένων, την οποία επιτάσσει και διά το μετά την επιθεώρηση χρόνο. Περαιτέρω, από τη διάταξη του εδ. γ` του αυτού Κανονισμού, με την οποία ορίζεται ότι “οσάκις συμβαίνει ατύχημα εις το πλοίον ή ανακαλύπτεται ελάττωμα, το οποίον ή επηρεάζει δυσμενώς την ασφάλειαν του πλοίου ή την απόδοση ή την επάρκεια των σωσιβίων αυτού μέσων ή του λοιπού εξαρτισμού, ο πλοίαρχος ή ο πλοιοκτήτης του πλοίου θα αναφέρουν τούτο το ταχύτερον δυνατόν εις την Αρχήν, εις τον διορισμένον επιθεωρητήν ή τον αναγνωρισμένον Οργανισμόν, υπευθύνων για την έκδοσιν του σχετικού πιστοποιητικού, οι οποίοι θα προβούν εις διερεύνησιν διά να αποφασίσουν εάν είναι αναγκαία η διενέργεια επιθεωρήσεως όπως απαιτείται υπό των κανονισμών 6, 7, 8, 9 ή 10 του Κεφαλαίου 1 της συμβάσεως και του παρόντος Πρωτοκόλλου…”, συνδυαζόμενη με την τοιαύτη του κανονισμού 7 παρ. Β, με την οποίαν ορίζεται ότι “επιθεώρησις γενική ή μερική αναλόγως των περιστάσεων θα διενεργείται μετά από επισκευήν επιβαλλομένην από έρευνας, καθοριζομένας εις τον Κανονισμόν 11 του παρόντος Κεφαλαίου ή οποτεδήποτε γίνονται σοβαραί επισκευαί ή ανανεώσεις. Η επιθεώρησις θα είναι τοιαύτη ώστε να εξασφαλισθή ότι αι αναγκαίαι επισκευαί ή ανανεώσεις έχουν γίνει ικανοποιητικώς, ότι το υλικόν και η εκτέλεσις της εργασίας των τοιούτων επισκευών ή ανανεώσεων είναι από πάσης απόψεως ικανοποιητικά και ότι το πλοίον πληροί από πάσης απόψεως τας διατάξεις της Συμβάσεως και του παρόντος Πρωτοκόλλου και των ισχυόντων διεθνών κανονισμών προς αποφυγήν συγκρούσεως εις την θάλασσαν και των εξ αυτών εκδιδομένων υπό της Αρχής Νόμων, Διαταγμάτων, Διαταγών και Κανονισμών”, συνάγεται ότι δι’ αυτής θεσπίζεται ειδικός όρος ασφαλείας για κάθε επιβαίνοντα στο πλοίο και επομένως και για τους εργαζομένους σ` αυτό, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται ευθύνη του υπόχρεου προς αποζημίωση του εκ ναυτεργατικού ατυχήματος παθόντος κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της μη τηρήσεως του όρου και του ατυχήματος. Τούτο διότι η επιβεβλημένη, κατά το δυνατόν ταχύτερα, ειδοποίηση των άνω, Αρχής, διορισμένου Επιθεωρητού ή ανεγνωρισμένου Οργανισμού περί του ελαττώματος εξ ατυχήματος ή άλλης αιτίας, του πλοίου, σκοπό έχει τον έλεγχο της εκτάσεως της βλάβης και της πληρότητας της επισκευής από τους άνω, ώστε να διασφαλίζεται η ικανότητα μετά από αυτήν προς αντιμετώπιση των θαλάσσιων κινδύνων και η εξ αυτής αποτροπή του κινδύνου της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας των επιβατών και των εργαζομένων στο πλοίο. Συνίσταται δε η παράβαση του όρου αυτού ασφαλείας στη μη ειδοποίηση από τους υπόχρεους των άνω περί του επισυμβάντος ελαττώματος του πλοίου και όχι στην μη καταβολή της επιβαλλόμενης από τη κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και τις συναλλαγές, επιμελείας κατά την επίβλεψη της επισκευής του πλοίου και την πλημμέλεια της τελευταίας. (ΑΠ 356/2002 ΕΝΔ 2002 97, ΕφΠειρ 672/2010 ΕΝΔ 2010, 410, ΕφΠειρ 328/2006 ΕΝΔ 34, 392, ΕφΠειρ 716/2003 ΔΕΕ 2005 84). Η ίδια υποχρέωση προβλέπεται με τη διάταξη του άρθρου 43 παρ.1 του ΚΔΝΔ (ν.δ.187/1973), σύμφωνα με την οποία “πλοίαρχοι, εφοπλισταί, πράκτορες πλοίων ως και οι αντιπρόσωποι αυτών, υποχρεούνται όπως αναφέρουν εις την Επιθεώρησιν Εμπορικών πλοίων ή την οικείαν λιμενικήν ή προξενικήν αρχήν παν συμβάν ή ελάττωμα επηρεάζον την ασφάλειαν των πλοίων των ή την εκτέλεσιν μετασκευών ή σοβαρών επισκευών ως και οιανδήποτε μεταβολή των στοιχείων του πλοίου….” Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο εφοδιασμός του πλοίου με το αντίστοιχο πιστοποιητικό επιθεώρησης, το οποίο μόνο κατά τεκμήριο δύναται να πιστοποιεί την καλή του κατάσταση, δεν απαλλάσσει τον πλοιοκτήτη και τα λοιπά υπεύθυνα πρόσωπα από την υποχρέωση που του επιβάλει η πιο πάνω διάταξη, όταν παρά την βεβαιωμένη από το εν λόγω πιστοποιητικό ικανότητα του πλοίου προς ασφαλή πλεύση, έχει μολαταύτα τούτο ελάττωμα που επηρεάζει δυσμενώς την πλοϊμότητα του. Συνεπώς, ο προαναφερόμενος υπεύθυνος, που παραμελεί την αναγγελία προς την αρμόδια αρχή περιστατικών, που γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει και τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς την ασφαλή πλεύση του πλοίου και έτσι αποκλείει την επέμβαση της, προς υποβολή σε έκτακτη επιθεώρηση των όρων ασφαλείας σ`αυτό και υπόδειξη των ληπτέων μέτρων, πριν από τον απόπλου του πλοίου, παραβαίνει την υποχρέωση, που ειδικώς του επιβάλει η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 43 παρ.1 του ΚΔΝΔ. Ως εκ τούτου, η εκτέλεση πλου με πλοίο που λόγω βλάβης ή ελαττώματος γενικώς δεν έχει ικανότητα ασφαλούς πλεύσεως, αποτελεί, εφόσον αποβεί ζημιογόνος, εις βάρος τρίτου, αδικοπραξία, υπό την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, για τον πλοίαρχο του σκάφους, που επεχείρησε τον πλου, καθώς και τον πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή και αν αυτός είναι νομικό πρόσωπο, το όργανο εκπροσωπήσεως του, που τον προκάλεσε ή παρέλειψε να τον αποτρέψει παρά τη γνώση της βλάβης ή ελαττώματος, ως παράγοντος ενδεχομένου κινδύνου (ΑΠ 1580/1992 ΕλΔνη 35, 370, ΕφΠειρ 181/2013 ΕΝΔ 2014, 18, ΕφΠειρ 218/2007 ΕΝΔ 2007, 181, ΕφΠειρ 328/2006 ΕΝΔ 2006, 382, ΕφΠειρ 735/2005 ΕΝΔ 2005, 409).

Πέραν τούτων, οι διατάξεις του β.δ.806/1970 για τα καθήκοντα και την εν γένει ευθύνη του πλοιάρχου και υποπλοιάρχου και την καθημερινή επιθεώρηση του σκάφους περί διαπίστωσης της τήρησης των ενδεικνυόμενων μέτρων προστασίας των εργαζομένων και των επιβαινόντων στο πλοίο, δεν θεσμοθετούν ειδικούς όρους ασφαλείας των εργαζομένων σ’αυτό.

Σημειωτέον, ότι αν με το δικόγραφο της αγωγής γίνεται επίκληση της αμέλειας του εναγομένου, που είναι μια ορισμένη νομική έννοια, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής βάσει των ειδικότερων περιστατικών που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν την αμέλεια τούτου, έστω και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τούτο δε διότι η κατά το άρθρο 224 του ΚΠολΔ απαγόρευση της μεταβολής της βάσεως της αγωγής αναφέρεται στα ουσιώδη στοιχεία της ιστορικής και όχι της νομικής βάσης της αγωγής (ΑΠ 483/2001 ΕλΔνη 43.382).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ν.3816/1959) προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνον κυριότητα και αφετέρου μόνον εφοπλισμό. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 105 του ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από την τελευταία διάταξη προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμάνι νηολογήσεως του πλοίου από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, εν ελλείψει της οποίας (δηλώσεως) τίθεται μαχητό τεκμήριο, δηλαδή τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό για δικό του λογαριασμό είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, δηλαδή μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος, που δεν αναγγέλθηκε στην ανωτέρω λιμενική αρχή, είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Ειδικότερα, ως εκμετάλλευση, η οποία πάντως δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση του πλοίου, νοείται η διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών (όπως μεταφορά προσώπων και πραγμάτων, αλιεία, ρυμούλκηση) με σκοπό το κέρδος, ενώ στοιχεία αυτής (εκμεταλλεύσεως) είναι η ναυτική διεύθυνση του πλοίου από τον εφοπλιστή. Ακόμη, βασική προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκήσει και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση του πλοίου και εκτός από την απολαβή των κερδών, επωμίζεται απεριορίστως και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευση του. Αντιθέτως, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικώς με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερόμενους τρίτους, ως άμεσος αντιπρόσωπος του, κατά την έννοια του άρθρου 211 του ΑΚ, τα έννομα αποτελέσματα δε κάθε επιχειρούμενης ενέργειας απ’ αυτόν, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή και εκείνος (πλοιοκτήτης) ευθύνεται προς τους δανειστές του. Ο διαχειριστής έχει προσωπική ευθύνη μόνον, όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενο περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό εκείνου, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 689/2013 ΔΕΕ 2014 65, ΕφΠειρ 762/2013 ΕΝαυτΔ 2013 190, ΕφΠειρ 153/2008 ΕΝαυτΔ 2008 315). Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ενώ ο κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού. Ειδικότερα, κατ’ άρθρο 1 Ν.551/1915, υπόχρεος προς αποζημίωση για εργατικό ατύχημα του παθόντος και των εξ αυτού δικαιουμένων προσώπων είναι «ο κύριος της επιχείρησης». Στο πλαίσιο του ναυτεργατικού δικαίου, κύριος της ναυτικής επιχείρησης είναι ο πλοιοκτήτης, εκτός δε αυτού και ο εφοπλιστής, καθώς και ο απλός κύριος του πλοίου, που δεν έχει τον εφοπλισμό (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή). (ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011 478, ΕφΠειρ 795/2010 ΕΝαυτΔ 2010 385, ΕφΠειρ 482/2008 ΕΝαυτΔ 2008 401).

Οι αξιώσεις που πηγάζουν από ναυτεργατικό ατύχημα, εφόσον ο ναυτικός (ή οι συγγενείς θανόντος ναυτικού) στηρίζουν αυτές στις διατάξεις του Ν. 551/1915, παραγράφονται μετά τρία χρόνια από την επέλευση του ατυχήματος (17 εδ.α ν.551/1915, ΟλΑΠ 4/2003, ΑΠ 541/2005), των δε προσώπων του άρθρου 8, μετά από τον θάνατο του ναυτικού. Εάν, ωστόσο ο πλοιοκτήτης δεν είχε συμμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ανωτέρω νόμου, χωρεί η παραγραφή του αστικού δικαίου (ΑΚ 249). Εξάλλου, κατά την παρ. 3 του  άρθρου 1 του Ν. 762/1978, οι εκ του νόμου αυτού αξιώσεις του ναυτικού, ο οποίος συνήψε σύμβαση ναυτολογήσεως με τον αντιπρόσωπο του πλοιοκτήτη, εφόσον στρέφεται κατ` αυτού (αντιπροσώπου), υπόκεινται σε εξάμηνη παραγραφή, εκτός των αξιώσεων ένεκα ναυτικού ατυχήματος, οι οποίες υπόκεινται σε παραγραφή τριάντα μηνών. Η παραγραφή αυτή αρχίζει από την καθ` οιονδήποτε τρόπο λύση της συμβάσεως ναυτολογήσεως (ΕφΠειρ 1138/1996 Νμλ Ναυτ.Τμ. ΕφΠειρ 1996 – 97 σ.612, ΕφΠειρ 545/1994 ΕΝΔ 22, 353, ΕφΠειρ 375/1995 ΕΝΔ24, 206, ΕφΠειρ 234/1992 ΕΝΔ 21, 274-, Καμβύση Ναυτεργατικό Δίκαιο σελ. 296 και εκεί νμλγ). Αν όμως, λόγω του θανάτου του παθόντος, την αγωγή ασκούν τα κατά νόμο δικαιούχα πρόσωπα (σύζυγος, τέκνα, γονείς κλπ.), η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από την επομένη ημέρα του θανάτου, διότι οι αξιώσεις τους είναι αυτοτελείς και γεννώνται από το θάνατο του υποστάντος το εργατικό ατύχημα (ΕφΠειρ 352/2007, ΤΝΠ «Νόμος»). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 247, 251, 298, 914 και 937 Α.Κ. συνάγεται ότι, σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται αξίωση αποζημιώσεως υπέρ του ζημιωθέντος για την όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και εφόσον είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, η δε παραγραφή της αξιώσεως αυτής είναι πενταετής και αρχίζει να τρέχει για όλες τις ζημίες ενιαίως από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζημίων συνεπειών και του υποχρέου προς αποζημίωση. Αδικοπρακτική συμπεριφορά στοιχειοθετεί και η παράβαση των ειδικών διατάξεων περί των όρων και μέτρων ασφάλειας των εργαζομένων, κατά τις διατάξεις του άρθρου 16 ν.551/1915, καθόσον λοιπόν η αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, ισχύει η πενταετής παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ από την ημέρα του ατυχήματος (ΑΠ 1489/2007, ΕφΑθ 84/2018, ΤΝΠ «Νόμος» ΕφΑθ 1/1994 ΝοΒ 1994. 1007). Ειδικότερα, το άρθρο 937 ΑΚ ορίζει ότι “η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε τη ζημιά και τον υπόχρεο προς αποζημίωση, σε κάθε περίπτωση όμως η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη, που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης”. Η δεύτερη παράγραφος της παραπάνω διατάξεως υπαγορεύθηκε για το λόγο ότι δε θα ήταν δικαιολογημένη η κατάλυση μέσω της παραγραφής της προς αποζημίωση αστικής απαιτήσεως, ενόσω ο δράστης της αδικοπραξίας θα ήταν ακόμη εκτεθειμένος στην βαρύτερη πλήττουσα αυτόν ποινική δίωξη και στη συνέχεια καταδίκη. Για την εφαρμογή της παρ. 2 του παραπάνω άρθρου πρέπει να συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις: 1) η αδικοπραξία πρέπει να αποτελεί συνάμα κολάσιμη, κατά τον ποινικό νόμο, πράξη. Δεν αποτελεί όμως προϋπόθεση η προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως και η τιμωρία του δράστη. Αν δεν έχει προηγηθεί άσκηση ποινικής διώξεως, το πολιτικό δικαστήριο που κρίνει την αγωγή αποζημιώσεως ερευνά τη συνδρομή των υποκειμενικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων της κολάσιμης πράξεως και 2) η ποινική αξίωση της πολιτείας για την τιμώρηση της αξιόποινης πράξεως πρέπει να υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή. Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξεως είναι ή όχι μακρότερη από την αστική παραγραφή της απαιτήσεως από την αδικοπραξία, θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξεως, ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη στον ποινικό νόμο, αναλόγως, ποινική παραγραφή, όπως αυτή ως προς τη διάρκεια της, καθορίζεται στο άρθρο 111 του Π.Κ. ή σε διάταξη άλλου ειδικού ποινικού νόμου, η οποία, προκειμένου περί πλημμελημάτων,  ανέρχεται σε πέντε (5) έτη, ενώ προκειμένου περί κακουργημάτων, για τα οποία προβλέπεται ποινή ισοβίου καθείρξεως, ανέρχεται σε είκοσι (20) έτη και σε δεκαπέντε έτη (15) σε κάθε άλλη περίπτωση, σύμφωνα δε με το άρθρο 17 ΠΚ, αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από την αφετηρία της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 937 ΑΚ. Εξάλλου, για τη διακρίβωση αν είναι ή όχι μακρότερη η ποινική παραγραφή σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δε συνυπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ. 3 του άρθρου 113 ΠΚ μέγιστο διάστημα της αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κύρια διαδικασία και εωσότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση και το οποίον ανέρχεται σε τρία (3) έτη για τα πλημμελήματα και πέντε (5) έτη για τα κακουργήματα. Τούτο διότι: α) η αναστολή της ποινικής παραγραφής προϋποθέτει έναρξη της κύριας διαδικασίας, η οποία εκ των  προτέρων δεν είναι γνωστό πότε θα επέλθει και δεν χωρεί αυτοδικαίως εκ του νόμου. Εξάλλου, η ασφάλεια δικαίου, ως έκφανση της αρχής του κράτους δικαίου, επιβάλλει να είναι από την αρχή προσδιορισμένη η διάρκεια της παραγραφής. Την αρχή αυτή δεν ικανοποιεί η άποψη περί συνυπολογισμού στην βασική (in abstracto) πενταετή ποινική παραγραφή και της τριετίας της αναστολής, και β) ο συνυπολογισμός της τριετίας της ποινικής αναστολής προκαλεί και σύγχυση με τη διακοπή και την αναστολή της αστικής παραγραφής της απαιτήσεως αποζημιώσεως, όπως οι θεσμοί αυτοί ρυθμίζονται στα άρθρα 255 επ. και 260 επ. του ΑΚ, αφού θα προκληθεί το φαινόμενο, στην αστική παραγραφή να εφαρμόζονται παράλληλα, αφ` ενός η ποινική αναστολή και αφ` ετέρου η αναστολή-διακοπή της παραγραφής του ΑΚ. Τόσο, όμως, η ποινική όσο και η αστική παραγραφή αποτελούν σύστημα κανόνων δικαίου, στο οποίο οι πράξεις που επιφέρουν διακοπή ή αναστολή της παραγραφής κρίνονται αυτόνομα στο πλαίσιο καθενός από τα συστήματα αυτά. Επομένως, ο νομοθέτης της παρ. 2 του άρθρου 937 ΑΚ, αναφερόμενος στην μακρότερη ποινική παραγραφή, προδήλως αποβλέπει στην προβλεπόμενη in abstracto ποινική παραγραφή, άνευ συνυπολογισμού σ` αυτή και του διαστήματος της αναστολής (ΟλΑΠ 21/2003, ΑΠ 994/2010, ΑΠ 415/2015 ΤΝΠ “Νόμος”, ΕφΠειρ 230/2016 ΤΝΠ «Νόμος»).

  1. V. Aπό την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος του εναγομένου ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, μη λαμβανομένης υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, της επικαλούμενης και προσκομιζομένης από τους ενάγοντες-εφεσιβλήτους υπ’αριθμ……./2012 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, καθόσον αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, δεδομένου ότι δεν προκύπτει νομότυπη κλήτευση των εναγομένου, καθώς και από όλα τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα, σημειωτέον ότι οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι επικαλούνται με τις προτάσεις τους και έγγραφα, που δεν προσκομίζουν, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας, που καταρτίσθηκε στον Πειραιά μεταξύ του εναγομένου, …….. και του συζύγου και πατέρα αντίστοιχα των εναγόντων, ……….., απογεγραμμένου ναυτικού, αυτός ναυτολογήθηκε στον λιμένα πρόσληψης, υπό την ειδικότητα του Πλοιάρχου, αντί συμφωνηθέντων “κλειστών” μηνιαίων αποδοχών συνολικού ποσού 1.800.000 δρχ., που αντιστοιχεί σε 5.282,50 ευρώ, στο με σημαία Ονδούρας φορτηγό πλοίο «ΑΠ», νηολογίου San Lorenzo με αριθμό …….. και ΔΔΣ ……, με καθαρή χωρητικότητα 895,01 κόρους, ολικό μήκος 79,52 μέτρα, πλάτος 13,50 μέτρα και ύψος 6,65 μέτρα, που φερόταν ότι ανήκε κατά πλοιοκτησία στην εταιρεία με την επωνυμία «……………….», με καταστατική έδρα την Ονδούρα και πραγματική τον Πειραιά, επί της ……………, όπου ασκούνταν η διοίκηση της και λαμβάνονταν οι αποφάσεις από τον εναγόμενο, με την ιδιότητα του κύριου μετόχου, νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της, ο οποίος είχε επιμεληθεί την σύσταση της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρείας, ώστε να είναι κυρία του επίδικου πλοίου, αυτός όμως ήταν, που εκμεταλλευόταν το πλοίο για δικό του λογαριασμό και ελάμβανε όλες τις αποφάσεις για την ναυτιλιακή επιχείρηση του, δηλαδή ήταν ο εφοπλιστής, καθόσον διενεργούσε τις σχετικές ναυτολογήσεις των μελών του πληρώματος και είχε την διεύθυνση και διαχείριση του πλοίου για όλα τα ζητήματα, που αφορούσαν την λειτουργία και εκμετάλλευση του, με σκοπό το κέρδος, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό του και αποκομίζοντας τα οφέλη από την εφοπλιστική δραστηριότητα. Το εν λόγω πλοίο «ΑΠ», πρώην «KP» απέκτησε με αγορά η εταιρεία «………….» την 25-5-1995. Ήταν κατασκευής έτους 1972, με χώρα κατασκευής την Γερμανία και έφερε δύο κύτη φορτίου με δύο στόμια κυτών έκαστο με καλύμματα. Κατά τον χρόνο του ναυαγίου, που συνέβη στις 17.1.1998, διάνυε το 26° έτος, ήταν δηλαδή πλοίο ενεργό πέραν της 25ετίας. Την 15η Ιανουαρίου 1998, περί ώρα 22:00, το πλοίο αναχώρησε από το λιμάνι Castellon de la Plana της Ισπανίας, φορτωμένο με 2.800 τόνους θειϊκού αμμωνίου, χύδην, με προορισμό το λιμάνι Vasto της Ιταλίας, στην Αδριατική. Το πλήρωμα του αποτελείτο από εννέα άτομα. Την 17η Ιανουαρίου 1998 και περί ώρα 15:00 και ενώ το προαναφερόμενο πλοίο έπλεε κοντά στις ακτές της Σαρδηνίας περί τα 20 ναυτικά μίλια απόσταση, με συνθήκες σφοδρής θαλασσοταραχής (με βορειοδυτικούς ανέμους εντάσεως 8 της κλίμακας μποφόρ με δυνατές ριπές ανέμου 9-10 μποφόρ και με θάλασσα πολύ κυματώδη) και ο πλοίαρχος είχε αποφασίσει να κατευθυνθεί προς το λιμάνι του San Antiocho της Ιταλίας, προκειμένου να προστατεύσει το πλοίο και το πλήρωμα του από την κακοκαιρία, ένα μεγάλο σε έκταση (ύψος και όγκο) και ένταση κύμα, κτύπησε το πλοίο στην αριστερή του πλευρά, με αποτέλεσμα να του προξενήσει ρήγμα στο σημείο της γωνιακής συνδέσεως του καταστρώματος με το αμπάρι No 2, στο σημείο στηρίξεως της κουπαστής και ειδικότερα στο ύψος της σκάλας του πλοηγού, η οποία αποκολλήθηκε στο σημείο αυτό (της πόρτας του πλοηγού), δημιουργώντας έτσι μεγάλο ρήγμα στο έλασμα του εξωτερικού περιβλήματος λόγω θραύσεως των ενισχυτικών στηρίξεων (νομέων), που δεν άντεξαν τη δύναμη του μεγάλου κυματισμού, εξαιτίας της διαβρώσεως και φθοράς αυτών, με συνέπεια την άμεση και αιφνίδια εισροή μεγάλης ποσότητας θαλασσίου ύδατος και κλίση του πλοίου προς την αριστερή πλευρά. Ο πλοίαρχος, αντιλαμβανόμενος την κρισιμότητα της καταστάσεως, είχε εκπέμψει σήμα κινδύνου, το σήμα δε αυτό ελήφθη από το «Ράδιο Κάλιαρι». Ταυτόχρονα, λόγω της απώλειας της ευστάθειας του ως άνω πλοίου και της αυξανόμενης κλίσεως αυτού προς τα αριστερά, συνεπεία πληρώσεως του αμπαριού με θαλάσσια ύδατα, η οποία εντεινόταν και από τη μετατόπιση του φορτίου του, λόγω της διαλυτότητας αυτού (σβόλιασμα), έδωσε διαταγή εγκαταλείψεως αυτού από το πλήρωμα, το οποίο και πήδησε στη θάλασσα, ενώ το πλοίο βυθιζόταν εντός ολίγων λεπτών (15′-30′), όπως προαναφέρθηκε, 20 ναυτικά μίλια ΝΔ της Σαρδηνίας και στο στίγμα Γ. Πλάτος: 38° 50′ Β, Γ. Μήκος: 007° 59΄ Α (διεθνή ύδατα). Από το εννεαμελές πλήρωμα δύο μόνο διασώθηκαν και παρελήφθησαν περί ώρα 18:00 από ελικόπτερο, που προσέτρεξε σε βοήθεια. Αυτοί ήταν ο Α’ μηχανικός, ……….. και ο ναύτης …………. Τα υπόλοιπα επτά μέλη του πληρώματος, δηλαδή οι ………., πλοίαρχος, ………… υποπλοίαρχος, ………, Β’ μηχανικός, …….., βοηθός μηχανικού, ………, ναύτης, ………, ναύτης και …………, λιπαντής, πνίγηκαν. Το εν λόγω πλοίο αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα από την έλλειψη συντηρήσεως του, η οποία επηρέαζε την ασφαλή πλεύση τούτου. Ως προς την κατάσταση της αξιοπλοΐας του, το πλοίο παρακολουθούσε από την κατά το έτος 1972 ναυπήγηση του μέχρι το μήνα Οκτώβριο 1978 ο Γερμανικός Νηογνώμονας, ακολούθως δε ο Ιταλικός Νηογνώμονας «………..». Επειδή το πλοίο βρισκόταν ήδη στην τρίτη δεκαετία από τη ναυπήγηση του, ο Ιταλικός Νηογνώμονας, προκειμένου να χορηγήσει τα εκ της διεθνούς ναυσιπλοΐας προβλεπόμενα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας του, ζήτησε από την τότε πλοιοκτήτρια εταιρεία να προβεί σε εκτεταμένες επισκευές επί του πλοίου, οι οποίες αφορούσαν κυρίως την πρωραία δεξαμενή ζυγοστάθμισης, το οριζόντιο κατάστρωμα WT που παρουσίαζε ρωγμές (οπές) και διατρήσεις σε διάσπαρτα μέρη ως και διάφορους πλάγιους νομείς (πόστες) και μεσοπλεύριες έδρες που είχαν υποστεί διαβρώσεις από σκουριά, καθώς και διάφορα άλλα εξαρτήματα-διαδοκίδες, που παρουσίαζαν λέπτυνση, τις διπύθμενες δεξαμενές θαλασσέρματος δεξιές και αριστερές αριθμ. 1, το πέτσωμα- επένδυση της σεντίνας (υδροσυλλέκτη) το οποίο είχε βρεθεί τρύπιο και παρατηρήθηκε είσοδος νερού, το πρυμναίο τμήμα που παρουσίαζε λέπτυνση των άνω μπρακετών (μπρατσιόλια) και του δαπέδου στα ανοίγματα και τέλος τον εμπρόσθιο μπουλμέ που κατά το τεστ με σφύρα είχε βρεθεί πολύ αδύναμος. Η τότε πλοιοκτήτρια εταιρία δεν πραγματοποίησε τις επισκευές, που υπέδειξε η “………….”, η οποία αρχικά ανέστειλε την κλάση του πλοίου κατά το χρονικό διάστημα από 19-4-1995 μέχρι 21-2-1996, επιβεβαίωσε δε την αναστολή αυτή την 22-2-1996 και τελικά απέσυρε την κλάση του πλοίου την 6-6-1997, χωρίς να προβεί σε καμία επιθεώρηση του, καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα από 18-4-1995. Στο μεταξύ η ήδη, ως άνω, κυρία του πλοίου «………….», που το αγόρασε, όπως προαναφέρθηκε, την 25-5-1995, προσέφυγε στον Ελληνικό Νηογνώμονα, προκειμένου να εξασφαλίσει πιστοποιητικά αξιοπλοΐας του πλοίου τουλάχιστον από τον Ιούνιο του 1995, καθώς ήταν σίγουρη ότι δεν θα λάμβανε τέτοια από τον Ιταλικό Νηογνώμονα, αφού ο εναγόμενος με την προαναφερόμενη ιδιότητα του γνώριζε κατά την αγορά του πλοίου τις υποδείξεις για τις επισκευές που έπρεπε να γίνουν, βάσει όσων ζήτησε ο Ιταλικός Νηογνώμονας και δεν συμμορφώθηκε στην προσήκουσα πραγματοποίηση τους. Ο Ελληνικός Νηογνώμονας, ο οποίος παρακολουθούσε το πλοίο από τον Ιούνιο του 1995, ενήργησε στο πλοίο αρχική επιθεώρηση κατάταξης και δεξαμενισμό κατά τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο 1996 και άρχισε παράλληλα την 5η Ειδική Επιθεώρηση (25ετίας). Επίσης υπέδειξε ορισμένες επισκευές, οι οποίες φέρεται ότι έγιναν και ότι κάλυψαν και τις υποδείξεις του Ιταλικού Νηογνώμονα και εξέδωσε τα οικεία πιστοποιητικά, που κάλυπταν το πλοίο έως την 31-10-1997 και αφορούσαν την ασφάλεια-αξιοπλοΐα του πλοίου (πιστοποιητικά κλάσης, γραμμής φόρτωσης, ασφάλειας κατασκευής, ασφάλειας εξαρτισμού και ραδιοτηλεφωνίας). Στη συνέχεια πάντως την 31-10-1997 ανέστειλε και αυτός την κλάση του πλοίου, διότι ο εναγόμενος δεν συμμορφώθηκε προς τις υποδείξεις του να ολοκληρώσει το πλοίο την 5η Ειδική Επιθεώρηση, που βρισκόταν σε εξέλιξη. Ειδικότερα ο εναγόμενος με την προαναφερόμενη ιδιότητα του, αν και είχε υποχρέωση δεν προέβη σε ειδική πενταετή επιθεώρηση μηχανής, περιοδική επιθεώρηση γραμμής φόρτωσης, ασφάλειας κατασκευής και πρόληψης ρύπανσης από πετρέλαιο. Ο εναγόμενος γνωρίζοντας τις παρατηρήσεις του Ελληνικού Νηογνώμονα, που συνέπιπταν εν μέρει με αυτές του Ιταλικού και με δεδομένη την απόφαση του να μη συμμορφωθεί με αυτές και συνεπώς, την αναμενόμενη αναστολή κλάσεως του πλοίου και από τον Ελληνικό Νηογνώμονα, την 18-9-1997 κατέφυγε στην εταιρεία «…………» του Νηογνώμονα της Ονδούρας. Εκπρόσωπος και Επιθεωρητής στην Ελλάδα του προαναφερόμενου Νηογνώμονα, ο οποίος δεν είναι μέλος του IACS, είχε οριστεί ο ……… Όταν εντάχθηκε δε σε αυτόν το εν λόγω πλοίο, την 18-9-1997, ο ……… εξέδωσε τα κατωτέρω αναφερόμενα πιστοποιητικά. Συγκεκριμένα, χωρίς να υποδείξει και απαιτήσει την εκτέλεση των ενδεδειγμένων και απολύτως αναγκαίων επισκευών του πλοίου, επομένως δε κατά τρόπο επιλήψιμο, ο …………, υπό την ανωτέρω ιδιότητα του, εξέδωσε τα εξής πιστοποιητικά με ημερομηνία εκδόσεως 18-9-1997 και λήξεως 17-2-1998: 1) διεθνές πιστοποιητικό γραμμής φορτώσεως, 2) πιστοποιητικό ασφάλειας, κατασκευής φορτηγού πλοίου, 3) πιστοποιητικό ασφάλειας εξαρτισμού φορτηγού πλοίου, 4) πιστοποιητικό ασφάλειας ραδιοτηλεφωνίας, 5) διεθνές πιστοποιητικό αποφυγής ρυπάνσεως, επιπλέον δε τα υπό στοιχεία ……. προσωρινό πιστοποιητικό κλάσεως σκάφους και ……… προσωρινό πιστοποιητικό κλάσεως μηχανημάτων. Τα πιστοποιητικά αυτά δεν ανταποκρίνονταν προς την πραγματική κατάσταση του πλοίου κατά το χρόνο της εκδόσεως τους, ο δε . ….. τα εξέδωσε χωρίς προηγουμένως να ενεργήσει κανονική, πλήρη και ουσιαστική επιθεώρηση στο πλοίο, προκειμένου να διαπιστώσει και επισημάνει τα σοβαρά προβλήματα, που αυτό παρουσίαζε, ενόψει μάλιστα και του ότι το πλοίο είχε ναυπηγηθεί κατά το έτος 1972 και είχε υποστεί μεγάλες καταπονήσεις από τους συνεχείς πλόες. Εκδόθηκαν δε αυτά χωρίς να προηγηθούν οι απαιτούμενες εκτεταμένες αντικαταστάσεις ελασμάτων και ενισχυτικών μερών της κατασκευής του σκάφους και εργασίες συντηρήσεως μηχανών και μηχανημάτων, οι οποίες μάλιστα έπρεπε να διενεργηθούν με τις οδηγίες ειδικής κεντρικής υπηρεσίας και με μεγάλη αυστηρότητα του επιθεωρητή. Ιδιαίτερα αυτός όφειλε να αξιώσει την εκτέλεση των εργασιών, που αποτελούσαν και παρατηρήσεις του Ελληνικού Νηογνώμονα, όπως επιθεώρηση των οκτώ δεξαμενών έρματος διπύθμενων, των τριών δεξαμενών ζυγοστάθμισης και της δεξαμενής πετρελαίου. Εξάλλου, παρά και το γεγονός ότι η 5η ειδική επιθεώρηση, την οποία είχε αρχίσει ο Ελληνικός Νηογνώμονας, είναι η πιο σημαντική επιθεώρηση και απαιτεί κατά κανόνα εκτεταμένες αντικαταστάσεις ελασμάτων και ενισχυτικών μελών της κατασκευής του σκάφους και εργασίες συντήρησης μηχανών και μηχανημάτων, διενήργησε την παραπάνω επιθεώρηση μέσα σε λίγες ημέρες πρόχειρα, βεβιασμένα και χωρίς την οφειλόμενη προσοχή. Έτσι το κατάστρωμα στις περιοχές των κολλήσεων των ενισχυτικών της κουπαστής επί του καταστρώματος ήταν σαθρό, μειωμένου πάχους και αντοχής λόγω υπερβολικών φθορών (ασχέτως των παχυμετρήσεων), με αποτέλεσμα, όταν το μεγάλο σε έκταση (ύψος και όγκο) και ένταση κύμα, κτύπησε το πλοίο στην αριστερή του πλευρά, να του προξενήσει ρήγμα στο σημείο της γωνιακής συνδέσεως του καταστρώματος με το αμπάρι No 2, στο σημείο στηρίξεως της κουπαστής και ειδικότερα στο ύψος της σκάλας του πλοηγού, η οποία αποκολλήθηκε στο σημείο αυτό, δημιουργώντας έτσι μεγάλο ρήγμα στο έλασμα του εξωτερικού περιβλήματος λόγω θραύσεως των ενισχυτικών στηρίξεων (νομέων), που δεν άντεξαν τη δύναμη του μεγάλου κυματισμού, εξαιτίας της διαβρώσεως και φθοράς αυτών, με συνέπεια την άμεση και αιφνίδια εισροή μεγάλης ποσότητας θαλασσίου ύδατος και την κλίση του πλοίου προς την αριστερή πλευρά, με αποτέλεσμα την βύθιση του. Με βάση λοιπόν την προαναφερόμενη ελλιπέστατη και πρόχειρη επιθεώρηση, για την οποία ο …………, ζήτησε νόμιμη αμοιβή, κυμαινόμενη εντός του πλαισίου για παρεμφερή εργασία και ορισμένα σχέδια και άλλα στοιχεία που έλαβε από τον Ελληνικό Νηογνώμονα και τα οποία πάντως ήταν ανεπαρκή, αυτός την 18-9-1997 (τελευταία ημέρα της επιθεωρήσεως), συνέταξε τις σχετικές εκθέσεις επιθεώρησης χωρίς οποιαδήποτε παρατήρηση, σύσταση ή άλλη ένδειξη εκκρεμότητας προς αποκατάσταση και διαβίβασε αυτές στην έδρα του νηογνώμονα «………..» στην Ονδούρα. Την ίδια ημέρα ο τελευταίος φέρεται ότι επεξεργάστηκε τις εκθέσεις και τα σχετικά ευρήματα και έδωσε την εντολή στον . ……… να εκδώσει και αυτός εξέδωσε πράγματι την ίδια ημέρα τα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας του επίδικου πλοίου. Έτσι ο ………. με την προαναφερόμενη ιδιότητα του πιστοποίησε ψευδώς την αξιοπλοΐα του πλοίου, χωρίς να προκαλέσει την αποκατάσταση των σοβαρών φθορών και βλαβών, που παρουσίαζε και εξαιτίας των οποίων δεν μπόρεσε τούτο να ολοκληρώσει το τελευταίο του ταξίδι και επέτρεψε στον εναγόμενο με την προαναφερόμενη ιδιότητα του να συνεχίσει να το εκμεταλλεύεται μέχρι το χρόνο της βυθίσεως του. Μετά δε την κατά τα ανωτέρω ανεπαρκή επιθεώρηση του και συγκεκριμένα κατά το χρονικό διάστημα από Οκτώβριο 1997 έως Δεκέμβριο 1997, το πλοίο επισκευάστηκε πρόχειρα δύο τουλάχιστον φορές, ο δε εναγόμενος που είχε ενεργό ρόλο στην πρόσληψη των μελών του πληρώματος, συμμετείχε ενεργά, με την ιδιότητα, που επίσης κατέχει, του μηχανικού του Εμπορικού Ναυτικού, στη συντήρηση και στις επισκευές του πλοίου, ώστε να καταστεί δυνατή, παρά το έλλειμμα ασφάλειας του, η συνέχιση της λειτουργίας του. Ειδικότερα, για τις μεμονωμένες επισκευές, που έπρεπε να λάβουν χώρα ενημερωνόταν ο ίδιος, ο οποίος έδινε εντολές, όταν κρινόταν απαραίτητο και τηλεφωνικά. Τις πρόσκαιρες αυτές επισκευές, που δεν αποκαθιστούσαν τα σοβαρά ζητήματα αξιοπλοΐας του, πραγματοποιούσαν μέλη του πληρώματος, ο ίδιος ο εναγόμενος, αλλά και σχετικά συνεργεία, ώστε να επιτυγχάνεται η κατά το προορισμό του χρήση με το μικρότερο οικονομικό κόστος. Ενόψει των προαναφερθέντων, η βύθιση του πλοίου, που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο των ανωτέρω μελών του πληρώματος, μεταξύ των οποίων και του συγγενούς των εναγόντων, ήταν αποτέλεσμα της πολύ κακής κατάστασης του, εξαιτίας των σοβαρών φθορών και βλαβών, που παρουσίαζε το πλοίο κατά τον επίδικο χρόνο, η οποία λαμβανομένης υπόψη και της παλαιότητας αυτού και εντεύθεν της καταπόνησης του κατά τη διάρκεια των φορτώσεων και πλόων, δεν του επέτρεψε να ανταπεξέλθει στις προαναφερθείσες δυσμενείς καιρικές συνθήκες, που όμως δεν ήταν ασυνήθιστες και τελικώς, δεν ήταν ικανό από πάσης απόψεως να ανοιγεί στη θάλασσα χωρίς κίνδυνο για το ίδιο και τους επιβαίνοντες αυτού, δηλαδή αξιόπλοο, κατά την έννοια της Διεθνούς Συμβάσεως SOLAS του έτους 1974 «Περί της ασφαλείας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα», η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν.1045/1980, ο δε εναγόμενος τελούσε σε γνώση τούτου, πλην όμως, προκειμένου να αποφύγει το οικονομικό κόστος των σοβαρών επισκευών, που απαιτούνταν για την κανονική ανανέωση των πιστοποιητικών αξιοπλοϊας του, παρέλειψε να λάβει τα αναγκαία για την επισκευή και τη συντήρηση του μέτρα και δεν ενημέρωσε τις αρμόδιες αρχές, ως όφειλε, για τα ελαττώματα του, προκειμένου να διερευνηθούν με επιθεώρηση και να αποκατασταθούν, αντίθετα επιμελώς τα απέκρυβε, μη υποβάλλοντας το πλοίο σε κανονική επιθεώρηση, αλλά εφοδιάζοντας το με ψευδή πιστοποιητικά αξιοπλοϊας, προκειμένου να συνεχίσει να αποκομίζει οικονομικά οφέλη από την εκμετάλλευση του.

Εκ των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η πρόκληση του εν λόγω θανατηφόρου ατυχήματος για τον σύζυγο και πατέρα των εναγουσών οφείλεται σε υπαιτιότητα του εναγομένου εφοπλιστή του εν λόγω πλοίου, που, αν και υποχρεούνταν στην τήρηση των ειδικών κανόνων για την ασφάλεια του πλοίου και την προστασία της ζωής και της υγείας των εργαζομένων του επίδικου φορτηγού πλοίου «ΑΠ», δεν επέδειξε την απαιτούμενη από τις περιστάσεις προσοχή και επιμέλεια, που όφειλε και μπορούσε να καταβάλλει, ενώ προέβλεψε ότι από τη συμπεριφορά του είναι δυνατό να προέλθει το ζημιογόνο αυτό αποτέλεσμα, απέκρουσε εσωτερικά αυτό και ενήργησε, κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, πιστεύοντας ότι δεν θα επέλθει και έτσι παρέλειψε να λάβει τα αναγκαία μέτρα συντήρησης και επισκευής του, σύμφωνα με τις υποδείξεις του Ιταλικού και Ελληνικού Νηογνώμονα, ώστε τούτο να είναι ανά πάσα στιγμή αξιόπλοο, ακόμη και σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες, που δεν είναι ασυνήθιστες, αλλά προσφυείς με το ναυτικό επάγγελμα και να διασφαλίζεται η ασφάλεια του και η ζωή των εργαζομένων ναυτικών κατά τη χρησιμοποίηση του και συνέχισε να το δρομολογεί σε διάφορους πλόες, με αποτέλεσμα τούτο να μην διαθέτει την αντοχή να ανταπεξέλθει στην συνηθισμένη για την προορισμένη χρήση του κακοκαιρία στην ανωτέρω αναφερόμενη θαλάσσια περιοχή ανοιχτά της Σαρδηνίας και να βυθιστεί, ενεργώντας κατά παράβαση, τόσο των γενικών κανόνων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, που απορρέουν από τις διατάξεις του εδ.α΄ του Κανονισμού 11 της Διεθνούς Σύμβασης για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στην Θάλασσα 1974 (S.O.L.A.S) και του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου 1978, για την τήρηση των όρων επιθεώρησης, ώστε να εξασφαλίζεται η διατήρηση της ικανοποιητικής κατάστασης του πλοίου και της ικανότητας του να ανοιγεί στην θάλασσα χωρίς κίνδυνο, καθώς και τον Κανονισμό 1 της Σύμβασης περί Διεθνών Γραμμών Φόρτωσης 1966 «Περί αντοχής του περιβλήματος του σκάφους», όσο και των οικείων ειδικών κανόνων για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, που προβλέπονται στις διατάξεις του εδαφίου γ΄ του Κανονισμού 11 του Κεφαλαίου 1 της Διεθνούς Σύμβασης για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στην Θάλασσα 1974 (S.O.L.A.S) και του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου 1978, αλλά και την συναφή διάταξη του άρθρου 43 του ν.δ.187/1973 (ΚΔΝΔ), σε συνδυασμό με εκείνη του Κανονισμού 7 παρ. Β της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης, που επιβάλει την διενέργεια επιθεώρησης μετά από επισκευή επιβαλλομένη από την καθοριζομένη στον Κανονισμό 11 του ίδιου κεφαλαίου έρευνα ή οποτεδήποτε γίνονται σοβαρές επισκευές ή ανανεώσεις, ώστε να εξασφαλιστεί ότι έχουν γίνει ικανοποιητικώς και ότι το πλοίο πληροί από πάσης απόψεως τις διατάξεις της Συμβάσεως και του συναφούς Πρωτοκόλλου, αλλά και των ισχυόντων διεθνών κανονισμών, συνίσταται δε η παράβαση του ειδικού αυτού όρου ασφαλείας από τον εναγόμενο στην μη άμεση ειδοποίηση της Αρχής, του διορισμένου Επιθεωρητού ή αναγνωρισμένου Οργανισμού, περί των ελαττωμάτων του πλοίου, που επηρέαζαν δυσμενώς την ασφάλεια του, με σκοπό τον έλεγχο από τους ανωτέρω της εκτάσεως της βλάβης, καθώς και της πληρότητας της επισκευής, ώστε να διασφαλιστεί η ικανότητα, μετά από αυτήν, προς αντιμετώπιση των θαλάσσιων κινδύνων και η εξ αυτής αποτροπή του κινδύνου της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας των εργαζομένων στο πλοίο, με αποτέλεσμα να επισυμβεί στον συγγενή των εναγόντων, πλοίαρχο και τους λοιπούς ναυτικούς, μέλη του πληρώματος, το περιγραφόμενο θανατηφόρο ατύχημα, που συνδέεται αιτιωδώς με τη μη τήρηση τους. Επομένως, θεμελιώνεται αξίωση των εναγουσών, κληρονόμων του αποθανόντος ναυτικού, προς πλήρη αποζημίωση τους, κατ’άρθρο 16 του ν.551/1915, κατά του εναγομένου εφοπλιστή του βυθισθέντος πλοίου, εξαιτίας της μη τήρησης εκ μέρους του των προαναφερθεισών διατάξεων, που αφορούν ειδικούς κανόνες για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και συνιστά αδικοπρακτική συμπεριφορά, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών του εναγομένου-εκκαλούντος, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Στο ανωτέρω συμπέρασμα, ότι ο εναγόμενος, με την ιδιότητα του κατηγορούμενου, ενήργησε, ως προς την πρόκληση του ένδικου ναυαγίου, από το οποίο επήλθε θάνατος, με ενσυνείδητη αμέλεια, κατέληξε και το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιώς με την υπ’αριθμ.79/2017 απόφαση του, κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό και επιτρεπτή μεταβολή της αποδοθείσης σε βάρος του κακουργηματικής πράξης της θανατηφόρου πρόκλησης ναυαγίου, από κοινού, με ενδεχόμενο δόλο, σε παράβαση του άρθρου 278 ΠΚ, ήτοι πρόκληση ναυαγίου από αμέλεια (ενσυνείδητη), που συνιστά πλημμέλημα και ακολούθως, έπαυσε την ασκηθείσα σε βάρος του ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, ένεκα παρέλευσης πενταετίας από την τέλεση της πράξης (17.1.1998) μέχρι την επίδοση του αμετάκλητου παραπεμπτικού βουλεύματος στον κατηγορούμενο, ήδη εναγόμενο-εκκαλούντα. Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση εφέσεως του, αυτός προβάλλει την ένσταση της πενταετούς, κατ’ άρθρο 937ΑΚ, παραγραφής των επίδικων αξιώσεων των εναγόντων για αποζημίωση διατροφής και χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Η ένσταση αυτή παραδεκτά προβάλλεται με λόγο εφέσεως, εφόσον προτάθηκε νομοτύπως στον πρώτο βαθμό, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του εναγομένου, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλομένη απόφαση πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και αναλυτικά αναπτύχθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις του.  Ενόψει του χρόνου επελεύσεως του ένδικου ναυαγίου και του θανάτου σε αυτό του συγγενούς των εναγόντων, οι επίδικες αξιώσεις τους, οι οποίες στηρίζονται στις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις, αφού, όπως διαλαμβάνεται στην οικεία μείζονα σκέψη, αδικοπρακτική συμπεριφορά στοιχειοθετεί και η παράβαση των ειδικών διατάξεων περί των όρων και μέτρων ασφάλειας των εργαζομένων, έχουν υποπέσει στην προβλεπόμενη πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, καθόσον από την ημέρα του ατυχήματος στις 17.1.1998, που οι ενάγοντες έλαβαν γνώση της ζημίας, που υπέστησαν από το θάνατο του συγγενούς τους και των υπόχρεων σε αποζημίωση προσώπων, έως την άσκηση της υπό κρίση από 24.6.2011 αγωγής με την επίδοση της στον εναγόμενο στις 19.7.2011, παρήλθε χρόνος πολύ μεγαλύτερος της πενταετίας. Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες, σε αντίκρουση του ανωτέρω λόγου εφέσεως περί παραγραφής, ισχυρίζονται ότι ισχύει η εικοσαετής παραγραφή που ισχύει για το κακούργημα της θανατηφόρου πρόκλησης ναυαγίου με ενδεχόμενο δόλο, για το οποίο απειλείται ποινή ισοβίου καθείρξεως, επικαλούμενοι την παραπομπή του εναγομένου ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πειραιώς με την ανωτέρω κατηγορία και την υπ’αριθμ.244/2011 απόφαση, του πρωτοβάθμιου ποινικού Δικαστηρίου, που τον έκρινε ένοχο, κατά πλειοψηφία, του αποδιδόμενου κακουργήματος. Ωστόσο, κατά της αποφάσεως αυτής, επί της ασκηθείσης εφέσεως από τους συγκατηγορουμένους, εκδόθηκε, μετά την έκδοση της υπ’αριθμ.1738/2016 αναιρετικής απόφασης του Ε΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου,  η προαναφερόμενη υπ’αριθμ.79/2017 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου, με την οποία, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, κρίθηκε ότι ο κατηγορούμενος, ήδη εναγόμενος, τέλεσε το πλημμέλημα της πρόκλησης ναυαγίου από αμέλεια και στη συνέχεια επαύθη οριστικά η εναντίον του ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, που δεν έχει προσβληθεί με ένδικο μέσο καταστάσα αμετάκλητη. Επομένως, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στην οικεία μείζονα σκέψη, εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση είναι η διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ και όχι η μακρότερη παραγραφή της παραγράφου 2 τούτου.

Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, αφού έκρινε ότι οι επίδικες αξιώσεις των εναγόντων για αποζημίωση διατροφής και χρηματική ικανοποίηση ψυχικής οδύνης, δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή, διότι κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής δεν έχει παρέλθει η εικοσαετής παραγραφή, που ισχύει για το κακούργημα της πρόκλησης ναυαγίου με ενδεχόμενο δόλο  από το οποίο επήλθε θάνατος, ακολούθως απέρριψε την ένσταση του εναγομένου-εκκαλούντος περί παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων, ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερομένων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου του πρώτου λόγου της έφεσης, ως ουσιαστικά βασίμου, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών επικουρικά προβαλλομένων λόγων της και απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγόντων-εφεσιβλήτων, ως αβασίμων.

  1. VI. Κατ’ακολουθίαν, η έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τον προαναφερόμενο λόγο και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26 642, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48 1507, Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» εκδ. Ε’ σελ. 430-431 παρ. 1143), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να απορριφθεί κατ’ουσίαν, λόγω παραγραφής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν ισομερώς μεταξύ των διαδίκων, λόγω της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.387/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως διορθώθηκε.

Κρατεί και δικάζει την από 24.6.2011 αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν.

Κατανέμει ισομερώς μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 30 Απριλίου 2020.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                       Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ