Αριθμός 337/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 524 παρ. 1 και 271 παρ. 2 ΚΠολΔ, το τελευταίο απ’τα οποία εφαρμόζεται αναλόγως και στην κατ’ έφεση δίκη, συνάγεται ότι, αν ο εκκαλών δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μή της κλήτευσής του και αν μεν δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως για να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης, το δικαστήριο κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη, αν, δε, αντιθέτως επισπεύδει αυτός τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σε αυτή, η έφεση απορρίπτεται. Ήτοι, πριν από την πιο πάνω έρευνα πρέπει να προηγηθεί από το δικαστήριο η διακρίβωση του ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, γιατί αν επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ αντίθετα απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Σε περίπτωση αδυναμίας διακριβώσεως του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, διότι λείπει η απαιτούμενη προδικασία της κλήσης προς συζήτηση (βλ. ΑΠ 549/2007-ΑΠ 441/2006-ΕφΑθ. 2896/2007-ΕφΑθ 4422/2003, ΕλλΔνη 2004/592- ΕφΑθ 1535/2001, ΑρχΝ 2001/563). Ειδικότερα, κατ’ εφαρμογή των θεμελιακών δικονομικών αρχών της εκατέρωθεν ακρόασης και της τήρησης προδικασίας (άρθρ. 110 παρ. 2 και 111 ΚΠολΔ), σε περίπτωση απουσίας οποιουδήποτε διαδίκου, εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο αν νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση στο δικαστήριο, η οποία μετά την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης, συντελείται, κατά το άρθρο 498 ΚΠολΔ, με κλήση, κατά την προσδιορισθείσα με επιμέλεια του διαδίκου δικάσιμο, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο και δεν αρκεί μόνο ο προσδιορισμός δικασίμου αλλά απαιτείται και επίδοση της κλήσης, η οποία έχει τα ίδια αποτελέσματα και για εκείνον με παραγγελία του οποίου έγινε [βλ. ΑΠ 85/1994, ΕλΔ 1995/346-ΑΠ 1207/1985, ΝοΒ 1986/516 – Μαργαρίτη σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (άρθρ. 517 αρ. 5)] και υποδηλώνει τη βούληση του ότι επιθυμεί την εκδίκασή της, ενώ η μη επίδοση της υποδηλώνει την αντίθετη προς τούτο βούληση του διαδίκου, σε περίπτωση, δε, συζήτησης έφεσης μετά από ματαίωση συζήτησης, κατά τη νέα, μετά τη ματαίωση της συζήτησης του ένδικου μέσου συζήτηση αυτού, απαιτείται κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου, που επισπεύδει τη συζήτηση για τη νέα δικάσιμο. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, συνάγεται με σαφήνεια ότι προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης είναι, η κατά τους ορισμούς του άρθρου 271 του ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του απολειπομένου διαδίκου ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση. Έτσι, και σε περίπτωση μη εμφάνισης του εφεσίβλητου στη συζήτηση της έφεσης, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρα 591 παρ. 1, 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 παρ. 1 του ν. 3994/27-7- 2011), εφόσον επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση ή έχει κληθεί νομίμως και εμπροθέσμως από τον παριστάμενο εκκαλούντα. Κατά συνέπεια, εάν ο εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, το τελευταίο οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη ή μη κλητεύσεώς του ή την επίσπευση από αυτόν της συζήτησης της υπόθεσης και εάν διαπιστώσει ότι ο εκκαλών, ο οποίος επισπεύδει τη συζήτηση, δεν έχει κλητεύσει τον απολειπόμενο εφεσίβλητο ή δεν τον έχει κλητεύσει νόμιμα και εμπρόθεσμα, κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (βλ. ΑΠ 1656/2007, ΕλΔνη 2009/1059).Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 286, 287 και 290 ΚΠολΔ η δίκη διακόπτεται αν, εωσότου τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, πεθάνει κάποιος διάδικος. Η δίκη μπορεί να διακοπεί σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, τόσο ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, όσο και ενώπιον του Αρείου Πάγου, αν το διακοπτικό γεγονός επήλθε μετά την άσκηση των αντίστοιχων ενδίκων μέσων (ΑΠ1705/2008ΕφΑΔ2, 194, ΑΠ1852/2007Δ39,201). Στο άρθρο 291 ΚΠολΔ ρυθμίζεται η δυνατότητα του αντιδίκου (ΑΠ1420/2006 ΕλΔνη47, 125) του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή να προκαλέσει την επανάληψη της δίκης (ΑΠ1705/2008ΕφΑΔ2, 194), προκειμένου να διαφυλαχθούν τα συμφέροντα του πρώτου, στην περίπτωση που ο δεύτερος από αμέλεια, απραξία ή διάθεση παρέλκυσης δεν προβαίνει στην επανάληψη της δίκης. Σ’αυτή την περίπτωση η επανάληψη της δίκης γίνεται με πρόσκληση στον διάδικο, που διαδέχθηκε τον αρχικό στην επίδικη έννομη σχέση και στους αναγκαίους ομόδικους του, με κοινοποίηση δικογράφου, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η δίκη, που διακόπηκε. Η πρόσκληση μπορεί να ενσωματωθεί στο δικόγραφο της κλήσης για συζήτηση (ΑΠ 1420/2ΟΟ6 ΕλΔνη47, 125, ΑΠ 769/2001 ΕλΔνη43, 1380) της αγωγής ή του ένδικου μέσου. Η πρόσκληση για επανάληψη της δίκης μπορεί να κοινοποιηθεί εφόσον βέβαια ο αντίδικος που επισπεύδει την επανάληψη γνωρίζει το λόγο της διακοπής και αυτή θεωρείται δεδομένη (άρθρ. 291 παρ.1 ΚΠολΔ). Η πρόσκληση για επανάληψη της δίκης απευθύνεται προς το πρόσωπο υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης ή προς εκείνο που υπεισήλθε στη δικονομική του θέση. ΄Ετσι, σε περίπτωση θανάτου διαδίκου, προσκαλούνται οι κληρονόμοι του, οι οποίοι υπεισέρχονται αυτοδικαίως στη δικονομική του θέση.Στην προκειμένη περίπτωση, επαναφέρεται προς συζήτηση, με την από 11-6-2018 κλήση του ……………, η από 28-1-2014 έφεσή του κατά της με αριθμ. 2679/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά την ματαίωση της συζήτησης της έφεσης, κατά τη δικάσιμο της 5-11-2015, που είχε οριστεί, μετ’αναβολήν απ’αυτήν, που είχε αρχικά οριστεί (20-11-2014).
Η εκκαλούμενη απόφαση, εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 4-5-2010 αγωγής του ήδη, εκκαλούντος κατά των εναγομένων και ήδη, εφεσιβλήτων, ………. και ………….. και απέρριψε την αγωγή. Στις 27-10-2015, δηλαδή, μετά την άσκηση της έφεσης, στις 10-2-2014, ο πρώτος από τους εφεσίβλητους-πρώτος εναγόμενος, ……………., σύζυγος της δεύτερης εφεσίβλητης, απεβίωσε. Αρχική δικάσιμος για τη συζήτηση της έφεσης ορίστηκε η 10-2-2014, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 5-11-2015. Κατά την ως άνω δικάσιμο, η συζήτηση της έφεσης ματαιώθηκε λόγω του εν τω μεταξύ θανάτου του πρώτου εφεσίβλητου-πρώτου εναγόμενου, κατά τη δικάσιμο, δε, αυτή γνωστοποιήθηκε στον εκκαλούντα-ενάγοντα το διακοπτικό της δίκης, ως άνω γεγονός. ΄Ηδη, ο εκκαλών, με το δικόγραφο της από 11-6-2018 κλήσης του, επαναλαμβάνει τη διακοπείσα λόγω του θανάτου του πρώτου εφεσίβλητου και αναφέρει ότι ο θανών, πρώτος εφεσίβλητος, δεν κατέλιπε διαθήκη, ότι ήδη, έχουν αποποιηθεί όλοι οι συγγενείς του θανόντος σε πρώτο και δεύτερο βαθμό και ότι τόσο η δεύτερη εφεσίβλητη- δεύτερη εναγόμενη σύζυγος έχουν προβεί σε δήλωση αποποίησης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, επικαλείται, δε και προσκομίζει α)την υπ’αριθμ. …………/27-10-2015 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Δήμου Περάματος και β) το με αριθμ…………./8-6-2018 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πειραιά, περί μη δημοσίευσης διαθήκης από το εν λόγω Ειρηνοδικείο. Ωστόσο, από τα ως άνω προσκομιζόμενα έγγραφα δεν αποδεικνύεται, πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η εφεσίβλητη σύζυγος του θανόντος είναι η μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος του σε ολόκληρη την κληρονομιαία περιουσία του, κατά την πέμπτη τάξη(άρθρ.1821 ΑΚ), επειδή δεν υπάρχουν συγγενείς της πρώτης, της τρίτης και της τέταρτης τάξης και ότι οι συγγενείς της δεύτερης και της τρίτης τάξης, οι οποίοι και δεν κατονομάζονται, έχουν αποποιηθεί νόμιμα την κληρονομία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1847 επ. ΑΚ, ώστε να επάγεται η κληρονομία σ’ εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά το θάνατο του κληρονομούμενου(άρθρ.1856 ΑΚ). Το πλέον πρόσφορο αποδεικτικό έγγραφο το οποίο θα έπρεπε να προσκομίσει ο εκκαλών προς απόδειξη της ιδιότητας της εφεσίβλητης, ως της μοναδικής και αποκλειστικής, εξ αδιαθέτου κληρονόμου του …………… και επομένως, νομιμοποιούμενης, ως τέτοιας, να καταστεί διάδικος στην παρούσα δίκη, είναι το πιστοποιητικό πλησιεστέρων ή εγγυτέρων συγγενών, το οποίο εκδίδεται από τους ∆ημάρχους – στο πλαίσιο της γενικής αρμοδιότητάς τους να εκδίδουν πιστοποιητικά προσωπικής κατάστασης και οικογενειακής κατάστασης των δημοτών τους (άρθρο 58 ν.3852/2010/87Α’) – βάσει των εγγραφών στα δημοτολόγια και βάσει επίσημων εγγράφων και στοιχείων, τα οποία προκύπτουν από έρευνα, την οποία υποχρεούνται οι ∆ήμαρχοι να ενεργούν με αλληλογραφία με άλλες αρχές, όπως ∆ημοτολόγια άλλου ∆ήμου, Ληξιαρχεία, αστυνομικές αρχές κλπ., ακόμη και αιτούμενος άδεια από τον αρμόδιο Εισαγγελέα προς απόδειξη του εννόμου συμφέροντός του, επιπλέον, δε, ουδόλως προσκομίζεται από τον εκκαλούντα πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά, περί αποποίησης της κληρονομίας από τους συγγενείς της δεύτερης και της τρίτης τάξης. Περαιτέρω, ενόψει του ότι, ενόψει της ερημοδικίας της εφεσίβλητης, δεν γίνεται επίκληση από τον εκκαλούντα, με τις έγγραφες προτάσεις του, ούτε και προσκόμιση έκθεσης επίδοσης αρμόδιου Δικαστικού Επιμελητή, από την οποία να προκύπτει ότι έχει γίνει επίδοση της από 11-6-2018 κλήσης τους του στην εφεσίβλητη. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει η συζήτηση της ένδικης έφεσης να κηρυχθεί απαράδεκτη, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης
-ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση επί της 28-1-2014(με αριθμ.κατάθ……./10-2-2014) έφεσης.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 30 Απριλίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και την πληρεξούσια δικηγόρο του καλούντος-εκκαλούντος.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ