Αριθμός 335/2020
ΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εισηγήτρια, Ευαγγελία Πανταζή, Ελένη Σκριβάνου και Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτες και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 22-12-2017 (αρ. καταθ. ………./2017) κλήση των προσφευγουσών, που κατατέθηκε την 22-12-2017 στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, πολιτικού Εφετείου Πειραιώς, υπό πενταμελή σύνθεση, επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την παρούσα δικάσιμο της 17-1-2019, μετά από αναβολή από την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 17-5-2018, κατ΄ άρθρο 581 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η από 30-3-2012 (αρ. καταθ. ………./2012) προσφυγή, ύστερα από την έκδοση α) της υπ΄ αρ. 1137/2013 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω προσφυγή, και β) της υπ΄ αρ. 1038/2017 αποφάσεως του Αρείου Πάγου. Με την τελευταία αναιρέθηκε η ως άνω υπ΄ αρ. 1137/2013 απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, συγκροτούμενο από Δικαστές άλλους από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση». Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα), μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο Δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους Δικαστές. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναίρεσης, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα με τα αναιρεθέντα. Από την έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει ότι το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού από αυτήν της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως ολικής. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007.1830, ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 46.1401, ΑΠ 380/1999, ΑΠ 674/1998). Περίπτωση εν όλω αναίρεσης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής, αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της (ΑΠ 129/2004 Δ 35.804). Τέλος, αν αναιρεθεί η απόφαση, το Δικαστήριο της παραπομπής, επιλαμβανόμενο του αντικειμένου της δίκης μέσα στα όρια που διαγράφει η αναιρετική απόφαση, επανεξετάζει αναγκαίως τη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων για το καταγόμενο εκ νέου ενώπιόν του αντικείμενο της δίκης και εάν ακόμη δεν προσβλήθηκε με λόγο αναίρεσης η απόφαση για έλλειψη κάποιας από αυτές (διαδικαστικές προϋποθέσεις), τούτο δε διότι οι διαδικαστικές προϋποθέσεις δεν αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αντικείμενο δίκης, εντεύθεν εξετάζονται και επιλύονται με δύναμη δεδικασμένου πάντοτε σε σχέση με το κρινόμενο αντικείμενο της δίκης.
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 30-3-2012 (αρ. καταθ. …../2012) προσφυγή τους ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, οι προσφεύγουσες Κοινοπραξία με την επωνυμία «………….», καθώς και τα μέλη εταιρείες αυτής α) αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «………..», β) ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» και γ) ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………….», ιστορούν ότι, κατόπιν προκήρυξης ανοικτού μειοδοτικού διαγωνισμού για την ανάδειξη αναδόχου για την εκτέλεση του αναφερόμενου δημόσιου έργου, η πρώτη από αυτές (κοινοπραξία), η οποία έχει νομίμως συσταθεί και αποτελείται από τις λοιπές προσφεύγουσες εταιρείες, ανέλαβε νομίμως την εκτέλεσή του, το οποίο συμφωνήθηκε να αποπερατωθεί εντός οκταμήνου από της υπογραφής της σύμβασης με την καθ΄ ης και συγκεκριμένα το αργότερο έως την 26 Δεκεμβρίου 2005, ενώ κατόπιν αντίστοιχων νομίμων παρατάσεων ορίστηκε ως απώτερος χρόνος αποπεράτωσης η 31 Οκτωβρίου 2010. Ότι εν συνεχεία, πριν την αποπεράτωση του έργου εντός της προθεσμίας αυτής, η καθ΄ ης με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της προέβη στην οριστική διακοπή των εργασιών και στη διάλυση της σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 48 παρ. 1 του ΠΔ 609/1985. Ότι την 20 Απριλίου 2011, δηλαδή εντός διμήνου από της κατ΄ άρθρο 38 παρ. 4 του ΠΔ 609/1985 βεβαιωμένης περάτωσης των εργασιών, η πρώτη από αυτές (προσφεύγουσες) με την υπ΄ αρ. πρωτ. ………../20-4-2011 επιστολή της υπέβαλε προς την καθ΄ ης έγγραφη τελική επιμέτρηση εργασιών, όπως οι εργασίες αυτές απεικονίζονταν στις τμηματικές επιμετρήσεις και στα συνοδεύοντα αυτές Πρωτόκολλα Παραλαβής Αφανών Εργασιών (Π.Π.Α.Ε.), δηλαδή συνοπτικό πίνακα που ανακεφαλαίωνε τις ποσότητες όλων των τμηματικών επιμετρήσεων, για τις μέχρι τη διακοπή του έργου εκτελεσθείσες και αποπερατωθείσες εργασίες μετά του μητρώου του έργου. Ότι με την υπ΄ αρ. …………/16-6-2011 πράξη της η διευθύνουσα υπηρεσία του έργου επέστρεψε διορθωμένη την τελική επιμέτρηση κατόπιν περικοπής ποσοτήτων εκτελεσθεισών εργασιών, όπως αναλυτικά εκτίθεται στον παρατιθέμενο σ΄ αυτήν (προσφυγή) αντίστοιχο πίνακα (αντιπαραβολής υποβληθεισών και διορθωμένων ποσοτήτων), με την αιτιολογία ότι η υποβληθείσα τελική επιμέτρηση βασίζεται κυρίως στις επιμετρήσεις ποσοτήτων εργασιών αφενός μη εγκεκριμένων και αφετέρου μη κοστολογημένων (υπολογισθεισών βάσει μη εγκεκριμένων νέων τιμών), αν και η ίδια διευθύνουσα υπηρεσία είχε ήδη, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου, ελέγξει και εγκρίνει διαδοχικώς με προσωρινές πιστοποιήσεις όλες τις εργασίες τις αναφερόμενες στην υποβληθείσα (από την ανάδοχο προς αυτήν) τελική επιμέτρηση. Ότι κατά της ως άνω πράξης περικοπής ποσοτήτων εκτελεσθεισών εργασιών κατέθεσαν την υπ΄ αρ. πρωτ. ΟΣΕ – ΔΙΠΑΡ ……/30-6-2011 ένσταση, με την οποία ζήτησαν την ακύρωση της πράξης περικοπής ποσοτήτων εκτελεσθεισών εργασιών (κατά το προσβαλλόμενο μέρος της). Ακολούθως, ιστορούν ότι την 29 Αυγούστου 2011 κοινοποιήθηκε σ΄ αυτές (προσφεύγουσες) η υπ΄ αρ. 4766/25-8-2011 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της καθ΄ ης, με την οποία η ως άνω ένσταση απερρίφθη και ότι, στη συνέχεια, η πρώτη από αυτές (προσφεύγουσες) άσκησε την από 24-11-2011 αίτηση θεραπείας κατά της προαναφερόμενης απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της τελευταίας (ΟΣΕ Α.Ε.), η οποία απορρίφθηκε σιωπηρά από τον Υπουργό Μεταφορών, Υποδομών και Δικτύων με την παρέλευση άπρακτης της νόμιμης προθεσμίας για την απάντηση στην άνω αίτηση. Με βάση το ιστορικό αυτό και τους εκτιθέμενους (στην προσφυγή) λόγους, από τους οποίους ο πρώτος εμπεριέχει αιτίαση για αναρμοδιότητα του διοικητικού συμβουλίου της καθ΄ ης, που εξέδωσε με την ιδιότητα της προϊσταμένης αρχής την απορριπτική απόφαση για την ένσταση της αναδόχου κατά της απόφασης της διευθύνουσας υπηρεσίας περί μη αποδοχής του συνόλου της τελικής επιμέτρησης και οι δεύτερος έως και πέμπτος λόγοι εμπεριέχουν αιτιάσεις για αοριστία, άλλως έλλειψη νομιμότητας και αιτιολογίας της ως άνω απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της καθ΄ ης, οι προσφεύγουσες ζητούν α) να ακυρωθεί η τεκμαιρόμενη σιωπηρή (από τον Υπουργό Μεταφορών, Υποδομών και Δικτύων) απόρριψη της από 27-11-2011 αίτησης θεραπείας κατά της υπ΄ αρ. 4766/25-8-2011 απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της καθ΄ ης (ΟΣΕ Α.Ε.), β) να ανακληθεί, ακυρωθεί, εξαφανισθεί ή τροποποιηθεί η υπ΄ αρ. 4766/25-8-2011 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της καθ΄ ης, δυνάμει της οποίας απερρίφθη η από 30-6-2011 και υπ΄ αρ. πρωτ. ΟΣΕ-ΔΙΠΑΡ 1845763/30-6-2011 ένσταση και η οποία κοινοποιήθηκε στις 29-8-2011 και γ) να ακυρωθεί η υπ΄ αρ. 1845244/16-6-2011 πράξη της διευθύνουσας υπηρεσίας σχετικά με την τελική επιμέτρηση κατά το μέρος που προσβάλλεται και εν τέλει να γίνει δεκτή η τελική επιμέτρηση όπως υποβλήθηκε από την Ανάδοχο προς την καθ΄ ης. Το παρόν Δικαστήριο, με την υπ΄ αρ. 1137/2013 απόφασή του απέρριψε την ένδικη προσφυγή ως απαράδεκτη για τους αναφερόμενους σ΄ αυτήν (απόφαση) λόγους. Κατά της αποφάσεως αυτής οι προσφεύγουσες άσκησαν την από 17-10-2014 αίτηση αναιρέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 1038/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η ως άνω υπ΄ αρ. 1137/2013 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού. Συγχρόνως παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, συγκροτούμενου από Δικαστές άλλους από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Με την αναίρεση της υπ΄ αρ. 1137/2013 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού: α) οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε (άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ) μέσα στα αναιρετικά πλαίσια, β) αναβίωσε η εκκρεμοδικία της προσφυγής. Συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί η συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης και η ένδικη προσφυγή.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά Δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1), ότι στα πολιτικά Δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2) και ότι σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά Δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά Δικαστήρια (παρ. 3). Από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις προκύπτει, ότι το Σύνταγμα επιβάλλει την υπαγωγή των ιδιωτικών διαφορών στα πολιτικά Δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών στα διοικητικά Δικαστήρια, αποκλείει δε, από τον κοινό νομοθέτη, την εξουσία, να χαρακτηρίζει, ως διοικητικές διαφορές, όσες από τη φύση τους είναι ιδιωτικές, και ως ιδιωτικές διαφορές, όσες από τη φύση τους είναι διοικητικές. Όμως, επιτρέπει σε αυτόν, σε αντίθεση με το προηγούμενο συνταγματικό καθεστώς, σε εξαιρετικές και μόνο περιπτώσεις, προς εξασφάλιση ενιαίας εφαρμογής της ίδιας νομοθεσίας, την ανάθεση της εκδίκασης ορισμένων κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά Δικαστήρια, ή αντιστρόφως (βλ. ΑΕΔ 18/2009). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1406/1983, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διάταξης του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πριν τη συνταγματική αναθεώρηση, και επέβαλε την εντός πενταετούς προθεσμίας, δυναμένης να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδίκασης στα τακτικά διοικητικά Δικαστήρια εκείνων εκ των διοικητικών διαφορών ουσίας που δεν είχαν ακόμη υπαχθεί στα Δικαστήρια αυτά, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των ενδεικτικά προβλεπομένων στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου 1 περιπτώσεων περιελήφθησαν και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αυτής αξίωση. Εξάλλου, η σύμβαση είναι διοικητική, εάν το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) και με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος, που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού σε υπερέχουσα θέση απέναντι στο αντισυμβαλλόμενο μέρος, δηλαδή σε θέση μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (ΑΕΔ 28/2011, ΑΕΔ 21/2009, ΑΕΔ 14/2007, ΑΕΔ 10/2003). Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα προαναφερθέντα γνωρίσματα είναι ιδιωτικές και οι διαφορές που προέρχονται από αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων (ΑΕΔ 1/2016, ΑΕΔ 3/2012, ΑΕΔ 29/2011). Εξάλλου, κατά την έννοια του ίδιου ως άνω άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση, που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό, αποτελεί σχέση δημοσίου δικαίου, όπως αυτή που προέρχεται από διοικητική σύμβαση. Αντιθέτως, διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση), ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας, δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΑΕΔ 3/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, ο χαρακτήρας της σύμβασης, ως διοικητικής, ή ιδιωτικής, είναι κρίσιμος για τη θεμελίωση της δικαιοδοσίας, καθόσον στην πρώτη περίπτωση για όλες τις διαφορές που αναφύονται επ΄ αφορμή και στο πλαίσιο της διοικητικής σύμβασης, ανεξαρτήτως της νομικής τους θεμελίωσης, δημιουργείται δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, της ιδιωτικής σύμβασης, δημιουργείται για τις ίδιες διαφορές, επίσης, ανεξαρτήτως της νομικής τους θεμελίωσης, ακόμα, δηλαδή, και αν αυτές θεμελιώνονται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων (ΑΕΔ 3/2012, ΑΕΔ 29/2011, ΑΕΔ 28/2011, ΑΕΔ 21/2009, ΑΕΔ 18/2009, ΑΕΔ 14/2007, ΑΕΔ 10/2003, ΑΕΔ 3/1999, ΑΕΔ 2/1993, ΑΕΔ 10/1992, ΑΕΔ 42/1990, ΑΕΔ 10/1987, ΟλΑΠ 7/2001, ΟλΑΠ 8/2000, ΑΠ 363/2008, ΣτΕ 1995/2013, ΔΕφΑθ 3354/2013). Περαιτέρω, για τον προσδιορισμό των φορέων του δημόσιου τομέα, με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2190/1994 γίνεται ευθεία παραπομπή στο άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982 (όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 παρ. 5 του Ν. 1586/1986), κατά το οποίο στην έννοια του δημόσιου τομέα περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα Κρατικά Νομικά Πρόσωπα που έχουν χαρακτηριστεί από το νόμο ή τα Δικαστήρια ως Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, όπως ο Οργανισμός Συγκοινωνιών Ελλάδος (ΟΣΕ Α.Ε.). Ειδικότερα, ο Οργανισμός αυτός, σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο (ΝΔ 674/1970, όπως έχει τροποποιηθεί), αποτελεί δημόσια επιχείρηση, που λειτουργεί χάριν του δημόσιου συμφέροντος κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας υπό τη μορφή ανώνυμης εταιρείας, ενώ ως δημόσια επιχείρηση χαρακτηρίζεται και με το ΠΔ 57/2000 (άρθρο 5 παρ. 1 στοιχείο γ΄ και παράρτημα Ι αρ. 6 του ΠΔ 57/2000), με το οποίο προσαρμόστηκε η ελληνική νομοθεσία προς τις διατάξεις της Οδηγίας 93/38/ΕΟΚ σχετικά με τη διαδικασία σύναψης συμβάσεων στους τομείς των μεταφορών κλπ. Ήδη δε, περιλαμβάνεται στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης (βλ. σχετ. Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1 και 3, 2 παρ. 1 και 3 εδ. δ΄ του Ν. 1418/1984 και ήδη άρθρο 1 του Ν. 3669/2008(ΦΕΚ Α 116/18-6-2008) «Κύρωση της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημόσιων έργων», ο οποίος (νόμος) καταργήθηκε με την παρ. 1 περίπτωση 31 του άρθρου 377 του Ν. 4412/2016 (ΦΕΚ Α 147/8-8-2016), πλην των άρθρων 80 έως 110, τα οποία παραμένουν σε ισχύ μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος του άρθρου 83, και τα οποία με την έκδοση του προεδρικού διατάγματος της παραγράφου 20 του άρθρου 118 του Ν. 4472/2017 καταργούνται και αυτά [άρθρο 118 παρ. 25 του Ν. 4472/2017 (ΦΕΚ Α 74/19-5-2017)], και ισχύει (νόμος) στην προκειμένη περίπτωση που αφορά σύμβαση που, κατά τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, έχει συναφθεί πριν την 8-8-2016, με τον οποίο κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο όλες οι κείμενες διατάξεις που αφορούν στην κατασκευή των δημοσίων έργων, συνάγεται ότι τα δημόσια έργα είναι έργα υποδομής της Χώρας, που καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, στην αύξηση του εθνικού προϊόντος, στην ασφάλεια της Χώρας και γενικά αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του λαού, εκτελούμενα από φορείς του δημόσιου τομέα, που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2190/1994, μεταξύ των οποίων είναι και Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου. Οι διατάξεις του Ν. 1418/1984, ήδη δε Ν. 3669/2008, εφαρμόζονται ανεξαίρετα σε όλα τα έργα, που προγραμματίζονται και εκτελούνται από τους ανωτέρω φορείς, που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α΄). Περαιτέρω, με τις δικονομικού χαρακτήρα διατάξεις του άρθρου 13 του Ν. 1418/1984, με τον τίτλο «Δικαστική Επίλυση διαφορών», αλλά και του άρθρου 77 του Ν. 3669/2008, και του άρθρου 175 του Ν. 4412/2016, πριν την τροποποίηση της τελευταίας διάταξης με το άρθρο 21 του Ν. 4491/2017 (ΦΕΚ A΄ 152/13-10-2017), ορίζεται, ως αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση κάθε διαφοράς, μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου και επιλύεται με την άσκηση προσφυγής, ή αγωγής, το διοικητικό ή πολιτικό Εφετείο της περιφέρειας, στην οποία εκτελείται το έργο (παρ. 1, 2), συγκροτούμενο, κατά το άρθρο 64 παρ. 4 του ΕισΝΚΠολΔ, από πέντε Δικαστές. Η εξαιρετική αρμοδιότητα του διοικητικού ή πολιτικού Εφετείου προσδιορίζεται από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής, ή ως ιδιωτικής, οπότε ανακύπτει αντίστοιχα δικαιοδοσία και καθ΄ ύλην αρμοδιότητα, ή του διοικητικού Εφετείου, ή του πολιτικού Εφετείου, διατηρείται δε, η αρμοδιότητα, και στην περίπτωση, κατά την οποία αντικείμενο της διαφοράς, που προέκυψε από την εκτέλεση δημοσίου έργου, είναι αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, γιατί συνεχίζει να ισχύει και στην περίπτωση αυτή ο δικαιολογητικός λόγος της καθιέρωσης της εξαιρετικής καθ΄ ύλην αρμοδιότητας του Εφετείου, αφού ιστορική βάση της αγωγής για τον προσδιορισμό της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αποτελεί η για την εκτέλεση του δημόσιου έργου υποκείμενη σχέση, με βάση την οποία αξιολογείται η διαφορά, ως διοικητική, ή ιδιωτική (βλ. ΑΕΔ 2/1993). Το παραπάνω νομοθετικό καθεστώς, κατά το οποίο οι διαφορές από την εκτέλεση δημοσίου έργου υπάγονταν, είτε στη δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για διοικητική σύμβαση, έστω και αν η αξίωση θεμελιωνόταν στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, και ιδρυόταν εξαιρετική καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του διοικητικού Εφετείου, είτε στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για ιδιωτικού δικαίου σύμβαση, έστω και αν η αξίωση θεμελιωνόταν στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, και ιδρυόταν εξαιρετική καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του πολιτικού, υπό πενταμελή σύνθεση, Εφετείου, μεταβλήθηκε με τη θέσπιση των άρθρων 20 έως 28 του ανωτέρω Ν. 4491/2017. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 175 του Ν. 4412/2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)» [ΦΕΚ A 147/ 8-8-2016], αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 του Ν. 4491/2017, και με τη νέα διάταξη καθιερώνεται αποκλειστική καθ΄ ύλην αρμοδιότητα μόνο του διοικητικού Εφετείου της περιφέρειας στην οποία εκτελείται το έργο, για κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημοσίου έργου, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης, ως διοικητικής, ή ως ιδιωτικού δικαίου, η οποία διαφορά επιλύεται με την άσκηση προσφυγής, ή αγωγής στο ως άνω διοικητικό Εφετείο, αποκλεισθείσας έτσι της αρμοδιότητας του πολιτικού Εφετείου και κατ΄ επέκταση της δικαιοδοσίας των πολιτικών Δικαστηρίων. Ενώ αρχικά, πριν, δηλαδή, τη θέσπιση του Ν. 4491/2017, ο Ν. 4412/2016 και επομένως και η διάταξή του, του άρθρου 175 εφαρμοζόταν, κατά το άρθρο 376, μόνο για τις συμβάσεις των οποίων η διαδικασία σύναψης λαμβάνει χώρα μετά την έναρξη της ισχύος του, δηλαδή μετά τις 8-8-2016, εντούτοις προσδόθηκε αναδρομική ισχύς στη διάταξη αυτή του άρθρου 175, στη διάταξη, δηλαδή, που προέβλεπε τη διαδικασία της δικαστικής επίλυσης των ως άνω διαφορών, αφού με το άρθρο 23 του νεότερου Ν. 4491/2017 προστέθηκε παράγραφος 14 στο ως άνω άρθρο 376, σύμφωνα με την οποία «14. Το άρθρο 175 του ν. 4412/2016 εφαρμόζεται και στις διαφορές που ανακύπτουν από συμβάσεις έργων, και μελετών, που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4412/2016». Επιπρόσθετα, με το άρθρο 26 του ίδιου Ν. 4491/2017, καταργήθηκε το άρθρο 64 παράγραφος 4 του ΕισΝΚΠολΔ, που προέβλεπε την συγκρότηση του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου, για τις διαφορές από δημόσια έργα, στην περίπτωση που αυτές αναφύονται από ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις, σε οποιαδήποτε νομική βάση και αν θεμελιώνονται, κατά τα ήδη λεχθέντα, ενώ, με το άρθρο 28 του ίδιου Ν. 4491/2017, έγινε ειδική ρύθμιση για τις εκκρεμείς, κατά την 1-11-2017, προσφυγές, ή αγωγές, και ειδικότερα, προστέθηκε στο άρθρο 379 του ίδιου Ν. 4412/2016 παράγραφος 14, με το ακόλουθο περιεχόμενο: «14. Προσφυγές ή αγωγές, που έχουν κατατεθεί μέχρι την 1-11-2017, δικάζονται από το δικαστήριο, στο οποίο έχουν κατατεθεί. Εξαιρετικά, όσες από αυτές εκκρεμούν στο πολιτικό Πενταμελές Εφετείο, αλλά δεν είναι εγγεγραμμένες στο πινάκιο, γιατί έχει ματαιωθεί η συζήτησή τους, όταν επαναφερθούν για συζήτηση, θα εισαχθούν στο πολιτικό Τριμελές Εφετείο». Από τη συνδυασμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων συνάγονται οι ακόλουθες νομικές παραδοχές: α) μετά τη θέση σε ισχύ, από 13-10-2017, του Ν. 4491/2017, όλες οι προσφυγές, ή αγωγές, οι οποίες αφορούν διαφορές από την εκτέλεση δημοσίου, δημοτικού κ.λ.π., έργου και απορρέουν από διοικητική σύμβαση, ή από ιδιωτικού δικαίου σύμβαση, όπως η διάκριση αυτών ειδικώς εκτίθεται στην αρχή της απόφασης αυτής, είτε έχουν, οι διαφορές συμβατικό υπόβαθρο, είτε, λόγω ακυρότητας της σύμβασης, ερείδονται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ακόμα και αν ανακύπτουν από συμβάσεις έργων, που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 4412/2016, υπάγονται από 1-11-2017 και εφεξής στη δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων και στην αρμοδιότητα του διοικητικού Εφετείου της περιφέρειας, όπου εκτελείται το δημόσιο έργο, β) από την ως άνω ρύθμιση εξαίρεση θεσπίζεται για τις ήδη κατατεθείσες, έως την 1-11-2017, προσφυγές, ή αγωγές, οι οποίες έχουν κατατεθεί, λόγω της δικαιοδοσίας των πολιτικών Δικαστηρίων, όπως αυτή παγίως είχε κριθεί ότι δημιουργείται στις περιπτώσεις που η διαφορά έχει, ως υποκείμενη αιτία, ιδιωτικού δικαίου σύμβαση, στο πολιτικό Πενταμελές Εφετείο, οι οποίες και συνεχίζουν να δικάζονται από το Δικαστήριο αυτό, και γ) αν οι εκκρεμούσες αυτές την 1-11-2017, ενώπιον του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου προσφυγές, ή αγωγές, δεν είναι εγγεγραμμένες στο πινάκιο αυτού, επειδή έχει ματαιωθεί η συζήτησή τους, συνεχίζουν να υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, με τη μοναδική διαφοροποίηση ότι, όταν επαναφερθούν για συζήτηση, προδήλως με κλήση οποιουδήποτε εκ των διαδίκων τους, θα εισαχθούν ενώπιον του πολιτικού Τριμελούς Εφετείου, αφού πλέον το πολιτικό Πενταμελές Εφετείο έχει καταργηθεί. Τέλος, η ρύθμιση του ως άνω άρθρου 379 εδ. β΄ του ίδιου Ν. 4412/2016 πρέπει να ισχύσει αναλογικά, σύμφωνα με τη νομοτεχνική δομή ολόκληρου του άρθρου και τη ratio του νόμου, (ενόψει του ότι κατ΄ εξαίρεση δικάζει πλέον το Πενταμελές Εφετείο και του ότι καταργήθηκε το άρθρο 64 παράγραφος 4 του ΕισΝΚΠολΔ, που προέβλεπε τη συγκρότηση του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου), και για αυτές τις προσφυγές και αγωγές που εισήχθησαν πριν την 1-11-2017 ενώπιον πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου, εκδόθηκε επ΄ αυτών απόφαση, που κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως, αναιρέθηκε εν όλω, όπως εν προκειμένω, και παραπέμφθηκε η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, συγκροτούμενο από Δικαστές άλλους από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη προσφυγή εισάγεται διαφορά ιδιωτικού δικαίου διότι πρόκειται για διαφορά από σύμβαση έργου, καταρτισθείσα πριν την έναρξη της ισχύος του Ν. 4412/2016, στις 8-8-2016, η οποία (σύμβαση) συμφωνήθηκε μεν και εκτελέστηκε με βάση τη νομοθεσία περί δημοσίων έργων αλλά για λογαριασμό δημόσιας επιχείρησης λειτουργούσας, όπως προαναφέρθηκε, χάριν του δημόσιου συμφέροντος κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας υπό τη μορφή ανώνυμης εταιρείας, ήδη δε, περιλαμβάνεται στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης. Κατόπιν δε, των ανωτέρω, ενόψει του ότι η ένδικη προσφυγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου (πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς), την 23-4-2012, ήταν εκκρεμής, την 1-11-2017, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, μετά την έκδοση, την 16-6-2017, της προαναφερόμενης υπ΄ αρ. 1038/2017 αποφάσεως του Αρείου Πάγου που αναίρεσε (εν όλω) την υπ΄ αρ. 1137/2013 απόφαση, επαναφέρεται, όμως, προς συζήτηση (η ένδικη προσφυγή), με την από 22-12-2017 (αρ. καταθ. …../2017) κλήση των προσφευγουσών, η οποία εγγράφηκε στο πινάκιο του Δικαστηρίου τούτου την 22-12-2017, ήτοι μετά την 1-11-2017. Εφόσον, δε, η ένδικη προσφυγή κατατέθηκε στο Πενταμελές Εφετείο πριν την 1-11-2017, επαναφέρεται, όμως, για συζήτηση σ΄ αυτό με την ανωτέρω κλήση την 22-12-2017, και ενώ ήδη με το αναφερθέν άρθρο 26 του ίδιου Ν. 4491/2017, είχε καταργηθεί το άρθρο 64 παράγραφος 4 του ΕισΝΚΠολΔ, που προέβλεπε τη συγκρότηση του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου, η διά αυτής διαφορά υπάγεται, στην καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, δικάζοντος σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, αντιμετωπίζεται, δηλαδή, όπως και μία προσφυγή που θα ήταν, πριν την 1-11-2017, εκκρεμής ενώπιον του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου, η συζήτηση της οποίας θα είχε ματαιωθεί και δεν θα είχε εγγραφεί στο πινάκιό του, οπότε επαναφερόμενη προς συζήτηση, θα εισαχθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου. Συνεπώς, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκαση, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, στο Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 13 του Ν. 1418/1984, ως έχον εξαιρετική καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητα. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 106, 179 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Παραπέμπει την από 30-3-2012 (αρ. καταθ. ……/2012) προσφυγή, προς εκδίκαση, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, στο Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, ως αρμόδιο καθ΄ ύλη και κατά τόπο Δικαστήριο.
Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 30 Μαρτίου 2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και αντ΄ αυτής,
λόγω μεταθέσεως
και αναχωρήσεώς της,
η αρχαιότερη της
συνθέσεως Εφέτης,
Αικατερίνη Κοκόλη.
Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 30η Απριλίου 2020, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών, Αμαλίας Μήλιου, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Αικατερίνη Κοκόλη, Προεδρεύουσα Εφέτη, Ευαγγελία Πανταζή, Ελένη Σκριβάνου, Ελευθέριο Γεωργίλη και Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτες, και με Γραμματέα την Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΦΕΤΗΣ