Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 339/2020

Αριθμός  339/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αντώνιο Πλακίδα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη και Ελένη Τοπούζη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι α) από 1.10.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2016 και β) από 25.11.2015 και με αριθμό έκθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2015 εφέσεις κατά της με αριθμό 5252/2012 οριστικής  απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική  διαδικασία, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμες, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον για το παραδεκτό τους, έχουν προκατατεθεί από τους εκκαλούντες τα παράβολα συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ για κάθε έφεση αντίστοιχα, όπως προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ (ως το εν λόγω άρθρο ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, που σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου ισχύει για τα κατατεθειμένα από 1.1.2016 ένδικα μέσα), πρέπει οι ως άνω εφέσεις να  συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας, ως πλήττουσες την ίδια πρωτόδικη απόφαση (άρθρο 31, 246 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με την από 15-3-2009 και με αριθμ. κατάθ. ……./16-3-2009 αγωγή της που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. β΄ από 25.11.2015 και με αριθμό έκθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2015 έφεσης  εξέθετε ότι ο σύζυγός της …………. συνήψε με τον εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο της ως άνω έφεσης, από τον Αύγουστο του έτους 1995 διαδοχικές συμβάσεις εντόκων δανείων, το ύψος των οποίων κατά κεφάλαιο, στις 30.8.1997, ανερχόταν στο ποσό των 30.000.000 δραχμών. Ότι περί τα τέλη Νοεμβρίου 1997 και επειδή ο εναγόμενος αδυνατούσε να καταβάλει στο σύζυγό της το ποσό  των δανείων, συμφώνησαν μεταξύ τους (ο σύζυγός της και ο εναγόμενος) να καταρτιστεί νέα σύμβαση δανείου, συνολικού ποσού 43.000.000 δραχμών, στο οποίο ποσό περιλαμβανόταν το ως άνω κεφάλαιο από τα ως άνω δάνεια που αυτός έλαβε στο παρελθόν πλέον τόκων μέχρι 31.5.1998, που ο εναγόμενος αναγνώρισε ότι οφείλει. Ότι το ως άνω δάνειο συμφωνήθηκε έντοκο, υπολογιζόμενου του τόκου σε ποσοστό 18% ετησίως, ο τόκος καταβλητέος με τη λήξη του δανείου εφάπαξ, την 31.12.1998, που συμφωνήθηκε ως δήλη ημέρα επιστροφής του δανείου, ήτοι συνολικό ποσό 43.000.000 δραχμές για κεφάλαιο, πλέον τόκοι 4.515.000 δραχμών και δη σύνολο 47.515.000 δραχμές. Ότι, στις αρχές Ιουλίου 1998, ο σύζυγός της, λόγω της επισφαλούς υγείας του και της ανάγκης να μεταβεί στην Αμερική για θεραπεία, της πρότεινε να της εκχωρήσει την απαίτησή του έναντι του εναγομένου από την ως άνω σύμβαση με τον τελευταίο, πρόταση που αυτή αποδέχτηκε. Ότι ο σύζυγός της ενημέρωσε άμεσα τον εναγόμενο σχετικά με την εκχώρηση προς αυτήν της ως άνω απαίτησής του και ότι με τη συναίνεση του τελευταίου υπογράφηκε το από 8.7.1998 ιδιωτικό συμφωνητικό, το περιεχόμενο του οποίου επισυνάπτεται στην  αγωγή, στο οποίο η ενάγουσα φέρεται ως δανείστρια του άνω ποσού, το οποίο, κατά τα προαναφερόμενα,  συμφωνήθηκε να καταβληθεί από τον εναγόμενο στις 31-12-1998. Ότι, αν και ο εναγόμενος αναγνώριζε πάντα την οφειλή του στην ενάγουσα, όχι μόνο δεν την κατέβαλε την ως άνω δήλη ημέρα, αλλά άσκησε και εναντίον της την από 20.11.2000 αγωγή του, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί άκυρη η εν λόγω σύμβαση που περιλαμβάνεται στο από 8.7.1998 ιδιωτικό συμφωνητικό, τόσο ως σύμβαση δανείου (κύρια βάση της αγωγής του), όσο και ως εκχώρηση (επικουρική βάση) και σε κάθε περίπτωση να αναγνωρισθεί ότι οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των 14.641.500  δραχμών άλλως 16.950 δραχμών. Ότι με την με αριθμό 275/2008 τελεσίδικη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς κρίθηκε ότι στην ως άνω απαίτηση του συζύγου της, που εκχωρήθηκε στην ενάγουσα, περιλαμβάνονται αθέμιτοι τόκοι, ύψους 6.991.200 δραχμών και ήδη 20.517,09 ευρώ, που αυτός συνομολόγησε με τον εναγόμενο και ως εκ τούτου η νόμιμη απαίτηση του συζύγου της, που εκχωρήθηκε στην τελευταία, ανερχόταν στις 31.12.1998,  κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή, στο ποσό των 38.708.800 δραχμών και ήδη 113.598,83 ευρώ. Ζητούσε δε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, από την σύμβαση εκχώρησης, να καταβάλει το άνω ποσό με το νόμιμο τόκο από 31-12-1998, άλλως από την επίδοση της αγωγής, επικουρικά δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Τέλος, ζητούσε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Μετά την άσκηση της ως άνω αγωγής της ενάγουσας, ο εναγόμενος άσκησε σε βάρος της την από 5-2-2010 και με αριθμ. κατάθ. ……./17-2-2010 ανταγωγή του, που απηύθυνε στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, στην οποία αυτός εξέθετε ότι στην από 15-3-2009 ως άνω αγωγή της η ενάγουσα – αντεναγομένη εν γνώσει της παριστά ψευδή γεγονότα ως αληθή με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο όφελος. Ειδικότερα εξέθετε στην ανταγωγή του ότι ψευδώς η ενάγουσα  αναφέρει στην αγωγή της ότι ο σύζυγός της .. ……., έχοντας δήθεν αναγνωρισμένη απαίτηση εναντίον του ύψους 43.000.000 δραχμών μέχρι 31-5-1998, την μεταβίβασε σε αυτήν δια εκχωρήσεως και ότι περί τα τέλη του Νοεμβρίου 1997 στον Πειραιά αναγνώρισε την άνω απαίτηση. Παρέστησε δηλαδή ψευδώς η ενάγουσα στην αγωγή της ότι είναι εκδοχέας από το 1998 της εν λόγω απαίτησης δικαιούμενη τόκους από τότε, ενώ η αλήθεια είναι ότι δικαιούχος της εναντίον του απαίτησης του ………… κατέστη το 2009, με την εγκατάστασή της ως κληρονόμου του αποβιώσαντος την 13/1/2009 συζύγου της, δυνάμει ιδιόγραφης διαθήκης, την ύπαρξη της οποίας αθέμιτα απέκρυψε, άλλως αθέμιτα παρασιώπησε στην αγωγή της. Επίσης, την άνω αγωγή της με τις παραπάνω ψευδείς παραστάσεις, η ενάγουσα – αντεναγομένη την συνέρραψε, άλλως παρέθεσε αυτολεξεί ως μέρος του ιστορικού σε αίτησή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και, με παραπλάνηση του Δικαστή που δίκασε την αίτησή της αυτή, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4544/2009 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας του μέχρι του ποσού των 170.000 ευρώ. Ότι από την άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά της αντεναγομένης που συνιστά ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά και δη απόπειρα απάτης, αλλά και απάτη επί Δικαστηρίω, αλλά και παραβίαση των άρθρων 281, 919 ΑΚ, αλλά και  του καθήκοντος αληθείας (άρθρο 116 ΚΠολΔ), προσεβλήθη η προσωπικότητά του και υπέστη ηθική  βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας, μετά την παραδεκτή τροπή του αιτήματος της ανταγωγής από καθ’ όλα καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ζητούσε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της αντεναγόμενης να του καταβάλει το ποσό των 300.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την ανταγωγή, άλλως από την επίδοση της ανταγωγής και να καταδικασθεί αυτή στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε την εν λόγω αγωγή με την ανταγωγή, αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλουμένη με αριθμό  5252/2012 απόφασή του, με την οποία  Α) αφού απέρριψε την αγωγή, ως μη νόμιμη, κατά την επικουρική της βάση περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, απέρριψε αυτή ως απαράδεκτη, κατά την κύρια βάση της, ήτοι αυτή της σύμβασης εκχώρησης, λόγω υπάρξεως σε βάρος της ενάγουσας δεδικασμένου, απορρέοντος από την με αριθμό 542/2007 τελεσίδικη απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην απόφαση και Β) απέρριψε ως μη νόμιμη την ανταγωγή του εναγόμενου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην απόφαση, ενώ τον καταδίκασε, λόγω της ήττας του, και στη δικαστική δαπάνη της αντεναγομένης – ενάγουσας, την οποία όρισε στο ποσό των 6.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη ο αντενάγων και η ενάγουσα με τις κρινόμενες αντίθετες ως άνω εφέσεις τους και για τους αναφερόμενους σ’ αυτές λόγους, που συνίστανται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητούν την, κατά παραδοχή τους, εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ο μεν αντενάγων, ως προς όλες τις ως άνω σε βάρος του διατάξεις της (απόρριψη της ανταγωγής του και επιβολή σε βάρος του δικαστικής δαπάνης), η δε ενάγουσα, ως προς τη διάταξή της που απέρριψε την αγωγή της, ως προς την κύρια βάση της, με σκοπό να γίνουν δεκτές η ανταγωγή και αγωγή τους αντίστοιχα.

Α)Επί της από 1.10.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………../2016 έφεσης.

Ι.Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 299 ΑΚ, χρηματική ικανοποίηση για μη περιουσιακή ζημία παρέχεται μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος και αυτές, στο πλαίσιο του συστήματος του ΑΚ, είναι οι αδικοπραξίες (ΑΚ 932) και η προσβολή της προσωπικότητας (ΑΚ 59). Και στις δύο αυτές περιπτώσεις προβλέπεται η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, της μη αποτιμητής σε χρήμα ζημίας που υφίσταται ένα άτομο από την προσβολή έννομου αγαθού, όπως η προσωπικότητα, η τιμή, η υγεία κ.λπ. Ως προς το αντικείμενο, όμως, των ως άνω διατάξεων υφίσταται μία βασική διαφορά: ενώ στο άρθρο 59 ΑΚ η προσβολή στρέφεται εναντίον μη περιουσιακών αγαθών, αντίθετα, στο άρθρο 932 ΑΚ, η προσβολή αγαθών της προσωπικότητας επέρχεται ταυτόχρονα με την προσβολή περιουσιακού αγαθού και την υλική ζημία που προκλήθηκε σ’ αυτό (βλ. Απ. Γεωργιάδης, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τόμ. Ι, έκδ. 2010, άρθρο 932, αρ. 6, σελ. 1901, Ι. Καράκωστας, Το Δίκαιο της Προσωπικότητας, έκδ. 2012, σελ. 383). Περαιτέρω, για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 919 και 932 του ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιό τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη (ΕφΠειρ 216/2014, δημοσιευμένη στη Νόμος). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, που συνιστά ταυτόχρονα και αδικοπραξία (άρθ. 914 ΑΚ), απαιτούνται: α)σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, και γ)βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, ως τέτοια δε νοείται κάθε μείωση της συνολικής αξίας της περιουσίας, αλλά και η απειλή μειώσεώς της, όταν δημιουργείται χειροτέρευση της ενεστώσας περιουσιακής καταστάσεως, όπως και η απειλή ή ο κίνδυνος της περιουσίας στο μέλλον, λόγω εμπλοκής σε δαπανηρό δικαστικό αγώνα. Απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, όταν, μεταξύ άλλων, υποβάλλεται σ’ αυτόν ψευδής ισχυρισμός, ο οποίος υποστηρίζεται με την προσαγωγή εν γνώσει αναληθών στοιχείων. Η απάτη στο Δικαστήριο είναι τετελεσμένη όταν, με τους ψευδείς ισχυρισμούς και την προσαγωγή αναληθών αποδεικτικών στοιχείων, παραπλανάται το Δικαστήριο και εκδίδει οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη σε βάρος του αντιδίκου του. Αν όμως το δικαστήριο δεν παραπλανήθηκε από τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα ψευδή αποδεικτικά στοιχεία και απέρριψε αυτούς ή δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση, τότε υφίσταται η αξιόποινη απόπειρα της ανωτέρω πράξης. Περαιτέρω, η προσαγωγή και επίκληση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων είναι απαραίτητη για τη συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης επί Δικαστηρίω, ακόμη και υπό τη μορφή της απόπειρας τέλεσης αυτού, εφόσον μόνη η υποβολή αναληθούς ισχυρισμού δι’ αγωγής ή άλλου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, χωρίς την προσκομιδή μετ’ επικλήσεως προς απόδειξη αυτού (ισχυρισμού) εν γνώσει πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων και εν γένει αποδεικτικών στοιχείων (όπως είναι και οι ψευδείς καταθέσεις των μαρτύρων), δεν συνιστά πράξη περιέχουσα αρχή τέλεσης της απάτης κατά την έννοια του άρθρου 42 § 1 ΠΚ (ΑΠ 512/2011,  ΑΠ 1148/2011, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΕφΔωδ 176/2018, ΕφΘεσ 1887/2012, δημοσιευμένες στη Νόμος). Εξάλλου, η απάτη στο δικαστήριο μπορεί να τελεστεί και με την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθούς περιστατικού, όταν η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση μπορεί να παραπλανήσει το δικαστήριο στην έκδοση δυσμενούς για τον αντίδικο απόφασης, η οποία θα προξενήσει σ’ αυτόν περιουσιακή βλάβη, που θα αποφευγόταν αν ο διάδικος, δικηγόρος κ.λπ., τηρούσε τις εκ του άρθρου 116 ΚΠολΔ υποχρεώσεις του (καθήκον αλήθειας) και ανακοίνωνε στο δικαστήριο το σημαντικό για την όλη υπόθεση περιστατικό, εφόσον συντρέχουν κατά τα λοιπά οι αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις του εγκλήματος αυτού. Δηλαδή, όταν η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση έγινε από το διάδικο ή το δικηγόρο με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη βλάβη ξένης περιουσίας, που θα επέλθει ακριβώς λόγω της ηθελημένης παραπλάνησης του δικαστηρίου με την απόκρυψη ή παρασιώπηση του κρίσιμου για την όλη υπόθεση περιστατικού (ΑΠ 176/2000 δημ. Νόμος, ΑΠ 1310/1989, ΠοινΧρ Μ΄, 567). Και στην περίπτωση, όμως, της αθέμιτης απόκρυψης ή παρασιώπησης αληθούς περιστατικού από το διάδικο, δικηγόρο κ.λπ. που επιδιώκει επιθετικά (με αβάσιμη αγωγή ή ένσταση) την ηθελημένη παραπλάνηση του δικαστηρίου, η απάτη στο δικαστήριο στοιχειοθετείται μόνον όταν η παράβαση του καθήκοντος αλήθειας συνοδεύεται από ψευδή αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 787/2015, δημοσιευμένη στη Νόμος, ΕφΔωδ 176/2018, όπ.α.).  Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων είναι νομική, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 10/91, ΑΠ 55/2003). Προκειμένου να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς, υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη, την οποία δεν αποκλείει, κατά τις περιστάσεις, η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή φυσικής ευχέρειας, συνεκτιμούνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων και οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγματώσεως της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που οδήγησαν τον υπαίτιο στη συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με τη διαγωγή του αντισυμβαλλομένου “θύματος”, για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική αναλογική σχέση. Στην αναζήτηση δε του ορθού αυτού μέτρου συνεκτιμώνται, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και τα επιβαλλόμενα όρια από αυτή (ΑΠ 212/2018, ΑΠ 900/2011, δημοσιευμένες στη Νόμος). Κατά δε το ως άνω άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (Ολ.ΑΠ 16/2006). Ως “καλή πίστη” θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των “χρηστών ηθών” χρησιμεύουν, κατά τα προαναφερόμενα, οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτομένου ανθρώπου. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν αρκεί καταρχήν μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ’ ανάγκη από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται κατά περίπτωση συνδυασμός των ανωτέρω ή συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά του δικαιούχου, όσο και του υπόχρεου, εφόσον όμως αυτή τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 8/2001 ΕλλΔνη 2001.382, ΑΠ  1179/2014, ΑΠ 612/2012, δημοσιευμένες στη Νόμος).ΙΙ. Επιπρόσθετα, κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, δεν επιτρέπεται η προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στα δικαστικά έξοδα, στα οποία καταδικάζεται ο διάδικος που νικήθηκε και επιδικάζονται στο διάδικο που νίκησε κατά τις διατάξεις των άρθρων 176 επ. ΚΠολΔ, έχει δε την έννοια ότι είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο το ένδικο μέσο, με το οποίο προσβάλλεται η απόφαση ως προς μόνη τη διάταξη περί εξόδων, κατά παράλειψη κάθε άλλου παραπόνου επί της ουσίας της υποθέσεως (ΑΠ 1000/2005 ΕλλΔνη 2006.107, ΑΠ 1356/2003 ΕλλΔνη 2004.1033). Ως ουσία της υποθέσεως νοείται κάθε τι που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξαρτήτως αν αφορά ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα (βλ. ΑΠ 1306/1990 ΕλλΔνη 1992. 311, ΕΑ 5638/2013, δημοσιευμένη στη Νόμος, Εφ. Θεσσ. 1077/2007, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 11024/1988 ΕλλΔνη 1923.1377). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 176-182 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ως προς την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων καθιερώνεται η αρχή της ήττας. Επομένως η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε, δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας, αφού η ρύθμιση των δικαστικών εξόδων ανατέθηκε στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (ΑΠ 99/2019, ΑΠ 1176/2014, ΑΠ 420/2013, δημοσιευμένες στη Νόμος), όταν δε ηττάται ο διάδικος, όπως όταν απορρίπτεται η αγωγή του ή ανταγωγή του, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, για την επιδίκαση της οποίας αρκεί και μόνο η υποβολή απ’ αυτόν σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων (ΕφΘεσ 1113/2010, δημοσιευμένη στη Νόμος). Επιπρόσθετα, κατά το άρθρο 91 παρ.1 του, ισχύοντος κατά τον χρόνο έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης, ν.δ 3026/1954  «περί του Κώδικος των Δικηγόρων», που κατ’ άρθρο 533 παρ.2 ΚΠολΔ εφαρμόζει και το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, πλην της δαπάνης, δικαστηριακής ή άλλης, την οποίαν εξ ιδίων κατέβαλε, και αμοιβή για κάθε εργασία αυτού δικαστική ή εξώδικη. Με το άρθρο 92 παρ.1 του ίδιου κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ.6 του ν. 3919/2011 και, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.2 αυτού, άρχισε η ισχύς του από 3-7-2011, ορίζεται ότι: “1. Τα της αμοιβής του δικηγόρου ορίζονται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία τούτου και του εντολέως του ή του αντιπροσώπου αυτού, η οποία περιλαμβάνει είτε την όλη διεξαγωγή της δίκης είτε μέρος ή κατ’ ιδίαν πράξεις αυτής ή κάθε άλλης φύσεως νομικές εργασίες. [Οι] οριζόμενες από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου ως υποχρεωτικές ελάχιστες αμοιβές για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, καθώς και για τη διενέργεια εξωδικαστικών νομικών εργασιών, παύουν να ισχύουν. Στην περίπτωση που δεν προκύπτει ύπαρξη έγκυρης έγγραφης συμφωνίας περί αμοιβής για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, ισχύουν οι οριζόμενες σύμφωνα με τα κατωτέρω νόμιμες αμοιβές. Με βάση τις νόμιμες αμοιβές διενεργείται από τα δικαστήρια η επιδίκαση δικαστικών εξόδων, καθώς και η εκκαθάριση πινάκων δικηγορικών αμοιβών στην περίπτωση που δεν προκύπτει έγκυρη έγγραφη συμφωνία περί αμοιβής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 178 παρ.1 […]. Όπου στις διατάξεις των άρθρων 98-102, 104-123, 125-134, 139-156, 167 και 169 του παρόντος κώδικα, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη νόμου που περιέχει ρύθμιση περί αμοιβής για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, γίνεται αναφορά σε “ελάχιστα όρια αμοιβών” ή “ελάχιστες αμοιβές” ή “αμοιβές”, νοούνται εφεξής οι “νόμιμες αμοιβές” κατά την έννοια των προηγούμενων εδαφίων. Από τις οριζόμενες στην ΚΥΑ υπ’ αριθμό 1117864/2297/Α0012/7-12-2007 (ΦΕΚ 2422 Β΄) ως υποχρεωτικές “ελάχιστες αμοιβές”, εξακολουθούν να ισχύουν, αλλά εφεξής ως “νόμιμες αμοιβές” κατά τη ρύθμιση των προηγούμενων εδαφίων, μόνον εκείνες (του Κεφαλαίου Ι “Παραστάσεις σε Δικαστήρια”), οι οποίες αναφέρονται στην παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών, μετά γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, είναι δυνατή επαναρρύθμιση των νομίμων αμοιβών για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών […]. Όπου στον παρόντα κώδικα ή σε οποιονδήποτε άλλο νόμο προβλέπονται νόμιμες αμοιβές, σύμφωνα με τη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου, που υπολογίζονται ως ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης, με το προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει της εξουσιοδοτήσεως των δύο προηγούμενων εδαφίων, αυτές καθορίζονται σε διαδοχικώς φθίνοντα ποσοστά, κατά τρόπο αντιστρόφως ανάλογο προς την κατά καθοριζόμενες βαθμίδες πλαισίων ποσών κλιμακωτή επαύξηση της εκφραζόμενης ή αποτιμώμενης σε χρήμα αξίας, επί της οποίας αυτά υπολογίζονται”. Εξάλλου, με το άρθρο 178 παρ.1 του ίδιου κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ.14 του ν. 3919/ 2011, ορίζεται ότι “Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, τα δικαστήρια κατά την επιδίκαση δικαστικών εξόδων, καθώς και κατά την εκκαθάριση πινάκων δικηγορικών αμοιβών, που διενεργείται στην περίπτωση κατά την οποία δεν προκύπτει ύπαρξη έγκυρης έγγραφης συμφωνίας περί αμοιβής του δικηγόρου και του εντολέως του ή αντιπροσώπου αυτού, εφαρμόζουν τις περί νομίμων αμοιβών διατάξεις του κώδικα τούτου […]”. Περαιτέρω, µε το άρθρο 7 παρ.2 του ν. 2753/1999, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 5 παρ.15 του ν. 3919/2011, παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση για να ορισθεί µε κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης ελάχιστη δικηγορική αμοιβή, ενιαία για όλους τους δικηγορικούς συλλόγους, για τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι δικηγόροι στους εντολείς τους, εκτός των άλλων, και όταν αυτές αφορούν παραστάσεις ενώπιον των δικαστηρίων. Δυνάμει της εν λόγω νομοθετικής εξουσιοδότησης, εκδόθηκε η πιο πάνω ΚΥΑ 1117864/2297/Α0012/7-12-2007. Δεδομένου ότι η ελάχιστη αμοιβή, που ορίζεται στην τελευταία αυτή υπουργική απόφαση, προεισπράττεται από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απόφαση αυτή αναφέρεται στις προεισπραττόμενες και μόνο αμοιβές (οι οποίες ορίζονται πάντα με ένα κατ’ αποκοπή ποσό και ταυτίζονται κατά κανόνα με τις ελάχιστες νόμιμες αμοιβές), οι δε προβλεπόμενες από τον Κώδικα Δικηγόρων ελάχιστες ποσοστιαίες αμοιβές εξακολουθούν να ισχύουν. Με την παραπάνω διάταξη του ν. 2753/1999 και την κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα ΚΥΑ δεν θίγονται, δηλαδή, οι διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, που προβλέπουν καταβολή δικηγορικής αμοιβής βάσει ποσοστού επί του αντικειμένου της δίκης, οι οποίες και εξακολουθούν να ισχύουν, αλλά τροποποιήθηκε ο εν λόγω κώδικας μόνο όσον αφορά στο ύψος των προεισπραττόμενων ελαχίστων αμοιβών. Συνεπώς, µε βάση τις ανωτέρω παραδοχές και διακρίσεις, το ελάχιστο όριο της αμοιβής ενός δικηγόρου επί υποθέσεων µε αντικείμενο αποτιμητό σε χρήμα προσδιορίζεται ποσοστιαία, εφόσον ο ποσοστιαίος αυτός προσδιορισμός είναι ανώτερος του ποσού που ορίζεται ως αμοιβή για τη συγκεκριμένη νομική υπηρεσία µε την προαναφερόμενη ΚΥΑ 1117864/2297/Α0012/7-12-2007. Αντιθέτως, η αμοιβή του δικηγόρου επί υποθέσεων που δεν έχουν αντικείμενο αποτιμητό σε χρήμα και ειδικότερα, επί υποθέσεων που δεν έχουν αίτημα καταψηφιστικό ή αναγνωριστικό, αλλά μόνο διαπλαστικό, εφαρμοστέες είναι οι σχετικές διατάξεις του εν λόγω κώδικα περί κατ’ αποκοπή καθορισμού του ύψους της αμοιβής (άρθρα 110 παρ.3, 107 παρ.1 και 100 παρ.4 του Κώδικα Δικηγόρων), όπως ο συντελεστής υπολογισμού των αμοιβών ορίστηκε με διαδοχικές αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης και τελευταία ανακαθορίστηκε με την ΥΑ 12398/9-2-1989 σε 140 μονάδες (ΑΠ 1112/2017, ΑΠ 390/2015). Απ’ όλες τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι με τις προαναφερόμενες ρυθμίσεις του άρθρου 5 του ν. 3919/2011, δεν καταργούνται ούτε τροποποιούνται οι διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, που προβλέπουν ελάχιστες ποσοστιαίες αμοιβές και συνεπώς, σε περίπτωση που δεν υπάρχει ειδική συμφωνία ως προς το ύψος της αμοιβής, αυτή καθορίζεται με βάση τα προβλεπόμενα στα άρθρα 100 επ. αυτού ελάχιστα όρια. Τέλος, κατά τα άρθρα 100 παρ. 1 εδ. α΄ και 107 παρ.1 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο κώδικα, το ελάχιστο όριο της αμοιβής για τη σύνταξη κυρίας αγωγής ορίζεται σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής, ενώ για τη σύνταξη προτάσεων επί της πρώτης συζήτησης της υπόθεσης, ενώπιον του πρωτοδικείου, το ελάχιστο όριο της αμοιβής του δικηγόρου του εναγομένου είναι ίσον προς το οριζόμενο στο άρθρο 100 για τη σύνταξη της αγωγής ποσοστό, δηλαδή 2% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής (ΑΠ 99/2019, ΑΠ 733/2018, δημοσιευμένες στη Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη από 5.2.2010 και με αριθμό κατάθεσης ……/17.2.2010 ως άνω ανταγωγή, με βάση το ιστορούμενο  περιεχόμενό της, που αναφέρθηκε ανωτέρω,  αξιολογείται ως μη νόμιμη. Και τούτο γιατί, ακόμη και αν θεωρηθούν αληθή τα επικαλούμενα με την ανταγωγή ως άνω περιστατικά, δεν συνιστούν αδικοπρακτική συμπεριφορά της αντεναγόμενης ώστε να δύναται να επιδιωχθεί βάσει αυτής η αιτηθείσα απ’ αυτήν χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που επικαλείται ο αντενάγων ότι υπέστη εξαιτίας της αφού: α)Δεν πληρούται η επικαλούμενη στην αγωγή αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος τόσο της απόπειρας απάτης όσο και της απάτης επί Δικαστηρίω που ισχυρίζεται ο αντενάγων ότι τέλεσε η αντεναγομένη – ενάγουσα σε βάρος του, αφ ενός μεν με την άσκηση της κρινόμενης από 15.3.2009 αγωγής της, στην οποία, κατ’ αυτόν, εν γνώσει της παριστά ψευδή γεγονότα και παρασιωπεί αληθινά γεγονότα, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω, αφ ετέρου δε της τετελεσμένης απάτης επί Δικαστηρίω, δια της επισυνάψεως της ίδιας αγωγής σε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που άσκησε η αντεναγομένη εναντίον του, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 4544/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας του, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω, αφού αυτός δεν επικαλείται στο δικόγραφο της ανταγωγής του ότι η αντεναγόμενη παραπλάνησε το Δικαστήριο των ασφαλιστικών μέτρων ή αποπειράθηκε να  παραπλανήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο με την επίκληση και προσκομιδή ψευδών αποδεικτικών μέσων, ήτοι πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν, αλλά ψευδών κατά περιεχόμενο (κατάθεση ψευδομάρτυρα κ.λπ.) ή ότι αυτή εξεταζόμενη στα πλαίσια της ως άνω δίκης ασφαλιστικών μέτρων κατέθεσε ψευδώς, καθόσον, κατά την ίδια ως άνω μείζονα σκέψη (υπό στοιχ. Ι), μόνον με την προβολή στο Δικαστήριο ψευδών πραγματικών ισχυρισμών ή την αθέμιτη παρασιώπηση αληθών γεγονότων, χωρίς την ταυτόχρονη επίκληση και προσκομιδή προς υποστήριξή τους εν γνώσει ψευδών αποδεικτικών μέσων, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της απάτης ενώπιον Δικαστηρίω είτε τετελεσμένο είτε σε απόπειρα. β) Ούτε, άλλωστε, η ιστορούμενη συμπεριφορά της αντεναγομένης συνιστά αδικοπρακτική συμπεριφορά, ως αντικείμενη στη διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ, ως αβασίμως επικαλείται ο αντενάγων, καθόσον η ιστορούμενη στην ανταγωγή του παραβίαση από την αντεναγόμενη του καθήκοντος αληθείας δια της παραστάσεως απ’ αυτήν των ως άνω ψευδών γεγονότων ή της αθέμιτης παρασιώπησης αληθινών γεγονότων, χωρίς την αναφορά σ’ αυτή (ανταγωγή) της επίκλησης και προσκόμισης από την αντεναγομένη εν γνώσει της πλαστών ή νοθευμένων ή ψευδών αποδεικτικών μέσων, συνεπάγεται μόνο δικονομικές κυρώσεις σε βάρος της (άρθρο 205 ΚΠολΔ) και δεν είναι ικανή να στηρίξει αξίωση προς αποζημίωση και δη την χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. γ)Μόνη η επιδίωξη της ικανοποίησης των οιωνδήποτε αξιώσεων της αντεναγομένης – ενάγουσας, δια της ασκήσεως είτε της κρινόμενης αγωγής είτε της ως άνω αιτήσεως των ασφαλιστικών μέτρων, με την επίκληση, μεταξύ άλλων, έστω και ανακριβών, όπως υποστηρίζει ο αντενάγων, περιστατικών (η βασιμότητα των οποίων σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, ελέγχεται και κρίνεται από το Δικαστήριο βάσει των προσκομιζόμενων σ’ αυτό από τους διαδίκους αποδείξεων), πολύ περισσότερο όταν ο τελευταίος δεν επικαλείται, κατά τα ανωτέρω, στην ανταγωγή του ότι τα εν λόγω ασκηθέντα από την ενάγουσα – αντεναγομένη ένδικα βοηθήματα συνοδεύτηκαν με την επίκληση και προσαγωγή απ’ αυτήν αναληθών αποδεικτικών στοιχείων, δεν συνιστά αδικοπρακτική συμπεριφορά που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση και δη προς καταβολή της αιτούμενης χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, καθώς δεν μπορεί να κριθεί ότι υπερβαίνει, με προφανή μάλιστα τρόπο, τα όρια που θέτει η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ κι ότι αντίκειται στα χρηστά ήθη της διάταξης του άρθρου 919 ΑΚ, ως η έννοια αυτών εκτέθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη ( υπό στοιχ.Ι). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  που με την εκκαλουμένη απόφασή του, έστω και με ελλιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), απέρριψε ως μη νόμιμη την κρινόμενη ανταγωγή, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αντενάγων – εκκαλών της υπό στοιχ. Α από 1.10.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ΓΑΚ/ΕΑΚ/……………/2016 έφεσης, στους σχετικούς λόγους αυτής ( υπό στοιχ.1-3) είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.Περαιτέρω,  ο αντενάγων – εκκαλών με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της έφεσής του, κατά τη δέουσα εκτίμηση αυτού, παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς την ύπαρξη οιασδήποτε αιτιολογίας,  χωρίς η αντεναγομένη, που αιτήθηκε την καταδίκη του στα δικαστικά της έξοδα σε περίπτωση ήττας του, να υποβάλει ορισμένα το σχετικό ως άνω αίτημά της και δη να δηλώσει αν υπήρξε μεταξύ αυτής και του δικηγόρου της έγγραφη σύμβαση περί αμοιβής του και να υποβάλει σχετικό πίνακα των γενόμενων εξόδων της και εφαρμόζοντας διατάξεις μη ισχύουσες και δη αυτές των άρθρων 100 και 107 του ως άνω κώδικα δικηγόρων (νδ 3026/1954), που μετά την τροποποίησή του από το Ν.3919/2011 έπαψαν πλέον να ισχύουν, τον υποχρέωσε, λόγω της ήττας του, στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της, την οποία όρισε στο ποσό των 6.000 ευρώ, που είναι υπερβολική,  συνιστώσα περίπτωση σαφούς αναντιστοιχίας παροχής προς αντιπαροχή, αντικείμενη στη διάταξη του άρθρου 87 παρ.2 του Συντάγματος και 288 ΑΚ, αλλά και στο σκοπό του Ν.3919/2011, σε κάθε δε περίπτωση έπρεπε η εκκαλουμένη, εφαρμόζοντας αυτεπάγγελτα τη διάταξη του άρθρου 102 του ως άνω κώδικα περί δικηγόρων (νδ.3026/1954, ως τότε ίσχυε), σύμφωνα με το οποίο «αν το αίτημα της αγωγής είναι προφανώς εξογκωμένον, το τοιούτον  δε ηδύνατο να γίνη αντιληπτόν και παρ’ αυτού του  δικηγόρου, το ελάχιστον  όριον αμοιβής κανονίζεται επί τη βάσει του ποσού, όπερ έδει να ζητηθή διά της αγωγής, εάν ο δικηγόρος εξηκρίβωνεν επιμελέστερον τα πράγματα», να υπολογίσει την επιδικασθείσα σε βάρος του δικαστική δαπάνη με βάση, όχι το αιτούμενο απ’ αυτόν, διογκωμένο, ως ισχυρίζεται τώρα, ποσό των 300.000 ευρώ, αλλά με βάση το εύλογο ποσό που έπρεπε να ζητήσει αυτός με την ανταγωγή του.  Ο  λόγος αυτός, ο οποίος παραδεκτώς προτείνεται, κατά την προηγηθείσα υπό στοιχ. ΙΙ νομική σκέψη, αφού με την ένδικη έφεση προσβάλλεται ταυτόχρονα και η ουσία της υπόθεσης, ήτοι και η ως άνω διάταξή της που απέρριψε την ασκηθείσα απ’ αυτόν ανταγωγή ως μη νόμιμη, είναι, όμως, αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Και αυτό διότι: α)Κατά την προηγηθείσα σκέψη (υπό στοιχ. ΙΙ) και για τους λόγους που εκτενώς εκτέθηκαν σ’ αυτή, η  διάταξη της εκκαλουμένης περί επιδίκασης δικαστικής δαπάνης σε βάρος του ηττηθέντος αντεναγομένου δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, αφού είναι συνέπεια της αρχής της ήττας του. β)Εφόσον υπεβλήθη σχετικό αίτημα από την αντεναγομένη με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, για το ορισμένο του οποίου ουδόλως απαιτούνταν να έχει υποβληθεί απ’ αυτήν κατάλογος εξόδων ή να ισχυρισθεί ότι δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ αυτής και του δικηγόρου της για τον καθορισμό της αμοιβής του, ως αβασίμως ισχυρίζεται ο εκκαλών, η εκκαλούμενη, όφειλε, ενόψει της προηγηθείσας νομικής σκέψης, να καθορίσει τα αποδοτέα, σύμφωνα με το άρθρο 189 παρ.1 δικαστικά έξοδα  της αντεναγομένης (άρθρο 191 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ), με βάση την θεσπιζόμενη, με τη διάταξη του άρθρου 176 του ίδιου κώδικα, αρχή της ήττας, καθόσον απορρίφθηκε η σε βάρος της ανταγωγή στο σύνολό της. γ)Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 100 παρ.1 και 107 παρ.1 του ισχύοντος κατά τον χρόνο έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης νδ 3026/1954 «περί του Κώδικος των Δικηγόρων»,  οι οποίες ουδόλως καταργήθηκαν από το άρθρο 5 του ν. 3919/2011, κατά τα προαναφερόμενα εκτενώς στη μείζονα σκέψη, ως ο εκκαλών αβασίμως επικαλείται, σαφώς προκύπτει  ότι  αφ ενός μεν το πρωτοβάθμιο  Δικαστήριο, προκειμένου να καθορίσει την αμοιβή του δικηγόρου για σύνταξη αγωγής και προτάσεων, οφείλει να λάβει υπόψη του το αίτημα της αγωγής, το οποίο συνίσταται σε ορισμένη χρηματική απαίτηση, αφ ετέρου δε η αμοιβή, κατ’ ελάχιστο όριο, του δικηγόρου του εναγομένου, για τη σύνταξη των προτάσεων της πρώτης συζήτησης ενώπιον του Πρωτοδικείου, ανέρχεται σε 2% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής, ενώ το Δικαστήριο δεν μπορεί να ορίζει τα δικαστικά έξοδα για ποσά μικρότερα από τα κατώτατα όρια (άρθρο 178 παρ. 1 του ως άνω νόμου).  Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, με βάση την αξία του αντικειμένου της ένδικης ανταγωγής, ήτοι με βάση το αίτημα αυτής (300.000 ευρώ),  ορθώς  προσδιορίσθηκαν, με την εκκαλούμενη απόφαση, τα επιδικασθέντα σε βάρος του αντενάγοντος δικαστικά έξοδα της αντεναγομένης που νίκησε στο ποσό των 6.000 ευρώ, αφού μόνο η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της ανερχόταν στο ποσό αυτό (ήτοι 300.000 ευρώ που είναι η αξία του αντικειμένου της διαφοράς Χ 2%), αμοιβή που προσδιόρισε το Δικαστήριο ως όφειλε σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του νόμου που όφειλε να ακολουθήσει, η δε επιδίκαση απ’ αυτό του ως άνω ποσού δικαστικής δαπάνης, ουδόλως συνιστά παραβίαση του άρθρου 87 παρ.2 του Συντάγματος και 288 ΑΚ, αλλά και του σκοπού του Ν.3919/2011, ως ο εκκαλών αβασίμως επικαλείται. Ο ισχυρισμός του δε ότι έπρεπε η εκκαλουμένη, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 102 του (τότε ισχύοντος) Κώδικα Δικηγόρων, να υπολογίσει την επιδικασθείσα σε βάρος του δικαστική δαπάνη με βάση, όχι το αιτούμενο απ’ αυτόν ως άνω ποσό των 300.000 ευρώ, που κατ’ αυτόν, πλέον, είναι διογκωμένο, αλλά με βάση το εύλογο, κατά την κρίση του, ποσό, που όφειλε να επιδικάσει, ανεξαρτήτως της προφανούς αοριστίας του, αφού δεν προσδιορίζεται από τον εκκαλούντα – αντενάγοντα το ποσοστό της διόγκωσης του αιτήματός του, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, αφού, ενόψει της προηγηθείσας νομικής σκέψης  από την ως άνω διατύπωση του άρθρου 102 του τότε ισχύοντος κώδικα περί δικηγόρων, προκύπτει ότι κανόνας είναι ότι το Δικαστήριο προκειμένου να καθορίσει και επιδικάσει στο δικηγόρο αμοιβή οφείλει να λάβει υπόψη του το αίτημα της αγωγής/ανταγωγής, ως εν προκειμένω  έπραξε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ο εν λόγω δε ισχυρισμός ότι η αμοιβή του δικηγόρου της αντεναγομένης δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βάση το προφανώς εξογκωμένο αίτημα της ανταγωγής αλλά με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με  αυτήν, αν ο δικηγόρος του εξακρίβωνε επιμελέστερα τα πράγματα, δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής/ανταγωγής, αλλά αποτελεί ένσταση, η οποία προτείνεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο (ΑΠ 644/2013, ΕφΠειρ 541/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος), ήτοι εν προκειμένω την αντεναγομένη, που ουδόλως προεβλήθη στο πρωτόδικο Δικαστήριο και ως εκ τούτου δε μπορούσε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από αυτό, ως αβασίμως ισχυρίζεται ο εκκαλών. Μετά ταύτα, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης, περιλαμβανόμενοι στο δικόγραφο, προς έρευνα, πρέπει η ένδικη από 1.10.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2016 έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του στη δίκη αυτή (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), ως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, ενώ, λόγω της μη παραδοχής του ως άνω ενδίκου μέσου, πρέπει να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του προκατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου, συνολικού ποσού 200 ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Β)Επί της από 25.11.2015 και με αριθμό έκθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2015  έφεσης.Ι. Από  τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321, 322, 324 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις αποτελούν δεδικασμένο μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, καλύπτει δε όχι μόνον το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσεως), καθώς και τη νομική αιτία (τον νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντας αυτά στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει, ως ενιαίο, ολόκληρο τον δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη στηρίζουν και τη μεταγενέστερη αγωγή. Ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα) που αφορά τη συγκεκριμένη έννομη σχέση (ΑΠ 1550/10 Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 322 παρ.1 και 324 του ΚΠολΔ, το  δεδικασμένο, το οποίο παράγεται και από εσφαλμένη δικαστική απόφαση (ΟλΑΠ 1/05 ΕλλΔνη 2005. 377, ΑΠ 111/08 ΕλλΔνη 2009. 712, ΑΠ 1069/06 ΕλλΔνη 2006. 1364, ΑΠ 1061/06 ΕλλΔνη 2006. 1365), αφορά το δικαίωμα που είχε προβληθεί με την αγωγή, με βάση την επικληθείσα συγκεκριμένη ιστορική και τη συνακόλουθη νομική αιτία, ενώ δεν γεννάται δεδικασμένο ως προς άλλες ιστορικές βάσεις που θα ήταν δυνατό να στηρίξουν το επίδικο δικαίωμα και το ίδιο αγωγικό αίτημα, οι οποίες, όμως, δεν είχαν προβληθεί με την αγωγή και επί των οποίων, επομένως, το δικαστήριο δεν έκρινε. Η βάση επί της οποίας το δικαστήριο ήδη αποφάσισε κρίνεται τόσο από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, αλλά και από την ίδια την απορριπτική απόφαση, διότι αυτή αξιολόγησε αναγκαίως την αγωγή, επί της οποίας έκρινε, και αποφάνθηκε επί της ιστορικής αιτίας της, η δε επ’ αυτής κρίση της παράγει δεδικασμένο, η έκταση του οποίου καθορίζεται από την αιτιολογία της απόρριψης. Προκειμένου, συνεπώς, να εξετασθεί αν υφίσταται από προηγηθείσα τελεσίδικη απόφαση δεδικασμένο, το οποίο κωλύει την έρευνα του ήδη με νέα αγωγή φερόμενου προς κρίση, με βάση ορισμένη ιστορική αιτία, αιτήματος, θα ληφθεί υπόψη και η αιτιολογία της πρώτης απόφασης, όσον αφορά την ιστορική αιτία, για την οποία έκρινε, καθώς και ο λόγος της απόρριψης (ΟλΑΠ 15/98 ΕλλΔνη 1998. 303, ΑΠ 759/06 ΑρχΝ 2006. 786, ΕφΛαρ 258/2012, δημοσιευμένες στη Νόμος). Το αντικείμενο, δηλαδή της δίκης, καθορίζεται με την αγωγή το δε δικαστήριο περιορίζεται να διαπιστώσει τη συνδρομή ή όχι των πραγματικών προϋποθέσεων της διάταξης, η οποία προβλέπει το δικαίωμα που υποβάλλει ο ενάγων και την κατάφαση ή άρνηση της προβλεπόμενης έννομης συνέπειας (ΑΠ 449/2015, δημοσιευμένη στη Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 331 του ΚΠολΔ, «Το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι από την τελεσιδικία της απόφασης δεν παράγεται δεδικασμένο και για κάθε ζήτημα που εξετάσθηκε, αλλά μόνο για αυτό που αναγκαίως κρίθηκε για τη διάγνωση της έννομης σχέσης και από το οποίο εξαρτάται η κρίση επί του κυρίου ζητήματος της δίκης (ΑΠ 1401/2004 ΕλλΔνη 45,1364). Δηλαδή το δεδικασμένο επεκτείνεται σε εκείνο το προδικαστικό ζήτημα, το οποίο η απόφαση έκρινε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στηρίζει τη διαγνωσθείσα ή απαγγελθείσα απ’ αυτήν έννομη συνέπεια, υπό την επιπρόσθετη προϋπόθεση ότι το (πρωτοβάθμιο) δικαστήριο είχε υλική αρμοδιότητα να αποφανθεί επί του παρεμπίπτοντος ζητήματος, αν αυτό εισαγόταν ενώπιον του ως κύριο ζήτημα (Ολ ΑΠ 10/2002, 644/2015, δημοσιευμένη στη Νόμος). Με άλλα λόγια, θα καλυφθεί από το δεδικασμένο εκείνο το προδικαστικό ζήτημα, το οποίο στηρίζει, βάσει των αιτιολογιών της απόφασης, τη συγκεκριμένη έννομη συνέπεια που απαγγέλθηκε με αυτήν, αφού το δεδικασμένο θεμελιώνεται στη βούληση του Δικαστηρίου, όπως εκφράστηκε στο διατακτικό της απόφασης (Δ. Κονδύλης Το δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, σελ. 440- 452), και όχι απ’ αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ’ αυτό (ΑΠ 298/2004 ΕλλΔνη 46.757). Δεν αρκεί, δηλαδή, μόνο η εξέταση του ζητήματος από το Δικαστήριο, αλλά απαιτείται η επιπρόσθετη αναγκαία προϋπόθεση η έννομη σχέση, που κρίθηκε παρεμπιπτόντως, να αποτελούσε προδικαστικό ζήτημα, η έρευνα του οποίου ήταν νομικώς αναγκαία και έπρεπε να προηγηθεί, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, της ορισμένης κρίσης του Δικαστηρίου επί του αντικειμένου της διαφοράς, όπως αυτή εκφράσθηκε με την απόφαση (ΑΠ 644/2015, ΑΠ 494/2015, ΑΠ 449/2015, ΑΠ 336/2013 (που, όπως και οι ΑΠ 1459/2000, ΕφΑθ 6188/2009, έκρινε ότι επί απόρριψης της αγωγής κατά παραδοχή, ως ουσιαστικά βάσιμης, ένστασης παραγραφής, που πρόβαλε επικουρικά ο εναγόμενος, δεν δημιουργείται σε βάρος του βλαπτικό δεδικασμένο περί της ύπαρξης της απαίτησης, ακόμη και αν το δικαστήριο ερεύνησε και ρητώς δέχθηκε την ύπαρξή της στο σκεπτικό της αποφάσεως, αφού τούτο δεν ήταν αναγκαίο προδικαστικό ζήτημα για την εκφορά της κρίσης του, κριθέν πλεοναστικώς (ΑΠ 1831/2012, ΑΠ 140/2004, ΑΠ 1303/2002, ΑΠ 125/2001, δημοσίευση σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, σελ. 331, 4, ΕφΘεσ 2175/2017, ΕφΛαρ 258/2012, δημοσιευμένες  στη Νόμος). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 219 § 1 ΚΠολΔ αγωγή υπό αίρεση δεν επιτρέπεται, μπορεί όμως ο ενάγων, για την περίπτωση που απορριφθεί η πρώτη βάση ή αίτηση της αγωγής, να τη στηρίξει σε άλλη βάση ή να υποβάλει άλλη αίτηση που στηρίζεται στην ίδια ή σε άλλη βάση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο δικαιούται να δικάσει τις, υπό την αίρεση της απορρίψεως άλλης βάσεως ή αιτήματος, προβαλλόμενες βάσεις της αγωγής ή αιτήματα μετά την πλήρωση της αιρέσεως, μετά δηλαδή την απόρριψη της προηγούμενης βάσεως ή αιτήματος. Όμως βάσει της αρχής της οικονομίας της δίκης και δικαστικής ενεργείας, η οποία δεν διατυπώνεται ρητά στον κώδικα πολιτικής δικονομίας πλην προκύπτει από πολλές διατάξεις του (άρθρα 74, 218, 246 κ.α.), νομίμως επιλαμβάνεται το δικαστήριο και των επικουρικών βάσεων και αιτημάτων πριν από την πλήρωση της τεθείσης αιρέσεως για να προετοιμάσει την ουσιαστική τους έρευνα διατάσσοντας τις δέουσες αποδείξεις (ΑΠ 580/1987). Μετά όμως την κατ’ ουσίαν αμετάκλητη παραδοχή του κυρίου αιτήματος ή της κυρίας βάσεως της αγωγής, το δικαστήριο δεν μπορεί να ερευνήσει την επικουρική αίτηση ή βάση, εάν δε μολαταύτα χωρήσει στην κατ’ ουσίαν απόρριψη του επικουρικού αιτήματος ή βάσεως, δεν δημιουργείται εις βάρος του ενάγοντος δυσμενές δεδικασμένο, διότι η έρευνα έγινε εκ περισσού και χωρίς να είναι αναγκαία (ΑΠ 1054/1999, ΕφΘεσ 2175/2017, όπ.α, ΕΘ 2894/1990, δημοσιευμένες στη Νόμος).ΙΙ. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 138 ΑΚ, που ορίζει ότι  δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη, αλλά δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της, προκύπτει ότι η έννοια της εικονικότητας είναι ορισμένη αφεαυτής και δεν απαιτείται, για την πληρότητα του ισχυρισμού περί εικονικότητας ορισμένης δικαιοπραξίας, αντιστοίχως δε και για την πληρότητα της αιτιολογίας της δικαστικής απόφασης που καταφάσκει την εικονικότητα, να περιέχεται και το στοιχείο ότι όλοι οι συμβαλλόμενοι ήσαν εν γνώσει της εικονικότητας κατά το χρόνο της κατάρτισης της δικαιοπραξίας, αφού αυτό, ως σύμφυτο με την έννοια της εικονικότητας, θεωρείται αυτονόητο ως συντρέχον. Ούτε, δε, αποτελεί στοιχείο της αγωγής περί αναγνωρίσεως της εικονικότητας μίας δικαιοπραξίας και ως εκ τούτου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται σ’ αυτήν και συνακόλουθα ούτε στην αιτιολογία της σχετικής απόφασης ότι η εικονική δικαιοπραξία καλύπτει άλλη δικαιοπραξία, ηθελημένη από τα μέρη ( (ΑΠ 1807/2009, δημοσιευμένη στη Νόμος).ΙΙΙ. Τέλος, κατά το άρθρο 455 ΑΚ, ο δανειστής μπορεί με σύμβαση να μεταβιβάσει σε άλλον την απαίτησή του χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εκχώρηση είναι η σύμβαση μεταξύ δανειστή και τρίτου, με την οποία ο πρώτος μεταβιβάζει την απαίτησή του στον δεύτερο. Η εκχώρηση είναι σύμβαση διάθεσης και αναιτιώδης, δηλαδή ανεξάρτητη από την αιτία και μπορεί να γίνεται αντί καταβολής ή χάριν καταβολής (ΑΠ 826/2001 ΕλλΔνη 43. 731). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 460 έως 462 ΑΚ προκύπτει ότι μετά την αναγγελία της εκχωρηθείσας απαίτησης, που μπορεί να γίνει είτε από τον εκχωρητή είτε από τον εκδοχέα,  αποκόπτεται οριστικά κάθε δεσμός του εκχωρηθέντος οφειλέτη προς τον εκχωρητή και η εκχωρηθείσα απαίτηση αποκτά­ται από τον εκδοχέα, ο οποίος καθίσταται αποκλειστικός δικαιούχος της εκχωρηθείσας απαίτησης, δικαιούμενος να εισπράξει και να επιδιώξει δικαστι­κώς την είσπραξη αυτής από τον εκχωρηθέντα οφειλέτη, ο οποίος υποχρεούται να καταβάλει τα οφειλόμενα μόνο στον εκδοχέα ως αποκλειστικό δικαιούχο και όχι στον εκχωρητή, καθόσον μετά την τελείωση της εκχώρησης με την αναγγελία δεν υφίσταται πλέον απαίτηση του εκχωρητή και αντίστοιχη οφειλή προς αυτόν του εκχωρηθέντος οφειλέτη (βλ. Κρητικό, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, υπ’ άρθρο 460, ΟλΑΠ 158/1969 ΝοΒ 17. 563, ΕφΠειρ 115/2012 ΔΕΕ 2012. 963). Τα ίδια ισχύουν και για μέλλουσα απαίτηση, εφόσον μπορεί να προσδιορισθεί κατ’ είδος και οφειλέτη. Όπως δε συνάγεται από τον συνδυασμό των άρθρων 158, 455, 458, 460, 462 ΑΚ, η αναγγελία της εκχώρησης, η οποία είναι απαραίτητη για να μπορεί ο εκδοχέας να ασκήσει κατά του οφειλέτη τα δικαιώματα που πηγάζουν από την εκχώρηση και να αξιώσει την καταβολή της απαίτησης που του εκχωρήθηκε, δεν υποβάλλεται σε πανηγυρικό τύπο. Έτσι μπορεί να γίνει εγγράφως ή προφορικώς (ΑΠ 836/1993 ΕλλΔνη 37. 114, ΕφΠειρ 103/2012 ΕΝαυτΔ 2012. 277). Εξάλλου, περιεχόμενο της αναγγε­λίας πρέπει να είναι ό,τι από τη σύμβαση της εκχώρησης ενδιαφέρει τον οφειλέτη και συγκεκριμένα αυτή η ίδια η εκχώρηση, το πρόσωπο του εκχωρητού και εκδοχέως, η εκχωρηθείσα απαίτηση και οι όροι της εκχώρησης, όσοι ενδιαφέρουν τον οφειλέ­τη. Επίδοση του εκχωρητηρίου ή αντιγράφου του περιεχομένου αυτού στο έγγρα­φο της αναγγελίας δεν απαιτείται (βλ. Κρητικό, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, υπ` άρθρο 460). Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ., 458 και 462 ΑΚ προκύπτει ότι η απαίτηση του εκχωρητού μεταβιβάζεται όπως είναι στον εκδοχέα, ο οποίος καθίσταται δανειστής και ασκεί στο δικό του όνομα τις αγωγές, τις οποίες μπορούσε και ο εκχωρητής να ασκήσει προς ικανοποίησή του, μη δυνάμενος μόνο να επικαλεσθεί προνόμια συνδεόμενα προς το πρόσωπο του εκχωρητού δανει­στού. Επί εκχώρησης δε ο οφειλέτης οφείλει να εκπληρώσει την παροχή κατά την έκταση και κατά τον τρόπο, τόπο και χρόνο που υποχρεούτο να εκπληρώσει αυ­τήν (παροχή) και προς τον εκχωρητή. Δηλαδή η εκχώρηση δικαιώματος έχει σαν αποτέλεσμα την συμμεταβίβαση όλων των παρεπομένων δικαιωμάτων με παρακολουθηματικό τρόπο, δηλαδή χωρίς να χρειάζεται να γίνει ιδιαίτερη μνεία αυτών (ΑΠ 1463/1998, ΕφΘεσ  1648/2014, ΕφΛαρ 316/2011, δημοσιευμένες στη Νόμος).Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας προέκυψαν τα ακόλουθα: Με την από 20.11.2000 και με αριθμό καταθέσεως …../22.11.2000 αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο νυν εναγόμενος – εφεσίβλητος στην κρινόμενη από 25.11.2015 και με αριθμό έκθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2015 έφεση και τότε ενάγων, ……., εξέθετε ότι η έγγραφη σύμβαση που υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων, στις 8.7.1998 με δανείστρια την εναγόμενη (νυν ενάγουσα-εκκαλούσα), ……. ……. και οφειλέτη τον ίδιο, ποσού 43.000.000 δραχμών και με χρόνο εξόφλησης στις 31.12.1998, ήταν φαινομενικά μεν άκυρη σύμβαση δανείου, στην πραγματικότητα, όμως, υποκρύπτονταν σύμβαση εκχωρήσεως, η οποία δεν είχε νόμιμα χαρτοσημανθεί. Με βάση δε το ως άνω ιστορικό ζητούσε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της συμβάσεως αυτής ως εικονικής, καθώς και της υποκρυπτόμενης εκχωρήσεως ως μη χαρτοσημανθείσας και επικουρικά, στην περίπτωση που η σύμβαση εκχώρησης κριθεί έγκυρη, να αναγνωρισθεί ότι στο ποσό των 43.000.000 δραχμών που αναφέρεται ως κεφάλαιο έχουν ενσωματωθεί και υπολογιστεί παράνομοι και τοκογλυφικοί τόκοι για το διάστημα από 1.8.1995 μέχρι 31.8.1997, από 1.9.1997 μέχρι 31.5.1998 και από 1.6.1998 μέχρι 31.12.1998 και ότι τελικά οφείλει στην εναγόμενη, όχι το ποσό των 43.000.0000 δραχμών, αλλά εκείνο των 14.641.500 δραχμών, άλλως των 16.950.000 δραχμών. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε ερήμην της εναγόμενης η με αριθμό 2373/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δέχτηκε αυτή και αναγνώρισε ότι είναι άκυρη η από 8.7.1998 σύμβαση μεταξύ του ενάγοντος και της εναγόμενης, ως σύμβαση δανείου. Κατόπιν εφέσεως της ερημοδικασθείσας στον πρώτο βαθμό εναγόμενης  εκδόθηκε η με αριθμό 1154/2003 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η οποία, αφού έκανε δεκτή τύποις και κατ’ ουσίαν την έφεσή της, εξαφάνισε την ως άνω εκκαλουμένη, έκρινε την αγωγή ως νόμιμη, τόσο ως προς το πρώτο,  κύριο αίτημά της, περί αναγνωρίσεως ως άκυρης της φερόμενης ως συναφθείσας από 8.7.1998 σύμβασης δανείου, ως εικονικής όσο και κατά το επικουρικό της αίτημα περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας των τοκογλυφικών τόκων, σε περίπτωση έγκυρης συμβάσεως εκχωρήσεως, ενώ απέρριψε το αίτημά της περί αναγνωρίσεως ως άκυρης της συμβάσεως εκχωρήσεως λόγω μη νόμιμης χαρτοσημάνσεώς της, ως μη νόμιμο, διότι κατά τα επί λέξει αναφερόμενα  στο σκεπτικό της ως άνω απόφασης το «κύρος και η ισχύς μίας συμβάσεως δεν επηρεάζεται από το εάν έχουν τηρηθεί ή όχι οι  διατάξεις περί τελών χαρτοσήμου», κατά τα λοιπά δε προχώρησε στην εκ νέου έρευνα της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, αναβάλλοντας την έκδοση της οριστικής του απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς, καθώς διέταξε τις, κατά την κρίση του, δέουσες αποδείξεις, για αμφότερα τα ως άνω αιτήματα της αγωγής, που έκρινε νόμιμα, ήτοι τόσο για το ως άνω κύριο αίτημά της (περί εικονικότητας της συμβάσεως δανείου) όσο και ως προς το επικουρικό της (περί  αναγνωρίσεως της ακυρότητας των τοκογλυφικών τόκων, σε περίπτωση έγκυρης συμβάσεως εκχωρήσεως) και δη υποχρέωσε τον τότε ενάγοντα να αποδείξει με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και μάρτυρες τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά τα επί λέξει αναφερόμενα στο διατακτικό της ως άνω απόφασης και δη «Το μήνα Αύγουστο 1995 κατόπιν συνάψεως συμβάσεως δανείου μεταξύ αυτού και του συζύγου της εναγομένης . ……., ο τελευταίος μεταβίβασε στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) δραχμών με την υποχρέωση αποδόσεως του ποσού αυτού μετά από τρίμηνο και με επιτόκιο 5% μηνιαίως (1.000.000 δραχμές τόκοι μηνιαίως). Το Φεβρουάριο 1997, το ποσό του δανείου αυξήθηκε σε τριάντα  εκατομμύρια (30.000.000) δραχμές με επιτόκιο 4% μηνιαίως (1.200.000 δραχμές μηνιαίως τόκοι). Από το μήνα Αύγουστο 1995 μέχρι και το Φεβρουάριο 1997 (18 μήνες) για ποσό δανείου 20.000.000 δραχμών, κατέβαλε 1.000.000 δραχμές τόκους μηνιαίως, συνολικά 18.000.000 δραχμές. Από το μήνα Μάρτιο 1997 μέχρι και το μήνα Αύγουστο 1997, όταν το δάνειο ανερχόταν σε 30.000.000 δραχμές, κατέβαλε 1.200.000 δραχμές τόκους μηνιαίως και συνολικά 7.200.000 δραχμές. Με βάση το ανώτατο θεμιτό όριο τόκου δηλαδή με επιτόκιο δανεισμού 18% ετησίως οι θεμιτοί τόκοι από τον Αύγουστο 1995 μέχρι και τον Αύγουστο 1997 ανέρχονταν σε 8.100.000 δραχμές με συνέπεια ο ενάγων να έχει καταβάλει καθ’ υπέρβαση του ανωτάτου θεμιτού ορίου τόκου το ποσό των 17.100.000 δραχμών. Από το μήνα Σεπτέμβριο 1997 μέχρι και το Μάιο 1998, για δάνειο 30.000.000 δραχμών, υπολογίστηκαν μηνιαίως 1.000.000 δραχμές τόκοι (συνολικά 9.000.000 δραχμές) ενώ από 1/6/1998 μέχρι και 31/12/1998 υπολογίστηκαν μηνιαίως τόκοι 540.000 δραχμών (συνολικά 3.780.000 δραχμές), αν και καθ’ όλο το παραπάνω διάστημα το ανώτατο θεμιτό όριο τόκου ανερχόταν σε ποσοστό 18% ετησίως. Το μήνα Ιούλιο 1998, ο . ……., κατόπιν συνάψεως συμβάσεως με την εναγομένη σύζυγό του ……. ……., μεταβίβασε στην τελευταία τις απαιτήσεις που είχε κατά του ενάγοντος από τις προαναφερόμενες συμβάσεις δανείου, εκχώρηση την οποία αμέσως του ανήγγειλε ο εκχωρητής. Ο τελευταίος και προς συγκάλυψη της ως άνω εκχωρήσεως, ζήτησε από τον ενάγοντα να υπογραφεί μεταξύ αυτού και της εναγομένης συζύγου του, φαινομενική σύμβαση δανείου για ποσό 43.000.000 δραχμών. Το μήνα Ιούλιο 1998 καταρτίστηκε η τελευταία αυτή σύμβαση δανείου, στην οποία φέρεται η εναγομένη να δανείζει στον ενάγοντα το ποσό των 43.000.000 δραχμών. Η σύμβαση αυτή έγινε όχι στα σοβαρά αλλά μόνον φαινομενικά…». Κατόπιν, αφού εισήχθη η ως άνω με αριθμ. κατάθ. ………./22-11-2000 αγωγή προς μετ’ απόδειξη συζήτηση, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμ. 542/2007 οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας έγινε δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη η ως άνω αγωγή, κατά το κύριο ως άνω αίτημά της και αναγνωρίστηκε ότι η σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων και περιλαμβάνεται στο από 8/7/1998 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, όπως αυτή ειδικότερα περιγράφεται στο ιστορικό, είναι άκυρη ως σύμβαση δανείου. Ο εναγόμενος επικαλέσθηκε πρωτόδικα ότι η κρινόμενη αγωγή, ως προς την κύρια ως άνω βάση της, είναι απαράδεκτη, διότι εκ της ως άνω τελεσίδικης απόφασης παρήχθη δεδικασμένο, τόσο για την ακυρότητα της από 8.7.1998 συναφθείσας μεταξύ των διαδίκων σύμβασης δανείου ως εικονικής όσο και για την μη ύπαρξη σύμβασης εκχώρησης μεταξύ των αυτών διαδίκων, που αποτελεί, κατά τα προαναφερόμενα, την κύρια  βάση της ένδικης αγωγής της ενάγουσας, αφού   για το ζήτημα αυτό, για το οποίο τάχθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, σχετικό θέμα απόδειξης και ήταν εξεταστέο παρεμπιπτόντως, το Δικαστήριο στην με αριθμό 542/2007 απόφασή του παρέλειψε να δικάσει και να αποφανθεί, ήτοι το απέρριψε σιωπηρά και ως εκ τούτου, μετά την τελεσιδικία της εν λόγω απόφασης, δημιουργήθηκε σε βάρος της ενάγουσας δεδικασμένο που εμποδίζει  να καταστεί η ίδια έννομη σχέση και το ίδιο ζήτημα (η ύπαρξη ή μη σύμβασης εκχώρησης) αντικείμενο αμφισβήτησης και νέας δίκης  μεταξύ των διαδίκων. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου περί υπάρξεως δεδικασμένου τυγχάνει αβάσιμος και εκ τούτου απορριπτέος. Και αυτό διότι: α)Με βάση τα εκτενώς αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη της παρούσας, από την με αριθμό 542/2007 τελεσίδικη απόφαση αυτού του Δικαστηρίου απορρέει δεδικασμένο μόνο για το ως άνω ζήτημα που αποτέλεσε την κύρια βάση (κύριο αίτημα) της από 20.11.2000 αγωγής του τότε ενάγοντος και ήδη εναγόμενου, ήτοι για το ότι η από 18.7.1998 φερόμενη ως συναφθείσα σύμβαση δανείου μεταξύ των διαδίκων είναι άκυρη ως εικονική και όχι για την αναφερόμενη στην ίδια αγωγή του ως υποκρυπτόμενη κάτωθι αυτής σύμβαση συνάψεως εκχωρήσεως, η οποία, ως προκύπτει από την επισκόπηση της ως άνω αποφάσεως, ουδόλως εξετάσθηκε παρεμπιπτόντως από το ως άνω Δικαστήριο, στην ως άνω απόφασή του, ούτε, εξάλλου, με βάση τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ.Ι) όφειλε να το εξετάσει, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν,  η κατάφαση στην ως άνω απόφαση της ύπαρξης ή μη συνάψεως συμβάσεως εκχώρησης δεν ανάγεται σε στοιχείο του πραγματικού του συγκεκριμένου κανόνα του άρθρου 138 παρ.1 ΑΚ, ήτοι περί ακυρότητας της αναφερόμενης στην αγωγή σύμβασης δανείου, λόγω της εικονικότητάς της, στον οποίο θεμελιώθηκε η διαγνωσθείσα από την απόφαση έννομη συνέπεια, κατά παραδοχή του κυρίου αιτήματος της αγωγής, ούτε αποτελούσε  αναγκαίο ζήτημα που έπρεπε προηγουμένως να κριθεί, οπότε και μόνο τότε θα περιβαλλόταν με ισχύ δεδικασμένου. β)Το  Δικαστήριο αυτό (Εφετείο Πειραιώς), στην ως άνω απόφασή του, μετά την κατ’ ουσίαν παραδοχή του κυρίου αιτήματος της αγωγής, δεν ερεύνησε, αλλά και ούτε  μπορούσε να ερευνήσει κατ’ ουσίαν και το ως άνω επικουρικό της αίτημα, ήτοι αυτό περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας των τοκογλυφικών τόκων, σε περίπτωση έγκυρης συμβάσεως εκχωρήσεως, για το οποίο, ορθώς, με την με αριθμό 1154/2003 μη οριστική του απόφαση, κατά τα προαναφερόμενα, βάσει της αρχής και μόνο της οικονομίας της δίκης και δικαστικής ενέργειας, διέταξε και τα ως άνω θέματα απόδειξης, μεταξύ των οποίων και για το αν, κατά τα επί λέξει αναφερόμενα στην ως άνω απόφαση «Το μήνα Ιούλιο 1998, ο . ……., κατόπιν συνάψεως συμβάσεως με την εναγομένη σύζυγό του ……. ……., μεταβίβασε στην τελευταία τις απαιτήσεις που είχε κατά του ενάγοντος από τις προαναφερόμενες συμβάσεις δανείου, εκχώρηση την οποία αμέσως του ανήγγειλε ο εκχωρητής», καθώς μετά την πλήρωση της διαλυτικής αιρέσεως, από την οποία εξαρτιόταν το ως άνω επικουρικό αίτημα της αγωγής (για την κατάφαση και μόνο του οποίου η ύπαρξη ή μη έγκυρης σύμβασης εκχώρησης αποτελούσε προδικαστικό ζήτημα), δηλαδή της μη παραδοχής του κυρίου αιτήματος της αγωγής, είχε καταργηθεί αυτοδικαίως η εκκρεμοδικία για το επικουρικό αίτημα. Ούτε, εξάλλου, απορριπτικό σε βάρος της ενάγουσας δεδικασμένο που αποκλείει την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, αποτελεί η ως άνω απόφαση, λόγω του ότι απέρριψε, κατά τα προαναφερόμενα, το αίτημα της αγωγής του τότε ενάγοντος και νυν εναγομένου περί αναγνωρίσεως ως άκυρης της συμβάσεως εκχωρήσεως λόγω μη νόμιμης χαρτοσημάνσεώς της, ως μη νόμιμο, διότι το δεδικασμένο, κατ’ άρθρο 322 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτείνεται μόνο επί του κριθέντος ουσιαστικού ζητήματος και δεν παράγεται όταν το Δικαστήριο δεν προχώρησε στην εξέταση της ουσία της υπόθεσης (ήτοι εν προκειμένω περί συνάψεως ή μη σύμβασης εκχώρησης), ως εν προκειμένω (ΑΠ 294/2004, δημοσιευμένη στη Νόμος). Ούτε, εξάλλου, υφίσταται δεδικασμένο, που καθιστά απαράδεκτη την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, κατά την κύρια βάση της, ως ισχυρίζεται, επιπροσθέτως, ο εναγόμενος, απορρέον από την με αριθμό 839/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε, ερήμην της ενάγουσας, η ασκηθείσα απ’ αυτήν εναντίον του προγενέστερη από 14.11.2007 και με αριθμό καταθέσεως ……/2007 αγωγή της, λόγω μη καταβολής απ’ αυτήν δικαστικού ενσήμου, καταστάσα ήδη τελεσίδικη. Ειδικότερα με την ως άνω αγωγή της η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι, σε ανανέωση παλαιότερης συμβάσεως δανείου μεταξύ του συζύγου της ως δανειστή και του εναγόμενου ως δανειολήπτη, καταρτίσθηκε μεταξύ τους   (αυτής και του εναγόμενου) νέα δανειστική σύμβαση, ήτοι αυτή που εμπεριέχεται στο υπογραφέν μεταξύ τους από 8.7.1998 ιδιωτικό συμφωνητικό, που επισυνάπτει στην αγωγή, για χορήγηση σ’ αυτόν δανείου, ύψους 43.000.000 δραχμών, αποδοτέου στις 31.12.1998 μαζί με τόκους, ύψους 4.515.000 δραχμών, προς διασφάλιση του οποίου ο εναγόμενος απεδέχθη τέσσερις συναλλαγματικές, ποσού 12.500.000 δραχμών η  κάθε μία και λήξεως οι μεν δύο πρώτες, στις 28.2.1998 και οι υπόλοιπες δύο, στις 10.3.1998, ήτοι συνολικού ποσού 50.000.000 δραχμών.  Επικαλούμενη δε τη μη απόδοση προς αυτήν του ως άνω ποσού του δανείου μετά των τόκων του και τη μη πληρωμή των συναλλαγματικών κατά τη λήξη τους, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ως άνω ποσό των 50.000.000 δραχμών, ήτοι 146.735,14 ευρώ, νομιμοτόκως από 1.1.1999, άλλως από την άσκηση της αγωγής, με απαγγελία σε βάρος του προσωπικής κράτησης, διάρκειας ενός έτους, ως μέσου εκτέλεσης της απόφασης, λόγω της εμπορικής ιδιότητας του εναγόμενου. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω και παρά τα αβασίμως περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο, καθίσταται σαφές ότι δεν υπάρχει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας μεταξύ των δύο αγωγών, που, κατά τα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αποτελεί προϋπόθεση της κατάφασης δεδικασμένου (στην κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα θεμελιώνει την αξίωσή της, κατά την κύρια βάση της, στην επικαλούμενη απ’ αυτήν σύμβαση εκχώρησης, σε αντίθεση με την προγενέστερη από 14.11.2007 αγωγή της, που θεμελιώνει αυτή σε ενοχή του εναγόμενου απορρέουσα από συναφθείσα μεταξύ τους σύμβαση δανείου και εκ των ως άνω τεσσάρων  συναλλαγματικών) και ως εκ τούτου ουδέν δεδικασμένο απορρέει από την με αριθμό 839/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που να κωλύει την έρευνα της φερόμενης προς κρίση με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, κατά την κύρια βάση της, αξιώσεως της ενάγουσας. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την κρινόμενη αγωγή, ως προς την κύρια βάση της, ως απαράδεκτη λόγω του ότι, κατά τα επί λέξει αναφερόμενα στην εκκαλουμένη, «μετά την έκδοση της με αριθμό 542/2007 ως άνω αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς δημιουργείται απορριπτικό επί της ουσίας δεδικασμένο σε βάρος της ενάγουσας που εμποδίζει να καταστεί η ίδια έννομη σχέση και το ίδιο ζήτημα, το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση, περί της υπάρξεως ή μη εγκύρου συμβάσεως εκχωρήσεως μεταξύ των διαδίκων», κατά παραδοχή ως βάσιμου  του σχετικού ως άνω ισχυρισμού του εναγομένου, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και  εφαρμογή του νόμου, ως βασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με το μοναδικό λόγο της έφεσής της. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να  εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τη διάταξή της, με την οποία απορρίφθηκε η κρινόμενη από 15-3-2009 και με αριθμ. κατάθ. ……../16-3-2009 αγωγή, ως προς την κύρια βάση της και να κρατηθεί αυτή προς  εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι δε η αγωγή καθ’ όλα ορισμένη (άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ) και νόμιμη, ενόψει και της προηγηθείσας υπό στοιχ. ΙΙΙ  μείζονας σκέψης, ως προς την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 158, 341, 346, 455, 458, 459, 460, 462 και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.IV. Με τη διάταξη του άρθρου 240 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν. Οι προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Η διάταξη αυτή αναφέρεται σε αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς που υποβάλλονται στο δικαστήριο με τις προτάσεις (ενστάσεις, αντενστάσεις) και όχι στους αγωγικούς ισχυρισμούς (ΑΠ 729/2006, ΑΠ 433/1998). Περαιτέρω κατά την έννοια της διάταξης αυτής,  η επαναφορά με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών ή η επίκληση αποδεικτικών μέσων με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις ή με ενσωμάτωση του κειμένου αυτών σε φωτοτυπικό αντίγραφο στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη (ΟλΑΠ 9/2000, ΟλΑΠ 23/2008). Δεν πρόκειται, όμως, για ανεπίτρεπτη ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της κατ’ έφεση δίκης εμπεριέχεται, αυτούσιο ή μη, και το κείμενο των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης ενοποιημένων σε ενιαίο ολικό κείμενο, το οποίο καλύπτεται, ως ενιαίο κείμενο προτάσεων, από την υπογραφή του συντάκτη τους ως πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου κατά τη δευτεροβάθμια δίκη, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) καθίστανται ενιαίες (ΑΠ 258/2019, AΠ 696/2017, ΕφΠειρ 444/2016, ΕφΝαυπλ 417/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος).Στην προκειμένη περίπτωση, από την ένορκη κατάθεση των μαρτύρων των διαδίκων, ενός από κάθε πλευρά, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον εναγόμενο – εφεσίβλητο  με αριθμούς … και …./4.5.2010 ένορκες βεβαιώσεις του . ……. . . ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που λήφθηκαν στα πλαίσια της πρωτόδικης δίκης, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη  κλήτευση της ενάγουσας – εκκαλούσας να παραστεί σ’ αυτές (βλ. την με αριθμό …/11.2.2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …… .), από  όλα τα έγγραφα, τα οποία νομότυπα με επίκληση προσκομίζονται από τους διαδίκους, τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση, είτε προς έμμεση απόδειξη (άρθρο 395 ΚΠολΔ), για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων (τεκμηρίων) περιλαμβάνεται και η προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον εναγόμενο με αριθμό ……./2006 ένορκη βεβαίωση του ίδιου ως άνω μάρτυρά του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που λήφθηκε απ’ αυτόν νομότυπα, στα πλαίσια άλλης μεταξύ των διαδίκων δίκης, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΕφΠειρ 2/2017, ΕφΘεσ 531/2016, δημοσιευμένες στη Νόμος), αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος ήταν πλοιοκτήτης, ασχολούμενος με την υπερπόντια αλιεία και την εμπορία ιχθύων. Ο σύζυγος της ενάγουσας,  ……………., ο οποίος απεβίωσε στις 13.1.2009, μοναδική κληρονόμος του οποίου, με βάση την από 20.7.2008 ιδιόγραφη διαθήκη του, που κηρύχθηκε κυρία, όπως δεν αμφισβητείται από τον εναγόμενο, κατέστη η ενάγουσα, είχε χορηγήσει σ’ αυτόν, ως δάνειο,  τον Απρίλιο του 1995, το ποσό των 20.000.000 δραχμών, επειδή ο εναγόμενος αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες. Το ποσό του δανείου αυξήθηκε αργότερα σε 30.000.000 δρχ. Ο εναγόμενος δεν μπόρεσε να επιστρέψει το ποσό του δανείου, κατέβαλε, όμως, στον ……. ……. τους τόκους κάθε μήνα με τραπεζικές επιταγές πελατείας του και, στη συνέχεια, προσωπικές του επιταγές, τις οποίες ανανέωνε κάθε μήνα. Από τον Αύγουστο του έτους 1997, ο εναγόμενος δεν διέθετε πλέον επιταγές για την καταβολή των τόκων, οπότε συμφώνησε με το ……. ……. την κεφαλαιοποίηση αυτών από τον Αύγουστο  μέχρι και τον Οκτώβριο του 1997 με επιτόκιο 3,30% το μήνα. Προς εξασφάλιση παρέδωσε στον τελευταίο στις 9-9-1997 μία συναλλαγματική αποδοχής αυτού (εναγόμενου), σε διαταγή του …….. ……., ποσού 33.000.000 δρχ, που αντιστοιχούσε στο κεφάλαιο και στους τόκους από Αύγουστο μέχρι και Οκτώβριο 1997. Στις 30-10-1997, συμφωνήθηκε η αντικατάσταση της παραπάνω συναλλαγματικής, ενώ το Νοέμβριο του 1997 έγινε, με βάση σχετική συμφωνία, κεφαλαιοποίηση και των τόκων αυτού του μήνα, οπότε στα 33.000.000 δρχ. προστέθηκε και το ποσό του 1.000.000 δρχ. Στις 23-11-1997, ο ……………. επέστρεψε τη συναλλαγματική των 33.000.000 δρχ. στον εναγόμενο και αυτός αποδέχτηκε τέσσερις (4) συναλλαγματικές εκδόσεως του … ……., ποσού 12.500.000 δρχ η καθεμία, και συνολικά, 50.000.000 δρχ., λήξεως  των δύο πρώτων την 28-2-1998 και των άλλων δύο την 10-3-1998. Τις πιο πάνω συναλλαγματικές τις παρέδωσε στον τελευταίο, με τη συμφωνία να τις προεξοφλήσει σε κάποια  Τράπεζα, και αφού κρατήσει το ποσό των 34.000.000 δρχ. για το κεφάλαιο και τους τόκους από τον Αύγουστο μέχρι και το Νοέμβριο 1997, ύψους 4.000.000 δρχ.  και αφαιρέσει τα έξοδα προεξόφλησης, το υπόλοιπο ποσό να αποδώσει στον εναγόμενο. Στις παραπάνω συναλλαγματικές δεν είχαν συμπληρωθεί  ο τόπος έκδοσης και αποδοχής, καθώς και η ημερομηνία έκδοσής τους και συμφωνήθηκε να συμπληρωθούν στην Τράπεζα που θα τις προεξοφλούσε ο .. ……., με την παρουσία και του εναγόμενου και οπωσδήποτε με την έγκρισή του, οπότε ο τελευταίος θα λάβαινε το υπόλοιπο ποσό μετά την αφαίρεση των εξόδων και του ποσού των 34.000.000 δρχ. Οι συναλλαγματικές αυτές δεν προεξοφλήθηκαν ούτε επιστράφηκαν στον εναγόμενο. Στις 8-7-1998, επειδή ο .. ……. θα αναχωρούσε για την Αμερική για λόγους υγείας, ζήτησε από τον εναγόμενο τη σύναψη σύμβασης, στην οποία θα φαινόταν ως δανείστρια η ενάγουσα-σύζυγός του. Έτσι υπογράφηκε μεταξύ τους το από 8-7-1998 ιδιωτικό συμφωνητικό, που φέρει τον τίτλο «ΣΥΜΒΑΣΙΣ ΔΑΝΕΙΟΥ», στην οποία η τελευταία εμφανιζόταν ως δανείστρια, ο εναγόμενος ως οφειλέτης του αναγνωριζόμενου ως οφειλόμενου απ’ αυτόν ποσού των 43.000.000 δρχ., στο οποίο περιλαμβάνονταν το κεφάλαιο και τόκοι μέχρι 31-5-98, ενώ ως χρόνος εξόφλησης ορίστηκε η 31-12-1998. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι ο εναγόμενος-οφειλέτης  θα κατέβαλε τόκους επί του ανωτέρω ποσού των 43.000.000 δρχ., οι οποίοι θα υπολογίζονταν με 18% ετησίως και μέχρι την 31-12-1998 (ημερομηνία λήξης του δανείου) θα ανέρχονταν στο ποσό των 4.515.000 δρχ. (δηλαδή 43.000.000 Χ 18% = 7.740.000 δρχ. διά 12 = 645.000 δρχ. Χ 7 μήνες [από Ιούνιο μέχρι και 31-12-98] = 4.515.000 δρχ.), οπότε το συνολικά οφειλόμενο ποσό θα ανερχόταν σε 47.515.000 δραχμές. Τέλος, συμφωνήθηκε ότι, για τη διασφάλιση  της πληρωμής του δανείου, η ενάγουσα  θα κρατούσε  στα χέρια της τις παραπάνω 4 συναλλαγματικές, τις οποίες είχε αποδεχτεί ο εναγόμενος σε διαταγή του .. ……. και αυτός τις μεταβίβασε σ’ εκείνη με λευκή οπισθογράφηση. Ο εναγόμενος, όμως, δεν μπόρεσε να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις και να επιστρέψει το παραπάνω ποσό. Ακολούθως, ο . ……., παρά τη συμφωνία που είχε κάνει με τον εναγόμενο να μη συμπληρωθούν τα ελλείποντα στοιχεία των συναλλαγματικών, τον Ιανουάριο του έτους 2001, ανέγραψε σ’ αυτές ιδιοχείρως ως τόπο έκδοσης και αποδοχής την Αθήνα και ως ημερομηνία έκδοσης την 23-11-1997, χωρίς ο εναγόμενος να το γνωρίζει ή να έχει συναινέσει για τη συμπλήρωση αυτή. Ο ίδιος δε παρέδωσε τις πιο πάνω συναλλαγματικές στην ενάγουσα-σύζυγό του, η οποία γνώριζε ότι είχαν πλαστογραφηθεί από το σύζυγό της. Στη συνέχεια, στις 7-1-2001, και ενώ είχε παραχωρηθεί από τον εναγόμενο στην ενάγουσα δικαίωμα εγγραφής προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητό του, ευρισκόμενο στη Βάρη Αττικής, προς εξασφάλιση της ως άνω απαίτησής της εναντίον του, η νομική φύση της οποίας θα εκτεθεί εκτενώς κατωτέρω, μετά από σχετική δικαστική απόφαση, η τελευταία κατέθεσε αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών για την έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τις παραπάνω τέσσερις συναλλαγματικές. Έτσι η ενάγουσα παραπλάνησε το Δικαστή, αφού παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς ότι οι συναλλαγματικές ήταν γνήσιες ως προς όλα τα στοιχεία τους και ότι το Δικαστήριο της Αθήνας ήταν κατά τόπο αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση αυτή, αποκρύπτοντας συγχρόνως την κατάρτιση της από 8-7-1998 σύμβασης, με βάση την οποία, κατά τα προαναφερόμενα, το οφειλόμενο χρέος, για το οποίο ο εναγόμενος  αποδέχτηκε τις συναλλαγματικές, δεν ήταν 50.000.000 δραχμές ληξιπρόθεσμο στις ημερομηνίες λήξης των συναλλαγματικών. Με τις νοθευμένες συναλλαγματικές η ενάγουσα πέτυχε την έκδοση της με αριθμό ……./2001 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την οποία στη συνέχεια επέδωσε στον εναγόμενο με επιταγή προς εκτέλεση, επιτάσσοντας αυτόν να πληρώσει 50.000.000 δρχ., με τον επιπλέον τόκο από τη λήξη των συναλλαγματικών. Εξάλλου, στο ποσό των 43.000.000 δρχ., που ο ενάγων αναγνώρισε ότι οφείλει με την από 8-7-1998 σύμβαση, περιλαμβάνεται το κεφάλαιο από 30.000.000 δρχ., καθώς και τόκοι δέκα (10) μηνών, δηλαδή από τον Αύγουστο του 1997 μέχρι και το Μάιο του 1998, που ανέρχονται σε 13.000.000 δρχ. Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται αθέμιτοι τόκοι, ύψους 6.991.200 δρχ., ως ομολογεί, εξάλλου, η ενάγουσα στην ένδικη αγωγή της, αφού συνομολογήθηκε επιτόκιο 4,3% το μήνα, δηλαδή 51,6% ετησίως, ενώ το νόμιμο ποσοστό τόκου ανερχόταν για το διάστημα από 13-5-1997 μέχρι 8-1-1998 σε 23%, από 9-1-1998 μέχρι 30-3-1998 σε 27% και από 31-3-1998 μέχρι 13-1-1999 σε 23% ετησίως, δηλαδή 13.000.000 δρχ. μείον  6.008.800 νόμιμος τόκος 10 μηνών = 6.991.200 δρχ. οι αθέμιτοι τόκοι. Έτσι η ενάγουσα, με την αίτησή της για έκδοση διαταγής πληρωμής, επιδίωξε και την ικανοποίηση τοκογλυφικών ωφελημάτων. Για τις παραπάνω, αξιόποινες, πράξεις τους ο ………….. και η ενάγουσα καταδικάστηκαν από το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς και ειδικότερα με την υπ’ αρ. 275/2008 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, η οποία κατέστη ήδη αμετάκλητη μετά την απόρριψη αίτησης για αναίρεση αυτής, με την υπ’ αριθμ. 442/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, για τις πράξεις ο μεν πρώτος της πλαστογραφίας με χρήση κατ’ εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος, της απλής συνέργειας σε απάτη στο δικαστήριο σε βαθμό πλημμελήματος, η δε δεύτερη (ενάγουσα), της χρήσης κατ’ εξακολούθηση πλαστού εγγράφου σε βαθμό κακουργήματος, της απάτης στο δικαστήριο σε βαθμό πλημμελήματος, καθώς και της τοκογλυφίας σε βαθμό πλημμελήματος, για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω. Περαιτέρω, από το ίδιο, ως άνω αποδεικτικό υλικό, αποδείχθηκε ότι επί της από  20.11.2000 και με αριθμό καταθέσεως ……../22.11.2000 αγωγής που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ο νυν εναγόμενος-εφεσίβλητος, με την οποία, κατά τα προαναφερόμενα, ζητούσε, για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 8.7.1998 φερόμενης ως συναφθείσας μεταξύ των διαδίκων σύμβασης δανείου ως εικονικής, καθώς και της υποκρυπτόμενης εκχωρήσεως ως μη χαρτοσημανθείσας και επικουρικά, στην περίπτωση που η σύμβαση εκχώρησης κριθεί έγκυρη, ν’ αναγνωρισθεί ότι  στο ποσό των 43.000.000 δραχμών που αναφέρεται ως κεφάλαιο έχουν ενσωματωθεί και υπολογιστεί οι προαναφερόμενοι παράνομοι και τοκογλυφικοί τόκοι, εκδόθηκε η με αριθμό  542/2007 τελεσίδικη απόφαση αυτού του Δικαστηρίου (καταστάσα ήδη αμετάκλητη μετά την παραίτηση από την ενάγουσα με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής της ασκηθείσας κατ’ αυτής από 8.8.2007 και με αριθμό κατάθεσης …../2007 αναιρέσεως), με την οποία αναγνωρίσθηκε ότι η σύμβαση που περιλαμβάνεται στο από 8.7.1998 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, ως αυτή περιγράφηκε ανωτέρω, είναι άκυρη ως σύμβαση δανείου. Κρίθηκε, δηλαδή, με ισχύ δεδικασμένου, ότι το δάνειο που φέρεται ότι συνομολογείται μεταξύ των διαδίκων δεν είναι κάποιο δάνειο που η τότε εναγόμενη χορήγησε στον ενάγοντα, καθ’ όσον η ενάγουσα ουδέποτε μεταβίβασε οποιοδήποτε ποσό σ’ αυτόν, αλλά το δάνειο που αναφέρεται ότι συνομολογείται μεταξύ των διαδίκων είναι η περιγραφόμενη ως άνω οφειλή του εναγόμενου προς τον ……. …….. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την ως άνω οφειλή του εναγόμενου προς τον ……. ……. ο τελευταίος, επειδή  θα αναχωρούσε για την Αμερική για λόγους υγείας, την εκχώρησε προφορικώς στην ενάγουσα-σύζυγό του, την δε εκχώρηση ανήγγειλε, στις 8.7.1998, στον εναγόμενο, ως ομολογεί, εξάλλου, ο τελευταίος στην προγενέστερη της κρινόμενης ασκηθείσα σε βάρος της από  20.11.2000 προαναφερόμενη αγωγή, στην οποία επί λέξει χαρακτηριστικά ο ίδιος αναφέρει «…… Έτσι το δάνειο που φέρομαι να συνομολογώ με την ένδικη σύμβαση (εννοεί αυτή που περιγράφεται στο ως άνω συμφωνητικό) είναι η οφειλή μου προς τον . ……. από το δάνειο που έχω περιγράψει και όχι κάποιο δάνειο που δήθεν μου χορήγησε η ……. …….…… Συνεπώς η υποκείμενη σχέση που κατέστησε την αντίδικη δανείστριά μου…….είναι η εκχώρηση και στην περίπτωση αυτή η σύμβαση δανείου που υπέγραψα υποκαθιστά την αναγγελία….», οπότε και υπογράφηκε μεταξύ τους η ίδιας χρονολογίας ως άνω σύμβαση, στην οποία  περιγράφεται η πιο πάνω οφειλή του εναγομένου προς τον ……. ……., που αυτός εκχώρησε στην ενάγουσα. Ως εκ τούτου, ενόψει των ανωτέρω, σε συνδυασμό με την προηγηθείσα νομική σκέψη (υπό στοιχ. ΙΙΙ), έκτοτε (ήτοι μετά την αναγγελία της εκχωρηθείσας απαίτησης) αποκόπηκε οριστικά κάθε δεσμός του εκχωρηθέντος οφειλέτη-εναγόμενου προς τον εκχωρητή-……. …….  και η εκχωρηθείσα ως άνω απαίτηση περιήλθε στην εκδοχέα-ενάγουσα, η οποία είναι η αποκλειστική δικαιούχος αυτής, δικαιούμενη να εισπράξει και να επιδιώξει δικαστι­κώς την καταβολή από τον εκχωρηθέντα οφειλέτη – εναγόμενο, ο οποίος, μάλιστα, υποχρεούται  να την  καταβάλει σ’ αυτήν, κατά την έκταση, τον τρόπο και χρόνο που υποχρεούνταν να εκπληρώσει αυ­τήν (παροχή) και προς τον εκχωρητή. Με βάση δε όλα τα ανωτέρω η ως άνω απαίτηση της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των 38.708.800 δραχμών ή 113.598,83 ευρώ, που προκύπτει ως εξής: 30.000.000 δραχμές, ως οφειλόμενο από τον εναγόμενο στον εκχωρητή … …….  κεφάλαιο δανείου +  6.008.800 δραχμές, που αντιστοιχεί, κατά τα προαναφερόμενα, στους συμφωνηθέντες μεταξύ τους (……. ……. και εναγόμενο) νόμιμους τόκους για το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο 1997 έως και τον Μάιο 1998 + 2.700.000 δραχμές, που αντιστοιχεί στους συμφωνηθέντες μεταξύ τους τόκους του κεφαλαίου των 30.000.000 δραχμών, για το χρονικό διάστημα από 1.6.1998  μέχρι την 31.12.1998 (30.000.000 δραχμές  Χ 18% ο τόκος: 12 μήνες Χ 6 μήνες), ως βασίμως αιτείται αυτή με την ένδικη αγωγή της και μάλιστα νομιμοτόκως από την επομένη της 31.12.1998, που είχε οριστεί, κατά τα προαναφερόμενα, μεταξύ του εκχωρητή, .. ……. και του οφειλέτη-εναγόμενου ως δήλη ημέρα καταβολής της οφειλής του εναγόμενου προς αυτόν. Ο εναγόμενος ισχυρίσθηκε πρωτόδικα αντικρούοντας την ένδικη αγωγή α)ότι αυτή είναι απαράδεκτη λόγω υπάρξεως αρνητικού σε βάρος της ενάγουσας δεδικασμένου, που απορρέει από τις με αριθμούς 542/2007 και 839/2009 αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αντίστοιχα, ισχυρισμό που επαναφέρει και με τις κατατεθείσες ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου προτάσεις του, που είναι απορριπτέος, για τους λόγους που αναλυτικά εκτέθηκαν ανωτέρω και β)αρνήθηκε τη σε βάρος του αγωγή, ισχυριζόμενος ότι ουδέποτε συνήφθη μεταξύ του .. ……. και της ενάγουσας η επικαλούμενη στην αγωγή της σύμβαση εκχώρησης και ως εκ τούτου δεν νομιμοποιείται αυτή ενεργητικά στην άσκηση της ένδικης αγωγής, που ως βάση της έχει την ως άνω σύμβαση, αφού μέχρι το θάνατο του ……. η όποια απαίτηση του τελευταίου εναντίον του από τη συναφθείσα μεταξύ τους από 8.7.1998 σύμβαση ανήκε σ’ αυτόν και μόνο μετά το θάνατο του τελευταίου, η ενάγουσα κατέστη δικαιούχος αυτής, ως μοναδική εκ διαθήκης κληρονόμος και μόνο με την ως άνω ιδιότητά της μπορούσε να τον ενάγει, ισχυρισμοί που με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα τυγχάνουν απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι. Σημειώνεται ότι οι ενστάσεις και αίτημα του εναγόμενου, ήτοι αυτές περί συμψηφισμού στην ένδικη απαίτηση των τοκογλυφικών τόκων που κατέβαλε στον εκχωρητή, ……. ……., για τις συναφθείσες μεταξύ τους συμβάσεις δανείου, από τον Απρίλιο του 1995 έως και 31.5.1998, ανερχόμενοι, κατ’ αυτόν (συμπεριλαμβανομένου του ποσού των ως άνω τοκογλυφικών τόκων, ύψους 6.991.200 δρχ ή 20.517,90 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από Αύγουστο 1997 μέχρι 31.5.1998, που κατά τα προαναφερόμενα η ίδια η ενάγουσα αφαιρεί στην ένδικη αγωγή της) στο ποσό των 69.707,32 ευρώ  και περί μερικής εξόφλησης, υποστηρίζοντας ότι επιπλέον κατέβαλε το Σεπτέμβριο του 2000 έναντι της οφειλής του το ποσό των 14.086,57 ευρώ, ως και το αίτημά του, κατ άρθρο 169 ΚΠολΔ, περί υποχρεώσεως της ενάγουσας σε καταβολή εγγυοδοσίας για τα δικαστικά έξοδά του της προκείμενης δίκης (επί της αγωγής) γιατί υπάρχει έκδηλη αδυναμία και προφανής αφερεγγυότητα της τελευταίας για την καταβολή τους, σε περίπτωση απόρριψης της κρινόμενης αγωγής της, που προβλήθηκαν με τις πρωτόδικες προτάσεις μόνο, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχ. IV νομική σκέψη της παρούσας, από το παρόν Δικαστήριο, αφού δεν γίνεται στις κατατεθείσες ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου προτάσεις του, ως έπρεπε κατά νόμο, ειδική μνεία των ως άνω ισχυρισμών και αιτήματος (όσον αφορά δε το τελευταίο καθίσταται προφανώς άνευ αντικειμένου ενόψει της κατ’ ουσίαν παραδοχής της ένδικης αγωγής της ενάγουσας), με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων, για την νομότυπη επαναφορά τους, μη αρκούσης προς τούτο της  γενικής αναφοράς του εφεσιβλήτου ότι επικαλείται τις πρωτόδικες προτάσεις του (βλ.16η σελίδα προτάσεών του ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, στις οποίες, και δεν εμπεριέχεται, αυτούσιο, το κείμενο των πρωτόδικων προτάσεών του, ενοποιημένων σε ενιαίο ολικό κείμενο).Κατόπιν των ανωτέρω, ενόψει της αναφερθείσας στην αρχή εξαφάνισης της εκκαλουμένης απόφασης, ως προς τη διάταξη, με την οποία η εκκαλουμένη κρίνοντας επί της από 15.3.2009 αγωγής της ενάγουσας – εκκαλούσας, απέρριψε αυτή ως απαράδεκτη, κατά την κύρια βάση της, πρέπει α)να γίνει δεκτή και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη στο σύνολό της, κατά το μέρος που αφορά την ανωτέρω αγωγή, κατά το άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, δηλαδή και κατά τις διατάξεις της που δεν ανατρέπονται με την παρούσα απόφαση, κατά τα προαναφερόμενα, γιατί δεν προσβλήθηκαν με  την ως άνω έφεση της εκκαλούσας, λόγω του ότι τούτο επιβάλλεται για την ενότητα της εκτέλεσης, η οποία θα επιτευχθεί μόνο με την εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως (ΑΠ 748/1984, 779/1984 ΕλλΔνη 26, 642),  αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη της δικαστικής δαπάνης που θα καθορισθεί εξαρχής, β)να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί η αγωγή αυτή (άρθρ. 535 ΚΠολΔ), η οποία και  στη συνέχεια να γίνει δεκτή  ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, ως προς την κύρια βάση της και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 113.598,83 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 1.1.1999 (επομένη της 31.12.1998) μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.  Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου-εφεσιβλήτου (άρθρ. 176, 183 και 191 παρ.2  ΚΠολΔ), λόγω της ήττας του, ενώ  θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου για την άσκηση της προκείμενης εφέσεως που έγινε δεκτή στην ως άνω ενάγουσα-εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ), κατά τα  ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων τις α)από 1.10.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2016 και β)από 25.11.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2015  εφέσεις κατά της με αριθμό 5252/2012 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικά.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την από 1.10.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2016 έφεση.ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ως άνω εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600)  ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή  στο Δημόσιο Ταμείο του προκατατεθέντος από τον εκκαλούντα της ως άνω έφεσης παραβόλου, συνολικού ποσού διακοσίων (200 ευρώ), που καταβλήθηκε απ’ αυτόν με τα με αριθμούς ………… παράβολα Δημοσίου, σειράς Α΄, ποσού 20 ευρώ έκαστο εξ αυτών, καθώς και τα με αριθμούς …. και …… παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, ποσού 60 ευρώ, έκαστο εξ αυτών.ΔΕΧΕΤΑΙ και κατ’ ουσίαν την από 25.11.2015 και με αριθμό έκθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2015 έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 5252/2012 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τις διατάξεις αυτής με τις οποίες απορρίφθηκε η από 15.3.2009 και με αριθμό κατάθεσης ……/16.3.2009  αγωγή  της ενάγουσας αυτής.

ΚΡΑΤΕΙ ΚΑΙ ΔΙΚΑΖΕΙ  την ως άνω αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν,  κατά την  κύρια βάση της.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εκατόν δεκατριών χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (113.598,83 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την 1.1.1999 έως την πλήρη εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου της αγωγής αυτής τα δικαστικά έξοδα της  ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίζει σε πέντε χιλιάδες επτακόσια (5.700) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος από την τελευταία παραβόλου, συνολικού ποσού, διακοσίων (200 ευρώ), που  καταβλήθηκε απ’ αυτήν με τα με αριθμούς ……../2015 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, ποσού 60 ευρώ έκαστο και τα με αριθμούς …………/2015, ποσού 20 ευρώ έκαστο.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις 5 Μαρτίου 2020,  δημοσιεύθηκε δε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Απριλίου 2020, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

    Ο   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ