Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 338/2020

Αριθμός   338 /2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αντώνιο Πλακίδα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

               Στην προκειμένη περίπτωση, νόμιμα  φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α)η από 28.11.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2017 έφεση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «.. .» και το διακριτικό τίτλο «…….», ως ειδικής διαδόχου της αρχικώς ενάγουσας τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…. .», κατά των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων και κατά της με αριθμό 645/2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της ως άνω ενάγουσας β)η από 4.4.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2019 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………», οι οποίες θα πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας (άρθρο 246 ΚΠολΔ).               Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ «αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται  να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από την ως άνω διάταξη, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατ’ απόφασης που εκδόθηκε ερήμην μεν του εκκαλούντος, πλην όμως ερευνήθηκε η υπόθεση ως εάν αυτός να ήταν παρών ή είχε συναχθεί σε βάρος του το τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας ή παραίτησης ως προς την αγωγή (άρθρα 271, 272 παρ. 1 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ο δε εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, επομένως, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, είχε συναχθεί δε σε βάρος του τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας,  μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, να ακουστεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει και πρωτοδίκως. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται, ως προς όλες τις διατάξεις της, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης,  χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 1906/2008, ΕφΠειρ 67/2016,  ΕφΑνατΚρητ 61/2015, ΕφΠειρ 336/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος).    Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 225 του ΚΠολΔ, η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους διαδίκους από την εξουσία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα. Η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος δεν επιφέρει καμιά μεταβολή στη δίκη, κατά του μεταβιβάσαντος δε αυτό ενάγοντος δεν μπορεί να προταθεί έλλειψη νομιμοποιήσεως. Επίσης, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 225 και 516 του ΚΠολΔ, έφεση μπορούν να ασκήσουν αυτοτελώς και παραλλήλως τόσο ο μεταβιβάσας το πράγμα ή το δικαίωμα διάδικος, όσο και ο προς ον η μεταβίβαση (βλ. ΑΠ 1644/2007, ΕφΠειρ 295/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος).               Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………. και το διακριτικό τίτλο «……….ANΚ», ζητεί να εξαφανισθεί η υπ’ αριθμό 645/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία),  με την οποία απορρίφθηκε ερήμην της αρχικώς ενάγουσας τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………» η από 11.10.2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/15.10.2012 αγωγή της τελευταίας κατά των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων, με την οποία αυτή (αγωγή) ζητούσε την διάρρηξη της δικαιοπραξίας της γονικής παροχής για τα ακίνητα που αναφέρονται κατωτέρω και στην εκκαλούμενη απόφαση. Ότι μετά τη συζήτηση της ένδικης υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μεταβιβάστηκαν σ’ αυτήν στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού της ως άνω αρχικώς ενάγουσας και των συμβατικών σχέσεων της τελευταίας σχετιζομένων με την υπόθεση για την οποία ασκήθηκε η ένδικη αγωγή, καθιστάμενη ειδική διάδοχος της τελευταίας. Η ανωτέρω έφεση, η οποία, μετά την ως άνω μεταβίβαση, παραδεκτώς κατά τα προαναφερόμενα ανωτέρω, ασκείται από την εκκαλούσα τραπεζική εταιρία, ειδική διάδοχο της ηττηθείσας αρχικώς ενάγουσας τράπεζας, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), για το παραδεκτό της δε έχει προκατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο, ποσού εκατό πενήντα (150)  ευρώ, όπως προβλέπεται από το άρθρο  495 του ΚΠολΔ.               ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος, ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012, δημοσιευμένες στη Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, «αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78».  Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται, όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005, δημοσιευμένες στη Νόμος). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011, δημοσιευμένες στη Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, “Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους…..οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου, “Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α΄ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης” (ΑΠ 877/2019, δημοσιευμένη στη Νόμος). Τέλος, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη, αν κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην, όμως, έχει κλητευθεί  νομίμως είτε από τον αντίδικό του, είτε από αναγκαίο ομόδικο, τότε η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολειπόμενο αυτόν αναγκαίο ομόδικο (ΑΠ 756/2017, ΑΠ 681/2016, δημοσιευμένες στη Νόμος), αφού, αν και δεν παραστάθηκε, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τον αναγκαίο ομόδικό του (ΑΠ 368/2019, δημοσιευμένη στη Νόμος).               Στην προκείμενη περίπτωση, η εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……..» με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 6.2.2019 και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην εκκαλούσα και τους εφεσίβλητους (βλ. τις αντίστοιχες προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την παρεμβαίνουσα υπ’ αριθμ. …./14.2.2019 και ………./14.2.2019 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητριών του Εφετείου Αθηνών, ………, όσον αφορά την πρώτη εξ αυτών και ……….., όσον αφορά τις λοιπές), άσκησε το πρώτον ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εκκαλούσας  ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….. και το διακριτικό τίτλο «………….», ειδικής διαδόχου της αρχικώς ενάγουσας τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..» επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», ειδικής διαδόχου της ως άνω εκκαλούσας τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ). Ειδικότερα ισχυρίζεται  ότι  έχει συσταθεί και αδειοδοτηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, δυνάμει της με αριθμ. 220/1/13.03.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Ότι είναι διαχειρίστρια των απαιτήσεων από τα δάνεια και επίσης των τυχόν εξασφαλίσεων, σύμφωνα με την από 19 Νοεμβρίου 2018 σύμβαση διαχείρισης και τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και της Πράξης 118/2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία ……………, με έδρα την Ιρλανδία, νομίμως καταχωρημένης. Ότι στην ως άνω εταιρεία «……………», η  αλλοδαπή ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία …………… (με διακριτικό τίτλο «………..»), με έδρα το Λουξεμβούργο, νομίμως εκπροσωπούμενη,  μεταβίβασε  ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις καταναλωτικής ή/και επιχειρηματικής πίστεως της αρχικώς ενάγουσας τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………… , ειδική διάδοχος της οποίας κατέστη η υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση – εκκαλούσα. Ότι στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και αυτές που απορρέουν από την υπ’ αριθμ. …………/19.10.2010 σύμβαση δανείου, την οποία  κατήρτισε η πρώτη εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη με την ως άνω τραπεζική εταιρία-αρχικώς ενάγουσα, για την ικανοποίηση των οποίων ζητήθηκε  με την προαναφερόμενη από 11.10.2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……./15.10.2012 αγωγή της τελευταίας κατά των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων η  διάρρηξη της δικαιοπραξίας της γονικής παροχής για  το αναφερόμενο κατωτέρω και στην εκκαλούμενη με αριθμό 645/2016  απόφαση ακίνητο, με την οποία ( απόφαση) απορρίφθηκε η αγωγή, λόγω της ερημοδικίας της αρχικώς ενάγουσας. Η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες στη μείζονα σκέψη υπό στοιχ. ΙΙ διατάξεις (άρθρα  80 και 83 ΚΠολΔ καθώς και άρθρου 1 περ. γ και 2 παρ.4 του ν. 4354/2015),  με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου εκκαλούσας και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας. Επομένως, κατ’ εφαρμογή των όσων εκτέθηκαν παραπάνω, η τελευταία, εκκαλούσα – υπερής η πρόσθετη παρέμβαση, που δεν εμφανίσθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, καίτοι ήταν αυτή που επέσπευσε τη συζήτηση της ένδικης υπόθεσης για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 19.4.2018, οπότε η υπόθεση αναβλήθηκε από το πινάκιο για τις 7.2.2019 και κατόπιν για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία δεν απαιτείται η εκ νέου κλήτευση της εκκαλούσας, δεδομένου ότι, κατ’ άρθρο 226 παρ.4 ΚΠολΔ,  η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή της στο πινάκιο για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο επέχει θέση κλητεύσεως όλων των διαδίκων,  θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα και η συζήτηση της ένδικης υπόθεσης θα χωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα,   η δε έφεση που άσκησε η τελευταία, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη υπό στοιχ. Ι, λόγω της ερημοδικίας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της αρχικώς ενάγουσας, ειδική διάδοχος της οποίας κατέστη η εκκαλούσα, να  γίνει και ουσιαστικά δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα  528 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να εξεταστεί η ως άνω από 11.10.2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 8160/15.10.2012 αγωγή ως προς την νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.               Η αρχικώς ενάγουσα τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…………..» με την από 11.10.2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……../15.10.2012 αγωγή της κατά των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων εξέθετε ότι διατηρεί εναντίον της πρώτης εναγομένης ληξιπρόθεσμη απαίτηση ποσού 24.399,09 ευρώ, η οποία προέρχεται από καταγγελθείσα, εκ μέρους της αρχικώς ενάγουσας, σύμβαση δανείου που καταρτίστηκε την 19.10.2010 μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγομένης. Ότι η τελευταία απαλλοτρίωσε, την 03.05.2011, δυνάμει συμβολαίου γονικής παροχής προς τα τέκνα της, δεύτερο και τρίτη των εναγομένων, τα λεπτομερώς περιγραφόμενα στην αγωγή μοναδικά εμφανή περιουσιακά της στοιχεία, ήτοι την πλήρη κυριότητα κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ενός διαμερίσματος, καθώς και την πλήρη κυριότητα κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου μιας αποθήκης του υπογείου, τα οποία ευρίσκονται σε πολυκατοικία κείμενη στο Δήμο Πειραιά, συνολικής αντικειμενικής αξίας,  κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, 33.943,52 ευρώ. Ότι προέβη στη μεταβίβαση αυτή γνωρίζοντας την ιδιότητά της, ως οφειλέτριας, και το γεγονός ότι κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή είχε γεννηθεί η ως άνω απαίτηση και ενήργησε με σκοπό βλάβης της ενάγουσας και συγκεκριμένα με σκοπό να μην ικανοποιηθεί η απαίτησή της, αφού, μετά την ως άνω απαλλοτρίωση, δεν υφίσταται έτερη υπολειπόμενη εμφανής περιουσία  για την ικανοποίησή της. Ότι λόγω της φύσεως της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας (γονικής παροχής) δεν απαιτείται για τη διάρρηξή της η γνώση του δεύτερη και τρίτης των εναγόμενων, στους οποίους και μεταβιβάστηκαν τα ως άνω ακίνητα, σε κάθε δε περίπτωση αυτοί, λόγω της ως άνω συγγενικής τους σχέσης, γνώριζαν ότι η πρώτη εναγόμενη ενεργούσε προς βλάβη της. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητούσε να διαρρηχθεί η ανωτέρω απαλλοτριωτική δικαιοπραξία και να καταδικαστεί η πρώτη των εναγομένων στη δικαστική της δαπάνη. Η αγωγή αυτή, με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα είναι καθ’ όλα ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 939, 941, 942, 1509 ΑΚ, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, δοθέντος ότι δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, λόγω του διαπλαστικού της χαρακτήρα και περίληψη αυτής έχει καταχωρηθεί εμπρόθεσμα, κατά άρθρο 220 παρ.1 ΚΠολΔ, στα οικεία βιβλία του αρμόδιου, ως εκ της τοποθεσίας των ακινήτων, υποθηκοφυλακείου Πειραιά (βλ. το με αριθμ………/7.11.2012 πιστοποιητικό της αρμόδιας Υποθηκοφύλακα), να ερευνηθεί, περαιτέρω, και  κατ’ ουσίαν.               ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939, 941, 942 και 943 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι οι δανειστές δικαιούνται να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν επαρκεί για την ικανοποίησή τους. Προϋποθέσεις της αγωγής διάρρηξης είναι 1)ύπαρξη απαιτήσεως κατά του οφειλέτη γεννημένη κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, η οποία να έχει γίνει ληξιπρόθεσμη  κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο της αγωγής, χωρίς να απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά ούτε να είναι εξοπλισμένη με τίτλο εκτελεστό, 2)απαλλοτρίωση εκ μέρους του οφειλέτη, 3)απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών, η οποία πρόθεση θεωρείται ότι υπάρχει  όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, αφού στην περίπτωση αυτή ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της πράξης του είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται, 4)βλάβη των δανειστών, δηλαδή ελάττωση της περιουσίας του οφειλέτη σε τέτοιο βαθμό ώστε η υπόλοιπη περιουσία να μην αρκεί προς ικανοποίηση των δανειστών. Η αφερεγγυότητα αυτή του οφειλέτη πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο εγέρσεως της αγωγής που είναι κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης  των δανειστών. 5)Γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, ενώ η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία (Ολ. ΑΠ 6/2003, ΑΠ 207/2007, ΑΠ 189/2003, ΑΠ 637/2001). Η γονική παροχή που θεσμοθετείται με το άρθρο 1509 ΑΚ συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα και συνεπώς η περί αυτής δικαιοπραξία είναι χαριστική (ΕφΔυτΜακ 20/2019, ΕφΑθ 568/2017, ΕφΛαμ 42/2017, δημοσιευμένες στη Νόμος). Ειδικότερα η πρόθεση βλάβης των δανειστών πρέπει να υπάρχει κατά τη χρονική στιγμή  της απαλλοτριώσεως (Ζέπος ΙΙ σ. 786), χωρίς να απαιτείται να είναι και ο αποκλειστικός σκοπός της τελευταίας (ΕφΠειρ 744/2014, δημοσιευμένη στη Νόμος). Πραγματοποίηση της προθέσεως βλάβης γίνεται δεκτό από τη θεωρία και τη νομολογία ότι υφίσταται, όταν επέρχεται ή επαυξάνεται η αφερεγγυότητα του οφειλέτη και ματαιώνεται έτσι η ικανοποίηση του δανειστή και πρέπει να έχει εκτελεσθεί ήδη κατά το χρόνο εγέρσεως της αγωγής διαρρήξεως (βλ. Καυκά άρθρ. 939-942 Φίλιο σελ. 768, Γεωργιάδη – Σταθόπουλο άρθρο 939 σελ. 855). Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 939 και 943 παρ.1 ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 936 παρ.3, 953 παρ.2 και 992 παρ.1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, για τη γένεση του δικαιώματος του δανειστή προς διάρρηξη της εκ μέρους του οφειλέτη του επιχειρηθείσας καταδολιευτικής απαλλοτριώσεως, προϋποτίθεται, πλην άλλων, κατά τα προαναφερόμενα, ότι η υπόλοιπη περιουσία του τελευταίου δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του πρώτου. Από τη νομοθετική αυτή ρύθμιση συνάγεται ότι η διάρρηξη δύναται να ζητηθεί από τον δανειστή και να διαταχθεί από το δικαστήριο, κατ’ αρχάς, μόνο στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για την ικανοποίηση του δανειστή, ο οποίος και δεν έχει έννομο συμφέρον για διάρρηξη πέρα από αυτό το μέτρο. Έτσι, σε περίπτωση που αντικείμενο της καταδολιευτικής απαλλοτριώσεως είναι περισσότερα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, η διάρρηξη περιορίζεται σε όσα (και σε εκείνα που) απαιτούνται για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή, ενώ σε περίπτωση που αντικείμενό της είναι μόνο ένα (ενιαίο) περιουσιακό στοιχείο, η διάρρηξη περιορίζεται στο ποσοστό του εκείνο, η αξία του οποίου καλύπτει την αξία της απαιτήσεως του δανειστή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το δικαστήριο, για να διατάξει τη μερική διάρρηξη, πρέπει, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ολοσχερής ικανοποίηση της απαιτήσεως του ενάγοντος δανειστή από το πλειστηρίασμα, να συνεκτιμήσει, πέρα από την εν λόγω απαίτηση (κατά το κεφάλαιο και τους τυχόν οφειλόμενους τόκους), τα έξοδα της κατά του οφειλέτη επικείμενης αναγκαστικής εκτελέσεως, καθώς και το γεγονός ότι κατά τον πλειστηριασμό είναι απίθανο να επιτευχθεί πλειστηρίασμα ίσο με την αγοραία αξία του ακινήτου (ΑΠ 243/2019, ΑΠ 1963/2009, δημοσιευμένες στη Νόμος).               IV. Tέλος, σύμφωνα με τη διάταξη τον άρθρου 281 ΑΚ  «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, τα οποία επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από δημιουργηθείσα πραγματική κατάσταση ή από τις μεσολαβήσασες περιστάσεις ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμον να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως,  η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υποχρέου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, καθ’ όσον, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες, οι οποίες απορρέουν από πράξεις ασχέτους προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Καθ’ όσον αφορά στα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281 κριτήρια ελέγχου της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος, τα οποία τίθενται διαζευκτικώς, υπό την έννοια ότι αρκεί η πλήρωση του ενός, προκειμένου να διαγνωσθεί η κατάχρηση, ως «καλή πίστη» νοείται η ευθύτητα, εμπιστοσύνη και εντιμότητα, οι οποίες πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές, δηλαδή η συμπεριφορά η επιβαλλομένη στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονος ανθρώπου και νοουμένη αντικειμενικώς ώστε να μην βλάπτει ο δικαιούχος κάποιον άλλον, δυσαναλόγως προς την ωφέλεια, την οποία αποκομίζει από την άσκηση του δικαιώματός του, αλλά να προτιμά ηπιότερο τρόπο ασκήσεως του δικαιώματος. Ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύει το περί ηθικής συναίσθημα του κατά τη γενική αντίληψη χρηστού, έμφρονος και υγιώς σκεπτομένου κοινωνικού ανθρώπου. Ο «κοινωνικός» και «οικονομικός» σκοπός του δικαιώματος συναρτάται προς την επιτελουμένη δια του δικαιώματος λειτουργία, πέραν της εξυπηρετήσεως των ατομικών συμφερόντων του φορέως του στο πλαίσιο της εννόμου τάξεως. Τέλος,  «προφανής» είναι η υπέρβαση των ορίων ασκήσεως του δικαιώματος, όταν είναι έκδηλα καταφανής. Τοιαύτη υπέρβαση υπάρχει, όταν ο ασκών το δικαίωμα, ουδέν συμφέρον προσδοκά ή, κατ’ άλλη έκφραση, όταν η υπέρβαση προκαλεί έντονη εντύπωση αδικίας (ΑΠ 243/2019, ΕφΑθ 568/2017,  ΕφΛαμ 42/2017, όπ.α).               Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος των εφεσιβλήτων-εναγόμενων, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου και περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι παριστάμενοι των διαδίκων, χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), καθώς  και  από  τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Με την από 19.10.2010 σύμβαση δανείου που καταρτίστηκε στον Πειραιά, η αρχικώς ενάγουσα τράπεζα …..  χορήγησε στην πρώτη των εναγόμενων-εφεσιβλήτων το υπ’ αριθμ. ……. δάνειο ………. ποσού είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων ευρώ (24.900 ευρώ), προς το σκοπό ρύθμισης οφειλών της, το οποίο συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σε 60 αλλεπάλληλες, ισόποσες, μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, σύμφωνα με τους ουσιώδεις όρους και συμφωνίες της μεταξύ αυτής και της πρώτης των εναγόμενων καταρτισθείσης συμβάσεως. Σημειωτέον ότι, κατόπιν των από 13.6.2014 και 30.9.2014 συμβάσεων πωλήσεως-μεταβιβάσεως απαιτήσεων, μεταβιβάστηκαν από την ως άνω ενάγουσα τράπεζα στην εκκαλούσα τράπεζα ……….., στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού των εργασιών αυτής, ήτοι, μεταξύ άλλων, και οι αξιώσεις της από την άνω σύμβαση δανείου. Λόγω, όμως, μη τήρησης των συμφωνηθέντων από την πρώτη των εναγόμενων η ως άνω (ενάγουσα) τράπεζα προέβη, ως δικαιούνταν, εξάλλου, δυνάμει ρητού συμβατικού όρου (άρθρο 7.02 της σύμβασης), με την από 16.07.2011 εξώδικη όχληση- καταγγελία της προς την πρώτη των εναγόμενων, που της κοινοποιήθηκε νόμιμα, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. ………./25.07.2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ………., στην καταγγελία της ως άνω σύμβασης και στο οριστικό κλείσιμο του τηρηθέντος γι αυτήν  λογαριασμού, ο οποίος την ως άνω ημερομηνία, εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο, σε βάρος της ποσού είκοσι τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και εννέα λεπτών (24.399,09 ευρώ), πλέον νομίμων τόκων και λοιπών εξόδων, ήδη δε, κατά το χρόνο συζήτησης της ένδικης υπόθεσης, το χρέος της από την ως άνω σύμβαση δανείου ανήλθε  στο ποσό των 35.342,31 ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα με αριθμ. πρωτ. …………. ενημέρωση οφειλής).  Στο μεσοδιάστημα, και ενώ δεν είχε λάβει χώρα το κλείσιμο του τηρηθέντος για την εν λόγω σύμβαση δανείου λογαριασμού, και δη δύο μόλις μήνες πριν το κλείσιμο αυτού, η πρώτη εναγόμενη προέβη την 03.05.2011 στη λόγω γονικής παροχής μεταβίβαση – απαλλοτρίωση προς τους δεύτερο και τρίτο των εναγόμενων-εφεσίβλητων-τέκνων της, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου στο καθένα, των  μοναδικών εμφανών περιουσιακών της στοιχείων, ήτοι στη μεταβίβαση της κυριότητας του ποσοστού της ½ εξ αδιαιρέτου των δύο οριζόντιων ιδιοκτησιών και δη ενός διαμερίσματος του τρίτου (Γ΄) ορόφου, και μίας αποθήκης υπογείου. Ειδικότερα, με την με αριθμό ……/03.05.2011 πράξη γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιά . …., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στον τόμο … και με αριθμό ……, η πρώτη των εναγομένων παραχώρησε, παρέδωσε και μεταβίβασε χωρίς αντάλλαγμα, λόγω γονικής παροχής, στα τέκνα αυτής, ………. και ………., δεύτερο και τρίτη των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων αντίστοιχα, την πλήρη κυριότητα κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, και στον καθένα εξ αυτών κατά ποσοστό ¼  εξ αδιαιρέτου, δύο οριζοντίων ιδιοκτησιών, ήτοι του υπό στοιχεία Γάμα ένα (Γ-1) διαμερίσματος του τρίτου (Γ) άνω από το ισόγειο ορόφου και της υπό στοιχεία Άλφα ένα (Α-1) αποθήκης του υπογείου, μίας πολυκατοικίας κτισμένης σε οικόπεδο που βρίσκεται στον Πειραιά, στην περιφέρεια του Δήμου Πειραιά εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλης, στη θέση «……..» και επί των οδών ………… Το ως άνω οικόπεδο έχει έκταση, α)σύμφωνα με τον αρχικό τίτλο κτήσεως τετραγωνικά μέτρα εκατόν εξήντα εννέα και είκοσι πέντε (169,25) και β)σύμφωνα με το από Ιουνίου 1993 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……, που προσαρτάται στο υπ’ αριθμ. ……./1993 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά ………. και σύμφωνα με το από Οκτωβρίου 1994 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………., το οποίο προσαρτάται στην υπ’ αριθμ. …../1994 πράξη της ως άνω συμβολαιογράφου, τετραγωνικά μέτρα εκατόν εβδομήντα και σαράντα (170,40), εμφαινόμενο σε αμφότερα τα ως άνω τοπογραφικά διαγράμματα με τα αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Α, είναι δε άρτιο και οικοδομήσιμο σύμφωνα με την υπεύθυνη δήλωση του Ν. 651/77 του συντάξαντος μηχανικού και συνορεύει, σύμφωνα με το προσαρτώμενο στην υπ’ αριθμ. ……/1994 πράξη της ως άνω συμβολαιογράφου τοπογραφικό διάγραμμα, βόρεια, επί προσώπου Α-Β μέτρων δώδεκα (12,00), με οδό ……… πλάτους μέτρων οχτώ (8,00), νότια, επί πλευράς Δ-Γ μέτρων δώδεκα και ενενήντα (12,90), με ιδιοκτησία αγνώστου, ανατολικά, επί πλευράς Α-Δ μέτρων δεκατεσσάρων και είκοσι (14,20), με ιδιοκτησία αγνώστου και δυτικά, επί προσώπου Β-Γ μέτρων δεκατεσσάρων και είκοσι (14,20), με οδό …….., πλάτους μέτρων δεκαπέντε (15,00). Πιο συγκεκριμένα το υπό  στοιχεία Γάμα ένα (Γ-1) διαμέρισμα του τρίτου (Γ΄) πάνω από το ισόγειο (PILOTIS) ορόφου, το οποίο εμφαίνεται στο διάγραμμα κάτοψης Α-Β-Γ-Δ ορόφου και σε αναλογίες στον πίνακα ποσοστών συνιδιοκτησίας, και τα δύο του μηχανικού …….., που προσαρτώνται στο υπ’ αριθμ. ……./1994 συμβόλαιο της ως άνω συμβολαιογράφου, αποτελείται από κουζίνα, καθιστικό, δύο (2) κρεβατοκάμαρες και λουτρό, έχει εξώστες προς τις οδούς ……….., έχει επιφάνεια τετραγωνικά μέτρα ογδόντα τέσσερα και 0,80 (84,80), ημιϋπαίθριους χώρους προς τον ακάλυπτο χώρο, επιφάνειας τούτων τετραγωνικών μέτρων τεσσάρων και 0,38 (4,38) και έντεκα και 0,88 (11,88), όπως αυτό προκύπτει από το ως άνω διάγραμμα κάτοψης Α-Β-Γ-Δ ορόφου του άνω μηχανικού που προσαρτάται στο υπ’ αριθμ. ……../1994 συμβόλαιο της ως άνω συμβολαιογράφου, της χρήσης του άνω ημιϋπαίθριου χώρου μετατραπείσης σε χώρο κύριας χρήσης καθ’ υπέρβαση των περιορισμών και όρων δόμησης, υπαχθέντων των ημιϋπαίθριων χώρων τούτων, στις διατάξεις του Ν. 3843/2010 (ΦΕΚ 62Α/24.04.2010), κατόπιν της, προσαρτώμενης στο υπ’ αριθμ. …./2011 συμβόλαιο γονικής παροχής σε επικυρωμένο αντίγραφο, με αριθμ. πρωτ. ………../13.12.2010 αιτήσεως στη Διεύθυνση Πολεοδομίας Πειραιά, της σχετικής υποθέσεως περαιωθείσης την 04.04.2011, όπως προκύπτει εκ της σχετικής βεβαιώσεως επί της άνω αιτήσεως, όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά διακόσια πενήντα τέσσερα και 0,40 (254,40), αναλογία όγκου κοινοχρήστων μέτρα κυβικά ενενήντα εννέα και 0,22 (99,22), δηλαδή όγκο ολικό μέτρα κυβικά τριακόσια πενήντα τρία και 0,62 (353,62), με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο εκατόν ενενήντα εννέα χιλιοστά (199/000), που αντιστοιχούν σε τετραγωνικά μέτρα τριάντα τέσσερα (34,00) εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο, έχει ψήφους εκατόν ενενήντα εννέα (199) επί συνόλου χιλίων (1000), συμμετοχή στις κοινές δαπάνες Α΄ κατηγορίας εκατόν ενενήντα εννέα χιλιοστά (199/000), Β΄ κατηγορίας διακόσια δύο χιλιοστά (202/000), Γ΄ κατηγορίας διακόσια δέκα τρία χιλιοστά (213/000) και Δ΄ κατηγορίας διακόσια χιλιοστά (200/000) και συνορεύει βόρεια με ακάλυπτο χώρο ακινήτου και πέραν αυτού με την οδό ……….., νότια με νότιο όριο ακινήτου, ανατολικά με χώρο ανελκυστήρα, κλιμακοστάσιο και ακάλυπτο χώρο ακινήτου και δυτικά με την οδό ………… Η υπό στοιχεία Άλφα ένα (Α-1) αποθήκη του υπογείου, η οποία εμφαίνεται με τα στοιχεία αυτά στην κάτοψη υπογείου και σε αναλογίες στον πίνακα ποσοστών συνιδιοκτησίας, και τα δύο του πολιτικού μηχανικού …………, που προσαρτώνται στο υπ’ αριθμ. ………./1994 συμβόλαιο της άνω συμβολαιογράφου, αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, έχει επιφάνεια τετραγωνικά μέτρα τέσσερα και ογδόντα (4,80), όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά δέκα τρία και 0,92 (13,92), αναλογία όγκου κοινοχρήστων μέτρα κυβικά τέσσερα και 0,33 (4,33), δηλαδή ολικό όγκο μέτρα κυβικά δέκα οκτώ και 0,25 (18,25), με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο ένα χιλιοστό (1/000) που αντιστοιχεί σε τετραγωνικά μέτρα 0,20 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο, έχει ψήφους μία (1) επί συνόλου χιλίων (1000), συμμετοχή στις κοινές δαπάνες Α΄ κατηγορίας ένα χιλιοστό (1/000), Β΄ κατηγορίας έντεκα χιλιοστά (11/000) και συνορεύει βόρεια με βόρειο όριο ακινήτου και ακάλυπτο χώρο, νότια με κλιμακοστάσιο, ανατολικά με ανατολικό όριο ακινήτου και δυτικά με την υπ’ αριθμ. Άλφα δύο (Α-2) οριζόντια ιδιοκτησία (αποθήκη). Στην πιο πάνω δε περιγραφόμενη υπ’ αριθμ. Άλφα ένα (Α-1) αποθήκη του υπογείου, αποτελεί παράρτημα η υπ’ αριθμ. ένα (1) θέση στάθμευσης αυτοκινήτου της PILOTIS, η οποία έχει επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά δέκα και δέκα τρία (10,13 τ.μ.) και συνορεύει βόρεια με οδό …….., νότια με κατάστημα ορόφου, ανατολικά με χώρο πρασίνου και δυτικά με την υπ’ αριθμ. δύο (2) θέση στάθμευσης αυτοκινήτου.  Η  αξία των ως άνω ακινήτων, κατά το προαναφερόμενο ποσοστό κυριότητας της πρώτης εναγόμενης επ’ αυτών, με βάση το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ανερχόταν στο ποσό των 33.943,52 ευρώ και δη 32.394,98 ευρώ η αξία του ιδανικού της μεριδίου για το Γ1 διαμέρισμα, ως συνομολογείται, εξάλλου, από τους διαδίκους και 272,16 ευρώ η  αξία  του μεριδίου για την Α1 αποθήκη, πλέον 1.276,38 ευρώ για την, σε αυτήν (αποθήκη), ανήκουσα θέση στάθμευσης. Μετά την παραπάνω μεταβίβαση δεν υφίσταται εμφανές περιουσιακό στοιχείο της πρώτης  εναγομένης, για να ικανοποιηθεί η αξίωση της ενάγουσας, ενώ πρέπει να επισημανθεί ότι η ύπαρξη εμφανούς περιουσίας του οφειλέτη, ως αυτοτελής προϋπόθεση του πραγματικού της διάταξης του άρθρου 939 ΑΚ, κρίνεται με τους υφιστάμενους οικονομικούς όρους κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής, κατά τον οποίο κρίνεται και η βλάβη του δανειστή. Με βάση όλα τα παραπάνω, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη προέβη στην εν λόγω μεταβίβαση, με πρόθεση να βλάψει την δανείστρια-αρχικώς ενάγουσα, κατά την προρρηθείσα στην υπό στοιχ. ΙΙΙ νομική σκέψη έννοια του άρθρου 939 ΑΚ, αφού αποδείχθηκε ότι τελούσε σε γνώση αφ ενός μεν των οφειλών της προς αυτήν αφ ετέρου δε του γεγονότος ότι με την απαλλοτρίωση των συγκεκριμένων περιουσιακών της στοιχείων δεν υπήρχε  έτερο περιουσιακό στοιχείο της για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της ενάγουσας. Οι εναγόμενοι, αρνούμενοι την σε βάρος τους αγωγή,  ισχυρίζονται ότι η πρώτη εναγόμενη, κατά το χρόνο συντέλεσης της επίμαχης δικαιοπραξίας, δεν είχε δόλο ματαίωσης της αξίωσης της αρχικώς ενάγουσας-δανείστριας Τράπεζας. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι η μεταβίβαση του ως άνω ποσοστού της, σε έκαστο των τέκνων της, έγινε προς εκπλήρωση της ειδικής συμφωνίας που είχε καταρτίσει με τον ήδη αποβιώσαντα πρώην σύζυγό της, ως αυτή αποτυπώνεται στο, επισυναπτόμενο στις πρωτόδικες αλλά και στις κατατεθείσες προτάσεις τους ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, από 8.12.2004 ιδιωτικό συμφωνητικό, σύμφωνα με το οποίο αυτή, ενόψει της λύσης του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, για τον κλονισμό του οποίου ευθυνόταν η ίδια, αλλά και προς ρύθμιση των περιουσιακών στοιχείων που απέκτησαν, κατά τη διάρκεια αυτού, ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει το ποσοστό της επί των επιδίκων ακινήτων, καθώς τυπικά, μόνο, φερόταν συγκυρία αυτών μετά του συζύγου της, αφού αυτά αποκτήθηκαν εξ ολοκλήρου με δικά του χρήματα, στους εναγόμενους-τέκνα της, ώστε αυτά να είναι εξασφαλισμένα και να έχουν στέγη, καθώς ο δεύτερος εξ αυτών είναι ανάπηρος, η δε τρίτη εξ αυτών είναι επιφορτισμένη με την φροντίδα του. Ο ως άνω ισχυρισμός των εναγόμενων τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα: α)Το τυχόν υφιστάμενο ιδιαίτερο ηθικό καθήκον της πρώτης εναγόμενης προς τα τέκνα της (δεύτερη και τρίτη των εναγόμενων) δεν δύναται να δικαιολογήσει την παραβίαση νομίμων υποχρεώσεων και ιδίως την προσβολή νομίμων αξιώσεων τρίτων, εν προκειμένω της αρχικώς ενάγουσας δανείστριας τράπεζας, ειδική διάδοχος της οποίας κατέστη η εκκαλούσα. Η παροχή του γονέα προς το τέκνο (άρθρο 1509 του ΑΚ), που έγινε στα πλαίσια ηθικού καθήκοντος, έπεται των ενοχικών υποχρεώσεων του γονέα και υπόκειται στο σύνολό της σε διάρρηξη, κατά την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 939 – 946 του ΑΚ, οι οποίες αποσκοπούν στην έναντι κάθε καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης, αποκατάσταση της διαταραχθείσας οικονομικής τάξης του οφειλέτη έναντι των δανειστών του (ΑΠ 28/2017, ΑΠ 778/2015, 1217/2014 δημοσιευμένες στην Nόμος). β)Η επιλογή από την πρώτη εναγόμενη  της  χρονικής στιγμής προς εκπλήρωση της προαναφερόμενης συμφωνίας, ήτοι 7 σχεδόν χρόνια μετά την κατάρτισή της και ενώ υφίσταντο οφειλές της προερχόμενες από τη επίδικη σύμβαση δανείου, τις οποίες σαφώς και γνώριζε, ενισχύει ακόμη περισσότερο την κρίση του Δικαστηρίου, περί του ότι ενεργούσε με πρόθεση βλάβης των οικονομικών συμφερόντων της ενάγουσας-δανείστριας τράπεζας και ματαίωσης ικανοποίησης της απαίτησης της τελευταίας, αφού τα μεταβιβαζόμενα στα τέκνα της δεύτερο και τρίτη των εναγόμενων ακίνητα ήταν τα μοναδικά περιουσιακά της στοιχεία. Σημειωτέον ότι το στοιχείο της γνώσης του καταδολιευτικού χαρακτήρα της επίδικης δικαιοπραξίας- γονικής  παροχής δεν απαιτείται για τους ως άνω εναγόμενους (δεύτερο και τρίτη), κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, αφού πρόκειται για απαλλοτρίωση από χαριστική αιτία. Περαιτέρω, η παραδεκτώς προβληθείσα από τους εναγόμενους ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφερθείσα με τις προτάσεις τους ένστασή τους περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της  αρχικώς ενάγουσας ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας, ειδική διάδοχος της οποίας κατέστη η εκκαλούσα να ζητήσει τη διάρρηξη της ενδίκου απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας (άρθρο 281 ΑΚ) επικαλούμενη (η ένσταση), α)κατά τα προαναφερόμενα, την έλλειψη δόλου της πρώτης εφεσίβλητης, β)το γεγονός ότι κατά το χρόνο κατάρτισης της επίδικης δικαιοπραξίας γονικής παροχής η ένδικη σύμβαση δανείου δεν είχε εισέτι καταγγελθεί, ήτοι ως επί λέξει αυτή αναφέρει στις προτάσεις της «η καταβολή του δανείου εξυπηρείτο» και γ)ότι η αξία των μεταβιβασθέντων ακινήτων είναι κατά πολύ ανώτερη της απαίτησης της αρχικώς ενάγουσας και μετέπειτα της εκκαλούσας, τυγχάνει απορριπτέα πρωτίστως ως μη νόμιμη, διότι, τα επικαλούμενα σ’ αυτήν ως άνω πραγματικά περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να στηριχθεί η ως άνω ένσταση, με βάση και τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ. IV), δεν συνιστούν προφανή υπέρβαση των τιθεμένων oρίων από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό ή τον κοινωνικό σκοπό του αγωγικού δικαιώματος διάρρηξης, αλλά, σε κάθε περίπτωση, τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη και κατ’ ουσίαν, αφού, με βάση τα ως άνω άνω αποδειχθέντα, ήτοι τον καταδολιευτικό χαρακτήρα της ένδικης απαλλοτρίωσης, η άσκηση της ένδικης αγωγής προς διάρρηξη είναι καθ’ όλα δικαιολογημένη και ουδόλως καταχρηστική. Σημειωτέον ότι, με βάση τα ανωτέρω, σε συνδυασμό και με την προηγηθείσα νομική σκέψη (υπό στοιχ. ΙΙΙ), η ενάγουσα ήταν και πριν από το οριστικό κλείσιμο του τηρηθέντος για την επίδικη σύμβαση δανείου λογαριασμού δανείστρια και έχει, επομένως, νόμιμο δικαίωμα να προσβάλει ως καταδολιευτική, υπό την κατά τα ανωτέρω συνδρομή των λοιπών όρων του νόμου, την προρρηθείσα απαλλοτριωτική πράξη της πρώτης εναγομένης, έστω και αν έλαβε χώρα πριν από την καταγγελία της σύμβασης  και το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, τα οποία σε κάθε περίπτωση, είχαν επισυμβεί έως τη συζήτηση της ένδικης αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Εξάλλου, ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας,  τυγχάνει το αίτημα των εναγόμενων-εφεσίβλητων, που υποβλήθηκε προφορικά το πρώτον ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο αυτού, περί επίδειξης από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα των με αριθμό ………/06 και ……../1. συμβάσεων της πρώτης εφεσίβλητης, με την …. η πρώτη και την …. . η δεύτερη αντίστοιχα,  αφού αφ’ ενός μεν  δεν προσδιορίσθηκαν επαρκώς τα αιτούμενα προς επίδειξη ως άνω έγγραφα των οποίων ζητήθηκε η επίδειξη και το περιεχόμενό τους, ιδίως,  όμως,  διότι δεν αναφέρθηκε ότι τα έγγραφα αυτά, των οποίων ζητείται η επίδειξη από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, κατέχει η τελευταία  (ΑΠ 414/2016 , ΕφΔωδ 12/2011, δημοσιευμένες στη Νόμος). Κατά συνέπεια, ενόψει του ότι συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 939 ΑΚ, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και  να απαγγελθεί η διάρρηξη της δικαιοπραξίας που έλαβε χώρα με το με αριθμό ……/3.5.2011 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιά, …………., κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό και δη η ολική διάρρηξη, δοθέντος ότι η συνολική ως άνω αναφερόμενη αξία των απαλλοτριωθέντων ακινήτων (33.943,52 ευρώ) δεν καλύπτει την αγωγική απαίτηση, που ανέρχεται, πλέον, ήδη στο ποσό των 35.342,31 ευρώ. Περαιτέρω, από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι, μετά την άσκηση της ένδικης εφέσεως, και επομένως, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, έλαβε χώρα περαιτέρω ειδική διαδοχή ως προς την ανωτέρω απαίτηση, για την οποία ζητήθηκε από την αρχικώς ενάγουσα και μετέπειτα την εκκαλούσα η διάρρηξη. Συγκεκριμένα, δυνάμει της από 13 Μαρτίου 2018 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αρ. πρωτοκόλλου …../23.03.2018, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 (άρθρο 3 παρ. 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000), η εκκαλούσα τραπεζική εταιρία  μεταβίβασε στην ……… (με διακριτικό τίτλο «………»), με έδρα το Λουξεμβούργο, ………., νομίμως καταχωρημένης με αριθμό ………, ως νομίμως εκπροσωπείται, ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις καταναλωτικής ή/και επιχειρηματικής πίστεως, μεταξύ των οποίων και η επίδικη, η οποία, με τη σειρά της, μεταβίβασε αυτές  δυνάμει της από 16 Οκτωβρίου 2018 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αρ. πρωτοκόλλου ……./29.10.2018, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 (άρθρο 3 παρ. 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000), στην εταιρία με την επωνυμία  …………με έδρα την Ιρλανδία, …………, νομίμως καταχωρημένης και εκπροσωπουμένης. Η τελευταία, με την από 19 Νοεμβρίου 2018 σύμβαση διαχείρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και την πράξη 118/2017 της εκτελεστικής επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όρισε ως εταιρεία διαχείρισης των απαιτήσεών της από δάνεια και πιστώσεις, ήτοι και της επίδικης, την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, ήτοι την εταιρεία με την επωνυμία «………..», η οποία έχει συσταθεί και αδειοδοτηθεί ως τέτοια από την Τράπεζα της Ελλάδος (απόφαση αριθμ. 220/1/13.3.2017 της επιτροπής πιστωτικών και ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος). Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, σε συνδυασμό με την προηγηθείσα νομική σκέψη ( υπό στοιχ. ΙΙ), νομιμοποιείται ενεργητικά η ως άνω ανώνυμη εταιρία  …………, ως νόμιμη διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «………….», ειδικής διαδόχου της ως άνω εκκαλούσας τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ), στην άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, η οποία πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της. Τέλος, η δικαστική δαπάνη της τελευταίας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, θα πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της πρώτης εφεσίβλητης-καθ’ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, λόγω της ήττας της και του σχετικού αιτήματος της νικήσασας αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, κατ’ άρθρο 106, 176, 182 και 183 ΚΠολΔ (σημειωτέον ότι η τελευταία αιτείται την καταδίκη στη δικαστική δαπάνη μόνο της πρώτης των εφεσιβλήτων-καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση και όχι των λοιπών, δεύτερου και τρίτης), ενώ ζήτημα επιβολής δικαστικής δαπάνης υπέρ της εκκαλούσας, λόγω της νίκης της στη δίκη αυτή, δεν τίθεται, καθότι αυτή, λόγω της ερημοδικίας της, δεν υποβλήθηκε σε έξοδα, ενώ για το  παράβολο, ποσού 150,00 ευρώ, που αυτή  (εκκαλούσα) προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεώς της, πρέπει να διαταχθεί η απόδοσή του σε αυτήν (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων -της  εκκαλούσας-υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση αντιπροσωπευόμενης από την αναγκαία ομόδικό της-αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα-  τις α)από 28.11.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2017 έφεση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………… και το διακριτικό τίτλο «………», ως ειδικής διαδόχου της αρχικώς ενάγουσας τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………» β)από 4.4.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2019 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..».

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση και την από 4.4.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2019 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 645/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ ουσίαν την  από 11.10.2012 και με αριθμό καταθέσεως …………./15.10.2012 αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ την ολική διάρρηξη της γονικής παροχής που καταρτίσθηκε με το με αριθμό ………/03.05.2011 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στον τόμο … και με αριθμό …., δυνάμει του οποίου η πρώτη των εναγομένων παραχώρησε, παρέδωσε και μεταβίβασε χωρίς αντάλλαγμα, λόγω γονικής παροχής, στους δεύτερο και τρίτη των εναγόμενων την πλήρη κυριότητα κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, και στον καθένα εξ αυτών κατά ποσοστό ¼  εξ αδιαιρέτου, δύο οριζοντίων ιδιοκτησιών, ήτοι του υπό στοιχεία Γάμα ένα (Γ-1) διαμερίσματος του τρίτου (Γ΄) άνω από το ισόγειο ορόφου και της υπό στοιχεία Άλφα ένα (Α-1) αποθήκης του υπογείου, μίας πολυκατοικίας κτισμένης σε οικόπεδο που βρίσκεται στον Πειραιά, στην περιφέρεια του Δήμου Πειραιά εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλης, στη θέση «………» και επί των οδών ………… Το ως άνω οικόπεδο έχει έκταση, α)σύμφωνα με τον αρχικό τίτλο κτήσεως τετραγωνικά μέτρα εκατόν εξήντα εννέα και είκοσι πέντε (169,25) και β)σύμφωνα με το από Ιουνίου 1993 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ………, που προσαρτάται στο υπ’ αριθμ. ………/1993 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά ………., και σύμφωνα με το από Οκτωβρίου 1994 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………, το οποίο προσαρτάται στην υπ’ αριθμ. ………../1994 πράξη της ως άνω συμβολαιογράφου, τετραγωνικά μέτρα εκατόν εβδομήντα και σαράντα (170,40), εμφαινόμενο σε αμφότερα τα ως άνω τοπογραφικά διαγράμματα με τα αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Α, είναι δε άρτιο και οικοδομήσιμο σύμφωνα με την υπεύθυνη δήλωση του Ν. 651/77 του συντάξαντος μηχανικού και συνορεύει, σύμφωνα με το προσαρτώμενο στην υπ’ αριθμ. …../1994 πράξη της ως άνω συμβολαιογράφου τοπογραφικό διάγραμμα, βόρεια, επί προσώπου Α-Β μέτρων δώδεκα (12,00), με οδό …… πλάτους μέτρων οχτώ (8,00), νότια, επί πλευράς Δ-Γ μέτρων δώδεκα και ενενήντα (12,90), με ιδιοκτησία αγνώστου, ανατολικά, επί πλευράς Α-Δ μέτρων δεκατεσσάρων και είκοσι (14,20), με ιδιοκτησία αγνώστου και δυτικά, επί προσώπου Β-Γ μέτρων δεκατεσσάρων και είκοσι (14,20), με οδό ……., πλάτους μέτρων δεκαπέντε (15,00). Πιο συγκεκριμένα το υπό  στοιχεία Γάμα ένα (Γ-1) διαμέρισμα του τρίτου (Γ΄) πάνω από το ισόγειο (PILOTIS) ορόφου, το οποίο εμφαίνεται στο διάγραμμα κάτοψης Α-Β-Γ-Δ ορόφου και σε αναλογίες στον πίνακα ποσοστών συνιδιοκτησίας, και τα δύο του μηχανικού …………, που προσαρτώνται στο υπ’ αριθμ. ………./1994 συμβόλαιο της ως άνω συμβολαιογράφου, αποτελείται από κουζίνα, καθιστικό, δύο (2) κρεβατοκάμαρες και λουτρό, έχει εξώστες προς τις οδούς ………., έχει επιφάνεια τετραγωνικά μέτρα ογδόντα τέσσερα και 0,80 (84,80), ημιϋπαίθριους χώρους προς τον ακάλυπτο χώρο, επιφάνειας τούτων τετραγωνικών μέτρων τεσσάρων και 0,38 (4,38) και έντεκα και 0,88 (11,88), όπως αυτό προκύπτει από το ως άνω διάγραμμα κάτοψης Α-Β-Γ-Δ ορόφου του άνω μηχανικού που προσαρτάται στο υπ’ αριθμ. ………/1994 συμβόλαιο της ως άνω συμβολαιογράφου, της χρήσης του άνω ημιϋπαίθριου χώρου μετατραπείσης σε χώρο κύριας χρήσης καθ’ υπέρβαση των περιορισμών και όρων δόμησης, υπαχθέντων των ημιϋπαίθριων χώρων τούτων, στις διατάξεις του Ν. 3843/2010 (ΦΕΚ 62Α/24.04.2010), κατόπιν της, προσαρτώμενης στο υπ’ αριθμ. ……../2011 συμβόλαιο γονικής παροχής σε επικυρωμένο αντίγραφο, με αριθμ. πρωτ. ………/13.12.2010 αιτήσεως στη Διεύθυνση Πολεοδομίας Πειραιά, της σχετικής υποθέσεως περαιωθείσης την 04.04.2011, όπως προκύπτει εκ της σχετικής βεβαιώσεως επί της άνω αιτήσεως, όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά διακόσια πενήντα τέσσερα και 0,40 (254,40), αναλογία όγκου κοινοχρήστων μέτρα κυβικά ενενήντα εννέα και 0,22 (99,22), δηλαδή όγκο ολικό μέτρα κυβικά τριακόσια πενήντα τρία και 0,62 (353,62), με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο εκατόν ενενήντα εννέα χιλιοστά (199/000), που αντιστοιχούν σε τετραγωνικά μέτρα τριάντα τέσσερα (34,00) εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο, έχει ψήφους εκατόν ενενήντα εννέα (199) επί συνόλου χιλίων (1000), συμμετοχή στις κοινές δαπάνες Α΄ κατηγορίας εκατόν ενενήντα εννέα χιλιοστά (199/000), Β΄ κατηγορίας διακόσια δύο χιλιοστά (202/000), Γ΄ κατηγορίας διακόσια δέκα τρία χιλιοστά (213/000) και Δ΄ κατηγορίας διακόσια χιλιοστά (200/000) και συνορεύει βόρεια με ακάλυπτο χώρο ακινήτου και πέραν αυτού με την οδό ……….., νότια με νότιο όριο ακινήτου, ανατολικά με χώρο ανελκυστήρα, κλιμακοστάσιο και ακάλυπτο χώρο ακινήτου και δυτικά με την οδό ……….. Η υπό στοιχεία Άλφα ένα (Α-1) αποθήκη του υπογείου, η οποία εμφαίνεται με τα στοιχεία αυτά στην κάτοψη υπογείου και σε αναλογίες στον πίνακα ποσοστών συνιδιοκτησίας, και τα δύο του πολιτικού μηχανικού ………., που προσαρτώνται στο υπ’ αριθμ. ……./1994 συμβόλαιο της άνω συμβολαιογράφου, αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, έχει επιφάνεια τετραγωνικά μέτρα τέσσερα και ογδόντα (4,80), όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά δέκα τρία και 0,92 (13,92), αναλογία όγκου κοινοχρήστων μέτρα κυβικά τέσσερα και 0,33 (4,33), δηλαδή ολικό όγκο μέτρα κυβικά δέκα οκτώ και 0,25 (18,25), με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο ένα χιλιοστό (1/000) που αντιστοιχεί σε τετραγωνικά μέτρα 0,20 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο, έχει ψήφους μία (1) επί συνόλου χιλίων (1000), συμμετοχή στις κοινές δαπάνες Α΄ κατηγορίας ένα χιλιοστό (1/000), Β΄ κατηγορίας έντεκα χιλιοστά (11/000), και συνορεύει βόρεια με βόρειο όριο ακινήτου και ακάλυπτο χώρο, νότια με κλιμακοστάσιο, ανατολικά με ανατολικό όριο ακινήτου και δυτικά με την υπ’ αριθμ. Άλφα δύο (Α-2) οριζόντια ιδιοκτησία (αποθήκη). Στην πιο πάνω δε περιγραφόμενη υπ’ αριθμ. Άλφα ένα (Α-1) αποθήκη του υπογείου, αποτελεί παράρτημα η υπ’ αριθμ. ένα (1) θέση στάθμευσης αυτοκινήτου της PILOTIS, η οποία έχει επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά δέκα και δέκα τρία (10,13 τ.μ.) και συνορεύει βόρεια με οδό ……., νότια με κατάστημα ορόφου, ανατολικά με χώρο πρασίνου και δυτικά με την υπ’ αριθμ. δύο (2) θέση στάθμευσης αυτοκινήτου.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη εφεσίβλητη-καθ’ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση στα δικαστικά έξοδα της προσθέτως παρεμβαίνουσας, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την   επιστροφή   του  με κωδικό πληρωμής ………… ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού  εκατόν πενήντα (150) ευρώ, στην καταθέσασα εκκαλούσα.

ΚΡΙΘΗΚΕ,  αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 5 Μαρτίου 2020 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 30 Απριλίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων των παρισταμένων εξ αυτών.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ