Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 331/2020

Αριθμός    331/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Ι.Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 327/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 18-4-2019, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας  από την επίδοση αντιγράφου της εκκαλουμένης  απόφασης στις 19-3-2019 (βλ. την σχετική επισημείωση της δικ. επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ………., επί του προσκομιζομένου επιδοθέντος στους εναγόμενους αντιγράφου της εκκαλουμένης) (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επιπλέον, έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ), ποσού 100 ευρώ, (βλ. το υπ’αριθμ. e-παράβολο …………… /2019).  Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 29-9-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2016  αγωγή τους οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι, εξέθεταν ότι τυγχάνουν συγκύριοι οριζοντίων αυτοτελών ιδιοκτησιών (διαμερισμάτων) στην πολυώροφη οικοδομή με πιλοτή, επί της οδού ……….. στον Κορυδαλλό Αττικής και ότι   με την με αριθμό …/1980 νομίμως μεταγραφείσα πράξη οροφοκτησίας του συμβολαιογράφου  Αθηνών, ………….,  που τη διέπει,  συστάθηκαν ακύρως  (άρθρο 174 ΑΚ) στο χώρο της πιλοτής  επτά αυτοτελείς ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες, ειδικότερα περιγραφόμενες, που αποτελούν ανοικτές θέσεις στάθμευσης με αριθμούς 1 έως 7, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου  5 0/00 έκαστη, που, ακολούθως,  περιήλθαν κατά κυριότητα  στους εναγόμενους με τα ειδικότερα αναφερόμενα  νομίμως μεταγραφέντα συμβόλαια, οι οποίοι, ωστόσο,  δεν είναι κύριοι διαμερισμάτων της οικοδομής, ούτε ενοικούν σε αυτήν. Ζητούσαν δε: α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ως άνω  πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας,  αναφορικά με τον καθορισμό των επίδικων θέσεων στάθμευσης ως αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών με ποσοστά συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο, β) να ανα­γνωριστεί ότι τα εν λόγω ποσοστά  τους ανήκουν στους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους της οικοδομής, γ) να αναγνωριστεί η ακυρότητα των ειδικότερα αναφερομένων συμβολαίων, με τα οποία αυτές μεταβιβάσθηκαν στους εναγομένους, δ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να απομακρύνουν τα οχήματα τους ή κάθε άλλο εμπόδιο ή κατασκευή από  αυτές, ειδάλλως να επιτραπεί στους ίδιους (ενάγοντες) να το πράξουν με δαπάνη των τελευταίων, και ε) να υποχρεωθούν αυτοί να απέχουν από οιαδήποτε αυθαίρετη  χρήση  των χώρων αυτών στο μέλλον,  με την απειλή σε βάρος τους χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης για κάθε παράβαση της απόφασης. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η πληρεξούσια δικηγόρος των εναγόντων, με δήλωση της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, παραιτήθηκε από την αγωγή ως προς τον πέμπτο εναγόμενο, με συνέπεια να καταργηθεί η δίκη ως προς αυτόν. Ακολούθως, το Δικαστήριο εξέδωσε την  εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εναγόμενοι με την ένδικη έφεση τους, επικαλούμενοι  εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και  ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, με σκοπό  να  απορριφθεί εξ ολοκλήρου  η  σε βάρος τους αγωγή.III. Από τις διατάξεις των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ και 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1,4 παρ. 1, 5, 13 του Ν 3741/1929, που δι­ατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι επί ιδιοκτησίας κατ` ορόφους (οριζόντιας ιδιοκτησίας), δημιουργείται χωριστή κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου και αναγκαστική συγκυριότητα, που απο­κτάται αυτοδικαίως, κατά ανάλογη μερίδα επί του εδά­φους και των μερών της οικοδομής που χρησιμεύουν στην κοινή χρήση όλων των οροφοκτητών. Οι ως άνω βασι­κές αρχές του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας προκύ­πτουν σαφώς από τις παραπάνω διατάξεις, οι οποίες, όμως, δεν προσδιορίζουν επαρκώς την έννοια του «ορόφου» και «διαμερίσματος ορόφου». Από το πνεύμα, εν τούτοις, των διατάξεων για την οροφοκτησία και ιδίως από τον σκο­πό τους, που, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκ­θεση του Ν 3741/1929, είναι η ευχερέστερη κάλυψη των στεγαστικών αναγκών των πολιτών και η καθ` ύψος επέ­κταση των πόλεων – καθώς και από τα ερμηνευτικά πορί­σματα από την κοινή πείρα και από τις σχετικές διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας (αρθρ. 11 του Γεν. Οικοδο­μικού Κανονισμού των ετών 1929, 1955 και 1973), συνά­γεται, ότι όροφος ή διαμέρισμα ορόφου είναι το αναποχώριστο τμήμα της οικοδομής ή του ορόφου, μετά των συ­στατικών του και του εντός αυτού (κυβικού) χώρου, που περικλείεται τεχνικώς από κάτω, από τα πλάγια και από πάνω, με τοίχους ή άλλα οικοδομικά στοιχεία, ώστε να δι­αχωρίζεται σαφώς από τα λοιπά, (διαιρετά ή αδιαίρετα), τμήματα της οικοδομής και να έχει αναχθεί σε συγκεκρι­μένο και ανεξάρτητο τμήμα αυτής, κατάλληλο προς χωρι­στή και αυτοτελή οικιστική εν γένει χρήση. Μόνο οι όροφοι και τα διαμερίσματα ορόφων, με την παραπάνω έννοια, καθώς και τα εξομοιούμενα από το νόμο με ορόφους υπό­γεια και δωμάτια κάτω από τη στέγη, (άρθρα 1002 εδ. β` ΑΚ και 1 παρ. 2 Ν 3741/1929), μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο οριζόντιας ιδιοκτησίας. Επομένως, δεν είναι δυνατό να συσταθεί διαιρεμένη ιδιοκτησία επί ανοικτού χώρου, εκτός αν προβλέπεται στη συστατική της οροφο­κτησίας πράξη ή σε μεταγενέστερη συμφωνία όλων των οροφοκτητών που έχει μεταγραφεί νόμιμα, ότι ο χώρος αυτός πρόκειται να οικοδομηθεί, οπότε η σύσταση διαι­ρεμένης ιδιοκτησίας αναφέρεται στους μελλοντικούς ορό­φους ή διαμερίσματα και τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της κατασκευής τους (άρθρο 201 ΑΚ). Εξάλλου, αν ληφθεί υπόψη ότι η θεσπιζόμενη με τα άρθρα 1002 ΑΚ και 1 του Ν 3741/1929 αποκλειστική (χωριστή) κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου αποτελεί την εξαίρεση του κανό­να «superficies solo cedit», που έχει περιληφθεί στο άρθρο 1001 εδ. Α` του ΑΚ, οποιοδήποτε μέρος του όλου ακινήτου που δεν ορίστηκε ή δεν ορίστηκε έγκυρα, με το συστατι­κό της οροφοκτησίας τίτλο, ότι αποτελεί αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, υπάγε­ται αυτοδικαίως από το νόμο, κατ` εφαρμογή του ανωτέ­ρω κανόνα, στα αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριό­τητας επί του εδάφους και θεωρείται γι` αυτό κοινόκτητο και κοινόχρηστο μέρος του ακινήτου. Περαιτέρω, τα άρθρα 22 παρ. 9 και 32 παρ. 4 του ΝΔ 8/1973 «περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού», όπως αντικαταστάθηκαν από τις παραγράφους 22 και 33 του άρθρου 1 του ΝΔ 205/1974, προέβλεψαν για πρώτη φο­ρά την κατασκευή της οικοδομής επί υποστηλωμάτων για τη δημιουργία στο ισόγειο ανοικτού στεγασμένου χώρου, που αφήνεται εξ ολοκλήρου κενός και χρησιμεύει για τη στάθμευση αυτοκινήτων. Ο κενός αυτός χώρος του ισογεί­ου, που ονομάστηκε πιλοτή (άρθρο 1 παρ. 5γ` Ν 960/1979, όπως αντικ. με Ν 1221/1981, 7 παρ. 1 περιπτ. Αι` και 9 παρ. 10 ΓΟΚ/1985), είναι εξ ορισμού ανοικτός και συνε­πώς ισχύουν γι` αυτόν όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, δηλα­δή η συμφωνία των οροφοκτητών να συστήσουν, σε τμή­ματα της πιλοτής που θα παραμείνουν ανοικτά, αυτοτελείς (διαιρεμένες) ιδιοκτησίες, είτε σε ιδιοκτήτες ορόφων της ιδίας οικοδομής είτε σε τρίτους, θα είναι άκυρη, ως αντικείμενη στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις που κα­θορίζουν τις θεμελιακές αρχές του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας (αρθρ. 174 ΑΚ), και συνακόλουθα τα τμήματα αυτά είναι κοινόκτητα και κοινόχρηστα. Αν, όμως, προ­βλέπεται στην άνω συμφωνία ότι στα πιο πάνω τμήματα της πιλοτής θα κατασκευαστούν κλειστοί χώροι, δημιουρ­γούνται έγκυρα διαιρεμένες ιδιοκτησίες στους περίκλει­στους χώρους που θα κατασκευαστούν, παρά το γεγονός ότι η κατασκευή τους επάγεται τυχόν υπέρβαση του ορί­ου κάλυψης ή του συντελεστή δόμησης και είναι πάντως αντίθετη προς τις ανωτέρω διατάξεις του ΓΟΚ/1973 – που ορίζουν ότι ο χώρος της πιλοτής αφήνεται εξ ολοκλήρου κενός – αφού η παραβίαση των διατάξεων αυτών συνεπά­γεται μόνο διοικητικές κυρώσεις και δεν θίγει το κύρος της μεταξύ των οροφοκτητών συμφωνίας (ΑΠ Ολ 583/1983). Σημειώνεται, τέλος, ότι η προεκτεθείσα έννοια των διατά­ξεων για την οροφοκτησία δεν είναι αντίθετη, αλλά επι­βεβαιώνεται ουσιαστικά από τις ειδικές ρυθμίσεις των Ν 960/1979 και Ν 1221/1981 για τις θέσεις σταθμεύσεως αυτοκινήτων. Πράγματι, οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 5 εδ. α` και β` του Ν 960/1979, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 του Ν 1221/1981, προβλέπουν, ότι προκει­μένου για θέσεις σταθμεύσεως αυτοκινήτων, που βρίσκο­νται σε στεγασμένους χώρους κτιρίου, το οποίο έχει υπα­χθεί στο σύστημα της διαιρεμένης ιδιοκτησίας, κάθε θέση σταθμεύσεως αποτελεί διαιρεμένη ιδιοκτησία, της οποίας επιτρέπεται η αυτοτελής μεταβίβαση και σε τρίτους, που δεν έχουν σχέση με το κτίριο. Με τις διατάξεις αυτές, δηλαδή, αναγνωρίζεται χωριστή  κυριότητα και επί των θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων, που δεν είναι περίκλειστοι, αλλά απλώς στεγασμένοι, κατ` εξαίρεση του κανόνα ότι αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας αποτελούν μόνον οι κλειστοί χώροι ορόφων ή διαμερισμάτων. Ειδικά, όμως, για την πιλοτή το τελευταίο εδάφιο γ` της παρ. 5 του άνω άρθρου ορίζει ότι οι δημιουργούμενες στην πιλοτή θέσεις σταθμεύσεως δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας. Οι παραπάνω ρυθμίσεις και ιδί­ως αυτές των εδαφίων α` και β`, καθώς και εκείνη του εδαφίου γ`, θα ήταν ασφαλώς περιττές, αν ήταν δυνατό, με βάση τις ισχύουσες μέχρι τότε διατάξεις, να συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία επί ορισμένων ανοικτών χώρων του κοινού ακινήτου, για να χρησιμοποιηθούν ως θέσεις σταθ­μεύσεως αυτοκινήτων. Ενόψει αυτών γίνεται φανερό ότι ο χώρος της πιλοτής ή ανοικτά τμήματα του χώρου αυτού δεν ήταν δυνατό ούτε πριν ούτε μετά από τους Ν 960/1979 και 1221/1981, να αποτελέσουν αντικείμενο διαιρεμένης ιδιoκτησίας και συνεπώς οι χώροι της πιλοτής ανήκαν και τότε και ανήκουν και μετά στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής, επί των οποίων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 13 Ν 3741/1929 μπορούσε μόνο να παραχωρηθεί, με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία ή με μεταγενέστερη συμφωνία μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών, δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως σε ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερίσματος της ίδιας οικοδομής (ΑΠ Ολ 23/2000). Εξάλλου κατά το άρθρο 3 παρ. 1 και 5 του Ν 3741/1929, προκύπτει ότι το εμπράγματο δικαίωμα καθενός από τους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων δεν περιορίζεται μό­νο επί της διαιρεμένης (χωριστής) ιδιοκτησίας του, αλλά επεκτείνεται εξ αδιαιρέτου και επί των κοινόκτητων με­ρών της οικοδομής. Από το δικαίωμα αυτό του ιδιοκτήτη οριζόντιας ιδιοκτησίας απορρέουν και αξιώσεις του για παράλειψη ή εκτέλεση ενεργειών από άλλο συνιδιοκτή­τη οριζόντιας ιδιοκτησίας ή τρίτο, όταν παραβλάπτεται το δικαίωμα αυτό της χρήσης (ΑΠ 464/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, αν ο ιδιοκτήτης οριζόντιας ιδιοκτησίας προ­σβάλλεται από συνιδιοκτήτη ή τρίτο στις εξουσίες του, που απορρέουν από τη συγκυριότητα του στα κοινόκτητα μέ­ρη, έχει εναντίον του προσβολέα, όσον αφορά την έκτα­ση της ιδανικής του μερίδας, την προστασία που έχει σε ανάλογη περίπτωση ο συγκύριος, δηλαδή τη διεκδικητι­κή αγωγή στην περίπτωση της αποβολής του, την αρνητι­κή αγωγή στην περίπτωση της προσβολής με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος και την αναγνωριστική αγωγή στην περίπτωση της αμφισβή­τησης (ΑΠ 115/2003 ΕλλΔνη 2003.494, ΕφΠατρ 1165/2006 ΑχΝομ 2007.690). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1108 παρ. 1 εδ. α` ΑΚ, αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλον τρόπο, εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση, ο κύριος του πράγματος δικαιούται να απαιτήσει, από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα, να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η αρνη­τική αγωγή, της οποίας βάση είναι η κυριότητα του ενάγοντος επί του πράγματος και η προσβολή της με πράξεις διατάραξης η επέμβασης, ασκείται στην περίπτωση με­ρικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, δηλαδή όταν ο κύριος διαταράσσεται στη νομή του, που ασκεί επί του πράγματος και όχι όταν προσβάλλεται με άλλον τρό­πο, όπως με την αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγμα­τος, οπότε προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή κα­τά αυτού που κατέχει το πράγμα. Διατάραξη της κυριότη­τας (ή συγκυριότητας) αποτελεί κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό περιεχόμενο της κυριότητας, δηλαδή όταν ο εναγόμενος ενεργεί στο πράγμα πράξεις, τις οποίες μόνον ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει, ή όταν εμποδίζει τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα, η δε διατάραξη αυτή έχει ως συνέπεια τη μη ελεύθερη και ανενόχλητη χρησιμοποίηση, εκμετάλλευση και απόλαυ­ση ορισμένων μόνον εξουσιών από την κυριότητα επί του πράγματος (ΑΠ Ολ 4/2016, ΑΠ 1792/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1633/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1026/2006 ΝοΒ 2008.618, ΑΠ 399/2006 ΕλλΔνη 2006,828, ΕφΑΘ 913/2010 Αρμ 2011,1316, ΕφΘεσ 913/2010 Αρμ 2011,1316). Αν εξάλλου, οι διάδικοι δεν είναι όλοι ιδιοκτήτες, αλλά εκείνος που τους ενοχλεί στην άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων τους είναι τρίτος, η διαφορά δεν εισάγεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο του άρθρου 17 παρ. 2 ΚΠολΔ, αλλά δικάζεται στο αρμόδιο δικαστήριο της τα­κτικής διαδικασίας, έχοντας τον χαρακτήρα της αρνητικής αγωγής (1108 ΑΚ) ή της αγωγής διατάραξης της νομής. Σ αυτή την περίπτωση η αγωγή πρέπει, σύμφωνα με το άρ­θρο 220 του ΚΠολΔ, να εγγράφεται στα βιβλία διεκδική­σεων, διότι αλλιώς είναι απαράδεκτη (βλ. Λ. Βαρυμποπιώτη, Η κατ` όροφον ιδιοκτησία, άρθρο 4, Κ. Παπαδόπουλο, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, τόμος. Β`, έκδ. 1992, σελ. 288, Φ. Τσετσέκο, Η χωριστή ιδιοκτησία, έκδ. 1994, σελ. 300, ΕφΘεσ 2295/1996 Αρμ 1996,1095, ειδικά ως προς την εγγραφή στα βιβλία διεκδικήσεων κατ` άρθρο 220 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 491/2009 ΝοΒ 2009,1702 = ΧρΙΔ 2010,125, ΑΠ 1290/2002 ΝοΒ 2003,1024 = ΕλλΔνη 2002,1613). Εξάλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 46, 522, 533 παρ. 2 και 535 παρ. 2 ΚΠολΔ το Εφετείο, στο οποίο μεταβιβάζεται η υπό­θεση με την άσκηση της έφεσης, εξετάζει αυτεπαγγέλτως τόσο την ίδια αυτού υλική αρμοδιότητα, όσο και του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και, αν κρίνει ότι το δικαστή­ριο εκείνο ήταν υλικά αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, υποχρεούται, έστω και αν δεν υπάρχει ειδικός λό­γος έφεσης, να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Κατ’ εξαίρεση, η υλική αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν καθίσταται αντικείμενο αυτεπάγγελτης έρευνας ούτε μπορεί να προταθεί από τους διαδίκους με λόγο έφε­σης, αν το Πολυμελές Πρωτοδικείο δίκασε αντί του αρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδι­κείου ή Ειρηνοδικείου, περιπτώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 47 ΚΠολΔ. Τέλος, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν εκδίκασε την υπόθεση κατά τη προσήκουσα διαδικασία, το Εφετείο, δεχόμενο την έφε­ση, εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφα­ση, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, και προ­χωρεί αμέσως στην εκδίκαση της ουσίας κατά τη διαδικασία που προσήκει, από λόγους οικονομίας της δίκης και εφόσον από άλλη γενική δικονομική αρχή της κα­λόπιστης διεξαγωγής της δεν επιβάλλεται η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση για να προπαρασκευαστούν οι διάδικοι (Εφ Λαρ 106/2015, ΕφΑΘ 1505/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). IV. Εν προκειμένω, με την ως άνω  αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη,  δεν εισάγεται, κατά κυριολεξία, διαφορά ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων της πολυκατοικίας από τη σχέση της οροφοκτησίας, κατά την έννοια του άρθρου 17 παρ 2 ΚΠολΔ, αλλά διαφορά μεταξύ ιδιοκτητών της οικοδομής και τρίτων (βλ. και ΕφΠειρ 318/2004, ΕφΑθ 3203/2007, ΕφΠειρ 699/1994, ΕφΑθ 1886/1994 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθόσον κατά τα επικαλούμενα σ΄ αυτήν δεν υφίσταται έγκυρη σχέση ομοδικίας μεταξύ των διαδίκων (βλ και ΕΑ 11403/1986 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και δη σε αυτήν σωρεύονται αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας της πράξης σύστασης οροφοκτησίας ως προς τις επίδικες θέσεις στάθμευσης, και των μεταβιβαστικών της κυριότητας επ’αυτών συμβολαίων (άρθρο 174 ΑΚ) και αρνητική αγωγή  (άρθρο 1108 ΑΚ) (βλ. ad hoc EφΑθ 2332/2016 TNΠ NOMOΣ). Ως εκ τούτου, η διαφορά υπάγεται κατά το μεν πρώτο σκέλος της (αναγνωριστική αγωγή της ακυρότητας των συμβολαίων οροφοκτησίας και μεταβίβασης κυριότητας) στην υλική αρμοδιότητα  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως εκ της αξίας του αντικείμενου της (άρθρο 11 ΚΠολΔ περ.1α), δεδομένου ότι η αξία των επτά  επίδικων θέσεων στάθμευσης ανέρχεται κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου στο συνολικό ποσό των 35.000 ευρώ, και κατά το δεύτερο σκέλος της (αρνητική αγωγή),  στην υλική αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, καθόσον  το αντικείμενο της  δεν είναι αποτιμητό σε χρήμα. Περαιτέρω, αυτή εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που εφάρμοσε  τη διαδικασία των μισθωτικών διαφορών και περαιτέρω, δίκασε την αρνητική αγωγή αντί να χωρίσει την υπόθεση ως προς αυτήν κατ’ άρθρο 218 παρ.1 ΚΠολΔ και να την παραπέμψει στο καθ’ύλην αρμόδιο Δικαστήριο, δηλαδή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου . Μετά από αυτά πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της (και ως προς τη διάταξή της για τα δικαστικά έξοδα), ακολούθως δε να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο, να διαταχτεί και αυτεπαγγέλτως ο χωρισμός των ως άνω αγωγών  και να παραπεμφθεί σύμφωνα με το άρθρο 46 ΚΠολΔ, η δευτέρα τούτων (αρνητική αγωγή) στο ως αρμόδιο κρινόμενο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, προκειμένου να δικαστεί κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία, ενώ η αναγνωριστική αγωγή περί της ακυρότητας των επίδικων συμβολαίων να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία, η οποία πρέπει να εφαρμοστεί στην προκείμενη περίπτωση, κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου τούτου, χάριν της οικονομίας της δίκης. V. Από την  εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρ­τύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και εκτιμώνται από μόνες τους και σε συνδυασμό μεταξύ τους κατά το λόγο της γνώσης και τον βαθμό της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, τις με αριθμό … και …/24-5-2017 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Νίκαιας, που ελήφθησαν μετά από νόμιμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. τις με αριθμό …./18-5-2017 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ………….), και από όλα τα έγ­γραφα, που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται ,μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες με επίκληση φωτογραφίες η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητεί­ται (άρθρα 444 αρ. 3, 445, 448 § 2 και 457 ΚΠολΔ), αποδεικνύο­νται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες  είναι κύριοι οριζοντίων ιδιοκτησιών (διαμερισμάτων) της πολυώροφης οικοδομής, που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ……….. στον Κορυδαλλό Αττικής και ειδικότερα: η πρώτη ενάγουσα της οριζόντιας ιδιοκτησίας του πρώτου ορόφου με αριθμό ΚΑΕΚ ……….., δυνάμει του με αριθμό …./2001 νόμιμα μεταγραμμένου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., η δεύτερη της οριζόντιας ιδιοκτησίας του πρώτου ορόφου με αριθμό ΚΑΕΚ ………., κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του με αριθμό …../1988 νόμιμα μεταγραμμένου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………..,  ο τρίτος της οριζόντιας ιδιοκτησίας του πρώτου ορόφου με αριθμό ΚΑΕΚ ……….., δυνάμει του με αριθμό …./2004 νόμιμα μεταγραμμένου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …………..,  η τέταρτη της οριζόντιας ιδιοκτησίας του δευτέρου ορόφου με αριθμό ΚΑΕΚ …………, δυνάμει του με αριθμό …./1993 νόμιμα μεταγραμμένου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……….., ο πέμπτος της οριζόντιας ιδιοκτησίας του τρίτου ορόφου με αριθμό ΚΑΕΚ ……….., δυνάμει του με αριθμό …/1993  νόμιμα μεταγραμμένου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, ….. ., η έκτη της οριζόντιας ιδιοκτησίας του τρίτου ορόφου με αριθμό ΚΑΕΚ ……….., δυνάμει του με αριθμό …./1981 νόμιμα μεταγραμμένου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών, …………, η έβδομη έχει την ψιλή κυριότητα της οριζόντιας ιδιοκτησίας του τέταρτου ορόφου με αριθμό ΚΑΕΚ …………, δυνάμει του με αριθμό …./1995 νόμιμα μεταγραμμένου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……….., η όγδοη της οριζόντιας ιδιοκτησίας του τέταρτου ορόφου με αριθμό ΚΑΕΚ ……….., δυνάμει του με αριθμό …./1992 νόμιμα μεταγραμμένου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Νίκαιας, …………., η ένατη έχει την  ψιλή κυριότητα της οριζόντιας ιδιοκτησίας του τρίτου ορόφου, με αριθμό ΚΑΕΚ ……….., δυνάμει της με αριθμό 649/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς σε συνδυασμό με το με αριθμό …../1999 νόμιμα μεταγραμμένο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……….,  και η δέκατη της οριζόντιας ιδιοκτησίας του ισογείου και του δεύτερου ορόφου με αριθμό ΚΑΕΚ ………. και  ………..,  αντίστοιχα, δυνάμει του με αριθμό ……/2001 νόμιμα μεταγραμμένου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, …………….. Η εν λόγω οικοδομή  έχει κατασκευαστεί επί υποστυλωμάτων (πι­λοτή), αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο (υπόστυλο χώρο – πι­λοτή), τέσσερις άνωθεν αυτού ορόφους και έχει υπαχθεί στις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117ΑΚ και του Ν 3741/1929 «περί ιδιοκτησίας κατ` ορόφους» με την με αριθμό …./21-2-1980 πράξη σύ­στασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και Κανονισμού Πολυκατοικίας του συμβολαιογράφου Αθηνών, ………….., που έχει μεταγράφει νόμι­μα.  Με βάση την πράξη αυτή η οικοδομή περιλαμβάνει, πέραν των διαμερισμάτων, και επτά (7) ανοικτές θέσεις στάθμευσης στη πιλοτή,  και ειδικότερα  τις με αριθμούς 1, 2, 3, 4, 5, 6, και 7, οι οποίες ορίστηκαν ως ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες με ποσοστά συνιδιοκτησίας 50/00 εκάστη, επί του οικοπέδου. Εξ αυτών περιήλθαν στους εναγόμενους και ήδη εκκαλούντες οι κάτωθι χώροι ως εξής :με το με αριθμό …/1981 νόμιμα μεταγραμμένο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών, …….., η με αριθμό -1- και  ΚΑΕΚ ………. θέση στον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος ακολούθως, με το με αριθμό …/2010 νόμιμα μεταγραμμένο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών, . …., μεταβίβασε αυτή κατά ψιλή κυριότητα στον δεύτερο εναγόμενο,  παρακρατώντας ο ίδιος την επικαρπία, με το με αριθμό …./2010 νόμιμα μεταγραμμένο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……….., η με αριθμό -2- και  ΚΑΕΚ …… θέση στον τρίτο εναγόμενο, και με το με αριθμό ……/1980 νόμιμα μεταγραμμένο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών, …………, η με αριθμό -3- και  ΚΑΕΚ …………. θέση στον τέταρτο εναγόμενο, οι οποίοι, ωστόσο, δεν τυγχάνουν και  κύριοι αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών (διαμερισμάτων) στην εν λόγω οικοδομή, αλλά τρίτοι. Σύμφωνα, όμως, και με όσα αναπτύχθηκαν στις νομικές σκέ­ψεις της παρούσας, ο καθορισμός με τη συστατική της οροφοκτη­σίας πράξη, ως αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών,   και των επίδικων  θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων, χωρίς την πρόβλεψη να καταστούν αυτές περίκλειστες, και η εν συνεχεία μεταβίβαση τους, κατά κυριότητα, στους εναγομέ­νους αποτελούν δικαιοπραξίες, οι οποίες είναι άκυρες ως αντικεί­μενες στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις, που απαγορεύουν τη δημιουργία αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών στον εξ ορισμού ανοικτό χώρο της πιλοτής. Η ακυρότητα αυτή είναι απόλυτη και οι ενάγοντες, ως κύριοι αυτοτελών ιδιοκτησιών (διαμερισμάτων) στην ίδια οικοδομή και συγκύριοι του εν λό­γω κοινοκτήτου μέρους της οικοδομής (της πιλοτής),   έχουν έννομο συμφέρον να την προβάλουν, διότι μπορούν να αντλήσουν όφελος από την ακώλυτη  χρήση του χώρου της. Ενόψει δε, της ακυρότητας των παραπάνω δικαιοπραξιών, οι επίδικες θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων στην πιλοτή της εν λόγω πολυ­κατοικίας, ανήκουν κατ` αρχήν σε όλους τους συνιδιοκτήτες της εξ αδιαιρέτου, κατά ποσοστό αντίστοιχο με την αναλογία της χω­ριστής οριζόντιας ιδιοκτησίας εκάστου εξ αυτών  επί του όλου οικοπέδου (άρθρο 1117 ΑΚ), είναι κοινόχρηστες και μπορούν σύμφωνα με τον νόμο να χρησιμοποιούνται ελεύθερα από οιονδήποτε των συνιδιοκτητών της οικοδομής, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ενάγοντες. VI. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, που σκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας κατά την ενάσκηση κάθε δικαιώματος και έχει ως εκ τούτου έντονο το χαρακτήρα κανόνα δημόσιας τάξης, δεν αρκεί κατ` αρχήν μόνο η για μακρό χρονικό διάστημα μη άσκηση του δικαιώματος από το δικαιούχο, αλλά απαιτείται η συνδρομή και περιστατικών, από τα οποία να εμφανίζεται συμπεριφορά, που να δημιουργεί εκδήλως την πεποίθηση στον υπόχρεο, ότι δεν θα ασκήσει πλέον το δικαίωμα του, σε τρόπο ώστε η, παρά ταύτα, άσκηση του, τείνουσα στην ανατροπή της κατάστασης, που εν τω μεταξύ δημιουργήθηκε και έχει συγκεκριμένες επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο, να αντίκειται, κατά τρόπο, που είναι προφανής, στα αντικειμενικά όρια, που θέτει η διάταξη. Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του (ΑΠ (ολ) 321/2002,ΑΠ 1295/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).VII. Εν προκειμένω, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται, ότι  οι εναγόντες γνώριζαν εξ αρχής την επικαλούμενη  με την αγωγή ακυρότητα των επίδικων συμβολαίων και εν τούτοις αδράνησαν, δημιουργώντας σε αυτούς την εύλογη πεποίθηση, ότι δεν επρόκειτο να ασκήσουν το οποιοδήποτε δικαίωμα τους.  Επιπλέον, οι ίδιοι,  καθ’όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα επιβαρύνονταν με την καταβολή σχετικών φόρων για τις εν λόγω ιδιοκτησίες τους. Όμως τα ανωτέρω περιστατικά, που οι εναγόμενοι επικαλούνται για να στηρί­ξουν την ένσταση τους (καταβολή φόρων) και αληθή υποτιθέμενα δεν στοιχειοθετούν την έν­σταση του άρθρου 281 ΑΚ. Ειδικότερα, οι ως άνω  καταβληθείσες εκ μέρους  τους δαπάνες αντισταθμίζονται από το γεγονός ότι οι ίδιοι απόλαυσαν κατά το επικαλούμενο χρονικό διάστημα  τις ωφέλειες των εν λόγω  χώρων του κοινού ακινήτου, ανενόχλητοι, η  ωφέ­λεια τους δε αυτή δεν είναι αμελητέα σε σχέση  με τη ζημία που υφίστανται οι ενάγοντες από την αδυναμία τους να σταθμεύουν τα οχήματα τους στην οικο­δομή, όπου κατοικούν και έχουν δικαίωμα κατά πρώτο λόγο σύγχρησης αυτής με τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες της οικο­δομής για το σκοπό αυτό (βλ. και ΑΠ 94/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε,  πριν την  άσκηση της ένδικης αγωγής στις 31-10-2016 (βλ. τη προσκομιζόμενη σχετικά έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, ……………..), είχαν ήδη δημιουργηθεί εντάσεις και προστριβές μεταξύ των διαδίκων, αναφορικά με την ύπαρξη των επίδικων θέσεων στάθμευσης (βλ. σχετικά τις προσκομιζόμενες ως άνω ένορκες βεβαιώσεις), που οδήγησαν στην εκ μέρους των ενάγοντων καθαίρεση  του τοιχίου, που διαχώριζε τις θέσεις στάθμευσης του πρώτου και του τέταρτου εκ των εναγομένων από τον υπόλοιπο χώρο της οικοδομής,  με συνέπεια οι τελευταίοι να ασκήσουν εναντίον της δέκατης εφεσίβλητης- ενάγουσας, ως διαχειρίστριας της οικοδομής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 10-5-2012 αγωγή τους, προκειμένου να υποχρεωθεί αυτή να επαναφέρει με δικές της δαπάνες την προτέρα κατάσταση. Επί της αγωγής  αυτή εκδόθηκε η με αριθμό 3976/2013 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρί­ου, που την απέρριψε ως ενεργητικά ανομιμοποίητη, δεχόμενη, ότι η συστατική της οροφοκτησίας συμβολαιογραφική πράξη, είναι άκυρη, ως αντικείμενη   σε διάταξη νόμου (άρθρο 174 Α) και ως εκ τούτου οι εκεί ενάγοντες δεν έχουν αποκτήσει νομίμως κάποιο εμπράγματο δικαίωμα στους ανωτέρω χώρους της πιλοτής, ούτε κατά μετατροπή κατ’άρθρο 182 ΑΚ, της άκυρης πράξης σύστασης οροφοκτησίας.  Η απόφαση αυτή ακολούθως επικυρώθηκε με την με αριθμό 569/2019 απόφαση του  Δικαστηρί­ου τούτου, που απέρριψε  την κατ’ αυτής ασκηθείσα έφεση των ηττηθέντων  εναγόντων (ήδη ως άνω εναγομένων).  Με βάση τα ανωτέρω, επομένως, καθίσταται σαφές, ότι η άσκηση της αγωγής εκ μέρους των νυν εφεσιβλήτων, δεν έρχεται σε αντίθεση με προηγούμενη συμπεριφορά των εναγόντων,  ώστε να μην  δικαιολογείται, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, λαμβανομένου περαιτέρω υπόψη   και του γεγονότος,  ότι μέχρι το έτος 2000 υπήρχε έντονη αμφισβήτηση και δικαστική διαμάχη αναφορικά με το νομικό καθεστώς των ανοικτών   χώρων στάθμευσης στην πιλοτή οικοδομής, ως διαιρετών ιδιοκτησιών, που επιλύθηκε  με τη με αριθμό  23/2000 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (ΕφΛαρ 288/2014, ΕφΠειρ 106/2004 ΕΔΠολ 2004. 235). Ως εκ τούτου ο σχετικός ισχυρισμός των εναγομένων είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά ταύτα, η ερευνώμενη αναγνωριστική αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί η ακυρότητα αφενός της με αριθμό …./21-2-1980 πράξης σύ­στασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοι­κίας του συμβολαιογράφου, ………….,  αναφορικά με τον καθορισμό των επιδίκων θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων της πιλοτής ως αυτοτε­λών οριζοντίων ιδιοκτησιών, και αφετέρου των συμβολαίων: με αριθμό …./1981  του συμβολαιογράφου Αθηνών, …………,  με αριθμό …../2010 του συμβολαιογράφου Αθηνών, ………….., με αριθμό …./2010  της συμβολαιογράφου Αθηνών, …………, και με αριθμό …../1980  του συμβολαιογράφου Αθηνών, …………., καθώς και να αναγνωριστεί ότι τα ποσοστά συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου που έχουν αποδοθεί στους ανωτέρω χώρους περιλαμβάνονται στους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους της οικοδομής των εναγόντων. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων (άρθρο 179 ΚΠολΔ), καθώς και να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου, που αυτοί  προκατατέθεσαν κατά την κατάθεση της έφεσης (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 327/2019  οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την   επιστροφή   του υπ’αριθμ., …….. ./2019 ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού 100 ευρώ,  στους καταθέσαντες αυτό εκκαλούντεςΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό  327/2019  οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς .

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και  ΔΙΚΑΖΕΙ την  από 29-9-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2016  αγωγή κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τον χωρισμό της σωρευόμενης στο ως άνω δικόγραφο αρνητικής αγωγής και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ αυτή να δικασθεί στο αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, κατά τη τακτική διαδικασία.

ΔΕΧΕΤΑΙ τη σωρευόμενη αναγνωριστική αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα του με αριθμό …/21-2-1980 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., περί συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας σε πολυκατοικία  επί των οδών ………… στο Κορυδαλλό Αττικής,  αναφορικά με τον καθορισμό ως αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών των υπό στοιχεία 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7 θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων της πυλωτής αυτής.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι τα ποσοστά συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου που έχουν αποδοθεί στους ως άνω χώρους στάθμευσης, τα οποία ανέρχονται συνολικά σε τριάντα πέντε στα χίλια (35%ο) περιλαμβάνονται στους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους της προαναφερόμενης πολυκατοικίας.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ  την ακυρότητα  των  συμβολαίων με αριθμούς : 1)  ………../81  του Συμβολαιογράφου Αθηνών, ………..,  που αφορά στη μεταβίβαση της με αριθμό ΚΑΕΚ ……….. ιδιοκτησίας (με αριθ. -1-  θέση στάθμευσης),  2) ………../2010   του Συμβολαιογράφου      Αθηνών,      …………, που  αφορά στη μεταβίβαση της με αριθμό ΚΑΕΚ ………….. ιδιοκτησίας (αριθ. -1- θέση στάθμευσης), 3) ………../2010  της Συμβολαιογράφου Αθηνών,  ………., που αφορά στη μεταβίβαση της με αριθμό ΚΑΕΚ ……….. ιδιοκτησίας, (με αριθ. -2-θέση στάθμευσης) 4). …………../1980   του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που  αφορά στη μεταβίβαση της με ΚΑΕΚ …………. ιδιοκτησίας, (αριθ. -3-θέση στάθμευσης).

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  30 Απριλίου  2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ