ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Aσφαλιστική επιχείρηση υπό εκκαθάριση, οφειλή ασφαλιστικού συμβούλου- θεματοφύλακας- εντολοδόχος, αδικοπραξία αυτού περιλαμβάνονται και δεδουλευμένα ασφάλιστρα.
Αριθμός απόφασης : 346/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 16.7.2018 (αρ. καταθ. ………./2018)έφεση του εκκαλούντος, κατά της με αρ. 1119/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, καθώς δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης.). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων που εφαρμόσθηκε και στον πρώτο βαθμό κατ’ άρθρο 239 § 4 του ν. 4364/2016 σε συνδυασμό με το άρθρο 591.7 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για γνήσια υπόθεση ασφαλιστικών μέτρων, ώστε να απαγορεύεται η άσκηση ενδίκων μέσων κατ’ άρθρο 699 ΚΠολΔ και καθώς έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο παράβολο κατά τη διάταξη του άρθρου 495 § 3 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. ………. e – παράβολο, που πληρώθηκε). Εξάλλου, οι πρόσθετοι λόγοι αυτής ασκήθηκαν νομότυπα κι εμπρόθεσμα με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου στις 5.9.2019 κι επιδόθηκε την ίδια ημέρα στην εφεσίβλητη – ενάγουσα (βλ. την με αρ. …./6.9.2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . …….).
Σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2 και 4 του ν. 1569/1985, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με το άρθρο 11 του ν. 2170/1993, διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν και οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι οποίοι είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες αυτών καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και την ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτορειακή σύμβαση), αντίγραφο της οποίας υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Εμπορίου. Με βάση το άρθρο 21 του ίδιου νόμου εκδόθηκε το π.δ. 298/1986, το άρθρο 1 § 1 του οποίου, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με τη διάταξη του άρθρου 11 § 2 της Πράξης 31/30-9-2013 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β 2556/10.10.2013), όριζε ότι: «Ασφαλιστικός πράκτορας είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο να αναλαμβάνει με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικές εργασίες σε ορισμένη περιφέρεια της ελληνικής επικράτειας, στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ως αντιπρόσωπος ασφαλιστικές συμβάσεις. Σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου παρέχει στον ασφαλισμένο την απαραίτητη συνδρομή για την εκτέλεση της ασφαλιστικής σύμβασης». Περαιτέρω, το άρθρο 3 §§ 1 και 2 του ίδιου ως άνω π.δ. (ομοίως όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του), όριζε ότι: «1.Ο ασφαλιστικός πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Τα ασφάλιστρα που εισπράττει θεωρούνται παρακαταθήκη και ο ίδιος ευθύνεται ως θεματοφύλακας. 2. Στο πρώτο δεκαήμερο κάθε διμήνου ο πράκτορας αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα κατά τον οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας» (ΕφΑθ 1114/2014 ΔΕΕ 2014, 608, ΕφΑθ 1932/2011 ΔΕΕ 2011, 1156, ΕφΑθ 691/2011 Αρμ 2011, 1354). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 822 ΑΚ, σύμβαση παρακαταθήκης είναι η σύμβαση εκείνη, δυνάμει της οποίας ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για φύλαξη, με την υποχρέωση να το αποδώσει αυτούσιο, όταν του ζητηθεί. Η εν λόγω σύμβαση συνάπτεται ατύπως για κατ’ είδος ορισμένα κινητά πράγματα ως και αντικαταστατά πράγματα, ενώ, συνήθως, το καθήκον φυλάξεως, που αποτελεί και τη βασική συμβατική υποχρέωση του θεματοφύλακα, επεκτείνεται και στο περιεχόμενο του κινητού πράγματος. Όπως μάλιστα προκύπτει από τη ρύθμιση των διατάξεων των άρθρων 822 επ. ΑΚ, για την εγκυρότητα της σύμβασης παρακαταθήκης δεν απαιτείται η ύπαρξη κυριότητας του παρακαταθέτη επί του διδόμενου για παρακαταθήκη πράγματος. Επίσης, από τις ανωτέρω διατάξεις του ίδιου π.δ. συνάγεται ότι μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση μεταξύ ασφαλιστικής επιχείρησης και ασφαλιστικού πράκτορα μπορεί να είναι η είσπραξη από τον ασφαλιστικό πράκτορα των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση αυτών σε αυτή, κατά το συμφωνηθέντα χρόνο, επέχει, έναντι της επιχείρησης, η οποία του δίδει την εντολή, θέση εντολοδόχου. Υπαίτιος δε υπεξαίρεσης καθίσταται (και) ο εντολοδόχος, ο οποίος κατά το άρθρο 713 ΑΚ, έχει την υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση, νομικής ή υλικής φύσης, η οποία του ανετέθη από τον εντολέα και αρνείται να αποδώσει στον τελευταίο το κινητό πράγμα που αυτός του εμπιστεύθηκε (άρθρο 719 ΑΚ) ως και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, δηλαδή για λογαριασμό του, την οποία, εξουσία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται και από τη δημιουργία απλώς μιας πραγματικής κατάστασης. Με την έννοια αυτή, εάν η πράξη τελέσθηκε από εντολή διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσης, στην εντολή εμπεριέχεται και η διαχείριση. Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, εάν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Βέβαια, κατά το άρθρο 3 § 1 του π.δ. 298/1986, που ρυθμίζει ως άνω τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ασφαλιστικών πρακτόρων και παραγωγών ασφαλίσεων, τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται ως προς αυτά ως θεματοφύλακας, πλην όμως, η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα κατά το χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τοιαύτη υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας υποχρέωσης του εντολοδόχου. Η σχέση δηλαδή, που συνδέει τον ασφαλιστικό πράκτορα με την ασφαλιστική επιχείρηση, φέρει χαρακτήρα μικτής σύμβασης, η δε σύμβαση παρακαταθήκης έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, οπότε και η υποχρέωση για φύλαξη και απόδοση των ασφαλίστρων είναι αναγκαία συνέπεια της κυρίας (πρακτορειακής) σύμβασης. Κατά συνέπεια, για την ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του ασφαλιστικού πράκτορα κρίσιμη είναι όχι η ιδιότητα του θεματοφύλακα, αλλά η ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, την οποία έχει αποκτήσει βάσει της κύριας πρακτορειακής σύμβασης και στην οποία έχουν εφαρμογή, αφού ο ασφαλιστικός πράκτορας αποτελεί μορφή εμπορικού αντιπροσώπου, οι διατάξεις των άρθρων 90 επ. του ΕμπΝ και 713 επ. ΑΚ (AΠ 1424/2017, ΑΠ 282/2010, AΠ 1711/2010, AΠ 1382/2010). Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές, είτε με κατάθεση σε προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό. Γι` αυτό σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 ΠΚ. Χρόνος δε τέλεσης της πράξης της άδικης πράξης της υπεξαίρεσης, θεωρείται κατά το άρθρο 17 του ΠΚ, εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης εκδήλωσε την πρόθεσή του να ενσωματώσει τα χρήματα στην περιουσία του (ΑΠ 464/2017 ό.π., ΑΠ 60/2017 ό.π., ΑΠ 2039/2014, ΑΠ 828/2012 , ΑΠ 3/2011 , ΑΠ 941/2010 , ΑΠ 346/2009, ΑΠ 1475/2009, ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΜονΕφΑθ 627/2016). Εξάλλου όπως κρατεί στη νομολογία, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) και ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση και γεννάται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 Α.Κ., να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου (ΑΠ Ολ 967/1973, ΑΠ 920/2018, ΑΠ 1636/2018, ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1115/2015, EφAθ 980/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως αποκτά συρροή αξιώσεων, την καθεμία από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ή να τις ασκήσει και παραλλήλως, μία όμως φορά θα αποζημιωθεί, σε τρόπο ώστε, αν ικανοποιηθεί πλήρως βάσει της μιας ευθύνης, να μην μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση βάσει της άλλης, εκτός αν αυτή έχει αντικείμενο αποζημιώσεως μεγαλύτερο από εκείνη, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον (ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1636/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 ό.π., ΑΠ 1500/2014). Τέλος, κατά το άρθρο 3 § 6 του Ν.Δ. 400/1970 (περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως): “Τριάντα ημέρες μετά την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της, εκτός από αυτές των ασφαλίσεων ζωής, εφόσον μέσα στην πιο πάνω προθεσμία δεν έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Εμπορίου τυχόν αίτηση άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης περί αναδοχής του ασφαλιστικού της χαρτοφυλακίου. Τα καταβληθέντα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα επιστρέφονται. Τυχόν καταβληθείσες νόμιμες προμήθειες επιστρέφονται ή αναζητούνται από τον εκκαθαριστή, ενώ κατά το άρθρο 38 παρ. 3 του κωδικοποιημένου με το π.δ. 237/1986 ν. 489/1976 σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης στον κλάδο ασφάλισης της αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, σύμφωνα προς τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να ακυρώσει τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που έχει εκδώσει, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 11, και να επιστρέψει στους ασφαλισμένους τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα αυτών των ασφαλιστηρίων, αφαιρώντας από αυτά ποσοστό 25%. Από το συνδυασμό των άνω διατάξεων προκύπτει ότι σύμφωνα με την αληθή βούληση του νομοθέτη, η επιστροφή των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων προς τους ασφαλισμένους που έχουν ήδη καταβάλει αυτά, σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, πρέπει να λάβει χώρα από την ασφαλιστική εταιρεία, είτε τα ασφάλιστρα αυτά έχουν εισπραχθεί από την ασφαλιστική εταιρία είτε παρακρατούνται ακόμη από τους ασφαλιστικούς πράκτορες, καθόσον η ασφαλιστική εταιρεία είναι υπεύθυνη για την επιστροφή αυτή, σύμφωνα με τις περί αντιπροσωπείας διατάξεις του Αστικού Κώδικα, αφού οι ασφαλιστικοί πράκτορες είναι άμεσοι αντιπρόσωποι τους (άρθρο 211 ΑΚ), αν δε ο νομοθέτης ήθελε κάτι διαφορετικό από αυτό, θα όριζε αυτό ρητώς. Αν τα ασφάλιστρα αυτά όμως δεν έχουν αποδοθεί και εξακολουθούν να παρακρατούνται από τον πράκτορα, τότε έχει αγωγική αξίωση κατ` αυτού για την απόδοση τους, ώστε να μπορέσει να ικανοποιήσει τους ασφαλισθέντες πελάτες της, που έχουν αντίστοιχη αξίωση εναντίον της, η τυχόν δε επιστροφή των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων από τον ίδιο τον πράκτορα στους ασφαλισθέντες, δεν αποκλείει το έννομο συμφέρον αυτής να επιδιώξει την ικανοποίησή της σχετικής αξίωσης από τον ασφαλιστικό πράκτορα, αλλά αποτελεί πραγματικό γεγονός που, εφόσον αποδειχθεί, οδηγεί στην απόρριψη της σχετικής αγωγής της εταιρείας κατά του πράκτορα ή στην απόρριψη της αγωγής των ασφαλισθέντων εναντίον της (ΑΠ 430/2019, ΑΠ 339/2015, ΝΣΚ 565/1997 γνωμοδότηση, ΜΕφΑθ 6440/2014 ΔΕΕ 2015. 1034, ΤρΕφΑθ 6370/2018 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 691/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την αγωγή της επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία, η οποία τέθηκε υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, της οποίας διορίστηκε Επόπτρια Εκκαθάρισης η Δικηγόρος Αθηνών …….. και ο ……. ως εκκαθαριστής – νόμιμος εκπρόσωπος, εξέθετε ότι με την με αριθμό 1.02.2000 έγγραφη σύμβαση πρακτορείας, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και του εναγόμενου, ο τελευταίος ανέλαβε να διαμεσολαβεί αντί προμήθειας για την κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους και εισπράττει για λογαριασμό της τα ασφάλιστρα των συναπτομένων συμβάσεων και την απόδοση αυτών στην ενάγουσα. σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της συμβάσεως και της ασφαλιστικής νομοθεσίας. Ότι, κατά την ως άνω σύμβαση, τα ασφάλιστρα που θα εισέπραττε ο εναγόμενος, όσον αφορά τις ασφαλιστικές συμβάσεις που θα καταρτίζονταν με τη διαμεσολάβηση του, θεωρούνταν παρακαταθήκη και ο τελευταίος ευθυνόταν ως θεματοφύλακας. Ότι ο εναγόμενος είχε την υποχρέωση να αποδίδει στην ενάγουσα αναλυτικό κατά συμβόλαιο λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχειρίσεως και να της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα, στο πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε μήνα. Ότι, αν το πλεόνασμα αυτό δεν είχε καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα, κατά τον οποίο έπρεπε να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της (ενάγουσας) θα θεωρούνταν ληξιπρόθεσμες και θα υπολογιζόταν ο νόμιμος τόκος υπερημερίας. Ότι ο εναγόμενος είχε την πρόσθετη υποχρέωση να αποστέλλει για ακύρωση μέσα σε 30 ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής τους τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που εκδόθηκαν από την εταιρία και των οποίων δεν είχαν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και από επιστολή αυτού, με την οποία όφειλε να βεβαιώνει ότι είχε ειδοποιήσει εγγράφως τους ασφαλισμένους για την ακύρωση και να αναφέρει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων και τη μη ύπαρξη αναγγελίας ζημίας. Η ακύρωση των συμβολαίων θα γινόταν μόνον από την εταιρία, η οποία θα ειδοποιούσε τον εναγόμενο, σε περίπτωση δε μη επιστροφής των συμβολαίων προς ακύρωση, τα αντίστοιχα ασφάλιστρα θα θεωρούνταν εισπραχθέντα από την πράκτορα και θα καταλογίζονταν σε χρέωση του. Ότι ο εναγόμενος με βάση τις αναλυτικές καταστάσεις της ενάγουσας τις οποίες ενσωματώνει στην αγωγή της, οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 23.605,84 € από μη αποδοθέντα και εισπραχθέντα ασφάλιστρα για το χρονικό διάστημα της μεταξύ τους συνεργασίας, ήτοι από τις 01.06.2009 έως τις 21.09.2009, οπότε ανακλήθηκε η άδεια λειτουργία της. Ότι το ποσό αυτό των ασφαλίστρων παρακράτησε ο εναγόμενος ιδιοποιούμενος αυτό παράνομα, με αντίστοιχη ζημία της ενάγουσας. Με βάση το ιστορικό αυτό μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματός της και τροπής του σε αναγνωριστικό, ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να της καταβάλει το ποσό των 23.605,84 €, με το νόμιμο τόκο από την 30.11.2009, σύμφωνα με τον όρο 7 της ως άνω σύμβασης άλλως από την επομένη της επίδοσης της από 7.12.2012 όχλησή της (26.1.2013), διαφορετικά επίσης από την επίδοση της αγωγής. Επικουρικά ζήτησε να της καταβληθεί το ίδιο ποσό κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Τέλος ζητεί την καταδίκη του εναγόμενου στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έκανε την αγωγή δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τη κύρια βάση της και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το αιτούμενο ποσό με το νόμιμο τόκο από την 10.2.2013 και κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – εναγόμενος για λόγους που ανάγονται σε κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κι εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων.
Η κρινόμενη αγωγή, στο δικόγραφο της οποίας παρατίθεται το περιεχόμενο της επίδικης σύμβασης πρακτόρευσης και περιγράφεται η λειτουργία της, αναφέρονται αναλυτικώς οι καταχωρούμενες στους λογαριασμούς του εναγομένου μηνιαίες κινήσεις και τα πινάκια ασφαλίστρων, ήτοι οι καταστάσεις ασφαλιστηρίων συμβολαίων ανά μήνα, με αύξοντα αριθμό ασφαλιστηρίου συμβολαίου, στοιχεία ασφαλισμένου, διάρκεια καλύψεως, τα ποσά των μικτών ασφαλίστρων, η αφαίρεση της συμφωνηθείσης προμήθειας και τα αποδοτέα ασφάλιστρα, από τις οποίες προκύπτει το αιτούμενο ποσό, αφού αφαιρεθούν οι προμήθειες και καταβολές του εναγόμενου κι επιπλέον τα συμβόλαια που ακυρώθηκαν, περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την πληρότητα του δικογράφου της κατά τις διατάξεις των άρθρων 111, 216 § 1 ΚΠολΔ και ν. 1569/1985 και π.δ. 298/1986 (βλ. ΑΠ 1424/2017, ΕφΠειρ 362/2019). Το γεγονός της ανάκλησης της άδειας της ενάγουσας δεν στερεί από αυτήν την ενεργητική της νομιμοποίηση να ζητήσει την απόδοση των οφειλόμενων ασφαλίστρων και μεταξύ αυτών των μη δεδουλευμένων, δεδομένου ότι την επιστροφή αυτών στους ασφαλισμένους ενεργεί η ίδια η ενάγουσα, είτε αυτά έχουν εισπραχθεί από την ασφαλιστική εταιρία, είτε παρακρατούνται από τους ασφαλιστικούς πράκτορες, οι οποίοι οφείλουν να τα αποδώσουν σ΄αυτήν. Ακόμα η ενάγουσα στην αγωγή της δεν ζητά ασφάλιστρα πέρα από την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της, καθώς μετά την 21.9.2009 στις ενσωματωμένες καρτέλλες υπάρχουν μόνο πιστώσεις. Συνεπώς ο σχετικοί λόγοι της έφεσης και των προσθέτων λόγων αυτής (2ος,3ος της έφεσης και 3ος των πρόσθετων λόγων), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμοι.
Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, (βλ. πρακτικά συνεδρίασης αυτού), την με αρ. ………/15.2.2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ……………, που ελήφθη με την επιμέλεια του εναγόμενου ενώπιον της συμβολαιογράφου Καλαμάτας …………, κατόπιν νομότυπης κι εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας (βλ. την με αρ. ………./12.2.2018 έκθεση επιδόσεως του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………) και τα έγγραφα που προσκόμισαν οι διάδικοι, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 1.2.2000 έγγραφης σύμβασης πρακτόρευσης αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας, ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………………» και του εναγομένου, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία ανέθεσε στον εναγόμενο την έναντι προμήθειας, διενέργεια πράξεων διαμεσολαβήσεως στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους για λογαριασμό της (ενάγουσας). Ειδικότερα, ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να διαπραγματεύεται, μέσα στο πλαίσιο των εκάστοτε οδηγιών της ενάγουσας και στο όνομα της ασφαλιστικές εργασίες, που αφορούσαν όλους τους κλάδους ασφάλισης, που αυτή ασκούσε, παραλαμβάνοντας τις αιτήσεις-(προτάσεις) αυτών, που επιθυμούσαν να ασφαλιστούν και διαβιβάζοντας τις εν συνεχεία στην ενάγουσα, η οποία διατηρούσε σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα να αποδεχθεί ή να απορρίψει αυτές. Παράλληλα, όφειλε να μεριμνά για την είσπραξη των ασφαλίστρων παραγωγής της μέσα στις προθεσμίες. Τα ασφάλιστρα που εισέπραττε ο εναγόμενος – πράκτορας θεωρούνταν παρακαταθήκη για τα οποία αυτός ευθυνόταν ως θεματοφύλακας. Ο εναγόμενος είχε την υποχρέωση στο α’ δεκαπενθήμερο εκάστου μηνός να εξοφλεί την παραγωγή που είχε πραγματοποιήσει τον προηγούμενο μήνα, αδιάφορα αν εισέπραξε ή όχι τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα και προς τούτο όφειλε να εκδίδει προσωπική επιταγή, εμφανίσεως εντός τριών μηνών που θα αφορούσε το σύνολο της παραγωγής του τελευταίου μήνα (άρθρο 7). Στο πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε διμήνου είχε υποχρέωση να αποδίδει στην ενάγουσα αναλυτικό κατά συμβόλαιο λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και να της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Αν αυτό δεν είχε καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα, κατά τον οποίο έπρεπε να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της (ενάγουσας) θα θεωρούνταν ληξιπρόθεσμες και θα υπολογιζόταν ο νόμιμος τόκος υπερημερίας. Επιπλέον είχε την υποχρέωση να αποστείλει προς την ασφαλιστική εταιρεία για ακύρωση μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία παραλαβής τους τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους ή αυτά των οποίων δεν είχαν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και επιστολή του πράκτορα με την οποία θα βεβαίωνε ότι ειδοποίησε τον ασφαλισμένο για την ακύρωση και θα αναφέρει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων και της μη ύπαρξης αναγγελίας ζημίας. Η ακύρωση θα γινόταν από την ενάγουσα που θα ειδοποιούσε σχετικά τον πράκτορα (άρθρο 8), ενώ σε περίπτωση που ο πράκτορας δεν απέστειλε τα ως άνω αναφερόμενα ασφαλιστήρια έγγραφα μέσα στην άνω προθεσμία υποχρεούτο αυτός στην απόδοση των ασφαλίστρων (άρθρο 9). Μέχρι το τέλος Ιανουαρίου εκάστου έτους ο πράκτορας είχε υποχρέωση να υποβάλλει στην εταιρεία αναλυτική κατάσταση των μη εισπραχθέντων ασφαλίστρων για το προηγούμενο έτος. Η παράβαση αυτού του όρου συνιστούσε σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της σύμβασης. Η εταιρεία είχε την υποχρέωση να παρέχει στον πράκτορα για την εκτέλεση των πάσης φύσεως υποχρεώσεων προμήθεια επί των ασφαλίστρων που θα εισπράττονταν πραγματικά και αφορούσαν συμβάσεις που έγιναν με τη μεσολάβηση του. Ο πράκτορας ήταν υποχρεωμένος να αποδίδει στην ενάγουσα τα ασφάλιστρα στο τέλος κάθε τριμήνου, οπότε οι απαιτήσεις της θεωρούνταν ληξιπρόθεσμες. Η σύμβαση με το ανωτέρω περιεχόμενο λειτούργησε μέχρι τις 21.09.2009, καθώς την άνω ημερομηνία, δυνάμει της με αριθμό 156/2009 απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α) (ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ 11292/21.09.2009) ανακλήθηκε οριστικά η άδεια της και ετέθη σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης και ορίστηκε επόπτρια εκκαθάρισης η δικηγόρος Αθηνών ……….. Στη συνέχεια δυνάμει της με αριθμό 2029/2010 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού διορίστηκε εκκαθαριστής ο ……………, ο οποίος εξακολουθεί να είναι νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας. Για τη λογιστική δε παρακολούθηση των δοσοληψιών αυτών η ενάγουσα τηρούσε μηχανογραφημένο δοσοληπτικό λογαριασμό, ο οποίος εμφανίζει τελικό χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του εναγόμενου ύψους 23.605,84 €, όπως αυτό αποτυπώνεται στις προσκομιζόμενες και ενσωματωμένες στην αγωγή αναλυτικές μηνιαίες καταστάσεις ανεξόφλητων ασφαλιστηρίων και προμηθειών, που αποτελούν επίσημα επικυρωμένα αποσπάσματα από τα νομίμως τηρούμενα επαγγελματικά βιβλία της ενάγουσας (άρθρα 444 § 1, 448 § 1 ΚΠολΔ, 3 § 5 π.δ. 298/1986), στις οποίες αναγράφεται η εκ μέρους του εναγόμενου παραγωγή συμβολαίων, τα επιμέρους ασφάλιστρα για κάθε μήνα χωριστά, τα καθαρά και μεικτά ασφάλιστρα, η προμήθεια του παραγωγού, τα ακυρωθέντα συμβόλαια και το υπόλοιπο. Το χρεωστικό υπόλοιπο αυτό αφορά κυρίως παραγωγή του διαστήματος Ιουνίου 2009 – 21.9.2009. Ειδικότερα το μήνα Μάϊο του 2009 ο λογαριασμός του εναγόμενου εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο 14.241,97 €, (δεν παρατίθενται τα συμβόλαια στην αγωγή), το οποίο εξοφλήθηκε ολικώς τμηματικά με καταβολές 5.612,93 € τον Ιούλιο και 8.629,04 € τον Αύγουστο, πλέον των πιστώσεων λόγω προμηθειών τον Ιούλιο και Αύγουστο του 2009. Η παραγωγή του μηνός Ιουνίου 2009 ήταν 8.247,29 € (ολικά ασφάλιστρα), ώστε αφού αφαιρέθηκε η άνω καταβολή και πιστώσεις λόγω προμηθειών ποσού 1.251,86 € να διαμορφωθεί το υπόλοιπο του λογαριασμού στις αρχές Ιουλίου 2009 σε 15.624,47 €. Η παραγωγή του μηνός Ιουλίου 2009 ήταν 7.702,12 €, ώστε το τελικό χρεωστικό υπόλοιπο του μηνός Ιουλίου, αφού αφαιρέθηκαν οι προμήθειες ποσού 1.157,12 €, να διαμορφωθεί σε 22.169,67 €. Η παραγωγή του μηνός Αυγούστου 2009 ανήλθε σε 6.807,49 €, ώστε αφού πιστώθηκε ποσό 8.629,04 €, λόγω καταβολής και ποσό 985,20 €, λόγω προμηθειών, το ολικό υπόλοιπο διαμορφώθηκε σε 19.183,92 €. Η παραγωγή του μηνός Σεπτεμβρίου 2009 έως τις 21.9.2009 ανήλθε σε 5.751,48 €, ώστε, αφού αφαιρέθηκαν οι προμήθειες ποσού 869,70 €, το τελικό υπόλοιπο διαμορφώθηκε σε 24.065,70 ευρώ και κατόπιν πιστώσεων – ακυρώσεων συμβολαίων το Δεκέμβριο του 2009 τελικώς σε 23.605,84 €. Το άνω υπόλοιπο προκύπτει πλήρως από τα άνω αποδεικτικά στοιχεία, για το οποίο η ενάγουσα ενημέρωσε τον εναγόμενο με την από 29.11.2011 επιστολή της, χωρίς ο τελευταίος να προβάλει κάποια αντίρρηση. Η ενάγουσα όχλησε τον εναγόμενο για την απόδοση του άνω χρεωστικού υπολοίπου με την από 7.12.2012 εξώδικη όχλησή της, που του επιδόθηκε στις 25.1.2013, με την οποία του γνωστοποίησε το άνω χρεωστικό του υπόλοιπο, τάσσοντας σ΄αυτόν προθεσμία 15 ημερών να προβάλλει τη διαφωνία του και να αποστείλει τα σχετικά έγγραφα που υποστήριζαν αυτή, δηλώνοντας ότι μετά την πάροδο της οποίας θα ασκούσε τα νόμιμα δικαιώματά της. Ο εκκαλών – εναγόμενος με την έφεσή του, χωρίς να αμφισβητεί ειδικώς τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που περιλαμβάνονται στα ενσωματωμένα στην αγωγή πινάκια παραγωγής ασφαλιστηρίων συμβολαίων και το ποσό των ασφαλίστρων τους, αρνείται την είσπραξη αυτών και επαναφέρει με την έφεσή του τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο : α) ένσταση έλλειψης ζημίας (4ος πρόσθετος λόγος) για το διάστημα μετά την 21.9.2009, β) ένσταση συντρέχοντος πταίσματος, καθώς στην περίπτωση που η ενάγουσα παρείχε ασφαλιστική κάλυψη χωρίς να εισπράξει ασφάλιστρα, η ζημία της αυξήθηκε από τις δικές ενέργειες, λόγω μη ακύρωσης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων γ) ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας (6ος λόγος της έφεσης), καθώς καθυστέρησε 4 έτη για την άσκηση της παρούσας αγωγής, στερώντας από τον εναγόμενο την δυνατότητα να κρατήσει τα αρχεία του. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί (υπό α και β) δεν είναι νόμιμοι, καθώς με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας ασφαλιστικής επιχείρησης, η τελευταία είναι υποχρεωμένη να ακυρώσει τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που έχει εκδώσει και να επιστρέψει στους ασφαλισμένους τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα αυτών των ασφαλιστικών συμβολαίων, αφαιρώντας από αυτά ποσοστό 25%. Η επιστροφή των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων προς τους ασφαλισμένους, που έχουν ήδη καταβάλει αυτά, πρέπει να γίνει από την ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία με την πρωτοβουλία του εκκαθαριστή, είτε τα ασφάλιστρα αυτά έχουν εισπραχθεί από την ασφαλιστική εταιρία είτε παρακρατούνται ακόμη από τους ασφαλιστικούς πράκτορες και οι τελευταίοι υποχρεούνται να αποδώσουν τα ασφάλιστρα στην τελευταία, χωρίς να δικαιούνται να τα χρησιμοποιήσουν για άλλο σκοπό, (ΕφΑθ 6170/2018 ο.π.) Ακόμα η καθυστέρηση 4 ετών για την άσκηση της αγωγής που επικαλείται ο εναγόμενος δεν είναι μεγάλη, ούτε μόνη αυτή αρκεί για να καταστήσει την άσκηση της αξίωσης της ενάγουσας καταχρηστική, χωρίς επίκληση πρόσθετων πραγματικών περιστατικών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τους άνω ισχυρισμούς ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και οι σχετικοί λόγοι της έφεσης και των πρόσθετων λόγων πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξάλλου ο εξετασθείς μάρτυρας για λογαριασμό του εναγόμενου (βλ. ένορκη βεβαίωση) ισχυρίστηκε ότι τα επίδικα ασφάλιστρα δεν εισέπραξε ο εναγόμενος, αναφέροντας συγκριμένα ονόματα ασφαλισμένων, χωρίς όμως να έχει ο ίδιος άμεση αντίληψη, ο δε ισχυρισμός αυτός δεν επιβεβαιώνεται έστω με εκπρόθεσμη επιστροφή ασφαλιστηρίων συμβολαίων από πλευράς του εναγόμενου. Άλλωστε ο εναγόμενος δεν προέβαλε σχετική ένσταση ότι επέστρεψε ορισμένα από τα επίδικα συμβόλαια, τηρώντας τη διάταξη του άρθρου 8 της σύμβασης, ήτοι συνοδεύοντας τα ασφαλιστήρια συμβόλαια με τις αποδείξεις ασφαλίστρων και επιστολές ότι είχε ειδοποιήσει τους ασφαλισμένους, αναφέροντας τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων και την μη ύπαρξη αναγγελίας ζημίας. Επομένως τα ποσά των ασφαλίστρων που επισυνάπτονται στην αγωγή όφειλε να αποδώσει στην ενάγουσα, με βάση το άρθρο 9 της σύμβασης, έχοντας εισπράξει αυτά, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα οποία μη αποδίδοντας ιδιοποιήθηκε παράνομα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ομοίως και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 23.605,84 € εφάρμοσε ορθά το νόμο κι εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων και των λοιπών λόγων της έφεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής. Ενόψει αυτών και δεδομένου, ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η έφεση του εκκαλούντος εναγομένου να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 § 3Απερ. β´ του ΚΠολΔ) του παραβόλου της έφεσης των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα. Τέλος θα πρέπει σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημα της, σύμφωνα με το διατακτικό της παρούσας (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτήν, κατ΄ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης που αναφέρθηκε στο σκεπτικό στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 8.5.2020
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ