Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 501/2018

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:     501/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, και από τη Γραμματέα Κ. Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η εφεσίβλητη – ενάγουσα άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, εναντίον του εκκαλούντος– εναγομένου, την από 23/07/2010 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. ………….. αγωγή της. Επί της αγωγής αυτής, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 06/05/2011, αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε, αρχικά, η με αριθμ. 5080/2011 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης επί της ουσίας, κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ, μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής δίκης, η οποία είχε ανοιχθεί, κατόπιν της από 13/07/2010 και με ……… ασκηθείσας, ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, εγκλήσεως της ενάγουσας, εναντίον του εναγομένου. Εν συνεχεία, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 24/02/2017, αντιμωλία των διαδίκων, κατόπιν της από 18.11.2015 και με αριθμ. κατάθ. ………. κλήσεως της ενάγουσας, μετά την αμετάκλητη περάτωση της ως άνω ποινικής δίκης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθμό 3134/28-06-2017 οριστική απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 12/09/2017 έφεσή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………….., αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με …………………. Η υπό κρίση έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον από το φάκελλο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε η εκκαλουμένη και η ως άνω έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 12/09/2017, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση αυτής, στις 28/06/2017 (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 10/2018 Δημ. Νόμος). Παραδεκτώς δε εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3Α περ. β΄ Κ.Πολ.Δ.), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολ).

Με την από 23/07/2010 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. …………… αγωγή της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η ενάγουσα (ήδη εφεσίβλητη), ισχυρίστηκε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι ο εναγόμενος τυγχάνει ιδιοκτήτης ενός ισογείου καταστήματος, επιφανείας 29.50 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στη ……….. Ότι το ακίνητο αυτό εκμίσθωσε σε αυτήν, δυνάμει του από 24-9-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μισθώσεως, για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών, από 28-9-2008 έως 28-9-2013, αντί μηνιαίου μισθώματος ύψους 600,00 ευρώ, για τα δυο (2) πρώτα μισθωτικά έτη, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για την άσκηση της επαγγελματικής της δραστηριότητας. Ότι, στις αρχές Σεπτεμβρίου του έτους 2009, η ενάγουσα ενημέρωσε τον εναγόμενο εκμισθωτή της, ότι λόγω προβλημάτων υγείας συγγενικού της προσώπου, κατοίκου Κιλκίς, θα μετέβαινε στον τόπο αυτό, τα δε μισθώματα θα τα κατέβαλε σε αυτόν, είτε μέσω εμβάσματος, είτε, συνολικώς, όταν θα επέστρεφε. Ότι, όταν επέστρεψε, περί τα μέσα του μηνός Δεκεμβρίου 2009, στο μίσθιο κατάστημα, το οποίο είχε παραμείνει κλειστό, διαπίστωσε ότι επί της εξωτερικής θύρας του μισθίου είχε επικολληθεί, στις 24/11/2009, η από 13-11-2009 εξώδικη όχληση, σύμφωνα με την οποία, ο εναγόμενος καλούσε αυτήν (ενάγουσα) να καταβάλει άμεσα τα οφειλόμενα μισθώματα των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου του έτους 2009, άλλως θα προχωρούσε στην έκδοση διαταγής απόδοσης μισθίου σε βάρος της. Ότι η ενάγουσα, πριν από την παρέλευση μηνός από την κοινοποίηση σε αυτήν της ως άνω εξωδίκου οχλήσεως, ήτοι την 18-12-2009, κατέβαλε στον εναγόμενο, εκμισθωτή της, τα οφειλόμενα μισθώματα των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου του έτους 2009, αλλά και τα μισθώματα των μηνών Δεκεμβρίου του έτους 2009 και Ιανουαρίου του έτους 2010, για την καταβολή των οποίων εκδόθηκε η αντίστοιχη απόδειξη πληρωμής. Ότι ο εναγόμενος, ωστόσο, την 28-12-2009 υπέβαλε την από 28-12-2009 αίτησή του, ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, προς έκδοση διαταγής αποδόσεως μισθίου, αναφέροντας ψευδώς σε αυτήν (αίτηση), εν γνώσει της αναληθείας του ισχυρισμού του, ότι η ενάγουσα, έως την ημέρα υποβολής της άνω σχετικής αιτήσεως (28-12-2009), δεν είχε καταβάλει τα μισθώματα Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου 2009 και ότι είχε παρέλθει η τασσομένη σε αυτή  μηνιαία προθεσμία από την εξώδικη όχλησή της για την καταβολή τους. Ότι την κατάθεση της ως άνω αίτησης, καθώς και την έκδοση, στις 25/01/2010, της με αριθμ. ………… διαταγής αποδόσεως μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επί της αιτήσεως αυτής, με βάση τους ως άνω ψευδείς ισχυρισμούς του εναγομένου, απέκρυψε ο τελευταίος δολίως από την ενάγουσα, η οποία, την 3-2-2010, κατέβαλε στον εναγόμενο το μίσθωμα του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2010. Ότι αντίγραφο της ως άνω διαταγής αποδόσεως μισθίου επέδωσε στην ενάγουσα ο εναγόμενος, δια θυροκολλήσεως, στο μίσθιο κατάστημα, την 14-4-2010, ενώ γνώριζε ότι η ενάγουσα απουσίαζε εκ νέου στο Κιλκίς, λόγω προβλήματος υγείας του ως άνω συγγενικού της προσώπου, το οποίο απεβίωσε, τελικά, στις 4/4/2010, με αποτέλεσμα να απωλέσει την προθεσμία ανακοπής κατά της ως άνω διαταγής αποδόσεως του μισθίου, διότι δεν είχε λάβει γνώση περί της εκδόσεως αυτής. Ότι όταν η ενάγουσα επέστρεψε στο μίσθιο, την 10-5-2010, διαπίστωσε ότι ο εναγόμενος είχε προβεί σε εκτέλεση της ως άνω διαταγής αποδόσεως μισθίου, αποβάλλοντάς την από το μίσθιο, με την αλλαγή της κλειδαριάς του μισθίου. Ότι, στις 31/05/2010, κοινοποιήθηκε στην οικία αυτής,  η «΄Εκθεση Βίαιης Αποβολής και Εγκατάστασης» του Δικαστικού Επιμελητή…… Ότι, με την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, με την οποία ο τελευταίος τέλεσε τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμισης και της απάτης στο Δικαστήριο, προσεβλήθη παράνομα η προσωπικότητά της, καθώς με πρόθεση συκοφάντησε αυτήν στους περίοικούς της και στους προσερχόμενους πελάτες της, εμφανίζοντας αυτήν ως αφερέγγυο πρόσωπο, που δεν εκπληρώνει τις οικονομικές υποχρεώσεις της, αποσκοπούσε δε στην πρόκληση σε αυτήν επαγγελματικής ζημίας. Με βάση το παραπάνω ιστορικό η ενάγουσα ζητούσε, κατ’ επιτρεπτό μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού της αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, που έγινε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με τη με αριθμ. 5080/2011 απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (άρθρα 223 σε συνδυασμό με τα άρθρα 294, 295, 297 ΚΠολΔ), να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 20.000,00 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι της οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 30.044 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη και τελεί σε άμεση αιτιώδη συνάφεια με την παραπάνω συμπεριφορά του εναγομένου, ως μόνης ενεργού αιτίας, το οποίο (ποσό) περιόρισε, κατά το ποσό των 44,00 ευρώ, το οποίο θα αναζητήσει από το ποινικό δικαστήριο και τα ποσά αυτά νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και έως την εξόφληση. Τέλος, ζητούσε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική της διάταξη, να απαγγελθεί εναντίον του εναγομένου, λόγω της αδικοπραξίας του και ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης προσωπική κράτηση, διαρκείας έως έξι (6) μηνών και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά της έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε αυτήν επαρκώς, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, ορισμένη, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών του εναγομένου και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914, 920, 932, 361 παρ.1, 363, 386 ΠΚ, 17 Ν. 2462/1997 «Κύρωση του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα» 70, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. δ (για την καταψηφιστική της διάταξη), πλην του αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του εναγομένου, το οποίο απέρριψε, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, ως μη νόμιμο, δέχθηκε την αγωγή εν μέρει, κατά τα λοιπά, ως κατ’ ουσία βάσιμη, υποχρέωσε δε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα, το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, κήρυξε αυτήν προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ και επέβαλε στον εναγόμενο μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε ν’ απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή.

Κατά το άρθρ. 914 ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στ’ άρθρα 297 και 298 ΑΚ, ενώ, κατά το άρθρ. 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, ιδίως σ’ εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε της ελευθερίας του, σε περίπτωση δε θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις των άρθρ. 330 ΑΚ και 15 ΠΚ, συνάγεται ότι, προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και επομένως στοιχεία της σχετικής αγωγής, προκειμένου αυτή να είναι κατά το άρθρ. 216 § 1 ΚΠολΔ ορισμένη, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, η πρόκληση ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης και της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν (ΑΠ 1394/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 Δημ. Νόμος). Παράνομη, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, είναι η συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, ενώ ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς, προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε (ΑΠ 1394/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 864/2014). Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύπτει, είτε από δικαιοπραξία, οπότε μάλιστα μπορεί να συρρέουν αδικοπρακτική και δικαιοπρακτική ευθύνη, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, και που είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος (ΑΠ 1394/2017 ό.π., ΑΠ 292/2015). Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα, κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2 § 1 του Συντάγματος, αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως, η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία, που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική, κατά την έννοια των άρθρων 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, γ) υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, εκδηλούμενη είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ), όπως προαναφέρθηκε και δ) επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε έκφανση ή εκδήλωσή της (σωματική, πνευματική, ηθική, τιμή κ.λ.π.). ΄Ετσι, η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα όρια της προσβολής της προσωπικότητος. Τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητος του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητος του προσώπου, ακόμη και όταν αυτές απλώς τον καθιστούν ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους, κατά την ενάσκηση των επαγγελματικών του καθηκόντων ή άλλων εκφάνσεων της δραστηριότητός του, ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης, που ενδέχεται, με την προσβολή, να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του, με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρ. 361-363 ΠΚ (ΑΠ 1394/2017 ό.π., ΑΠ 1436/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 718/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 726/2015, ΑΠ 1750/2014, ΑΠ 1216/2014, ΑΠ 1230/2014, ΑΠ 882/2013, ΑΠ 121/2012, ΑΠ 271/2012). Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις αυτές, εξύβριση διαπράττει, όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και, αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική με αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης, που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι πρόσφορο και κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση ή αποδοχή του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, επιπλέον, και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος, που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση κατ` άρθρο 362 ΠΚ, που προσβάλλει, επίσης, την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα, η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους, με οποιονδήποτε τρόπο γεγονότα, που θίγουν την τιμή και την υπόληψη άλλου, υπό την προαναφερόμενη έννοια, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, να τον αποζημιώσει και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367 § 1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρ. 361 – 367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 1394/2017 ό.π., ΑΠ 718/2017 ό.π., ΑΠ 1662/2005, 1030/2009, 333/2010, 179/2011, 271/2012). ΄Ετσι, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 362 και 366 παρ. 1, 3 του ΠΚ, προκύπτει ότι, αν το δυσφημιστικό γεγονός είναι αληθές, δεν στοιχειοθετείται ούτε το έγκλημα της δυσφήμησης (άρθρο 366 παρ. 1 Π.Κ.), αλλά είναι δυνατό να στοιχειοθετείται το από το άρθρο 361 ΠΚ προβλεπόμενο έγκλημα της εξύβρισης, αν ο ισχυρισμός ή η διάδοση έγιναν κακόβουλα, ήτοι από τον τρόπο που εκδηλώθηκε ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέστηκε η δυσφήμηση, προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει, όταν ο συγκεκριμένος τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς εν γνώσει του επιλέχθηκε, για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου [ΑΠ 1394/2017 ό.π., ΑΠ 1431/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1436/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 718/2017 ό.π., ΑΠ (Ποιν.) 395/2013, ΑΠ (Ποιν.) 2680/2008]. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ’ και δ’). Επομένως, αιρουμένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, της ΠΚ 367 παρ. 2), αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσεως του παρανόμου της προσβολής. Ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, όμως, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κλπ, και συνεπώς, παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της ΠΚ 367 παρ. 2, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως των άρθρων 363 – 362 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως, ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου. Η προβολή δε από τον προσβληθέντα περιπτώσεως από την ΠΚ 367 παρ. 2 αποτελεί αντένσταση κατά της εκ της ΠΚ 367 παρ. 1 ενστάσεως (ΑΠ 1294/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1431/2017 ό.π., ΑΠ 718/2017 ό.π.). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 ΚΠολΔ, 57, 59, 914, 932 299, ΑΚ, προκύπτει ότι για το ορισμένο της αγωγής χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία προσβολής της προσωπικότητας με περισσότερες της μιας αξιόποινες πράξεις, δεν απαιτείται επιμερισμός του αιτουμένου ποσού κατά αξιόποινη πράξη, αλλά αρκεί η αναφορά ενός συνολικού χρηματικού ποσού που θεωρεί εύλογο ο παθών για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την συνολική αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου (ΑΠ 302/2016 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, “Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικά ή διαζευκτικά μικτού εγκλήματος της απάτης, απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και την εξαιτίας αυτών περιουσιακή διάθεση από τον παραπλανηθέντα, ενώ ο τελευταίος δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τον βλαπτόμενο, αρκεί ο πρώτος να έχει τη δυνατότητα από το νόμο ή τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον δεύτερο πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεσθεί και με παραπλάνηση του δικαστηρίου σε πολιτική δίκη στην περίπτωση που υποβάλλεται σ’ αυτό ψευδής ισχυρισμός, ο οποίος υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσαγωγή και επίκληση ψευδών αποδεικτικών μέσων, όπως πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνήσιων μεν, αλλά ψευδών κατά το περιεχόμενό τους (κατάθεση ψευδομάρτυρα κ.λ.π.), από τα οποία παραπλανήθηκε ο δικαστής και εξέδωσε απόφαση, που έχει ως συνέπεια την επέλευση βλάβης στην περιουσία του αντιδίκου του. Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τελειωμένη όταν, με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την προσαγωγή αναληθών αποδεικτικών μέσων, εκδίδεται απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη της απάτης και σε βάρος του αντιδίκου του. Ως περιουσιακή βλάβη νοείται κάθε μείωση της συνολικής αξίας της περιουσίας, αλλά και η απειλή μειώσεώς της, όταν δημιουργείται χειροτέρευση της ενεστώσας περιουσιακής καταστάσεως, όπως και η απειλή ή ο κίνδυνος της περιουσίας στο μέλλον λόγω εμπλοκής σε δαπανηρό δικαστικό αγώνα [ΑΠ (ποιν) 231/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2014 Δημ. Νόμος].

Εξάλλου, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι “οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, διατρέχει το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές, που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Από τα παραπάνω συνάγεται ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια, που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με τη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και μέσον ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ελέγχονται από τον Άρειο Πάγο ως πλημμέλειες από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος). Από το άρθρο δε 932 ΑΚ, προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, ή την ψυχική οδύνη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, ή την ψυχική οδύνη που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά, κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά στο ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ή της ψυχικής οδύνης ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Έτσι, η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε, την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού, που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ. αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π.).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, πρέπει, το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 Κ.Πολ.Δ., των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 458/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 677/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1864/2011, σχετ. ΑΠ 862/2015, AΠ 291/2015). Η ανεπάρκεια δε των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην αγωγή, σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία (ΟλΑΠ 18/1998, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 697/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1967/2006). Επομένως, νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 458/2017 ό.π., ΑΠ 683/2013 ό.π., ΑΠ 697/2012 ό.π.). Αντίθετα η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν κατ` αρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο, σύμφωνα με το άρθ. 216 παρ. 1 στοιχ. α’ και β’ ΚΠολΔ, στηρίζεται το αίτημα της αγωγής,  χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής (ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 782/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 ό.π., ΑΠ 697/2012 ό.π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, κατά τη διάταξη του άρθρου 111 παρ. 2 ΚΠολΔ, καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά και κατά τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η μεταβολή της βάσης της αγωγής, επιτρέπεται, όμως, στον ενάγοντα με τις κατατιθέμενες κατά το άρθρ. 237 παρ.1 του ίδιου Κώδικα προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται έτσι η βάση της αγωγής του. Ως βάση της αγωγής, της οποίας δεν επιτρέπεται η μεταβολή, νοείται η ιστορική βάση αυτής, ήτοι το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών) επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος), [ανεξαρτήτως του δοθέντος από τους διαδίκους νομικού χαρακτηρισμού], χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 460/2013, ΑΠ 309/2011, ΑΠ 1261/1993). Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το κατά τα ανωτέρω απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1183/2015). Δεν συνιστά, όμως, απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το δικαστήριο, με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, έστω και αν αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα ή η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 517/2017, ΑΠ 1087/2014, σχετ. ΑΠ 1854/2011, ΑΠ 832/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1467/2009, ΑΠ 220/2003, ΕφΛαρ 267/2015 Δημ. Νόμος), αρκεί έτσι να μην μεταβάλλεται ριζικά η ως άνω αόριστη νομική έννοια και να προσδίδεται σ` αυτή εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής (ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 832/2011 ό.π., ΑΠ 180-181/2011, ΑΠ 1065-1066/2003).

Εξάλλου, από το άρθρο 321 ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει, ότι όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο, προκύπτει, ότι οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν αποτελούν δεδικασμένο στην πολιτική δίκη (ΑΠ 302/2016 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974, “Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”. Ταυτόσημη είναι και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 2642/1997 και ορίζει ότι “Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο, εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”. Με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί κατ` αρχήν τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 Συντ. και 14 Π Κ). Το περιεχόμενό του συντίθεται από τις αρχές ότι: 1. Κανένας δε μπορεί να καταδικασθεί ή να κηρυχθεί ένοχος, αν δεν έχει δικασθεί σύμφωνα με το νόμο και ύστερα από μια νόμιμη δικαστική διαδικασία. 2. Καμία ποινή ή άλλη ανάλογη κύρωση δε μπορεί να επιβληθεί σε βάρος προσώπου, εφόσον η ενοχή του δεν έχει απαγγελθεί σύμφωνα με τους τύπους, που προβλέπει ο νόμος. 3. Κανένας δε μπορεί να υποχρεωθεί να αποδείξει την αθωότητά του. 4. Η αμφιβολία είναι πάντοτε υπέρ του κατηγορουμένου. Εάν η τέλεση μιας ποινικά κολάσιμης πράξης δικαιολογεί παράλληλα και αστική αξίωση του παθόντος για προστασία των οικονομικών του συμφερόντων, κατά την εκδίκαση του συγκεκριμένου βιοτικού γεγονότος στα πολιτικά δικαστήρια, θα τύχει μεν εφαρμογής το τεκμήριο της αθωότητας, πλην, όμως, η εφαρμογή του πρέπει να περιορίζεται στα όρια, που η δογματική του θέση και κατάταξη προσδιορίζουν. Συγκεκριμένα: 1. Ο εναγόμενος, στον οποίο αποδίδεται η διάπραξη του εγκλήματος, θα πρέπει και στην (πολιτική) δίκη να αντιμετωπίζεται από το δικαστήριο ως αθώος με τις ίδιες εγγυήσεις, όπως και ενώπιον της αντίστοιχης ποινικής δίκης. 2. Δεν πρέπει η νομοθεσία και ειδικότερα το αστικό δίκαιο και η πολιτική δικονομία να θέτουν τεκμήρια ενοχής, τεκμήρια από τα οποία θα προκύπτει άνευ αποδείξεως η ενοχή του εναγομένου για την διάπραξη του ποινικού και συγχρόνως αστικού αδικήματος. 3. Δεν πρέπει το βάρος αποδείξεως της μη τελέσεως του ποινικού και συγχρόνως αστικού αδικήματος να επιρρίπτεται στον εναγόμενο. 4. Κατά την αναφορά του πολιτικού δικαστηρίου σε τυχόν προεκδοθείσα αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου δεν πρέπει να γίνεται αμφισβήτηση του αθωωτικού αποτελέσματος αυτής, ιδίως με την επίκληση ότι α) είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του δικαστηρίου για την αθωότητα, β) λήφθηκε όχι ομόφωνα αλλά κατά πλειοψηφία, γ) ότι στηρίχθηκε στη μη απόδειξη του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου), δ) ότι διαφώνησε ο εισαγγελέας της έδρας κ.α. Ωστόσο, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο κωλύεται να καταλήξει μετά από αποδείξεις και με πλήρως αιτιολογημένη δικανική κρίση, συνεκτιμώντας φυσικά και την αθωωτική ποινική απόφαση- σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί οπωσδήποτε την ποινική αθώωση και να τη θέσει ως βάση στην απόφασή του. Οι διατάξεις των άρθρων 93 – 96 Συντ. αφενός κατοχυρώνουν τη διάκριση των δικαστηρίων και αφετέρου κατανέμουν μεταξύ τους τη δικαιοδοσία σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική, κατ` αντιστοιχία των προβλεπόμενων δικαστηρίων και των υπαγόμενων σε αυτά διαφορών ή και υποθέσεων. Βασική συνέπεια, που αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο της διάκρισης των δικαιοδοσιών είναι το διακριτό δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, το οποίο ορίζεται διαφορετικά από τον αντίστοιχο δικονομικό νομοθέτη (άρθρα: 321 επ. ΚΠολΔ, 57 ΚΠΔ, 197 ΚΔΔ). Οι ρυθμίσεις αυτές επιβάλλουν το δεδικασμένο να είναι, κατ’ αρχήν, δεσμευτικό μόνον εντός της οικείας δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Περαιτέρω, αποδεικτική δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας (όπως στο άρθρο 5 παρ. 2 ΚΔΔ). Επομένως, το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται, όμως, να λάβει σοβαρά υπόψη του ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση (βλ. σχετ. ΑΠ 1422/2017 ό.π., ΑΠ 302/2016 Δημ. Νόμος).

Τέλος, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται, όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι, εξαιτίας αυτής, οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Εξάλλου, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος). Από τα άρθρα 522, 524, 535 παρ. 1, 536 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη, κατά το νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσία, ολικά ή κατά ένα μέρος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπάγγελτα τις άνω ελλείψεις και να την απορρίψει ως αόριστη ή ως αβάσιμη κατά νόμο κλπ., αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της έστω και για άλλους λόγους και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι` αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντα (ΑΠ 786/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1436/2002, ΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 42.925, ΑΠ 1216/1997 ΕλλΔνη 39.573 ΕφΠειρ 173/2016 Δημ. Νόμος, ΕΑ 4924/2012 Δημ. Νόμος). Από την ως άνω δε διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, συνάγεται, επίσης, ότι αν η αγωγή έγινε δεκτή και απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου κατ’ αυτής, ο τελευταίος με την άσκηση έφεσης κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μπορεί να επαναφέρει στο Εφετείο την ένσταση αυτή, μόνο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του (ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος). Η τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Έτσι το Εφετείο κρίνει αν οι κατώτεροι δικαστές απεφάσισαν ορθώς ή μη επί τη βάσει των εκτιθεμένων στην έφεση λόγων, ήτοι των αποδιδομένων από τον εκκαλούντα στην πρωτόδικη απόφαση σφαλμάτων και παραλείψεων, τα οποία συνιστούν τη νομική βάση της εφέσεως. Επομένως, σφάλματα ή παραλείψεις μη προσβληθέντα υπό του διαδίκου με λόγους εφέσεως δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπάγγελτα από το Εφετείο, ούτε συγχωρείται σ’ αυτό, αν τα διαπιστώσει, να απαγγείλει την εξαφάνιση της εκκληθείσας απόφασης (ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 892/2013). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ’ είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (ΑΠ 1105/2015, ΑΠ 767/2011, ΑΠ 1690/2010, ΑΠ 1901/2009, ΑΠ 2178/2009) (Ολ ΑΠ 8/2016, Ολ ΑΠ 42/2002, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος). Κατά το άρθρο δε 534 του ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, με το ως άνω περιεχόμενο, η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, εφόσον περιέχει όλα τ’ απαιτούμενα, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, στοιχεία για τη θεμελίωση της επικαλούμενης ευθύνης του εναγομένου και συγκεκριμένα σαφώς περιγράφονται σε αυτήν η παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας από τον εναγόμενο, η ηθική βλάβη, που προκάλεσε σε αυτήν ο τελευταίος και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του εναγομένου και της πρόκλησης ηθικής βλάβης στην ενάγουσα (ΑΠ 683/2013 ό.π.). Τα λοιπά στοιχεία, τα οποία ισχυρίζεται ο εναγόμενος ότι απαιτούνται για το ορισμένο της υπό κρίση αγωγής, ως προς τις συνθήκες, υπό τις οποίες φέρεται ότι έλαβε χώρα η ένδικη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του σε βάρος της ενάγουσας, αποτελούν στοιχεία που δύνανται να προκύψουν από τις αποδείξεις και δεν είναι απαραίτητα για το ορισμένο της αγωγής. Σε κάθε δε περίπτωση, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο δόλος παραδεκτά συγκεκριμενοποιείται με βάση τα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω και εάν δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στους αγωγικούς ισχυρισμούς και δεν συνιστούν, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, ούτε λαμβάνονται υπόψη μη προταθέντες ή μη παραδεκτώς προταθέντες ισχυρισμοί, απορριπτομένων ως αβασίμων των αντίθετων ισχυρισμών του εναγομένου (ΑΠ 832/2011 ό.π.). Εξάλλου, η ενάγουσα ζητεί την επιδίκαση σε αυτήν εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, λόγω της ηθικής βλάβης που επικαλείται ότι υπέστη από την παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς της από τον εναγόμενο. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ορισμένη την υπό κρίση αγωγή, δεχόμενο, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, ότι η αγωγή δεν έπασχε από νομική αοριστία, δεν αξίωσε για τη θεμελίωση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, λόγω της επικαλούμενης από την ενάγουσα προσβολής της προσωπικότητάς της, λιγότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος και δεν παράλειψε, παρά το νόμο, να κηρύξει απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, της ένδικης αγωγής, ορθώς δε, κατ’ αποτέλεσμα, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δη τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και δεν έσφαλε (βλ. σχετ. ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτήν της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ως προς το ορισμένο της υπό κρίση αγωγής, πρέπει ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος ο πρώτος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Επίσης, με το ως άνω περιεχόμενο η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914, 920, 932, 361 παρ.1, 363, 386 ΠΚ, 17 Ν. 2462/1997 «Κύρωση του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα» και 70 ΚΠολΔ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η αγωγή είναι νόμιμη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο πρέπει να απορριφθούν.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με τη με αριθμό 5080/2011 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη με αριθμ. 3134/28-06-2017 οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται νομίμως, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τ’ αντίγραφα από τη σχηματισθείσα ποινική δικογραφία και των ποινικών αποφάσεων, που έχουν εκδοθεί και εκτιμώνται ελεύθερα, καθώς επίσης και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 24-9-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως η ενάγουσα μίσθωσε από τον εναγόμενο ένα ισόγειο κατάστημα, ιδιοκτησίας του, κείμενο στη Νίκαια Αττικής, επί της οδού …… αρ. …………, επιφανείας 29,50 τ.μ., προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για την άσκηση της επαγγελματικής της δραστηριότητας, ήτοι ως ανθοπωλείο. Η μίσθωση αυτή συμφωνήθηκε πενταετής, αρχομένη από 28-9-2008 και λήγουσα την 28-9-2013, αντί μηνιαίου μισθώματος ύψους 600 ευρώ, για τα δυο πρώτα έτη της μισθώσεως, καταβλητέου την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, αναπροσαρμοζόμενου ελευθέρως κατά το επόμενο της μισθώσεως χρονικό διάστημα. Αρχές Σεπτεμβρίου του έτους 2009, η ενάγουσα ενημέρωσε τον εναγόμενο ότι, λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας συγγενικού της προσώπου, ήτοι της γιαγιάς της, κατοίκου ……., θα μετέβαινε στον τόπο αυτό και ότι θα του κατέβαλε τα ληξιπρόθεσμα έως τότε μισθώματα, είτε μέσω εμβάσματος, είτε συνολικώς, όταν θα επέστρεφε. Η ενάγουσα, όμως, επιστρέφοντας, περί τα μέσα Δεκεμβρίου του έτους 2009, στο μίσθιο κατάστημα, το οποίο έως τότε παρέμενε κλειστό, διαπίστωσε ότι είχε επικολληθεί, στις 24/11/2009, στην εξωτερική θύρα του καταστήματος, η από 13-11-2009 εξώδικη όχληση του εναγομένου, με την οποία την καλούσε να του καταβάλει αμέσως τα οφειλόμενα μισθώματα των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2009, άλλως θα προχωρούσε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 662 Α επ. ΚΠολΔ, στην έκδοση διαταγής απόδοσης μισθίου σε βάρος της (βλ. σχετ. την από 13/11/2009 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση του εναγομένου προς την ενάγουσα, σε συνδυασμό με τη με αριθμ. ……….. έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………, την από 24/11/2009 απόδειξη παραλαβής αντιγράφου εγγράφου που θυροκολλήθηκε του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Νίκαιας, Ευάγγελου Καταραχια, Υπαστυνόμου Β΄ και την από 25/11/2009 βεβαίωση του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 662 Α ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 15 παρ.2 Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α 51/12.3.2012 -έναρξη ισχύος από 2 Απριλίου 2012), «Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 662 Β έως Η μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου, αν η μίσθωση αποδεικνύεται εγγράφως, στην περίπτωση καθυστέρησης του μισθώματος από δυστροπία, εφόσον έγγραφη όχληση έχει επιδοθεί με δικαστικό επιμελητή έναν τουλάχιστο μήνα πριν από την κατάθεση της αίτησης. Η καταβολή των μισθωμάτων εντός του μηνός, αποδεικνυόμενη εγγράφως, αποκλείει την έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου. Τούτο ισχύει μόνο μία φορά.». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, πριν από την παρέλευση μηνός από την κοινοποίηση σε αυτήν, στις 24/11/2009, της άνω εξώδικης όχλησης, ήτοι την 18-12-2009 κατέβαλε στον εναγόμενο, εκμισθωτή της, τα οφειλόμενα και αναφερόμενα στην ως άνω εξώδικη όχληση μισθώματα των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2009, καθώς, επίσης και τα μισθώματα των μηνών Δεκεμβρίου του έτους 2009 και Ιανουαρίου του έτους 2010, για την καταβολή των οποίων έλαβε από τον εναγόμενο τη σχετική απόδειξη πληρωμής. Η ως άνω καταβολή των μισθωμάτων, όμως, από την ενάγουσα, εντός του μηνός, αποδεικνυόμενη εγγράφως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 662 Α ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 15 παρ.2 Ν. 4055/2012, απέκλειε την έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου με βάση τα ως άνω μισθώματα. Στη συνέχεια, ήτοι την 3-2-2010, η ενάγουσα κατέβαλε και το μίσθωμα του μηνός Φεβρουαρίου 2010 στον εναγόμενο. Ο τελευταίος, ωστόσο, παρά τις ως άνω καταβολές των οφειλομένων μισθωμάτων από την ενάγουσα, εντός ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση της ως άνω εξώδικης όχλησης προς αυτήν, υπέβαλε, στις 28/12/2009, την από 28-12-2009 και με αριθμ. ………….. αίτησή του, ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σε βάρος της, προς έκδοση διαταγής απόδοσης του ένδικου μισθίου, ισχυριζόμενος, εν γνώσει του, ψευδώς στο Δικαστήριο ότι η ενάγουσα εξακολουθούσε, κατά το χρονικό σημείο κατάθεσης της αίτησης, ήτοι στις 28/12/2009, από δυστροπία, να του οφείλει τα μισθώματα των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου του έτους 2009, για τα οποία της είχε κοινοποιήσει την ανωτέρω από 13/11/2009 εξώδικη πρόσκλησή του και ότι είχε παρέλθει η μηνιαία προθεσμία από την κοινοποίηση (στις 24/11/2009) σε αυτήν της από 13/11/2009 εξώδικης όχλησης, χωρίς να έχει καταβάλει έως 28/12/2009 τα ως άνω οφειλόμενα μισθώματα, συνολικού ύψους χιλίων οκτακοσίων ευρώ (1.800 ευρώ). Με βάση δε τους ψευδείς αυτούς ισχυρισμούς του εναγομένου, έγινε δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη η ως άνω από 28/12/2009 αίτηση και εκδόθηκε, σε βάρος της ενάγουσας, στις 25/01/2010, η με αριθμ. …….. διαταγή απόδοσης μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία διέτασσε την ενάγουσα να αποδώσει στον εναγόμενο τη χρήση του μισθίου ακινήτου, λόγω άρνησής της από δυστροπία να καταβάλει τα μισθώματα των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2009, δηλαδή μισθώματα τριών (3) μηνών, συνολικού ύψους χιλίων οκτακοσίων ευρώ (1.800 ευρώ). Στο τέλος δε της διαταγής αυτής γίνεται υπόμνηση στην ενάγουσα (καθ’ ης η αίτηση) ότι «…μετά την πάροδο είκοσι (20) ημερών από την προς αυτήν επίδοση της παρούσης, η διαταγή απόδοσης της χρήσης μισθίου θα αποτελεί τίτλο εκτελεστό…» και ότι «…έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά της παρούσας διαταγής μέσα σε προθεσμία δέκα πέντε (15) εργασίμων ημερών από την επίδοσή της…». Ο εναγόμενος, όμως, στις 03/02/2010, κατά την καταβολή, από την ενάγουσα, του μισθώματος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2010, απέκρυψε, εν γνώσει του, από αυτήν, αφενός μεν την αίτησή του προς έκδοση της ως άνω διαταγής απόδοσης μισθίου, αφετέρου δε την έκδοση, στις 25/01/2010, της ως άνω διαταγής επί της αιτήσεως αυτής. Ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο δε της ως άνω διαταγής αποδόσεως μισθίου έλαβε ο εναγόμενος στις 18/03/2010 και επέδωσε αυτό στην ενάγουσα, κατόπιν της από 09/04/2010 εντολής του πληρεξουσίου Δικηγόρου του προς τον αρμόδιο Δικαστικό Επιμελητή, δια θυροκολλήσεως του εγγράφου, παρουσία μάρτυρος, στο μίσθιο κατάστημα, την 14-4-2010 (βλ. σχετ. τη με αριθμ. ……. έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………, σε συνδυασμό με την από 14/04/2010 απόδειξη παράδοσης και παραλαβής εγγράφου της Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Νίκαιας, Ευαγγελίας Βουρλιώτη, Αστυφύλακος (Π.Σ.) και την από 14/04/2010 βεβαίωση του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή), ενώ γνώριζε ότι, κατά το μεσολαβήσαν διάστημα, η ενάγουσα απουσίαζε εκ νέου στο ……… λόγω του προβλήματος υγείας του ως άνω συγγενικού της προσώπου, το οποίο απεβίωσε, τελικά, στις 4/4/2010. Όταν η ενάγουσα επέστρεψε, στις 10/05/2010, στη Νίκαια Αττικής, δεν κατέστη δυνατό να εισέλθει εντός του μισθίου και παρά την προσπάθειά της να έλθει σε επικοινωνία με τον εναγόμενο για να του καταβάλει τα έως τότε ληξιπρόθεσμα μισθώματα, ο εναγόμενος, στις 10-05-2010, επέδωσε σε αυτήν πιστό αντίγραφο από το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της παραπάνω διαταγής απόδοσης χρήσης μισθίου για να λάβει γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες, με τη συνεχόμενη από 07/05/2010 επιταγή προς απόδοση και στις 31/05/2010, κοινοποίησε σε αυτήν, στην οικία της, επί της οδού ……… αρ. …….., στη Νίκαια Αττικής, τη με αριθμό …….. «Έκθεση Βίαιης Αποβολής και Εγκατάστασης» του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ηλία Γανωτή, δυνάμει πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω με αριθμ. …… διαταγής απόδοσης χρήσης μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, της με αριθμ. ……… έκθεσης επίδοσης προς την ενάγουσα πιστού αντιγράφου από το πρώτο απόγραφο εκτελεστό της παραπάνω διαταγής απόδοσης χρήσης μισθίου για να λάβει γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες, με τη συνεχόμενη από 07/05/2010 επιταγή προς απόδοση και της από 21/05/2010 έγγραφης εντολής κάτωθι του πρώτου εκτελεστού απογράφου της παραπάνω διαταγής απόδοσης του πληρεξουσίου δικηγόρου του εναγομένου, για τη βίαιη αποβολή της ενάγουσας από το μίσθιο – κατάστημα και την εγκατάσταση σε αυτό τους επισπεύδοντος (εκμισθωτή). Όπως γίνεται δε μνεία στο τέλος της ως άνω με αριθμ. …….. Έκθεσης Βίαιης Αποβολής και Εγκατάστασης, θυροκολλήθηκε στην πόρτα του επίδικου μισθίου Υπηρεσιακό Σημείωμα της Εκτελέσεως από τον ως άνω Δικαστικό Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, που ενήργησε ως επί της εκτελέσως αρμόδιος και συνετάγη η έκθεση αυτή, αφού δε διαβάστηκε, ακούστηκε και βεβαιώθηκε, νόμιμα υπεγράφη από το Δικαστικό Επιμελητή, το μάρτυρα και τον επισπεύδοντα, που ήταν παρόντες καθ’ όλη τη διάρκεια της εκτέλεσης, ενώ η καθ’ ης η εκτέλεση (ενάγουσα) απουσίαζε. Φύλακας και μεσεγγυούχος των πραγμάτων, τα οποία υπήρχαν στο μίσθιο κατάστημα, κατά το χρόνο αποβολής της ενάγουσας, ορίστηκε με την ως άνω έκθεση ο εναγόμενος και παραδόθηκαν σε αυτόν τα κλειδιά του μισθίου. Στη συνέχεια η ενάγουσα, λόγω της ως άνω συμπεριφοράς του εναγομένου και της οριστικής αποβολής της από το μίσθιο, υπέβαλε την από 13/07/2010 έγκλησή της, ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς. ‘Ηδη με τη με αριθμ. 3358/02-07-2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, η οποία προσκομίζεται νόμιμα με επίκληση από την ενάγουσα, ο εναγόμενος, μετά από άσκηση έφεσης εναντίον της με αριθμ. ΒΜ-548/30-1-2014 απόφασης του Β΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, κηρύχθηκε ένοχος για το αδίκημα της απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου (άρθρα 14, 16, 17, 18β, 26 παρ. 1α, 27, 51, 53, 79, 386 παρ. 1α Π.Κ.), με βάση τα ίδια προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα, κατά το διατακτικό της, κηρύχθηκε ένοχος του ότι: «Στον Πειραιά, στις 28-12-2009, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον άλλο σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και με την αθέμιτη παρασιώπηση των αληθινών και ειδικότερα κατέθεσε την από 28-12-2009 αίτησή του (προς έκδοση διαταγής απόδοσης μισθίου), ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά της εγκαλούσας, …………, με την οποία (αίτηση) ζητούσε να υποχρεωθεί αυτή με διαταγή που θα εκδοθεί σε βάρος της, να του αποδώσει τη χρήση του επί της οδού ………….., στη Νίκαια, καταστήματος, που της είχε εκμισθώσει, δυνάμει του από 24-09-2008 μισθωτηρίου συμφωνητικού, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, ζημιώνοντας την περιουσία της εγκαλούσας, παριστώντας εν γνώσει του ψευδώς ότι η τελευταία από δυστροπία καθυστέρησε να του καταβάλει τα μισθώματα των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου του 2009, ύψους 1.800 ευρώ, παρά την από 13-11-2009 έγγραφη προς αυτήν όχληση, που της επιδόθηκε στις 24-11-2009 και την πάροδο ενός και πλέον μηνός από την επίδοση, παρασιωπώντας το γεγονός ότι η εγκαλούσα την 18-11-2009, ήτοι πριν την παρέλευση μηνός από την ως άνω επίδοση του είχε καταβάλει όχι μόνο τα ανωτέρω μισθώματα, αλλά επιπλέον και τα μισθώματα Δεκεμβρίου του 2009 και Ιανουαρίου του 2010, παρέπεισε έτσι τον πιο πάνω Δικαστή να εκδώσει την υπ’ αριθμ. ……… διαταγή απόδοσης χρήσης του πιο πάνω μισθίου καταστήματος, ζημιώνοντας την περιουσία της εγκαλούσας, η οποία απώλεσε τη χρήση του εν λόγω καταστήματος και καταδικάστηκε να καταβάλει στον κατηγορούμενο το ποσό των 150 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας.». Επιβλήθηκε δε σε αυτόν ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία και επιδικάστηκε υπέρ της ενάγουσας, η οποία είχε παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα, το ποσό των σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ, για την χρηματική ικανοποίησή της, λόγω ηθικής βλάβης.  Η απόφαση αυτή ήδη έχει καταστεί αμετάκλητη, όπως δεν αμφισβητείται ειδικώς από τον εναγόμενο (βλ. επίσης την από 20-10-2015 βεβαίωση του Ποινικού Αρχείου του Πρωτοδικείου Πειραιώς, σε συνδυασμό με το με αριθ. πρωτ. …….. πιστοποιητικό της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου). ΄Οσον αφορά δε στον ισχυρισμό του εναγομένου, ο οποίος επαναφέρεται με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, ότι εκ παραδρομής ανεγράφη από τον ίδιο στην ως άνω απόδειξη καταβολής των μισθωμάτων των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2009, καθώς, επίσης, και των μισθωμάτων των μηνών Δεκεμβρίου του έτους 2009 και Ιανουαρίου του έτους 2010, ως ημερομηνία καταβολής η 18η Δεκεμβρίου 2009, ενώ η πραγματική ήταν η 28η Δεκεμβρίου 2009 (ήτοι η ημερομηνία κατάθεσης της ως άνω διαταγής απόδοσης του μισθίου), δεν αποδείχθηκε η βασιμότητά του από κανένα στοιχείο, ούτε και από την κατάθεση της εξετασθείσας, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με επιμέλειά του, μάρτυρός του (βλέπε τα ταυτάριθμα με την με αριθμό 5080/2011 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά), η κατάθεση της οποίας, σε κάθε περίπτωση, δεν κρίνεται πειστική. Ειδικότερα, ο ίδιος ο εναγόμενος, κατά την απολογία του, ενώπιον του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, στις 02/07/2015, για το αδίκημα της απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου, για το οποίο κατηγορούνταν, ανέφερε αντιφατικά, αφενός μεν ότι ενημέρωσε τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του για την ως άνω καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων από την ενάγουσα και του ζήτησε να διακόψει τη διαδικασία αποβολής της από το μίσθιο, λόγω της ως άνω καταβολής και ότι ο τελευταίος τον ενημέρωσε ότι θα διακόψει τη διαδικασία αυτή, αφετέρου δε ότι η ως άνω παραδρομή οφειλόταν στην κατάσταση της ψυχικής του υγείας, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, επηρέαζε την ικανότητά του να συναλλάσσεται με τρίτους. Ο εναγόμενος προσκομίζει και επικαλείται, μεταξύ άλλων, την από 19/12/2012 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας του Ι.Κ.Α., την από 22/02/2011 γνωμάτευση της Α΄ Βάθμιας Επιτροπής του Ο.Α.Ε.Ε., τα από 15/07/2010 και 10/06/2011 εξιτήρια του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής και τις από 05/10/2010 και 12/09/2011 ιατρικές βεβαιώσεις – γνωματεύσεις, καθώς και το ενημερωτικό σημείωμα του ιδίου Νοσοκομείου, από τα οποία προκύπτει ότι νοσηλεύθηκε στο ………. Αττικής, από 16/06/2010 έως 15/07/2010, με διάγνωση «Σωματοποιητική διαταραχή – Καταθλιπτική διαταραχή – κρίσεις πανικού», ότι νοσηλεύθηκε, από 18/05/2011 έως 10/06/2011, στο ίδιο Νοσοκομείο, με διάγνωση «καταθλιπτική συνδρομή», ότι νοσηλεύθηκε από 04/07/2012 έως 20/07/2012, στο ίδιο Νοσοκομείο, με διάγνωση «Μέση βαρύτητας καταθλιπτικό επεισόδιο» και ότι λαμβάνει θεραπευτική αγωγή, κρίθηκε δε από την Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του Ι.Κ.Α., ότι, κατά ιατρική πρόβλεψη, από 01/07/2012 έως 31/07/2015, έχει συνολικό ποσοστό αναπηρίας 67%, που οφείλεται σε ψυχιατρική πάθηση (σχιζοσυναισθηματική διαταραχή). Ωστόσο, από το περιεχόμενο της ως άνω απόδειξης καταβολής, στην οποία αναγράφηκαν από τον ίδιο τον εναγόμενο οι μήνες των οφειλομένων μισθωμάτων (Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου, Δεκεμβρίου του έτους 2009 και Ιανουαρίου του έτους 2010), τα Νούμερα της απόδειξης (12 -13-14-15-16), το συνολικό ποσό αυτών, 3.000 ευρώ και ο (ορθός) μαθηματικός υπολογισμός του νομίμου χαρτοσήμου (3,6%) επί του ποσού των 3.000 ευρώ (108 ευρώ) και του συνολικά οφειλομένου ποσού των 3.108 ευρώ, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο εναγόμενος δεν επικαλείται ότι είχε τεθεί σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης (πλήρους ή μερικής) από τους οικείους του, κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο, αλλά ούτε και μεταγενέστερα, δεν προκύπτει η βασιμότητα των ως άνω ισχυρισμών του εναγομένου, σχετικά με την αναγραφή της ως άνω ημερομηνίας (18/12) από παραδρομή και λόγω της επίδρασης των προβλημάτων υγείας του, κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο, στην ικανότητά του για την είσπραξη των ως άνω μισθωμάτων, την έκδοση σχετικής απόδειξης είσπραξης και την αναγραφή ορθής ημερομηνίας επ’ αυτής (βλ. σχετ. και τη με αριθμ. 3358/02-07-2015 έκθεση πρακτικών και απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς). Συνεπώς, η ενάγουσα, από την ανωτέρω συμπεριφορά του εναγομένου, κατά την οποία, με ψευδείς, εν γνώσει της αναλήθειάς τους, πραγματικούς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς, πέτυχε την έκδοση της δυσμενούς για αυτήν ως άνω διαταγής απόδοσης μισθίου και τις εν συνεχεία, εν γνώσει του, δυσφημιστικές διαδόσεις, μέσω της επίσπευσης της διαδικασίας βιαίας αποβολής της από το ως άνω μίσθιο κατάστημα, αλλά και λόγω της στέρησης της χρήσης του μισθίου καταστήματος, το οποίο είχε ως έδρα της επιχείρησής της, μη δυνάμενη να λειτουργήσει αυτήν, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, προσεβλήθη παράνομα και υπαίτια στην προσωπικότητά της, η οποία (συμπεριφορά) συνιστά και αδικοπραξία, διότι τα ως άνω γεγονότα ήταν ικανά να βλάψουν και πράγματι έβλαψαν την προσωπική και επαγγελματική τιμή της ενάγουσας. Η προβολή (διάδοση) των ανωτέρω ψευδών και συκοφαντικών ισχυρισμών του εναγομένου σε βάρος της ενάγουσας αποτελούσε ηθελημένη ενέργεια αυτού να προσβάλει την τιμή και την αξιοπρέπειά της ενώπιον των τρίτων και ιδιαίτερα του επαγγελματικού περίγυρού της, διότι γνώριζε ότι στο μίσθιο κατάστημα ήταν η έδρα της επαγγελματικής επιχείρησης της ενάγουσας, καθόσον εμφανίστηκε προς τρίτους και στους περιοίκους, ως αφερέγγυο πρόσωπο. Δικαιούται, συνεπώς, η ενάγουσα, σύμφωνα με τα άρθρα 57, 59, 914 και 932 ΑΚ, να αξιώσει από τον εναγόμενο, χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης. Η χρηματική αυτή ικανοποίηση, ενόψει του είδους και της βαρύτητας της προσβολής, της κοινωνικής της απαξίας, των συνθηκών τέλεσης της ένδικης αδικοπραξίας, όπως αυτές εκτέθηκαν ειδικότερα παραπάνω, της στεναχώριας και της ταλαιπωρίας που υπέστη η ενάγουσα, λόγω της ως άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγομένου, που αποτελεί και ποινικό αδίκημα και της στερήσεως της χρήσεως του μισθίου, για την άσκηση της επαγγελματικής της δραστηριότητας, λόγω της βίαιας αποβολής της από αυτό, σε συνδυασμό με την οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών, εκ των οποίων η μεν ενάγουσα, γεννηθείσα το έτος 1978, είναι άγαμη και δραστηριοποιείται επαγγελματικά ως ανθοπώλης, ο δε εναγόμενος, γεννηθείς το έτος 1948, είναι έγγαμος, συνταξιούχος (βλ. σχετ. εκκαθαριστικό σημείωμα φορολογικού έτους 2015, από το οποίο φέρεται ότι δήλωσε, κατά το φορολογικό έτος 2015, το συνολικό ποσό των 6.807,85 ευρώ), με δύο (2) τέκνα, τα οποία έχουν γεννηθεί τα έτη 1973 και 1975, νοσηλεύθηκε δε, από 16/06/2010 έως 15/07/2010, στο ………… Νοσοκομείο Αττικής, με διάγνωση «Σωματοποιητική διαταραχή – Καταθλιπτική διαταραχή – κρίσεις πανικού», από 18/05/2011 έως 10/06/2011, στο ίδιο Νοσοκομείο, με διάγνωση «καταθλιπτική συνδρομή», από 04/07/2012 έως 20/07/2012, στο ίδιο Νοσοκομείο, με διάγνωση «Μέση βαρύτητας καταθλιπτικό επεισόδιο», λαμβάνει θεραπευτική αγωγή και κρίθηκε από την Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του Ι.Κ.Α., ότι, κατά ιατρική πρόβλεψη, από 01/07/2012 έως 31/07/2015, έχει συνολικό ποσοστό αναπηρίας 67%, που οφείλεται σε ψυχιατρική πάθηση (σχιζοσυναισθηματική διαταραχή) (βλ. σχετ. την από 19/12/2012 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας του Ι.Κ.Α., την από 22/02/2011 γνωμάτευση της Α΄ Βάθμιας Επιτροπής του Ο.Α.Ε.Ε., τα από 15/07/2010 και 10/06/2011 εξιτήρια του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής και τις από 05/10/2010 και 12/09/2011 ιατρικές βεβαιώσεις – γνωματεύσεις, καθώς και το ενημερωτικό σημείωμα του ιδίου Νοσοκομείου) και είναι, επίσης, ιδιοκτήτης του ως άνω μίσθιου ακινήτου, ανέρχεται στο ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 ευρώ), η καταβολή του οποίου, αν και δεν μπορεί να εξαφανίσει τη ζημία επί του καθαρώς ηθικού αγαθού της τιμής και της επαγγελματικής αξιοπιστίας της ενάγουσας, είναι εντούτοις σε θέση να αμβλύνει ως ένα βαθμό τα δυσάρεστα συναισθήματα, που προκάλεσε σε αυτήν η ως άνω προσβολή της προσωπικότητάς της (βλ. σχετ. ΑΠ 302/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1352/2015 Δημ. Νόμος). Στο ως άνω ποσό, το οποίο πρέπει να της επιδικαστεί, δεν περιλαμβάνεται το ποσό των 44 ευρώ, ως προς το οποίο επιφυλάχθηκε, προκειμένου να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα κατά του εναγομένου ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων. Συνακόλουθα, η μη περιουσιακή ζημία της ενάγουσας, που είναι αποκαταστατέα γιατί τελεί σε άμεσο αιτιώδη αντικειμενικό σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 ευρώ). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα από την περιεχόμενη σ’ αυτή βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, σε συνδυασμό με τις σκέψεις και το σύνολο των αποδεικτικών αναλύσεων που περιέχει, δεν καταλείπεται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι, για το σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος, έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε όλα τ’ αποδεικτικά μέσα. Σημειώνεται ότι προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα, πραγματογνωμοσύνη κ.λ.π.), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (βλ. σχετ. ΑΠ 621/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 160/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 645/2012 Δημ. Νόμος). Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκανε δεκτή εν μέρει την υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη, ως προς το καταψηφιστικό της σκέλος και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, επέβαλε δε σε βάρος του εναγομένου ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας το ύψος των οποίων καθόρισε στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350,00) ευρώ, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914, 920, 932, 361 παρ.1, 363, 386α ΠΚ, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν αβασίμου και του δεύτερου λόγου της υπό κρίση έφεσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν υπερέβη δε τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειάς του, αφού το επιδικασθέν ποσόν δεν αφίσταται -κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση- από τα επιδικαζόμενα σε παρόμοιες περιπτώσεις ποσά. Επομένως, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητος και ο υποστηρίζων τα αντίθετα τρίτος λόγος της εφέσεως, ως προς το ύψος του επιδικασθέντος σε βάρος του εναγομένου ποσού και δη για το ποσό πέραν των πεντακοσίων (500) ευρώ, είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η εν μέρει διαφορετική αιτιολογία της εκκαλουμένης, με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 3134/28-06-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από τον εκκαλούντα για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 12/09/2017 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …………., αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμό Κατάθ. …………., κατά της με αριθμ. 3134/28-06-2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε ο εκκαλών για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στις  10/08/2018, στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους Δικηγόρους τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ