Αριθμός 342/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Νοεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη κλητεύσεώς του. Στις υποθέσεις που δικάζονται κατά τη διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, αν κατά την συζήτηση της εφέσεως ερημοδικεί ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον αυτός επέσπευσε τη συζήτηση ή κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σ΄αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 271 και 524 παρ.4 εδ. α` του ΚΠολΔ, (ΕφΑθ 3212/2004 ΕλλΔνη 2005.558 βλ.επ. Σαμ. Σαμουήλ, η έφεση κατά τον ΚΠολΔ έκδ. 2003 παρ.1078 έως 1080 σελ.406,4070), το δε Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διαδίκου, τα πρακτικά και τις εκθέσεις εξέτασης των μαρτύρων τα οποία οφείλει με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως να προσκομίσει ο εκκαλών, ο οποίος παρίσταται. (ΕφΑΘ 4804/2006, ΕλλΔνη 2007.06, ΕφΑΘ 242/2001, ΕλλΔνη 2002.815). Αν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την υπ΄αριθμ………..΄/ 25-06-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, …………., που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 08-05-2019 (γεν.αριθμ.καταθ……………./2019) υπό κρίση έφεσης κατά της υπ΄αριθμ. 2755/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία εκδόθηκε κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη. Η τελευταία όμως δεν εμφανίσθηκε με, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου. Ωστόσο η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (524 παρ.4 ΚΠολΔ).
Περαιτέρω, η υπό κρίση έφεση κατά της ως ανω υπ΄αριθμ. 2755/ 2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1,2 και 3, 500,511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 2 Ν. ΓϡΟΗ/1912 «περί δικαστικού ενσήμου», όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 7 παρ. 1 Ν.Δ. 1544/1942, ο ενάγων, αν παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, δικάζεται ερήμην. Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 175 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν σήμερα μετά και την τροποποίηση που επήλθε με το ν. 2915/2001, ο υπόχρεος σε προκαταβολή τελών και εξόδων (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και το δικαστικό ένσημο), λογίζεται ως μη εμφανιζόμενος (πλασματική ερημοδικία) και επομένως δικάζεται ερήμην. Εδώ η ερημοδικία επέρχεται λόγω μη προκαταβολής εξόδων και όχι λόγω της μη εμφάνισης ή μη προσήκουσας εμφάνισης (πραγματική ερημοδικία) κάποιου από τους διαδίκους. Ως εκ τούτου προκύπτει ότι σε περίπτωση που ο ενάγων δεν προκαταβάλει, ως είναι υποχρεωμένος, το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου, η αγωγή του απορρίπτεται ως ουσιαστικά αβάσιμη (βλ. ΕφΑθ 1972/2006, ΕλλΔνη (2007), 277, 308, ΕφΘεσ 135/2008, ΕφΑθ 2680/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τη διάταξη δε του άρθρου 174 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η υποχρέωση καταβολής των προκαταβλητέων εξόδων και τελών διαδικαστικής πράξεως ή συζητήσεως πρέπει να εκπληρώνεται έως τη συζήτηση της υποθέσεως ή την επιχείρηση της πράξεως, κατά την χρονική ενέργεια των οποίων πρέπει να υπάρχει και η σχετική απόδειξη καταβολής αυτών, πλην όμως παρέχεται η δυνατότητα, στον ερήμην δικασθέντα με την άσκηση της εφέσεως, στα πλαίσια των άρθρων 527 και 529 ΚΠολΔ, να καταβάλει τα ως άνω έξοδα στη δευτεροβάθμια δίκη έως τη συζήτηση της εφέσεως (Εφ Αθ 93/2010,ΕφΑθ 8272/ 2004, ΤΝΠ Νόμος). Η παράλειψη προκαταβολής των εξόδων αυτών και στη συζήτηση της εφέσεως ή η προκαταβολή αυτών μετά τη συζήτηση της εφέσεως συνεπάγεται επίσης την ερημοδικία του εκκαλούντος, σύμφωνα με το άρθρο 175 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται κατά το άρθρο 591 § 1 και στην κατ` έφεση δίκη. (Εφ.Αθ. 7480/1998 Ελλ.Δνη 40.1118 Εφ.Αθ. 10590/1990 Ελλ.Δνη 32.1070, ΕφΑθ 1381/2000, ΕφΠατρ 514/2003 ΤΝΠ Νόμος).
Από την μεταβατική διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1 άρθρου ένατου Ν. 4335/2015 προκύπτει ότι οι νέες διατάξεις των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τις κατατεθειμένες από 1.1.2016 αγωγές. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 591 παρ. 1 εδ. α΄, 614.1, 615-620,271 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με το Ν. 4335/2015 και ισχύουν ως προς τις ειδικές διαδικασίες για τις κατατεθειμένες από 1.1.2016 αγωγές, προκύπτει ότι η ερημοδικία του εναγομένου συνεπάγεται την δυσμενή για τον εναγόμενο συνέπεια της πλασματικής ομολογίας των ισχυρισμών του ενάγοντος. Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί α) το γεγονός ότι στις νέες διατάξεις περί μισθωτικών διαφορών δεν υπάρχει διάταξη αντίστοιχη με την διάταξη του άρθρου 649 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε πριν από την νομοθετική τροποποίηση που έλαβε χώρα με τον Ν. 4335/2015,όπου τότε προβλεπόταν ότι η ερημοδικία κάποιοι διαδίκου συνεπαγόταν την εκδίκαση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, β) το γεγονός ότι στις νέες διατάξεις των ειδικών διαδικασιών, όπου, σε περίπτωση μη εμφάνισης διαδίκου, επιθυμούσε ο νομοθέτης την εκδίκαση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι το προέβλεψε ρητά (βλ. άρθρο 595 ΚΠολΔ που αφορά τις διαφορές από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση) και γ) το γεγονός ότι η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 271 παρ. 3 ΚΠολΔ περί πλασματικής ομολογίας των ισχυρισμών του ενάγοντος στο πεδίο των μισθωτικών διαφορών δεν φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με τις ειδικές διατάξεις των μισθωτικών διαφορών και επομένως ελλείψει ειδικών διατάξεων πρέπει να εφαρμοστούν οι γενικές διατάξεις δηλαδή το άρθρο 271 ΚΠολΔ. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το εφετείο, όταν μετά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης κατά παραδοχή βάσιμου λόγου εφέσεως και κάνοντας χρήση μιας από τις παρεχόμενες ευχέρειες, κρατεί την υπόθεση προς περαιτέρω κατ` ουσίαν εκδίκαση, υποκαθιστά σε όλα τα δικαιώματα του το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και καθίσταται αρμόδιο να εξετάσει και να λύσει όλα τα ζητήματα που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως και είναι αναγκαία για την οριστική διάγνωση της διαφοράς, αφού δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή (βλ. ΑΠ 1318/1994 ΕλΔ 37,655, ΑΠ 1185/1993 ΕλΔ 36,362).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 8-8-2016 (γεν.αριθμ.καταθ…../2016) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εξέθετε ότι δυνάμει του από 01-04-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού ανέλαβε την υποχρέωση έναντι μηνιαίου μισθώματος ανερχόμενου στο ποσό των 1.000 ευρώ αναπροσαρμοζόμενου ετησίως σε ποσοστό 7% και καταβαλλομένου εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, να παραχωρήσει στη ……………. τη χρήση του κείμενου επί της ……….. στην περιφέρεια του …………., θέση έναντι …. στη Σαλαμίνα αγροτεμαχίου εμβαδού 1998 τμ, για χρονικό διάστημα 12 ετών, ήτοι από 01-04-2006 έως 31-03-2018 προκειμένου αυτή να το χρησιμοποιήσει ως πλυντήριο αυτοκινήτων. Ότι όταν η ως άνω μισθώτρια μεταβίβασε την ανωτέρω επιχείρησή της στην εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη θυγατέρα της, με την κατάρτιση των προβλεπόμενων εκ του νόμου συμβάσεων εκχώρησης και αναδοχής χρέους στις οποίες συνέπραξε και αυτός, συναφθέντος του από 12-06-2013 ιδιωτικού συμφωνητικού, μεταβιβάστηκε η ανωτέρω μισθωτική σχέση με αποτέλεσμα μισθώτρια να καταστεί για το επόμενο χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη της μίσθωσης η εναγομένη. Ότι κατά τα λοιπά συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων η εξακολούθηση της ισχύος των όρων του ως άνω από 01-04-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού ενώ το μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε ανερχόμενο στο ποσό των 1.500 ευρώ. Ότι η εναγομένη αν και έκανε και εξακολουθεί να κάνει ανενόχλητη χρήση του μισθίου, δεν υπήρξε συνεπής στις συμβατικές της υποχρεώσεις και δεν κατέβαλε για το μήνα Ιούλιο του 2015 μέρος του μισθώματος εκ ποσού 200 ευρώ καθώς και τα μισθώματα των μηνών Ιουλίου 2015 έως και Αυγούστου 2016, συνολικού ποσού 19.500 ευρώ (13 μήνες Χ 1.500 ευρώ) καθιστάμενη με τον τρόπο αυτό υπερήμερη και επανειλημμένως δύστροπη. ΄Οτι με δεδομένη την μέχρι τώρα συμπεριφορά της είναι βέβαιο ότι μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, η εναγομένη δεν θα καταβάλει ούτε τα μισθώματα των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2016 συνολικού ποσού 4.500 ευρώ (3 μήνες Χ 1.500).
Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη α) λόγω της δυστροπίας της να του αποδώσει τη χρήση ένδικου μισθίου, β) να του καταβάλει το ποσό των 19.700 ευρώ που αφορά μέρος μισθώματος Ιουλίου του 2015 καθώς και τα μισθώματα από Αύγουστο του 2015 έως και Αύγουστο του 2016,νομιμοτόκως από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση και γ) να του καταβάλει το ποσό των 4.500 ευρώ που αφορά τα μισθώματα των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2016, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δικάζοντας κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί καταβολής τόκων από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής ως προς το υπό στοιχ. γ΄, το οποίο απέρριψε ως νόμω αβάσιμο, κατόπιν απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή λόγω πλασματικής ερημοδικίας του ενάγοντος επειδή ο τελευταίος δεν είχε προσκομίσει το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου ως προς το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής και τέλος επέβαλε στον ενάγοντα τη δικαστική δαπάνη της εναγομένης την οποία όρισε στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την υπό κρίση έφεσή του ο ενάγων – εκκαλών με τον μοναδικό λόγο έφεσης ισχυριζόμενος ότι με την άσκηση της υπό κρίση έφεσης και πριν τη συζήτηση αυτής κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας,κατέβαλε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου για την ένδικη διαφορά και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ώστε στη συνέχεια να γίνει καθολοκληρία δεκτή η αγωγή του.
Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Από την από 05-11-2019 απόδειξη συναλλαγής της τράπεζας EUROBANK ERGASIAS ΑΕ που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών, προκύπτει πράγματι ότι για το καταψηφιστικό αίτημα της υπό κρίση αγωγής έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. σχετ. το e-παράβολο με κωδικό ………………../2019). Επομένως ο μοναδικός λόγος έφεσης είναι βάσιμος στην ουσία, και συνεπώς, πρέπει, κατά τούτο να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και να εξετασθεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν η αγωγή.
Υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο η υπό κρίση αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1παρ.1α΄, 5 παρ.1,7,44 ΠΔ 34/1995,όπως ίσχυε πριν το ν. 4242/2014, 341, 345 εδ.α΄,574 ,595 εδ.α΄ΑΚ , 66 ΕισΝΚΠολΔ, 907, 910 περ.1,2 και 176 του ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος περί καταβολής τόκων από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής ως προς το υπό στοιχ. γ΄, το οποίο απορριπτέο τυγχάνει ως μη νόμιμο διότι κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής τα μισθώματα των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2016 δεν είχαν ακόμη καταστεί ληξιπρόθεσμα και απαιτητά έτσι ώστε επ΄αυτών να οφείλονται τόκοι, ενώ αντιθέτως το αίτημα καταβολής τόκων είναι νόμιμο για το χρονικό σημείο από το οποίο κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό,
Ενόψει όμως της ερημοδικίας της εναγομένης η υπό κρίση αγωγή, καθό μέρος κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη καθόσον, οι περιεχόμενοι σ΄αυτήν πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι εκ μέρους της ερημοδικαζόμενης εναγομένης και επομένως πλήρως αποδεδειγμένοι (άρθρο 271 Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο1άρθρο άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/ 2015, που ισχύει εν προκειμένω λόγου του χρόνου άσκησης της αγωγής) σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σχετική σκέψη της παρούσας.
Κατ΄ ακολουθία όλων των παραπάνω πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη κατ΄ ουσία, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και αφού δικασθεί η ως άνω αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Επίσης πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας σε περίπτωση άσκησης από την εφεσίβλητη ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής και να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου άσκησης έφεσης, που αυτός κατέθεσε, κατ` άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος τηςηττηθείσας εναγομένης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό (176, 178 παρ.1, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αριθμ. 2755/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών).
Κρατεί την υπόθεση.
Δικάζει επί της από 8-8-2016 (γεν.αριθμ.καταθ. …./2016) αγωγής.
Δέχεται αυτήν.
Υποχρεώνει την εναγομένη και κάθε τρίτο που έλκει από αυτήν δικαίωμα, να αποδώσει στον ενάγοντα ελεύθερη τη χρήση του μισθίου ακινήτου, ήτοι ενός αγροτεμαχίου συνολικής επιφάνειας 1998 τ.μ που βρίσκεται στη Σαλαμίνα επί της ……….., στην περιφέρεια . ……., θέση έναντι …..
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα τοσυνολικό ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων (24.200,00) ευρώ που αφορά καθυστερούμενα μισθώματα των μηνών Ιουλίου, Αυγούστου, Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου, Δεκεμβρίου του έτους 2015, Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου, Ιουνίου, Ιουλίου, Αυγούστου, Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου του έτους 2016,με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που έκαστο των μισθωμάτων καθίστατο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του e – παραβόλου με κωδικό ………./2019 άσκησης έφεσης, που αυτός κατέθεσε, ποσού εκατό (100,00) ευρώ. ΚΑΙ
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 4 Μαΐου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ