Περίληψη
Ναύλωση. Αποζημίωση λόγω υπερημερίας. Μη άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης του ναυλωτή: συνέπειες
Αριθμός 340/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 5.7.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2019 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 5548/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της από 20.11.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2017 αγωγής της ήδη εφεσίβλητης συμπλοιοκτησίας που εδρεύει στο Νυδρί Λευκάδας έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση δικογράφου ενώπιον του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 2, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα δεδομένου ότι δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Να σημειωθεί ότι για το παραδεκτό της εφέσεως έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως με αριθμό ……………/2019 ποσού 100 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016). Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).
Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή της κατά της ήδη εκκαλούσας υπό εκκαθάριση ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας με έδρα το ….. Ιθάκης την οποία έστρεφε και κατά του εκκαθαριστή της προαναφερόμενης εκκαλούσας η ήδη εφεσίβλητη εξέθετε ότι δυνάμει του από 2.8.2016 ιδιωτικού συμφωνητικού που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και του εκκαθαριστή της εκκαλούσας που ενεργούσε κατά το χρόνο εκείνο ως διαχειριστής της, αυτή (η εφεσίβλητη) ανέλαβε τη μεταφορά επιβατών – πελατών της εκκαλούσας με το επαγγελματικό σκάφος της «Α.» στη διαδρομή Νυδρί Λευκάδας – Ιθάκη μετ’ επιστροφής, για χρονικό διάστημα τριών σαιζόν (2016, 2017 και 2018), από 15.5 έως 30.10 εκάστου έτους περίπου, έναντι συμφωνηθέντος αντιτίμου 1.300 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ) ανά ημέρα ταξιδιού για συνολικό αριθμό ατόμων 1-50 και 1.800 ευρώ για συνολικό αριθμό ατόμων 51-150, κατά τους ειδικότερους όρους που περιέχονται σ’ αυτό. Ότι ουδέν δρομολόγιο πραγματοποιήθηκε με πελάτες της εκκαλούσας, η οποία χρησιμοποίησε σκάφος άλλης εταιρείας ονόματι «……………» για τη μεταφορά τους, προκαλώντας σε αυτή τεράστια οικονομική βλάβη. Ότι, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της εφεσίβλητης, η εκκαλούσα, εξακολουθεί να της οφείλει για μεν το έτος 2016 το ποσό των 17.521,02 ευρώ, για δε το έτος 2017 το ποσό των 40.882,38 ευρώ, τα οποία θα εισέπραττε η εφεσίβλητη εάν τηρείτο το παρατιθέμενο ιδιωτικό συμφωνητικό, όπως τα ποσά αυτά προσδιορίστηκαν ειδικότερα στην αγωγή. Ότι η άνευ λόγου μη αποστολή πελατών για την πραγματοποίηση των συμφωνηθέντων δρομολογίων, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση της εφεσίβλητης, και η εν συνεχεία χρήση σκάφους άλλης εταιρείας συνιστά αδικοπρακτική συμπεριφορά της ήδη εκκαλούσας εταιρείας, που προκάλεσε αιτιωδώς την τεράστια οικονομική ζημία της ήδη εφεσίβλητης ενάγουσας. Ότι άλλως και επικουρικά, η εκκαλούσα και ο εκκαθαριστής αυτής χωρίς νόμιμη αιτία κατέστησαν πλουσιότεροι σε βάρος της περιουσίας της εφεσίβλητης, αφού συμφώνησαν την εκτέλεση των δρομολογίων από άλλη εταιρεία. Ακολούθως αιτήθηκε να υποχρεωθούν η εκκαλούσα και ο εκκαθαριστής αυτής εις ολόκληρον έκαστος, κυρίως μεν με βάση τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, επικουρικά δε με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, να της καταβάλουν με προσωρινά εκτελεστή απόφαση το συνολικό ποσό των 58.403,40 ευρώ νομιμότοκα από την επομένη της συμφωνηθείσας ημερομηνίας εκτελέσεως εκάστου δρομολογίου, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης (άρθρα 14 παρ. 2, 42, 44 του ΚΠολΔ και 3α και 51 του ν. 2172/1993), απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή ως προς τον εκκαθαριστή κρίνοντας ότι δεν υφίσταται η διαδικαστική προϋπόθεση της παθητικής νομιμοποίησης και ακολούθως αφού απέρριψε σχετικό ισχυρισμό περί αοριστίας, έκρινε ότι η αγωγή είναι νόμιμη μόνο ως προς την κύρια βάση περί ενδοσυμβατικής ευθύνης με έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 10, 107, 108, 155 ΚΙΝΔ, 1, 3επ. 12 Ν. 4256/2014, 340, 341, 345, 346, 383, 385, 574επ., 297, 298, 361 ΑΚ και ακολούθως αφού δέχθηκε κατ’ουσία ένσταση εν μέρει εξόφλησης, τη δέχθηκε κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εκκαλούσα να καταβάλει στην ήδη εφεσίβλητη το ποσό των 55.483,23 ευρώ εντόκως από την επίδοση της αγωγής κηρύσσοντας ένα μέρος προσωρινά εκτελεστό. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα πρώτη εναγομένη με την κρινόμενη έφεση της για εσφαλμένη ερμηνεία νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων με τους αναγραφόμενους στο δικόγραφο της εφέσεως της λόγους και ζητεί την παροδοχή τους ώστε να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή.
Ναύλωση κατά το άρθρο 107 του ΚΙΝΔ, κατά την οποία ο κύριος του πλοίου -εκναυλωτής θέτει στη διάθεση του ναυλωτή έναντι ανταλλάγματος και για ορισμένο χρόνο πλοίο εξοπλισμένο μαζί με τις υπηρεσίες του πλοιάρχου ή του πληρώματος διατηρώντας ο ίδιος (χρονοεκναυλωτής) την τεχνική (ναυτική) διαχείριση του πλοίου παρέχοντας δε σ` εκείνον (χρονοναυλωτή) τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί, επί ένα χρονικό διάστημα, το πλοίο και τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος προς μεταφορά (Κιάντου-Παμπούκη Ναυτ. Δικ., τομ. II, εκδ. 2007, παρ. 117, σελ. 28-29), είναι η αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση, με την οποία το ένα μέρος (εκναυλωτής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταφέρει διά θαλάσσης με πλοίο ή πλωτό ναυπήγημα, πράγματα (φορτίο) από τόπο σε τόπο έναντι ανταλλάγματος «ναύλοι» (ΕφΠειρ 340/2009 ΕΝΔ 2009.412, Γεωργακόπουλο Ναυτ. Δικ., έκδ. 2006, σελ. 212). H σύμβαση ναύλωσης έχει το χαρακτήρα μικτής σύμβασης, μίσθωσης πράγματος και συνάμα παροχής υπηρεσιών ή σύμβασης έργου (Κοροτζή ο.π. τομ. 2ος, εκδ. 2005, υπ` αρθρ. 107 σελ.96, Δελούκα Ναυτικό Δίκαιο ο.π. σελ. 240), με προέχουσα όμως παροχή εκείνη της μίσθωσης πράγματος κατ` άρθρα 574 επ. ΑΚ (ΕφΠειρ 452/2008 ΕΝΔ 2009.39, ΕφΠειρ 882/2000 ΕΝΔ 2001.122, ΕφΠειρ 273/1999 ΕΕΔ 2000.117, ΕφΠειρ 2/1998 ΕΕΔ 1998.121, ΕφΑΘ 2551/1974 ΕΕΔ 1975.279, Κιάντου-Παμπούκη ο.π. παρ. 116, σελ.26), εφαρμοζόμενων αναλογικώς των σχετικών διατάξεων του ΑΚ προς συμπλήρωση των ελλιπών περί ναύλωσης διατάξεων του ΚΙΝΔ (Γαλάτη σε ΕΝΔ 11.337 επ.). Η ναύλωση, ως σύμβαση που αφορά τη θαλάσσια μεταφορά ρυθμίζεται ενιαίως στον έκτο τίτλο του ΚΙΝΔ (άρθρα 107 έως 189), ως μία μορφή αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, ενόψει των διατάξεων του ΑΚ περί των έκτης συμβάσεως υποχρεώσεων (βλ. εισ. έκθεση του ΚΙΝΔ), αλλά γίνεται διάκριση αυτής σε τρεις ειδικότερες μορφές: α) στην ναύλωση η οποία έχει ως αντικείμενο τη χρησιμοποίηση του πλοίου εν όλω (ολική ναύλωση) ή εν μέρει (μερική ναύλωση), προς τον σκοπό ενέργειας θαλάσσιας μεταφοράς (stricto sensu ναύλωση), β) στην ναύλωση στην οποία η παροχή του εκναυλωτή συνίσταται στη δια θαλάσσης μεταφορά επί μέρους πραγμάτων και στην οποία η παροχή του εκναυλωτή συνίσταται στην μεταφορά αυτών δια θαλάσσης, χωρίς προσδιορισμό χώρου εναποθέσεως, και γ) στη σύμβαση μεταφοράς δια θαλάσσης επιβατών (άρθ. 107 εδ. α` βλ. ΕφΠειρ 340/2009 ΕΝΔ 2009, 412, Δ. Καμβύση Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982 σελ. 330 επ., Ν. Δελούκας Ναυτικό Δίκαιο παρ. 166 επ., Σ. Σταυρόπουλος, Ερμηνεία Εμπορικού και Ναυτικού Δικ., 1976 άρθρο 107 αρ. 2, 3, Αντάπαση, Κώδιξ Ιδιωτικού ναυτικού Δικαίου (1999), σελ. 438, 439). Ο δε ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958) ορίζει: α) στο άρθρο 112, ότι ο εκναυλωτής υποχρεούται νά φέρει το πλοίο στον τόπο της φορτώσεως και αναλόγως των τοπικών συνθηκών στην ενδεδειγμένη για τη φόρτωση θέση, και στη συνέχεια να ενεργήσει με δικές του δαπάνες από την προκυμαία ή τη φορτηγίδα τη φόρτωση και τη στοίβαξη και αν επιμελείται την καλή διατήρηση του φορτίου κατά τη διάρκεια του πλου, β) στο άρθρο 117 εδάφ. α`, ότι ο εκναυλωτής υποχρεούται, άνευ προσθέτου ανταλλάγματος, να αναμένει καθ` όλον τον για την ενέργεια της φορτώσεως απαιτούμενο χρόνο, να έχει το πλοίο στην προς τούτο κατάλληλη θέση και προ της ενάρξεως της φορτώσεως και ενώ διαρκεί ο χρόνος αναμονής, και ο ναυλωτής αν υπαναχωρήσει από τη σύμβαση υποχρεούται στην καταβολή του μισού ναύλου, στο δε εδάφιο β`, ότι, εάν ή περί υπαναχωρήσεως δήλωση έγινε ενώ είχε αρχίσει η φόρτωση ή ενώ παρήλθε ο χρόνος αναμονής, ο ναυλωτής οφείλει ολόκληρο τον ναύλο. Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς συνάγεται, ότι η υπό του ναυλωτού δήλωση περί υπαναχωρήσεως εκ της συμβάσεως, εφ` όσον γίνει μετά την άφιξη του πλοίου στο συμφωνηθέντα λιμένα και στην κατάλληλη για τη φόρτωση, μέσα στο χρόνο που συμφωνήθηκε, θέση, υποχρεώνει αυτόν στην καταβολή του μισού τιμήματος στον εκναυλωτή, και εάν γίνει ενώ διαρκεί ο χρόνος αναμονής και πριν την έναρξη της φορτώσεως του πλοίου, ολοκλήρου δε του ναύλου, εάν ξεκίνησε η φόρτωση ή παρήλθε ο χρόνος της αναμονής, εφ’ όσον δε γίνει πριν την έναρξη της αναμονής (και από την κατάρτιση της συμβάσεως ναυλώσεως) εφαρμόζονται oι περί μη εκπληρώσεως αμφοτεροβαρών συμβάσεων διατάξεις των άρθρων 380 έπ. ΑΚ (Εφαθ 4438/1981 ΑΡΜ/1981 (769). Τέλος, από το συνδυασμό των άρθρων 149 παρ. 1 και 150 του Ν.3816/1958 (ΚΙΝΔ) προκύπτει ότι ο ναυλωτής υποχρεούται να καταβάλει το συμφωνημένο ναύλο και τις κατά το νόμο ή κατά τη σύμβαση ναυλώσεως οφειλόμενες παροχές από υπεραναμονές κ.λπ. εν αμφιβολία μετά τη φόρτωση (Ολ ΑΠ 68/1990 ΕλΔ 1991.51, ΑΠ 664/1995 ΕΝΔ 1996.21). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η αγωγή με την οποία η εφεσίβλητη αιτήθηκε το συμφωνηθέντα ναύλο για τις περιόδους 2016 και 2017 ήταν πλήρως ορισμένη καθώς εμπεριέχονταν σε αυτή όλα τα απαιτούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 112, 117 του ΚΙΝΔ στοιχεία δηλαδή ότι το πλοίο βρισκόταν στην ενδεδειγμένη για τη φόρτωση θέση και ότι η φόρτωση δεν πραγματοποιήθηκε λόγω επιλογής άλλου πλοίου από την εκκαλούσα, παρήλθαν δε οι χρονικές περίοδοι που αφορούσε το ναυλοσύμφωνο χωρίς να προηγηθεί υπαναχώρηση της εκκαλούσας (αφού αν προηγηθεί υπαναχώρηση τα στοιχεία επίκληση είναι η σύμβαση, η ενδεδειγμένη προς φόρτωση θέση και η υπαναχώρηση βλ. Δελούκα Ναυτικό Δίκαιο 1979, 389) και συνεπώς ο σχετικός περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Εξάλλου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 300 παρ.1 του ΑΚ, αν ο ζημιωθείς συνετέλεσε εξ ιδίου πταίσματος στη ζημία ή την έκταση αυτής ή αν παρέλειψε να αποτρέψει ή περιορίσει τη ζημία, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό αυτής. Πότε συντρέχει τέτοια περίπτωση θα κριθεί εκάστοτε από το σύνολο των περιστατικών ή και των κρατουσών ηθικών και κοινωνικών αντιλήψεων, Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται, κατ` αρχήν, από το γεγονός ότι στο επιζήμιο αυτό αποτέλεσμα συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ` ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημίωσης ή τη μείωση του ποσού της, κατά το πιο πάνω άρθρο 300 ΑΚ. 1216/2018 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ). Τέλος κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ ΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001).
Από την εκτίµηση των προσκομιζόμενων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ενόρκων βεβαιώσεων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421 επ. του ΚΠολΔ, όπως ισχύον μετά το άρθρο 1, άρθρο δεύτερο παρ. 3 του ν. 4335/2015 (φεκ α’ 87), δηλαδή ενώπιον του συμβολαιογράφου Λευκάδας …………. (με αριθμό …../13.3.2018) του ……………. επιχειρηματία, κατοίκου …. Λευκάδας, ενώπιον του συμβολαιογράφου Χανίων ………. (με αριθμό ……./27.2.2018) του ………. πρώην εταίρου της εκκαλούσας, κατοίκου Χανίων και ενώπιον της συμβολαιογράφου Λευκάδας ……… (με αριθμό ………/7.3.2018) του ………… πατέρα ενός εκ των ιδιοκτητών της εφεσίβλητης συμπλοιοκτησίας, κατοίκου Νυδρίου, που δόθηκαν μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους, σύμφωνα με τις με αριθμό …. και …………/2.3.2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πατρών ……… (σχετ. 8α και 8β) και τη με αριθμό …../21.2.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος ………… (σχετ. 4), από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκοµίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά µέσα είτε για να χρησιµεύσουν για συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων για µερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όµως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, από όσα οι διάδικοι συνοµολογούν σχετικά με και τέλος από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), πλήρως αποδείχθηκαν κατά την ουσιαστική κρίση του παρόντος Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη συμπλοιοκτησία, εκμεταλλεύεται το υπό ελληνική σημαία επιβατηγό τουριστικό πλοίο (ημερόπλοιο) με το όνομα “Α.” με αριθμό νηολογίου Πειραιά …., Κ.Ο.χ. 28,86, κ.κ.χ. 15,38, μήκους ολικού 19,18 μέτρων, πλάτους 5,33 μέτρων, βάθους 1,94 μέτρων, με Δ.Δ.Σ. …., μηχανοκίνητου, το οποίο εκτελεί ημερήσιους τουριστικούς πλόες με έδρα το Νυδρί Λευκάδας και την ευρύτερη περιοχή. Το πλοίο αυτό είναι επαγγελματικό τουριστικό ημερόπλοιο στο οποίο έχει εγκριθεί η κατ’ εξαίρεση επιβίβαση επιβατών από τον λιμένα Νυδρίου Λευκάδας και η αποβίβασή τους στο Βαθύ Ιθάκης, υπό την προϋπόθεση της επιστροφής τους στον λιμένα επιβίβασής τους, στα πλαίσια παροχής ενός συνόλου τουριστικών υπηρεσιών, λόγω ανεπάρκειας και ιδιομορφίας των υφιστάμενων συγκοινωνιακών εξυπηρετήσεων και συνθηκών και με σκοπό την εξυπηρέτηση της τουριστικής κίνησης σύμφωνα με το με αριθμό πρωτοκόλλου 3134-4-1/50747(28)/2016 από 13.6.2016 έγγραφο της Διεύθυνσης Ναυτιλιακών Επενδύσεων και Θαλάσσιου Τουρισμού του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Η εκκαλούσα έχει ήδη λυθεί και τεθεί σε εκκαθάριση με εκκαθαριστή τον …………, σύμφωνα με τη με αριθμό Πρωτ. 929427/8.9.2017 Ανακοίνωση του Επιμελητηρίου Κεφαλληνίας – Ιθάκης (σχετ. 4). Μεταξύ της εκκαλούσας και της εφεσίβλητης καταρτίστηκε το από 2.8.2016 ιδιωτικό συμφωνητικό σύμφωνα με το οποίο ο ήδη προαναφερόμενος εκκαθαριστής εκπροσωπώντας την εκκαλούσα – ναυλώτρια ανέλαβε την υποχρέωση να στέλνει πελάτες για μεταφορά από το Νυδρί προς την Ιθάκη με επιστροφή στο προαναφερόμενο επαγγελματικό σκάφος «Α.» που είναι ένα από τα πλοία που εκμεταλλεύεται η συμπλοιοκτησία εφεσίβλητη. Η αποστολή πελατών για εκτέλεση δρομολογίου θα γινόταν κάθε Κυριακή και Δευτέρα κάθε βδομάδα εκτός από τις εβδομάδες από 2.8.2016 έως 27.8.2016 και ο συμφωνηθείς ναύλος ανήλθε στα 1.300 ευρώ ανά ημέρα ταξιδιού για αριθμό μέχρι πενήντα ατόμων και 1.800 ευρώ ανά ημέρα ταξιδιού για αριθμό μέχρι εκατόν πενήντα ατόμων και για τρεις σαιζόν. Να επισημανθεί ότι ορίστηκε ποινική ρήτρα για την περίπτωση που η εφεσίβλητη εκναυλώτρια συμπλοιοκτησία δεν τηρούσε την υποχρέωση της να αναμένει στο σημείο φόρτωσης με συνέπεια τη διακοπή της συνεργασίας, στο ποσό των 90.000 ευρώ για την πρώτη σαιζόν, 50.000 ευρώ για τη δεύτερη σαιζόν και 20.000 ευρώ για την τρίτη σαιζόν, και επιπλέον ορίστηκε αφενός ότι τυχόν κώλυμα στη μεταφορά των επιβατών θα δημιουργεί δικαίωμα αποζημίωσης της εδώ εκκαλούσας, και αφετέρου ότι τα έγγραφα του πλοίου έπρεπε να κατατεθούν στο Κεντρικό λιμεναρχείο Ιθάκης. Τέλος η εφεσίβλητη εκναυλώτρια θα είχε ευθύνη ακόμη και για την προσκομιδή των τιμολογίων. Με το προαναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό συμφωνήθηκε αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Αν και η εφεσίβλητη τήρησε όλες τις προβλεπόμενες από το παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό υποχρεώσεις, η εκκαλούσα δεν τήρησε τους όρους αυτού αφού δεν έφερε προς μεταφορά πελάτες και αντίθετα από τον Σεπτέμβριο του 2016 και μετά άρχισε να χρησιμοποιεί για τη μεταφορά των πελατών της το πλοίο “………….”, άλλης εταιρίας. Τα όσα ισχυρίζεται ο ενόρκως βεβαιώσας ………… ότι ο εκκαθαριστής της εκκαλούσας ενημέρωσε άμεσα το ιδιοκτήτη του πλοίου της συμπλοιοκτησίας ότι δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί η συνεργασία τους δεν κρίνονται πειστικά, αφενός διότι πέραν της προηγούμενης συμμετοχής του προαναφερόμενου στην εκκαλούσα, για την υπαναχώρηση της ναυλώτριας θα έπρεπε να είχε τηρηθεί ο τύπος παρόμοιος της καταρτίσεως του ναυλοσυμφώνου, ενώ να σημειωθεί ότι αυτό (το ναυλοσύμφωνο) κατατέθηκε στην ανεξάρτητη αρχή δημοσίων εσόδων (σχετ. 9). Στις 14.9.2017 η εφεσίβλητη κοινοποίησε εξώδικη διαμαρτυρία αιτούμενη αποζημίωση για τη μη εκτέλεση των συμφωνηθέντων ταξιδιών και συνολικά 17.521,02 ευρώ ενώ δήλωνε ότι της έχει γνωστοποιηθεί το πρόγραμμα το δρομολογίων του έτους 2017 προκειμένου να εκδοθεί η σχετική άδεια από την αρμόδια υπηρεσία. Η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η συνεργασία της με την εφεσίβλητη διακόπηκε λόγω της αδυναμίας εκ μέρους του πλοίου της ενάγουσας να πραγματοποιεί νυχτερινούς πλόες διότι αυτή δεν είχε πιστοποιημένα ραντάρ και ουσιαστικά ότι αυτή υπαναχώρησε από τη σύμβαση για τον παραπάνω λόγο και επιπλέον διότι το μικρό μέγεθος του πλοίου εμπόδιζε την τέλεση πλοών στην περίπτωση ανέμων εντάσεως μεγαλύτερης των 5 μποφόρ. Ωστόσο το γεγονός αυτό δεν το αναφέρει ούτε ο ενόρκως βεβαιώσας …………. που καταθέτει ότι ανέκυψε πρόβλημα στη συνεργασία επειδή το πλοίο δεν εκτελούσε νυχτερινό δρομολόγιο. Σε κάθε περίπτωση όμως η εκκαλούσα κατά τον χρόνο υπογραφής του από 2.8.2016 ιδιωτικού συμφωνητικού γνώριζε τόσο ότι το πλοίο “Α.” ήταν ημερόπλοιο, επομένως δεν θα μπορούσε να εκτελέσει πλόες μετά τις 23.00 κατά τη διάρκεια της νύχτας (αφού σύμφωνα με το σχετικό 7 είχε πριν την υπογραφή του προαναφερόμενου συμφωνητικού απευθύνει με ηλεκτρονικό μήνυμα ερώτημα για το αν υφίσταται η δυνατότητα τέλεσης νυχτερινών πλοών) και γι’αυτό εξάλλου δεν ήταν εφοδιασμένο με ειδικά ραντάρ, ενώ γνώριζε και το μέγεθός του πλοίου, το οποίο καθιστούσε αδύνατη την πραγματοποίηση πλοών σε περίπτωση θαλασσίων ανέμων της προαναφερθείσας εντάσεως. Επομένως, ο σχετικός ισχυρισμός περί υπαναχωρήσεως της και μάλιστα εκ σπουδαίου λόγου από τη σύμβαση είναι αβάσιμος και ακολούθως τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Κατόπιν των ανωτέρω και σύμφωνα με τα όσα ορθά κρίθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλούσα δεν προέβη σε οποιαδήποτε δήλωση προς την εφεσίβλητη συμπλοιοκτησία για την υπαναχώρησή της εκ της συμβάσεως, ούτε ρητή (λ.χ με την κοινοποίηση σχετικής εξώδικης δηλώσεως) ούτε σιωπηρή, από την μη προσκομιδή δε πελατών προς μεταφορά σύμφωνα με το απόλυτα δεσμευτικό ιδιωτικό συμφωνητικό δεν αρκεί για να συναχθεί κάτι τέτοιο δεδομένου ότι όπως προαναφέρθηκε ουδείς σπουδαίος λόγος υφίστατο για άσκηση τέτοιου δικαιώματος που σημειωτέον μόνο στο ναυλωτή προβλέπεται. Επομένως λόγω της υπερημερίας της μετά την παρέλευση του χρόνου αναμονής υποχρεούτο να αποζημιώσει την εκναυλώτρια για την αποθετική της ζημία όπως αυτή αποδεικνύεται από το σχετικό ναυλοσύμφωνο σε συνδυασμό με την ένορκη βεβαίωση του ……………. Η εκκαλούσα προσκομίζει και επικαλείται ηλεκτρονική επικοινωνία του ήδη εκκαθαριστή της εκκαλούσας στις 29.3.2017 στην οποία τους γνωστοποιεί τα δρομολόγια στο mail………… και στην οποία επικοινωνία αναφέρεται ότι η μεταφορά θα γινόταν και με το σκάφος «Κ» και ότι στην περίπτωση απαγορευτικού μέχρι και 7 μποφώρ θα ενεργοποιείτο η δρομολόγηση του «Ε». Επίσης προσκομίζει την από 5.12.2018 επικοινωνία του ενόρκως βεβαιώσαντα ……….. – που παλαιότερα ήταν εταίρος της εκκαλούσας – με τους …… και ……….., δηλαδή μέλη της συμπλοιοκτησίας, στην οποία αυτός τους γνωστοποιεί πρόγραμμα δρομολογίων μετά από συνάντηση τους στην Αθήνα. Από τα προαναφερόμενα όμως ηλεκτρονικά μηνύματα ούτε παρελθοντική δήλωση υπαναχώρησης μπορεί να συναχθεί όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα, ούτε η άσκηση της αγωγής καθίσταται καταχρηστική, καθώς από αυτή και μόνο την ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων δεν δημιουργήθηκε στην εκκαλούσα και μάλιστα εύλογα η πεποίθηση ότι η εφεσίβλητη δεν θα ασκήσει τα προβλεπόμενα από το ναυλοσύμφωνο δικαιώματα της. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς ο σχετικός περί του αντιθέτου τρίτος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Η εκκαλούσα επιπλέον παραπονείται ότι οφείλει να καταβάλει το ναύλο μόνο για το πρώτο δρομολόγιο που δεν πραγματοποιήθηκε καθώς ως προς τα επόμενα 42 δρομολόγια η εκναυλώτρια όφειλε να είναι υποψιασμένη ως προς τη μη τέλεση δρομολογίων και ότι εφόσον καθένα από αυτά διατηρεί την αυτοτέλεια του δεν είχε αρχίσει ως προς αυτά ο χρόνος αναμονής και ότι συνετέλεσε έτσι στην επαύξηση της ζημίας της. Ο λόγος αυτός εφέσεως ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, δεν μπορεί να υπαχθεί στο άρθρο 300 του ΑΚ, αλλά ούτε στο άρθρο 117 του ΚΙΝΔ αφού προϋπόθεση εφαρμογής της αμέσως προαναφερόμενης διάταξης είναι να υπαναχωρήσει ο ναυλωτής κατά τη διάρκεια του χρόνου αναμονής. Η δε αυτοτέλεια καθενός ταξιδιού που επικαλείται εδώ η εκκαλούσα δε λειτουργεί υπέρ της, αφού έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορεί αυτή να υπαναχωρήσει κατά τη διάρκεια του χρόνου αναμονή του τελευταίου ταξιδιού και για τα παρελθόντα, πέραν του ότι εδώ ήδη κρίθηκε ότι δεν προέβη σε δήλωση υπαναχώρησης. Η εφεσίβλητη με την αγωγή της αιτήθηκε αποζημίωσης λόγω υπερημερίας της αντισυμβαλλομένης της (αφού γι’αυτή δεν προβλέπεται από το νόμο δικαίωμα υπαναχώρησης) (άρθρο 383 του ΑΚ) και ακολούθως αφαίρεσε από τον αρχικό ναύλο τα λειτουργικά της έξοδα δηλαδή την αξία των καυσίμων και το φόρο που θα κατέβαλε. Ακολούθως η αποζημίωση προσδιορίστηκε με βάση τα 18 δρομολόγια που ήταν προσδιορισμένα από πριν και θα εκτελούνταν από 29.8.2016 έως 30.10.2016 και τα 42 δρομολόγια που θα εκτελούνταν από 15.5.2017 έως 30.10.2017. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά το νόμο ερμήνευσε και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης (1β), είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας στην παρούσα έκκλητη δίκη εκκαλούσας, (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα. Τέλος θα διαταχθεί η εισαγωγή του ηλεκτρονικού παραβόλου εφέσεως με αριθμό ……………/2019 ποσού 100 ευρώ στο δημόσιο ταμείο αφού το ένδικο μέσο απορρίπτεται (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 5.7.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……………/2019 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 5548/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της από 20.11.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2017 αγωγής
Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ
Διατάσσει την εισαγωγή του ηλεκτρονικού παράβολου εφέσεως με αριθμό …………../2019 ποσού 100 ευρώ στο δημόσιο ταμείο
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 4 Μαΐου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ