Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 352/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ     

Αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής- όχι η ανάκληση προγενέστερης διαθήκης- απόρριψη εφέσεως επί αγωγής μη νόμιμης, που είχε κριθεί πρωτοδίκως ως αόριστη

 

Αριθμός απόφασης  352/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη- Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), η από 30-4-2019 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………../2-5-2019) έφεση του ενάγοντος, ως ολικά ηττηθέντος πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 32/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε εξ ολοκλήρου την από 1-10-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …………./2015) αγωγή του περί αναγνώρισης ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης και ανάκλησης αυτής. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα [άρθρα 495 του ΚΠολΔ, όπως το ποσό του παραβόλου που ορίζει αναπροσαρμόστηκε με το άρθρο 35 § 2 του ν.4446/2016 (ΦΕΚ Α΄240/22-12-2016) με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευσή του (άρθρο 45 αυτού), 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1 και 517 του ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), ενώ έχει καταβληθεί και το νόμιμο παράβολο κατά την άσκησή της (e-παράβολο με κωδικό ………….. και αποδεικτικό πληρωμής του από την Τράπεζα Eurobank). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί  περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη.Ο ενάγων επικαλούμενος αμφισβήτηση του κληρονομικού του δικαιώματος εκ μέρους αμφοτέρων των εναγομένων, ζητούσε για τις ειδικότερα μνημονευόμενες αιτίες, να αναγνωριστεί η ακυρότητα και η κατάργηση της από 20-4-2006 ιδιόγραφης διαθήκης της …………, θείας και νονάς του, που απεβίωσε στο Κερατσίνι στις 7-6-2014, με την οποία κατέλειπε την κληρονομιαία περιουσία της στους εναγομένους, επίσης ανηψιούς της, ….. και .. ……, λόγω ρητής ανακλήσεώς της και, επικουρικά, σιωπηρά από το περιεχόμενο της από 23-4-2013 νεώτερης ιδιόγραφης διαθήκης της ιδίας, με την οποία εγκατέστησε μοναδικό κληρονόμο της τον ίδιο, και να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά του έξοδα. .Επί της αγωγής, η δίκη επί της οποίας διεκόπη ως προς τη δεύτερη εναγομένη και επαναλήφθηκε ως προς τον πρώτο και μόνον, υπό την ιδιότητά του ως κληρονόμου της, εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 32/2018 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή, αναφορικά μεν με το αίτημά της περί αναγνώρισης της ακυρότητας της προγενέστερης διαθήκης, που ανακλήθηκε από την νεώτερη, ως μη νόμιμη, ως προς δε το αίτημά της περί αναγνώρισης ότι η προγενέστερη διαθήκη ανακλήθηκε, ως αόριστη, και συμψηφίστηκαν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων με την υπό κρίση έφεσή του, και για τους ειδικότερα εκτιθέμενους σε αυτήν λόγους, που κατόπιν εκτιμήσεώς τους, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή. Κατά το άρθρο 70 του ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Ως έννομη σχέση, η ύπαρξη ή η ανυπαρξία της οποίας είναι αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής και της επ’ αυτής εκδοθησομένης αποφάσεως, νοείται η ρυθμιζόμενη από την έννομη τάξη βιοτική σχέση προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή προσώπου προς αγαθό. Δεν αποτελούν έννομη σχέση υπό την ως άνω έννοια τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα αφηρημένα νομικά ζητήματα χωρίς τη σύνδεσή τους με έννομη σχέση της οποίας ζητείται διά της αγωγής η προστασία. Επίσης δεν αποτελεί έννομη σχέση η διαπίστωση πραγματικών ή νομικών καταστάσεων χωρίς καθορισμό των προσαπτομένων από το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή, που υπάγονται τα περιστατικά αυτά. Από την ως άνω διάταξη συνάγεται ακόμη, ότι για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής απαιτείται ο ενάγων να έχει έννομο συμφέρον, τέτοιο δε υφίσταται όταν η προκαλούμενη με την αγωγή αυτή δικαστική απόφαση είναι σε θέση να διαλευκάνει τη σχετική αβεβαιότητα και να αποτρέψει σχετικές μ’ αυτό παρούσες ή μέλλουσες δικαστικές διενέξεις και μάλιστα οριστικά και με δύναμη δεδικασμένου. Συνεπώς, αποφάσεις που δεν διαλευκαίνουν οριστικώς την έννομη σχέση, αλλά μόνο στοιχεία αυτής ή προδικαστικά της ζητήματα, δεν είναι ικανές για παραγωγή δεδικασμένου και άρα ούτε και για αναγνώριση των εν λόγω μεμονωμένων στοιχείων, διότι πρέπει να προστεθούν και άλλα γεγονότα για την οριστική απόφαση επί της όλης έννομης σχέσεως. Μεμονωμένα δηλαδή στοιχεία της έννομης σχέσεως ή προδικαστικά αυτής στοιχεία δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής (ΑΠ 1154/2019, ΑΠ 134/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).  Τέλος, το έννομο συμφέρον, που πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο συζήτησης της αναγνωριστικής αγωγής, αλλά και σε κάθε στάση της δίκης, και να είναι άμεσο κατά την έννοια του άρθρου 68 του ΚΠολΔ, αποτελεί νομική έννοια και η κρίση περί συνδρομής αυτού από το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 356/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, ανάκληση της διαθήκης θεωρείται η μονομερής αιτία θανάτου δήλωση βουλήσεως του διαθέτη, με την οποία, εφόσον αυτή γίνει σύμφωνα με τους τρόπους που καθορίζονται από τον νόμο, αίρονται ολικά ή μερικά οι διατάξεις της διαθήκης (Α.Γεωργιάδης-Μ.Σταθόπουλος «αστικός κώδιξ» τόμος ΙΧ, σελ. 205.αρ.1, (ΕφΒορΑιγ 38/2019, ΕφΔωδ 18/2019, ΕφΠειρ 506/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αποτελεί διάταξη τελευταίας βούλησης, όπως η διαθήκη και γι’αυτό εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διαθήκη και σ’αυτή (Α.Γεωργιάδης-Μ.Σταθόπουλος «αστικός κώδιξ» τόμος ΙΧ, σελ. 205.αρ.1).  Επομένως, η ανάκληση ή μη διαθήκης δεν αποτελεί αυτή καθεαυτή έννομη σχέση αλλά προδικαστικό ζήτημα τέτοιας έννομης σχέσης και συγκεκριμένα είτε τη συνεπεία αυτής, ανυπαρξία του κληρονομικού δικαιώματος του τιμώμενου με την ανακαλούμενη διαθήκη είτε αντιθέτως την ύπαρξη κληρονομικού δικαιώματος του τιμώμενου με την νεώτερη διαθήκη που ανακαλεί την προγενέστερη. Η σχετική δε αγωγή, περί υπάρξεως δηλαδή ή ανυπαρξίας κληρονομικού δικαιώματος, εάν αφορά ακίνητο, εγγράφεται στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων (ΑΠ 491/2009, ΧΡΙΔ 2010. 125, ΑΠ 1290/2002, Νοβ2003.1024).  Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524 § 1, 525 και 536 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δυνάμενο και χωρίς ειδικό παράπονο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο, το ορισμένο, ή το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή δεν έχει τα απαραίτητα για τη θεμελίωσή της στοιχεία ή ασκήθηκε απαραδέκτως, με τους περιορισμούς όμως που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 του ΚΠολΔ) και από την αρχή της απαγορεύσεως εκδόσεως επιβλαβέστερης αποφάσεως για τον εκκαλούντα. Επομένως, αν η αγωγή απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως απαράδεκτη ή αόριστη και κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες και να απορρίψει την έφεση, γιατί κωλύεται από τη διαφορετική έκταση του δεδικασμένου, που προκύπτει από κάθε μία από τις περιπτώσεις αυτές. Ούτε όμως να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση και να απορρίψει την αγωγή για τον λόγο αυτό μπορεί, γιατί στην περίπτωση αυτή η απόφαση είναι δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα και θα καταστεί χειρότερη η θέση του, αφού το δεδικασμένο από την εφετειακή απόφαση θα είναι δυσμενέστερο γι’ αυτόν, πράγμα το οποίο επιτρέπει ο νόμος μόνο στην εξαιρετική περίπτωση, που η υπόθεση ερευνάται ουσιαστικώς, όπως συμβαίνει όταν η αγωγή δεν είναι απαράδεκτη ή αόριστη, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και απορρίφθηκε, αλλά νόμιμη, πλην όμως ουσιαστικά αβάσιμη [(ΕφΔωδ 153/2008, ΕφΠειρ (Μον) 187/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Συνεπώς σε περίπτωση, που η αγωγή απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως απαράδεκτη ή αόριστη και κατά της απόφασης παραπονείται ο ενάγων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη απορρίπτει την έφεση (ΕφΑθ 3318/2018 ΔΕΕ 2019.1108, ΕφΔωδ 153/2008, ΕφΠειρ (Μον) 187/2014 ό.π). Με αυτό, επομένως, το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή ήταν μη νόμιμη, ως προς το αίτημά της περί αναγνωρίσεως της ανακλήσεως της προγενέστερης ιδιόγραφης διαθήκης της διαθέτιδος, αφού το ζήτημα αυτό αποτελεί προδικαστικό ζήτημα έννομης σχέσης, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε. Κατά συνέπεια το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, ενώ έπρεπε να απορρίψει αυτή ως μη νόμιμη, έσφαλε μεν, όπως βάσιμα παραπονείται ο εκκαλών-ενάγων με την έφεσή του, και δη τον δεύτερο και πέμπτο λόγο αυτής. Κατά τα λοιπά ορθώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα περί αναγνώρισης της ακυρότητας της προγενέστερης χρονικά ιδιόγραφης διαθήκης, αφού η ανάκληση της διαθήκης δεν επάγεται άνευ άλλου τινός την ακυρότητά της, η οποία προβλέπεται από τον νόμο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και ως εκ τούτου ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επίσης, απορριπτέος τυγχάνει ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο δεν αποδίδεται κάποιο συγκεκριμένο σφάλμα στην εκκαλουμένη αλλά και ο τέταρτος, ο οποίος στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Ειδικότερα, με βάση το σκεπτικό της εκκαλουμένης, για το παραδεκτό της αναγνωριστικής περί υπάρξεως ή ανυπαρξίας κληρονομικού δικαιώματος αγωγής, απαιτείται εγγραφή της στα βιβλία διεκδικήσεων, αν αφορά ακίνητο. Η ορθή αυτή σκέψη, ωστόσο, διατυπώθηκε πλεοναστικώς, αφού κατά τα λοιπά έγινε δεκτό ότι δεν υπάρχει αγωγικό αίτημα περί της αναγνώρισης υπάρξεως ή ανυπαρξίας τέτοιου δικαιώματος. Κατόπιν αυτών, και σύμφωνα με τη σκέψη περί του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, πρέπει η έφεση να απορριφθεί  γιατί δεν μπορεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, καθώς αυτή η απόφαση θα είναι δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα, ούτε αρκεί απλή αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, γιατί η απόρριψη της αγωγής για το λόγο αυτό οδηγεί σε διαφορετικά αποτελέσματα κατά το διατακτικό. Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει ν’απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της,  να διαταχθεί, κατ’άρθρο 495 § 3 εδ ε΄ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που κατέθεσε ο εκκαλών κατά την άσκησή της και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 του ΚΠολΔ,  63 § 2, 166 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι Β του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 30-4-2019 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2-5-2019)  έφεση του ενάγοντος, κατά της υπ’αριθμ. 32/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ουσίαν .

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που κατέθεσε ο εκκαλών κατά την άσκησή της.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στις 4 Μαΐου 2020, και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Μαΐου 2020, με την παρουσία της Γραμματέως, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ