Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 350/2020

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου στη Σαλαμίνα Ν. Αττικής. Ιδιοκτησιακό καθεστώς δασών και δημόσιων κτημάτων κατά την σύσταση του Ελληνικού Κράτους. Οι εκτάσεις, που αποτελούσαν δάση κατά την έναρξη ισχύος του Β.Δ. της 16.11.1836, θεωρείτο κατά μαχητό τεκμήριο ότι περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Ορισμένο αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ιδιώτη τμήματος δημοσίου κτήματος. ΚΑΕΚ. ΄Εκτακτη χρησικτησία. Διόρθωση εσφαλμένης πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, προκειμένου να καταχωριστούν οι ενάγοντες συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου, αντί της εσφαλμένης εγγραφής, κατά την οποία κύριος αυτού φερόταν το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Απόρριψη έφεσης του εκκαλούντος – εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου.

Αριθμός Απόφασης:  350/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 11/10/2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 12-10-2018, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……./2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 17-10-2018, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/2018, κατά της με αριθμ. 3904/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της συμπροσβαλλόμενης με αριθμ. 2550/2014 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, οι οποίες εκδόθηκαν, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 6-9-2010 και με αριθμ. κατάθ. ……/2010 αγωγής, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 και 520 ΚΠολΔ, όπως δεν αμφισβητείται ειδικώς. Επομένως, εφόσον δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν στο δημόσιο ταμείο παραβόλου, κατά το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, για την άσκηση αυτής, δεδομένου ότι, κατά τα άρθρα 19  §  1 και 36 ΠΔ 28/1931 (ΦΕΚ α’ 239/1931), το εκκαλούν απαλλάσσεται της προκαταβολής των τελών της δίκης, μεταξύ των οποίων και του εν λόγω παραβόλου (βλ. ΜονΕφΠειρ 506/2019 Δημ. Ιστοσελ ΕφΠειρ., Μιχάλης και Άντα Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, έκδοση 2018, άρθρο 495, αρ. 19, σελ. 849765), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με την από 6-9-2010 και με αριθμ. κατάθ. …../2010 υπό κρίση αγωγή τους, οι ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι, εξέθεταν, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι κατέστησαν συγκύριοι, κατά τα στην αγωγή αναφερόμενα ιδανικά μερίδια έκαστος, ενός αγροτεμαχίου, όπως αυτό αναλυτικά περιγράφεται στην αγωγή, κατά είδος, θέση, όρια και έκταση, που βρίσκεται στη θέση ….. της περιφέρειας ……. Σαλαμίνας, εκτάσεως 280 τ.μ., κατά τον τίτλο κτήσεως (ως αναλυτικά εκτίθεται κατωτέρω) και 290 τ.μ. κατά τη μέτρηση του Κτηματολογίου, όπου έχει λάβει ΚΑΕΚ …….., κατά παράγωγο τρόπο, ήτοι λόγω κληρονομικής διαδοχής του ………. (πατρός του πρώτου των εναγόντων, παππού του τρίτου, τετάρτου και πέμπτου των εναγόντων), ο οποίος απεβίωσε στις 6-10-1995, καταλίποντας την υπ’ αριθμ. ……../29-9-1995 δημόσια διαθήκη του, που συνέταξε η Συμβολαιογράφος Κορωπίου, ………., νομίμως δημοσιευθείσας, δυνάμει των υπ’ αριθμ 1528/5-4-1996 πρακτικών δημοσίας συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ότι την ως άνω κληρονομία οι ενάγοντες απεδέχθησαν νομίμως, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……/17-9-1999 δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, στον τόμο …., με αύξοντα αριθμό …… Ότι στον ως άνω κληρονομηθέντα το επίδικο είχε περιέλθει, κατ’ αποκλειστική κυριότητα, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …./1970 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……., νομίμως μεταγεγραμμένου, λόγω πωλήσεως, από την …………… Ότι η τελευταία είχε αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου, ως τμήμα μείζονος έκτασης 95.987 τ.μ., λόγω πώλησης, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……../1961 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών, ………, νομίμως μεταγεγραμμένου. Ότι απώτατοι δικαιοπάροχοι της πωλήτριας της ως άνω έκτασης ήταν ο ………….., κατά το ½ εξ αδιαιρέτου και ο ……….., κατά το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου, οι οποίοι είχαν στη συννομή τους το επίδικο και ενεργούσαν επ’ αυτού τις αναλυτικά αναφερόμενες στο υπό κρίση δικόγραφο, ως αυτό παραδεκτά συμπληρώθηκε και με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις των εναγόντων, πράξεις φυσικής εξουσίασης και νομής με καλή πίστη και διάνοια συγκυριών. ΄Οτι ο τελευταίος απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους δύο υιούς του, …. και .. …., οι οποίοι νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομιά του. Ότι το έτος 1899 απεβίωσε ο ως άνω ………… και κληρονομήθηκε κατά το ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό του εξ 1/2 επί της μείζονος έκτασης από τον υιό του . …………….., ο οποίος νόμιμα υπεισήλθε στην κληρονομιά του πατέρα του. Ότι ο ……. στη συνέχεια αγόρασε και το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου ποσοστό της μείζονος έκτασης από τους προαναφερόμενους κληρονόμους του ……., …………….. και . …………….., δυνάμει του υπ’ αρ. …./17-3-1908 συμβολαίου του Συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκου Σαλαμίνας ……., νομίμως μεταγεγραμμένου. ‘Oτι έτσι ο ως άνω …………, ο οποίος απεβίωσε στις 22-5-1932, από το χρόνο που περιήλθε στην κατοχή του η μείζονα έκταση, τμήμα της οποίας είναι και το επίδικο ακίνητο, ασκούσε επ’ αυτής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, τις αναφερόμενες στο δικόγραφο πράξεις φυσικής εξουσίασης, ήτοι καλλιεργούσε αφενός αμπέλια στο ομαλό μέρος αυτής και χρησιμοποιούσε για κτηνοτροφία το υπόλοιπο τμήμα της όλης έκτασης. Ότι η ως άνω μείζονα έκταση των 95.987 τ.μ. συνόρευε ανατολικά με κτήμα κληρονόμων ……, δυτικά με κληρονόμους ……… και αγνώστους, βόρεια με θάλασσα Κόλπο Αμπελακίων και αγνώστους και νότια με θάλασσα Σεληνίων. Ότι ο ως άνω αποβιώσας, χωρίς διαθήκη ……….. κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του, ……, και τα τέκνα του ………., που απεβίωσε το έτος 1951, …………….. …………….. του …………….., που απεβίωσε το έτος 1958, ……… που απεβίωσε το έτος 1960 και …………., που απεβίωσε το έτος 1952 και οι οποίοι τον κληρονόμησαν η μεν σύζυγος του …… κατά τα τετρακόσια πενήντα χιλιοστά οκτακοσιοστά (450/1800) εξ αδιαιρέτου, έκαστος δε εκ των δέκα προαναφερόμενων τέκνων κατά εκατόν τριάντα πέντε χιλιοστά οκτακοσιοστά (135/1800) εξ αδιαιρέτου της ανωτέρω περιγραφόμενης έκτασης, οι δε ως άνω κληρονόμοι του νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομιά. Ότι τη θανούσα, κατά το έτος 1937, χωρίς διαθήκη, …………., κληρονόμησαν τα πιο πάνω δέκα (10) τέκνα της, κατ’ ισομοιρίαν, δηλαδή κατά τα 45/1800 εξ αδιαιρέτου έκαστος και ότι η μερίδα εκάστου από αυτούς επί της ως άνω μείζονος έκτασης ανήλθε στα 180/1800 εξ αδιαιρέτου, οι δε ως άνω κληρονόμοι της νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομιά αυτής. Ότι τον αποβιώσαντα, το έτος 1952, …………., χωρίς διαθήκη, κληρονόμησαν η σύζυγος του, …………….. και τα τέκνα του ………….. Ότι, ο τελευταίος, ήτοι ο ……….., απεβίωσε χωρίς διαθήκη το έτος 1954 και τον κληρονόμησαν η ως άνω μητέρα του, ………. και οι αδελφοί του ……………, οι οποίοι κληρονόμοι και απεδέχθησαν την κληρονομιά τόσο του …………., όσο και του …………., δυνάμει των υπ’ αρ. ……. και …. του έτους 1961 πράξεων του Συμβολαιογράφου Αθηνών …………….. ., που μεταγράφηκαν νόμιμα. Ότι τον αποβιώσαντα χωρίς διαθήκη το έτος 1951 . ……… κληρονόμησαν η σύζυγος του …….. ,και τα τέκνα του …………., οι οποίοι απεδέχθησαν την κληρονομιά του ως άνω αποβιώσαντος δυνάμει της υπ’ αρ. .. πράξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών …………….. ., που νόμιμα μεταγράφηκε. Ότι τον αποβιώσσντα χωρίς διαθήκη και χωρίς τέκνα, το έτος 1958, ………. κληρονόμησαν η σύζυγος του …………… κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου και ότι κατά το άλλο 1/2 εξ αδιαιρέτου τον κληρονόμησαν οι αδελφοί του …………………, τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του …………., και τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του …………., οι οποίοι απεδέχθησαν την κληρονομιά του ως άνω αποβιώσαντος, δυνάμει της υπ αρ. ………. πράξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών, …………….., που νόμιμα μεταγράφηκε. Ότι την αποβιώσασα το έτος 1960 ……… κληρονόμησαν ο σύζυγός της ………., κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου, και, κατά τα υπόλοιπα 3/4 εξ αδιαιρέτου, τα τέκνα της, …………, οι οποίοι απεδέχθησαν την κληρονομιά με την με αριθμό ……….. πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών, …………….., που νόμιμα μεταγράφηκε. Ότι η ως άνω έκταση των 95.987 τ.μ. ανήκε στους προαναφερόμενους κληρονόμους, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στο υπό κρίση δικόγραφο εξ αδιαιρέτου ποσοστά στον κάθε ένα, οι οποίοι με καλή πίστη, ανεπίληπτα και αδιατάραχτα ασκούσαν, τις αναλυτικά αναφερόμενες πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια συγκυρίων, έως και τη μεταβίβασή τους, αιτία πωλήσεως, στην ως άνω απώτερη δικαιοπάροχο των εναγόντων, ………., δυνάμει του υπ’ αρ. ………../1961 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., που μεταγράφηκε νομίμως. Ότι έκτοτε η ως άνω δικαιοπάροχός τους ενεργούσε επί του επιδίκου, με καλή πίστη, ανεπίληπτα και αδιατάραχτα, τις αναλυτικά αναφερόμενες πράξεις φυσικής εξουσίασης, με διάνοια κυρίας. Ότι, μετά τη σύνταξη του ως άνω συμβολαίου η……………….. προέβη σε κατάτμηση της όλης έκτασης σε αγροτεμάχια, δημιουργήσασα ρυμοτομία αυτής της έκτασης με οικοδομικά τετράγωνα αγροτεμαχίων και ιδιωτικούς δρόμους, που εμφανίζονται στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του Μηχανικού ……………. Ότι τα αγροτεμάχια αυτά μεταπωλούσε, μετά την κατάτμηση, σε τρίτους μικροεισοδηματίες, μεταξύ των οποίων, σχετικά με το επίδικο ακίνητο, ήταν και ο άμεσος δικαιοπάροχος των εναγόντων, ………… Ότι επ’ αυτών οι ως άνω αποκτήσαντες, μεταξύ των οποίων και ο ανωτέρω δικαιοπάροχος προχώρησαν σε καταμετρήσεις, απεικονίσεις σε σχέδια, περιφράξεις, φύτευση καλλωπιστικών φυτών και τριών χιλιάδων (3.000) δένδρων σε όλη τη κατατμηθείσα περιοχή και ανέγερση αυθαιρέτων χτισμάτων ήδη από το έτος 1962, νομιμοποιηθέντων, ασκώντας με καλή πίστη και διανοία κυρίου τις αναλυτικά αναφερόμενες πράξεις φυσικής εξουσίασης. Ότι το επίδικο ακίνητο, ως τμήμα της μείζονος περιοχής, που είχε περιέλθει με κληρονομιά και με αγορά στον ………….., ουδέποτε υπήρξε δασική περιοχή, ούτε και δημόσια έκταση, αλλά πάντοτε ήταν ιδιωτική και ανήκε στους κατοίκους του χωρίου ………… Σαλαμίνας, προς τους οποίους η περιοχή της ……… Σαλαμίνας είχε διανεμηθεί για εκμετάλλευση καλλιέργειας και βοσκή ζώων πριν από το έτος 1850, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και οι α) ………., τον οποίο, κατά τα ανωτέρω, κληρονόμησε ο ………. το έτος 1899 και β) ο …………, του οποίου το μερίδιο, κατά τα ανωτέρω, οι νόμιμοι κληρονόμοι του μεταβίβασαν, αιτία πωλήσεως, στον …………….. …………….. και ότι αυτοί νέμονταν ο καθένας την έκτασή του, ενεργώντας επ’ αυτής τις αναλυτικά αναφερόμενες πράξεις φυσικής εξουσίασης με καλή πίστη και διάνοια συγκυριών. Ότι οι κάτοικοι του χωριου Αμπελακίων, το χρονικό διάστημα μεταξύ 1826 και 1899, ήταν γηγενείς με καταγωγή Αρβανίτικη, εγκατασταθέντες στην περιοχή αρχικά από το 1570, μετά την αποστασία των Μελλισηνών και μαζικά το έτος 1687-1688 επί Μοροζίνι, όταν στην περιοχή των Αμπελακίων κυρίως κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν Αθηναίοι και Γκάγκαροι Αρβανίτες και ότι συνέχισαν να εγκαθίστανται μέχρι το 1770 μετά τα Ορλωφικά και χωρίς ποτέ η περιοχή του χωριου και οι γύρω του χωριου εκτάσεις, μεταξύ των οποίων και η περιοχή της Κυνόσουρας, να κατοικηθεί από οποιοδήποτε Οθωμανό ή Τούρκο, αφού πάντοτε όλη η νήσος Σαλαμίνα είχε κάποια αυτοτέλεια και μικρή συμμετοχή στην φορολογία, λόγω του ότι παρείχε πίσσα (κατράμι) για τα πλοία του Οθωμανικού στόλου. Ότι, επομένως, η περιοχή της Κυνόσουρας ουδέποτε ανήκε σε κάποιο Οθωμανό ή Τούρκο υπήκοο, που την εγκατέλειψε, ώστε να περιέλθει αυτόματα στο Δημόσιο σαν εγκαταλειφθείσα ακίνητη περιουσία Οθωμανού ούτε και απελευθερώθηκε κατόπιν μαχών με τους Οθωμανούς. Ότι κατεχόταν, πριν και μετά την επανάσταση του 1821, από τους κατοίκους του χωριου Αμπελακίων, οι οποίοι την εκμεταλλεύονταν για γεωργικές καλλιέργειες και βοσκή των ζώων τους, καταβάλλοντας ακόμη και μέχρι τη δεκαετία του έτους 1950 τα δικαιώματα για βοσκή στην αποσπασθείσα στην αρχή του 20ου αιώνα, σύμφωνα με τον νόμο ΔΝΖ/1912, από το Δήμο Σαλαμίνας, Κοινότητα Αμπελακίων, η οποία εκμεταλλευόμενη αυτό το γεγονός ισχυρίστηκε με την από 30.12.1964 και με αριθμό κατάθεσης …… αγωγή της, σε βάρος της απώτερης δικαιοπαρόχου των εναγόντων, ……………, ότι δήθεν η Κυνόσουρα της ανήκε. Ότι η αγωγή αυτή ασκήθηκε από την Κοινότητα Αμπελακίων, διότι, κατ’ αυτήν, χρησιδέσποσε με καλή πίστη την περιοχή αυτή και ειδικότερα αφότου απελευθερώθηκε το Ελληνικό Κράτος ο Δήμος Σαλαμίνας, που συστήθηκε βάσει των νόμου ΚΘ της 31-1-1864 και μετά η Κοινότητα Αμπελακίων, όταν διαχωρίστηκε, όπως προαναφέρεται και οριοθετήθηκε αυτή και μέσα στα όρια της ήταν, και η περιοχή της Κυνόσουρας. Ότι, επομένως, ήδη επί του επιδίκου ακινήτου, όπως και επί όλης της περιοχής της χερσονήσου Κυνόσουρας, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι αυτή ανήκε οποτεδήποτε στο Δημόσιο, ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους, υπάρχει υπερτριακονταετής νομή διάνοια κυρίου με καλή πίστη υπέρ των απώτερων δικαιοπαρόχων τους (οικογένεια …………….. για το επίδικο ακίνητο) και, σε κάθε περίπτωση, επικουρικά υπέρ του Δήμου Σαλαμίνας, τον οποίο διαδέχτηκε με την οριοθέτησή της η Κοινότητα Αμπελακίων, που είχε συμπληρωθεί από το έτος 1821 μέχρι 11-9-1915, έχοντας αποκτήσει κυριότητα λόγω παρόδου τριάντα και πλέον ετών, βάσει των διατάξεων περί χρησικτησιών του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου των Πανδεκτών, που ίσχυε μέχρι και το έτος 1945, που εισήχθη ο Αστικός Κώδικας. Ότι η όλη ιδιοκτησία της προαναφερόμενης δικαιοπαρόχου τους, ……….., τμήμα της οποίας είναι το επίδικο, δεν υπήρξε ποτέ δημόσια, η δε αγωγή, που άσκησε η κοινότητα Αμπελακίων, έληξε με τον αναφερόμενο στο υπό κρίση δικόγραφο συμβολαιογραφικό συμβιβασμό και τις σχετικές διαδοχικές αποφάσεις, με αριθμούς 20/1969, 31/1969 και 81/1969 του Κοινοτικού Συμβουλίου Αμπελακίων, που ενεκρίθησαν από τη Νομαρχία Πειραιώς με τις με αριθμούς 13292/6-5-1969,17802/10-6-1969 και 2496/4-2-1970 αποφάσεις της, οπότε και καταργήθηκε η σχετική δίκη. Ότι η Κοινότητα Αμπελακίων, ως διάδοχος του Δήμου Σαλαμίνας, χρησιδέσποσε, κατά τους ισχυρισμούς τους, με καλή πίστη και απέκτησε κυριότητα επί της Χερσονήσου Κυνόσουρας, η οποία και προβάλλεται κατά των δικαιωμάτων, που επικαλείται το Δημόσιο, τουλάχιστον τριάντα και πλέον έτη πριν την 11-9-1915 και ότι, επικουρικά, σε αυτήν είχε περιέλθει, κατά κυριότητα, η περιοχή της Κυνόσουρας, μετά τη σύστασή της (1912) και δεν ήταν αδέσποτο ακίνητο ή απελευθερωμένο από το Τουρκικό Κράτος, ώστε να περιέλθει αυτόματα στο Ελληνικό Δημόσιο. Ότι, εφόσον η Κοινότητα Αμπελακίων άσκησε την αγωγή, που προαναφέρεται και μετά παραιτήθηκε, κατόπιν συμβιβασμού, μερικά από αυτή και μάλιστα με την έγκριση της οικείας Νομαρχίας Πειραιά και χωρίς αντίρρηση από το Ελληνικό Δημόσιο, προφανές είναι ότι, ακόμη και εάν στην περιοχή της Κυνόσουρας και στο επίδικο ακίνητο μέχρι του απώτατου δικαιοπαρόχου τους δεν υπήρχε χρησικτησία εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, που οδήγησε σε κυριότητα από τους απώτερους δικαιοπαρόχους τους, τουλάχιστον από το έτος 1826, υπήρχε κυριότητα στην Κοινότητα Αμπελακίων, λόγω χρησικτησίας συμπληρωθείσας μέχρι την 11-9-1915, την οποία αυτή διατήρησε και μετά την επελθούσα αναστολή παραγραφής για το Δημόσιο από την αμέσως προαναφερόμενη ημεροχρονολογία. Ότι, όμως, έναντι της Κοινότητας Αμπελακίων, έτρεχε παραγραφή δικαιώματος κυριότητος μέχρι και το έτος 1968 και ήταν δυνατόν οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο να χρησιδεσπόσει με κατοχή του επιδίκου ακινήτου και άσκηση νομής διανοία κυρίου, όπως πράγματι έγινε. Ότι σε αντίθεση με τους δικαιοπαρόχους τους, των οποίων προσμετρούν τη χρονική διάρκεια κατοχής και νομής διανοία κυρίου από το έτος 1899, η Κοινότητα ουδεμία πράξη νομής πραγματοποίησε στο επίδικο από το έτος 1899. Ότι, επικουρικά, εάν δεν γίνει δεκτό ότι αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο κυριότητα από αυτούς στο επίδικο ακίνητο, με συνεχείς νομότυπες μεταβιβάσεις και μεταγραφές, έχει αποκτηθεί από τους δικαιοπαρόχους τους και αυτούς η κυριότητα, με χρησικτησία, λόγω νομής, διανοία κυρίου και καλή πίστη, που αποκτήθηκε εις βάρος αρχικά του Ελληνικού Δημοσίου και επικουρικά σε βάρος της Κοινότητας Αμπελακίων, που είχε χρησιδεσπόσει το επίδικο, ως τμήμα της ως άνω μείζονος έκτασης, για τριάντα και πλέον έτη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου πριν από την 11-9-1915. Ότι το επίδικο ακίνητο ήταν και είναι εντός του οικισμού Κυνόσουρας, ο οποίος κατά τις εθνικές απογραφές 1971, 1981, 1991, 2001 και 2011 εμφανίζεται, ως ιδιαίτερος οικισμός, με αριθμό κατοίκων, που δεν υπερέβαινε τους 2.000, βάσει των οποίων και εκλεγόταν κατά τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές σύμβουλος από τον οικισμό, που παρίστατο κατά τις συνεδριάσεις του Κοινοτικού και αργότερα Δημοτικού Συμβουλίου, όταν το θέμα αφορούσε την περιοχή του οικισμού. Ότι από το έτος 1965 είχε ιδρυθεί και σύλλογος οικιστών Κυνόσουρας, με την επωνυμία Καλλιθέα, με τη με αριθμό 4223/1965 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο οποίος ανήγειρε και εκκλησία που υπάρχει ακόμα, όπου και εκκλησιάζονται οι οικιστές κάτοικοι. Ότι, από το έτος 1961, που απέκτησε, κατέτμησε και ρυμοτόμησε την ιδιοκτησία της η ………….., δημιουργώντας αγροτεμάχια, υφίσταται η περιοχή της Κυνόσουρας ως οικισμός. Ότι ο ως άνω οικισμός υφίσταται επισήμως και αναγνωρίστηκε στις 14.3.1971 και προσαρτήθηκε στην Κοινότητα Αμπελακίων, με το ΦΕΚ 244/74.12.1997, αποσπάσθηκε από την Κοινότητα Αμπελακίων ως οικισμός και προσαρτήθηκε στο Δήμο Αμπελακίων την 4.12.1997 και ότι με το ΦΕΚ 87/77.6.2010 αποσπάσθηκε από το Δήμο Αμπελακίων, που καταργήθηκε και μεταφέρθηκε στο Δήμο Σαλαμίνας. Ότι επί του ακαλύπτου χώρου του επιδίκου ακινήτου υπάρχουν δένδρα και φυτά, τα οποία έχουν φυτευτεί τόσο από τους ίδιους, όσο και από όλους τους ανωτέρω αναφερόμενους δικαιοπαρόχους τους, μέχρι τον απώτατο, οι οποίοι και νέμονταν αυτό, ενεργώντας τις ανωτέρω εκτιθέμενες πράξεις, με καλή πίστη και διάνοια κυρίων επί του επιδίκου, το οποίο είναι και περιφραγμένο. Ότι οι δικαιοπάροχοι της . ……………….., ……… μέχρι και τον απώτερο, χρησιμοποιούσαν και νέμονταν όλη τη μείζονα έκταση, με καλή πίστη και διάνοια κυρίων, για βοσκή ζώων. Ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος των εναγόντων, ………, που απέκτησε την κατοχή επ’ αυτού με το συναφθέν ως άνω υπ’ αριθμ. ……/1970 συμβόλαιο αγοραπωλησίας, εν συνεχεία δε οι ίδιοι οι ενάγοντες, από τότε που απέκτησαν τη νομή επ’ αυτού, κατ’ άρθρο 983 Α.Κ., ως κληρονόμοι του ανωτέρω, ασκούσαν επί του εν λόγω γεωτεμαχίου, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, τις αναφερόμενες πράξεις φυσικής εξουσίασης, χωρίς να οχληθούν από οιονδήποτε και χωρίς οιοσδήποτε να αμφισβητήσει το δικαίωμα της κυριότητάς τους. Ότι, συνεπώς, από τη στιγμή, που έλαβαν οι ενάγοντες στην κατοχή τους το επίδικο ακίνητο έως και την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, ασκούν επ’ αυτού με καλή πίστη και διανοία κυρίου τις αναλυτικά αναφερόμενες πράξεις φυσικής εξουσίασης, χωρίς ουδείς να οχληθεί από οιονδήποτε και χωρίς οιοσδήποτε να αμφισβητήσει το δικαίωμα της κυριότητάς τους, έως και τη δεύτερη ανάρτηση των κτηματολογικών εγγραφών. Ότι επί του επιδίκου προέβαλε δικαιώματα το εναγόμενο Δημόσιο, με αποτέλεσμα κατά τη μεταφορά της κτηματολογικής βάσης από το αρχείο στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας αυτό να έχει καταχωρισθεί, κατά τις αρχικές εγγραφές, στο κτηματολογικό βιβλίο με ΚΑΕΚ ……….., με εμβαδόν 290 τ,μ, και με αναγραφόμενο ως δικαιούχο δικαιώματος πλήρους κυριότητας το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Ότι η ανωτέρω αρχική εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητάς τους επί του επιδίκου, δικαίωμα, που ουδέποτε αμφισβητήθηκε από οποιονδήποτε και πολύ περισσότερο από το εναγόμενο έως και τη δεύτερη ανάρτηση των κτηματογραφικών πινάκων, αφού η κυριότητά τους στηρίζεται σε αδιάκοπη και αδιάλειπτη νομή των ίδιων και των απώτερων και απώτατων δικαιοπαρόχων τους, από το έτος 1850 και εντεύθεν, των οποίων το χρόνο νομής προσμετρούν στο δικό τους. Ότι το επίδικο ανήκει στην κυριότητά τους με παράγωγο τρόπο και ότι ανατρέχει στο πρόσωπο των δικαιοπαρόχων τους μέχρι και το έτος 1908, πέραν του οποίου υφίσταται τόσο παράγωγος τρόπος κτήσεως της κυριότητας, λόγω κληρονομιάς, όσο και πρωτότυπος, αφού υπήρχε διανοία κυρίου κατοχή με καλή πίστη επί του ακινήτου από το έτος 1850, δηλαδή, τριάντα και πλέον έτη πριν την 11-9-1915, άλλως και επικουρικά σε βάρος της κοινότητας Αμπελακίων, η οποία χρησιδέσποσε αυτό με καλή πίστη σε βάρος του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, αφού αυτή εξακολούθησε να νέμεται διανοία κυρίου και με καλή πίστη και μετά το έτος 1821 τις εκτάσεις, που κατείχε και προηγουμένως αυτή, ως μέρος του Δήμου Σαλαμίνας και ότι οι κάτοικοι – οικογένειες της Κοινότητας, αρβανίτες στην καταγωγή, σε βάρος της οποίας χρησιδέσποσαν, έχοντας νομή διανοία κυρίου και με καλή πίστη πριν από το έτος 1864, οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων, …….. και ……………….., των οποίων τη νομή με καλή πίστη προσμετρούν στη δική τους, κατέχοντες το επίδικο ακίνητο και αποκτώντας κυριότητα, λόγω τακτικής άλλως λόγω έκτακτης χρησικτησίας, ασκούντες τις αναφερόμενες στο υπό κρίση δικόγραφο πράξεις φυσικής εξουσίασης διανοία κυρίου. ‘Οτι η αξία του επιδίκου ανέρχεται στο ποσό των 35.000,00 ευρώ. Ενόψει των ανωτέρω, οι ενάγοντες ζητούσαν να αναγνωρισθούν συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου, κατά τα ιδανικά μερίδια εκάστου, ως αναλύονται στην υπό κρίση αγωγή και να διορθωθεί σχετικά η ανακριβής αρχική εγγραφή στα Κτηματολογικά Βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε το επίδικο ακίνητο ιδιοκτησίας τους, που φέρει ΚΑΕΚ …………, να μην εμφανίζεται ότι ανήκει στην κυριότητα του εναγόμενου αλλά ως κύριοι αυτού να καταχωρισθούν οι ίδιοι και να καταδικασθεί το εναγόμενο στη δικαστική τους δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αρχικά με τη συμπροσβαλλομένη με αριθμ. 2550/2014 μη οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση, που έγινε αντιμωλία των διαδίκων, στις 30/09/2013, αφού έκρινε ότι για την άσκηση της υπό κρίση αγωγής τηρήθηκε η προδικασία του άρθρου 8 παρ. 1 του Ν. 1539/1938, όπως τροποποιήθηκε από τη διάταξη του άρθρου 24 του Ν. 2732/1999 και ίσχυε κατά το χρόνο καταθέσεως της αγωγής και ότι ασκήθηκε αυτή εμπρόθεσμα (εντός της οκταετούς προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998, όπως αυτό ίσχυε προ της τροποποίησής του με το άρθρο 24 παρ. 1 του Ν. 3983/2011, αφού η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε, πριν τη θέση σε ισχύ του νόμου αυτού, ήτοι πριν την 17.6.2011), καταχωρήθηκε δε, στις 5-10-2010, στο οικείο κτηματολογικά φύλλο με αρ. καταχ. …….. (βλ. το από υπ’ αριθμ. πρωτ. ……./5-10-2010 πιστοποιητικό του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας) και έλαβε χώρα κοινοποίηση αντιγράφου αυτής στον Προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, απέρριψε την αγωγή ως προς τη βάση της, που στηρίζεται στον παράγωγο τρόπο κτήσεως του επιδίκου, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας. Περαιτέρω, αφού κρίθηκε, με την ως άνω μη οριστική απόφαση, η αγωγή μη νόμιμη ως προς την αγωγική της βάση περί πρωτοτύπου εν μέρει τρόπου κτήσεως κυριότητας επί του επιδίκου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, έκρινε αυτήν, κατά τα λοιπά, ορισμένη, απορριπτομένου του σχετικού περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγόμενου, νόμιμη και εξεταστέα κατ’ ουσίαν αυτή, ως προς την αγωγική βάση περί συμπληρώσεως έκτακτης χρησικτησίας επί του επιδίκου εκ μέρους των απώτατων δικαιοπαρόχων των εναγόντων σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου μέχρι και την 11.9.1915, ήτοι και κατά το μέρος που οι ενάγοντες επιχειρούν να θεμελιώσουν την κυριότητά τους επί του επιδίκου σε πρωτότυπο τρόπο κτήσεως κυριότητας και δη σε έκτακτη χρησικτησία, προσμετρώντας στο χρόνο νομής τους το χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων τους, καθώς ως προς αγωγική βάση περί πρωτοτύπου τρόπου κτήσεως κυριότητας επί του επιδίκου με τα προσόντα της ειδικής χρησικτησίας του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003 σε βάρος του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου. Εν συνεχεία, με τη συμπροσβαλλομένη ως άνω με αριθμ. 2550/2014 μη οριστική απόφασή του, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου: Α) να προσκομισθεί, με επιμέλεια των εναγόντων, σχετικό έγγραφο από την αρμόδια προς τούτο υπηρεσία, ήτοι από το Δήμο Σαλαμίνας ή από τη Νομαρχία Πειραιά ή από την αρμόδια Πολεοδομική Αρχή, από το οποίο να προκύπτει εάν στην Κυνόσουρα Σαλαμίνας υφίσταται οικισμός οριοθετημένος, ο πληθυσμός του οποίου, σύμφωνα με την τελευταία (προ της ενάρξεως εφαρμογής του Ν. 3127/2003) απογραφή δεν υπερβαίνει τους 2.000 κατοίκους και Β) Να διενεργηθεί, με τη φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων πραγματογνωμοσύνη από Αγρονόμο Τοπογράφο Μηχανικό, ο οποίος, αφού λάβει υπόψη του την αγωγή, τις προτάσεις των διαδίκων, τα έγγραφα της δικογραφίας, τους αναφερόμενους σε αυτά, καθώς και στο σκεπτικό της παρούσας τίτλους ιδιοκτησίας των διαδίκων, το οικείο απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ……………, όλα τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα εκ μέρους αμφοτέρων των διαδίκων σχεδιαγράμματα και τοπογραφικά διαγράμματα, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο ή έγγραφο, που κρίνει αυτός χρήσιμο ή απαραίτητο και συγκεντρώσει από τους διαδίκους όσες πληροφορίες κρίνει απαραίτητες και ενεργήσει κάθε άλλη αναγκαία πράξη (λήψη φωτογραφιών, εκπόνηση τοπογραφικών σχεδιαγραμμάτων κλπ), μεταβεί επί τόπου στη θέση του επιδίκου ακινήτου και αφού εφαρμόσει επί του εδάφους τους τίτλους ιδιοκτησίας, τα έγγραφα και σχεδιαγράμματα, που θα παραδώσουν σε αυτόν οι διάδικοι, με αιτιολογημένη έγγραφη γνωμοδότησή του, θα αποφανθεί για τα ακόλουθα ερωτήματα: α) εάν, σε περίπτωση, που υφίσταται οριοθετημένος οικισμός Κυνοσούρας, το περιγραφόμενο στην υπό κρίση αγωγή επίδικο ακίνητο βρίσκεται τοποθετημένο εντός αυτού, β) εάν το επίδικο ακίνητο εμπίπτει εντός του ΑΒΚ …….. ή του ΑΒΚ …… δημόσιου κτήματος και γ) εάν το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στη χωρική αρμοδιότητα της τέως Κοινότητας Σεληνίων ή της τέως Κοινότητας Αμπελακίων. Κατόπιν δε διενέργειας της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 3904/2018 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 19-3-2018, κατά την τακτική διαδικασία, έκανε δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε ότι οι ενάγοντες είναι πλήρεις και αποκλειστικοί κύριοι, σε ποσοστό 20% εξ αδιαιρέτου καθένας από αυτούς, του ειδικότερα περιγραφόμενου στο σκεπτικό της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης ακινήτου, ευρισκόμενου εκτός σχεδίου πόλης και στην ειδικότερη θέση «……» Σαλαμίνας Αττικής γεωτεμαχίου, εμβαδού, κατά μεν το από Ιανουάριου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα της «……….», 295,50 τ.μ., ενώ, σύμφωνα με την επιμέτρηση του Εθνικού Κτηματολογίου, 290 τ.μ., το οποίο έχει λάβει ΚΑΕΚ ………., διατάχθηκε δε η διόρθωση της πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας ως προς το ειδικότερα περιγραφόμενο στο σκεπτικό της απόφασης γεωτεμάχιο, το οποίο έχει λάβει στα ανωτέρω βιβλία ΚΑΕΚ …………. και φέρεται σ’ αυτά εσφαλμένα ως ιδιοκτησίας Ελληνικού Δημοσίου, ώστε στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του εν λόγω γεωτεμαχίου να αναγραφούν ως πλήρεις και αποκλειστικοί κύριοι οι ενάγοντες, σε ποσοστό 20% εξ αδιαιρέτου καθένας από αυτούς, με αιτία κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, διαγραφομένου του Ελληνικού Δημοσίου από το αντίστοιχο κτηματολογικό φύλλο και καταδικάστηκε το εναγόμενο στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, τα οποία όρισε στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. Κατά των ως άνω αποφάσεων (οριστικής και συμπροσβαλλομένης μη οριστικής) παραπονείται το εκκαλούν, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους αναφερομένους στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι ανάγονται, κατ’ ορθή εκτίμηση, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή του, να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η ως άνω αγωγή.

Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΒΔ της 16.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών”, σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ιδίου διατάγματος, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων, που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας ήθελαν αναγνωρισθεί από το Υπουργείο των Οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος, που έχει ισχύ νόμου. Έτσι, με τις προμνησθείσες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητος επί των δασών, που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού κράτους, κατά το χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη, κατά τη διαδικασία του διατάγματος αυτού. Προϋπόθεση, όμως, του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του εν λόγω διατάγματος (ΑΠ 279/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 826/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1023/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 987/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1443/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1355/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 52/2014 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 506/2019 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ). Εξάλλου, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, θεωρείται δάσος κάθε έκταση εδάφους, που καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους, που διατυπώθηκε για πρώτη φορά στη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. ΑΧΝ/1888 “περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών” και επαναλήφθηκε στο άρθρο 57 του Ν. 3077/1924 “περί δασικού κώδικος”, ενώ περιέχεται – διευρυνόμενος εκάστοτε ως προς το δασικό χαρακτήρα των εδαφών (δάσος, δασικά εδάφη, δασικές εκτάσεις) και τις επιτελούμενες από αυτά λειτουργίες – και στις διατάξεις των άρθρων 45 του Ν. 4173/1929 (όπως τροποποιήθηκε με άρθρο 9 του Α.Ν. 3/1935) και 1 Α.Ν. 857/1937, 1 του Ν Δ. 69/1969 και 3 παρ. 1 και 2 του Ν. 998/1979 (ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 8/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 826/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1023/2018 ό.π., ΑΠ 1443/2015 ό.π.). Ειδικότερα, κατά την έννοια των διατάξεων του Ν. 998/1979, “ως δάσος νοείται πάσα έκταση της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανική ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρει προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλει εις τη διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει τη διαβίωση του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος (άρθρο 3 παρ. 1) και “ως δασική έκταση νοείται πάσα έκταση της επιφανείας του εδάφους, καλυπτόμενης υπό αραιής ή πενιχράς υψηλής ή θαμνώδους ξυλώδους βλαστήσεως οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρετήσει μίαν ή περισσότερες των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών” (άρθρο 3 παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το δάσος, ως οργανικό στοιχείο αγρίων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας του εδάφους, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα πανίδα και χλωρίδα, αποτελούν δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεως τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει και όταν η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. Κρίσιμη επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης, η οποία με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σ’ αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι, στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιασδήποτε φύσεως, ασκεπείς εκτάσεις χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση (ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1443/2015 ό.π., ΑΠ 712/2015, ΑΠ 1524/2012, ΑΠ 400/2011). Κατά το άρθρο δε 1 του ΒΔ της 3/15.12.1833 “περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833 – 1834”, όλα τα λειβάδια (ή βοσκοτόπια), για την υπέρ ιδιώτη επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο ειδικού σχετικού περιεχομένου, που να έχει εκδοθεί από την αρμόδια Οθωμανική Κρατική Υπηρεσία, ήτοι ειδικό ταπίο, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Κατάλυση της κυριότητας του Δημοσίου και δημιουργία κυριότητας του ιδιώτη δεν μπορούσε να επιφέρει ούτε η μεταβίβαση της γης με σπαχί, ταπί ή χοτζέτι, γιατί οι τίτλοι αυτοί μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) μπορούσαν να προσπορίσουν (ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1023/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 874/2006). Η παραπάνω διάταξη αφορά στη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, που προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσης στο μέλλον τα εν λόγω ακίνητα. Η έννοια αυτή προκύπτει και από τα άρθρα 1 παρ. 2ν. Κθ’ της 31-1/18-2-1864 “περί βοσκησίμων γαιών”, με την οποία ορίζεται ότι το Δημόσιο, όπως και οι Κοινότητες, διατηρούν ανέπαφα όσα δικαιώματα είχαν πριν από την εποχή αυτή επί των αμφισβητούμενων λιβαδιών, άνευ βλάβης των παρά τρίτων αποκτηθέντων δικαιωμάτων, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. ΨΝΖ της 27.3./1.4.1880 “περί κοινοτικών και εθνικών λιβαδιών”, κατά την οποία το Δημόσιο, ως προς τα εθνικά και οι Κοινότητες ως προς τα κοινοτικά λιβάδια διατηρούν απέναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκήσιμων τόπων, επί των οποίων έγιναν μέχρι το έτος 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων (ΑΠ 7/2019 ό.π., ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1023/2018 ό.π., ΑΠ 52/2014, ΜονΕφΠειρ 506/2019 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο, που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα, που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν αυτά ήταν δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις. Προϋπόθεση της χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ήταν η άσκηση νομής πάνω στο ακίνητο και χωρίς νόμιμο τίτλο, αλλ’ απλώς με καλή πίστη. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες του ΒΔ της 3/15.12.1833 προκύπτει ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας επί λιβαδιών ή βοσκοτόπων από ιδιώτες, εφόσον αυτοί τους νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και τις 11.9.1915 (ΑΠ 773/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 279/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1023/2018 ό.π., ΑΠ 582/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 987/2017 ό.π., ΑΠ 148/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1443/2015 ό.π., ΑΠ 52/2014 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 506/2019 ό.π.). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του από 17 (29) Νοεμβρίου/1 Δεκεμβρίου 1836 β.δ. “περί ιδιωτικών δασών”, που έχει ισχύ νόμου, προκύπτει ότι το Δημόσιο αναγνωρίστηκε με αυτό κύριο κάθε έκτασης, η οποία πριν από την ισχύ του ήταν δάσος, εκτός εκείνων για τις οποίες υπήρχε έγγραφη απόδειξη Οθωμανικής Αρχής ότι ανήκαν πριν από τον περί Ανεξαρτησίας Αγώνα, σε ιδιώτες, καθώς και εκείνων που ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία, και στις δύο δε αυτές περιπτώσεις, εάν και εφόσον οι νόμιμοι τίτλοι ιδιοκτησίας υποβλήθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους στη, Γραμματεία επί των Οικονομικών, μέσα στην οριζόμενη από το άρθρο 3 παρ. 1 ανατρεπτική προθεσμία, του ενός έτους από τη δημοσίευση του νόμου, (ΦΕΚ 69/1.12.1836), προς εξέταση της νομιμοποίησής τους ως ιδιοκτητών ιδιωτικών δασών (ΑΠ 7/2019 ό.π., ΑΠ 8/2019 ό.π.). Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρ. 1 του ΒΔ της 17.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών” ορίζει ότι “εντός ενός έτους από της δημοσιεύσεως του παρόντος οφείλουν οι ιδιοκτήτες των υπό τα άρθρ. 1 και 2 δασών να παρουσιάσουν εις την επί των Οικονομικών Γραμματέων… τους νομίμους τίτλους της ιδιοκτησίας των. Η Γραμματεία θέλει εξετάσει αυτούς, θέλει τους αναγνωρίσει ή απορρίψει και εις την πρώτην περίπτωσιν θέλει δώσει επισήμως την κατοχήν εις τους ιδιοκτήτες, εις δε την δευτέραν αποπέμψει τας ελλείπουσας νομίμων αποδείξεων αξιώσεις αυτών ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων. Εις την περίπτωσιν αυτήν όμως μέχρι της τελειωτικής δικαστικής αποφάσεως περί της ιδιοκτησίας μένει η διακατοχή του διαφιλονικουμένου δάσους αναφαίρετος εις ον ευρίσκεται. Παρελθούσης της ανωτέρω προθεσμίας θεωρούνται όλα τα δάση περί των οποίων δεν παρουσιαστούν οι ως άνω απαιτούμενοι τίτλοι, ως αδιαφιλονίκητα εθνικά και θέλουν διατίθενται ως τοιαύτα”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι τα δάση: α) είναι ιδιωτικά αν, μετά την τήρηση της διαδικασίας του άρθ. 3 του άνω διατάγματος αναγνωρίστηκαν ως τέτοια από το Υπουργείο Οικονομικών ή, σε αρνητική περίπτωση, από τα δικαστήρια, β) είναι δημόσια (αδιαφιλονίκητα εθνικά), αν δεν υποβλήθηκαν αρμοδίως και εμπροθέσμως οι απαιτούμενοι τίτλοι προς αναγνώρισή τους ως ιδιωτικών, ανεξάρτητα αν υπήρχαν ή όχι οι εν λόγω τίτλοι. Περαιτέρω, είναι αληθές ότι παρόμοια διαδικασία οριζόταν και ενώπιον της “Επιτροπής των κατά την Εύβοιαν και Αττικήν κτημάτων”, που προβλεπόταν από την Συνθήκη της 27 Ιουνίου/9 Ιουλίου 1832 και συστάθηκε το ίδιο έτος (1832), πλην, όμως, η τήρηση της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής αυτής δεν αναπλήρωνε την έλλειψη τήρησης της διαδικασίας με τις συνέπειές της, που, κατά τα προεκτιθέμενα, προέβλεπε το άρθρο 3 του ως άνω ΒΔ “περί ιδιωτικών δασών”, διότι: 1) το διάταγμα αυτό ως μεταγενέστερο της σύστασης της Επιτροπής, αν και είχε υπόψη του την ενώπιον εκείνης τηρούμενη διαδικασία, δεν αρκέστηκε σ’ αυτήν, αλλά απαίτησε και πάλι την κατάθεση των τίτλων από τους ιδιώτες, που πρόβαλλαν δικαιώματα επί των προαναφερομένων γαιών, στο προβλεπόμενο από αυτό αρμόδιο όργανο και 2) στην Επιτροπή, όπως προκύπτει και από δική της ανακοίνωση, υποβάλλονταν, ως τίτλοι της αρμόδιας Οθωμανικής Κρατικής Υπηρεσίας ταπία ή χοτζέτια, ενώ στην προβλεπόμενη από το ως άνω ΒΔ Γραμματεία, για την αναγνώριση κυριότητας ιδιώτη επί δάσους υποβάλλονταν, κατά τα περί δασών κρατούντα στο Οθωμανικό Δίκαιο ως τέτοιοι τίτλοι μόνο ειδικά ταπία, στα οποία αναφερόταν ότι η παραχωρούμενη γαία ήταν δάσος (ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 582/2018 ό.π., ΑΠ 874/2006). Η τυχόν παρεμπίπτουσα κρίση της εν λόγω Επιτροπής στις ως άνω αποφάσεις για τη μη ύπαρξη απαίτησης του Δημοσίου επί της μεταβιβαζόμενης έκτασης δεν δημιουργεί, προκειμένου περί δάσους υφιστάμενου το έτος 1836, νόμιμο τίτλο που ανατρέπει ευθέως και αμέσως το εκ του άρθρου 3 του άνω ΒΔ τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου. Επομένως, από τα ανωτέρω αναφερόμενα, προκύπτει σαφώς, ότι οι πράξεις της Γραμματείας των Οικονομικών για την αναγνώριση ιδιωτικών δασών, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του ΒΔ/τος της 17.11.1836, δεν πρέπει να συγχέονται με τις αποφάσεις, που αφορούν δάση, της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής. Πράγματι, μόνο οι αποφάσεις της επί των Οικονομικών Γραμματείας και της δια της από 16.4/4.5.1842 δηλοποίησης της συσταθείσας Τριμελούς Επιτροπής, οι εκδοθείσες κατά τους τύπους και τη διαδικασία των άρθρων 1 και 3 του ΒΔ της 17.11.1836, με τις οποίες αναγνωρίζεται η κυριότητα ιδιώτη σε δάσος (που βρίσκεται εντός ή εκτός τσιφλικιού), αποτελούν νόμιμο τίτλο κατά του Δημοσίου, ο οποίος μπορεί να ανατρέψει το πιο πάνω τεκμήριο του άρθρου 3 του ως άνω ΒΔ (ΑΠ 573/2015). Εξάλλου, με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως της 27ης Ιουνίου (9 Ιουλίου) 1832, μεταξύ των αντιπροσώπων των τριών μεγάλων δυνάμεων, που υπέγραψαν τη συνθήκη του Λονδίνου της 6/7/1827, κανονίστηκαν τα επί της Στερεάς σύνορα του αναγνωρισμένου κράτους. Με την έβδομη παράγραφο της εν λόγω Συνθήκης συμφωνήθηκε, όπως εντός προθεσμίας δεκαοκτώ μηνών από της χρονολογίας, κατά την οποία θα τερματισθεί η οροθέτηση, όσοι από τους κατοίκους (Οθωμανούς) θέλουν να εγκαταλείψουν τα παραχωρηθέντα εδάφη έχουν το δικαίωμα να πουλήσουν τις ιδιοκτησίες τους, δικαίωμα που παρασχέθηκε και στους κατοίκους της Αττικής, της Εύβοιας και στους κτηματίες των Θηβών. Επίσης, με την ίδια πιο πάνω παράγραφο συμφωνήθηκε ότι ειδική διοικητική επιτροπή θα επιμεληθεί, ώστε οι πωλήσεις αυτές να μην γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης. Στη συνέχεια η Ελληνική Κυβέρνηση με την 55/1832 εγκύκλιό της επέτρεψε την αγορά των ευρισκόμενων στην Αττική και την Εύβοια Οθωμανικών ιδιοκτησιών, για τον έλεγχο δε και το κύρος των σχετικών πωλήσεων συστάθηκε, το πρώτον, η κατά την Εύβοιαν και Αττικήν Ελληνική Επιτροπή “περί της αγοράς των Οθωμανικών ιδιοκτησιών”, η οποία με την από 27 Δεκεμβρίου 1832 διακήρυξή της υποδείκνυε προς τους αγοραστές (Έλληνες), να αποφεύγουν την αγορά βακουφιών, μαχλουλίων (εγκαταλελειμμένων κλπ.), γιατί αυτά περιέρχονταν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τις συμφωνίες του Λονδίνου και των τελούντων υπό τη μεσεγγύηση της Επιτροπής και την ανάγκη σύνταξης έγκυρων τουρκικών τίτλων πώλησης (χοτζετίων). Οι αποφάσεις της Επιτροπής αυτής, που επιτελεί έργο της διοίκησης, ως προς τα κτήματα που κείνται στην Αττική, Εύβοια κλπ., οι οποίες εκδόθηκαν μετά την ισχύ του Β.Δ/τος της 17/29.11.1836, δεν είναι δυνατό να παραμερισθούν εντελώς. Εφόσον με αυτές αναγνωρίζεται η εγκυρότητα της μεταβίβασης εμπράγματων δικαιωμάτων από Οθωμανούς προς Έλληνες σε δάσος υφιστάμενο το 1836 και σε αυτές περιλαμβάνεται κρίση, μετά από σχετική έρευνα, για τη μη ύπαρξη απαίτησης του Δημοσίου επί της μεταβιβασθείσας δασικής έκτασης, οι οποίες μάλιστα κηρύσσονται εκτελεστές με πράξη της διοίκησης, υπογεγραμμένη από τον επί των Εξωτερικών Γραμματέα της Επικρατείας και από το Διευθυντή της επί των Οικονομικών Γραμματείας της Επικρατείας, τότε οι αγοραστές ιδιώτες, προβάλλοντας κατά του Δημοσίου δικαίωμα κυριότητας επί της δασικής έκτασης, που αποκτήθηκε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, μπορούν να επικαλεσθούν τις προαναφερθείσες αποφάσεις, ως στοιχεία που αποδεικνύουν την καλή τους πίστη, κατά την τριακονταετή, με διάνοια κυρίου, κατοχή του ειρημένου δάσους (ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 573/2015). Η τυχόν παρεμπίπτουσα κρίση στις αποφάσεις της εν λόγω Επιτροπής περί μη ύπαρξης απαίτησης του Δημοσίου επί της μεταβιβαζόμενης έκτασης δεν δημιουργεί, προκειμένου περί δάσους υφισταμένου το έτος 1836, νόμιμο τίτλο ανατρέποντα ευθέως και αμέσως το εκ του άρθρου 3 του άνω Δ/τος τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου (ΑΠ 826/2018 ό.π.). Εξάλλου, σύμφωνα με τις αναφερθείσες διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα εκείνου που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν. 20,12 Πανδ.(5.8) ν.27 πανδ.(18.1), 10,15 παρ.3, 17 και 48 Πανδ.(41.3), 3 και 5 παρ.1 πανδ.(41.10), 109 Πανδ.(50.16) και 2παρ.7 και 1 Πανδ.(51.4), ως “καλή πίστη” θεωρούνταν η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προς εκείνες των άρθρ. 18 και 21 του Ν. ΔΞΗ’ /1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν βάσει αυτού και του άρθρου 21 του ΝΔ της 22/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, συνάγεται ότι προκειμένου περί δημόσιων κτημάτων (ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, καθώς και τα από 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου), στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, για την κτήση επ’ αυτών κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία έπρεπε η τριακονταετής, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη του νομέα, νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11.9.1915 (Ολ. ΑΠ 75/1987, ΑΠ 7/2019 ό.π., ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 582/2018 ό.π., ΑΠ 1443/2015 ό.π., ΑΠ 52/2014 ό.π.). Πλην, όμως, προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του, μέχρι τις 11.9.1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Αν δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Επομένως, στην περίπτωση χρησικτησίας δημόσιων δασικών εκτάσεων, η οποία συμπληρώθηκε πριν την 11-9-1915, δεν απαιτείται, ως προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστης για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία στα δημόσια κτήματα και, συνεπώς, στα δημόσια δάση, η ύπαρξη ταπίου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος ή υποβολή εκ μέρους του τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 του Β.Δ. της 17/29.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών” (ΑΠ 773/2019 ό.π., ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1023/2018 ό.π., ΑΠ 573/2015, ΑΠ 1249/2013, ΜονΕφΠειρ 506/2019 ό.π.). Εφόσον δε, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-9-1915 ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή σε σχέση με την κυριότητα, που αποκτήθηκε με αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 215 του ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 37 του α.ν. 1539/1938 και 16 του α.ν. 192/1946, επαναλήφθηκαν δε σε εκείνη του άρθρου 58 του ν.δ. 86/1969 “περί δασικού κώδικος”, με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε σ` αυτά καμία πράξη νομής και ότι μόνον η βοσκή επί δημόσιων δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων, λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ποτέ ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και ότι η νομή από τρίτους στα ακίνητα αυτά θεωρείται ότι ασκείται μόνο με την υλοτομία ή την εκμετάλλευση αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων με βάση άδεια της δασικής αρχής (ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 1023/2018 ό.π., Α.Π 1524/2012). Ούτε ασκεί επιρροή στην κυριότητα, που αποκτήθηκε, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του ν. 998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας”, με την οποία ορίζεται ότι “σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημόσιου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιαδήποτε δικαιώματα εμπράγματα ή όχι επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κλπ., το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του” και πολύ περισσότερο η εκδιδόμενη με βάση το άρθρο 191 του νδ 86/1969 απόφαση του Νομάρχη, με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξή της ως αναδασωτέα (Ολ ΑΠ 21/2005, ΑΠ 279/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ  7/2019 ό.π., ΑΠ 1646/2009). Περαιτέρω, από τις ρυθμίσεις, που ακολούθησαν της Συνθήκης του Λονδίνου της 6 Ιουνίου 1827 και περιέχονται στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21.1/3.2.1830 “Περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6./1.7.1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6./9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του ν. της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα, τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των άνω τριών πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι, όμως, και όσα, κατά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως και ακολούθως, κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο, τίτλο (ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί). Σημειωτέον, ότι ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα δεν μπορεί να γίνει λόγος για την περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος, στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6./9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (25.5.1827 έως 31.3.1833) και, ειδικότερα, κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος, ως έχων, κατά το οθωμανικό δίκαιο, την κυριαρχία εφ’ όλης της γης, που ανήκε στο οθωμανικό κράτος, είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους – Οθωμανούς και Έλληνες – την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά δικαιώματά τους αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21.1./3.2.1830 Πρωτόκολλο “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και με την προαναφερόμενη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (ΑΠ 279/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1182/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 73/2018, ΑΠ 987/2017 ό.π., ΑΠ 946/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 638/2016, ΑΠ 1355/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 52/2014 ό.π., ΜονΕφΠειρ 506/2019 ό.π.). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 του ΒΔ της 3/15.12.1833, 1 και 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836, για τις οποίες έγινε λόγος στις προηγούμενες νομικές σκέψεις, συνάγεται ότι για τις εδαφικές εκτάσεις, οι οποίες, κατά την έναρξη της ισχύος των εν λόγω ΒΔ, είχαν το χαρακτήρα λιβαδίου ή δάσους και για τις οποίες δεν είχαν αναγνωριστεί ιδιοκτησιακά δικαιώματα τρίτων, υπάρχει υπέρ του Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας, το οποίο μπορούσε να ανατραπεί μόνον εφόσον αποδεικνυόταν 30ετής καλόπιστη νομή του τρίτου έως τις 11/9/1915 (ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1392/2010). Εξάλλου, κατά το Οθωμανικό Δίκαιο και, ειδικότερα κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου Περί Γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (χριστιανικού έτους 1856), που ναι μεν δεν εφαρμόζεται στις περιοχές, όπως η Αττική, που παραχωρήθηκε στο νέο Ελληνικό Κράτος με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στις 31.03.1833, πλην όμως, αποδίδει το δίκαιο που ίσχυε σχετικά με τη διάκριση των γαιών, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι γαίες διακρίνονταν στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες: (α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (“μούλκια” – οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες), των οποίων την κυριότητα είχε αυτός, που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέσει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, (β) τις δημόσιες γαίες (“μιριγιέ” – καλλιεργήσιμα χωράφια, λιβάδια και δάση), των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), (γ) τις αφιερωμένες γαίες (“βακούφια”), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, (δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (“μετρουκέ” – οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και (ε) τις νεκρές γαίες (“μεβάτ” – τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούσαν γαίες, που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 1/2013, ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1182/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1443/2015 ό.π.). Τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί των οθωμανικών γαιών αποδεικνύονταν με τους σχετικούς οθωμανικούς τίτλους, οι κυριότεροι των οποίων αναφέρονταν στα “ταπιά” και στα “χοτζέτια”. Τα ταπιά ήταν τα χαρακτηριζόμενα από το άρθρ. 8 του οθΝπΓαιών/1858 και το άρθρ. 14 του Οθωμαν. Ταπίων/1859 ως “δηλωτικά” (δηλαδή αποδεικτικά) της νόμιμης κτήσης του δικαιώματος “εξουσίασης” (tasarruf) επί των δημόσιων οθωμανικών, γαιών έγγραφα του αυτοκρατορικού κτηματολογίου. Η μορφή των ιδιοκτησιακών αυτών εγγράφων αναγνωρίστηκε από τον Οθωμανικών Γαιών του 1858 ως αποκλειστικός τύπος τίτλων που παρείχαν στους δικαιούχους αυτών το ιδιόρρυθμο δικαίωμα της “εξουσίασης” -το οποίο, μολονότι δεν αναφερόταν ρητά, από τα εννοιολογικά του στοιχεία προέκυπτε ότι μπορούσε να θεωρηθεί εμπράγματης μορφής- επί των δημόσιων γαιών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν οι αγροί, οι λειμώνες, οι χειμερινές βοσκές, τα δάση (άρθρ. 3 του Οθωμαν. Γαιών/1858). Σε αντίθεση με τα ταπιά, που ήταν αποδεικτικοί τίτλοι μεταβίβασης δικαιώματος “εξουσίασης” επί των δημόσιων οθωμανικών γαιών και δεν προσπόριζαν στον κάτοχό τους δικαίωμα κυριότητας, παρά μόνο χρήσης και κάρπωσης αυτών, τα “χοτζέτια”, ως μορφές ιδιοκτησιακών τίτλων, αποτελούσαν κυρίως τις επικυρωτικές ή αναγνωριστικές αποφάσεις των μουσουλμανικών ιεροδικείων, που συντάσσονταν ενώπιον του ιεροδίκη και μαρτύρων και αφορούσαν κυρίως σε αγοραπωλησίες αστικών συνήθως ακινήτων ή κτημάτων πλήρους ή τέλειας κυριότητας. Εξάλλου, κατά το προϊσχύσαν δίκαιο και ειδικότερα, το άρθρο 2 παρ.1 του α.ν. 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, το άρθρο 16 του από 21.06/03.07.1837 νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων”, τα οποία διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 53 του ΕισΝ Α.Κ., όπως και κατά το άρθρο 972 του ΑΚ, τα αδέσποτα ακίνητα, δηλαδή εκείνα, τα οποία μπορεί να εξουσιάσει ο άνθρωπος, αλλά δεν υπάρχει κύριος αυτών, ανήκουν στο Δημόσιο, έστω και αν επ` αυτών ουδεμία πράξη νομής ενήργησε. Το Δημόσιο, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, αποκτά πρωτοτύπως κυριότητα και συγχρόνως με την κυριότητα αποκτά αυτοδικαίως και τη νομή του ακινήτου, ανεξαρτήτως αν έλαβε τη φυσική εξουσία αυτού ή αν ενήργησε πάνω σ` αυτό πράξεις διακατοχής (ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, Α.Π. 132/2000, ΑΠ 532/1980, ΑΠ 1076/1973).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 369, 1192, 1194 και 1198 Α.Κ., προκύπτει ότι αποκτά κάποιος κυριότητα ακινήτου με παράγωγο τρόπο, ύστερα από συμφωνία με τον κύριο του ακινήτου ότι μετατίθεται σε αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, εφόσον η σχετική συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, επίσης, ότι μεταξύ των προϋποθέσεων, που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση είναι, ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε (ΑΠ 1125/2018 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 Α.Κ., εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου, που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, κατ’ άρθρο 1051 ΑΚ (ΑΠ 1125/2018 ό.π.). Περαιτέρω, φυσική εξουσία επί του πράγματος υπάρχει, επίσης, όταν ο νομέας δεν βρίσκεται σε διαρκή σωματική επαφή με το πράγμα, αλλά έχει την εποπτεία και τη δυνατότητα άσκησης φυσικής εξουσίας κάθε στιγμή. Δεν είναι δε αναγκαίο η νομή να ασκείται αυτοπροσώπως, αλλά μπορεί να ασκείται μέσω άλλου (άρθρο 980 Α.Κ.). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, νομή συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω στο ακίνητο, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να έχει το ακίνητο για δικό του. Ως πράξεις νομής θεωρούνται, μεταξύ άλλων, η εποπτεία, επίβλεψη, η επίσκεψη, η οριοθέτηση, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η καλλιέργεια, ο καθαρισμός, η φύλαξη, η περιτοίχιση και η καταμέτρηση των διαστάσεων του ακινήτου κ.α. (ΑΠ 773/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 462/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 547/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2016 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πεποίθηση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στο δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειρισθεί και ο ιδιοκτήτης, χωρίς να απαιτείται και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει την κυριότητα, χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 773/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2016 ό.π.). Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερόμενων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά. Ο διάδικος που προβάλλει χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του (ΑΠ 773/2019 ό.π.). Εξάλλου, από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων με εκείνες των άρθρων 1094 Α.Κ., 70, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, του οποίου η κυριότητα αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει, εκτός των άλλων, ότι κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχός του ήταν κύριος του πράγματος που μεταβίβασε. Ο τρόπος κτήσης της κυριότητας επί του επιδίκου από το δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής. Μόνο, αν ο εναγόμενος ήθελε αμφισβητήσει με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης την κυριότητα του τελευταίου και των προ αυτού κτητόρων του επιδίκου, υποχρεούται ο ενάγων, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρει είτε με την αγωγή καθ` υποφορά, είτε με τις προτάσεις του της ίδιας συζήτησης της αγωγής ορισμένο νόμιμο τρόπο με τον οποίο ο δικαιοπάροχος του έγινε κύριος του ακινήτου, τέτοιος δε τρόπος μπορεί να είναι εκείνος της κτήσεως της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία (ΑΠ 1125/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 860/2018 Δημ. Νόμος). Συνίσταται δε ο εν λόγω τρόπος στο ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος έχει στη νομή του, δηλαδή στη φυσική του εξουσία με διάνοια κυρίου, το ακίνητο για μια συνεχή εικοσαετία, ενώ κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που ίσχυε μέχρι την εισαγωγή του Α.Κ. (στις 23-2-1946), ο τρόπος αυτός συνίστατο στο ότι το ίδιο πρόσωπο είχε στην νομή του με καλή πίστη το ακίνητο για μια συνεχή τριακονταετία. Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής σ` αυτήν την τελευταία περίπτωση, πρέπει ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής του να αναφέρει τις διακατοχικές πράξεις του δικαιοπαρόχου του στο ακίνητο. Αν η αγωγή στηρίζεται σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει τις υλικές και εμφανείς πράξεις νομής, που άσκησε συνεχώς επί 20 τουλάχιστον έτη πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούλησή του να το έχει σαν δικό του, δυνάμενος να συνυπολογίσει, όπως ήδη προαναφέρθηκε, στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Τα ίδια ισχύουν και επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου μεταξύ ιδιώτη (ως ενάγοντα) και Ελληνικού δημοσίου (ως εναγομένου). Στη σχετική δίκη ο ιδιώτης έχει υποχρέωση για το ορισμένο της αγωγής του να επικαλεστεί ότι απέκτησε το επίδικο ακίνητο με κάποιο νόμιμο τρόπο. Σε περίπτωση που ο τίτλος κτήσης του είναι παράγωγος (π.χ. αγορά), εάν το Δημόσιο αμφισβητήσει την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του, τότε ο ιδιώτης θα πρέπει, συμπληρώνοντας με τις προτάσεις του την αγωγή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να επικαλεστεί τον τρόπο κτήσης κυριότητας των δικαιοπαρόχων του μέχρι να αναχθεί σε πρωτότυπο τρόπο, που κατά κανόνα θα είναι η έκτακτη χρησικτησία. Όμως, ο ιδιώτης δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί και ότι το επίδικο ακίνητο είναι δεκτικό χρησικτησίας (επειδή π.χ. δεν είναι δημόσιο, μετά τη συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο σε βάρος του Δημοσίου, μέχρι τις 11/9/1915) ή ότι εξαιρείται από αυτή, ως δημόσιο κτήμα (άρθρα 21 του ν.δ. 22.4/16.5.1926 και 4 του ν.δ. 1539/1938), καθόσον ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο δεν είναι δεκτικό ή εξαιρείται της χρησικτησίας δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής, αλλά ένσταση, η οποία πρέπει να προταθεί και να αποδειχθεί από το Δημόσιο (ΑΠ 1125/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 325/2002).

Περαιτέρω, με το άρθρο 12 του ν. 3208/2003 ορίζεται ότι “1. Μεταβιβάσεις εν ζωή ή αιτία θανάτου ακινήτων, που εμφανίζονται με αγροτική μορφή στις αεροφωτογραφίες των ετών λήψης 1945 ή 1960 θεωρούνται έγκυρες και ισχυρές έναντι του Δημοσίου, ανεξάρτητα από τη μορφή, που απέκτησαν τα ακίνητα αυτά αργότερα, εφόσον οι σχετικοί τίτλοι ανάγονται σε ημερομηνία πριν από την 23η Φεβρουαρίου 1946 και έχουν μεταγραφεί. 2. … 3. Η διαχείριση των εκτάσεων της πρώτης παραγράφου, που εμφανίζουν τη μορφή δάσους, κατά την έννοια των άρθρων 3 παράγραφος 1 και 67 παράγραφος 4 περίπτωση α΄ του Ν. 998/1979, όπως ισχύουν, διέπεται από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας”. Περαιτέρω, στην παρ. 8 του άρθρου 21 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι “8. Εκτάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 12 και δεν εμπίπτουν στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, δεν υπάγονται στις διατάξεις του δασικού νόμου, εφόσον εμφανίζουν στην αεροφωτογραφία των ετών 1945 ή 1960 αγροτική μορφή”. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ανεξαρτήτως της συνταγματικότητάς τους, αναγκαία νόμιμη προϋπόθεση για την μη υπαγωγή των εκτάσεων τις οποίες αφορούν στο δασικό νόμο, είναι οι εκτάσεις αυτές να εμφανίζουν στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945 ή 1960 αγροτική μορφή (ΑΠ 826/2018 ό.π., ΣτΕ 2937/2014). Με το άρθρο δε 4 του Ν. 3127/2003 “τροποποίηση και συμπλήρωση των νόμων 2308/1995 και 2664/1998 για την Κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις” ορίζονται τα εξής: “Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό, που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον: α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ίδιου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-02-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α’ και β’ προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του ΑΚ” (παρ.1). “Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2000 τ.μ.. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τ.μ., οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται μόνον εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31-12-2002 κτίσμα, που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή” (παρ. 2). Με τις διατάξεις αυτές θεσπίζεται εξαίρεση από τον κανόνα ότι επί δημοσίων κτημάτων νομέας κατά πλάσμα του νόμου είναι το Δημόσιο και ότι αυτά είναι ανεπίδεκτα κτητικής ή αποσβεστικής παραγραφής, ο οποίος καθιερώνεται από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926, και του άρθρου 21 του Ν.Δ/τος της 22.4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ.π”, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του Α Ν. 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, εκτός εάν η τριακονταετής νομή της εκτάκτου χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-09-1915, αφού μετά τη χρονολογία αυτή δεν επιτρέπεται ούτε έκτακτη χρησικτησία επί των ακινήτων του Δημοσίου. Έτσι, κατ’ εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, επιτρέπεται η απόκτηση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα του Δημοσίου, εφόσον κάποιος που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή ακινήτου του Δημοσίου, νέμεται αδιατάρακτα τούτο για τριάντα έτη, που φθάνουν χρονικά μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, δηλαδή μέχρι την 19-03-2003, υπό τις λοιπές διαλαμβανόμενες προϋποθέσεις στην παρ. 1 περ. α’ και β’ του ίδιου άρθρου και όχι εφόσον κάποιος που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή ακινήτου του Δημοσίου το νέμεται αδιατάρακτα επί τριάντα έτη, οποτεδήποτε, πριν από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, χωρίς να ενδιαφέρει αν συνεχίζει να νέμεται το ακίνητο του Δημοσίου αδιατάρακτα και μετά την έναρξη της ισχύος του. Η έννοια του “νέμεται αδιαταράκτως” στην ως άνω διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003 δεν αναφέρεται σε προσβολή και προστασία της νομής του νεμόμενου το δημόσιο κτήμα από τον κατά πλάσμα του νόμου αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος, που είναι το Δημόσιο, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των νόμων περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων, αλλά αναφέρεται σε μη παρενόχληση του νεμομένου το δημόσιο κτήμα από τον κατά τον νόμο αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος, που είναι το Ελληνικό Δημόσιο. Η παρενόχληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο και μπορεί να προστατεύσει τη νομή του επί του δημοσίου κτήματος το Ελληνικό Δημόσιο (Ολ ΑΠ 11/2015, ΑΠ 826/2018 ό.π.). Τέτοιος δε νόμιμος τρόπος προστασίας της νομής του Ελληνικού Δημοσίου επί του δημοσίου κτήματος είναι, μεταξύ άλλων, η έκδοση και κοινοποίηση πρωτοκόλλου κατάληψης, αφού με την κοινοποίηση αυτού γνωστοποιεί το Δημόσιο στον νεμόμενο το δημόσιο κτήμα ότι είναι κατά το νόμο ο αληθής νομέας του. Συνεπώς, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, αν το Δημόσιο κοινοποιήσει σ’ εκείνον που νέμεται, έστω και με καλή πίστη, το δημόσιο κτήμα πρωτόκολλο κατάληψης αυτού, από την κοινοποίηση αυτή ο νεμόμενος το δημόσιο κτήμα παύει να το νέμεται αδιαταράκτως από το Ελληνικό Δημόσιο, αφού παρενοχλείται και διαταράσσεται από το τελευταίο, που είναι ex lege αληθής νομέας του εν λόγω κτήματος (ΑΠ 826/2018 ό.π.).

Σύμφωνα δε με το άρθρο 6 § 2 και 3 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο», όπως ίσχυε  κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, για το ορισμένο της αγωγής αναγνώρισης του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής, θα πρέπει, πέραν των στοιχείων, που απαιτεί το άρθρο 216 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο: α) Ότι ο πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με κάποιο νόμιμο τρόπο, ήτοι παράγωγο (πχ σύμβαση, κληρονομική διαδοχή) ή πρωτότυπο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία) ή με οποιοδήποτε άλλο προβλεπόμενο από το νόμο (πχ. παραχώρηση από το Ελληνικό Δημόσιο κατά τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα ή με την προσφυγική νομοθεσία, με αναδασμό, με πράξη εφαρμογής κλπ), κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή και είχε ταύτη (κυριότητα) στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο (έναρξη λειτουργίας του Ε.Κ.). Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή, όπως καθορίζονταν με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ και πλέον για τις νέες κτηματογραφήσεις με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και όχι αυτός της άσκησης της αγωγής του άρθρου 6 § 2 του Ν. 2664/1998 (ΑΠ 148/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1342/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 721/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1500/2013, ΜονΕφΠειρ 506/2019 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΕφΑθ 600/2016, ΕφΑθ 618/2015, ΕφΠατρ 226/2012 Δημ. Νόμος). Εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία, κατ’ άρθρο 1045 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (974 του ΑΚ) και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδεχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε εμφανείς πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη είναι δηλωτικές εξουσίασης αυτού, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου, είναι, όπως προαναφέρθηκε, και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περιτοίχιση και η ανοικοδόμηση, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 80/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 27/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 26/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 506/2019 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ). Εξάλλου, για να είναι ορισμένη, κατ’ άρθρ. 216§1 του ΚΠολΔ, η αγωγή, πρέπει να περιέχει (και) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Επί περιπτώσεως δε αναγνωριστικής ή διεκδικητικής ακινήτου αγωγής, πρέπει τούτο αναμφιβόλως, ως προς την ταυτότητά του, να περιγράφεται και σε περίπτωση, που αυτό φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερης εκτάσεως, θα πρέπει επακριβώς εντός αυτής να εντοπίζεται η χωροταξία του και τα όριά του. Η περιγραφή του ακινήτου δεν μπορεί να συμπληρώνεται με παραπομπή σε άλλο έγγραφο, όπως είναι το τοπογραφικό σχεδιάγραμμα, εκτός αν το έγγραφο έχει ενσωματωθεί στην αγωγή, κατά τρόπο ώστε να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται ελλιπώς ή ασαφώς, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκηση και επιφέρει ως συνέπεια την απόρριψη ως εκ του απαραδέκτου από την αοριστία. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε, επίσης με αναφορά στην σχετική διάταξη του νόμου ή μνεία αυτής, ούτε με δικαστική ομολογία του εναγομένου, η οποία ως αποδεικτικό μέσο με δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, αποκλείει μόνο τη διεξαγωγή αποδείξεων και απαλλάσσει τον αντίδικο από το βάρος αποδείξεως του σχετικού (ομολογουμένου) ισχυρισμού (ΑΠ 775/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1052/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 462/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 860/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1023/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1597/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 119/2018, ΑΠ 301/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 781/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 452/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1914/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1203/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 313/2017 Δημ. Νόμος). Δεν είναι όμως αόριστο το δικόγραφο της αγωγής, στο οποίο δεν αναφέρεται η ακριβής έκταση του επιδίκου, οι πλευρικές του διαστάσεις ή δεν κατονομάζονται οι γείτονες, εφόσον και χωρίς τα στοιχεία αυτά δεν δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά του (ΑΠ 462/2019 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή, καθ’ ο μέρος φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο (άρθρο 216 ΚΠολΔ) στοιχεία για το ορισμένο αυτής, ήτοι: α) ακριβή προσδιορισμό της ταυτότητας του επιδίκου ακινήτου κατά θέση, έκταση και όρια για την εξατομίκευσή του, β) λεπτομερή περιγραφή του τρόπου κτήσης κυριότητας των εναγόντων και των αμέσων δικαιοπαρόχων τους, πρωτοτύπως, και γ) ρητή επίκληση του έννομου συμφέροντος αυτών για την αιτούμενη αναγνώριση (βλ. σχετ. ΑΠ 452/2016 Δημ. Νόμος), μη απαιτούμενων άλλων επιπλέον στοιχείων. Ειδικότερα, στην υπό κρίση αγωγή το επίδικο ακίνητο περιγράφεται επαρκώς κατά θέση, έκταση και όρια, χωρίς να είναι αναγκαίος ο  προσδιορισμός της θέσης αυτού σε σχέση προς το μείζον ακίνητο, το οποίο είχε αποκτήσει η απώτερη  δικαιοπάροχος των εναγόντων, από την κατάτμηση του οποίου αυτό προήλθε, δεδομένου ότι, αναφέρεται ο αριθμός του ΚΑΕΚ του επιδίκου ακινήτου και των ομόρων αυτού ακινήτων, ώστε μην μπορεί να δημιουργηθεί  αμφιβολία ως προς τη θέση και την ταυτότητά του ως αντικειμένου της διαφοράς (ΑΠ 1052/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 506/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 499/2018 ΔημΙστοσελΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 498/2018 ΔημΙστοσελΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 549/2018 ΔημΙστοσελΕφΠειρ). Ο Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ.) του επιδίκου ακινήτου, ο οποίος είναι ο 12ψήφιος μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο, προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2664/1998). Πρόκειται για μία ειδική ενάριθμη ταυτότητα ακινήτου, κωδικοποιημένη σε επίπεδο επικράτειας, η κτήση της οποίας γίνεται με κτηματολογική πράξη και έτσι επιτυγχάνεται η εύκολη, ασφαλής και γρήγορη αναζήτηση στη βάση δεδομένων του Εθνικού Κτηματολογίου. Η σύνδεση του ακινήτου με τον ΚΑΕΚ διαρκεί μέχρις ότου ο τελευταίος καταργηθεί ή τροποποιηθεί σύμφωνα με το κτηματολογικό δίκαιο (άρθρου 11 παρ. 3 του Ν. 2664/1998). Ο ΚΑΕΚ συνιστά συγχρόνως θεμελιώδη εφαρμογή της αρχής της ειδικότητας και της ουσιαστικής δημοσιότητας στο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου (βλ. σχετ. ΜονΕφΑθ 2375/2016 Δημ. Νόμος, Δ. Παπαστερίου, Κτηματολογικό Δίκαιο, έκδ. 2013 σελ. 687). Κάθε ένα από τα ψηφία που τον αποτελούν προσδιορίζει συγκεκριμένη πληροφορία και συγκεκριμένα τα δύο πρώτα ψηφία το Νομό στον οποίο βρίσκεται το γεωτεμάχιο, τα επόμενα τρία ψηφία το Δήμο ή Δημοτικό Διαμέρισμα κλπ, τα αμέσως επόμενα δύο ψηφία τον «κτηματολογικό τομέα» (πχ. συνοικία), το δύο προτελευταία δύο ψηφία την «κτηματολογική ενότητα» (πχ. οικοδομικό τετράγωνο) και τέλος τα τελευταία τρία ψηφία τον αύξοντα αριθμό του γεωτεμαχίου εντός της ενότητας (πχ. οικόπεδο ή αγροτεμάχιο). Ο αριθμός μετά την πρώτη κάθετο δηλώνει τον αριθμό της καθέτου ιδιοκτησίας, αν έχει συσταθεί επί των κτισμάτων του γεωτεμαχίου και ο αριθμός μετά τη δεύτερη κάθετο προσδιορίζει τον αριθμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας, εφόσον έχει συσταθεί τοιαύτη. Για το ορισμένο της αγωγής, εφόσον αντικείμενο της δίκης είναι όλο το ακίνητο – γεωτεμάχιο, όπως αποτυπώθηκε στο κτηματολογικό διάγραμμα, και όχι τμήμα του, αρκεί η αναφορά του ΚΑΕΚ, χωρίς να απαιτούνται η θέση, τα σύνορα, το εμβαδόν, οι πλευρικές διαστάσεις ή η τυχόν επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος, όπως απαιτείται στις λοιπές εμπράγματες αγωγές για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του επιδίκου, καθόσον ελλοχεύει ο κίνδυνος όπως η περιγραφή του ακινήτου να μην ταυτίζεται με το γεωτεμάχιο, που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο ΚΑΕΚ, με συνέπεια να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες και αντιφάσεις στην αγωγή. Εάν βέβαια, το επίδικο αποτελεί τμήμα ενός μείζονος γεωτεμαχίου, οπότε σε περίπτωση αποδοχής της αγωγής θα επέλθουν χωρικές μεταβολές, τότε η περιγραφή του επιδίκου τμήματος πρέπει να γίνει με λεπτομερή περιγραφή κατά θέση, όρια, πλευρικές διαστάσεις και συντεταγμένες κορυφών σύμφωνα με το σύστημα ΕΓΣΑ 87, η οποία θα πρέπει να ταυτίζεται με το τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, που επί ποινή απαραδέκτου θα πρέπει να προσκομισθεί κατά τη συζήτηση, σύμφωνα με την τροποποίηση με το Ν. 4164/2013 (ΜονΕφΑθ 2375/2016 Δημ. Νόμος). Επίσης, αναφέρονται επαρκώς  οι εμφανείς  προς τους τρίτους διακατοχικές πράξεις, τις οποίες άσκησαν διαχρονικώς στο επίδικο με διάνοια κυρίων οι ενάγοντες και προηγουμένως οι άμεσοι δικαιοπάροχοί τους από το έτος 1970 (όπως οίκηση, επιτήρηση, μέτρηση κλπ) και προσδιορίζεται, επίσης, ο τρόπος, που υπεισήλθε έκαστος στη νομή του επιδίκου ακινήτου (ΜονΕφΠειρ 506/2019 ό.π.). ΄Αλλωστε με την εκκαλουμένη έγινε δεκτή η επικουρική βάση της αγωγής ως προς τον πρωτότυπο τρόπο κτήσης της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, συνυπολογιζομένου του χρόνου χρησικτησίας του άμεσου δικαιοπαρόχου των εναγόντων από το έτος 1970 στο χρόνο χρησικτησίας τους και όχι ο παράγωγος τρόπος κτήσης κυριότητας, δεν ασκήθηκε δε αντίθετη έφεση ή αντέφεση εκ μέρους των εναγόντων. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε με την προσβαλλόμενη οριστική απόφασή του, αλλά και τη συμπροσβαλλόμενη μη οριστική απόφαση, ορισμένη την αγωγή, ως προς την ως άνω επικουρική βάση, και απέρριψε τον περί αοριστίας ισχυρισμό του εναγομένου, τον οποίο (ισχυρισμό) είχε παραδεκτώς προβάλει ως εναγόμενο στην πρωτοβάθμια δίκη προς απόκρουση της αγωγής και επανέφερε στη δευτεροβάθμια δίκη ως εκκαλούν, με λόγο έφεσης, δεν έσφαλε, ώστε ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα, ταυτάριθμα με τη συμπροσβαλλόμενη με αριθμ. 2550/2014 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από την από 30-12-2016 και με αριθμ. …./02-01-2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, την οποία συνέταξε ο διορισθείς με την 1546/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πραγματογνώμονας . . ………, Αγρονόμος – Τοπογράφος μηχανικός (σε αντικατάσταση του αρχικώς διορισθέντος με την ανωτέρω 2550/2014 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πραγματογνώμονα ………., Αγρονόμου – τοπογράφου μηχανικού), την από 2/6/2017 τεχνική έκθεση του ………., Αγρονόμου – Τοπογράφου – Μηχανικού, η οποία συνετάγη μ’ επιμέλεια του εκκαλούντος – εναγομένου και από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τα οποία, ορισμένα αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ου­σιαστική διάγνωση της διαφοράς και χωρίς η ρητή αναφορά μερικών να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, αφού όλα είναι ισοδύναμα και όλα, αδιακρίτως, συνεκτιμώνται για την εκφορά της δικαστικής κρίσης (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλΔνη 2004. 723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004. 70), συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών και αεροφωτογραφιών, που προσκομίστηκαν, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται, καθώς και από όσα βάσει της αγωγής και των προτάσεων των διαδίκων συνομολογούνται (άρθρο 261 ΚΠολΔ), τα διδάγματα της κοινής λογικής και εμπειρίας, καθώς και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατόπιν κληρονομικής διαδοχής του .   ……, ο οποίος απεβίωσε στις 6-10-1995, καταλείποντας τη με αριθμ. …./29.9.1995, συνταχθείσα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κορωπίου ……….., δημόσια διαθήκη του, νομίμως δημοσιευθείσας με τα με αριθμ. 1528/1996 Πρακτικά συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε συνδυασμό με τη με αριθμ. ……/1999 συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Κορωπίου ………, νομίμως μεταγεγραμμένης στον τόμο ….. και με α.α. ….. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, οι ενάγοντες εγκαταστάθηκαν στη νομή, κατά ποσοστό 20% εξ αδιαιρέτου καθένας από αυτούς, ενός γεωτεμαχίου (αγρού), που βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλης και εκτός οικισμού οριοθετημένου, κατά την έννοια του από 24-4-1985 Π.Δ. (ΦΕΚ Δ’ 181/3-5-1985) (βλ. το με αριθμ. πρωτ. 17616/2014 έγγραφο του Δήμου Σαλαμίνας) ή προϋφισταμένου του έτους 1923, στην ειδικότερη θέση «……….» της κτηματικής περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας Αττικής (βλ. σχετ. την από 30-12-2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, κατά τα προεκτιθέμενα, διορισθέντος με τη με αριθμ. 1546/2016 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πραγματογνώμονα ……., Αγρονόμου – Τοπογράφου Μηχανικού), εμβαδού, κατά μεν την ανωτέρω συμβολαιογραφική πράξη, 280 τ.μ. περίπου, κατά δε το από Ιανουάριου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα της «……….», όπου εμφαίνεται με τα περιμετρικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Α, 295,50 τ.μ., ενώ, σύμφωνα με την επιμέτρηση του Εθνικού Κτηματολογίου, 290 τ.μ., το οποίο έχει λάβει ΚΑΕΚ …… και συνορεύει, σύμφωνα με την ίδια ως άνω συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομιάς, βόρεια με το (αναφερόμενο ως) υπ’ αριθμ. …. αγροτεμάχιο αγνώστου ιδιοκτήτη, ανατολικά με οδό, νότια με το (αναφερόμενο ως) υπ’ αριθμ. . αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας . ……………….. και δυτικά με το (αναφερόμενο ως) υπ’ αριθμ. . αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας …… Το εν λόγω ακίνητο, μολονότι φέρεται ότι εμπίπτει εντός των ορίων του καταγεγραμμένου ΑΒΚ .. Δημοσίου Κτήματος (βλ. την προαναφερόμενη από 30-12-2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος με τη με αριθμ. 1546/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πραγματογνώμονα ……….., Αγρονόμου – Τοπογράφου Μηχανικού), δεν αποδείχθηκε, ως κάτωθι ειδικότερα αναφέρεται, ότι ανήκε, καθ’ οιονδήποτε χρόνο, στην ακίνητη περιουσία του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και ότι περιήλθε σε αυτό με τις οικείες, κατ’ επικουρική σώρευση παρατιθέμενες από το τελευταίο, αιτίες κτήσης. Αντιθέτως, όπως αποδείχθηκε, περιήλθε στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα των εναγόντων με έκτακτη χρησικτησία και ως εκ της εκ μέρους τους, από το έτος 1995, οπότε εγκαταστάθηκαν στη νομή αυτού, κατόπιν του ως άνω επελθόντος θανάτου του . ……………….. ., πατέρα, πεθερού και παππού τους, αντίστοιχα και εντεύθεν αδιάλειπτης και αδιακώλυτης άσκησης επ’ αυτού, διανοία κυρίων, σε ποσοστό 20% εξ αδιαιρέτου καθένας από αυτούς, έως την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, συνεπώς και κατά το χρόνο έναρξης του Κτηματολογίου στη Σαλαμίνα (13.1.2006) (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 449/2019), χωρίς ουδέποτε να ενοχληθούν από το Ελληνικό Δημόσιο ή από οποιονδήποτε τρίτο, όλων των προσιδιάζουσων στη φύση και στον προορισμό του διακατοχικών πράξεων, συνυπολογιζομένου στο δικό τους χρόνο χρησιδεσποτείας και του χρόνου χρησιδεσποτείας του προαναφερόμενου δικαιοπαρόχου τους, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στη νομή του εν λόγω ακινήτου το έτος 1970, κατόπιν αγοράς του από την … . (δυνάμει του με αριθμ. …../1970 συμβολαίου πώλησης του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ….., νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο …. και με α.α. ….. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας), ασκώντας συνεχώς έκτοτε επ’ αυτού και μέχρι το θάνατό του, με διάνοια κυρίου και χωρίς ουδέποτε να ενοχληθεί από το Ελληνικό Δημόσιο ή οποιονδήποτε τρίτο, όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και στον προορισμό του διακατοχικές πράξεις. Συγκεκριμένα, για συνολικό χρονικό διάστημα πλέον των είκοσι ετών, τόσο οι ενάγοντες, όσο και πριν από αυτούς, μέχρι το θάνατό του, ο κληρονομούμενος (από τους ενάγοντες) ……….., προέβαιναν συνεχώς, με διάνοια δικαιούχων εμπράγματου δικαιώματος, στη χρησιμοποίηση του επίδικου ακινήτου πρωτίστως ως θερινή κατοικία, διενεργώντας, επιπλέον, συστηματικά την εν γένει επίβλεψή του (επίδικου ακινήτου), χωρίς να ενοχληθούν από οποιονδήποτε τρίτο, συμπεριλαμβανομένου και του Ελληνικού Δημοσίου. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι η προπεριγραφόμενη εδαφική έκταση ανήκε καθ’ οιονδήποτε χρόνο στην ακίνητη περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου, έχουσα δε περιέλθει σε αυτό: α) δυνάμει της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και των από 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, ως έκταση, που ανήκε, προ της Επανάστασης του 1821, σε Οθωμανούς υπηκόους, οι οποίοι, κατά το χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλείψει την επί θέματι εδαφική έκταση και αναχώρησαν από την εν λόγω περιοχή της Αττικής, χωρίς το επίδικο γεωτεμάχιο να καταλειφθεί από οποιονδήποτε τρίτο πέραν του ιδίου (Ελληνικού Δημοσίου), άλλως, β) βάσει των διατάξεων του β.δ. της 17-11-1836, ως αποτελούσα από το έτος 1820 δημόσια δασική έκταση, άλλως, γ) βάσει των διατάξεων του β.δ. της 3/15-12-1833, ως από το έτος 1820 λιβάδι ή βοσκότοπος, για την επικαρπία του οποίου κανείς δεν έχει παρουσιάσει έγγραφο (ταπί), άλλως, δ) με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία, άλλως, ε) βάσει της διάταξης του άρθρου 16 του από 21-6/10-7-1837 Νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων», σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 παρ. 1 Α.Ν. 1539/1938, 972 ΑΚ, ως αδέσποτη έκταση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εναγόμενο. Συγκεκριμένα, ο ως άνω υπό εδώ στοιχ. α’ ισχυρισμός του εκκαλούντος – εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος προβλήθηκε πρωτόδικα και επαναφέρεται παραδεκτώς με σχετικό λόγο έφεσης, τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού, πρωτίστως, ουδείς συγκεκριμένος Οθωμανός υπήκοος εισφέρθηκε ανταποδεικτικά ως πριν την Επανάσταση του 1821 ιδιοκτήτης του επίδικου γεωτεμαχίου και με οποιοδήποτε νόμιμο τίτλο, το οποίο, εν συνεχεία και κατά το χρόνο υπογραφής των ανωτέρω πρωτοκόλλων εγκαταλείφθηκε από αυτόν. Σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός του εκκαλούντος – εναγομένου, που είχε προβάλλει πρωτοδίκως και επαναφέρει με σχετικό λόγο έφεσης, ότι απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, ως τμήματος του με αριθμ. ΑΒΚ …. Δημοσίου Κτήματος, συνολικής έκτασης 288.190 τ.μ., «δικαιώματι πολέμου», διότι  αποτελούσε δημόσια γαία, που ανήκε στο  Οθωμανικό Δημόσιο, ορθώς απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως μη νόμιμος, διότι, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η Αττική και η νήσος Σαλαμίνα δεν κατακτήθηκε διά των όπλων,  αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως (βλ. σχετ. ΑΠ 1182/2018 ό.π., καθώς και με αριθμ. ΜονΕφΠειρ 506/2019 ό.π. και ΜονΕφΠειρ 549/2018 ό.π. αποφάσεις, οι οποίες εκδόθηκαν επί ετέρων τμημάτων του ιδίου με αριθμ. ΑΒΚ ……. Δημοσίου Κτήματος της Νήσου Σαλαμίνος). Επίσης, οι υπό εδώ στοιχ. β’ και γ’ ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι, αφού δεν αποδείχθηκε, σε βαθμό πλήρους δικανικής πεποίθησης, ο από του έτους 1820 (δημόσιος) δασικός ή λιβαδικός πριν την έναρξη ισχύος του β.δ. 3/15-12-1833, αντίστοιχα, χαρακτήρας του επίδικου γεωτεμαχίου και ότι κατ’ ακολουθίαν τεκμαίρεται ότι το ίδιο είναι κύριος του επιδίκου ακινήτου (βλ. σχετ. ΑΠ 148/2016 ό.π.), με συνέπεια να μην απαιτείται για την απόκτηση κυριότητας έγγραφο “εκδοθέν επί τουρκικής εξουσίας” (πρβλ. ΑΠ 1182/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 506/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 549/2018 ό.π.). Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικούμενου ακινήτου ως δάσους, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ. της 17/29-11-1836 “Περί ιδιωτικών δασών”, ιδιότητα, όμως, που δεν απέδειξε το ενιστάμενο εκκαλούν – εναγόμενο (βλ. ΑΠ 148/2016 ό.π.). Ειδικότερα, το ΑΒΚ ….. Δημόσιο Κτήμα, μέρος του οποίου αποτελεί, ως προαναφέρθηκε, και το επίδικο ακίνητο, καταγράφηκε το πρώτον ως δημόσια έκταση, συνολικού εμβαδού 288 στρεμμάτων και 180 τ.μ. περί τα τέλη της δεκαετίας του 1930, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε δασικό χαρακτήρα αυτού, τουναντίον δε, υπό την επιγραφόμενη ως «Είδος Κτήματος» περιθωριακή στήλη του οικείου Γενικού βιβλίου καταγραφής, το επί θέματι ΑΒΚ …… Δημόσιο Κτήμα αναφέρεται ως «Τεμάχιον Γαιών». Επισημαίνεται δε με την εκκαλουμένη ότι, άλλωστε, με το με αριθμ. πρωτ. 2786/27-3-1845 έγγραφο του επί των Οικονομικών Υπουργείου, είχε αναγνωριστεί ότι τα δάση της νήσου Σαλαμίνας, εξαιρουμένων δε μόνο των ανήκοντων στη διαλυθείσα Ιερά Μονή …………, αποτελούν ιδιωτικές (δασικές) εκτάσεις (βλ. το ακριβές φωτοαντίγραφο του ……/13-6-1845 συμβολαιογραφικού εγγράφου του Συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ………..) και συνεπώς, κατά τον οικείο χρόνο, δεν θα μπορούσε να καταγραφεί οποιαδήποτε δασική έκταση, παρεκτός των ανηκουσών στην διαλυθείσα Ιερά Μονή …….. -στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνεται το επίδικο γεωτεμάχιο (βλ. το με αριθμ. πρωτοκ. 4355/2011 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Πειραιώς)-, ως δημόσια τοιαύτη. Ο ισχυρισμός δε του εκκαλούντος με την υπό κρίση έφεση ότι, εφόσον το επίδικο εμπίπτει στο ΑΒΚ ……., το οποίο έχει καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα, δεν υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 3208/2003 (που αναγνώρισε ως ιδιωτικά τα δάση της Σαλαμίνας), αλλά στη διάταξη του άρθρου 21 παρ.13 του ως άνω νόμου και κατά συνέπεια δεν μπορεί να θεωρηθεί μη δημόσια έκταση και ότι, συνεπώς, λανθασμένα έκρινε η εκκαλουμένη, σε κάθε περίπτωση, πλήττει αλυσιτελώς την ως άνω επικουρική αιτιολογία αυτής. Επιπλέον, ο οικείος ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου δεν επιβεβαιώνεται ούτε από την συνταχθείσα σε «ανύποπτο», σε σχέση με την εδώ ανοιγείσα δίκη, χρόνο και δη από 13-12-2004 έκθεση φωτοερμηνείας του Δασολόγου …………, σύμφωνα με την οποία, η εκεί εξεταζόμενη εδαφική έκταση εμβαδού 280 τ.μ., κείμενη στην θέση «……….» Αμπελακίων Σαλαμίνας Αττικής και, συγκεκριμένα, βορειότερα της Λεωφόρου Κυνόσουρας (συνεπώς, βορειότερα και της επίδικης ιδιοκτησίας, η οποία κείται νότια της εν λόγω Λεωφόρου ………), κατά τις αεροφωτογραφίες του έτους 1945, εμφάνιζε πενιχρούς σε αριθμό, και με πυκνότητα κάτω του 5%, δασικούς θάμνους, καθώς και φρύγανα, (όπως, σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, και κατά το μεταγενέστερο χρόνο, οπότε άρχισε η σποραδική καλλιέργεια στην περιοχή και ήδη, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, έντονη οικοδομησιμότητα), ενώ, σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, την ίδια μορφή εμφάνιζε και η ευρύτερη πέριξ αυτής (εκεί εξεταζόμενης εδαφικής έκτασης εμβαδού 280 τ.μ.) εδαφική έκταση (…Η έκταση που εξετάζουμε δεν ανέπτυξε ποτέ δασική βλάστηση, με την έννοια που προσδίδει ο Ν. 998/79… Αυτής της μορφής συνθήκες, αυτής της μορφής βλάστηση, αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση βιολογικών παραγόντων … δασοβιοκοινότητα, δασογενές περιβάλλον δεν υπήρξαν ποτέ όχι μόνο στη επιφάνεια της συγκεκριμένης έκτασης αλλά και στις όμορες περιοχές…). Τέλος, και οι ως άνω υπό στοιχ. δ’ και ε’ ισχυρισμοί του εκκαλούντος – εναγομένου, Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι επαναφέρονται με σχετικό λόγο έφεσης, τυγχάνουν απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Ειδικότερα, από τα ίδια ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι το εκκαλούν – εναγόμενο, ουδέποτε προέβη σε οποιαδήποτε πράξη νομής επί της επίδικης εδαφικής έκτασης, για χρονικό διάστημα ικανό ώστε να θεμελιωθεί κατά νόμο η εκ μέρους του κτήση κυριότητας επ’ αυτής με βάση τον οικείο πρωτότυπο τρόπο. Συγκεκριμένα, αναφορικά με τον υπό στοιχ. δ’ ισχυρισμό του Ελληνικού Δημοσίου, πέραν της από το έτος 1928 καταμέτρησης της ευρύτερης, ήδη καταγεγραμμένης ως ΑΒΚ ….. Δημόσιο Κτήμα, εδαφικής έκτασης, εντός της οποίας κείται το επίδικο γεωτεμάχιο, και προς δημοπράτηση επιμέρους εδαφικού τμήματος αυτής, η οποία (δημοπράτηση), σημειωτέον, υπήρξε «άγονος» (βλ. τα ακριβή φωτοαντίγραφα των με αριθμ. πρωτοκ. 29573/23-8-1927, 2862/20-2-1929 εγγράφων του Προέδρου Αεροπορικής Άμυνας, των υπ’ αριθμ. 1042/7-8-1934, 1128/10-9-1934 εγγράφων διακηρύξεων του Οικονομικού Εφόρου Σαλαμίνας και των από 12-8-1934, 16-9-1934 Πρακτικών ενεργηθείσας δημοπρασίας), επιπροσθέτως δε, του από 27-2-1939 τοπογραφικού διαγράμματος των μηχανικών ………. και ………, αποδείχθηκε ότι το εκκαλούν – εναγόμενο, ουδέποτε προέβη σε οποιαδήποτε πράξη νομής επί της επίδικης εδαφικής έκτασης, για χρονικό διάστημα ικανό ώστε να θεμελιωθεί κατά νόμο η εκ μέρους του κτήση κυριότητας επ’ αυτής με βάση τον οικείο πρωτότυπο τρόπο, πρωτίστως δε προγενέστερων, αλλά ούτε και μεταγενέστερων πράξεων νομής επί της εν λόγω εδαφικής έκτασης. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι τα από 27-3-1940 εκδοθέντα σε βάρος του -σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο- εκ των απώτατων δικαιοπαρόχων των εναγόντων και δη του …….. πρωτοκόλλα αποζημίωσης χρήσης για τα έτη 1928, 1929, 1930, 1931, 1932, 1934, 1935, 1936, 1937, 1939, αφορούν, ως διαφαίνεται από τη με αριθμ. 27/1940 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας περί ακύρωσής τους, σε μη, κατά τα λοιπά, ειδικότερα προσδιοριζόμενη- εδαφική έκταση εμβαδού μόλις τριών (3) στρεμμάτων περίπου. Σημειώνεται ότι ο υπό στοιχ. ε΄ ισχυρισμός του εκκαλούντος – εναγομένου, ο οποίος προεβλήθη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρεται παραδεκτά με σχετικό λόγο έφεσης, ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητά του ως αδέσποτο ακίνητο, δηλαδή ως κτήμα επί του οποίου δεν υπήρχε κάποιο εμπράγματο δικαίωμα ιδιώτη ή Κοινότητας πριν, κατά και μετά τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους και την ισχύ του Ν. 21-6/10-7-1837, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, αφού δεν διευκρινίζεται πότε και με ποιο τρόπο (και με πράξη ποιου ιδιοκτήτη) το επίδικο κατέστη αδέσποτο και μάλιστα αν η ιδιότητα του αδέσποτου προέκυψε πριν από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους ή μετά, καθώς και πριν ή μετά τη θέση σε ισχύ του Αστικού Κώδικα, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, πριν από την απελευθέρωση της Ελλάδος από τους Τούρκους ίσχυε επί των εδαφών της το Οθωμανικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του οποίου (άρθρο 68 του Οθωμανικού Νόμου της 7ης Ραμαζάν 1274 περί γαιών), αν χωρίς να συντρέχει κάποιος από τους λόγους, που αναφέρονται στο προαναφερόμενο άρθρο, ο κύριος αγρού δεν καλλιεργήσει τούτον απ` ευθείας ή δια εκμισθώσεως επί τρία συνεχή έτη, ο αγρός καθίσταται ως διαθέσιμος και ότι μετά την απελευθέρωση και μέχρι την εφαρμογή του Αστικού Κώδικα ίσχυαν οι αντίστοιχες διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, σύμφωνα με τις οποίες για να καταστεί κάποιο ακίνητο αδέσποτο έπρεπε να υπάρχει εγκατάλειψη της νομής από τον κύριο προς το σκοπό παραιτήσεως της κυριότητας και χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβιβάσεώς του προς τρίτο πρόσωπο, ενώ μετά την εφαρμογή του Αστικού Κώδικα (23-2-1946) απαιτείται προς το σκοπό αυτό, συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη (βλ. σχετ. ΑΠ 1182/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 506/2019, ΜονΕφΠειρ 549/2018). Εξάλλου, ουδόλως αποδείχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ότι το επίδικο υπήρξε ποτέ αδέσποτο, καθώς, αναφορικά με τον ως άνω υπό στοιχ. ε΄ ισχυρισμό του Ελληνικού Δημοσίου, αποδείχθηκε ότι η -καταγεγραμμένη ως ΑΒΚ ……….. Δημόσιο Κτήμα- εδαφική έκταση εμβαδού 288 στρεμμάτων και 180 τ.μ. είχε συμπεριληφθεί στο από το έτος 1936 κοινοτικό κτηματολόγιο της τότε Κοινότητας Αμπελακίων (βλ. το φωτοαντίγραφο του με αριθμ. πρωτ. ……/1939 εγγράφου της Κοινότητας Αμπελακίων), έχουσας συσταθεί με απόσπαση του οικισμού Αμπελάκια από το Δήμο Σαλαμίνας (στον οποίο είχε προσαρτηθεί το έτος 1835) και τον ορισμό του ως έδρα της κατά το έτος 1912 (ΦΕΚ Α’ 262/31-8-1912). Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο από το Ελληνικό Δημόσιο από 18-11-2011 τοπογραφικό διάγραμμα της Τοπογράφου Μηχανικού ………. (Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά – Τμήμα Τεχνικό), το οποίο συντάχθηκε με συσχέτιση, μεταξύ άλλων, του ως άνω από 27-2-1939 συνταχθέντος τοπογραφικού διαγράμματος των Μηχανικών ….. και ……, η εκεί ειδικότερα εμφαινόμενη επιμέρους -εκ της συνολικά (αναγκαστικώς) απαλλοτριωθείσας με την Ε.13862/5745/18-8-1969 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Δ’ 167/13-9-1969)- εδαφική έκταση εμπίπτει εντός της καταγεγραμμένης ως ΑΒΚ … Δημόσιο Κτήμα εδαφικής έκτασης, γεγονός, που δεν θα συνέβαινε, αν πράγματι είχε θεμελιωθεί με κατά νόμο χρησιδεσποτεία ή με βάση οιαδήποτε έτερη νόμιμη αιτία κτήση κυριότητας επ’ αυτής εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, που, σημειωτέον, δεν κατέστη δυνατό να διακριβωθεί ούτε σε, κατά το παρελθόν, γενόμενο έλεγχο του Υπουργείου Οικονομικών (βλ. το από 15-10-1970 έγγραφο του Επιθεωρητή του Υπουργείου Οικονομικών ………..). Αν  δε επρόκειτο για  αδιαμφισβήτητη έκταση, που ανήκε στο εναγόμενο, δεν θα παρίστατο ανάγκη καθόλου να κηρυχθεί η ως άνω απαλλοτρίωση, όπως κρίθηκε και με τις με αριθμ. ΜονΕφΠειρ 506/2019, ΜονΕφΠειρ 499/2018, ΜονΕφΠειρ 498/2018, ΜονΕφΠειρ 498/2018 αποφάσεις, επί ετέρων τμημάτων της όλης έκτασης. Επιπροσθέτως, η κηρυχθείσα με τη Ν. 349/175/16-2-1972 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Δ’ 45/25-2-1972) αναγκαστική απαλλοτρίωση σε περιοχή του «…νοτίου ημίσεος του ακρωτηρίου Κυνοσούρας της νήσου Σαλαμίνος…», όπου περιλαμβάνεται και το επίδικο γεωτεμάχιο (βλ. και τον συνημμένο στο από 24-6-1975 έγγραφο της Νομικής Υπηρεσίας ΟΛΠ πίνακα των φερόμενων ως ιδιοκτητών της οικείας απαλλοτριωθείσας εδαφικής έκτασης και προκειμένου για την καταχώριση στις μερίδες τους της αμέσως ακολούθως ανακλητικής Υπουργικής απόφασης, όπου αναγράφεται υπό τον α.α. ….. ο κληρονομούμενος από τους ενάγοντες …………., ο οποίος, σημειωτέον, δεν αποδείχθηκε ότι ήταν, όσο ζούσε, ιδιοκτήτης οποιουδήποτε ετέρου ακινήτου στην περιοχή) ανακλήθηκε με την Ε.4159/2170/Ν. 11549/29-4-1975 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Δ’ 114/24-5-1975) ως «…μη αναγκαιούσαν προς εκπλήρωσιν του δι’ ον εκηρύχθη σκοπού δημοσίας ωφελείας…», ήτοι, ως διαφαίνεται, χωρίς να γίνεται αναφορά σε εξακρίβωση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου επ’ αυτής (περιοχής απαλλοτρίωσης). Λαμβανομένου δε υπόψη ότι μια περιοχή δύναται να κηρυχθεί απαλλοτριωτέα μόνον αν ανήκει σε τρίτο ιδιοκτήτη και όχι στην περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου (εναγομένου), συνάγεται ότι το επίδικο ακίνητο, που, κατά τα ανωτέρω, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, είναι αδύνατο να ανήκει κατά κυριότητα στο εκκαλούν, όπως τούτο αβασίμως ισχυρίζεται (βλ. ΑΠ 1023/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 52/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 112/2013 Δημ. Νόμος). Προς επίρρωση των ανωτέρω, σημειώνεται ότι μόνη η (τότε) Κοινότητα Αμπελακίων και ουδέποτε το Ελληνικό Δημόσιο επιδίωξε τη δικαστική αναγνώριση εμπραγμάτων δικαιωμάτων της κατά της προαναφερόμενης άμεσης δικαιοπαρόχου του δικαιοπαρόχου των εναγόντων (ήτοι, της ………), ασκώντας σε βάρος της τελευταίας, ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, την με αριθμό κατάθεσης …/1964 διεκδικητική αγωγή, επί συνολικής έκτασης 90 περίπου στρεμμάτων (συμπεριλαμβανομένου και του επίδικου γεωτεμαχίου), έχουσας περιέλθει – σε κάθε περίπτωση- στη νομή της εν λόγω ………, με το με αριθμ. ……/1961 συμβόλαιο πώλησης του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο …. και με α.α. …. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας. Εξάλλου, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της εν λόγω αγωγής, η (τότε) Κοινότητα Αμπελακίων χρησιδέσποζε επ’ αυτής, ασκώντας τις εκεί παρατιθέμενες διακατοχικές πράξεις, από την ως ανωτέρω σύστασή της κατά το έτος 1912 και εντεύθεν, ενώ, μέχρι την οικεία, άμα τη σύστασή της, απόσπασή της από αυτόν και από το έτος 1864 και εντεύθεν ο ίδιος ο Δήμος Σαλαμίνας. Εν τέλει, προς εξώδικη επίλυση της διαφοράς, συντάχθηκε η με αριθμ. …./1969 συμβολαιογραφική πράξη του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……. με περιεχόμενο, μεταξύ άλλων, την παραίτηση της Κοινότητας Αμπελακίων από το δικόγραφο της ανωτέρω αγωγής, έναντι δε καταβολής στην τελευταία από την ……….., του με την οικεία συμβολαιογραφική πράξη συμφωνηθέντος χρηματικού ποσού. Κατόπιν αυτών, η καταχώρηση του επιδίκου ως τμήματος του Α.Β.Κ. ……… Δημοσίου κτήματος δεν τεκμηριώνει την κυριότητα του εκκαλούντος – εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, όπως έγινε δεκτό και με τις με αριθμ. 506/2019, 549/2018, 499/2018, 498/2018, 498/2018 αποφάσεις του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, οι οποίες εκδόθηκαν, κατά την τακτική διαδικασία, επί αγωγών αναγνωρίσεως της κυριότητας άλλων ιδιωτών -μη διαδίκων στην υπό κρίση υπόθεση- έναντι του εκκαλούντος – εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, επί ετέρων τμημάτων -μη επίδικων- της όλης έκτασης, η οποία είχε αποκτηθεί από την απώτερη δικαιοπάροχο των εναγόντων, ……… και με τις οποίες αναγνωρίσθηκε η κυριότητα αυτών, έναντι του εκκαλούντος – εναγομένου. Ειδικότερα, με τις με αριθμ. 506/2019, 436/2019, 437/2019, 449/2019, 549/2018, 499/2018, 498/2018, 200/2018, 199/2018, 634/2017 και  650/2017 αποφάσεις του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς  απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου ότι έτερα τμήματα της όλης έκτασης, την οποία είχε αποκτήσει η ως άνω . ……………….., ήταν δασικά ή λιβάδια ή βοσκότοποι ή αδέσποτα ή ανήκαν στο Τουρκικό Δημόσιο ή σε Τούρκους υπηκόους, που εγκατέλειψαν την επικράτεια και δεν επανήλθαν, αλλά διατήρησαν τις ιδιοκτησίες τους, ή ότι καταλήφθηκαν από αυτούς με δικαίωμα πολέμου ή ότι χρησιδέσποσαν αυτά. Εξάλλου, το εναγόμενο ουδέποτε εξέδωσε πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής σε βάρος της ….. . από τη μείζονα έκταση, τμήμα της οποίας αποτελεί και το επίδικο ακίνητο, ενώ, περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, τα πρωτόκολλα αποζημίωσης (μισθώματος) που εκδόθηκαν από τον Οικονομικό Έφορο σε βάρος του ………., για τα έτη 1928-1939, ακυρώθηκαν δυνάμει της υπ’αριθ. 27/23.7.1940 απόφασης του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 449/2019 και ΜονΕφΠειρ 498/2018). Συνεπώς, δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα των οικείων (εκ των μη καθ’ ολοκληρίαν απορριφθέντων με την ανωτέρω με αριθμ. 2550/2014 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), κατ’ επικουρική σώρευση ισχυρισμών του εναγομένου, περί υφισταμένου εμπράγματου δικαιώματός του και συγκεκριμένα κυριότητας στο επίδικο ακίνητο (βλ. σχετ. ΑΠ 222/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΙωαν 217/2009 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 506/2019, ΜονΕφΠειρ 436/2019, ΜονΕφΠειρ 437/2019, ΜονΕφΠειρ 449/2019, ΜονΕφΠειρ 549/2018, ΜονΕφΠειρ 499/2018, ΜονΕφΠειρ 498/2018, ΜονΕφΠειρ 200/2018, ΜονΕφΠειρ 199/2018, ΜονΕφΠειρ 634/2017 και ΜονΕφΠειρ 650/2017), μη απαιτούμενης, συνακόλουθα, προς κατάλυσή της, της απόδειξης χρησιδεσποτείας στο επίδικο ακίνητο επί χρονικού διαστήματος τριάντα (30) ετών και μέχρι τις 11-9-1915 (βλ. ΑΠ 987/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 946/2017 Δημ. Νόμος), όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο ήταν δημόσιο κτήμα, που περιήλθε με κάποιο νόμιμο τρόπο στην κυριότητα του εκκαλούντος – εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, οπότε δεν ήταν αναγκαίο οι ενάγοντες να επικαλεσθούν και να αποδείξουν για την απόκτηση της κυριότητάς τους από αυτούς τριακονταετή νομή των ιδίων και των δικαιοπαρόχων τους επ’ αυτού, η οποία να είχε συμπληρωθεί μέχρι και τις 11-9-1915, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν – εναγόμενο (πρβλ. ΑΠ 34/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 946/2017 ό.π.). Σημειώνεται ότι, κατά το άρθρο 338 παρ. 1 του ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα, που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος απόδειξης των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποίας διώκεται η δικαστική διάγνωση. Επίσης, κατά το άρθρο 338 παρ. 2 ΚΠολΔ, όταν ο νόμος προβλέπει κάποιο τεκμήριο για την ύπαρξη πραγματικού γεγονότος ή κατάστασης, ο διάδικος υπέρ του οποίου έχει ταχθεί το τεκμήριο αρκεί να επικαλεσθεί τα πραγματικά γεγονότα, που έχουν ανυψωθεί σε προϋποθέσεις του τεκμηρίου (βάση του τεκμηρίου), και, εφόσον ο αντίδικός του τα αρνείται, να τ’ αποδείξει. Αν ο αντίδικος επικαλείται το εναντίον του συναγομένου δια του τεκμηρίου, το οποίο αποτελεί κανόνα δικαίου, αυτός φέρει το βάρος της απόδειξης και οφείλει να αποδείξει, κατά κυρία απόδειξη, το αντίθετο του τεκμαρτώς συναγομένου, καθόσον η ανατροπή του τεκμαιρόμενου γεγονότος αποτελεί κύρια απόδειξη και όχι ανταπόδειξη (ΟλΑΠ 21/1998, ΑΠ 826/2018 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει το διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο, με παρεμπίπτουσα απόφαση θα επιβάλει την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους δικανικής πεποίθησης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων, ενώ το αντικειμενικό προσδιορίζει το διάδικο, που φέρει τον κίνδυνο, στην περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή, ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η παρά τους ορισμούς του άρθρου 338 ΚΠολΔ κατανομή του υποκειμενικού βάρους απόδειξης, που θεμελιώνει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ. 13 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, προϋποθέτει την έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης περί απόδειξης (ΑΠ 749/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1182/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2305/2009). Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους αποδείξεως έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής αποφάσεως. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους αποδείξεως, έχει την έννοια του εσφαλμένου προσδιορισμού του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς την συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας διαδίκου. Ειδικότερα, εσφαλμένη επιβολή του αντικειμενικού βάρους υπάρχει, όταν το δικαστήριο από τις προσαχθείσες αποδείξεις δεν σχηματίζει τη δικανική πεποίθηση, που απαιτεί ο νόμος, για την παραδοχή ορισμένου αιτήματος, δηλαδή αμφιβάλλει για την ουσιαστική βασιμότητα κάποιου ισχυρισμού, που κατά νόμο θεμελιώνει το αίτημα της αγωγής, ενστάσεως κ.ο.κ. και που οφείλει να αποδείξει ο υποβαλών το αίτημα διάδικος, οπότε, το δικαστήριο θα πρέπει να απορρίψει το σχετικό αίτημα (ΑΠ 749/2019 ό.π., ΑΠ 1182/2018 ό.π., ΑΠ 148/2016 ό.π.). Εξ ετέρου, όπως προαναφέρθηκε, κατά τα άρθρα 1, 2 και 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών”, αναγνωρίζεται η κυριότητα του Δημοσίου επί κάθε έκτασης που αποτελεί, πριν την έναρξη της ισχύος του, δάσος, εξαιρέσει μόνον εκείνων των δασικών εκτάσεων για τις οποίες υφίσταται έγγραφη απόδειξη Τουρκικής Αρχής, ότι πριν την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες, όπως και εκείνων οι οποίες ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία και, υπό την προϋπόθεση, ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις, υποβλήθηκαν στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση οι σχετικοί περί ιδιοκτησίας τίτλοι, εντός της από το άρθρο 3 οριζόμενης ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευσή του (29.11.1836). Με τις διατάξεις αυτές, θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, τεκμήριο κυριότητας, σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του ως άνω διατάγματος, στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίστηκε νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος. Οι από τις παραπάνω διατάξεις ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, που προβάλλονται από αυτό προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αναγνωριστικής (ή διεκδικητικής) αγωγής κυριότητας ακινήτου, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και όχι αιτιολογημένη άρνηση μιας τέτοιας αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση των ισχυρισμών (ενστάσεων) αυτών, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών αυτών τις φέρει το ενιστάμενο Δημόσιο και όχι ο ενάγων. Κατά συνέπεια εάν δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη κυριότητας ή άλλου δικαιώματος του Δημοσίου η αγωγή δεν θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη (ΑΠ 148/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2015, ΑΠ 847/2013, ΜονΕφΠειρ 506/2019, ΜονΕφΠειρ 549/2018). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1094, 1045 και 1054 Α.Κ, προκύπτει ότι, ο ισχυρισμός ότι ορισμένο πράγμα είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας συνιστά ένσταση του αντιδίκου του επικαλούμενου κτήση κυριότητας με χρησικτησία (ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1125/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1443/2015 ό.π., ΑΠ 977/2007), που είναι διακωλυτική του επικαλουμένου με την αγωγή δικαιώματος κυριότητος του ενάγοντα στο επίδικο και πρέπει να προτείνεται από τον εναγόμενο, αφού ούτε από το δικαστήριο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Τούτο συμβαίνει και όταν εναγόμενο είναι το Δημόσιο, το οποίο, επίσης, πρέπει να επικαλεσθεί και σε περίπτωση αμφισβήτησης να αποδείξει, ότι το επίδικο ακίνητο είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας, ως δημόσιο κτήμα, διότι περιήλθε σ’ αυτό με κάποιο νόμιμο τρόπο, τον οποίο πρέπει συγκεκριμένα να προσδιορίζει για να είναι ορισμένη η σχετική ένστασή του, καθώς δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής και πρέπει η ένσταση αυτή να αποδειχθεί από το Δημόσιο (ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1125/2018 ό.π., ΑΠ 1443/2015 ό.π., ΑΠ 112/2013 ό.π.). Η απλή άρνηση από τον ενάγοντα της ένστασης ανεπίδεκτου χρησικτησίας του επιδίκου, λόγω απόκτησης κυριότητας από τον ίδιο, την οποία προβάλλει το εναγόμενο Δημόσιο δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, αλλά υποχρεώνει το Δημόσιο σε απόδειξη των περιστατικών που θεμελιώνουν τη δική του κυριότητα στο επίδικο (ΑΠ 826/2018 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση εφέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η πλημμέλεια της εσφαλμένης επιβολής του αντικειμενικού βάρους της αποδείξεως, ως προς τους προταθέντες πρωτοδίκως από το εκκαλούν – εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ισχυρισμούς περί αποκτήσεως κυριότητας επί του επιδίκου, διότι υπέλαβε εσφαλμένα αυτούς ως ενστάσεις. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφενός μεν έκρινε ότι οι επίμαχοι ισχυρισμοί συνιστούν ενστάσεις, αφετέρου τους έκρινε αβάσιμους, για τους εκτιθέμενους στην προσβαλλομένη λόγους. `Ετσι που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν υπέπεσε στη νομική πλημμέλεια της εσφαλμένης επιβολής του αντικειμενικού βάρους της αποδείξεως, καθόσον τις συνέπειες της μη σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποιθήσεως του επικαλουμένου γεγονότος ότι το επίδικο ήταν δημόσιο κτήμα, τις έφερε το ενιστάμενο – εκκαλούν και όχι οι εφεσίβλητοι – ενάγοντες (βλ. σχετ. ΑΠ 1182/2018 ό.π., ΑΠ 148/2016 ό.π., ΑΠ 1443/2015 ό.π.). Οι στηριζόμενοι στις παραπάνω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αγωγής, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας των εναγόντων και όχι αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την ιστορική βάση αυτών των ισχυρισμών (καταλυτικών ενστάσεων), έπρεπε να αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών του και εντεύθεν της απόρριψής των τις φέρει εκείνο (Δημόσιο) και όχι οι ενάγοντες (ΑΠ 1182/2018 ό.π., ΑΠ 946/2017 ό.π., ΑΠ 148/2016 ό.π., ΑΠ 112/2013 ό.π.). Η παρά δε τους ορισμούς του άρθρου 338 ΚΠολΔ κατανομή του υποκειμενικού βάρους απόδειξης, προϋποθέτει την έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης περί απόδειξης. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος έφεσης, για παραβίαση των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων που προεκτέθηκαν, ήτοι αυτών της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, των πρωτοκόλλων του Λονδίνου, των νόμων και διαταγμάτων περί διακρίσεων των δημοσίων κτημάτων, περί δικαιοστασίου, διοικητικής αποβολής, περί ιδιωτικών δασών (Βδ της 17./11/1-12-1836), λιβαδιών, βοσκοτόπων, και αναφορικά με την καλή πίστη των απώτατων και απώτερων δικαιοπαρόχων των εναγόντων, αφού, κατά την άποψη του εκκαλούντος επρόκειτο “περί δημόσιας δασικής έκτασης”, είναι απορριπτέος και ως απαράδεκτος, διότι ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, αφού υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές και του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν έγινε δεκτό ότι περιήλθε στο Ελληνικό Κράτος, ως δημόσιο κτήμα και δασική έκταση (ομοίως δημόσιο κτήμα), με βάση την άνω Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου και ότι υπήρξε δημόσιο κτήμα (βλ. σχετ. ΑΠ 279/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 946/2017 ό.π.), αλλά ότι κατεχόταν από τον άμεσο δικαιοπάροχο των εναγόντων και εν συνεχεία από τους τελευταίους, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των σαράντα ετών, ούτε ότι ήταν δάσος το 1836, λιβάδι ή βοσκότοπος, απορρίπτοντας τις προαναφερόμενες ενστάσεις του εναγομένου. Ομοίως, και μετά την έκδοση του β.δ. της 17.11/29.11.1836 «περί ιδιωτικών Ν. δασών», δεν υπήρχε υποχρέωση των απώτατων δικαιοπαρόχων των εναγόντων επί του επιδίκου να τηρήσουν την επιβαλλόμενη από αυτό ετήσια προθεσμία από τη δημοσίευσή του για να προσκομίσουν στη γραμματεία των οικονομικών τους τυχόν οθωμανικούς τίτλους ιδιοκτησίας του ή νόμιμης εξουσιάσεως στο κτήμα τους, αφού δεν αποτελούσε δάσος, ώστε συνεπεία της παράλειψης αυτής, δεν δημιουργήθηκε τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου επ’ αυτού ως δασοκτήματος, ούτε δε ανάλογο τεκμήριο δημιουργήθηκε από τις 30.11.1837, αφού δεν αποτελούσε ούτε λιβάδι, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν – εναγόμενο (βλ. σχετ. ΑΠ 987/2017 Δημ. Νόμος). Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων καθίσταται σαφές ότι η, στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχώρισης των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, καταχώριση του προπεριγραφόμενου γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ……………, ως ιδιοκτησίας Ελληνικού Δημοσίου, είναι εσφαλμένη και συνακόλουθα, ως εκ της ανακρίβειάς της, προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητας των εναγόντων και η ανωτέρω αρχική εγγραφή πρέπει να διορθωθεί. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε όμοια και απέρριψε τους σχετικούς ισχυρισμούς του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, με τις ορθές και νόμιμες αιτιολογίες, που συμπληρώθηκαν, κατά τα προαναφερόμενα, και στη συνέχεια έκανε δεκτή την υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος, που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, ως κατ’ ουσία βάσιμη και αναγνώρισε ότι οι ενάγοντες, κατά την έναρξη του κτηματολογίου στο Δήμο Αμπελακίων Σαλαμίνας, είναι πλήρεις και αποκλειστικοί κύριοι, σε ποσοστό 20% εξ αδιαιρέτου καθένας από αυτούς, του ειδικότερα περιγραφόμενου στο σκεπτικό της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης, ευρισκόμενου δε εκτός σχεδίου πόλης και στην ειδικότερη θέση «…….» Σαλαμίνας Αττικής γεωτεμαχίου, εμβαδού, κατά μεν το από Ιανουάριου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα της «……», 295,50 τ.μ., ενώ, σύμφωνα με την επιμέτρηση του Εθνικού Κτηματολογίου, 290 τ.μ., το οποίο έχει λάβει ΚΑΕΚ …….. και ότι περιήλθε στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα των εναγόντων, κατά το οικείο ποσοστό 20% εξ αδιαιρέτου σε καθένα από αυτούς, με έκτακτη χρησικτησία, διατάχθηκε δε η διόρθωση της πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ως προς το ειδικότερα περιγραφόμενο στο σκεπτικό της απόφασης γεωτεμάχιο, το οποίο έχει λάβει στα ανωτέρω βιβλία ΚΑΕΚ ………. και φέρεται σ’ αυτά εσφαλμένα, ως ιδιοκτησίας Ελληνικού Δημοσίου, ώστε στο οικείο κτηματολογικά φύλλο του εν λόγω γεωτεμαχίου να αναγραφούν ως πλήρεις και αποκλειστικοί κύριοι οι ενάγοντες, σε ποσοστό 20% εξ αδιαιρέτου καθένας από αυτούς, με αιτία κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, διαγραφομένου του Ελληνικού Δημοσίου από το αντίστοιχο κτηματολογικό φύλλο και καταδικάστηκε το εναγόμενο στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, τα οποία όρισε στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ, δεν παραβίασε τις περί έκτακτης χρησικτησίας διατάξεις του Αστικού Κώδικα (1045, 974, 980 ΑΚ), αφού υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε αυτές, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων). Οι επικαλούμενες παραβιάσεις των αναφερομένων στην αρχή της παρούσας από 3/22-2-1830, 4/16-6-1830 και 19.6/1-7-1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κων/λεως, καθώς και των περί εκτάκτου χρησικτησίας διατάξεων του προϊσχύσαντος, του Αστικού Κώδικα, βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, για το μέχρι τις 11.9.1915 διάστημα, των νόμων 8 παρ.1 Κωδ. (7.39), 9 παρ.1 Βασ. (50.14), 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ. (18.1), 7 παρ.3 Πανδ. (23.3), των άρθρων 1,2,3 του β.δ. της 17/29.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών”, του άρθρου 1 του β.δ. /15.12.1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής”, των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.6/3.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου” που εκδόθηκαν με βάση αυτό το νόμο και του άρθρου 21 του ν.δ/τος της 22.4/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης” και των άρθρων 1,2, 3 του Οθωμανικού Νόμου της 7 Ραζαμάν 1274 (1856) “περί γαιών”, στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι έγινε δεκτό ότι το ένδικο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα του εκκαλούντος με τις προϋποθέσεις των εν λόγω πρωτοκόλλων και Συνθήκης, καθώς και ότι το επίδικο ήταν δημόσιο κτήμα και δεκτικό έκτακτης χρησικτησίας μέχρι τις 11.9.1915, ενώ τούτο όπως έχει ήδη αναφερθεί δεν συμβαίνει, καθόσον με την εκκαλουμένη έγινε δεκτή η απόκτηση της κυριότητας του ενδίκου ακινήτου από τους ενάγοντες με έκτακτη χρησικτησία, συνυπολογιζομένου του χρόνου χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου τους κατά τις διατάξεις του ΑΚ και μόνο (βλ. σχετ. ΑΠ 148/2016 ό.π.). Ορθά δε, κατ’ αποτέλεσμα, η εκκαλουμένη εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, μετά τη συ­μπλήρωση και αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις παρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα από το εναγόμενο. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, για να σχηματίσει τη δικανική πεποίθησή του, ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι για άμεση ή έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, κατ` αντιδιαστολή προς τα άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία φέρονται ότι λήφθηκαν υπόψη προς σχηματισμό της κρίσης του. Δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, από το όλο περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι (ΟλΑΠ 2/2008, ΟλΑΠ 14/2005, ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 8/2019 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να σημειωθεί ότι, από την προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα από την περιεχόμενη σε αυτή βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη οι ένορκες καταθέσεις των νομίμως εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την ανωτέρω 2550/2014 μη οριστική απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συνεπώς και η κατάθεση της μάρτυρος ανταπόδειξης, ………., Υπαλλήλου της τ. Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, η από 30-12-2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, την οποία συνέταξε ο διορισθείς με τη με αριθμ. 1546/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πραγματογνώμονας ………, αγρονόμος- τοπογράφος μηχανικός (σε αντικατάσταση του αρχικώς διορισθέντος με την ανωτέρω με αριθμ. 2550/2014 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πραγματογνώμονα …………, αγρονόμου- τοπογράφου μηχανικού) και όλα τα έγγραφα, που νόμιμα προσκομίστηκαν με επίκληση από τους διαδίκους, σε συνδυασμό με τις σκέψεις και το σύνολο των αποδεικτικών αναλύσεων, που περιέχει, δεν καταλείπεται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι, για το σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος, έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε όλα τ’ αποδεικτικά μέσα. Σημειώνεται ότι, προς τούτο, πέραν της ως άνω εκθέσεως δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (βλ. σχετ. ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 8/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 621/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 160/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 645/2012 Δημ. Νόμος). Οι προσκομιζόμενες δε και επικαλούμενες από αμφότερα τα διάδικα μέρη τεχνικές εκθέσεις, ως συνιστώσες γνωμοδοτήσεις προσώπων, που έχουν ειδική γνώση για τα θέματα αυτά, οι οποίες συντάχθηκαν ύστερα από αίτηση των διαδίκων και προσάγονται αντίστοιχα από αυτούς, δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά έγγραφα και εκτιμώνται ελεύθερα (ΟλΑΠ 11/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1294/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 621/2016 ό.π., ΑΠ 160/2013 ό.π., ΑΠ 645/2012 ό.π.). Εξάλλου, δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 15/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1294/2018 ό.π., ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1250/2011 Δημ. Νόμος). Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα (ΑΠ 1129/2017 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης οριστικής αποφάσεως και της συμπροσβαλλόμενης μη οριστικής αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 3904/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της συμπροσβαλλόμενης με αριθμ. 2550/2014 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, οι οποίες εκδόθηκαν, κατά την τακτική διαδικασία. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός τους (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), να επιβληθούν, όμως, να επιβληθούν, όμως, μειωμένα, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 3693/1957 και την Υ.Α. 134423/1992 (βλ. σχετ. ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 8/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 34/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1182/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1125/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1023/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 826/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 582/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 987/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 946/2017, ΑΠ 148/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1443/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 104/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2131/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 553/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 437/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1116/2003, ΑΠ 780/2001, ΑΠ 755/2001 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠατρ 107/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 474/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΛαμ 12/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 210/2009 Δημ. Νόμος), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

Επιβαλλει στο εκκαλούν το σύνολο των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 11/05/2020, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ