Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 502/2018

Αριθμός   502/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, , και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλούμενης απόφασης, «αν ασκηθεί έφεση από το διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της άνω διάταξης, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης, κατ΄ απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην όμως ερευνήθηκε η αγωγή ως εάν ο απολιπόμενος διάδικος ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο της έφεσης και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του ενδεχομένως, επέφερε. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανιστεί ως προς όλες τις διατάξεις της (ΑΠ 1015/2005 Ελλ.Δ/νη 46.1100, Εφ.Αθ. 1600/2004 Ελλ.Δ/νη 2004.1078, ΕφΑθ. 5224/2003 Ελλ.Δ/νη 2004.555, ΕφΔωδ 136/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ρύθμιση του άρθρ. 528 ΚΠολΔ ισχύει ανεξαρτήτως διαδικασίας για όλες τις εφέσεις που ασκούνται από διάδικο που δικάσθηκε σαν να ήταν παρών στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας.

Από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζημιώνει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι ο παράνομος χαρακτήρας της πράξεως και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας. Παράνομη είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν 1325/1972, κατά το οποίο τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σε αυτό ποινές εκείνος που εκδίδει επιταγή χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής της επιταγής. Από την ποινική αυτή διάταξη, που θεσπίστηκε για την προστασία όχι μόνο του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού συμφέροντος του δικαιούχου (ΑΠ 587/2002 ΔΕΕ 2002.720), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 και επ. του ΑΚ, προκύπτει, ότι εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας έτσι παράνομα και υπαίτια άλλον, υποχρεούται να τον αποζημιώσει. Δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι όχι μόνο ο κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφάνισής της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή, ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτού είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν (ΟλΑΠ 23,24,25,29/2007, ΑΠ 45/2009 ΝΟΜΟΣ). Στοιχεία απαραίτητα για το ορισμένο της αγωγής προς αποζημίωση από το άρθρο 914 ΑΚ είναι: 1) η έκδοση έγκυρης επιταγής, 2) η μη ύπαρξη διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη στην πληρώτρια τράπεζα είτε κατά το χρόνο της έκδοσης είτε κατά το χρόνο της πληρωμής, είτε η ύπαρξη διαθεσίμων κεφαλαίων που δεν μπορούσαν όμως να διατεθούν για την πληρωμή της επιταγής, λόγω ανάκλησης της εντολής προς πληρωμή από μέρος του εκδότη, 3) η υπαιτιότητα του εκδότη, ήτοι ότι προβαίνει εκείνος στην εν λόγω έκδοση από πρόθεση, που σημαίνει ότι αυτός γνωρίζει και αποδέχεται το γεγονός ότι θα υπάρξει η ως άνω έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων, 4) η μη πληρωμή της επιταγής εντός της νόμιμης προθεσμίας, η οποία, όταν πρόκειται για επιταγή που εκδόθηκε και είναι πληρωτέα στην Ελλάδα, είναι οκτώ (8) ημερών με αφετηρία την επόμενη ημέρα της έκδοσής της (άρθρο 29 του Ν 5.960/1933), 5) η από τη μη πληρωμή της επιταγής πρόκληση ζημίας του δικαιούχου κομιστή της και 6) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη (ΑΠ 687/2010, 651/2010, ΝΟΜΟΣ, 281/2003 ΕλΔικ 45.442, ΑΠ 587/2002 ΔΕΕ 2003, 186, ΑΠ 690/1996 ΕΕμπΔ ΜΘ. 99, Μάρκου, Δίκαιο επιταγής, σελ. 319 επ.).

Περαιτέρω, η υποχρέωση από τραπεζική επιταγή βασίζεται στη θέληση του οφειλέτη να αναλάβει την υποχρέωση αυτή (ΕΑ 3317/1990 ΕλΔ 1991.150, ΕφΠειρ 955/1996 ΕΕμπΔ 1997.71). Η αμφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής του από τον εκδότη επιταγής, με την οποία πλήττεται η δήλωση της βούλησης του προς ανάληψη υποχρέωσης από τον τίτλο, φέρει το χαρακτήρα ένστασης (άρθ. 10 και 12 του ν. 5960/1933 «περί επιταγής»), μπορεί να προβληθεί εναντίον οποιουδήποτε κομιστή, το δε βάρος απόδειξης φέρει αυτός που αμφισβητεί τη γνησιότητα της υπογραφής, κατ` απόκλιση της αρχής που καθιερώνει το άρθρο 457 § 1 ΚΠολΔ (βλ. ΕΑ 2053/1996 ΕΕμπΔ 1996.772, Εφθεσ 466/1990 Αρμ. 1991.382, ΕΑ 6097/87 ΕλΔ 1988.347, ΕΑ 11316/1986 ΕΕμπΔ 1988.73, ΕΠ 371/94 ΔΕΕ 1995.300). Εξάλλου, η ένσταση πλαστότητας υπό την ως άνω έννοια (της άρνησης της γνησιότητας εγγράφου) διαφέρει εννοιολογικά από την ένσταση πλαστογράφησης της επιταγής, η οποία είναι τελείως διαφορετική από την πλαστότητα, αφού αναφέρεται αποκλειστικά στην αλλοίωση του κειμένου του αξιόγραφου. Ειδικότερα, η ένσταση της πλαστογράφησης αφορά έγγραφο, το οποίο φέρει τη μη αμφισβητούμενη υπογραφή του οφειλέτη [δια του οποίου (εγγράφου) πράγματι ο τελευταίος δηλώνει τη βούληση του να αναλάβει, ορισμένη υποχρέωση], όμως το κείμενο του υπέστη αλλοιώσεις από μη εξουσιοδοτημένο προς τούτο τρίτον. Μόνον όμως στην ένσταση της πλαστογράφησης απαιτείται, για το παραδεκτό της να αναφέρονται ονομαστικά οι μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, κατ` άρθρο 463 ΚΠολΔ. Αντιθέτως, στην ένσταση άρνησης της πατρότητας της υπογραφής από τον εκδότη του κειμένου, οι διατάξεις των άρθρων 463 και 98 περ. β ΚΠολΔ (που απαιτεί ειδική πληρεξουσιότητα για την προσβολή εγγράφου ως πλαστού), είναι ανεφάρμοστες, διότι αυτή δρα, κατά τα προεκτεθέντα, κατά της γνησιότητας του εγγράφου, δηλαδή ότι οι δηλώσεις που συνιστούν το περιεχόμενο του εγγράφου δεν προέρχονται από τον ενιστάμενο, ενόψει δε της κατάργησης του άρθ. 643 § 2 ΚΠολΔ με το άρθρο 6 § 12 περίπτ. γ` του ν. 2479/1997, η ως άνω ένσταση άρνησης της πατρότητας της υπογραφής από τον εκδότη, μπορεί να αποδεικνύεται με οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο (Εφ.Αθ. 3206/2008, ΕλλΔνη 2010/185, ΕφΑθ 4991/1999 ΕλλΔνη 2000.475, ΕφΑθ 631/1999 ΕλΔ 1999.1621). Περαιτέρω, το Δικαστήριο στο οποίο άγεται αίτημα περί προσωπικής κράτησης οφειλέτη λόγω αδικοπραξίας, (κατά την τακτική διαδικασία), έχει τη διακριτική ευχέρεια ν΄αποφασίσει σχετικά λαμβάνοντας υπόψη του διάφορα κριτήρια, όπως το ύψος της απαίτησης, τη βαρύτητα της πράξεως και τις συνέπειες της, το πταίσμα του εναγομένου, τυχόν συνυπαιτιότητα του ενάγοντος, τη φερεγγυότητα του υπόχρεου, την απόκρυψη περιουσιακών του στοιχείων, τις ιδιαίτερες συνθήκες και τις συντρέχουσες περιστάσεις (ΕφΠειρ 621/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μπρίνια, Αναγκ. Εκτ., άρθρο 1047). Η σχετική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας δεν εμπίπτει στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου. Στην πιο πάνω διάταξη ο κοινός νομοθέτης έλαβε υπ΄όψιν του την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα του προσδιορισμού της διάρκειας της προσωπικής κράτησης. Αρα, κατά τα παραπάνω δεν υπάρχει έδαφος άμεσης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 2 του Συντάγματος, η ευθεία δε επίκλησή του για τον προσδιορισμό της διάρκειας της προσωπικής κράτησης δεν έχει σημασία, γιατί δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικά, σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ προσδιορισμό αυτής αποτελέσματα, (ΑΠ 1565/2013, ΝΟΜΟΣ, ΕΕμπΔ 2014.132, ΕφΠειρ 4/2015, ΝΟΜΟΣ). Επίσης, κατά τις διατάξεις του άρθρ. 1047§§1 εδ. α` και 2 ΚΠολΔ, προσωπική κράτηση διατάσσεται, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, και κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις, μπορεί δε να διαταχθεί και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες, όχι όμως για απαιτήσεις μικρότερες από 30.000 ευρώ, όπως το όριο αυτό αυξήθηκε με την υπ` αριθ. 12082/2009 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 318 Β`/202.2009) και κατά το άρθρ. 72§12 του ν. 3994/2011 ισχύει και για αγωγές εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού, στις 25.7.2011. Εξ άλλου, δεν αποκλείεται η αδικοπρακτική ευθύνη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής το γεγονός ότι την υπέγραψε ως νόμιμος εκπρόσωπος εταιρείας, αφού στην περίπτωση αυτή ευθύνεται κατά το άρθρ. 71 ΑΚ εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας (ΑΠ 495/2010) και μάλιστα ανεξάρτητα από τη μορφή της εταιρείας ως προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, αφού και στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιρειών ο νόμιμος εκπρόσωπός τους ναι μεν δεν ευθύνεται ατομικά για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται όμως κατά τις γενικές διατάξεις για τις αδικοπραξίες του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, επομένως και για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Συνακόλουθα για τις εναντίον του απαιτήσεις από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του μπορεί ως μέσο εκτέλεσης να διαταχθεί κατά το άρθρ. 1047§1 ΚΠολΔ και η προσωποκράτησή του, αφού η εξαίρεση της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου εμποδίζει την προσωποκράτησή του για χρέη που βαρύνουν το νομικό πρόσωπο της εταιρείας (Α.Ε. ή Ε.Π.Ε.) και όχι ατομικά τον ίδιο, έστω και αν αυτός αδικοπράκτησε στα πλαίσια των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί (ΑΠ 1720/2010).Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη εταιρία άσκησε κατά του ήδη εκκαλούντος, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς, την από 21.6.2011, (υπ΄αριθ. κατάθ. ………) αγωγή, με την οποία ισχυριζόμενη ότι ο ήδη εκκαλών, με την ιδιότητά του ως νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρίας με την επωνυμία «……….. ναυτιλιακή – τεχνική – ναυλομεσιτική – εμπορική ανώνυμη εταιρία, εξέδωσε στον Πειραιά, στις 18.11.2011, 25.1.2011, 31.1.2011, 25.2.2011 και 18.3.2011, τις αναφερόμενες στην αγωγή επιταγές, ήτοι τέσσερεις επιταγές που οπισθογραφήθηκαν στην ενάγουσα και μία επιταγή σε διαταγή της ενάγουσας, συνολικού ποσού 56.297,82 €, οι οποίες οπισθογραφήθηκαν από την ενάγουσα σε τρίτους, εμφανίσθηκαν εμπρόθεσμα προς πληρωμή, αλλά δεν πληρώθηκαν ελλείψει ικανών διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας. Ότι η ενάγουσα, εξόφλησε τα ποσά των επιταγών στους τρίτους – τελευταίους κομιστές αυτών κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή ημερομηνίες και ανέλαβε τα σώματα αυτών, καταστάσα δικαιούχος εξ αναγωγής. Ότι ο εναγόμενος, κατά το χρόνο έκδοσης των επιταγών, γνώριζε ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια της εκδότριας στην πληρώτρια Τράπεζα, εν τούτοις όμως προέβη στην έκδοση αυτών, με αποτέλεσμα, από την παράνομη αυτή συμπεριφορά του,  να ζημιωθεί η ενάγουσα κατά το ισόποσο αυτών. Με βάση δε τ΄ανωτέρω, ζητούσε όπως υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει ως αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις το συνολικό ισόποσο των 56.297,82 € και δη νομιμοτόκως από την επομένη της καταβολής του ποσού κάθε επιταγής από την ενάγουσα στους τελευταίους κομιστές, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να απαγγελθεί κατά του εναγομένου προσωπική κράτηση λόγω της αδικοπραξίας του, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη.

Κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, (παρά το γεγονός ότι στην αρχική δικάσιμο εκπροσωπήθηκε δια του ίδιου ως άνω πληρεξουσίου του δικηγόρου, ο οποίος υπέβαλε αίτημα αναβολής, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του πινακίου της συνεδρίασης της 16.5.2012 ), με αποτέλεσμα η υπόθεση να συζητηθεί ερήμην του, (271 παρ. 1 και 2 εδ. Β ΚΠολΔ), στη συνέχεια δε, το Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο – εκκαλούντα, να καταβάλει στην ενάγουσα-εφεσίβλητη το ανωτέρω ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρις την εξόφληση, απήγγειλε κατά του εναγομένου – εκκαλούντα προσωπική κράτηση 5 μηνών, ως μέσο εκτέλεσης της εκκαλουμένης απόφασης και τον καταδίκασε στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας – εφεσίβλητης. Ηδη, ο εναγόμενος άσκησε κατά της ανωτέρω απόφασης νομότυπα και παραδεκτά την κρινόμενη έφεση (άρθρα 495 παρ. 1 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η εκκαλούμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στις 29.1.2016, όπως προκύπτει από την από 29.1.2016 επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή Κ.Φ επί του σώματος του κοινοποιηθέντος αντιγράφου αυτής, σε συνδυασμό με την από 26.2.2016 έκθεση κατάθεσης δικογράφου έφεσης του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά, (518 παρ. 1 ΚΠολΔ), καταβλήθηκε δε, για το παραδεκτό της το παράβολο έφεσης (495 παρ 3 ΚΠολΔ) όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα παράβολα, υπ΄ αριθ. Α ……. Δημοσίου. Επομένως, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ενόψει της, στον πρώτο βαθμό, ερημοδικίας του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος και εφόσον αυτός προβάλλει άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να γίνει τυπικά και κατ’ουσίαν δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της, και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να χωρήσει αναδίκαση αυτής κατά την ίδια διαδικασία (άρθρ. 528, 535 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Η αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71, 297, 298, 346 και 914 ΑΚ, 44 και 79 ν.5960/33, 1047 παρ. 1 εδ. β΄, 176 και 191 παρ. 1 ΚΠολΔ. Δεν είναι νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα περί έναρξης της τοκοδοσίας από την επομένη της εμφάνισης κάθε μίας επιταγής, διότι η αγωγή ασκείται με βάση την αδικοπραξία (914 επ. σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 346 ΑΚ) και όχι με βάση την ενοχή από τους πιστωτικούς τίτλους με βάση τις διατάξεις του ν. 5960/33 ώστε να εφαρμόζεται το άρθρο 45 αυτού, ούτε άλλωστε η ενάγουσα επικαλείται όχληση προγενέστερη της επίδοσης της αγωγής, προς τον εναγόμενο ατομικά, με βάση την αδικοπραξία. Πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, δεδομένου ότι για τη συζήτησή της καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, (υπ΄αριθ. ………….. διπλότυπο είσπραξης).

O εναγόμενος, που παρέστη μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου στην παρούσα δίκη, αρνείται την αγωγή και προβάλλει παραδεκτά την ένσταση της πλαστότητας των ανωτέρω επιταγών, κατονομάζοντας ως πλαστογράφο τον…., διαχειριστή της δικαιούχου των επιταγών εταιρίας. Η ένσταση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 461, 463 ΚΠολΔ και σε αυτές του νόμου 5960/33) και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.  Επίσης, με το 2ο λόγο της κρινόμενης έφεσης, ισχυρίζεται ότι είναι φερέγγυος και κύριος ακίνητης περιουσίας, η αξία της οποίας υπερβαίνει το αιτούμενο με την αγωγή ποσό, ώστε να μην είναι απαραίτητη η επιβολή προσωπικής κράτησης. Ο ισχυρισμός αυτός, είναι απορριπτέος, γιατί προτείνεται μη νόμιμα, καθόσον, (πέραν της αόριστης αναφοράς στην ακίνητη περιουσία του, τα στοιχεία της οποίας δεν απαριθμούνται ως μονάδες ή ως προς την αξία τους, ούτε ως προς τη νομική και πραγματική τους κατάσταση), εφόσον υφίσταται εκτελεστός τίτλος, για την προσωπική κράτηση εξετάζεται μόνο, η ύπαρξη των προϋποθέσεων επιβολής της, (Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, εκδ. 2018, σελ. 448, παρ. 145 και σελ. 442, παρ. 132) .

Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης, (….) και ανταπόδειξης (….), που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων και περιέχονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της εκκαλουμένης και της παρούσας δίκης και των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν και χρησιμοποιούνται τόσο για άμεση απόδειξη, όσο και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά, έστω και αν δεν μνημονεύεται ειδικά, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα, είναι ανώνυμη εταιρία που εδρεύει στα ……. και δραστηριοποιείται από το έτος 1977 στην παραγωγή και εμφιάλωση ιατρικών – βιομηχανικών αερίων, την κατασκευή – συναρμολόγηση  πυροσβεστικού εξοπλισμού και την εισαγωγή και εμπορία ιατρικών μηχανημάτων και προϊόντων home care – φροντίδας υγείας στο σπίτι, λειτουργεί δε κατάστημα στα …. και συμβάλλεται ως δικαιοπάροχος, (franchisor) σε σχετικές συμβάσεις δικαιόχρησης του σήματος και των προϊόντων και υπηρεσιών της. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς της αυτής, στα …., στις 3.8.2009,  συνήψε με την εταιρία «…..» και το διακριτικό τίτλο ΄………΄, σύμβαση δικαιόχρησης, ώστε η τελευταία, ν΄αποτελέσει μέλος του δικτύου franchise της δικαιοπαρόχου – ενάγουσας στην περιοχή του Δήμου …. και να ιδρύσει και λειτουργήσει ένα κατάστημα (….), στη μισθωμένη έδρα της, στην οδό …… Συμβαλλόμενοι στην ανωτέρω σύμβαση ήταν επίσης, ο …., ατομικά και ως διαχειριστής της ….., (με 160 μερίδια συμμετοχής), καθώς και τα δύο μέλη της, ….. και ……, (με 20 μερίδια συμμετοχής η κάθε μία, βλ. δημοσίευση σύστασης………..). Εκ τρίτου δε, συνεβλήθησαν ατομικά οι ………. και ………., εγγυώμενοι ως αυτοφειλέτες και ευθυνόμενοι εις ολόκληρον με τη δικαιοδόχο …, για την καταβολή οφειλών της δικαιοδόχου προς τη δικαιοπάροχο που θα προκύψουν από την ανωτέρω σύμβαση, παραιτούμενοι της ένστασης της δίζησης και των λοιπών δικαιωμάτων και ενστάσεων από το άρθρο 847 ΑΚ. Στα πλαίσια της συνεργασίας των ανωτέρω εταιριών και για εξόφληση εμπορευμάτων που παραδόθηκαν από την ενάγουσα προς την ….., η τελευταία, παρέδωσε στην ενάγουσα, χάριν καταβολής, τις παρακάτω αναφερόμενες επιταγές της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία  «……», που εδρεύει στον …., στην ίδια διεύθυνση με τη δικαιοδόχο …., σε διαταγή της τελευταίας, ήτοι : α) υπ΄αριθ. 00000010-8, με ημερομηνία έκδοσης 18.1.2011, ποσού 12.703,18 €, πληρωτέα από τον υπ΄αριθ. …… τηρούμενο στην Τράπεζα Πειραιώς λογαριασμό της εκδότριας, την οποία η δικαιοδόχος οπισθογράφησε στη συνέχεια στην ενάγουσα και η τελευταία με τη σειρά της, στην εταιρία …, η οποία την εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα για πληρωμή στις 24.1.2011, αλλά δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας, όπως φαίνεται από την από 26.1.2011 βεβαίωση επί του σώματος αυτής και στη συνέχεια επεστράφη στην ενάγουσα η οποία κατέβαλε το ισόποσο αυτής στις 18.2.2011,  καθιστάμενη έτσι δικαιούχος εξ αναγωγής, β) υπ΄αριθ. ……, με ημερομηνία έκδοσης 25.1.2011, ποσού 10.623,55 €, πληρωτέα από τον υπ΄αριθ. ….. τηρούμενο στην Τράπεζα Πειραιώς λογαριασμό της εκδότριας, την οποία η δικαιοδόχος οπισθογράφησε στη συνέχεια στην ενάγουσα και η τελευταία με τη σειρά της, στην εταιρία ….., η οποία την εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα για πληρωμή στις 2.2.2011, αλλά δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας, όπως φαίνεται από την από 2.2.2011 βεβαίωση επί του σώματος αυτής και στη συνέχεια επεστράφη στην ενάγουσα η οποία κατέβαλε το ισόποσο αυτής στις 18.2.2011,  καθιστάμενη έτσι δικαιούχος εξ αναγωγής, γ) υπ΄αριθ. ……, με ημερομηνία έκδοσης 31.1.2011, ποσού 23.200,37 €, πληρωτέα από τον υπ΄αριθ. …….τηρούμενο στην Τράπεζα Πειραιώς λογαριασμό της εκδότριας, την οποία η δικαιοδόχος οπισθογράφησε στη συνέχεια στην ενάγουσα και η τελευταία με τη σειρά της, στην εταιρία ….., η οποία την εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα για πληρωμή στις 7.2.2011, αλλά δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας, όπως φαίνεται από την από 7.2.2011 βεβαίωση επί του σώματος αυτής και στη συνέχεια επεστράφη στην ενάγουσα η οποία κατέβαλε το ισόποσο αυτής στις 28.3.2011,  καθιστάμενη έτσι δικαιούχος εξ αναγωγής,  δ) υπ΄αριθ. …., με ημερομηνία έκδοσης 25.2.2011, ποσού 7.202,5 €, πληρωτέα από τον υπ΄αριθ. ……. τηρούμενο στην Τράπεζα Πειραιώς λογαριασμό της εκδότριας, την οποία η δικαιοδόχος οπισθογράφησε στη συνέχεια στην ενάγουσα και η τελευταία με τη σειρά της, στην εταιρία …., η οποία την εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα για πληρωμή στις 4.3.2011, αλλά δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας, όπως φαίνεται από την από 4.3.2011 βεβαίωση επί του σώματος αυτής και στη συνέχεια επεστράφη στην ενάγουσα η οποία κατέβαλε το ισόποσο αυτής,  καθιστάμενη έτσι δικαιούχος εξ αναγωγής και ε) υπ΄αριθ. ……, με ημερομηνία έκδοσης 18.3.2011, ποσού 10.568,22 €, πληρωτέα από τον υπ΄αριθ. ………τηρούμενο στην Τράπεζα Eurobank λογαριασμό της εκδότριας, την οποία η δικαιοδόχος οπισθογράφησε στη συνέχεια στην ενάγουσα και η τελευταία με τη σειρά της, στην εταιρία ………, η οποία την εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα για πληρωμή στην Τράπεζα Eurobank, στις 28.3.2011, αλλά δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας, όπως φαίνεται από την από 28.3.2011 βεβαίωση επί του σώματος αυτής και στη συνέχεια επεστράφη στην ενάγουσα, η οποία κατέβαλε το ισόποσο αυτής στις 3.5.2011,  καθιστάμενη έτσι δικαιούχος εξ αναγωγής. Εκ των ανωτέρω ποσών των επιταγών, η δικαιοδόχος….., κατέβαλε στην ενάγουσα το ποσό των 8.000 € για την υπό στοιχ. β επιταγή, απομένοντος υπολοίπου εξ αυτής, ποσού 2.623,55 €. Λόγω της μη πληρωμής των ανωτέρω επιταγών, αρχικά η ενάγουσα κοινοποίησε στην εκδότρια των επιταγών, στον εναγόμενο ως νόμιμο εκπρόσωπο αυτής, στη δικαιούχο εταιρία και στα μέλη αυτής και στους  …. και …… ως εγγυητές, την από 7.4.2011 εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση – δήλωση, διαμαρτυρόμενη για τη σφράγιση των ανωτέρω ακαλύπτων επιταγών και τη μη καταβολή του ισοπόσου αυτών, (62.199,73 € κατά το χρόνο εκείνο), καλώντας τους να καταβάλουν το οφειλόμενο ποσό και δηλώνοντας ότι επιφυλάσσεται των νομίμων δικαιωμάτων και ενεργειών της προς είσπραξη του οφειλομένου ποσού, (βλ. υπ΄ αριθ. 8656, 8657, 8650, 8651, 8654, 8655, 8653 και 8652/18.4.2011, αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Αθηνών…., στις οποίες φαίνεται ότι ο εναγόμενος παρέλαβε για τον εαυτό του αλλά και για την εκδότρια, δηλώνοντας νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, ενώ τις λοιπές, παρέλαβε η εταίρος της ……, δηλώνοντας εταίρος αυτής και συνεργάτης των……., αλλά και των εγγυητών της σύμβασης δικαιόχρησης, ……). Στη συνέχεια, λόγω της μη πληρωμής κατά τα ανωτέρω των ως άνω επιταγών, με αίτηση της ενάγουσας, εξεδόθη η υπ΄αριθ. ………. Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, (ήδη τελεσίδικη, όπως προκύπτει από το υπ΄αριθ. ……… πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), δυνάμει της οποίας διετάχθησαν οι εκδότρια και η δικαιούχος – εις διαταγήν της οποίας, εταιρίες, (“……..”), όπως καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 56.297,82 €, νομιμοτόκως από την επομένη της καταβολής κάθε επιταγής κάθε επιταγής και για την τέταρτη επιταγή από την επομένη της βεβαιώσεως της μη πληρωμής. Ο εναγόμενος, έχοντας ο ίδιος το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του περί πλαστότητας των επιταγών, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας, δεν απέδειξε τον ισχυρισμό του ότι δεν έχει καμία σχέση με τις επιταγές και ότι αυτές δεν φέρουν την υπογραφή του αλλά εξεδόθησαν εν αγνοία του. Ειδικότερα, τις ανωτέρω επιταγές εξέδωσε ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, με την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της εκδότριας ανώνυμης εταιρίας, σύμφωνα με το από 30.7.2008 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, με θητεία έως τις 10.9.2012, δεσμεύοντας την εταιρία με μόνη την υπογραφή του,  (βλ. ΦΕΚ τ. αε & επε ……..). Σημειωτέον δε, ότι παρέμενε μέλος της προσωρινής διοίκησης της εκδότριας εταιρίας μέχρι τουλάχιστον τις 28.8.2014, (βλ. ΦΕΚ τ. αε & επε …….). Γνώριζε δε την αδυναμία πληρωμής αυτών, τόσο κατά το χρόνο έκδοσής τους, όσο και κατά το χρόνο πληρωμής αυτών και παρά ταύτα τις εξέδωσε, με αποτέλεσμα να μην πληρωθούν κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή τους και να υποστεί η ενάγουσα ισόποση ζημία. Επομένως, αβάσιμα ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι δεν έλαβε γνώση της σφράγισης των επιταγών, καθώς ήδη από τις 18.4.2011, παρέλαβε αυτοπροσώπως την ως άνω εξώδικη διαμαρτυρία της ενάγουσας, τόσο ατομικά, όσο και ως νόμιμος εκπρόσωπος της εκδότριας των επιταγών. Εκτοτε, (18.4.2011) και μέχρι  τις 12.7.2011 οπότε επιδόθηκε η κρινόμενη αγωγή, την οποία παρέλαβε ο υπάλληλος της εκδότριας…….., αργότερα μέχρι τις 22.7.2011 και 19.9.2011, οπότε κοινοποιήθηκε η ανωτέρω Διαταγή Πληρωμής στην εκδότρια και τέλος από τις 29.1.2016, οπότε του κοινοποιήθηκε η εκκαλουμένη, ο  εναγόμενος δεν πραγματοποίησε καμία ενέργεια, ώστε να κινήσει τη διαδικασία της κήρυξης των ανωτέρω επιταγών ως ανίσχυρών αξιογράφων, ή  να υποβάλει μήνυση για την κλοπή και την πλαστογράφηση των επιταγών, ούτε δικαιολογεί τη σχετική αδράνειά του. Οψίμως δε, προβάλλει με την έφεσή του, που κατατέθηκε στις 26.2.2016, την ένσταση της πλαστογράφησης των επιταγών, κατονομάζοντας πλαστογράφο τον ……, διαχειριστή της δικαιούχου των επιταγών. Ισχυρίζεται ειδικότερα, ότι λόγω των συχνών ταξιδιών του στο εξωτερικό για επαγγελματικούς λόγους, (γεγονός που δεν αποδείχτηκε για τον κρίσιμο χρόνο, καθώς το προσκομιζόμενο αντίγραφο διαβατηρίου του εξεδόθη το 2012 και περιέχει μεταγενέστερες θεωρήσεις εισόδου), δεν έλαβε γνώση της σφράγισης των επιταγών, πράγμα που όπως προαναφέρθηκε, δεν βασίζεται στην πραγματικότητα,  καθώς είχε λάβει γνώση της ως άνω εξωδίκου την οποία παρέλαβε ο ίδιος για τον εαυτό του και για την εκδότρια ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής και είχε τη δυνατότητα να πληροφορηθεί το περιεχόμενό της, στο οποίο μάλιστα επισημαίνεται η σύνδεση της εταιρίας του με τις επιταγές, αλλά παρόλ΄αυτά, αδράνησε και δεν διαμαρτυρήθηκε, ούτε απάντησε στην ενάγουσα, παρά το γεγονός ότι οι προβαλλόμενοι με την έφεση ισχυρισμοί του περί πλαστογραφίας μπορούσαν να έχουν ερευνηθεί έκτοτε, εν όψει τόσο της σοβαρότητας του θέματος στο πλαίσιο της βιοποριστικής του δραστηριότητας, όσο και του μεγάλου συνολικού  ποσού το οποίο υπερβαίνει τις 50.000 €. Επίσης, δεν αναφέρει, ούτε αιτιολογεί με οποιονδήποτε τρόπο τη σχέση του Δημητρίου Θωμά, ιδρυτή, (ως εκ της επωνυμίας) και μέλους της εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρίας τουλάχιστον από το 2008 και προσωρινό συνδιοικητή του από το 2014, (βλ. ΦΕΚ τ. αε & επε ………), τη σχέση του τελευταίου ως εγγυητή της δικαιούχου εταιρίας και ευθυνόμενου εις ολόκληρον για τα χρέη αυτής, ούτε κατατέθηκε κάτι σχετικά από τους μάρτυρες. Επίσης, ανεξαρτήτως του ότι η Διαταγή Πληρωμής στρεφόταν κατά της εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρίας ως εκδότριας και όχι κατ΄αυτού προσωπικά, δεν άσκησε ανακοπή εναντίον της για λογαριασμό της εταιρίας, ώστε να προτείνει τους εδώ προβαλλόμενους ισχυρισμούς, η οποία του κοινοποιήθηκε δύο φορές, με αποτέλεσμα να αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, όπως προαναφέρθηκε, παρά το γεγονός ότι αυτή κοινοποιήθηκε στα γραφεία της εκπροσωπούμενης από τον ίδιο εκδότριας, η οποία ήταν στο χρόνο εκείνο και είναι ακόμη, ενεργή. Εξάλλου, ο εξετασθείς  μάρτυρας ανταπόδειξης….., κατέθεσε ότι ο ίδιος, (μάρτυρας), γνώριζε για τις ανεξόφλητες επιταγές και μετά την κοινοποίηση της αγωγής, (η οποία, σημειωτέον, δεν στρέφεται κατ΄αυτού και δεν κοινοποιήθηκε σ΄αυτόν), αφού δεν βρήκε κανέναν στα γραφεία της δικαιούχου, απευθύνθηκε στον εναγόμενο. Επομένως ο εναγόμενος γνώριζε εξ αρχής, (από το 2011), την ύπαρξη των ανεξόφλητων επιταγών, αλλά έως σήμερα δεν τις αρνήθηκε ως πλαστές έναντι της ενάγουσας ή των Αρχών, ούτε κινήθηκε εναντίον του κατονομαζομένου σήμερα ως πλαστογράφου, όλα δε τ΄ανωτέρω ενισχύουν την κρίση του Δικαστηρίου ότι οι ένδικες επιταγές εξεδόθησαν από τον εναγόμενο. Τέλος, από την επισκόπηση και παραβολή των υπογραφών του εκδότη στα σώματα των ένδικων επιταγών και των υπογεγραμμένων εγγράφων που προσκομίζει ο εναγόμενος, (Δελτίο Αστυνομικής του ταυτότητας εκδοθέν το έτος 2007, διαβατήριο εκδοθέν το έτος 2012, τρία -3 – αποδεικτικά συναλλαγών με την Τράπεζα Eurobank του έτους 2015), δεν παρατηρείται  διαφορά που να παραπέμπει σε πλαστογράφηση αυτών, ως προς δε το χειρόγραφο περιεχόμενό τους, δεν προσκομίζεται έγγραφο προς σύγκριση. Συνεπώς, τα έγγραφα αυτά δεν αρκούν για την πλήρη απόδειξη του ισχυρισμού του εναγομένου περί πλαστότητας των επιταγών.Τέλος, λόγω της εξαφάνισης της απόφασης λόγω της εφαρμογής του άρθρου 528 ΚΠολΔ, εξαφανίζεται και η διάταξη περί δικαστικής δαπάνης και συνεπώς ο ισχυρισμός του εναγομένου (ο οποίος προβάλλεται με τον 3ο λόγο έφεσης), με τον οποίο παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του επέβαλε υπέρογκη δικαστική δαπάνη,  προβάλλεται αλυσιτελώς.

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και ως κατ΄ουσίαν βάσιμη, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 56.297,82 €, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Πρέπει επίσης να γίνει δεκτό το αίτημα περί απαγγελίας της προσωπικής κράτησης του εναγομένου, ως μέσο εκτέλεσης της παρούσας, λόγω της αδικοπραξίας του, η διάρκεια της οποίας, εν όψει της βαρύτητας της πράξης, του πταίσματος του εναγομένου και της ζημίας της ενάγουσας, πρέπει να ορισθεί σε δύο (2) μήνες). Πρέπει επίσης να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων έφεσης που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας, στο Δημόσιο Ταμείο. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του εναγομένου λόγω της ήττας του, (176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο  διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ` ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄ αριθ. 958/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Κρατεί την υπόθεση.

Δικάζει την από 21.6.2011, (υπ΄ αριθ. κατάθ. ……….), αγωγή.

Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόµενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των πενήντα έξι χιλιάδων διακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών, (56.297,82 €), µε το νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Απαγγέλει κατά του εναγομένου προσωπική κράτηση, τη διάρκεια της οποίας ορίζει σε δύο (2) μήνες.

Διατάσσει την εισαγωγή των παραβόλων έφεσης που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας, στο Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος του εναγομένου τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (2.600 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  13 Αυγούστου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ