Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 357/2020

Αριθμός     357/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 8-2-2016 (αρ. καταθ. ……../2016) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4005/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τους εκκαλούντες, κατ΄ άρθρο 495 του ΚΠολΔ, (ενιαίο) παράβολο, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ (βλ. τα υπ΄ αρ. ……….. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και …………. παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ).

Με την από 20-11-2012 (αρ. καταθ. ……../2012) αγωγή του  ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, κατ΄ εκτίμηση αυτής, ιστορούσε ότι το έτος 2004, κατόπιν παρακλήσεως των εναγομένων, ήδη εκκαλούντων, έλαβε στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό τους, έντοκο προσωπικό δάνειο από την τράπεζα «ALPHA BANK», ποσού 9.000 ευρώ, το οποίο θα ήταν εξοφλητέο σε 48 μηνιαίες δόσεις, ύψους της κάθε δόσης εκ ποσού 237,45 ευρώ. Ότι την 16-1-2004 εκταμίευσε το ανωτέρω ποσό του δανείου και αυθημερόν το παρέδωσε στον πρώτο των εναγομένων, με την ειδικότερη συμφωνία ότι με τα χρήματα που ο πρώτος των εναγομένων θα ελάμβανε ως αναδρομικά από την εταιρεία με την επωνυμία «………» στην οποία εργαζόταν, καθώς και με εκείνα τα οποία θα ελάμβανε από την πώληση του επιβατικού ιδιωτικής χρήσεως αυτοκινήτου του, θα εξοφλούσε, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημέρα της εκταμίευσης, το ποσό του δανείου, άλλως ότι θα κατέβαλαν τις μηνιαίες δόσεις στο λογαριασμό του ιδίου (ενάγοντος), που διατηρούνταν στην ίδια τράπεζα και μέσω του οποίου εξυπηρετούνταν η δανειακή σύμβαση, μία (1) ημέρα πριν γίνει η ανάληψη, εκ μέρους της τράπεζας, της εκάστοτε μηνιαίας δόσης. Ότι οι εναγόμενοι αθέτησαν την ανωτέρω συμφωνία, με αποτέλεσμα να εξοφληθούν είκοσι μία (21) μηνιαίες δόσεις του δανείου με χρήματα του ιδίου (ενάγοντος) μέχρι και την 16-11-2005, οπότε και διακόπηκε οριστικά η καταβολή των δόσεων. Ότι την 16-8-2007 το υπόλοιπο ανεξόφλητο ποσό του δανείου μεταφέρθηκε σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης. Ακολούθως, ιστορούσε ότι η δανείστρια τράπεζα ζήτησε και πέτυχε την έκδοση εναντίον του διαταγής πληρωμής και ότι ενέγραψε σε βάρος τεσσάρων (4) ακινήτων ιδιοκτησίας του προσημείωση υποθήκης. Ότι εξαιτίας της περιγραφόμενης σ΄ αυτήν (αγωγή) συμπεριφοράς των εναγομένων, ο ίδιος ζημιώθηκε το ποσό των 5.005 ευρώ, που κατέβαλε εξ ιδίων χρημάτων για την αποπληρωμή των ανωτέρω είκοσι μίας (21) δόσεων του δανείου, ποσό το οποίο μέχρι σήμερα ανέρχεται, μαζί με τους τόκους υπερημερίας εκ 3.609,98 ευρώ, σε 8.614,98 ευρώ και το οποίο (ποσό) οι εναγόμενοι, υπεξαίρεσαν μη καταβάλλοντας για είκοσι ένα (21) μήνες τις οφειλόμενες δόσεις στη δανείστρια τράπεζα, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτή (αγωγή). Περαιτέρω, ο ενάγων ιστορούσε ότι την 29-3-2005, κατόπιν παρακλήσεως του πρώτου των εναγομένων, έλαβε στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό αμφοτέρων – ήτοι τόσο του ιδίου (ενάγοντος) όσο και του πρώτου των εναγομένων – ανοικτό προσωπικό δάνειο από την «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», πιστωτικού ορίου 6.000 ευρώ. Ότι στο πλαίσιο του δανείου αυτού εκταμίευσε από την άνω τράπεζα το ποσό των 5.000 ευρώ, εκ των οποίων 2.500 ευρώ για λογαριασμό του ιδίου και 2.500 ευρώ για λογαριασμό του πρώτου των εναγομένων, τα οποία και παρέδωσε σ΄ αυτόν. Ότι εν συνεχεία αναχώρησε από την Ελλάδα, αναλαμβάνοντας καθήκοντα Α΄ Μηχανικού στο εμπορικό πλοίο «V.». Ότι περί τα μέσα του έτους 2005 και ενώ βρισκόταν ακόμα εν πλω, κατέβαλε, μέσω εμβασμάτων, σε τραπεζικό λογαριασμό του πρώτου των εναγομένων, το συνολικό ποσό των 1.950 ευρώ, προκειμένου να κατατεθεί στον τηρούμενο στην άνω τράπεζα δανειακό λογαριασμό, προς εξόφληση μέρους του αναληφθέντος από αυτόν (ενάγοντα) ποσού των 2.500 ευρώ. Επιπλέον, ότι όταν ο ίδιος (ενάγων) επέστρεψε στην Ελλάδα κατέβαλε στους εναγομένους, την 30-7-2005, στην οικία τους (εναγομένων), για τον ίδιο συμφωνηθέντα σκοπό, και το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό (κεφάλαιο), προς ολική εξόφληση του ανωτέρω αναληφθέντος από αυτόν ποσού των 2.500 ευρώ. Ότι ο πρώτος των εναγομένων του παρέστησε ψευδώς ότι τα ανωτέρω χρηματικά ποσά είχαν καταβληθεί στον τηρούμενο προς εξυπηρέτηση του δανείου τραπεζικό λογαριασμό, ενώ στην πραγματικότητα ουδόλως είχαν καταβληθεί, αλλά απεναντίας ο πρώτος των εναγομένων υπεξαίρεσε αυτά, παρακρατώντάς τα, με τη σύζυγό του-δεύτερη των εναγομένων, με αποτέλεσμα να μην πιστωθούν τα ποσά αυτά στον εν λόγω λογαριασμό και αυτός να εμφανίσει στις 28-5-2012 χρεωστικό υπόλοιπο εις βάρος του (ενάγοντος), ποσού 5.629,95 ευρώ. Ότι εξαιτίας της ανωτέρω συμπεριφοράς των εναγομένων, ο ίδιος (ενάγων) ζημιώθηκε το ποσό των 2.500 ευρώ, το οποίο (ποσό) ήδη ανέρχεται, μαζί με τους τόκους υπερημερίας εκ 1.828,28 ευρώ, σε 4.328,28 ευρώ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να του καταβάλουν, κυρίως, με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών: α) το ποσό των 12.943,26 (= 8.614,98 + 4.328,28) ευρώ, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από τις τελεσθείσες σε βάρος του πράξεις της υπεξαίρεσης, β) το ποσό των 800 ευρώ ως αποζημίωση για τις δαπάνες στις οποίες θα υποχρεωθεί να υποβληθεί για την εξάλειψη των προσημειώσεων υποθήκης που έχουν εγγραφεί σε βάρος των τεσσάρων (4) ακινήτων ιδιοκτησίας του, από υπαιτιότητα των εναγομένων (ήτοι δαπάνες της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων για την άρση των προσημειώσεων, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής του πληρεξουσίου Δικηγόρου του, καθώς και του πληρεξουσίου Δικηγόρου της τράπεζας, πλέον των εξόδων μεταγραφής της απόφασης στο οικείο Υποθηκοφυλακείο) και γ) το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία. Επικουρικά, ο ενάγων ζήτησε το ανωτέρω ποσό των 12.943,26 ευρώ, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον οι εναγόμενοι, ως προς το ποσό αυτό, κατέστησαν αδικαιολόγητα πλουσιότεροι εις βάρος της δικής του περιουσίας, εφόσον επωφελήθηκαν το ποσό αυτό χωρίς νόμιμη αιτία. Όλα τα ανωτέρω ποσά ο ενάγων τα ζήτησε με το νόμιμο τόκο από 25-11-2011, οπότε και κοινοποίησε στους εναγομένους την από 23-11-2011 εξώδικη δήλωσή του, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ο ενάγων ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί εις βάρος των εναγομένων, λόγω της αδικοπραξίας που έχουν τελέσει, προσωπική κράτηση διάρκειας μέχρι ενός (1) έτους, καθώς και να καταδικαστούν αυτοί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του.

Με την από 20-12-2013 (αρ. καταθ. ……/2014) αγωγή, οι ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες, ιστορούσαν ότι κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2003 ο πρώτος από αυτούς ζήτησε και έλαβε από τον εναγόμενο, ήδη εφεσίβλητο, άτοκο δάνειο, ποσού 5.000 ευρώ, με την ειδικότερη συμφωνία ότι θα του το επέστρεφε μόλις διευκολυνόταν. Ότι περί τα μέσα του έτους 2005, ο πρώτος από αυτούς ζήτησε εκ νέου και έλαβε από τον εναγόμενο δεύτερο άτοκο δάνειο, ποσού 1.950 ευρώ, το οποίο επίσης συμφώνησε να του επιστρέψει μόλις διευκολυνόταν. Ότι εν συνεχεία το έτος 2006 αυτός και η σύζυγός του – δεύτερη των εναγόντων, γνωστοποίησαν στον εναγόμενο την πρόθεσή τους να του επιστρέψουν το συνολικό δανεισθέν από αυτόν ποσό των 6.950 (= 5.000 + 1.950) ευρώ σε δόσεις, για το λόγο αυτό συμφώνησαν με τον εναγόμενο, καθ΄ υπόδειξή του, να καταβάλουν αυτοί, για λογαριασμό του, κάποιες δόσεις από δύο προσωπικά δάνεια που αυτός είχε λάβει επ΄ ονόματί του και για λογαριασμό του από τις τράπεζες «ALPHA BANK» και «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», ποσών 9.000 ευρώ και 6.000 ευρώ, αντίστοιχα, με τον ειδικότερο όρο ότι τα ποσά των δόσεων που αυτοί θα κατέβαλαν στις ανωτέρω τράπεζες, θα καταλογίζονταν στο δικό τους οφειλόμενο σ΄ αυτόν συνολικό ποσό των 6.950 ευρώ και θα αφαιρούνταν από το ποσό αυτό. Ότι σε εκτέλεση της άνω συμφωνίας, οι ίδιοι κατέβαλαν με επιμέρους καταβολές, όπως ειδικότερα αναφέρονται σ΄ αυτήν (αγωγή), αφενός σε τραπεζικό λογαριασμό του εναγομένου, τηρούμενο στην τράπεζα «ALPHA BANK» προς εξυπηρέτηση του πρώτου ως άνω δανείου, το ποσό των 6.300 ευρώ, αφετέρου σε τραπεζικό λογαριασμό του ιδίου (εναγομένου), τηρούμενο στην «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» προς εξυπηρέτηση του δευτέρου ως άνω δανείου, το ποσό των 5.504,76 ευρώ και επομένως κατέβαλαν συνολικά το ποσό των 11.804,76 ευρώ. Ότι το παραπάνω καταβληθέν από αυτούς ποσό, υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό των 6.950 ευρώ, που ο πρώτος από αυτούς έλαβε ως δάνειο από τον εναγόμενο, ώστε ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι το δάνειο συμφωνήθηκε να επιστραφεί στον εναγόμενο έντοκο – γεγονός το οποίο οι ίδιοι κατηγορηματικά αρνούνται, εφόσον το δάνειο συμφωνήθηκε άτοκο – τότε το συνολικό δανεισθέν ποσό, συνυπολογιζομένου και του νόμιμου δικαιοπρακτικού τόκου για το χρονικό διάστημα από την ανάληψη του κάθε επιμέρους δανεισθέντος ποσού (31-10-2003 και 31-5-2005 αντίστοιχα) μέχρι και την γενόμενη εκ μέρους τους τελευταία καταβολή στους ανωτέρω λογαριασμούς του εναγομένου (21-12-2011), θα ανήρχετο σε 11.318,75 ευρώ, ήτοι θα υπολείπετο κατά 486,01 ευρώ από το ποσό των 11.804,76 ευρώ, που αυτοί κατέβαλαν στις άνω τράπεζες για λογαριασμό του εναγομένου, με αποτέλεσμα ο εναγόμενος να καταστεί ως προς το ανωτέρω ποσό των 486,01 ευρώ αδικαιολόγητα πλουσιότερος εις βάρος τους. Ότι, επίσης, ο εναγόμενος με τα όσα ισχυρίστηκε σε βάρος τους με την από 20-11-2012 (αρ. καταθ. ……../2012) αγωγή του, περί της υποτιθέμενης εκ μέρους τους εξαπατήσεώς του και της τελεσθείσας σε βάρος του υπεξαιρέσεως του συνολικού ποσού των 12.943,26 ευρώ, προσέβαλε την τιμή και την υπόληψή τους, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σ΄ αυτήν (αγωγή). Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σ΄ αυτούς εξ ημισείας στον καθένα το ποσό των 486,01 ευρώ, ως αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθώς και σε έκαστο από αυτούς το ποσό των 3.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την προσβολή της προσωπικότητάς τους, με το νόμιμο τόκο, για όλα τα ανωτέρω ποσά, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζήτησαν να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών εξόδων τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 4005/2015 οριστική απόφασή του, ως προς την από 20-11-2012 (αρ. καταθ. ………/2012) αγωγή, αφού έκρινε ότι αυτή αρμοδίως καθ΄ ύλην και κατά τόπο εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον αυτού (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), ακολούθως έκρινε ότι από τα αιτήματα της αγωγής, το αγωγικό κονδύλιο των 3.689,98 ευρώ, το οποίο ο ενάγων ζήτησε ως τόκο υπερημερίας στο ανωτέρω ποσό των 5.005 ευρώ, που οι εναγόμενοι φέρονται να ιδιοποιήθηκαν παρανόμως, είναι απορριπτέο ως αόριστο. Επιπλέον, έκρινε ότι απορριπτέο ως αόριστο είναι και το αγωγικό κονδύλιο των 800 ευρώ που ο ενάγων ζήτησε, ως αποζημίωση για τις δαπάνες στις οποίες θα υποχρεωθεί να υποβληθεί προς άρση των προσημειώσεων εις βάρος των ακινήτων του. Κατόπιν τούτων έκρινε ότι η κύρια βάση της αγωγής, η στηριζομένη στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, καθόσον αφορά στο ανωτέρω ποσό των 5.005 ευρώ, που οι εναγόμενοι φέρονται να ιδιοποιήθηκαν παρανόμως, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, όπως επίσης ότι το αγωγικό κονδύλιο των 1.828,28 ευρώ, που ο ενάγων ζήτησε ως τόκο υπερημερίας στο ανωτέρω ποσό των 2.500 ευρώ, που οι εναγόμενοι φέρονται να ιδιοποιήθηκαν παρανόμως είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθώς και ότι και το παρεπόμενο αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης εις βάρος των εναγομένων είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο. Κατά τα λοιπά έκρινε ότι η αγωγή είναι παραδεκτή και νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 299, 341, 345, 346, 481 επ., 904 επ., 914, 932 του ΑΚ, 375 του ΠΚ, 907, 908 παρ. 1 και 176 του ΚΠολΔ και ερεύνησε αυτή περαιτέρω κατ΄ ουσίαν. Ως προς την από 20-12-2013 (αρ. καταθ. ……/2014) αγωγή, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι η αγωγή αρμοδίως καθ΄ ύλην και κατά τόπο εισήχθη ενώπιον αυτού (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) και ότι είναι νόμιμη,στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 299, 341, 346, 904 επ., 914, 932 του ΑΚ, 362, 363 του ΠΚ, 907, 908, και 176 του ΚΠολΔ και ερεύνησε αυτή περαιτέρω κατ΄ ουσίαν. Επιπλέον, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω υπ΄ αρ. καταθ. …../21-11-2012 και …../21-1-2014 αγωγές, αντιμωλία των διαδίκων, και αφού απέρριψε τον ισχυρισμό (ένσταση) παραγραφής της επίδικης απαίτησης που προέβαλαν οι εναγόμενοι της από 20-11-2012 (αρ. καταθ. …../2012) αγωγής ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμο, δέχθηκε εν μέρει την υπ΄ αρ. καταθ. …../21-11-2012 αγωγή, υποχρέωσε τους εναγομένους, ευθυνόμενους εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των εννέα χιλιάδων πεντακοσίων πέντε (9.505) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και επέβαλε σε βάρος των εναγομένων, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία όρισε στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ, απέρριψε την υπ΄ αρ. καταθ. …../21-1-2014 αγωγή και καταδίκασε τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα του εναγομένου, τα οποία όρισε στο ποσό των εκατόν τριάντα (130) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με την ένδικη έφεση οι εν μέρει ηττηθέντες εναγόμενοι της από 20-11-2012 (αρ. καταθ. …./2012) αγωγής – ηττηθέντες ενάγοντες της από 20-12-2013 (αρ. καταθ. ……/2014) αγωγής, ήδη εκκαλούντες, και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να απορριφθεί στο σύνολό της η από 20-11-2012 (αρ. καταθ. …./2012) αγωγή και να γίνει δεκτή η από 20-12-2013 (αρ. καταθ. …../2014) αγωγή.

Από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και δύναται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή είναι νόμιμη, ορισμένη ή παραδεκτή και να την απορρίψει αν δεν στηρίζεται στο νόμο, στερείται των απαραίτητων στοιχείων για τη θεμελίωσή της ή ασκήθηκε απαράδεκτα με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 του ΚΠολΔ) και την αρχή της απαγόρευσης της έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για τον εκκαλούντα (άρθρο 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ειδικότερα επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά νόμο ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως κατ΄ ουσίαν δεκτή, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τις ελλείψεις, αρκεί να ζητεί την απόρριψή της ο εναγόμενος και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι΄ αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντος (ΑΠ 455/1995 ΕλλΔνη 96.1319, ΑΠ 1138/1993 ΕλλΔνη 95.1052, ΑΠ 1254/1982 ΕΕΝ 50.563, ΑΠ 1544/1980 ΝοΒ 29.878, Σαμουήλ: Η έφεση, εκ. Δ΄, παρ. 851 επ.). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 535 και 536 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι όταν η αγωγή στηρίζεται σε περισσότερες βάσεις ή σε μία κυρία βάση και μια επικουρική, και ύστερα από έφεση του εναγομένου κατά της οριστικής αποφάσεως που δέχθηκε τη μια βάση και απέρριψε ενδεχομένως τις λοιπές, εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και απορριφθεί η αγωγή κατά τη βάση της αυτή, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο στερείται εξουσίας για αυτεπάγγελτη έρευνα των βάσεων που απορρίφθηκαν, εκτός εάν στην περίπτωση αυτή έχει ασκηθεί έφεση ή αντέφεση εκ μέρους του ενάγοντος (ΑΠ 1026/2019, ΑΠ 1514/2018, ΑΠ 920/2011, ΑΠ 994/2010, 834/2008). Ακολούθως, από το συνδυασμό των άρθρων 106, 111 παρ. 2, 216 παρ. 1, 335, 337, 338 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αγωγή πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Νομική βάση δεν είναι ανάγκη να περιέχει η αγωγή, τυχόν δε μνεία στην αγωγή της υπαγωγής των επικαλούμενων περιστατικών σε νομική διάταξη δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, το οποίο αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει το νόμο και προβαίνει στον προσήκοντα χαρακτηρισμό του αντικειμένου της αγωγής, και από το περιεχόμενό της προσδίδει στην προβαλλόμενη με αυτή έννομη σχέση την αρμόζουσα νομική έννοια, χωρίς να δεσμεύεται από τις απόψεις των διαδίκων. Επομένως, εφόσον το Δικαστήριο καταλήξει σε νομικό χαρακτηρισμό διαφορετικό από εκείνο που προβάλλεται από τους διαδίκους, δεν λαμβάνει υπόψη πράγματα μη προταθέντα, ούτε παραλείπει να λάβει υπόψη πράγματα προταθέντα ή να ερευνήσει υποβληθείσα αίτηση, ώστε δεν ιδρύονται λόγοι αναίρεσης από τους αριθμούς 1, 8, 9 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, εφόσον το Δικαστήριο στην περίπτωση αυτή υπάγει στον αρμόζοντα κανόνα δικαίου τα παρά των διαδίκων προταθέντα πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 458/2017, ΑΠ 59/2015, ΑΠ 1891/2014, ΑΠ 734/2011, ΑΠ 488/2010, ΑΠ 1468/2005, ΕφΠειρ 317/2016). Περαιτέρω, στην περίπτωση της παράθεσης στην αγωγή εσφαλ­μένης νομικής διάταξης, στην οποία αυτή δεν υπάγε­ται, ο εναγόμενος δεν δυσχεραίνεται στην απόκρουσή της, αφού κρίσιμη για την άσκηση του δικαιώματός του να αμυνθεί κατά της αγωγής και να την αποκρούσει είναι η με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις έκθεση των αναγκαίων για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής πραγματικών περιστατικών και όχι η παράθεση της σχετικής νομικής διάταξης, στην εφαρμογή της οποίας προβαίνει αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο (ΑΠ 223/2013, ΕφΠατρ 276/2016). Ακολούθως, η κατ΄ άρθρο 904 του ΑΚ σχετική αγωγή είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις άλλης αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα ως προς εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (βλ. ΑΠ 440/2000 ΕλλΔνη 41.1623, ΑΠ 673/1999 ΕλλΔνη 41.436, ΕφΑθ 1445/2006 ΔΕΕ 2007.49) και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς), της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής, από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (ΑΠ 1773/2007, ΑΠ 104/2003). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι, εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξιώσεως από την αιτία. Έτσι, αν η κύρια αγωγή στηρίζεται στη λειτουργία κάποιας σύμβασης και ο πλουτισμός υπάρχει από την ανατροπή ή ακυρότητα της συμβάσεως, πρέπει ο ενάγων να προβάλει, στο δικόγραφο της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, έστω αντιφατικά, ότι η σύμβαση αυτή έχει ανατραπεί ή πως είναι άκυρη, εφόσον μόνον τότε ο εναγόμενος θα παρακρατεί την παροχή του ενάγοντος χωρίς νόμιμη αιτία. Αν δεν προβάλει τα γεγονότα αυτά (ανατροπή ή ακυρότητα της σύμβασης), τότε η επικουρική αυτή αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη (ΑΠ 904/2004). Σε περίπτωση δε, απόρριψης της αγωγής, ως αόριστης, ο ενάγων δεν εμποδίζεται να επανέλθει με την άσκηση νέας, όμοιας με την προηγούμενη, αγωγής, αν θεραπεύσει το δικονομικό ελάττωμα, για το οποίο δημιουργήθηκε δεδικασμένο (πρβλ. ΕφΑθ 149/2012). Επιπροσθέτως, κατά τη διάταξη του άρθρου 937 εδ. α΄ του ΑΚ η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε την ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, ενώ σε κάθε περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Από τις διατάξεις αυτές του νόμου σαφώς προκύπτει ότι προϋπόθεση για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής της αξιώσεως που προήλθε από αδικοπραξία είναι η γνώση από τον παθόντα τόσο της ζημίας όσο και του υπαίτιου προς αποζημίωση, δηλαδή, όλων εκείνων των πραγματικών περιστατικών που παρέχουν σε αυτόν την δυνατότητα να ασκήσει ορισμένη αγωγή εναντίον συγκεκριμένου προσώπου. Εάν ένα από τα στοιχεία αυτά δεν είναι γνωστό, η αξίωση παραγράφεται μετά είκοσι έτη από την τέλεση της αδικοπραξίας. Ως γνώση της ζημίας, για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής, νοείται η γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, όχι δε η γνώση της ακριβούς εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της αποζημιώσεως (Ολ ΑΠ 24/2003, ΑΠ 1787/2014). Θεωρείται ότι ο παθών ή ο εν γένει δικαιούχος της αποζημιώσεως γνωρίζει τον υπόχρεο όταν αυτός γνωρίζει τόσα περιστατικά ώστε βάσει αυτών να μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον ορισμένου προσώπου με ελπίδες επιτυχίας. Δεν αρκούν απλές εικασίες, υποψίες ή εξ αμελείας άγνοια. Πότε συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι ζήτημα πραγματικό εξαρτώμενο από τη συνολική εκτίμηση της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Αν μπορούν να διαπιστωθούν το όνομα και η διεύθυνση του υπόχρεου σε αποζημίωση προσώπου, τότε ο παθών θεωρείται ότι γνωρίζει το πρόσωπο του υπόχρεου σε αποζημίωση κατά το χρόνο που αυτός ερευνώντας θα μπορούσε να το πληροφορηθεί. Από τις ίδιες διατάξεις του νόμου σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 338 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το βάρος αποδείξεως ότι ο δικαιούχος της αποζημιώσεως γνώριζε από ορισμένο χρονικό σημείο τη ζημία και τον υπόχρεο προς αποζημίωση, φέρει εκείνος που επικαλείται πενταετή παραγραφή της αξιώσεως, δηλαδή ο εναγόμενος, ο δε ισχυρισμός του ενάγοντος ότι έλαβε γνώση του υπαίτιου σε αποζημίωση σε μεταγενέστερο χρόνο, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της ένστασης παραγραφής και όχι αντένσταση κατ΄ αυτής (ΑΠ 737/2012, ΑΠ 708/2008, ΑΠ141/2007). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 261 εδ. α΄ του ΑΚ, η παραγραφή διακόπτεται, μεταξύ άλλων, και με την άσκηση τηςαγωγής, δηλαδή με την επίδοση αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 1405/2019, ΑΠ 950/2015).

Στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το ιστορικό και αιτήματα η ένδικη από 20-11-2012 (αρ. καταθ. …../2012) αγωγή, κατά το μέρος που αυτή έγινε  δεκτή πρωτοδίκως ως προς την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού, η υπόθεση ερευνάται στο πλαίσιο που καθορίζεται με την ένδικη έφεση, η οποία (επικουρική βάση της αγωγής) στηρίζεται στα ίδια περιστατικά με εκείνα της κύριας βάσης αυτής, και δεν αναφέρεται σε αυτή ότι η ένδικη σύμβαση έχει ανατραπεί ή ότι είναι άκυρη, στοιχεία δηλαδή αναγκαία, για να μπορεί να εκτιμηθεί αν οι εναγόμενοι παρακρατούν το ως άνω πρώτο ποσό των 5.005 ευρώ, χωρίς νόμιμη αιτία, είναι αόριστη, κατά τα άρθρα 118 και 216 του ΚΠολΔ, και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως και συνεπώς απορριπτέα. Η ως άνω δε, αοριστία δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε με την παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε με απλή αναφορά σε διάταξη νόμου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε την από20-11-2012 (αρ. καταθ. ………/2012) αγωγή, ως προς την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως ορισμένη κατά τα ως άνω και ακολούθως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση των εναγομένων, με την οποία, όπως ήδη έχει αναφερθεί, ζητείται η απόρριψη της από 20-11-2012 (αρ. καταθ. ……/2012) αγωγής, έστω και χωρίς ειδικό παράπονο εκ μέρους των εκκαλούντων ως προς την ως άνω αοριστία, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 του ΚΠολΔ), να δικασθεί εκ νέου η από 20-11-2012 (αρ. καταθ. …../2012) αγωγή, κατά το μέρος που αυτή έγινε δεκτή πρωτοδίκως ως προς την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, για το ποσό των 5.005 ευρώ (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) και να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, ως προς το ποσό αυτό. Ακολούθως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προαναφέρθηκε, η κύρια βάση της από 20-11-2012 (αρ. καταθ. …../2012) αγωγής, η στηριζόμενη στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, καθόσον αφορά στο ανωτέρω ποσό των 5.005 ευρώ, που οι εναγόμενοι φέρονται να ιδιοποιήθηκαν παρανόμως, κρίθηκε απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν επαρκούν για να στοιχειοθετήσουν το αδίκημα της υπεξαίρεσης, αφού η αθέτηση της υποσχέσεως των εναγομένων να καταβάλουν το παραπάνω ποσό για την εξόφληση των δόσεων του αναληφθέντος από αυτούς δανείου, συνιστά παραβίαση συμβατικής υποχρεώσεως και όχι παράνομη ιδιοποίηση ξένου πράγματος, κατά την έννοια που ο όρος ξένο πράγμα προσλαμβάνει στη διάταξη του άρθρου 375 του ΠΚ, αφού οι εναγόμενοι δεν έλαβαν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο ξένα χρήματα στην κατοχή τους, τα οποία να ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Η κρίση αυτή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν προσβάλλεται με λόγο εφέσεως εκ μέρους των διαδίκων. Η ως άνω από 20-11-2012 (αρ. καταθ. ……/2012) ένδικη αγωγή, υπό τα εκτιθέμενα σ΄ αυτή πραγματικά περιστατικά, έχει ως βάση τη σύμβαση, παρότι ο νομικός χαρακτηρισμός, που στήριζε κυρίως το αίτημα αυτής (αγωγής) ήταν αυτός της αδικοπραξίας, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της (αγωγής), αφού η βάση αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από τον διδόμενο από τον ενάγοντα νομικό τους χαρακτηρισμό. Ακολούθως, ενόψει του ότι οι εναγόμενοι με την ένδικη έφεσή τους παραπονούνται, μεταξύ άλλων και, για την, εν μέρει, παραδοχή της από 20-11-2012 (αρ. καταθ. …../2012) αγωγής, ως προς την παραπάνω, επικουρική βάση της, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και μετά την απόρριψη αυτής, κατά τα ως άνω, για το ποσό των 5.005 ευρώ, το Δικαστήριο αυτό δεν δύναται να ερευνήσει την απορριφθείσα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως μη νόμιμη, κύρια βάση κατά τα ως άνω, αφού τη σχετική απορριπτική, της εν λόγω βάσης (κύριας), διάταξη της πρωτόδικης απόφασης δεν προσέβαλε ο ενάγων (ήδη εφεσίβλητος), με έφεση, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού και, επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, το παρόν Δικαστήριο δύναται να εξετάσει την αγωγή μόνο κατά το, ως άνω, πληττόμενο μέρος της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που στηρίζεται, όπως προαναφέρθηκε, στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ακολούθως, με το ως άνω περιεχόμενο η από 20-11-2012 (αρ. καταθ. ……./2012) ένδικη αγωγή, κατά τα λοιπά, είναι πλήρως ορισμένη, ως προς το μέρος που μεταβιβάζεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, παρά τα αντίθετα ισχυριζόμενα από τους εκκαλούντες, τα οποία επαναφέρουν νομίμως με λόγο της ένδικης εφέσεως, καθόσον γίνεται σαφής έκθεση (στο δικόγραφό της -αγωγής-) των αναγκαίων για τη νομική θεμελίωσή της γεγονότων, ήτοι η παράνομη συμπεριφορά και η υπαιτιότητα (δόλος) των εναγομένων, η επελθούσα από αυτή ζημία του ενάγοντος και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της επελθούσας ζημίας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε, ώστε  τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων .. …. και ………., που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, έστω και μη ειδικώς κατωτέρω μνημονευόμενα, τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, [ανάμεσα στα οποία έγγραφα των οποίων για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή, όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 15-1-2004 ο εναγόμενος της από 20-12-2013 (αρ. καταθ. ……../2014) αγωγής, κατόπιν παρακλήσεως των εναγόντων της ως άνω (από 20-12-2013) αγωγής, συζύγων, με τους οποίους διατηρούσε στενές φιλικές σχέσεις, συνήψε με την τράπεζα «ALPHA BANK» την υπ΄ αρ. ……./15-1-2004 σύμβαση εντόκου προσωπικού δανείου, βάσει της οποίας έλαβε στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό των εναγόντων, δάνειο, ποσού 9.000 ευρώ, το οποίο θα ήταν εξοφλητέο σε 48 μηνιαίες δόσεις, ποσού της κάθε δόσης εκ 237,45 ευρώ. Την 16-1-2004 ο ίδιος εκταμίευσε το ανωτέρω ποσό του δανείου και αυθημερόν το παρέδωσε στον πρώτο των εναγόντων, με την ειδικότερησυμφωνία ότι με τις αναδρομικές αποδοχές που ο πρώτος των εναγόντων θα ελάμβανε από την εργασία του στην εταιρεία με την επωνυμία «……», καθώς και με το τίμημα που θα ελάμβανε από την πώληση του επιβατικού ιδιωτικής χρήσεως αυτοκινήτου του, θα εξοφλούσε, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημέρα της εκταμίευσης, το ποσό του δανείου. Σε περίπτωση δε, που δεν συνέβαινε αυτό, ότι θα κατέβαλε τις μηνιαίες δόσεις στο λογαριασμό του ενάγοντος – τον οποίο ο τελευταίος διατηρούσε στην ίδια τράπεζα και μέσω του οποίου εξυπηρετούνταν η δανειακή σύμβαση, κατόπιν πάγιας εντολής του – μία (1) ημέρα πριν γίνει η ανάληψη, εκ μέρους της τράπεζας, της εκάστοτε μηνιαίας δόσης. Ωστόσο, ο πρώτος των εναγόντων αθέτησε την ανωτέρω συμφωνία, παραλείποντας να επιστρέψει στον εναγόμενο το ανωτέρω δανεισθέν ποσό ή να καταθέσει στον λογαριασμό του το ποσό της εκάστοτε μηνιαίας δόσης, με αποτέλεσμα, κατά το χρονικό διάστημα από 16-2-2004 μέχρι και 16-11-2005, να χρεωθεί ο λογαριασμός του εναγομένου με το συνολικό ποσό των 5.005 ευρώ, προς εξόφληση είκοσι μίας (21) μηνιαίων δόσεων του δανείου, οι οποίες πληρώθηκαν με χρήματα του ιδίου του  εναγομένου, τα οποία ο τελευταίος διατηρούσε στον εν λόγο τραπεζικό λογαριασμό. Ακολούθως την 16-11-2005, ο εναγόμενος μετέφερε τα εναπομείναντα στον ως άνω λογαριασμό του χρήματα, σε άλλον τραπεζικό λογαριασμό, με αποτέλεσμα να διακοπεί οριστικά η καταβολή των δόσεων του δανείου και η δανείστρια τράπεζα να καταγγείλει την 16-3-2007 τη δανειακή σύμβαση, κλείνοντας ταυτόχρονα τον τηρηθέντα στο πλαίσιο αυτής τραπεζικό λογαριασμό, ο οποίος παρουσίαζε κατά τον άνω χρόνο χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του εναγομένου, ποσού 5.517,01 ευρώ. Ακολούθως, η ίδια τράπεζα ζήτησε και πέτυχε την έκδοση, σε βάρος του εναγομένου, της υπ΄ αρ. ……/2008 διαταγής πληρωμής της Ειρηνοδίκη Αθηνών, με την οποία τον υποχρέωνε να της καταβάλει το ανωτέρω οφειλόμενο ποσό των 5.517,01 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, ενώ με βάση την ίδια διαταγή πληρωμής, η τράπεζα ενέγραψε προσημείωση υποθήκης σε βάρος τεσσάρων (4) ακινήτων ιδιοκτησίας του, ευρισκομένων στη …. Ευβοίας. Ακολούθως, ο εναγόμενος με αλλεπάλληλες αιτήσεις του προς τη δανείστρια τράπεζα, πέτυχε το διακανονισμό του οφειλόμενου ποσού του δανείου, το οποίο την 3-9-2011 είχε ανέλθει, μαζί με τους τόκους υπερημερίας και τις σχετικές προσαυξήσεις, στο ποσό των 6.297,85 ευρώ και το οποίο, με βάση το διακανονισμό, συμφωνήθηκε να απομειωθεί στο ποσό των 5.300 ευρώ, καταβλητέο σε τρεις μηνιαίες δόσεις από τον Οκτώβριο του 2011 μέχρι και την ολοσχερή εξόφλησή του. Εξάλλου οι ενάγοντες, με την από 25-8-2011 έγγραφη δήλωσή τους προς τον εναγόμενο, ανέλαβαν έναντι αυτού την υποχρέωση να εξοφλήσουν το παραπάνω οφειλόμενο ποσό του δανείου προς τη δανείστρια τράπεζα, όπως και πράγματι έπραξαν, καταβάλλοντας στο λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, στον οποίο εν τω μεταξύ είχε μεταφερθεί, το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου, το συνολικό ποσό των 5.300 ευρώ, σε τέσσερις (4) δόσεις των 800, 4.000, 200 και 300 ευρώ αντίστοιχα. Ωστόσο, οι ενάγοντες δεν κατέβαλαν, κατά παράβαση της συμβατικής τους υποχρεώσεως, στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος στην τράπεζα «ALPHA BANK» το ποσό των 5.005 ευρώ, προς εξόφληση των οφειλόμενων δόσεων του δανείου των 9.000 ευρώ, που ο τελευταίος τελικά κατέβαλε εξ ιδίων χρημάτων προς εξόφληση των δόσεων του δανείου, του χρονικού διαστήματος από 16-2-2004 μέχρι και 16-11-2005, ούτε κατέβαλαν το ανωτέρω ποσό των 5.005 ευρώ στον ίδιο (εναγόμενο).Για το λόγο αυτό ο εναγόμενος με τις από 23-11-2011 και 28-4-2012 εξώδικες δηλώσεις του προς τους ενάγοντες, τις οποίες επέδωσε σ΄ αυτούς την 25-11-2011 και την 8-5-2012 αντίστοιχα, διαμαρτυρήθηκε σ΄ αυτούς για την ως άνω συμπεριφορά τους και παράλληλα τους καλούσε να προσέλθουν σε επικοινωνία μαζί του για συμβιβαστική επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς. Οι ενάγοντες, ωστόσο, δεν ανταποκρίθηκαν στην ανωτέρω πρόσκληση του εναγομένου, αρνούμενοι μέχρι σήμερα να καταβάλουν σ΄ αυτόν το παραπάνω οφειλόμενο ποσό. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το έτος 2005 ο ενάγων της από 20-11-2012 (αρ. καταθ. ……/2012) αγωγής, κατόπιν παρακλήσεως του πρώτου των εναγομένων, συνήψε με την «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» την υπ΄ αρ. ………../29-3-2005 σύμβαση ανοικτού προσωπικού δανείου, βάσει της οποίας έλαβε στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό τόσο του ιδίου, όσο και του πρώτου των εναγομένων, δάνειο πιστωτικού ορίου 6.000 ευρώ, στο πλαίσιο του οποίου εκταμίευσε από την άνω τράπεζα, σταδιακά μέχρι και την 14-4-2005, το συνολικό ποσό των 5.000 ευρώ, εκ των οποίων 2.500 ευρώ για λογαριασμό του ιδίου και 2.500 ευρώ για λογαριασμό του πρώτου των εναγομένων, τα οποία και παρέδωσε σ΄ αυτόν. Εν συνεχεία ο ενάγων αναχώρησε από την Ελλάδα, ναυτολογούμενος με καθήκοντα Α΄ Μηχανικού στο εμπορικό πλοίο «V.». Περί τα μέσα του έτους 2005 και ενώ ο ενάγων βρισκόταν ακόμα εν πλω, κατέβαλε, μέσω εμβασμάτων, σε τραπεζικό λογαριασμό του πρώτου των εναγομένων, το συνολικό ποσό των 1.950 ευρώ, προκειμένου να κατατεθεί στον τηρούμενο στην άνω τράπεζα δανειακό λογαριασμό, προς εξόφληση μέρους του αναληφθέντος από τον ενάγοντα ποσού των 2.500 ευρώ. Μάλιστα δε, όταν ο ενάγων επέστρεψε στην Ελλάδα, επισκέφθηκε την 30-7-2005 την οικία των εναγομένων και τους κατέβαλε, για τον ίδιο συμφωνηθέντα σκοπό, εκτός του ποσού των 1.950 ευρώ που ήδη είχε καταβάλει και το υπόλοιπο οφειλόμενο από αυτόν (ενάγοντα) ποσό των 550 ευρώ, προς ολική εξόφληση του ανωτέρω αναληφθέντος από αυτόν ποσού (κεφάλαιο 2.500 ευρώ). Όταν δε, ο ενάγων ρώτησε τον πρώτο των εναγομένων εάν είχαν καταβληθεί τα ανωτέρω αναληφθέντα από αυτόν χρηματικά ποσά στον τηρούμενο προς εξυπηρέτηση του δανείου τραπεζικό λογαριασμό, εκείνος απάντησε καταφατικά. Στην πραγματικότητα, όμως, ουδόλως, είχαν καταβληθεί τα ποσά αυτά στον εν λόγω λογαριασμό, αλλά απεναντίας οι εναγόμενοι-σύζυγοιιδιοποιήθηκαν αυτά παρανόμως, με αποτέλεσμα να μην πιστωθούν τα ποσά αυτά στον ανωτέρω λογαριασμό και αυτός να εμφανίζει την 28-5-2012 χρεωστικό υπόλοιπο εις βάρος του ενάγοντος, ποσού 5.629,95 ευρώ. Η παραπάνω συμπεριφορά των εναγομένων στοιχειοθετεί αδικοπραξία (υπεξαίρεση), με αποτέλεσμα να δημιουργείται αξίωση αποζημίωσης του ενάγοντος, κατ΄ άρθρο 914 του ΑΚ, συνισταμένη στην ανόρθωση της ζημίας που αυτός υπέστη από την οριστική απώλεια του ανωτέρω ποσού. Οι εναγόμενοι-ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ο ενάγων-εναγόμενος έλαβε από τις τράπεζες «ALPHA BANK» και «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», αντίστοιχα, βάσει των δανειακών συμβάσεων, τα δύο δάνεια των 9.000 ευρώ και των 6.000 ευρώ, αντίστοιχα, τα οποία τα έλαβε επ΄ ονόματί του και για λογαριασμό του και όχι για λογαριασμό των ιδίων (εναγομένων-εναγόντων), στους οποίους ουδέποτε κατέβαλε μέρος των εκταμιευθέντων αυτών ποσών, όπως ο ίδιος (ενάγων-εναγόμενος) αβάσιμα ισχυρίζεται. Ειδικότερα, οι εναγόμενοι-ενάγοντες ισχυρίζονται ότι κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2003 ο πρώτος από αυτούς ζήτησε και έλαβε από τον ενάγοντα-εναγόμενο άτοκο δάνειο, ποσού 5.000 ευρώ, χωρίς να ορισθεί συγκεκριμένος χρόνος επιστροφής του, αλλά με την ειδικότερη συμφωνία ότι το δάνειο θα εξοφλούνταν, όταν ο πρώτος από αυτούς (εναγομένων-εναγόντων) διευκολυνόταν, ενόψει και των στενών φιλικών του σχέσεων με τον ενάγοντα-εναγόμενο. Ακολούθως, ισχυρίστηκαν ότι περί τα μέσα του έτους 2005, ο πρώτος από αυτούς (εναγομένων-εναγόντων) ζήτησε εκ νέου και έλαβε από τον ενάγοντα-εναγόμενο δεύτερο άτοκο δάνειο, ποσού 1.950 ευρώ, το οποίο ο ενάγων-εναγόμενος, λόγω της τότε ναυτολογήσεώς του στο εμπορικό πλοίο «V.» του κατέβαλε τμηματικά, μέσω εμβασμάτων, την 1-6-2005, την 13-6-2005 και την 4-7-2005, επίσης με την ειδικότερη συμφωνία ότι το δάνειο θα εξοφλούνταν όταν ο πρώτος από αυτούς (εναγομένων-εναγόντων) διευκολυνόταν. Ότι στη συνεχεία το έτος 2006 αυτοί (εναγόμενοι-ενάγοντες) γνωστοποίησαν στον ενάγοντα-εναγόμενο την πρόθεσή τους να του επιστρέψουν το συνολικό δανεισθέν από αυτόν (πρώτο των εναγομένων-πρώτο των εναγόντων) ποσό των 6.950 (= 5.000 + 1.950) ευρώ σε δόσεις, για το λόγο αυτό συμφώνησαν με τον ενάγοντα-εναγόμενο, καθ΄ υπόδειξη αυτού, να καταβάλουν αυτοί, για λογαριασμό του, κάποιες δόσεις από τα ανωτέρω δάνεια των 9.000 ευρώ και των 6.000 ευρώ, που ο ίδιος είχε λάβει αποκλειστικά για δικό του λογαριασμό από τις τράπεζες «ALPHA BANK» και «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», αντίστοιχα, με τον ειδικότερο όρο ότι τα ποσά των δόσεων που αυτοί θα κατέβαλαν στις ανωτέρω τράπεζες, θα καταλογίζονταν στο δικό τους οφειλόμενο σ΄ αυτόν συνολικό ποσό των 6.950 ευρώ και θα αφαιρούνταν από το ποσό αυτό. Επιπροσθέτως, ισχυρίστηκαν ότι σε εκτέλεση της άνω συμφωνίας, οι ίδιοι κατέβαλαν με επιμέρους καταβολές, αφενός στον τηρούμενο προς εξυπηρέτηση του πρώτου δανείου τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος-εναγομένου στην τράπεζα «ALPHA BANK», το ποσό των 6.300 ευρώ, αφετέρου στον τηρούμενο προς εξυπηρέτηση του δευτέρου δανείου τραπεζικό λογαριασμό του ιδίου (ενάγοντος-εναγομένου) στην «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», το ποσό των 5.504,76 ευρώ και επομένως κατέβαλαν συνολικά το ποσό των 11.804,76 ευρώ, το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό των 6.950 ευρώ, που ο πρώτος από αυτούς έλαβε ως δάνειο από τον ενάγοντα-εναγόμενο, ώστε ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι το τελευταίο αυτό ποσό συμφωνήθηκε να επιστραφεί στον ενάγοντα-εναγόμενο έντοκο, τότε το ποσό αυτό, συνυπολογιζομένου και του νόμιμου δικαιοπρακτικού τόκου για το χρονικό διάστημα από την ανάληψη του κάθε επιμέρους δανεισθέντος ποσού (31-10-2003 και 31-5-2005 αντίστοιχα) μέχρι και την γενόμενη εκ μέρους τους τελευταία καταβολή στους ανωτέρω λογαριασμούς του ενάγοντος-εναγομένου (21-12-2011), θα ανήρχετο σε 11.318,75 ευρώ, ήτοι θα υπολείπετο κατά 486,01 ευρώ από το ποσό των 11.804,76 ευρώ, που αυτοί κατέβαλαν στις άνω τράπεζες για λογαριασμό του ενάγοντος-εναγομένου, με αποτέλεσμα ο ενάγων-εναγόμενος να καταστεί ως προς το ποσό αυτό των 486,01 ευρώ, αδικαιολόγητα πλουσιότερος εις βάρος τους. Οι εναγόμενοι-ενάγοντες, με την κρινόμενη (από 20-12-2013) αγωγή τους, αξιώνουν από τον ενάγοντα-εναγόμενο, όπως προαναφέρθηκε, την καταβολή του ανωτέρω ποσού των 486,01 ευρώ, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ωστόσο οι ως άνω ισχυρισμοί των εναγομένων-εναγόντων είναι απορριπτέοι ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου αυτού σχηματίζεται από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και δεν αναιρείται, ούτε από την κατάθεση της μάρτυρα – θυγατέρας των εναγομένων-εναγόντων, …………., που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθόσον η τελευταία δεν είχε άμεση αντίληψη των γεγονότων, εφόσον, δεν είχε φυσική παρουσία στις εν λόγω συμφωνίες. Περαιτέρω οι εναγόμενοι ισχυρίζονται, ότι ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι ο πρώτος από αυτούς ανέλαβε από τον ενάγοντα-εναγόμενο τα ανωτέρω ποσά των 9.000 ευρώ και των 2.500 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 11.500 ευρώ, οι ίδιοι με την καταβολή στους ανωτέρω τραπεζικούς λογαριασμούς του ενάγοντος-εναγομένου, του προαναφερόμενου συνολικού ποσού των 11.804,76 ευρώ, έχουν εξοφλήσει πλήρως την επίδικη απαίτησή του. Ωστόσο, ο ως άνω ισχυρισμός των εναγομένων-εναγόντων είναι απορριπτέος ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος, αφού η καταβολή εκ μέρους τους, του ανωτέρω ποσού των 11.804,76 ευρώ στους τραπεζικούς λογαριασμούς του ενάγοντος-εναγομένου, έλαβε χώρα όχι προς εξόφληση της επίδικης απαίτησης του τελευταίου, αλλά προς εξόφληση της απαίτησης των ως άνω δανειστριών τραπεζών από τις επίμαχες δανειακές συμβάσεις, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται στα εξοφλούμενα με την άνω καταβολή ποσά και τα ποσά που ο ενάγων-εναγόμενος ζημιώθηκε με αφορμή τις δανειακές αυτές συμβάσεις. Ειδικότερα, η καταβολή του ποσού των 6.300 ευρώ, που οι εναγόμενοι-ενάγοντες κατέθεσαν στον τηρούμενο λογαριασμό του ενάγοντος-εναγομένου στην τράπεζα «ALPHA BANK», έγινε προς εξόφληση του ανεξόφλητου υπολοίπου του δανεισθέντος ποσού των 9.000 ευρώ, όπως το υπόλοιπο αυτό είχε διαμορφωθεί μετά και την καταβολή, εκ μέρους του ενάγοντος-εναγομένου, του ανωτέρω ποσού των 5.005 ευρώ. Εξάλλου, η καταβολή του ποσού των 5.504,76 ευρώ, που οι εναγόμενοι-ενάγοντες κατέθεσαν στον τηρούμενο λογαριασμό του ενάγοντος στην «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», έγινε προς εξόφληση των δόσεων του δανεισθέντος ποσού των 6.000 ευρώ, πριν το ποσό αυτό εμφανίσει ανεξόφλητο υπόλοιπο εις βάρος του ενάγοντος-εναγομένου, ποσού 5.629,95 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει διάφορη αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα έκρινε και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η εν μέρει διάφορη αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της εφέσεως. Επιπλέον, οι εναγόμενοι προέβαλαν πρωτοδίκως τον ισχυρισμό, τον οποίο επαναφέρουν νομίμως και στον παρόντα βαθμό, ότι η επίδικη απαίτηση του ενάγοντος έχει υποπέσει σε πενταετή παραγραφή, κατ΄ άρθρο 937 παρ. 1 εδ. α΄ του ΑΚ, αφού από το χρόνο που ο ενάγων έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση (έτος 2005) μέχρι και τον χρόνο άσκησης της αγωγής (27-11-2012), έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πλέον της πενταετίας. Ωστόσο και ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος συνιστά ένσταση, καθόσον αφορά το ποσό των 2.500 ευρώ, αφού ως προς το ποσό των 5.005 ευρώ η αγωγή απορρίφθηκε (κατά τα προαναφερόμενα), είναι απορριπτέος ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος, αφού, δεν αποδείχθηκε ότι η παραγραφή αυτή έχει συμπληρωθεί πριν το χρόνο άσκησης της αγωγής. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έλαβε γνώση της ζημίας και των υπόχρεων προς αποζημίωση εντός του έτους 2007, χωρίς, ωστόσο, να προκύψει και η ακριβής ημερομηνία της γνώσης αυτής, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται ότι η γνώση αυτή έλαβε χώρα πριν την 27-11-2007, ήτοι πριν από χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών από την άσκηση της αγωγής (που έλαβε χώρα την 27-11-2007), αφού οι εναγόμενοι, οι οποίοι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, φέρουν και το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν ανταποκρίθηκαν σε τούτο. Συνεπώς, η σχετική πρωτοδίκως προβληθείσα από τους εναγομένους ένσταση παραγραφής, την οποία επαναφέρουν νομίμως, πρέπει να απορριφθεί. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό (ένσταση) περί παραγραφής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Εξάλλου, εξαιτίας της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων σε βάρος του, ο ενάγων, που στερήθηκε το παραπάνω ποσό των  2.500 ευρώ,  υπέστη ηθική βλάβη, λόγω της ταλαιπωρίας που δοκίμασε, αφενός για τη διεκδίκηση της ως άνω απαιτήσεως (ποσού 2.500 ευρώ), εμπλεκόμενος σε δικαστικούς αγώνες με τους εναγομένους, αφετέρου για τη διευθέτηση των οικονομικών εκκρεμοτήτων του με την δανείστρια τράπεζα και συνεπώς δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, το ύψος της οποίας, ενόψει του είδους και της βαρύτητας της προσβολής, του βαθμού του πταίσματος των αδικοπρακτούντων και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων μερών, αλλά και των λοιπών, προαναφερόμενων, συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, πρέπει να καθοριστεί στο εύλογο ποσό των 500 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι η χρηματική ικανοποίηση έπρεπε να καθοριστεί στο ποσό των 2.000 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και τα προκύψαντα από αυτές πραγματικά περιστατικά, και συνεπώς ο σχετικός λόγος της εφέσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμος. Επιπροσθέτως, αποδείχθηκε ότι τα όσα ισχυρίστηκε ο ενάγων με την ένδικη από 20-11-2012 (αρ. καταθ. ………../2012) αγωγή του αναφορικά με την παράλειψη των εναγομένων, αφενός, κατά παράβαση της συμβατικής τους υποχρεώσεως, να καταβάλουν στον τραπεζικό λογαριασμό του στην τράπεζα «ALPHA BANK» το ποσό των 5.005 ευρώ, προς εξόφληση των οφειλόμενων δόσεων του δανείου των 9.000 ευρώ, αφετέρου να καταβάλουν στον τραπεζικό λογαριασμό του στην «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» το ποσό των 2.500 ευρώ, προς εξόφληση του δικού του οφειλόμενου κεφαλαίου από το δάνειο των 6.000 ευρώ, ιδιοποιούμενοι αυτό (ποσό των 2.500 ευρώ) παρανόμως, ήταν αληθή, ανεξαρτήτως του αν τα περιστατικά αυτά ήταν ικανά να στοιχειοθετήσουν και τα ποινικά αδικήματα της απάτης ή της υπεξαίρεσης, όπως ο ενάγων εκλαμβάνει στο δικόγραφο της από 20-11-2012 (αρ. καταθ. ……./2012) αγωγής του, ώστε ο ενάγων ισχυριζόμενος τα περιστατικά αυτά με την ένδικη αγωγή του, να μην ισχυρίζεται εν γνώσει του ψευδή γεγονότα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 363 του ΠΚ. Εξάλλου, ο ενάγων με την ένδικη από 20-11-2012 (αρ. καταθ. …../2012) αγωγή είχε πρόθεση να διεκδικήσει δικαστικά τα ποσά αυτά και δεν είχε πρόθεση να βλάψει την τιμή και την υπόληψη των εναγομένων-εναγόντων. Εντεύθεν, δεν στοιχειοθετείται αδικοπρακτική συµπεριφορά του ενάγοντος-εναγοµένου, ήδη εφεσίβλητου, ούτε συµπεριφορά προσβλητική της προσωπικότητας των εναγομένων-εναγόντων, ήδη εκκαλούντων. Απορριπτόµενης δε της ιστορικής βάσης της από 20-12-2013 (αρ. καταθ. ……./2014)αγωγής ως προς την αδικοπραξία, πρέπει συνακόλουθα να απορριφθεί και το αίτημα περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στους ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες, και επομένως η ένδικη από 20-12-2013 (αρ. καταθ. ……../2014) αγωγή είναι απορριπτέα ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη στο σύνολό της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, ώστε τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε την ένδικη από 20-12-2013 (αρ. καταθ. ………/2014) αγωγή, δεν έσφαλε. Καθόσον, όμως, αφορά την από 20-11-2012 (αρ. καταθ. ………./2012) αγωγή, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, όπως προαναφέρθηκε, έσφαλε ως προς το αίτημα που αφορά το ποσό των 5.005 ευρώ και το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι της από 8-2-2016 (αρ. καταθ. ……./2016) εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί αυτή (ένδικη έφεση) ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη ως προς την από 20-12-2013 (αρ. καταθ. ………/2014) αγωγή και να γίνει δεκτή ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη ως προς την από 20-11-2012 (αρ. καταθ. ……../2012) αγωγή. Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί, λόγω της εν μέρει νίκης των εκκαλούντων, η επιστροφή του (ενιαίου) παραβόλου, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με τα υπ΄ αρ. ……… παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ………..παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ, σ΄ αυτούς (εκκαλούντες), να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη μόνο ως προς την από 20-11-2012 (αρ. καταθ. ………/2012) αγωγή, στο σύνολό της (δηλαδή και ως προς τις διατάξεις και τα κεφάλαια που αφορούν την ανωτέρω αγωγή και δεν μεταρρυθμίστηκαν ούτε προσβάλλονται αλλά θα περιληφθούν στην ενιαία απόφαση του Δικαστηρίου αυτού) και τούτο χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ήτοι για να υπάρχει ένας μόνο τίτλος εκτελέσεως (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΕφΑθ 5639/1997 ΕλλΔνη 39.437), αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη  περί  δικαστικών εξόδων  που  θα  καθορισθεί εξ αρχής. Περαιτέρω, πρέπει να κρατηθεί η από 20-11-2012 (αρ. καταθ. ……../2012) αγωγή, κατ΄ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί αυτή [η από 20-11-2012 (αρ. καταθ. ……../2012) αγωγή] και να ερευνηθεί εκ νέου, [ενώ μετά ταύτα ο λόγος της εφέσεως, που βάλλει μόνο κατά της διάταξης της προσβαλλόμενης αποφάσεως περί των δικαστικών εξόδων, καθίσταται πλέον αλυσιτελής και πρέπει να απορριφθεί], να γίνει εν μέρει δεκτή [η από 20-11-2012 (αρ. καταθ. ………../2012) αγωγή], να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 3.000 (= 2.500 + 500) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος του τελευταίου, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς (άρθρα 106, 183, 178, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων την από 8-2-2016 (αρ. καταθ. ……./2016) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4005/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία)

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την έφεση, ως προς την από 20-12-2013 (αρ. καταθ. ………/2014) αγωγή.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση, ως προς την από 20-11-2012 (αρ. καταθ. ………./2012) αγωγή.

Διατάσσει την επιστροφή του (ενιαίου) παραβόλου συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε με τα υπ΄ αρ. ……… παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ………. παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ, στους εκκαλούντες.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση μόνο ως προς την από 20-11-2012 (αρ. καταθ. ……./2012) αγωγή.

Κρατεί και δικάζει την από20-11-2012 (αρ. καταθ. ……./2012) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την από 20-11-2012 (αρ. καταθ. ………/2012) αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Καταδικάζει τους εναγομένους στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Μαΐου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ