Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 359/2020

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν:

Απαραίτητα στοιχεία που πρέπει να περιέχει η διαταγή πληρωμής. Αποδεικτικότητα αποσπασμάτων εμπορικών βιβλίων τράπεζας. Η συμφωνία μεταξύ της πιστοδότριας τράπεζας και του πιστούχου οφειλέτη, κατά την οποία το απόσπασμα του τηρούμενου από την τράπεζα λογαριασμού θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της αξίωσης της τράπεζας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να διατάξει αποδείξεις σε βάρος της, είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση. Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία επιδικάζει κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού, ο οποίος τηρήθηκε για την εξυπηρέτηση σύμβασης πίστωσης, για να είναι ορισμένη και παραδεκτή, θα πρέπει να περιέχει ισχυ­ρισμούς που ανάγονται στα κατ’ ιδία κονδύλια του λογαριασμού που προσβάλλονται, μη αρκούσης της γενικής αμφισβήτησης της ορθότητάς του. Νόμιμη η  μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 από την πιστοδότρια τράπεζα στον πιστούχο, που συμφωνήθηκε με σχετικό όρο της μεταξύ τους σύμβασης.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 359/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Φέρονται προς συζήτηση η κρινόμενη έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, που αναφέρθηκαν στην αρχή της παρούσας, κατά της υπ΄αρ. 2054/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Των δικογράφων αυτών πρέπει να διαταχθεί η συνεκδίκαση καθώς αφορούν την ίδια εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 31,246 σε συνδ. με άρθρο 520 παρ.2ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 2054/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 632παρ.2εδ.β και 937 παρ.3 ΚΠολΔ), όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές (κι ανακοπές), οι οποίες ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016 (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), όπως εν προκειμένω, έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1 ΚΠολΔ), και εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (αρ. 518 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της εκκαλουμένης στους εκκαλούντες έλαβε χώρα στις 21-12-2018, (όπως προκύπτει από τις υπ΄αρ. ……../21-12-2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………, αντίστοιχα,) και η ένδικη έφεση κατατέθηκε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις 21-1-2019, όπως προκύπτει από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, έκθεση κατάθεσης, δεδομένου ότι η προηγούμενη ημέρα ήταν Κυριακή κι ως εκ τούτου εξαιρετέα της ως άνω προθεσμίας.

Πρέπει, επομένως, (η έφεση) να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρ.19, 533 παρ.1,2, 522 ΚΠολΔ).΄Εχει κατατεθεί δε, από τους εκκαλούντες, το προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολο, όπως αναφέρεται στην προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επίσης, παραδεκτά ασκήθηκαν από τους εκκαλούντες οι προαναφερθέντες πρόσθετοι λόγοι της έφεσης, με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και επιδόθηκε νομότυπα στην εφεσίβλητη, τουλάχιστον 30 ημέρες πριν την ως άνω ορισθείσα δικάσιμο για τη συζήτησή της, (άρθρο 520 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ……../7-10-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………… Επομένως, πρέπει κι αυτοί να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, συνεκδικαζόμενοι με την ένδικη έφεση.

Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 636, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Τα έγγραφα αυτά, από τα οποία δηλαδή προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της, πρέπει, κατά τη διάταξη του άρθρου 626 παρ. 3 του ίδιου κώδικα, να επισυνάπτονται στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Η έλλειψη της ανωτέρω ειδικής διαδικαστικής προϋπόθεσης της έγγραφης απόδειξης της απαίτησης στη δίκη ανακοπής, που ασκείται κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, ερευνάται από το Δικαστήριο μόνον όταν προβάλλεται με λόγο ανακοπής, δοθέντος ότι οι συγκεκριμένα προβαλλόμενοι με την ανακοπή λόγοι, είτε αφορούν στο κύρος της διαταγής πληρωμής, είτε στην ύπαρξη της απαίτησης, οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης (Ολ.ΑΠ 10/1997, ΑΠ 321/2017, ΑΠ 431/2015, ΑΠ 431/2015, ΑΠ 294/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει, ότι η διαταγή πληρωμής, που αποτελεί αυτοδύναμο εκτελεστό τίτλο, αλλά όχι δικαστική απόφαση, ώστε να παρίσταται ανάγκη πλήρους αιτιολογίας αυτής, αρκεί, πλην άλλων στοιχείων, να περιέχει την αιτία της πληρωμής, ήτοι να προσδιορίζεται έστω και συνοπτικά το είδος της δικαιοπραξίας από την οποία απορρέει η απαίτηση, χωρίς να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την αιτία της πληρωμής και δεν είναι ανάγκη να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αιτία αυτή (ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 1825/2012, ΑΠ 330/2012, ΑΠ 1389/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, στη διαταγή πληρωμή που εκδόθηκε βάσει οριστικού κατάλοιπου σε σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού ή διανειακή σύμβαση για την εξυπηρέτηση της οποίας τηρείται ο λογαριασμός, αρκεί να αναφέρονται συνοπτικά ότι το διατασσόμενο προς πληρωμή χρηματικό ποσό αποτελεί χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του καθ’ού αυτή εκδίδεται οφειλέτη, ενώ δεν απαιτείται η πλήρης αναφορά της κίνησης των χρεωπιστωτικών κονδυλίων του λογαριασμού της σύμβασης. Αντίστοιχα, στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης, για την οποία ζητείται η έκδοσή της, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση από άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γένεσης της και που δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος, πρέπει δε να επισυνάπτονται σ’ αυτήν τα έγγραφα εκείνα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της (ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 330/2012, ΑΠ 15/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία, ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση, διότι δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη και μπορεί να αποτελέσει γενικό όρο συναλλαγής (Γ.Ο.Σ), κατά την έννοια του άρθρου 2 Ν.2551/1994 ‘’περί προστασίας των καταναλωτών’’, όπως ο νόμος αυτός ισχύει, δηλαδή όρο που έχει διατυπωθεί εκ των προτέρων από την πιστώτρια τράπεζα για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, χωρίς να θεωρείται καταχρηστικός, αφού δεν επηρεάζει το βάρος απόδειξης, ούτε αποκλείει ή περιορίζει υπέρμετρα τη δυνατότητα του πιστούχου καταναλωτή να αμφισβητήσει τα επί μέρους κονδύλια του λογαριασμού, οπότε με την απόδειξη της ακρίβειας αυτών και του προκύπτοντος από τη σύγκριση αυτών καταλοίπου υποχρεούται η πιστώτρια (ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 370/2012, ΑΠ 330/2012, ΑΠ 35/2011, Εφ.Αθ. 7318/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο πιστούχος, ωστόσο, έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά, με την ανακοπή κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, ο τελευταίος φέρει το βάρος απόδειξης των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο απόδειξης (ΑΠ 1071/2017 ο.π, ΑΠ 916/2002, Εφ.Θεσ. 473/2017, Εφ.Αθ. 3670/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το παραπάνω απόσπασμα, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια του βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 449 παρ.1 ΚΠολΔ, 52 ΝΔ 3026/1954, 14 Ν.1599/1986) και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας τράπεζας. Στην περίπτωση, όμως, των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο της τράπεζας, που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει εις χείρας της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου, αλλά πρωτοτύπου (ΑΠ 902/2006 TNΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ. 317/2009 ΔΕΕ 2009. 819, Εφ.Αθ. 1876/2008 ΔΕΕ 2009.80). Από τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στο άρθρο 626 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος λογαριασμού, μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθ’ού πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται, ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε, ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας και ότι ο σχετικός λογαριασμός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, όπου εμφανίζεται η όλη κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης, μέχρι το κλείσιμο της. Δεν είναι δε απαραίτητο να αναφέρονται στην αίτηση και τα επί μέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο σχετικό απόσπασμα του λογαριασμού, από το οποίο κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της πιστοδότριας τράπεζας (ΑΠ 1237/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 370/2012 ΧΡΙΔ 2012, 609, ΑΠ 1850/2011, ΑΠ 1389/2011, ΑΠ 35/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ. Περαιτέρω, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου (άρθρα 117και 118 ΚΠολΔ), σαφή έκθεση των γεγονότων (άρθρο 216 ΚΠολΔ), που στηρίζουν τους λόγους της, για τους οποίους ζητείται η ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Οι λόγοι αυτοί μπορούν να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθού η ανακοπή, ενστάσεις, οι οποίες πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένες, διότι στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 1026/2013, ΑΠ 1266/2011, ΑΠ 662/2010, ΑΠ 1180/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 2008.424, Εφ.Αθ. 1159/2012 ΔΕΕ 2012.676). Συγκεκριμένα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με την διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής, πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης(ΑΠ 916/2002 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 489/1997 ΕλλΔνη 1998.103, Εφ.Πειρ. 37/2016, Εφ.Πειρ. 405/2015, ΕφΠειρ 627/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βάσιμα μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα, δηλαδή η μερική ακύρωση της διαταγής, δεδομένου ότι δεν συντρέχει λόγος, νομικός ή άλλος, για την ολική ακύρωσή της (ΑΠ 753/1995 ΝοΒ 1997, 775, Εφ.Δυτ.Μακ. 25/2019, Εφ.Θεσ. 1224/2017, Εφ.Πειρ. 37/2016, Εφ.Αθ.(Μον). 327/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

            ΙΙΙ. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975: «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της (…) υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη διάταξη αυτή δεν προβλέπεται μεν ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά και δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της θεσπιζομένης με τον άνω νόμο εισφοράς. Η ρυθμιστική ισχύς του νόμου αυτού εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη. Επομένως, η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των επιτοκίων (ΑΠ 430/2005, Eφ.Αθ. 5/2018, Εφ.Θεσ. 1224/2017, Εφ.Θεσ. 473/2017, Εφ.Πειρ. 369/2015, Εφ.Αθ. 1159/2012, Εφ.Θεσ.(Μον).154/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στο δανειολήπτη αποτέλεσε, υπό την ισχύ του Ν. 128/1975 συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α) το γεγονός ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή, β) το ότι ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαίως, με σκοπό την ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών και γ) η θέσπιση των εξαιρέσεων των άρθρων 8 του Ν. 2459/1997 και 19 παρ. 4β του Ν. 3152/2003, που αφορούν κατάργηση της εισφοράς αυτής επί δανειοδοτήσεων προς φυσικά και νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή εδρεύουν σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και προς τις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους και η οποία δεν θα δικαιολογείτο αν η εν προκειμένω εισφορά επιβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα. Η επιβολή δε της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη, ενόψει της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82), με την οποία επεκτείνεται η υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών, όπως είναι και η εισφορά του Ν. 128/1975 μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγουμένη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005, ΑΠ 1781/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ. 1034/2013 Αρμ. 2014.623, Εφ.Αθ. 1778/2010 Αρμ. 2011.251, Εφ.Θεσ. 492/2010 ΕΕμπΔ 2001.81, Εφ.Αθ. 1558/2007 ΕλλΔνη 2007.902). Εφόσον στον σχετικό Γ.Ο.Σ γίνεται ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του Ν.128/1975 προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί, χωρίς να συντρέχει άλλος λόγος για την απαγόρευση της σχετικής ρήτρας. Επιπλέον, καθ’ό μέρος η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, νομίμως ανατοκίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω (Ολ.ΑΠ 35/1997 Δ/νη 1997.1530, Εφ.Αθ. 4424/2009 ΕλλΔνη 2011.875).

            Στην προκειμένη περίπτωση, οι ανακόπτοντες – ήδη εκκαλούντες, ζητούσαν με την από 12-9-2017, με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……./18-9-2017, ανακοπή τους κατά της καθ’ής η ανακοπή – ήδη εφεσίβλητης, να ακυρωθεί, για τους σε αυτήν αναφερόμενους λόγους, κατ΄ εκτίμησή τους, η υπ’αρ. ………/2017 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και η από 1-9-2017 επιταγή προς πληρωμή, συνταχθείσα κάτωθεν αντιγράφου εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής, με την οποία, επιτάσσονταν να καταβάλουν στην καθ’ής η ανακοπή τραπεζική εταιρεία, από σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, το ποσό των 104.958,66 ευρώ ως κεφάλαιο, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 2054/2018), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας, όπως προεκτέθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ερήμην της καθ’ής, αφού έκρινε παραδεκτή την ανακοπή (στην οποία επιτρεπτά σωρεύονται οι ανακοπές του άρθρου 632 ΚΠολΔ και του άρθρου 933 ΚΠολΔ), ακολούθως  την απέρριψε συνολικά, κρίνοντας τους πρώτους τρεις λόγους αυτής ως νομικά αβάσιμους και τους λοιπούς τρείς λόγους της ως αόριστους και σε κάθε περίπτωση ως νομικά αβάσιμους.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονούνται οι ανακόπτοντες – εκκαλούντες, με την κρινόμενη έφεσή τους, για  τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου, ζητούν δε την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή τους.

Από τα προαποδεικτικώς προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, προκύπτει ότι, κατόπιν αίτησης της καθ’ής η ανακοπή – ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αρ. ……/2017 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν οι ανακόπτοντες – ήδη εκκαλούντες, ο καθένας εις ολόκληρο, να της καταβάλουν, πλέον τόκων και εξόδων, το ποσό των 104.958,66 ευρώ ως κεφάλαιο, με βάση την υπ΄αρ……/24-7-2003 σύµβαση πίστωσης µε ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασµό, µέχρι του ποσού των εκατό χιλιάδων (100.000€) ευρώ και τις πρόσθετες πράξεις αυτής, που συνήφθηστον Πειραιά μεταξύ της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία  «…………» -πιστούχο, στην οποία συμβλήθηκαν οι ανακόπτοντες ως εγγυητές υπέρ αυτής (ευθυνόμενοι ως αυτοφειλέτες), και της καθ’ής τράπεζας – πιστοδότριας, την καταγγελία της οποίας τους κοινοποίησε η τελευταία στις 12-7-2017. Εν συνεχεία, κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν από 1-9-2017 επιταγής προς πληρωμή, συνταχθείσας κάτωθεν αντιγράφου εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής, άσκησαν οι ανακόπτοντες την ένδικη ανακοπή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της κρινόμενης έφεσής τους, οι ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο ζητούσαν την ακύρωση της εν λόγω διαταγής πληρωμής, διότι, κατά τον ισχυρισμό τους, τα έγγραφα που προσκόμισε η καθ’ής τράπεζα για την έκδοσή της, δεν αποτελούν ιδιωτικά έγγραφα, καθώς τα εξέδωσε η ίδια, ενώ για να έχουν αποδεικτική δύναμη θα έπρεπε να έχουν εκδοθεί από τον αντίδικό της.

Ο λόγος αυτός, όμως, της ανακοπής είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, διότι, όπως εκτέθηκε στην υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη, τα αποσπάσματα των λογαριασμών που τηρήθηκαν για την εξυπηρέτηση της σύμβασης, εξηγμένα από τα εμπορικά βιβλία της καθ’ής, συνιστούν ιδιωτικά έγγραφα, βάσει των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγή πληρωμής για χρηματική απαίτηση που αποδεικνύεται από αυτά και τα οποία επισυνάπτονται στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα δε, η συμφωνία μεταξύ της πιστοδότριας τράπεζας και του πιστούχου οφειλέτη, κατά την οποία το απόσπασμα του τηρούμενου από την τράπεζα λογαριασμού θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της αξίωσης της τράπεζας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να διατάξει αποδείξεις σε βάρος της, είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση και δεν προσκρούει στην δημόσια τάξη εναπόκειται δε στον πιστούχο οφειλέτη να αμφισβητήσει το ύψος των επιμέρους κονδυλίων πιστοχρέωσης, που περιέχονται στα αποσπάσματα, αλλά φέρει ο ίδιος το βάρος της απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί η πιστοδότρια τράπεζα να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει το οικείο θέμα απόδειξης. Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει σχετικός όρος (υπ΄αρ. 9.4) της επίμαχης σύμβασης πίστωσης, με τον οποίο συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων, ότι τα αποσπάσματα των λογαριασμών που τηρήθηκαν για την πίστωση αυτή, που εξάγονται από τα εμπορικά βιβλία της καθ’ής τράπεζας, όπου εμφανίζονται όλες οι χρεωπιστώσεις, αποτελούν πλήρη απόδειξη του ύψους της απαίτησής της. Γίνεται, μάλιστα, η απαιτούμενη μνεία του συμφωνηθέντος αυτού όρου στην αίτηση της καθ’ής για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής, καθώς και της επισύναψης των εν λόγω αποσπασμάτων σε αυτήν (αίτηση).

Περαιτέρω στην έφεσή τους, αλλά και στον παραπάνω πρόσθετο λόγο αυτής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι, εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους με τον οποίο έβαλλαν κατά της εγκυρότητας της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής διότι ο δικαστής, που την εξέδωσε, δεν προέβη αυτεπαγγέλτως στην εξέταση της καταχρηστικότητας των όρων της επίμαχης σύμβασης, κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου και αντίθετα με τις αποφάσεις του ΔΕΕ. Σύμφωνα, όμως, με τα επίσης προεκτεθέντα στην υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη, η διαταγή πληρωμής, που αποτελεί αυτοδύναμο εκτελεστό τίτλο, αλλά όχι δικαστική απόφαση, ώστε να παρίσταται ανάγκη πλήρους αιτιολογίας αυτής, αρκεί, πλην άλλων στοιχείων, να περιέχει την αιτία της πληρωμής, ήτοι να προσδιορίζεται έστω και συνοπτικά το είδος της δικαιοπραξίας από την οποία απορρέει η απαίτηση, χωρίς να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την αιτία της πληρωμής και δεν είναι ανάγκη να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αιτία αυτή. Δεν συνάγεται δε πουθενά από το νόμο, ότι ο δικαστής που εκδίδει τη διαταγή πληρωμής για χρηματική απαίτηση, η οποία αποδεικνύεται εγγράφως βάσει σύμβασης, πρέπει να εξετάζει την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ της σύμβασης αυτής, ούτε από τις επικαλούμενες από τους ανακόπτοντες- εκκαλούντες, αποφάσεις του ΔΕΕ, συνάγεται κάτι τέτοιο. Οπότε και ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος. Εξάλλου, οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν καν στο λόγο αυτό της ανακοπής τους, ποιοί είναι οι όροι της σύμβασης που είναι καταχρηστικοί. Με βάση τα προαναφερθέντα, ο λόγος της έφεσης και ο ως άνω πρώτος πρόσθετος λόγος αυτής, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Με το δεύτερο πρόσθετο λόγο της έφεσης, οι ανακόπτοντες υποστηρίζουν ότι κακώς η εκκαλουμένη απέρριψε και το δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο αμφισβητούσαν το εκκαθαρισμένο της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, διότι δεν γίνεται σε αυτήν ποσοτική αναφορά των κεφαλοποιημένων τόκων (της απαίτησης), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ανακοπή τους. Αλλά και αυτός ο πρόσθετος λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς ορθά κρίθηκε, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο ως άνω λόγος της ανακοπής ως νομικά αβάσιμος. Πιο συγκεκριμένα, όπως εκτέθηκε ανωτέρω αλλά και στη μείζονα σκέψη, επί διαταγής πληρωμής εκδοθείσας βάσει οριστικού κατάλοιπου επί σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού ή δανειακής σύμβασης για την εξυπηρέτηση της οποίας τηρείται ο λογαριασμός, αρκεί να αναφέρονται συνοπτικά ότι το διατασσόμενο προς πληρωμή χρηματικό ποσό αποτελεί χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του καθ` ου αυτή εκδίδεται οφειλέτη, ενώ δεν απαιτείται η πλήρης αναφορά της κίνησης των χρεωπιστωτικών κονδυλίων του λογαριασμού της σύμβασης. Αντίστοιχα, στην αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωμής αρκεί να αναφέρεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η συμφωνία περί αναγωγής των βιβλίων της τράπεζας σε έγγραφο προς απόδειξη της απαίτησης, το ύψος αυτής, το οριστικό κλείσιμο, η καταγγελία της σύμβασης, το ύψος του οριστικού καταλοίπου καθώς και το επικυρωμένο απόσπασμα κίνησης του λογαριασμού από την έναρξή του ή από την τελευταία αναγνώριση έως το οριστικό κλείσιμο, ενώ δεν είναι αναγκαία η παράθεση των επιμέρους κονδυλίων χρεωπιστώσεων του λογαριασμού κίνησης (βλ. και ΑΠ 1512/2006, ΑΠ 192/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, θεωρείται κατ` άρθρο 916 ΚΠολΔ εκκαθαρισμένη η απαίτηση και μπορεί να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση παρά το μη προσδιορισμό του ποσού της παροχής στον εκτελεστό τίτλο, αν κατά τη σύνταξη της επιταγής είναι δυνατός ο καθορισμός αυτός με αριθμητική ή λογιστική εργασία με βάση τα στοιχεία του τίτλου (βλ. Μιχ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος II, άρθρο 916αρ. 3, 5, σελ. 547, 548). Στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, προκύπτει σαφώς η αιτία της απαίτησης και το ύψος αυτής, ενώ από τις προσκομισθείσες κινήσεις των λογαριασμών που εξυπηρετούσαν την ένδικη πίστωση φαίνονται αναλυτικά οι χρεοπιστώσεις και ο τρόπος υπολογισμού των κονδυλίων. Επίσης, το ποσό των τόκων είναι εφικτό να καθοριστεί με αριθμητική ή λογιστική εργασία με βάση τα στοιχεία του τίτλου.

Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονταν ότι, παράνομα η καθ’ής τους επιβάρυνε,  με τον σχετικό υπ΄αρ.6.6 όρο της πρόσθετης πράξης της επίμαχης σύμβασης, με την εισφορά του Ν.128/1975, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο λόγο αυτό, επικουρικά δε  υποστήριζαν, με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής τους, ότι ακόμη κι αν κριθεί επιτρεπτή η συμβατική μετακύλιση σε αυτούς της ως άνω εισφοράς, είναι σε κάθε περίπτωση παράνομος ο ανατοκισμός αυτής, καθώς η καθ’ής κεφαλαιοποιούσε, τόκιζε και ανατόκιζε το ποσό της εισφοράς του Ν. 128/1975 κάθε φορά που προέβαινε σε χρεώσεις τόκων πάσης φύσης, αφού στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους (εκτοκισμός) περιέχοντες και ποσά της εν λόγω εισφοράς, με αποτέλεσμα η ακυρότητα των επιμέρους ποσών (των τόκων επί της εισφοράς αυτής) να επηρεάζει την αποδεικτικτότητα των εγγράφων, βάσει των οποίων εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης, αφού στα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της (καθ’ής) δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών. Κατά τα προαναφερθέντα, όμως, στην υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, οι λόγοι αυτοί της ανακοπής, αορίστως προβάλλονται, αφού οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν επακριβώς τα επιπλέον ποσά με τα οποία επιβαρύνθηκαν παράνομα και ποιο τελικά είναι το ποσό που από αυτά τα κονδύλια οφείλουν, παρά μόνο προτείνεται από αυτούς μία γενική και ασαφής αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού ως προς τα κονδύλια της εισφοράς και των τόκων επ΄αυτής, που τηρείτο προς εξυπηρέτηση της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης. Σε κάθε περίπτωση, οι ως άνω λόγοι είναι απορριπτέοι ως νομικά αβάσιμοι και τούτο διότι, όπως αναλυτικά εκτέθηκε στην υπό στοιχ. ΙΙΙ μείζονα σκέψη, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό των συμβάσεων πιστώσεων της τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο και συνακόλουθα και στους εγγυητές αυτού, έγκυρα μπορεί να συμφωνηθεί συμβατικά μεταξύ αυτών και της πιστοδότριας τράπεζας, χωρίς μάλιστα να απαιτείται ειδικότερη αιτιολόγηση της συμφωνίας αυτής και είναι νόμιμος, αφού δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, συντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων (ΑΠ 35/2011, ΑΠ 330/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο έλεγχος του αντίστοιχου συμβατικού όρου περιορίζεται στην τήρηση των όρων της διαφάνειας. Στην προκειμένη δε περίπτωση, δεν προκύπτει, ότι ο εν λόγω συμβατικός όρος, που ρητά συμφωνήθηκε μεταξύ της καθ’ής τράπεζας και των ανακοπτόντων, ήταν αόριστος ή αδιαφανής. Επίσης, το ποσό της εισφοράς του Ν. 128/1975 νόμιμα μπορεί να ανατοκίζεται, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (βλ. Ολ.ΑΠ 35/1997,ο.π, Σπ. Ψυχομάνη, άρθρο «Τα τραπεζικά επιτόκια» σε ΝοΒ 1995, σελ. 16-17). Συνεπώς, τα όσα, αντίθετα με τα παραπάνω, υποστηρίζουν οι ανακόπτοντες με τον τρίτο πρόσθετο λόγο της ένδικης έφεσής τους είναι αβάσιμα και συνεπώς, απορριπτέα.

Με τον τέταρτο, τέλος, πρόσθετο λόγο της έφεσης, οι εκκαλούντες- ανακόπτοντες υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον έκτο και τελευταίο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο ισχυρίζονταν ότι η επίδικη διαταγή πληρωμής πάσχει από ακυρότητα, διότι δεν αναφέρεται σε αυτήν το επιτόκιο και η συχνότητα του ανατοκισμού. Ο λόγος, όμως, αυτός της ανακοπής, όπως ορθά, επίσης, έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, είναι πρωτίστως απορριπτέος ως αόριστος, καθώς δεν συνδέεται με συγκεκριμένα κονδύλια του λογαριασμού τα οποία προσβάλει. Πέραν δε τούτου, είναι απορριπτέος και ως νομικά αβάσιμος, αφού, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αλλά και στην οικεία νομική σκέψη, η αναγραφή των ως άνω στοιχείων (του επιτοκίου του ανατοκισμού) δεν είναι απαραίτητη στη διαταγή πληρωμής, η οποία δεν αποτελεί δικαστική απόφαση, ούτε η έλλειψή τους καθιστά αυτήν αόριστη. Επομένως, και ο τελευταίος ως άνω πρόσθετος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την ανακοπή, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο, αντίθετα με τα όσα, αβάσιμα, υποστηρίζουν οι εκκαλούντες, με την ένδικη έφεσή τους και τους πρόσθετους λόγους αυτής. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι της, ν΄απορριφθούν κατ΄ουσία. Τα δικαστικά έξοδα της καθ’ής η ανακοπή – εφεσίβλητης, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, θα επιβληθούν εις βάρος των ηττηθέντων και στην εκκλητή δίκη ανακοπτόντων – εκκαλούντων- ασκούντων τους πρόσθετους λόγους της έφεσης, όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο, του παραβόλου, που κατέθεσαν οι εκκαλούντες, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 εδ.εΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την από 20-1-2019 έφεση, καθώς και τους από 1-10-2019 πρόσθετους λόγους αυτής, κατά της υπ’αρ. 2054/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.

Δέχεται τυπικά την έφεση και τους πρόσθετους λόγους.

Απορρίπτει την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής, στην ουσία.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης -καθ’ής οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος των εκκαλούντων – ασκούντων τους πρόσθετους λόγους, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων εκατό (2.100) ευρώ.

Διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, το κατατεθέν, από τους  εκκαλούντες, παράβολο.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις 11-5- 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              H  ΓPAMMATEAΣ