Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 365/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Έφεση. Η κατάθεση των προτάσεων στο εφετείο, γίνεται έως την έναρξη της συζήτησης, το ίδιο ισχύει, και εάν η συζήτηση είχε χωρήσει ερήμην ενός διαδίκου στον πρώτο βαθμό, για τις εφέσεις κατά αποφάσεων που εκδόθηκαν πριν από την 1-1-2016 και επί των αγωγών που είχαν κατατεθεί πριν την ημερομηνία αυτή, εάν η έφεση ασκήθηκε μετά την 1-1-2016. Διάρρηξη. Σε περίπτωση που αντικείμενο της καταδολιευτικής απαλλοτριώσεως είναι περισσότερα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, η διάρρηξη περιορίζεται σε όσα (και σε εκείνα που) απαιτούνται για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή, ενώ σε περίπτωση που αντικείμενό της είναι μόνον ένα (ενιαίο) περιουσιακό στοιχείο, η διάρρηξη περιορίζεται στο ποσοστό του εκείνο, η αξία του οποίου καλύπτει την αξία της απαιτήσεως του δανειστή.

 

Αριθμός     365 /2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ελένη Κούφη, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη-Εισηγητή, Σοφία Καλούδη, Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Στο άρθρο 528 του ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 3994/2011) ορίζεται ότι : «Αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από την ανωτέρω διάταξη, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως κατά αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, προκύπτει ότι στην περίπτωση αυτή η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Ειδικότερα, παρέχεται η δυνατότητα στον διάδικο, που δικάσθηκε ερήμην στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες, που η απουσία του, ενδεχομένως, επέφερε (βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 3994/2011). Συνεπώς για την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως, όταν αυτή εκδόθηκε ερήμην του διαδίκου (εκκαλούντος), δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της εφέσεως, αλλά επαρκεί η τυπική παραδοχή της (βλ. ΑΠ 579/2018, ΑΠ 495/2017, ΑΠ 546/2014, ΑΠ 251/2009, ΑΠ 866/2008, ΑΠ 884/2007 άπασες εις ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη «Η έφεση» εκδ. 2015 σελ. 513 αρ. 2042, Α. Πανταζόπουλο εις «Η ΕΦΕΣΗ» επιμ. Κ. Οικονόμου εκδ. 2017 σελ. 297 επ. αρθρ. 528). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 524 παρ. 1 εδ. β’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015),  η κατάθεση των προτάσεων στο εφετείο, η οποία είναι υποχρεωτική, γίνεται έως την έναρξη της συζήτησης. Επίσης, κατά το άρθρο 524 παρ. 2 του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), το ίδιο ως άνω ισχύει, για την κατάθεση των προτάσεων και εάν η συζήτηση είχε χωρήσει ερήμην ενός διαδίκου στον πρώτο βαθμό. Τέλος, κατά τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ν. 4335/2015 : «Οι νέες διατάξεις για τα ένδικα μέσα … εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα μετά την 1.1.2016 ένδικα μέσα…». Από την τελευταία διάταξη συνάγεται ότι οι διατάξεις του ν. 4335/2015, οι οποίες αφορούν στα ένδικα μέσα που προβλέπονται στον ΚΠολΔ, εφαρμόζονται και για τις εφέσεις κατά αποφάσεων που εκδόθηκαν πριν από την 1-1-2016και επί των αγωγών που είχαν κατατεθεί πριν την ημερομηνία αυτή, εάν η έφεση ασκήθηκε μετά την 1-1-2016 (βλ. Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη «Ερμηνεία ΚΠολΔ» εκδ. 2η αρθρ. 524 αρ. 1 και 9 σελ. 835 – 846). Σημειωτέον ότι σύμφωνα με την προηγούμενη ρύθμιση, που είχε εισαχθεί με το άρθρο 44 του ν. 3994/2011, η οποία τροποποιούσε το άρθρο 524 παρ. 2 του ΚΠολΔ και η οποία καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς εφέσεις που έχουν ασκηθεί προ της 1ης-1-2016, προβλεπόταν ότι εάν επρόκειτο περί εκκαλούμενης απόφασης του πολυμελούς πρωτοδικείου, που είχε εκδοθεί ερήμην του εκκαλούντος, ο χρόνος κατάθεσης των προτάσεων ήταν είκοσι ημέρες πριν από τη δικάσιμο.

Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη έφεση πλήττεται η υπ’ αριθ. 4871/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε επί της από 7-1-2013 (υπ’ αριθ. ………./8-1-2013 εκθ. καταθ.) αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων. Η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπροθέσμως, ενόψει του ότι η επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως διενεργήθηκε στις 11-7-2018 (βλ. τις υπ’ αριθ. ../11-7-2018 και …/11-7-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………) και αυτή (έφεση) κατατέθηκε στις 30-7-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. …………./30-7-2018 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς) και έχει καταβληθεί το ανάλογο παράβολο (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση τους με το ν. 4335/2015). Επομένως, πρέπει η έφεση αυτή να γίνει τυπικώς δεκτή. Περαιτέρω, με την κρινόμενη έφεση, οι εκκαλούντες ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η ανωτέρω αγωγή, η οποία είχε γίνει μερικώς δεκτή με την ίδια απόφαση, για τους εκτιθέμενους σ’ αυτήν (έφεση) λόγους, που αφορούν στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται στο δικόγραφό της. Ως εκ τούτου, ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε ερήμην των εκκαλούντων, πρέπει, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες (υπό στοιχείο Ι) σκέψεις, η έφεση να γίνει δεκτή και κατ’ ουσίαν και αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να ερευνηθεί η ανωτέρω αγωγή, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Σημειωτέον ότι οι προτάσεις των εκκαλούντων νομοτύπως κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στις 8-5-2019, δηλαδή την προηγούμενη ημέρα της ανωτέρω δικασίμου (βλ. τη σχετική σημείωση επί των προτάσεων αυτών της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς) και ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης περί εκπρόθεσμης κατάθεσης τους είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, η έφεση έχει κατατεθεί μετά την 1-1-2016 (δηλαδή στις 30-7-2018), κατά συνέπεια εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 524 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, κατά τις οποίες η κατάθεση των προτάσεων γίνεται έως την έναρξη της συζήτησης, ανεξαρτήτως του ότι η ανωτέρω αγωγή είχε κατατεθεί πριν την 1-1-2016 (δηλαδή στις 8-1-2013) και συζήτηση της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου είχε χωρήσει ερήμην των εκκαλούντων – εναγομένων, δοθέντος του ότι, όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο Ι), κατά τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ν. 4335/2015 οι σχετικές διατάξεις (του ν. 4335/2015), εφαρμόζονται και για τις εφέσεις κατά αποφάσεων που εκδόθηκαν επί των αγωγών που είχαν κατατεθεί πριν από την 1-1-2016, εάν η έφεση ασκήθηκε μετά την ημερομηνία αυτή (1-1-2016).

ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 939 έως 942 του ΑΚ προκύπτει, ότι για τη γέννηση της αξιώσεως προς διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας απαιτείται η συνδρομή των κατωτέρω προϋποθέσεων : α) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά τον χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, β) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού στοιχείου, γ) πρόθεση βλάβης των δανειστών, δ) γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, η οποία γνώση τεκμαίρεται όταν ο τρίτος είναι κατά την απαλλοτρίωση σύζυγος ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό/ή από αγχιστεία έως τον δεύτερο βαθμό, ενώ η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία και ε) αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία συντρέχει όταν η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία τούτου δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή. Επίσης, πρόθεση βλάβης των δανειστών θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του σχετικού περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία του που απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, αφού στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της πράξης του αυτής είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται. Σημειωτέον ότι ο καταδολιευτικός χαρακτήρας μιας απαλλοτρίωσης δεν αναιρείται, εάν, εκτός από την ανωτέρω πρόθεση βλάβης των δανειστών, ο οφειλέτης παράλληλα επιδιώκει και άλλους σκοπούς με αυτήν. Ακόμη, όπως προαναφέρθηκε, κατά το άρθρο 942 του ΑΚ σε περίπτωση καταδολιευτικής απαλλοτριώσεως από αιτία χαριστική, δεν απαιτείται αυτός υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση να γνώριζε ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του. Τέτοια απαλλοτρίωση, που γίνεται δηλαδή από αιτία χαριστική, αποτελεί και η προβλεπόμενη από το άρθρο 1509 του ΑΚ γονική παροχή που συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα και άρα η περί αυτής δικαιοπραξία είναι χαριστική. Σημειωτέον ότι δεν συνάγεται το αντίθετο από τον χαρακτηρισμό της ως δωρεάς, κατά το μέτρο που υπερβαίνει τις περιστάσεις, αφού τούτο αποσκοπεί να αποκλείσει τη δυνατότητα ανάκλησης αυτής, ως προς το μέρος που δεν αποτελεί δωρεά και όχι να τη χαρακτηρίσει, εξ αντιδιαστολής, ως επαχθή δικαιοπραξία (βλ. ΑΠ 1800/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1799/2007 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1778/2006 ΝοΒ 2007 338, ΑΠ 638/2004 ΕλλΔνη 2006 157, ΑΠ 1680/2002 ΝοΒ 2003 1219). Τέλος, η διάρρηξη δύναται να ζητηθεί από τον δανειστή και να διαταχθεί από το δικαστήριο, κατ’ αρχάς, μόνο στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για την ικανοποίηση του δανειστή, ο οποίος και δεν έχει έννομο συμφέρον για διάρρηξη πλέον αυτού. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που αντικείμενο της καταδολιευτικής απαλλοτριώσεως είναι περισσότερα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, η διάρρηξη περιορίζεται σε όσα (και σε εκείνα που) απαιτούνται για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή, ενώ σε περίπτωση που αντικείμενό της είναι μόνον ένα (ενιαίο) περιουσιακό στοιχείο, η διάρρηξη περιορίζεται στο ποσοστό του εκείνο, η αξία του οποίου καλύπτει την αξία της απαιτήσεως του δανειστή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το δικαστήριο, για να διατάξει τη μερική διάρρηξη, πρέπει, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ολοσχερής ικανοποίηση της απαιτήσεως του ενάγοντος δανειστή από το σχετικό πλειστηρίασμα, να συνεκτιμήσει, πέρα από το ύψος της εν λόγω απαίτησης (κατά το κεφάλαιο και τους τυχόν οφειλόμενους τόκους), τα έξοδα της κατά του οφειλέτη επικείμενης αναγκαστικής εκτελέσεως, καθώς και το γεγονός ότι κατά τον πλειστηριασμό είναι απίθανο να επιτευχθεί πλειστηρίασμα ίσο με την αγοραία αξία του ακινήτου (βλ. ΑΠ 1625/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 822/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1963/2009 ΧρΙΔ 2010 611, ΕφΠατρ 161/2019 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την ανωτέρω αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, όπως αυτή εκτιμάται από το Δικαστήριο τούτο, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εξέθεσε ότι, στο πλαίσιο της εμπορικής δραστηριότητάς της στον τομέα των υποδημάτων και συναφών ειδών, πώλησε στην πρώτη εναγομένη διάφορα εμπορεύματα με πίστωση του τιμήματος, για την εξασφάλιση της πληρωμής του οποίου η πρώτη εναγομένη αποδέχθηκε τις αναφερόμενες συναλλαγματικές, των οποίων αυτή (ενάγουσα) τυγχάνει νόμιμη κομίστρια. Ότι, κατόπιν αίτησής της, βάσει των αναφερομένων μη πληρωθεισών σχετικών συναλλαγματικών, εκδόθηκαν οι υπ’ αριθ. …../2012 και ……./2012 διαταγές πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών, δυνάμει των οποίων η πρώτη εναγομένη υποχρεώθηκε να της καταβάλει τα ποσά των 10.000 ευρώ και 9.153,49 ευρώ. Ότι αντίγραφο εξ απογράφου των ανωτέρω διαταγών πληρωμής, με επιταγή προς πληρωμή για τα ποσά των 11.240,84 ευρώ και 10.214,62 ευρώ και συνολικώς ποσού 21.455,46 ευρώ, μετά των νομίμων τόκων και εξόδων, επιδόθηκε, με επιμέλεια της, στην πρώτη εναγομένη στις 27-06-2012 και στις 19-12-2012 αντιστοίχως. Ότι η πρώτη εναγομένη, ενεργώντας με πρόθεση να ματαιώσει την ικανοποίηση της ως άνω απαίτησής της, με το υπ’ αριθ. …../2-6-2011 συμβόλαιο γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Νίκαιας Αττικής ………….., που μεταγράφηκε νόμιμα την 7-6-2011 στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικό Γραφείο Νίκαιας Αττικής, μεταβίβασε προς τον δεύτερο εναγόμενο, υιό της, την περιγραφόμενη οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) της κυριότητάς της, κειμένης σε οικοδομή που βρίσκεται στη Νίκαια Αττικής, αντικειμενικής και αγοραίας αξίας ποσού 51.471 ευρώ, παρά το γεγονός ότι αυτή (1η εναγομένη) γνώριζε ότι, ήδη, είχε οφειλές προς αυτήν για την πληρωμή του ως άνω τιμήματος και είχε αποδεχθεί προς τούτο τις περισσότερες από τις προαναφερθείσες συναλλαγματικές, βάσει των οποίων εκδόθηκαν οι ανωτέρω διαταγές πληρωμής. Επίσης ότι, μετά τη μεταγραφή του ανωτέρω συμβολαίου, τμηματικά στις 24-6-2011 και στις 3-8-2011, η πρώτη εναγομένη, για την ως άνω αιτία, αποδέχθηκε τις υπόλοιπες ως άνω συναλλαγματικές, μεταθέτοντας, περαιτέρω, χρονικώς την υποχρέωση καταβολής του αντιστοίχως οφειλόμενου ποσού. Ακόμη, ότι μετά την προαναφερθείσα μεταβίβαση του ανωτέρω περιουσιακού στοιχείου της πρώτης εναγομένης, απομένει στην κυριότητά της, μόνον το 1/8 εξ αδιαιρέτου στο δικαίωμα υψούν του Δ΄ πάνω από το ισόγειο ορόφου, της ίδιας ανωτέρω οικοδομής, αξίας 1.412,65 ευρώ. Τέλος, ότι, μετά την εν λόγω απαλλοτρίωση, η υπόλοιπη περιουσία της πρώτης εναγομένης δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεών της και ότι ο δεύτερος εναγόμενος, γνώριζε την ύπαρξη του ανωτέρω χρέους της πρώτης εναγομένης (μητέρας του) προς σ’ αυτήν (ενάγουσα) και ότι η τελευταία προέβη στην εν λόγω απαλλοτρίωση προς βλάβη της (ενάγουσας). Βάσει των προαναφερθέντων, η ενάγουσα ζήτησε να διαρρηχθεί υπέρ αυτής η ανωτέρω δικαιοπραξία γονικής παροχή, ως καταδολιευτική και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική δαπάνη της. Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή, η οποία έχει εγγραφεί νομίμως και εμπροθέσμως, κατ’ άρθρον 220 παρ. 1 του ΚΠολΔ, στα οικεία βιβλία (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. …../9-1-2013 πιστοποιητικό του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας Αττικής), είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 939, 941 παρ. 2, 942, 943 του ΑΚ και 176 του ΚΠολΔ. Επομένως, αυτή πρέπει να εξετασθεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Από την εκτίμηση όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων, που διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα εταιρία, η οποία διατηρεί εμπορική επιχείρηση στον τομέα των υποδημάτων και συναφών ειδών, στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της αυτής, κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του έτους 2010 μέχρι τον Ιούνιο του έτους 2011, πώλησε και παρέδωσε στην πρώτη εναγομένη, η οποία διατηρεί αντίστοιχη ατομική εμπορική επιχείρηση (κατάστημα) διάφορα εμπορεύματα (είδη υποδημάτων) με πίστωση του τιμήματος, για την εξασφάλιση της πληρωμής του οποίου, η τελευταία (1η εναγομένη) είχε αποδεχθεί τις ακολούθως αναφερόμενες συναλλαγματικές, τις οποίες η ενάγουσα εξέδωσε εις διαταγή της. Ειδικότερα, η πρώτη εναγομένη, για την ως άνω αιτία, αποδέχθηκε, μεταξύ άλλων, τις συναλλαγματικές : 1) έκδοσης και αποδοχής την 13-09-2010 και λήξης την 31-08-2011, ποσού 2.000 ευρώ, 2) έκδοσης και αποδοχής την 22-12-2010 και λήξης την 30-09-2011, ποσού 1.000 ευρώ, 3) έκδοσης και αποδοχής την 22-12-2010 και λήξης την 31-10-2011, ποσού 1.000 ευρώ, 4) έκδοσης και αποδοχής την 15-02-2011 και λήξης την 31-12-2011, ποσού 2.000 ευρώ, 5) έκδοσης και αποδοχής την 08-03-2011 και λήξης την 30-09-2011, ποσού 1.000 ευρώ, 6) έκδοσης και αποδοχής την 08-03-2011 και λήξης την 31-12-2011, ποσού 1.000 ευρώ, 7) έκδοσης και αποδοχής την 24-06-2011 και λήξης την 31-01-2012, ποσού 1.000 ευρώ, 8) έκδοσης και αποδοχής την 24-06-2011 και λήξης την 31-03-2012, ποσού 1.000 ευρώ, 9) έκδοσης και αποδοχής την 13-09-2010 και λήξης την 30-06-2011, ποσού 1.500 ευρώ, 10) έκδοσης και αποδοχής την 24-06-2011 και λήξης την 30-04-2012, ποσού 1.000 ευρώ, 11) έκδοσης και αποδοχής την 24-06-2011 και λήξης την 31-05-2012, ποσού 1.000 ευρώ, 12) έκδοσης και αποδοχής την 02-08-2011 και λήξης την 30-06-2012, ποσού 1.500 ευρώ, 13) έκδοσης και αποδοχής την 02-08-2011 και λήξης την 31-07-2012, ποσού 1.500 ευρώ, 14) έκδοσης και αποδοχής την 02-08-2011 και λήξης την 31-08-2012, ποσού 2.000 ευρώ και 15) έκδοσης και αποδοχής την 02-08-2011 και λήξης την 30-09-2012, ποσού 2.000 ευρώ. Σημειωτέον ότι με την αποδοχή από την πρώτη εναγομένη των προαναφερθεισών συναλλαγματικών και την παράδοσή τους στην ενάγουσα δεν επήλθε απόσβεση της αντίστοιχης προγενέστερης οφειλής για την καταβολή του ισόποσου πιστωθέντος τιμήματος της σχετικής πώλησης, ενόψει του ότι αυτή θα επερχόταν μόνον με την πληρωμή αυτών (άρθρο 421 του ΑΚ). Ειδικότερα, στην περίπτωση αυτή, εφόσον διασώζεται η εκ της αρχικής ενοχής υποχρέωση του οφειλέτη, ο δανειστής έχει παραλλήλως δύο απαιτήσεις, από την παλιά και τη νέα ενοχή, δηλαδή στην προκείμενη περίπτωση αυτήν από το τίμημα της πώλησης και την άλλη από τις ανωτέρω συναλλαγματικές, όμως αυτός (δανειστής) οφείλει, σύμφωνα με τη συναλλακτική καλή πίστη (άρθρο 288 του ΑΚ), να επιδιώξει την ικανοποίηση του από τη νέα ενοχή και εφόσον δεν το κατορθώσει ή αυτό δεν είναι δυνατό (π.χ. λόγω παραγραφής), δικαιούται να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαιτήσεως του από την αρχική ενοχή (βλ. ΑΠ 94/2006 ΕλλΔνη 47 1412). Ωστόσο, οι ανωτέρω συναλλαγματικές κατά τη λήξη τους, αντιστοίχως, δεν πληρώθηκαν από την πρώτη εναγομένη. Επίσης, κατόπιν σχετικής αιτήσεως της ενάγουσας, ως νόμιμης κομίστριας των ανωτέρω συναλλαγματικών, εκδόθηκαν : α) η υπ’ αριθ. …../2012 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών, βάσει των ως άνω υπ’ αριθ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7 και 8 συναλλαγματικών, δυνάμει της οποίας η πρώτη εναγομένη υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 10.000 ευρώ (2.000 + 1.000 + 1.000 + 2.000 + 1.000 + 1.000 + 1.000 + 1.000 = 10.000), πλέον νομίμων τόκων (για τις υπ’ αριθ. 1, 2, 3 και 5 συναλλαγματικές από την 19-4-2012 και για τις υπόλοιπες από την ανωτέρω ημεροχρονολογία της λήξης τους, αντιστοίχως) και δικαστικών εξόδων και β) η υπ’ αριθ. …../2012 διαταγή πληρωμής της Ειρηνοδίκη Αθηνών, βάσει των ως άνω υπ’ αριθ. 9, 10, 11, 12, 13, 14 και 15 συναλλαγματικών, δυνάμει της οποίας η πρώτη εναγομένη υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 9.153,49 ευρώ (1.500 + 1.000 +1.000 +1.500 + 1.500 + 2.000 + 2.000 = 10.500 ευρώ – 1.346,51 ευρώ, λόγω αντίστοιχης μερικής καταβολής της 1ης εναγομένης), πλέον νομίμων τόκων (από την ανωτέρω ημεροχρονολογία της λήξης εκάστης συναλλαγματικής, αντιστοίχως) και δικαστικών εξόδων. Ακόμη, με επιμέλεια της ενάγουσας, επιδόθηκε στην πρώτη εναγομένη αντίγραφο εξ απογράφου των ανωτέρω διαταγών πληρωμής, μετά επιταγής προς πληρωμή : α) για το ποσό των 11.240,84 ευρώ ως προς την υπ’ αριθ. …../2012 διαταγή πληρωμής, που επιδόθηκε στις 27-06-2012 και β) για το ποσό των 10.214,62 ευρώ ως προς την υπ’ αριθ. …./2012 διαταγή πληρωμής, που επιδόθηκε στις 19-12-2012 (βλ. τις υπ’ αριθ. …./27-06-2012 και  …/19-12-2012 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ….. ., αντιστοίχως), δηλαδή για συνολικό ποσό 21.455,46 ευρώ (11.240,84 + 10.214,62 = 21.455,46).

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 2-6-2011, δυνάμει του υπ’ αριθ. …/02-06-2011 συμβολαίου περιουσιακής – γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Νίκαιας ………….., που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη Αττικής (υπ’ αριθ. ……/07-06-2011 καταχώρησης), η πρώτη εναγομένη μεταβίβασε, κατά την πλήρη κυριότητα, στον δεύτερο εναγόμενο, υιό της, μία οριζόντια ιδιοκτησίασυγκείμενη εξ ολοκλήρου του υφισταμένου πρώτου (Α) πάνω από το ισόγειο ορόφου, πλην των κοινοχρήστων χώρων, αποτελούμενη εξ ενός διαμερίσματος εκ τριών (3) δωματίων, χώλλ, κουζίνας, οφφίς, λουτρού και εξωστών και του ακαλύπτου χώρου, κειμένη επί της οδού …. (πρώην …..) αρ. .., στη Νίκαια Αττικής, εμφαινόμενη στο από Ιουλίου 1976 σχεδιάγραμμα κάτοψης Α’ ορόφου του πολιτικού μηχανικού ………., συνημμένου στο υπ’ αριθ. …./1976 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Νίκαιας ……….., επιφάνειας ογδόντα έξι (86) τ.μ., όγκου ιδιόκτητου διακοσίων εβδομήντα πέντε (275) κ.μ., όγκου κοινοχρήστων σαράντα (40) κ.μ., δηλαδή συνολικού όγκου τριακόσια δεκαπέντε (315) κ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του σχετικού οικοπέδου διακόσια χιλιοστά (200/1000) εξ αδιαιρέτου, αντιστοιχούντος σε 26,93 τ.μ., με συμμετοχή στις δαπάνες κοινοχρήστων 250/1000, στις δαπάνες κεντρικής θέρμανσης 250/000 και ψήφους στη γενική συνέλευση 250 επί χιλίων, που έχει λάβει αριθμό ΚΑΕΚ ……………. Επίσης, αποδείχθηκε ότι, μετά τη μεταβίβαση της ανωτέρω οριζόντιας ιδιοκτησίας από την πρώτη εναγομένη, το μοναδικό (εμφανές) περιουσιακό στοιχείο το οποίο εξακολουθεί να παραμένει στην ιδιοκτησία της (1ης εναγομένης) είναι το 1/8 εξ αδιαιρέτου οριζόντιας ιδιοκτησίας, συγκείμενης εκ του δικαιώματος υψούν, απεριορίστως ύψους κτισμάτων, επί του δώματος του Γ΄ ορόφου, δηλαδή εκ του δικαιώματος υψούν του Δ’ υπέρ το ισόγειο ορόφου και επέκεινα, οριζομένου απεριορίστως ύψους εφ’ ολοκλήρου της οικοδομήσιμου επιφάνειας του σχετικού οικοπέδου μετά συνολικού ποσοστού 200/000 εξ αδιαιρέτου, που έχει λάβει αριθμό ΚΑΕΚ ……………. Σημειωτέον ότι οι ανωτέρω οριζόντιες ιδιοκτησίες έχουν υπαχθεί στο καθεστώς της κατ’ ορόφους ιδιοκτησίας (ν. 3741/1929), δυνάμει της υπ’ αριθ. ……./1976 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Νίκαιας …………., νομίμως μεταγραφείσας στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Νίκαιας (σε τόμο ….. και αρ. …..), σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. …../1963 παραχωρητήριο του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, νομίμως μεταγραφέντος στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Νίκαιας (σε τόμο …. και αρ. …..) και αποτελούν τμήμα ακινήτου κείμενου στον προσφυγικό συνοικισμό ………., της περιφέρειας του Δήμου Νίκαιας και ήδη Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη, εντός του σχεδίου της πόλεως αυτής, επί της οδού …. (πρώην …..) αρ. …, εκτάσεως του οικοπέδου 134,63 τ.μ., εμφαινομένου του οικοπέδου αυτού υπό τον αριθμό 1 στο τετράγωνο 1 στο υπ’ αριθ.  …./1962 διάγραμμα του μηχανικού ……….. κατατεθειμένου στο Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, καθώς και στο προαναφερθέν από Ιουλίου 1976 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …………, που συνορεύει ανατολικώς με τις υπ’ αριθ. (2) και (8) ιδιοκτησίες επί συνολικής πλευράς 20,10 μ., νοτίως με την οδό ….. επί προσώπου 10 μ., δυτικώς με όριο απαλλοτριώσεως επί πλευράς 8,25 μ. και βορειοδυτικώς με όριο απαλλοτριώσεως επί πλευράς 4,70 μ. και 10,70μ., δηλαδή επί συνολικής πλευράς 15,40μ. Ακόμη, η αξία της ανωτέρω μεταβιβασθείσας οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαμερίσματος του Α’ ορόφου προσδιορίζεται στο ανωτέρω συμβόλαιο (υπ’ αριθ. ……/02-06-2011), κατά το αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού, αλλά ταυτιζομένης και της αγοραίας, στο ποσό των 51.471 ευρώ, ενώ, η αξία του ιδανικού μεριδίου του 1/8 εξ αδιαιρέτου στο δικαίωμα υψούν του Δ’ πάνω από το ισόγειο και επέκεινα ορόφων, που απομένει στην κυριότητα της πρώτης εναγόμενης, προσδιορίζεται, κατά το αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού, στο ποσό των 1.412,65 ευρώ (56.505,99 Χ 200/1000 Χ 1/8). Σημειωτέον ότι δεν υπάρχει κάποιος ισχυρισμός των διαδίκων περί διαφοροποιήσεως της εμπορικής αξίας των ανωτέρω ακινήτων από αυτήν που προαναφέρθηκε, αντιστοίχως. Ακόμη αποδείχθηκε ότι, κατά τον ως άνω χρόνο (7-6-2011), που πραγματοποιήθηκε η ανωτέρω μεταβίβαση, λόγω γονικής παροχής, στον δεύτερο εναγόμενο, του προαναφερθέντος περιουσιακού στοιχείου της πρώτης εναγομένης, η τελευταία, ήδη από την 13-09-2010, 22-12-2010, 15-02-2011 και 8-3-2011, αντιστοίχως, είχε αποδεχτεί τις ανωτέρω επτά (7), εκ του συνόλου των δέκα πέντε (15), συναλλαγματικών, για τις οποίες εκδόθηκαν οι ανωτέρω διαταγές πληρωμής. Επιπλέον, στις 24-6-2011, δηλαδή λίγες μόνον ημέρες μετά την εν λόγω μεταβίβαση, η πρώτη εναγομένη αποδέχθηκε ακόμη τέσσερεις (4) από τις ανωτέρω συναλλαγματικές, ενώ, σε σχετικώς σύντομο χρονικό διάστημα, δηλαδή στις 3-8-2011, αυτή αποδέχθηκε και τις υπόλοιπες τέσσερεις (4) από τις ανωτέρω συναλλαγματικές, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε δεν πληρώθηκαν. Σημειωτέων ότι όλες οι προαναφερθείσες συναλλαγματικές αφορούσαν σε προγενέστερες οφειλές της πρώτης εναγομένης προς την ενάγουσα, για το τίμημα των ανωτέρω πωλήσεων, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, είχαν καταρτισθεί μεταξύ των μερών αυτών, κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του έτους 2010 μέχρι τον Ιούνιο του έτους 2011. Μάλιστα, μετά την παρέλευση σχετικώς σύντομου χρονικού διαστήματος από την εν λόγω μεταβίβαση, η πρώτη εναγομένη μεταβίβασε στη θυγατέρα της (………..) την ως άνω ατομική επιχείρηση (κατάστημα) που διατηρούσε (βλ. την από 27-06-2012 απόδειξη λιανικής πωλήσεως). Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά την ίδια ως άνω χρονική περίοδο, η πρώτη εναγομένη είχε και άλλα χρέη προς τρίτους, όπως προς την τράπεζα «EUROBANΚ» σχετικώς με την υπ’ αριθ. …../15-7-2005 σύμβαση πίστωσης, ο λογαριασμός εξυπηρέτησης της οποίας εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 17.336 ευρώ  και 18.356,70 ευρώ, στις 2-6-2011 και στις 19-12-2012, αντιστοίχως (βλ. την υπ’ αριθ. 143/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς).

Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι η πρώτη εναγομένη, οφειλέτρια της ενάγουσας, προέβη στην εν λόγω μεταβίβαση, με πρόθεση να βλάψει την τελευταία (ενάγουσα), κατά την έννοια του άρθρου 939 του ΑΚ, αφού αποδείχθηκε ότι, μολονότι γνώριζε την ανωτέρω εναντίον της απαίτησή της, προέβη στην ως άνω απαλλοτριωτική δικαιοπραξία, ματαιώνοντας την δια της αναγκαστικής εκτελέσεως ικανοποίηση της απαίτησης αυτής, η οποία παραμένει στο σύνολο της ανεξόφλητη. Σημειωτέον ότι οι εναγόμενοι με την έφεσή τους ισχυρίζονται ότι οφείλουν στην ενάγουσα από την ως άνω αιτία μόνον το ποσό των 11.000 ευρώ, περίπου, πλην όμως δεν επικαλούνται κάποια καταβολή για το προαναφερθέν οφειλόμενο ποσό (21.455,46 ευρώ). Επίσης, ο ισχυρισμός των εναγομένων, κατά τον οποίο δεν είχαν την πρόθεση να βλάψουν τα συμφέροντα της ενάγουσας, καθόσον η πρώτη εναγομένη συνεργαζόταν εμπορικώς με την ενάγουσα και προσπαθούσε να ρυθμίζει και να τακτοποιεί τις σχετικές οφειλές της, δεν κρίνεται βάσιμος, διότι δεν προέκυψε ότι πραγματοποιήθηκε κάποια ενέργεια για την τακτοποίηση του εν λόγω χρέους. Ακόμη, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η εν λόγω μεταβίβαση έγινε όχι προς βλάβη της ενάγουσας, αλλά από ηθική υποχρέωση, αφού το ως άνω μεταβιβασθέν περιουσιακό στοιχείο προέρχονταν από την περιουσία του αποβιώσαντος πατρός της πρώτης εναγομένης και αφορούσε και την δική του επιθυμία. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, γιατί δεν προέκυψε ότι συνέτρεχε κάποιος λόγος οικονομικής, οικογενειακής ή επαγγελματικής αυτοτέλειας του δευτέρου εναγομένου (υιού της 1ης ενάγουσας), ώστε να είναι αναγκαία η οικονομική ενίσχυσή του με την ανωτέρω δικαιοπραξία γονικής παροχής. Άλλωστε, ο γονέας που προβαίνει σε γονικές παροχές του άρθρου 1509 του ΑΚ πρέπει να μεταβιβάζει από το ενεργητικό της περιουσίας του, δηλαδή από εκείνο που απομένει μετά την αφαίρεση των χρεών του και την εκπλήρωση των προς τρίτους υποχρεώσεών του, γιατί σε διαφορετική περίπτωση, ο γονέας θα μπορούσε να προβαίνει σε γονικές παροχές με χρήματα των δανειστών του. Εξάλλου, το στοιχείο της σχετικής γνώσης δεν απαιτείται ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, αφού εν προκειμένω πρόκειται για απαλλοτρίωση από χαριστική αιτία, όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο ΙΙ). Ως εκ τούτου, ενόψει του ότι μετά την ως άνω μεταβίβαση του ανωτέρω ακινήτου, η αξία του οποίου, όπως προαναφέρθηκε, ανέρχεται στο ποσό των 51.471 ευρώ και δεδομένης της ανεπάρκειας της υπόλοιπης περιουσίας της πρώτης εναγομένης για την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, το ύψος της οποίας ανέρχεται στο ποσό των 21.455,46 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, η τελευταία δικαιού­ται, να ζητήσει τη διάρρηξη της ανωτέρω δικαιοπραξίας απαλλοτρίωσης. Σημειωτέον ότι ο ισχυρισμός των εναγομένων περί του ότι καταχρηστικώς η ενάγουσα ζητεί τη διάρρηξη της εν λόγω δικαιοπραξίας, λόγω του μικρούς ύψους της σχετικής οφειλής και της πρόθεσής τους για τη ρύθμιση και εξόφληση αυτής είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, δεν προέκυψε ότι υπήρξε κάποια ενέργεια για τη ρύθμιση ή την μερική έστω ικανοποίηση της απαίτησης αυτής.

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, ενόψει του ότι η απαγγελία της διάρρηξης θίγει την καταδολιευτική απαλλοτρίωση μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την ικανοποίηση του δανειστή, ο οποίος και δεν έχει έννομο συμφέρον για διάρρηξη πλέον αυτού, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να απαγγελθεί η μερική διάρρηξη, υπέρ της ενάγουσας, της δικαιοπραξίας που καταρ­τίσθηκε με το υπ’ αριθ. ……/02-06-2011 συμβόλαιο περιουσιακής – γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Νίκαιας …………… και συγκεκριμένα μόνον κατά το μέρος που ζημιώνεται η ενάγουσα δανείστρια και απαιτείται για να καλυφθεί η αξίωσή της κατά της πρώτης εναγομένης οφειλέτριας, που διαφορετικά δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, δηλαδή σε ποσο­στό 50 % επί του ως άνω μεταβιβασθέντος ακίνητου, λαμβάνοντας υπόψη του ύψους της σχετικής απαίτησης (21.455,46 ευρώ πλέον τόκων από 27-6-2012 και 19-12-2012, που επιδόθηκε το αντίγραφο εξ απογράφου μετά επιταγής προς πληρωμή των προαναφερθεισών διαταγών πληρωμής, αντιστοίχως) και της αξίας του ανωτέρου ακινήτου (51.471 ευρώ). Ακόμη, τα δικαστικά έξοδα, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, εις βάρος των εναγομένων – εκκαλούντων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 επ. του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»). Τέλος, ενόψει του ότι η κρινόμενη έφεση των εκκαλούντων – εναγόμενων έγινε δεκτή και ε­ξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ανεξαρτήτως της επί της ουσίας κρίσης του Δικαστηρίου τούτου επί της αγωγής (βλ. ΑΠ 532/2016 ΝΟΜΟΣ), πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως στους εκκαλούντες (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 4871/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, που αφορά στην αναφερθείσα στο σκεπτικό από 7-1-2013 (υπ’ αριθ. …../08-01-2013 εκθ. καταθ.) αγωγή.

Δέχεται κατά ένα μέρος την ανωτέρω αγωγή.

Απαγγέλλει υπέρ της ενάγουσας, τη μερική διάρρηξη, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, της σύμβασης μεταβίβασης κυριότητας, λόγω γονικής παροχής, που καταρτίσθηκε με το υπ’ αριθ. …../02-06-2011 συμβόλαιο περιουσιακής – γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Νίκαιας ……………., που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη Αττικής (υπ’ αριθ. ……/07-06-2011 καταχώρησης), δυνάμει του οποίου η πρώτη εναγομένη μεταβίβασε, κατά την πλήρη κυριότητα, στο δεύτερο εναγόμενο, μία οριζόντια ιδιοκτησίασυγκείμενη εξ ολοκλήρου του υφισταμένου πρώτου (Α) πάνω από το ισόγειο ορόφου, πλην των κοινοχρήστων χώρων, αποτελούμενη εξ ενός διαμερίσματος εκ τριών (3) δωματίων, χώλλ, κουζίνας, οφφίς, λουτρού και εξωστών και του ακαλύπτου χώρου, κειμένη επί της οδού …. (πρώην ….) αρ. ….., στη Νίκαια Αττικής, εμφαινόμενη στο από Ιουλίου 1976 σχεδιάγραμμα κάτοψης Α’ ορόφου του πολιτικού μηχανικού ……….., συνημμένου στο υπ’ αριθ. …./1976 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Νίκαιας …….., επιφάνειας ογδόντα έξι (86) τ.μ., όγκου ιδιόκτητου διακοσίων εβδομήντα πέντε (275) κ. μ., όγκου κοινοχρήστων σαράντα (40) κ. μ., δηλαδή συνολικού όγκου τριακόσια δεκαπέντε (315) κ. μ.,  με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του σχετικού οικοπέδου διακόσια χιλιοστά (200/1000) εξ αδιαιρέτου, αντιστοιχούντος σε 26,93 τ.μ., με συμμετοχή στις δαπάνες κοινοχρήστων 250/1000, στις δαπάνες κεντρικής θέρμανσης 250/000 και ψήφους στη γενική συνέλευση 250 επί χιλίων, που έχει λάβει αριθμό ΚΑΕΚ ……………..

Καταδικάζει τους εκκαλούντες – εναγομένους στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης – ενάγουσας, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου (υπ’ αριθ. ……../25-09-2018, ποσού 150 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 16 Ιανουαρίου 2020.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω λήξεως της

αποσπάσεώς της

και αναχωρήσεώς της,

ο αρχαιότερος της

συνθέσεως Εφέτης,

Ιωάννης Αποστολόπουλος.

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 15η Μαΐου  2020, με άλλη σύνθεση, λόγω λήξεως της αποσπάσεώς της και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών,  Ελένης Κούφη, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά και Σοφία Καλούδη,  Εφέτες, και με Γραμματέα την Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ