Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 349/2020

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου στη Σαλαμίνα Ν. Αττικής. Ιδιοκτησιακό καθεστώς δασών και δημόσιων κτημάτων κατά την σύσταση του Ελληνικού Κράτους. Οι εκτάσεις, που αποτελούσαν δάση κατά την έναρξη ισχύος του Β.Δ. της 16.11.1836, θεωρείτο κατά μαχητό τεκμήριο ότι περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Ορισμένο αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ιδιώτη τμήματος δημοσίου κτήματος. ΚΑΕΚ. ΄Εκτακτη χρησικτησία. Διόρθωση εσφαλμένης πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, προκειμένου να καταχωριστούν οι ενάγοντες συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου, αντί της εσφαλμένης εγγραφής, κατά την οποία κύριος αυτού φερόταν το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Απόρριψη έφεσης του εκκαλούντος – εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου.

 

Αριθμός Απόφασης:  349/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 27/12/2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 28-12-2017, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 22-08-2018, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2018, κατά της με αριθμ. 5234/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της συμπροσβαλλόμενης με αριθμ. 1349/2014 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, οι οποίες εκδόθηκαν, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 24-9-2010 υπ’ αριθ. κατ. ……/28.9.2010 αγωγής, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 και 520 ΚΠολΔ, όπως δεν αμφισβητείται ειδικώς. Επομένως, εφόσον δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν στο δημόσιο ταμείο παραβόλου, που προβλέπεται από το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, για την άσκηση αυτής, δεδομένου ότι, κατά τα άρθρα 19  §  1 και 36 ΠΔ 28/1931 (ΦΕΚ α’ 239/1931), το εκκαλούν απαλλάσσεται της προκαταβολής των τελών της δίκης, μεταξύ των οποίων και του εν λόγω παραβόλου (βλ. ΜονΕφΠειρ 506/2019 Δημ. Ιστοσελ ΕφΠειρ., Μιχάλης και Άντα Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, έκδοση 2018, άρθρο 495, αρ. 19, σελ. 849765), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με την από 24-9-2010 υπ’ αριθ. κατ. ……/28.9.2010 υπό κρίση αγωγή τους, οι ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι, εξέθεταν, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι κατέστησαν συγκύριοι, κατά τα στην αγωγή αναφερόμενα ιδανικά μερίδια έκαστος, ενός αγροτεμαχίου, ως αυτό αναλυτικά περιγράφεται στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, κατά είδος, θέση, όρια και έκταση, που βρίσκεται στη θέση ………… της περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας, εκτάσεως 280 τ.μ., κατά τον τίτλο κτήσεως (ως αναλυτικά εκτίθεται κατωτέρω) και 276 τ.μ. κατά τη μέτρηση του Κτηματολογίου, όπου έχει λάβει ΚΑΕΚ …………., κατά παράγωγο τρόπο, ήτοι: α) λόγω κληρονομικής εξ αδιαθέτου διαδοχής του …… (πατρός του πρώτου των εναγόντων, παππού εκ πατρικής γραμμής των λοιπών), ο οποίος απεβίωσε στις 5-9-1994 (αφήνοντας ως πλησιέστερους συγγενείς του, κατά το χρόνο θανάτου του, τη σύζυγό του …….., τον υιό του ….. (α’ ενάγοντα) και τα δύο εγγόνια του, …… και …… (β’ και γ’ ενάγοντες, τέκνα προαποβιώσαντος υιού του κληρονομουμένου), την κληρονομιά του οποίου οι ενάγοντες αποδέχθηκαν νομίμως, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/1996 δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Νίκαιας, ….., νομίμως μεταγεγραμμένης και β) λόγω κληρονομικής εκ διαθήκης διαδοχής της …… (μητέρας του πρώτου των εναγόντων), που απεβίωσε στις 22-4-­2004, η οποία εγκατέστησε ως κληρονόμο της επί του ποσοστού της στο επίδικο τον πρώτο ενάγοντα υιό της, την ως άνω δε κληρονομιά ο τελευταίος απεδέχθη νομίμως, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …./2006 δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Νίκαιας, ……., νομίμως μεταγεγραμμένης. Ότι στους ως άνω κληρονομηθέντες το επίδικο είχε περιέλθει, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου σ’ έκαστο αυτών, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …../1984 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών, .., νομίμως μεταγεγραμμένου, λόγω πωλήσεως, από την ……………….. .. Ότι η ως άνω δικαιοπάροχός τους, ……………….. ., είχε αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου, ως τμήμα μείζονος έκτασης 95.987 τ.μ., λόγω πώλησης, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……./1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών, ……, νομίμως μεταγεγραμμένου. Ότι απώτατοι δικαιοπάροχοι της πωλήτριας της ως άνω έκτασης ήταν ο …….., κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, και ο ………., κατά το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου, οι οποίοι είχαν στη συννομή τους το επίδικο και ενεργούσαν επ’ αυτού τις αναλυτικά αναφερόμενες στο υπό κρίση δικόγραφο, όπως αυτό παραδεκτά συμπληρώθηκε και με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις των εναγόντων, πράξεις φυσικής εξουσίασης και νομής με καλή πίστη και διάνοια συγκυριών. Ότι ο τελευταίος πέθανε και κληρονομήθηκε από τους δύο υιούς του, .. και .. ………., οι οποίοι νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομιά του. ‘Οτι το έτος 1899 πέθανε ο ως άνω ….. και κληρονομήθηκε, κατά το ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό του εξ ½ επί της μείζονος έκτασης, από τον υιό του ………. ………., ο οποίος νόμιμα υπεισήλθε στην κληρονομιά του πατέρα του. Ότι ο … στη συνέχεια αγόρασε και το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου ποσοστό της μείζονος έκτασης από τους προαναφερόμενους κληρονόμους του ………. ………., .. και … ………., δυνάμει του υπ’ αρ. …/17-3-1908 συμβολαίου του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκου Σαλαμίνας …., νομίμως μεταγεγραμμένο. Ότι έτσι ο ως άνω ……., ο οποίος απεβίωσε στις 22-5-1932, από το χρόνο που περιήλθε στην κατοχή του η μείζονα έκταση, τμήμα της οποίας είναι και το επίδικο ακίνητο, ασκούσε επ’ αυτής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, τις αναφερόμενες στο δικόγραφο πράξεις φυσικής εξουσίασης, ήτοι καλλιεργούσε αφενός αμπέλια στο ομαλό μέρος αυτής και χρησιμοποιούσε για κτηνοτροφία το υπόλοιπο τμήμα της όλης έκτασης. Ότι η ως άνω μείζονα έκταση των 95.987 τ.μ. συνόρευε ανατολικά με κτήμα κληρονόμων ….., δυτικά με κληρονόμους …., ….. και αγνώστους, βόρεια με θάλασσα Κόλπο Αμπελακίων και αγνώστους και νότια με θάλασσα Σεληνίων. Ότι ο ως άνω αποβιώσας χωρίς διαθήκη . …..κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του …… και τα τέκνα του ………ή, που απεβίωσε το έτος 1951, ……., που απεβίωσε το έτος 1958, ….. ., που απεβίωσε το έτος 1960 και ………, που απεβίωσε το έτος 1952 και οι οποίοι τον κληρονόμησαν η μεν σύζυγος του ….. κατά τα τετρακόσια πενήντα χιλιοστά οκτακοσιοστά (450/1800) εξ αδιαιρέτου, έκαστος δε εκ των δέκα προαναφερομένων τέκνων κατά εκατόν τριάντα πέντε χιλιοστά οκτακοσιοστά (135/1800) εξ αδιαιρέτου της ανωτέρω περιγραφόμενης έκτασης, οι δε ως άνω κληρονόμοι του νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομιά. Ότι τη θανούσα, κατά το έτος 1937, χωρίς διαθήκη ……….. κληρονόμησαν τα πιο πάνω δέκα (10) τέκνα της, κατ’ ισομοιρίαν, δηλαδή κατά τα 45/1800 εξ αδιαιρέτου έκαστος και ότι η μερίδα εκάστου από αυτούς επί της ως άνω μείζονος έκτασης ανήλθε στα 180/1800 εξ αδιαιρέτου, οι δε ως άνω κληρονόμοι της νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομιά αυτής. Ότι τον αποβιώσαντα, το έτος 1952, …. . χωρίς διαθήκη, κληρονόμησαν η σύζυγος του …….. και τα τέκνα του ……….. Ότι, ο τελευταίος, ήτοι ο ….. ., απεβίωσε, χωρίς διαθήκη, το έτος 1954, και τον κληρονόμησαν η ως άνω μητέρα του …… και οι αδελφοί του ……., οι οποίοι κληρονόμοι και απεδέχθησαν την κληρονομιά τόσο του ……, όσο και του ………………., δυνάμει των υπ’αρ. ….. και ….. του έτους 1961 πράξεων του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που μεταγράφηκαν νόμιμα. Ότι τον αποβιώσαντα, χωρίς διαθήκη, το έτος 1951, ……… κληρονόμησαν η σύζυγος του …….. και τα τέκνα του ………, οι οποίοι απεδέχθησαν την κληρονομιά του ως άνω αποβιώσαντος, δυνάμει της υπ’ αρ. ……….. πράξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που νόμιμα μεταγράφηκε. Ότι τον αποβιώσαντα, χωρίς διαθήκη και χωρίς τέκνα, το έτος 1958, ……. . κληρονόμησαν η σύζυγος του …….. κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου και ότι, κατά το άλλο 1/2 εξ αδιαιρέτου, τον κληρονόμησαν οι αδελφοί του ………., τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του ………, και τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του …., ………, οι οποίοι απεδέχθησαν την κληρονομιά του ως άνω αποβιώσαντος δυνάμει της υπ’αρ. …. πράξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών, …….., που νόμιμα μεταγράφηκε. Ότι την αποβιώσασα, το έτος 1960, ……… κληρονόμησαν ο σύζυγος της ….. κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου και κατά τα υπόλοιπα 3/4 εξ αδιαιρέτου τα τέκνα της ………., οι οποίοι απεδέχθησαν την κληρονομιά με την με αριθμό …….. πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών, . ….., που νόμιμα μεταγράφηκε. Ότι η ως άνω έκταση των 95.987 τ.μ. ανήκε στους προαναφερόμενους κληρονόμους, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στο υπό κρίση δικόγραφο εξ αδιαιρέτου ποσοστά στον κάθε ένα, οι οποίοι με καλή πίστη, ανεπίληπτα και αδιατάρακτα ασκούσαν, τις αναλυτικά αναφερόμενες πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια συγκυριών, έως και τη μεταβίβασή τους, αιτία πωλήσεως, στην ως άνω απώτερη δικαιοπάροχο των εναγόντων, ……………….. ………, δυνάμει του υπ’ αρ. ……/1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών, …….., που μεταγράφηκε νομίμως. Ότι, έκτοτε, η ως άνω δικαιοπάροχός τους ενεργούσε επί του επιδίκου με καλή πίστη, ανεπίληπτα και αδιατάρακτα τις αναλυτικά αναφερόμενες πράξεις φυσικής εξουσίασης, με διάνοια κυρίας. Ότι, μετά τη σύνταξη του ως άνω συμβολαίου, η ……………….. προέβη σε κατάτμηση της όλης έκτασης σε αγροτεμάχια δημιουργήσασα ρυμοτομία αυτής της έκτασης με οικοδομικά τετράγωνα αγροτεμαχίων και ιδιωτικούς δρόμους, που εμφανίζονται στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του Μηχανικού ……. .. Ότι τα αγροτεμάχια αυτά μεταπουλούσε, μετά την κατάτμηση, σε τρίτους μικροεισοδηματίες, μεταξύ των οποίων σχετικά με το επίδικο ακίνητο ήταν και οι άμεσοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων, ….. και ………. Ότι επ’ αυτών οι ως άνω αποκτήσαντες, μεταξύ των οποίων και οι ανωτέρω δικαιοπάροχοι, προχώρησαν σε καταμετρήσεις, απεικονίσεις σε σχέδια, περιφράξεις, φύτευση καλλωπιστικών φυτών και τριών χιλιάδων (3.000) δέντρων σε όλη τη κατατμηθείσα περιοχή και ανέγερση αυθαιρέτων κτισμάτων ήδη από του έτους 1962, νομιμοποιηθέντων, ασκώντας με καλή πίστη και διάνοια κυρίου τις αναλυτικά αναφερόμενες πράξεις φυσικής εξουσίασης. Ότι το επίδικο ακίνητο, ως τμήμα της μείζονος περιοχής, που είχε περιέλθει με κληρονομιά και με αγορά στον ……….. ουδέποτε υπήρξε δασική περιοχή, ούτε και δημόσια έκταση, αλλά πάντοτε ήταν ιδιωτική και ανήκε στους κατοίκους του χωρίου Αμπελακίων Σαλαμίνας, προς τους οποίους η περιοχή της Κυνοσούρας Σαλαμίνας είχε διανεμηθεί για εκμετάλλευση καλλιέργειας και βοσκή ζώων πριν από το έτος 1850, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και οι α) ……., τον οποίο, κατά τα ανωτέρω, κληρονόμησε ο ……… το έτος 1899 και β) ο ………., του οποίου το μερίδιο, κατά τα ανωτέρω, οι νόμιμοι κληρονόμοι του μεταβίβασαν, αιτία πωλήσεως, στον ………. ………. και ότι αυτοί νέμονταν ο καθένας την έκτασή του, ενεργώντας επ’ αυτής τις αναλυτικά αναφερόμενες πράξεις φυσικής εξουσίασης με καλή πίστη και διάνοια συγκυριών. Ότι οι κάτοικοι του χωρίου Αμπελακίων το χρονικό διάστημα μεταξύ 1826 και 1899 ήταν γηγενείς, με καταγωγή Αρβανίτικη, εγκατασταθέντες στην περιοχή αρχικά από το έτος 1570, μετά την αποστασία των Μελλισηνών και μαζικά το έτος 1687-1688 επί Μοροζίνι, όταν στην περιοχή των Αμπελακίων κυρίως κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν Αθηναίοι και Γκάγκαροι Αρβανίτες και ότι συνέχισαν να εγκαθίστανται μέχρι το 1770 μετά τα Ορλωφικά και χωρίς ποτέ η περιοχή του χωρίου και οι γύρω του χωρίου εκτάσεις, μεταξύ των οποίων και η περιοχή της Κυνόσουρας, να κατοικηθεί από οποιοδήποτε Οθωμανό ή Τούρκο, αφού πάντοτε όλη η νήσος Σαλαμίνα είχε κάποια αυτοτέλεια και μικρή συμμετοχή στην φορολογία, λόγω του ότι παρείχε πίσσα (κατράμι) για τα πλοία του Οθωμανικού στόλου. Ότι, επομένως, η περιοχή της Κυνόσουρας ουδέποτε άνηκε σε κάποιο Οθωμανό ή Τούρκο υπήκοο, που την εγκατέλειψε, ώστε να περιέλθει αυτόματα στο Δημόσιο σαν εγκαταλειφθείσα ακίνητη περιουσία Οθωμανού ούτε και απελευθερώθηκε κατόπιν μαχών με τους Οθωμανούς. Ότι κατεχόταν πριν και μετά την επανάσταση του 1821 από τους κατοίκους του χωρίου Αμπελακίων, οι οποίοι την εκμεταλλεύονταν για γεωργικές καλλιέργειες και βοσκή των ζώων τους, καταβάλλοντας ακόμη και μέχρι τη δεκαετία του έτους 1950 τα δικαιώματα για βοσκή στην αποσπασθείσα στην αρχή του 20ου αιώνα, σύμφωνα με τον νόμο ΔΝΖ/1912, από το Δήμο Σαλαμίνας, Κοινότητα Αμπελακίων, η όποια εκμεταλλευομένη αυτό το γεγονός ισχυρίστηκε με την από 30.12.1964 και με αριθμό κατάθεσης …….. αγωγή της σε βάρος της απώτερης δικαιοπαρόχου των εναγόντων, . ………., ότι δήθεν η Κυνόσουρα της ανήκε. Ότι η αγωγή αυτή ασκήθηκε από την Κοινότητα Αμπελακίων, διότι, κατά τους ισχυρισμούς της, χρησιδέσποσε με καλή πίστη την περιοχή αυτή και ειδικότερα αφότου απελευθερώθηκε το Ελληνικό Κράτος ο Δήμος Σαλαμίνας, που συστήθηκε βάσει του νόμου ΚΘ της 31-1-1864 και μετά η Κοινότητα Αμπελακίων, όταν διαχωρίστηκε, όπως προαναφέρεται και οριοθετήθηκε αυτή και μέσα στα όρια της ήταν και η περιοχή της Κυνόσουρας. Ότι, επομένως, ήδη επί του επιδίκου ακινήτου, όπως και επί όλης της περιοχής της χερσονήσου Κυνόσουρας, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι αυτή ανήκε οποτεδήποτε στο Δημόσιο, ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους, υπάρχει υπερτριακονταετής νομή διάνοια κυρίου με καλή πίστη υπέρ των απώτερων δικαιοπαρόχων τους (οικογένεια ……….. για το επίδικο ακίνητο) και, σε κάθε περίπτωση, επικουρικά, υπέρ του Δήμου Σαλαμίνας, τον οποίον διαδέχτηκε με την οριοθέτησή της η κοινότητα Αμπελακίων, που είχε συμπληρωθεί από το έτος 1821 μέχρι 11-9-1915, έχοντας αποκτήσει κυριότητα, λόγω παρόδου τριάντα και πλέον ετών, βάσει των διατάξεων περί χρησικτησιών του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου των Πανδεκτών, που ίσχυε μέχρι και το έτος 1945, που εισήχθη ο Αστικός Κώδικας. ΄Οτι η όλη ιδιοκτησία της προαναφερόμενης δικαιοπαρόχου τους, . … ., τμήμα της οποίας είναι το επίδικο, δεν υπήρξε ποτέ δημόσια, η δε αγωγή, που άσκησε η Κοινότητα Αμπελακίων, έληξε με τον αναφερόμενο στο υπό κρίση δικόγραφο συμβολαιογραφικό συμβιβασμό και τις σχετικές διαδοχικές αποφάσεις, με αριθμούς 20/1969, 31/1969 και 81/1969 του Κοινοτικού Συμβουλίου Αμπελακίων, που ενεκρίθησαν από τη Νομαρχία Πειραιώς με τις με αριθμούς 13292/6- 5-1969,17802/10- 6-1969 και 2496/4-2-1970 αποφάσεις της, οπότε και καταργήθηκε η σχετική δίκη. Ότι η Κοινότητα Αμπελακίων, ως διάδοχος του Δήμου Σαλαμίνας, χρησιδέσποσε, κατά τους ισχυρισμούς τους, με καλή πίστη και απέκτησε κυριότητα επί της Χερσονήσου Κυνόσουρας, η οποία και προβάλλεται κατά των δικαιωμάτων, που επικαλείται το Δημόσιο, τουλάχιστον τριάντα και πλέον έτη πριν την 11-9-1915 και ότι, επικουρικά, σε αυτήν είχε περιέλθει, κατά κυριότητα, η περιοχή της Κυνόσουρας, μετά τη σύστασή της (1912) και δεν ήταν αδέσποτο ακίνητο ή απελευθερωμένο από το Τουρκικό Κράτος, ώστε να περιέλθει αυτόματα στο Ελληνικό Δημόσιο. Ότι, εφόσον η Κοινότητα Αμπελακίων άσκησε την αγωγή, που προαναφέρεται και μετά παραιτήθηκε κατόπιν συμβιβασμού μερικά από αυτή και μάλιστα με την έγκριση της οικείας Νομαρχίας Πειραιά και χωρίς αντίρρηση από το Ελληνικό Δημόσιο, προφανές είναι ότι, ακόμη και εάν στην περιοχή της Κυνόσουρας και στο επίδικο ακίνητο, μέχρι του απώτατου δικαιοπαρόχου τους, δεν υπήρχε χρησικτησία εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, που οδήγησε σε κυριότητα από τους απώτερους δικαιοπαρόχους τους, τουλάχιστον από το έτος 1826, υπήρχε κυριότητα στην Κοινότητα Αμπελακίων λόγω χρησικτησίας συμπληρωθείσας μέχρι την 11-9-1915, την οποίαν αυτή διατήρησε και μετά την επελθούσα αναστολή παραγραφής για το Δημόσιο από την αμέσως προαναφερόμενη ημερομηνοχρονολογία. Ότι, όμως, έναντι της κοινότητας Αμπελακίων έτρεχε παραγραφή δικαιώματος κυριότητος μέχρι και το έτος 1968 και ήταν δυνατόν οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο να χρησιδεσπόσει με κατοχή του επιδίκου ακινήτου και άσκηση νομής διανοία κυρίου, πράγμα που έγινε. Ότι, σε αντίθεση με τους δικαιοπαρόχους τους, των οποίων προσμετρούν τη χρονική διάρκεια κατοχής και νομής διανοία κυρίου από το έτος 1899, η Κοινότητα ουδεμία πράξη νομής πραγματοποίησε στο επίδικο από το έτος 1899. Ότι, επικουρικά, εάν δεν γίνει δεκτό ότι αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο κυριότητα από αυτούς στο επίδικο ακίνητο, με συνεχείς νομότυπες μεταβιβάσεις και μεταγραφές, έχει αποκτηθεί από τους δικαιοπαρόχους τους και αυτούς η κυριότητα, με χρησικτησία, λόγω νομής διανοία κυρίου και καλή πίστη, που αποκτήθηκε εις βάρος αρχικά του Ελληνικού Δημοσίου και επικουρικά σε βάρος της κοινότητας Αμπελακίων, που είχε χρησιδεσπόσει το επίδικο, ως τμήμα της ως άνω μείζονος έκτασης, για τριάντα και πλέον έτη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου πριν από την 11-9-1915. Ότι το επίδικο ακίνητο ήταν και είναι εντός του οικισμού Κυνόσουρας, ο οποίος κατά τις εθνικές απογραφές 1971, 1981, 1991, 2001 και 2011 απογράφεται ως ιδιαίτερος οικισμός με αριθμό κατοίκων, που δεν υπερέβαινε τους 2.000, βάσει των οποίων και εκλεγόταν κατά τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές σύμβουλος από τον οικισμό, που παρίστατο κατά τις συνεδριάσεις του κοινοτικού και αργότερα Δημοτικού Συμβουλίου, όταν το θέμα αφορούσε την περιοχή του οικισμού. Ότι, από το έτος 1965 είχε ιδρυθεί και σύλλογος οικιστών Κυνόσουρας, με την επωνυμία Καλλιθέα, με τη με αριθμό 4223/1965 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο οποίος ανήγειρε και εκκλησία που υπάρχει ακόμα, όπου και εκκλησιάζονται οι οικιστές κάτοικοι. Ότι, από το έτος 1961, που απέκτησε, κατέτμησε και ρυμοτόμησε την ιδιοκτησία της η ……………….. ., δημιουργώντας αγροτεμάχια, υφίσταται η περιοχή της Κυνόσουρας ως οικισμός. Ότι ο ως άνω οικισμός υφίσταται επισήμως και αναγνωρίστηκε στις 14.3.1971 και προσαρτήθηκε στην Κοινότητα Αμπελακίων, με το ΦΕΚ 244Α/4.12.1997, αποσπάσθηκε από την Κοινότητα Αμπελακίων ως οικισμός και προσαρτήθηκε στο Δήμο Αμπελακίων την 4.12.1997 και ότι με το ΦΕΚ 87Α/7.6.2010 αποσπάσθηκε από το Δήμο Αμπελακίων, που καταργήθηκε και μεταφέρθηκε στο Δήμο Σαλαμίνας. Ότι στο επίδικο επί του ακαλύπτου χώρου υπάρχουν δένδρα και φυτά, τα οποία έχουν φυτευτεί τόσο από τον ίδιο όσο και από όλους τους ανωτέρω αναφερόμενους δικαιοπαρόχους τους, μέχρι τον απώτατο, οι οποίοι και νέμονταν αυτό, ενεργώντας τις ανωτέρω εκτιθέμενες πράξεις, με καλή πίστη και διάνοια κυρίων επί του επιδίκου, το οποίο είναι και περιφραγμένο. Ότι οι δικαιοπάροχοι της ……….. μέχρι και τον απώτερο, χρησιμοποιούσαν και νέμονταν όλη τη μείζονα έκταση, με καλή πίστη και διάνοια κυρίων, ασκώντας τις προσήκουσες στη φύση του πράξεις νομής. Ότι οι άμεσοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων, ……… και . ……, που απέκτησαν την κατοχή επ’ αυτού, με το συναφθέν ως άνω υπ’ αριθμ. …../7-9-1984 συμβόλαιο αγοραπωλησίας, εν συνεχεία δε οι ίδιοι οι ενάγοντες, από τότε που απέκτησαν τη νομή επ’ αυτού, κατ’ άρθρο 983 ΑΚ, ως κληρονόμοι των ανωτέρω, ασκούσαν επί του εν λόγω γεωτεμαχίου, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, τις αναφερόμενες πράξεις φυσικής εξουσίασης, χωρίς να οχληθούν από οιονδήποτε και χωρίς οιοσδήποτε να αμφισβητήσει το δικαίωμα της κυριότητάς τους. Ότι, συνεπώς, από τη στιγμή που έλαβαν οι ενάγοντες στην κατοχή τους το επίδικο ακίνητο έως και την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, ασκούν επ’ αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου τις αναλυτικά αναφερόμενες πράξεις φυσικής εξουσίασης, χωρίς ουδείς να οχληθεί από οιονδήποτε και χωρίς οιοσδήποτε να αμφισβητήσει το δικαίωμα της κυριότητάς τους, έως και τη δεύτερη ανάρτηση των κτηματολογικών εγγραφών Ότι επί του επιδίκου προέβαλε δικαιώματα το εναγόμενο Δημόσιο, με αποτέλεσμα κατά τη μεταφορά της κτηματολογικής βάσης από το αρχείο στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας αυτό να έχει καταχωρισθεί κατά τις αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο με ΚΑΕΚ ………., με εμβαδόν 276 τ.μ. και με αναγραφόμενο ως δικαιούχο δικαιώματος πλήρους κυριότητας το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Ότι η ανωτέρω αρχική εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητάς τους επί του επιδίκου, δικαίωμα, που ουδέποτε αμφισβητήθηκε από οποιονδήποτε και πολύ περισσότερο από το εναγόμενο έως και τη δεύτερη ανάρτηση των κτηματογραφικών πινάκων, αφού η κυριότητα τους στηρίζεται σε αδιάκοπη και αδιάλειπτη νομή των ιδίων και των απώτερων και απώτατων δικαιοπαρόχων τους, από το έτος 1850 και εντεύθεν, των οποίων το χρόνο νομής προσμετρούν στο δικό τους. Ότι το επίδικο ανήκει στην κυριότητά τους με παράγωγο τρόπο και ότι ανατρέχει στο πρόσωπο των δικαιοπαρόχων τους μέχρι και το έτος 1908, πέραν του οποίου υφίσταται τόσο παράγωγος τρόπος κτήσεως της κυριότητας, λόγω κληρονομιάς, όσο και πρωτότυπος, αφού υπήρχε διανοία κυρίου κατοχή με καλή πίστη επί του ακινήτου από το έτος 1850, δηλαδή, τριάντα και πλέον έτη πριν την 11-9-1915, άλλως και επικουρικά σε βάρος της κοινότητας Αμπελακίων, η οποία χρησιδέσποσε αυτό με καλή πίστη σε βάρος του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, αφού αυτή εξακολούθησε να νέμεται διάνοια κυρίου και με καλή πίστη και μετά το έτος 1821 τις εκτάσεις, που κατείχε και προηγουμένως, ως μέρος του Δήμου Σαλαμίνας και ότι οι κάτοικοι – οικογένειες της κοινότητας, Αρβανίτες στην καταγωγή, χρησιδέσποσαν αυτές σε βάρος της, έχοντας νομή διανοία κυρίου και με καλή πίστη πριν από το έτος 1864, οι δικαιοπάροχοί τους (εναγόντων) ……….ι και ………., των οποίων τη νομή με καλή πίστη προμετρούν στη δική τους, κατέχοντες το επίδικο ακίνητο και αποκτώντας κυριότητα, λόγω τακτικής άλλως λόγω έκτακτης χρησικτησίας, ασκούντες τις αναφερόμενες στο υπό κρίση δικόγραφο πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια κυρίων. Ότι η αξία του επιδίκου ανέρχεται στο ποσό των 15.000,00 ευρώ. Ενόψει των ανωτέρω, οι ενάγοντες ζητούσαν να αναγνωρισθούν συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου, κατά τα ιδανικά μερίδια εκάστου, ως αναλύονται στο υπό κρίση δικόγραφο και να διορθωθεί σχετικά η ανακριβής αρχική εγγραφή στα Κτηματολογικά Βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε το επίδικο ακίνητο ιδιοκτησίας τους, που φέρει τον ΚΑΕΚ ………, να μην εμφανίζεται ότι ανήκει στην κυριότητα του εναγόμενου, αλλά ως κύριοι αυτού να καταχωρισθούν οι ίδιοι και να καταδικασθεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αρχικά με τη συμπροσβαλλομένη με αριθμ. 1349/2014 μη οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση, που έγινε αντιμωλία των διαδίκων, στις 30/09/2013, αφού έκρινε ότι για την άσκηση της υπό κρίση αγωγής τηρήθηκε η προδικασία του άρθρου 8 παρ. 1 του Ν. 1539/1938, όπως τροποποιήθηκε από τη διάταξη του άρθρου 24 του Ν. 2732/1999 και ίσχυε κατά το χρόνο καταθέσεως της αγωγής και ασκήθηκε αυτή εμπρόθεσμα (εντός της οκταετούς προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998, όπως αυτό ίσχυε προ της τροποποίησής του με το άρθρο 24 παρ. 1 του Ν. 3983/2011, αφού η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε, πριν τη θέση σε ισχύ του νόμου αυτού, ήτοι πριν την 17.6.2011), καταχωρήθηκε δε στις 5-10-2010 στο οικείο κτηματολογικά φύλλο με αρ. καταχ. ….. (βλ. το από υπ’ αριθμ. πρωτ. …./5-10-2010 πιστοποιητικό του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας) και έλαβε χώρα κοινοποίηση αντιγράφου αυτής στον Προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, απέρριψε την αγωγή ως προς τη βάση της για τον εν όλω παράγωγο τρόπο κτήσεως του επιδίκου, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας.  Περαιτέρω, αφού κρίθηκε, κατά τα λοιπά, η αγωγή ορισμένη, απορριπτομένου του σχετικού περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγόμενου, πλην, όμως, μη νόμιμη ως προς την αγωγική βάση περί πρωτοτύπου εν μέρει τρόπου κτήσεως κυριότητας επί του επιδίκου τα εκτιθέμενα περί τακτικής χρησικτησίας, έκρινε νόμιμη και εξεταστέα κατ’ ουσίαν αυτή, ως προς την αγωγική βάση περί συμπληρώσεως έκτακτης χρησικτησίας επί του επιδίκου εκ μέρους των απώτατων δικαιοπαρόχων των εναγόντων σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου μέχρι και την 11.9.1915, ήτοι και κατά το μέρος που οι ενάγοντες επιχειρούν να θεμελιώσουν την κυριότητά τους επί του επιδίκου σε πρωτότυπο τρόπο κτήσεως κυριότητας και δη σε έκτακτη χρησικτησία, προσμετρώντας στο χρόνο νομής τους το χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων τους και αφετέρου από την άλλη αγωγική βάση τα ισχυριζόμενα περί πρωτοτύπου τρόπου κτήσεως κυριότητας επί του επιδίκου με τα προσόντα της ειδικής χρησικτησίας του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003 σε βάρος του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου. Εν συνεχεία, με τη συμπροσβαλλομένη με αριθμ. 1349/2014 μη οριστική απόφασή του, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου: Α) να προσκομισθεί, με επιμέλεια των εναγόντων, σχετικό έγγραφο από την αρμόδια προς τούτο υπηρεσία, ήτοι από το Δήμο Σαλαμίνας ή από τη Νομαρχία Πειραιά ή από την αρμόδια Πολεοδομική Αρχή, από το οποίο να προκύπτει εάν στην Κυνόσουρα Σαλαμίνας υφίσταται οικισμός οριοθετημένος, ο πληθυσμός του οποίου, σύμφωνα με την τελευταία (προ της ενάρξεως εφαρμογής του Ν. 3127/2003) απογραφή δεν υπερβαίνει τους 2.000 κατοίκους και Β) Να διενεργηθεί, με τη φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων πραγματογνωμοσύνη από Αγρονόμο Τοπογράφο Μηχανικό, ο οποίος, αφού λάβει υπόψη του την αγωγή, τις προτάσεις των διαδίκων, τα έγγραφα της δικογραφίας, τους αναφερόμενους σε αυτά, καθώς και στο σκεπτικό της παρούσας, τίτλους ιδιοκτησίας των διαδίκων, το οικείο απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ……….., όλα τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα εκ μέρους αμφοτέρων των διαδίκων σχεδιαγράμματα και τοπογραφικά διαγράμματα, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο ή έγγραφο, που κρίνει αυτός χρήσιμο ή απαραίτητο και συγκεντρώσει από τους διαδίκους όσες πληροφορίες κρίνει απαραίτητες και ενεργήσει κάθε άλλη αναγκαία πράξη (λήψη φωτογραφιών, εκπόνηση τοπογραφικών σχεδιαγραμμάτων κλπ), μεταβεί επί τόπου στη θέση του επιδίκου ακινήτου και αφού εφαρμόσει επί του εδάφους τους τίτλους ιδιοκτησίας, τα έγγραφα και σχεδιαγράμματα, που θα παραδώσουν σε αυτόν οι διάδικοι, με αιτιολογημένη έγγραφη γνωμοδότησή του, θα αποφανθεί για τα ακόλουθα ερωτήματα: α) εάν, σε περίπτωση που υφίσταται οριοθετημένος οικισμός Κυνοσούρας, το περιγραφόμενο στην υπό κρίση αγωγή επίδικο ακίνητο βρίσκεται τοποθετημένο εντός αυτού, β) εάν το επίδικο ακίνητο εμπίπτει εντός του ΑΒΚ … ή του ΑΒΚ ….. δημόσιου κτήματος και γ) εάν το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στη χωρική αρμοδιότητα της τέως Κοινότητας Σεληνίων ή της τέως Κοινότητας Αμπελακίων. Κατόπιν δε διενέργειας της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 5234/2017 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 20-02-2017, κατά την τακτική διαδικασία, έκανε δεκτή την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη, κατά την επικουρική βάση της κτήσης κυριότητας εκ μέρους των εναγόντων δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας και δη ότι κατά την κρίσιμη ημερομηνία της 11.9.1915, μέχρι την οποία μπορούσε κάποιος να καταστεί κύριος επί ακινήτου ανήκοντος στο Δημόσιο, ο απώτατος δικαιοπάροχος των εναγόντων είχε καταστεί κύριος του ακινήτου αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, όπως κύριοι κατέστησαν και οι ενάγοντες με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατά τις διατάξεις του μετέπειτα ισχύσαντος Αστικού Κώδικα και για τους λόγους αυτούς αναγνώρισε τους ενάγοντες, ……., κάτοικο Πειραιά, σε ποσοστό 81,25% εξ αδιαιρέτου, ….., σε ποσοστό 9,375% εξ αδιαιρέτου και …….., σε ποσοστό 9,375%, κατά την έναρξη του κτηματολογίου στο Δήμο Αμπελακίων Σαλαμίνας, συγκυρίους επί του ακινήτου με ΚΑΕΚ ……, διέταξε δε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας και στο ΚΑΕΚ ….., με την καταχώρηση στο κτηματολογικό φύλλο των ανωτέρω δικαιούχων συγκυριότητας στα αντίστοιχα ποσοστά, με τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία. Κατά των ως άνω αποφάσεων (οριστικής και συμπροσβαλλόμενης μη οριστικής) παραπονείται το εκκαλούν, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους αναφερομένους στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι ανάγονται, κατ’ ορθή εκτίμηση, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή του, να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η ως άνω αγωγή.

Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΒΔ της 16.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών”, σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ιδίου διατάγματος, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων, που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας ήθελαν αναγνωρισθεί από το Υπουργείο των Οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος, που έχει ισχύ νόμου. Έτσι, με τις προμνησθείσες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητος επί των δασών, που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού κράτους, κατά το χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη, κατά τη διαδικασία του διατάγματος αυτού. Προϋπόθεση, όμως, του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του εν λόγω διατάγματος (ΑΠ 279/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 826/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1023/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 987/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1443/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1355/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 52/2014 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 506/2019 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ). Εξάλλου, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, θεωρείται δάσος κάθε έκταση εδάφους, που καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους, που διατυπώθηκε για πρώτη φορά στη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. ΑΧΝ/1888 “περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών” και επαναλήφθηκε στο άρθρο 57 του Ν. 3077/1924 “περί δασικού κώδικος”, ενώ περιέχεται – διευρυνόμενος εκάστοτε ως προς το δασικό χαρακτήρα των εδαφών (δάσος, δασικά εδάφη, δασικές εκτάσεις) και τις επιτελούμενες από αυτά λειτουργίες – και στις διατάξεις των άρθρων 45 του Ν. 4173/1929 (όπως τροποποιήθηκε με άρθρο 9 του Α.Ν. 3/1935) και 1 Α.Ν. 857/1937, 1 του Ν Δ. 69/1969 και 3 παρ. 1 και 2 του Ν. 998/1979 (ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 8/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 826/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1023/2018 ό.π., ΑΠ 1443/2015 ό.π.). Ειδικότερα, κατά την έννοια των διατάξεων του Ν. 998/1979 “ως δάσος νοείται πάσα έκταση της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανική ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρει προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλει εις τη διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει τη διαβίωση του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος (άρθρο 3 παρ. 1) και “ως δασική έκταση νοείται πάσα έκταση της επιφανείας του εδάφους, καλυπτόμενης υπό αραιής ή πενιχράς υψηλής ή θαμνώδους, ξυλώδους βλαστήσεως οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρετήσει μίαν ή περισσότερες των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών” (άρθρο 3 παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το δάσος, ως οργανικό στοιχείο αγρίων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας του εδάφους, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα πανίδα και χλωρίδα, αποτελούν δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεως τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει και όταν η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. Κρίσιμη επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης, η οποία με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σ’ αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι, στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιασδήποτε φύσεως, ασκεπείς εκτάσεις χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση (ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1443/2015 ό.π., ΑΠ 712/2015, ΑΠ 1524/2012, ΑΠ 400/2011). Κατά το άρθρο δε 1 του ΒΔ της 3/15.12.1833 “περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833 – 1834”, όλα τα λειβάδια (ή βοσκοτόπια), για την υπέρ ιδιώτη επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο ειδικού σχετικού περιεχομένου, που να έχει εκδοθεί από την αρμόδια Οθωμανική Κρατική Υπηρεσία, ήτοι ειδικό ταπίο, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Κατάλυση της κυριότητας του Δημοσίου και δημιουργία κυριότητας του ιδιώτη δεν μπορούσε να επιφέρει ούτε η μεταβίβαση της γης με σπαχί, ταπί ή χοτζέτι, γιατί οι τίτλοι αυτοί μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) μπορούσαν να προσπορίσουν (ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1023/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 874/2006). Η παραπάνω διάταξη αφορά στη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, που προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσης στο μέλλον τα εν λόγω ακίνητα. Η έννοια αυτή προκύπτει και από τα άρθρα 1 παρ. 2ν. Κθ’ της 31-1/18-2-1864 “περί βοσκησίμων γαιών”, με την οποία ορίζεται ότι το Δημόσιο, όπως και οι Κοινότητες, διατηρούν ανέπαφα όσα δικαιώματα είχαν πριν από την εποχή αυτή επί των αμφισβητούμενων λιβαδιών, άνευ βλάβης των παρά τρίτων αποκτηθέντων δικαιωμάτων, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. ΨΝΖ της 27.3./1.4.1880 “περί κοινοτικών και εθνικών λιβαδιών”, κατά την οποία το Δημόσιο, ως προς τα εθνικά και οι Κοινότητες ως προς τα κοινοτικά λιβάδια διατηρούν απέναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκήσιμων τόπων, επί των οποίων έγιναν μέχρι το έτος 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων (ΑΠ 7/2019 ό.π., ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1023/2018 ό.π., ΑΠ 52/2014, ΜονΕφΠειρ 506/2019 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο, που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα, που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν αυτά ήταν δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις. Προϋπόθεση της χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ήταν η άσκηση νομής πάνω στο ακίνητο και χωρίς νόμιμο τίτλο, αλλ’ απλώς με καλή πίστη. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες του ΒΔ της 3/15.12.1833 προκύπτει ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας επί λιβαδιών ή βοσκοτόπων από ιδιώτες, εφόσον αυτοί τους νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και τις 11.9.1915 (ΑΠ 773/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 279/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1023/2018 ό.π., ΑΠ 582/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 987/2017 ό.π., ΑΠ 148/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1443/2015 ό.π., ΑΠ 52/2014 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 506/2019 ό.π.). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του από 17 (29) Νοεμβρίου/1 Δεκεμβρίου 1836 β.δ. “περί ιδιωτικών δασών”, που έχει ισχύ νόμου, προκύπτει ότι το Δημόσιο αναγνωρίστηκε με αυτό κύριο κάθε έκτασης, η οποία πριν από την ισχύ του ήταν δάσος, εκτός εκείνων για τις οποίες υπήρχε έγγραφη απόδειξη Οθωμανικής Αρχής ότι ανήκαν πριν από τον περί Ανεξαρτησίας Αγώνα, σε ιδιώτες, καθώς και εκείνων που ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία, και στις δύο δε αυτές περιπτώσεις, εάν και εφόσον οι νόμιμοι τίτλοι ιδιοκτησίας υποβλήθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους στη, Γραμματεία επί των Οικονομικών, μέσα στην οριζόμενη από το άρθρο 3 παρ. 1 ανατρεπτική προθεσμία, του ενός έτους από τη δημοσίευση του νόμου, (ΦΕΚ 69/1.12.1836), προς εξέταση της νομιμοποίησής τους ως ιδιοκτητών ιδιωτικών δασών (ΑΠ 7/2019 ό.π., ΑΠ 8/2019 ό.π.). Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρ. 1 του ΒΔ της 17.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών” ορίζει ότι “εντός ενός έτους από της δημοσιεύσεως του παρόντος οφείλουν οι ιδιοκτήτες των υπό τα άρθρ. 1 και 2 δασών να παρουσιάσουν εις την επί των Οικονομικών Γραμματέων… τους νομίμους τίτλους της ιδιοκτησίας των. Η Γραμματεία θέλει εξετάσει αυτούς, θέλει τους αναγνωρίσει ή απορρίψει και εις την πρώτην περίπτωσιν θέλει δώσει επισήμως την κατοχήν εις τους ιδιοκτήτες, εις δε την δευτέραν αποπέμψει τας ελλείπουσας νομίμων αποδείξεων αξιώσεις αυτών ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων. Εις την περίπτωσιν αυτήν όμως μέχρι της τελειωτικής δικαστικής αποφάσεως περί της ιδιοκτησίας μένει η διακατοχή του διαφιλονικουμένου δάσους αναφαίρετος εις ον ευρίσκεται. Παρελθούσης της ανωτέρω προθεσμίας θεωρούνται όλα τα δάση περί των οποίων δεν παρουσιαστούν οι ως άνω απαιτούμενοι τίτλοι, ως αδιαφιλονίκητα εθνικά και θέλουν διατίθενται ως τοιαύτα”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι τα δάση: α) είναι ιδιωτικά αν, μετά την τήρηση της διαδικασίας του άρθ. 3 του άνω διατάγματος αναγνωρίστηκαν ως τέτοια από το Υπουργείο Οικονομικών ή, σε αρνητική περίπτωση, από τα δικαστήρια, β) είναι δημόσια (αδιαφιλονίκητα εθνικά), αν δεν υποβλήθηκαν αρμοδίως και εμπροθέσμως οι απαιτούμενοι τίτλοι προς αναγνώρισή τους ως ιδιωτικών, ανεξάρτητα αν υπήρχαν ή όχι οι εν λόγω τίτλοι. Περαιτέρω, είναι αληθές ότι παρόμοια διαδικασία οριζόταν και ενώπιον της “Επιτροπής των κατά την Εύβοιαν και Αττικήν κτημάτων”, που προβλεπόταν από την Συνθήκη της 27 Ιουνίου/9 Ιουλίου 1832 και συστάθηκε το ίδιο έτος (1832), πλην, όμως, η τήρηση της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής αυτής δεν αναπλήρωνε την έλλειψη τήρησης της διαδικασίας με τις συνέπειές της, που, κατά τα προεκτιθέμενα, προέβλεπε το άρθρο 3 του ως άνω ΒΔ “περί ιδιωτικών δασών”, διότι: 1) το διάταγμα αυτό ως μεταγενέστερο της σύστασης της Επιτροπής, αν και είχε υπόψη του την ενώπιον εκείνης τηρούμενη διαδικασία, δεν αρκέστηκε σ’ αυτήν, αλλά απαίτησε και πάλι την κατάθεση των τίτλων από τους ιδιώτες, που πρόβαλλαν δικαιώματα επί των προαναφερομένων γαιών, στο προβλεπόμενο από αυτό αρμόδιο όργανο και 2) στην Επιτροπή, όπως προκύπτει και από δική της ανακοίνωση, υποβάλλονταν, ως τίτλοι της αρμόδιας Οθωμανικής Κρατικής Υπηρεσίας ταπία ή χοτζέτια, ενώ στην προβλεπόμενη από το ως άνω ΒΔ Γραμματεία, για την αναγνώριση κυριότητας ιδιώτη επί δάσους υποβάλλονταν, κατά τα περί δασών κρατούντα στο Οθωμανικό Δίκαιο ως τέτοιοι τίτλοι μόνο ειδικά ταπία, στα οποία αναφερόταν ότι η παραχωρούμενη γαία ήταν δάσος (ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 582/2018 ό.π., ΑΠ 874/2006). Η τυχόν παρεμπίπτουσα κρίση της εν λόγω Επιτροπής στις ως άνω αποφάσεις για τη μη ύπαρξη απαίτησης του Δημοσίου επί της μεταβιβαζόμενης έκτασης δεν δημιουργεί, προκειμένου περί δάσους υφιστάμενου το έτος 1836, νόμιμο τίτλο που ανατρέπει ευθέως και αμέσως το εκ του άρθρου 3 του άνω ΒΔ τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου. Επομένως, από τα ανωτέρω αναφερόμενα, προκύπτει σαφώς, ότι οι πράξεις της Γραμματείας των Οικονομικών για την αναγνώριση ιδιωτικών δασών, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του ΒΔ/τος της 17.11.1836, δεν πρέπει να συγχέονται με τις αποφάσεις, που αφορούν δάση, της επί των πωλήσεων των Οθωμανικών κτημάτων Επιτροπής. Πράγματι, μόνο οι αποφάσεις της επί των Οικονομικών Γραμματείας και της δια της από 16.4/4.5.1842 δηλοποίησης της συσταθείσας Τριμελούς Επιτροπής, οι εκδοθείσες κατά τους τύπους και τη διαδικασία των άρθρων 1 και 3 του ΒΔ της 17.11.1836, με τις οποίες αναγνωρίζεται η κυριότητα ιδιώτη σε δάσος (που βρίσκεται εντός ή εκτός τσιφλικιού), αποτελούν νόμιμο τίτλο κατά του Δημοσίου, ο οποίος μπορεί να ανατρέψει το πιο πάνω τεκμήριο του άρθρου 3 του ως άνω ΒΔ (ΑΠ 573/2015). Εξάλλου, με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως της 27ης Ιουνίου (9 Ιουλίου) 1832, μεταξύ των αντιπροσώπων των τριών μεγάλων δυνάμεων, που υπέγραψαν τη συνθήκη του Λονδίνου της 6/7/1827, κανονίστηκαν τα επί της Στερεάς σύνορα του αναγνωρισμένου κράτους. Με την έβδομη παράγραφο της εν λόγω Συνθήκης συμφωνήθηκε, όπως εντός προθεσμίας δεκαοκτώ μηνών από της χρονολογίας, κατά την οποία θα τερματισθεί η οροθέτηση, όσοι από τους κατοίκους (Οθωμανούς) θέλουν να εγκαταλείψουν τα παραχωρηθέντα εδάφη έχουν το δικαίωμα να πουλήσουν τις ιδιοκτησίες τους, δικαίωμα που παρασχέθηκε και στους κατοίκους της Αττικής, της Εύβοιας και στους κτηματίες των Θηβών. Επίσης, με την ίδια πιο πάνω παράγραφο συμφωνήθηκε ότι ειδική διοικητική επιτροπή θα επιμεληθεί, ώστε οι πωλήσεις αυτές να μην γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης. Στη συνέχεια η Ελληνική Κυβέρνηση με την 55/1832 εγκύκλιό της επέτρεψε την αγορά των ευρισκόμενων στην Αττική και την Εύβοια Οθωμανικών ιδιοκτησιών, για τον έλεγχο δε και το κύρος των σχετικών πωλήσεων συστάθηκε, το πρώτον, η κατά την Εύβοιαν και Αττικήν Ελληνική Επιτροπή “περί της αγοράς των Οθωμανικών ιδιοκτησιών”, η οποία με την από 27 Δεκεμβρίου 1832 διακήρυξή της υποδείκνυε προς τους αγοραστές (Έλληνες), να αποφεύγουν την αγορά βακουφιών, μαχλουλίων (εγκαταλελειμμένων κλπ.), γιατί αυτά περιέρχονταν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά τις συμφωνίες του Λονδίνου και των τελούντων υπό τη μεσεγγύηση της Επιτροπής και την ανάγκη σύνταξης έγκυρων τουρκικών τίτλων πώλησης (χοτζετίων). Οι αποφάσεις της Επιτροπής αυτής, που επιτελεί έργο της διοίκησης, ως προς τα κτήματα που κείνται στην Αττική, Εύβοια κλπ., οι οποίες εκδόθηκαν μετά την ισχύ του Β.Δ/τος της 17/29.11.1836, δεν είναι δυνατό να παραμερισθούν εντελώς. Εφόσον με αυτές αναγνωρίζεται η εγκυρότητα της μεταβίβασης εμπράγματων δικαιωμάτων από Οθωμανούς προς Έλληνες σε δάσος υφιστάμενο το 1836 και σε αυτές περιλαμβάνεται κρίση, μετά από σχετική έρευνα, για τη μη ύπαρξη απαίτησης του Δημοσίου επί της μεταβιβασθείσας δασικής έκτασης, οι οποίες μάλιστα κηρύσσονται εκτελεστές με πράξη της διοίκησης, υπογεγραμμένη από τον επί των Εξωτερικών Γραμματέα της Επικρατείας και από το Διευθυντή της επί των Οικονομικών Γραμματείας της Επικρατείας, τότε οι αγοραστές ιδιώτες, προβάλλοντας κατά του Δημοσίου δικαίωμα κυριότητας επί της δασικής έκτασης, που αποκτήθηκε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, μπορούν να επικαλεσθούν τις προαναφερθείσες αποφάσεις, ως στοιχεία που αποδεικνύουν την καλή τους πίστη, κατά την τριακονταετή, με διάνοια κυρίου, κατοχή του ειρημένου δάσους (ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 573/2015). Η τυχόν παρεμπίπτουσα κρίση στις αποφάσεις της εν λόγω Επιτροπής περί μη ύπαρξης απαίτησης του Δημοσίου επί της μεταβιβαζόμενης έκτασης δεν δημιουργεί, προκειμένου περί δάσους υφισταμένου το έτος 1836, νόμιμο τίτλο ανατρέποντα ευθέως και αμέσως το εκ του άρθρου 3 του άνω Δ/τος τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου (ΑΠ 826/2018 ό.π.). Εξάλλου, σύμφωνα με τις αναφερθείσες διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα εκείνου που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν. 20,12 Πανδ.(5.8) ν.27 πανδ.(18.1), 10,15 παρ.3, 17 και 48 Πανδ.(41.3), 3 και 5 παρ.1 πανδ.(41.10), 109 Πανδ.(50.16) και 2παρ.7 και 1 Πανδ.(51.4), ως “καλή πίστη” θεωρούνταν η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προς εκείνες των άρθρ. 18 και 21 του Ν. ΔΞΗ’ /1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν βάσει αυτού και του άρθρου 21 του ΝΔ της 22/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, συνάγεται ότι προκειμένου περί δημόσιων κτημάτων (ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, καθώς και τα από 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου), στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, για την κτήση επ’ αυτών κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία έπρεπε η τριακονταετής, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη του νομέα, νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11.9.1915 (Ολ. ΑΠ 75/1987, ΑΠ 7/2019 ό.π., ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 582/2018 ό.π., ΑΠ 1443/2015 ό.π., ΑΠ 52/2014 ό.π.). Πλην, όμως, προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του, μέχρι τις 11.9.1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Αν δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Επομένως, στην περίπτωση χρησικτησίας δημόσιων δασικών εκτάσεων, η οποία συμπληρώθηκε πριν την 11-9-1915, δεν απαιτείται, ως προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστης για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία στα δημόσια κτήματα και, συνεπώς, στα δημόσια δάση, η ύπαρξη ταπίου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος ή υποβολή εκ μέρους του τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 του Β.Δ. της 17/29.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών” (ΑΠ 773/2019 ό.π., ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1023/2018 ό.π., ΑΠ 573/2015, ΑΠ 1249/2013, ΜονΕφΠειρ 506/2019 ό.π.). Εφόσον δε, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-9-1915 ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή σε σχέση με την κυριότητα, που αποκτήθηκε με αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 215 του ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 37 του α.ν. 1539/1938 και 16 του α.ν. 192/1946, επαναλήφθηκαν δε σε εκείνη του άρθρου 58 του ν.δ. 86/1969 “περί δασικού κώδικος”, με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε σ` αυτά καμία πράξη νομής και ότι μόνον η βοσκή επί δημόσιων δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων, λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ποτέ ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και ότι η νομή από τρίτους στα ακίνητα αυτά θεωρείται ότι ασκείται μόνο με την υλοτομία ή την εκμετάλλευση αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων με βάση άδεια της δασικής αρχής (ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 1023/2018 ό.π., Α.Π 1524/2012). Ούτε ασκεί επιρροή στην κυριότητα, που αποκτήθηκε, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του ν. 998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας”, με την οποία ορίζεται ότι “σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημόσιου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιαδήποτε δικαιώματα εμπράγματα ή όχι επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κλπ., το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του” και πολύ περισσότερο η εκδιδόμενη με βάση το άρθρο 191 του νδ 86/1969 απόφαση του Νομάρχη, με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξή της ως αναδασωτέα (Ολ ΑΠ 21/2005, ΑΠ 279/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ  7/2019 ό.π., ΑΠ 1646/2009). Περαιτέρω, από τις ρυθμίσεις, που ακολούθησαν της Συνθήκης του Λονδίνου της 6 Ιουνίου 1827 και περιέχονται στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21.1/3.2.1830 “Περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6./1.7.1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6./9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του ν. της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητα του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα, τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των άνω τριών πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι, όμως, και όσα, κατά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως και ακολούθως, κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο, τίτλο (ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί). Σημειωτέον, ότι ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα δεν μπορεί να γίνει λόγος για την περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος, στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6./9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (25.5.1827 έως 31.3.1833) και, ειδικότερα, κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος, ως έχων, κατά το οθωμανικό δίκαιο, την κυριαρχία εφ’ όλης της γης, που ανήκε στο οθωμανικό κράτος, είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους – Οθωμανούς και Έλληνες – την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά δικαιώματά τους αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21.1./3.2.1830 Πρωτόκολλο “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και με την προαναφερόμενη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (ΑΠ 279/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1182/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 73/2018, ΑΠ 987/2017 ό.π., ΑΠ 946/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 638/2016, ΑΠ 1355/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 52/2014 ό.π., ΜονΕφΠειρ 506/2019 ό.π.). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 του ΒΔ της 3/15.12.1833, 1 και 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836, για τις οποίες έγινε λόγος στις προηγούμενες νομικές σκέψεις, συνάγεται ότι για τις εδαφικές εκτάσεις, οι οποίες, κατά την έναρξη της ισχύος των εν λόγω ΒΔ, είχαν το χαρακτήρα λιβαδίου ή δάσους και για τις οποίες δεν είχαν αναγνωριστεί ιδιοκτησιακά δικαιώματα τρίτων, υπάρχει υπέρ του Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας, το οποίο μπορούσε να ανατραπεί μόνον εφόσον αποδεικνυόταν 30ετής καλόπιστη νομή του τρίτου έως τις 11/9/1915 (ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1392/2010). Εξάλλου, κατά το Οθωμανικό Δίκαιο και, ειδικότερα κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου Περί Γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (χριστιανικού έτους 1856), που ναι μεν δεν εφαρμόζεται στις περιοχές, όπως η Αττική, που παραχωρήθηκε στο νέο Ελληνικό Κράτος με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στις 31.03.1833, πλην όμως, αποδίδει το δίκαιο που ίσχυε σχετικά με τη διάκριση των γαιών, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι γαίες διακρίνονταν στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες: (α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (“μούλκια” – οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες), των οποίων την κυριότητα είχε αυτός, που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέσει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, (β) τις δημόσιες γαίες (“μιριγιέ” – καλλιεργήσιμα χωράφια, λιβάδια και δάση), των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), (γ) τις αφιερωμένες γαίες (“βακούφια”), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, (δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (“μετρουκέ” – οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και (ε) τις νεκρές γαίες (“μεβάτ” – τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 1/2013, ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1182/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1443/2015 ό.π.). Τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί των οθωμανικών γαιών αποδεικνύονταν με τους σχετικούς οθωμανικούς τίτλους, οι κυριότεροι των οποίων αναφέρονταν στα “ταπιά” και στα “χοτζέτια”. Τα ταπιά ήταν τα χαρακτηριζόμενα από το άρθρ. 8 του οθΝπΓαιών/1858 και το άρθρ. 14 του Οθωμαν Ταπίων/1859 ως “δηλωτικά” (δηλαδή αποδεικτικά) της νόμιμης κτήσης του δικαιώματος “εξουσίασης” (tasarruf) επί των δημόσιων οθωμανικών, γαιών έγγραφα του αυτοκρατορικού κτηματολογίου. Η μορφή των ιδιοκτησιακών αυτών εγγράφων αναγνωρίστηκε από τον Οθωμανικών Γαιών του 1858 ως αποκλειστικός τύπος τίτλων που παρείχαν στους δικαιούχους αυτών το ιδιόρρυθμο δικαίωμα της “εξουσίασης” -το οποίο, μολονότι δεν αναφερόταν ρητά, από τα εννοιολογικά του στοιχεία προέκυπτε ότι μπορούσε να θεωρηθεί εμπράγματης μορφής- επί των δημόσιων γαιών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν οι αγροί, οι λειμώνες, οι χειμερινές βοσκές, τα δάση (άρθρ. 3 του Οθωμαν Γαιών/1858). Σε αντίθεση με τα ταπιά, που ήταν αποδεικτικοί τίτλοι μεταβίβασης δικαιώματος “εξουσίασης” επί των δημόσιων οθωμανικών γαιών και δεν προσπόριζαν στον κάτοχό τους δικαίωμα κυριότητας, παρά μόνο χρήσης και κάρπωσης αυτών, τα “χοτζέτια”, ως μορφές ιδιοκτησιακών τίτλων, αποτελούσαν κυρίως τις επικυρωτικές ή αναγνωριστικές αποφάσεις των μουσουλμανικών ιεροδικείων, που συντάσσονταν ενώπιον του ιεροδίκη και μαρτύρων και αφορούσαν κυρίως σε αγοραπωλησίες αστικών συνήθως ακινήτων ή κτημάτων πλήρους ή τέλειας κυριότητας. Εξάλλου, κατά το προϊσχύσαν δίκαιο και ειδικότερα, το άρθρο 2 παρ.1 του α.ν. 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, το άρθρο 16 του από 21.06/03.07.1837 νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων”, τα οποία διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 53 του ΕισΝ Α.Κ., όπως και κατά το άρθρο 972 του ΑΚ, τα αδέσποτα ακίνητα, δηλαδή εκείνα, τα οποία μπορεί να εξουσιάσει ο άνθρωπος, αλλά δεν υπάρχει κύριος αυτών, ανήκουν στο Δημόσιο, έστω και αν επ` αυτών ουδεμία πράξη νομής ενήργησε. Το Δημόσιο, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, αποκτά πρωτοτύπως κυριότητα και συγχρόνως με την κυριότητα αποκτά αυτοδικαίως και τη νομή του ακινήτου, ανεξαρτήτως αν έλαβε τη φυσική εξουσία αυτού ή αν ενήργησε πάνω σ` αυτό πράξεις διακατοχής (ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, Α.Π. 132/2000, ΑΠ 532/1980, ΑΠ 1076/1973).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 369, 1192, 1194 και 1198 Α.Κ., προκύπτει ότι αποκτά κάποιος κυριότητα ακινήτου με παράγωγο τρόπο, ύστερα από συμφωνία με τον κύριο του ακινήτου ότι μετατίθεται σε αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, εφόσον η σχετική συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, επίσης, ότι μεταξύ των προϋποθέσεων, που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση είναι, ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε (ΑΠ 1125/2018 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 Α.Κ., εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου, που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, κατ’ άρθρο 1051 ΑΚ (ΑΠ 1125/2018 ό.π.). Περαιτέρω, φυσική εξουσία επί του πράγματος υπάρχει, επίσης, όταν ο νομέας δεν βρίσκεται σε διαρκή σωματική επαφή με το πράγμα, αλλά έχει την εποπτεία και τη δυνατότητα άσκησης φυσικής εξουσίας κάθε στιγμή. Δεν είναι δε αναγκαίο η νομή να ασκείται αυτοπροσώπως, αλλά μπορεί να ασκείται μέσω άλλου (άρθρο 980 Α.Κ.). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, νομή συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω στο ακίνητο, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να έχει το ακίνητο για δικό του. Ως πράξεις νομής θεωρούνται, μεταξύ άλλων, η εποπτεία, επίβλεψη, η επίσκεψη, η οριοθέτηση, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η καλλιέργεια, ο καθαρισμός, η φύλαξη, η περιτοίχιση και η καταμέτρηση των διαστάσεων του ακινήτου κ.α. (ΑΠ 773/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 462/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 547/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2016 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πεποίθηση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στο δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειρισθεί και ο ιδιοκτήτης, χωρίς να απαιτείται και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει την κυριότητα, χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 773/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2016 ό.π.). Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερόμενων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά. Ο διάδικος που προβάλλει χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του (ΑΠ 773/2019 ό.π.). Εξάλλου, από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων με εκείνες των άρθρων 1094 Α.Κ., 70, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, του οποίου η κυριότητα αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει, εκτός των άλλων, ότι κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχός του ήταν κύριος του πράγματος που μεταβίβασε. Ο τρόπος κτήσης της κυριότητας επί του επιδίκου από το δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής. Μόνο, αν ο εναγόμενος ήθελε αμφισβητήσει με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης την κυριότητα του τελευταίου και των προ αυτού κτητόρων του επιδίκου, υποχρεούται ο ενάγων, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρει είτε με την αγωγή καθ` υποφορά, είτε με τις προτάσεις του της ίδιας συζήτησης της αγωγής ορισμένο νόμιμο τρόπο με τον οποίο ο δικαιοπάροχος του έγινε κύριος του ακινήτου, τέτοιος δε τρόπος μπορεί να είναι εκείνος της κτήσεως της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία (ΑΠ 1125/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 860/2018 Δημ. Νόμος). Συνίσταται δε ο εν λόγω τρόπος στο ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος έχει στη νομή του, δηλαδή στη φυσική του εξουσία με διάνοια κυρίου, το ακίνητο για μια συνεχή εικοσαετία, ενώ κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που ίσχυε μέχρι την εισαγωγή του Α.Κ. (στις 23-2-1946), ο τρόπος αυτός συνίστατο στο ότι το ίδιο πρόσωπο είχε στην νομή του με καλή πίστη το ακίνητο για μια συνεχή τριακονταετία. Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής σ` αυτήν την τελευταία περίπτωση, πρέπει ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής του να αναφέρει τις διακατοχικές πράξεις του δικαιοπαρόχου του στο ακίνητο. Αν η αγωγή στηρίζεται σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει τις υλικές και εμφανείς πράξεις νομής, που άσκησε συνεχώς επί 20 τουλάχιστον έτη πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούλησή του να το έχει σαν δικό του, δυνάμενος να συνυπολογίσει, όπως ήδη προαναφέρθηκε, στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Τα ίδια ισχύουν και επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου μεταξύ ιδιώτη (ως ενάγοντα) και Ελληνικού δημοσίου (ως εναγομένου). Στη σχετική δίκη ο ιδιώτης έχει υποχρέωση για το ορισμένο της αγωγής του να επικαλεστεί ότι απέκτησε το επίδικο ακίνητο με κάποιο νόμιμο τρόπο. Σε περίπτωση που ο τίτλος κτήσης του είναι παράγωγος (π.χ. αγορά), εάν το Δημόσιο αμφισβητήσει την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του, τότε ο ιδιώτης θα πρέπει, συμπληρώνοντας με τις προτάσεις του την αγωγή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να επικαλεστεί τον τρόπο κτήσης κυριότητας των δικαιοπαρόχων του μέχρι να αναχθεί σε πρωτότυπο τρόπο, που κατά κανόνα θα είναι η έκτακτη χρησικτησία. Όμως, ο ιδιώτης δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί και ότι το επίδικο ακίνητο είναι δεκτικό χρησικτησίας (επειδή π.χ. δεν είναι δημόσιο, μετά τη συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο σε βάρος του Δημοσίου, μέχρι τις 11/9/1915) ή ότι εξαιρείται από αυτή, ως δημόσιο κτήμα (άρθρα 21 του ν.δ. 22.4/16.5.1926 και 4 του ν.δ. 1539/1938), καθόσον ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο δεν είναι δεκτικό ή εξαιρείται της χρησικτησίας δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής, αλλά ένσταση, η οποία πρέπει να προταθεί και να αποδειχθεί από το Δημόσιο (ΑΠ 1125/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 325/2002).

Περαιτέρω, με το άρθρο 12 του ν. 3208/2003 ορίζεται ότι “1. Μεταβιβάσεις εν ζωή ή αιτία θανάτου ακινήτων που εμφανίζονται με αγροτική μορφή στις αεροφωτογραφίες των ετών λήψης 1945 ή 1960 θεωρούνται έγκυρες και ισχυρές έναντι του Δημοσίου, ανεξάρτητα από τη μορφή, που απέκτησαν τα ακίνητα αυτά αργότερα, εφόσον οι σχετικοί τίτλοι ανάγονται σε ημερομηνία πριν από την 23η Φεβρουαρίου 1946 και έχουν μεταγραφεί. 2. … 3. Η διαχείριση των εκτάσεων της πρώτης παραγράφου, που εμφανίζουν τη μορφή δάσους, κατά την έννοια των άρθρων 3 παράγραφος 1 και 67 παράγραφος 4 περίπτωση α΄ του Ν. 998/1979, όπως ισχύουν, διέπεται από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας”. Περαιτέρω, στην παρ. 8 του άρθρου 21 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι “8. Εκτάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 12 και δεν εμπίπτουν στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, δεν υπάγονται στις διατάξεις του δασικού νόμου, εφόσον εμφανίζουν στην αεροφωτογραφία των ετών 1945 ή 1960 αγροτική μορφή”. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ανεξαρτήτως της συνταγματικότητάς τους, αναγκαία νόμιμη προϋπόθεση για την μη υπαγωγή των εκτάσεων τις οποίες αφορούν στο δασικό νόμο, είναι οι εκτάσεις αυτές να εμφανίζουν στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945 ή 1960 αγροτική μορφή (ΑΠ 826/2018 ό.π., ΣτΕ 2937/2014). Με το άρθρο δε 4 του Ν. 3127/2003 “τροποποίηση και συμπλήρωση των νόμων 2308/1995 και 2664/1998 για την Κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις” ορίζονται τα εξής: “Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό, που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον: α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ίδιου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-02-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α’ και β’ προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του ΑΚ” (παρ.1). “Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2000 τ.μ.. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τ.μ., οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται μόνον εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31-12-2002 κτίσμα, που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή” (παρ. 2). Με τις διατάξεις αυτές θεσπίζεται εξαίρεση από τον κανόνα ότι επί δημοσίων κτημάτων νομέας κατά πλάσμα του νόμου είναι το Δημόσιο και ότι αυτά είναι ανεπίδεκτα κτητικής ή αποσβεστικής παραγραφής, ο οποίος καθιερώνεται από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926, και του άρθρου 21 του Ν.Δ/τος της 22.4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ.π”, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του Α Ν. 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, εκτός εάν η τριακονταετής νομή της εκτάκτου χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-09-1915, αφού μετά τη χρονολογία αυτή δεν επιτρέπεται ούτε έκτακτη χρησικτησία επί των ακινήτων του Δημοσίου. Έτσι, κατ’ εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, επιτρέπεται η απόκτηση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα του Δημοσίου, εφόσον κάποιος που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή ακινήτου του Δημοσίου, νέμεται αδιατάρακτα τούτο για τριάντα έτη, που φθάνουν χρονικά μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, δηλαδή μέχρι την 19-03-2003, υπό τις λοιπές διαλαμβανόμενες προϋποθέσεις στην παρ. 1 περ. α’ και β’ του ίδιου άρθρου και όχι εφόσον κάποιος που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή ακινήτου του Δημοσίου το νέμεται αδιατάρακτα επί τριάντα έτη, οποτεδήποτε, πριν από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, χωρίς να ενδιαφέρει αν συνεχίζει να νέμεται το ακίνητο του Δημοσίου αδιατάρακτα και μετά την έναρξη της ισχύος του. Η έννοια του “νέμεται αδιαταράκτως” στην ως άνω διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003 δεν αναφέρεται σε προσβολή και προστασία της νομής του νεμόμενου το δημόσιο κτήμα από τον κατά πλάσμα του νόμου αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος, που είναι το Δημόσιο, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των νόμων περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων, αλλά αναφέρεται σε μη παρενόχληση του νεμομένου το δημόσιο κτήμα από τον κατά τον νόμο αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος, που είναι το Ελληνικό Δημόσιο. Η παρενόχληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο και μπορεί να προστατεύσει τη νομή του επί του δημοσίου κτήματος το Ελληνικό Δημόσιο (Ολ ΑΠ 11/2015, ΑΠ 826/2018 ό.π.). Τέτοιος δε νόμιμος τρόπος προστασίας της νομής του Ελληνικού Δημοσίου επί του δημοσίου κτήματος είναι, μεταξύ άλλων, η έκδοση και κοινοποίηση πρωτοκόλλου κατάληψης, αφού με την κοινοποίηση αυτού γνωστοποιεί το Δημόσιο στον νεμόμενο το δημόσιο κτήμα ότι είναι κατά το νόμο ο αληθής νομέας του. Συνεπώς, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, αν το Δημόσιο κοινοποιήσει σ’ εκείνον που νέμεται, έστω και με καλή πίστη, το δημόσιο κτήμα πρωτόκολλο κατάληψης αυτού, από την κοινοποίηση αυτή ο νεμόμενος το δημόσιο κτήμα παύει να το νέμεται αδιαταράκτως από το Ελληνικό Δημόσιο, αφού παρενοχλείται και διαταράσσεται από το τελευταίο, που είναι ex lege αληθής νομέας του εν λόγω κτήματος (ΑΠ 826/2018 ό.π.).

Σύμφωνα δε με το άρθρο 6 § 2 και 3 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο», όπως ίσχυε  κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, για το ορισμένο της αγωγής αναγνώρισης του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής, θα πρέπει, πέραν των στοιχείων, που απαιτεί το άρθρο 216 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο: α) Ότι ο πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με κάποιο νόμιμο τρόπο, ήτοι παράγωγο (πχ σύμβαση, κληρονομική διαδοχή) ή πρωτότυπο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία) ή με οποιοδήποτε άλλο προβλεπόμενο από το νόμο (πχ. παραχώρηση από το Ελληνικό Δημόσιο κατά τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα ή με την προσφυγική νομοθεσία, με αναδασμό, με πράξη εφαρμογής κλπ), κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή και είχε ταύτη (κυριότητα) στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο (έναρξη λειτουργίας του Ε.Κ.). Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή, όπως καθορίζονταν με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ και πλέον για τις νέες κτηματογραφήσεις με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και όχι αυτός της άσκησης της αγωγής του άρθρου 6 § 2 του Ν. 2664/1998 (ΑΠ 148/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1342/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 721/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1500/2013, ΜονΕφΠειρ 506/2019 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΕφΑθ 600/2016, ΕφΑθ 618/2015, ΕφΠατρ 226/2012 Δημ. Νόμος). Εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία, κατ’ άρθρο 1045 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (974 του ΑΚ) και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδεχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε εμφανείς πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη είναι δηλωτικές εξουσίασης αυτού, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου, είναι, όπως προαναφέρθηκε, και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περιτοίχιση και η ανοικοδόμηση, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 80/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 27/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 26/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 506/2019 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ).

Εξάλλου, για να είναι ορισμένη, κατ’ άρθρ. 216§1 του ΚΠολΔ, η αγωγή, πρέπει να περιέχει (και) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Επί περιπτώσεως δε αναγνωριστικής ή διεκδικητικής ακινήτου αγωγής, πρέπει τούτο αναμφιβόλως, ως προς την ταυτότητά του, να περιγράφεται και σε περίπτωση, που αυτό φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερης εκτάσεως, θα πρέπει επακριβώς εντός αυτής να εντοπίζεται η χωροταξία του και τα όριά του. Η περιγραφή του ακινήτου δεν μπορεί να συμπληρώνεται με παραπομπή σε άλλο έγγραφο, όπως είναι το τοπογραφικό σχεδιάγραμμα, εκτός αν το έγγραφο έχει ενσωματωθεί στην αγωγή, κατά τρόπο ώστε να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται ελλιπώς ή ασαφώς, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκηση και επιφέρει ως συνέπεια την απόρριψη ως εκ του απαραδέκτου από την αοριστία. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε, επίσης με αναφορά στην σχετική διάταξη του νόμου ή μνεία αυτής, ούτε με δικαστική ομολογία του εναγομένου, η οποία ως αποδεικτικό μέσο με δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, αποκλείει μόνο τη διεξαγωγή αποδείξεων και απαλλάσσει τον αντίδικο από το βάρος αποδείξεως του σχετικού (ομολογουμένου) ισχυρισμού (ΑΠ 775/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1052/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 462/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 860/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1023/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1597/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 119/2018, ΑΠ 301/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 781/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 452/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1914/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1203/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 313/2017 Δημ. Νόμος). Δεν είναι όμως αόριστο το δικόγραφο της αγωγής, στο οποίο δεν αναφέρεται η ακριβής έκταση του επιδίκου, οι πλευρικές του διαστάσεις ή δεν κατονομάζονται οι γείτονες, εφόσον και χωρίς τα στοιχεία αυτά δεν δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά του (ΑΠ 462/2019 ό.π.).

Στην προκειμένη περίπτωση με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή, καθ’ ο μέρος φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο (άρθρο 216 ΚΠολΔ) στοιχεία για το ορισμένο αυτής, ήτοι: α) ακριβή προσδιορισμό της ταυτότητας του επιδίκου ακινήτου κατά θέση, έκταση και όρια για την εξατομίκευσή του, β) λεπτομερή περιγραφή του τρόπου κτήσης κυριότητας των εναγόντων, των αμέσων δικαιοπαρόχων αυτών και των δικαιοπαρόχων των τελευταίων, πρωτοτύπως, και γ) ρητή επίκληση του έννομου συμφέροντος αυτών για την αιτούμενη αναγνώριση (βλ. σχετ. ΑΠ 452/2016 Δημ. Νόμος), μη απαιτούμενων άλλων επιπλέον στοιχείων. Ειδικότερα, στην υπό κρίση αγωγή το επίδικο ακίνητο περιγράφεται επαρκώς κατά θέση, έκταση και όρια, χωρίς να είναι αναγκαίος ο  προσδιορισμός της θέσης αυτού σε σχέση προς το μείζον ακίνητο, το οποίο είχε αποκτήσει η απώτερη  δικαιοπάροχος των εναγόντων, από την κατάτμηση του οποίου αυτό προήλθε, δεδομένου ότι, αναφέρεται ο αριθμός του ΚΑΕΚ του επιδίκου ακινήτου και των ομόρων αυτού ακινήτων, ώστε μην μπορεί να δημιουργηθεί  αμφιβολία ως προς τη θέση και την ταυτότητά του ως αντικειμένου της διαφοράς (ΑΠ 1052/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 506/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 499/2018 ΔημΙστοσελΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 498/2018 ΔημΙστοσελΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 549/2018 ΔημΙστοσελΕφΠειρ). Ο Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ.) του επιδίκου ακινήτου, ο οποίος είναι ο 12ψήφιος μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο, προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2664/1998). Πρόκειται για μία ειδική ενάριθμη ταυτότητα ακινήτου, κωδικοποιημένη σε επίπεδο επικράτειας, η κτήση της οποίας γίνεται με κτηματολογική πράξη και έτσι επιτυγχάνεται η εύκολη, ασφαλής και γρήγορη αναζήτηση στη βάση δεδομένων του Εθνικού Κτηματολογίου. Η σύνδεση του ακινήτου με τον ΚΑΕΚ διαρκεί μέχρις ότου ο τελευταίος καταργηθεί ή τροποποιηθεί σύμφωνα με το κτηματολογικό δίκαιο (άρθρου 11 παρ. 3 του Ν. 2664/1998). Ο ΚΑΕΚ συνιστά συγχρόνως θεμελιώδη εφαρμογή της αρχής της ειδικότητας και της ουσιαστικής δημοσιότητας στο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου (βλ. σχετ. ΜονΕφΑθ 2375/2016 Δημ. Νόμος, Δ. Παπαστερίου, Κτηματολογικό Δίκαιο, έκδ. 2013 σελ. 687). Κάθε ένα από τα ψηφία που τον αποτελούν προσδιορίζει συγκεκριμένη πληροφορία και συγκεκριμένα τα δύο πρώτα ψηφία το Νομό στον οποίο βρίσκεται το γεωτεμάχιο, τα επόμενα τρία ψηφία το Δήμο ή Δημοτικό Διαμέρισμα κλπ, τα αμέσως επόμενα δύο ψηφία τον «κτηματολογικό τομέα» (πχ. συνοικία), το δύο προτελευταία δύο ψηφία την «κτηματολογική ενότητα» (πχ. οικοδομικό τετράγωνο) και τέλος τα τελευταία τρία ψηφία τον αύξοντα αριθμό του γεωτεμαχίου εντός της ενότητας (πχ. οικόπεδο ή αγροτεμάχιο). Ο αριθμός μετά την πρώτη κάθετο δηλώνει τον αριθμό της καθέτου ιδιοκτησίας, αν έχει συσταθεί επί των κτισμάτων του γεωτεμαχίου και ο αριθμός μετά τη δεύτερη κάθετο προσδιορίζει τον αριθμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας, εφόσον έχει συσταθεί τοιαύτη. Για το ορισμένο της αγωγής, εφόσον αντικείμενο της δίκης είναι όλο το ακίνητο – γεωτεμάχιο, όπως αποτυπώθηκε στο κτηματολογικό διάγραμμα, και όχι τμήμα του, αρκεί η αναφορά του ΚΑΕΚ, χωρίς να απαιτούνται η θέση, τα σύνορα, το εμβαδόν, οι πλευρικές διαστάσεις ή η τυχόν επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος, όπως απαιτείται στις λοιπές εμπράγματες αγωγές για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του επιδίκου, καθόσον ελλοχεύει ο κίνδυνος όπως η περιγραφή του ακινήτου να μην ταυτίζεται με το γεωτεμάχιο, που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο ΚΑΕΚ, με συνέπεια να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες και αντιφάσεις στην αγωγή. Εάν βέβαια, το επίδικο αποτελεί τμήμα ενός μείζονος γεωτεμαχίου, οπότε σε περίπτωση αποδοχής της αγωγής θα επέλθουν χωρικές μεταβολές, τότε η περιγραφή του επιδίκου τμήματος πρέπει να γίνει με λεπτομερή περιγραφή κατά θέση, όρια, πλευρικές διαστάσεις και συντεταγμένες κορυφών σύμφωνα με το σύστημα ΕΓΣΑ 87, η οποία θα πρέπει να ταυτίζεται με το τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, που επί ποινή απαραδέκτου θα πρέπει να προσκομισθεί κατά τη συζήτηση, σύμφωνα με την τροποποίηση με το Ν. 4164/2013 (ΜονΕφΑθ 2375/2016 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο εφέσεως το εκκαλούν παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη την ένδικη αγωγή, λόγω αοριστίας, ενόψει της μη συμπλήρωσης της βάσης της όσον αφορά στην κτήση κυριότητας επί ακινήτου του Δημοσίου με έκτακτη χρησικτησία. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται, ως προς την παράθεση πράξεων νομής κατά τον κρίσιμο χρόνο (11.9.1885 έως 11.9.1915), ότι οι ενάγοντες δεν περιέλαβαν στο αγωγικό δικόγραφο καθ’ υποφορά ή στις προτάσεις τους πλήρη αναφορά στην εκ μέρους των άμεσων, απώτερων και απώτατων δικαιοπαρόχων τους, συμπεριλαμβανομένων των κληρονόμων ………,,, καθώς ιδίως και των άμεσων δικαιοπαρόχων αυτού και δη των ,,,,,,,και ,,,,,,, και τέλος του ,,,,,,,,,,,,, (φερόμενου απώτατου δικαιοπαρόχου), άσκηση συγκεκριμένων διακατοχικών πράξεων, ήτοι υλικών πράξεων νομής επί του επίδικου ακινήτου, που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του και με τις οποίες φανερώνεται η βούληση των παραπάνω δικαιοπαρόχων να το έχουν σαν δικό τους. Επίσης, το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι δεν εμπεριέχεται αναφορά στο χρονικό σημείο έναρξης των εξατομικευμένων πράξεων νομής σε κάθε συγκεκριμένο δικαιοπάροχο και, συνακόλουθα, δεν γίνεται η απαιτούμενη από το νόμο αναφορά στο ότι με τη συνεχή και αδιακώλυτη άσκησή τους έχει διαδράμει ο νόμιμος χρόνος χρησιδεσποτείας, αλλά αντιθέτως γίνεται συλλήβδην αναφορά σε πράξεις νομής ασκούμενες από την «οικογένεια ……….υ τουλάχιστον από το έτος 1850». Ότι ως προς την προσμέτρηση του χρόνου νομής των προκτητόρων, ………. . (φερόμενος χρόνος θανάτου 1899) και ……….  (δεν αναφέρεται ο χρόνος θανάτου), στο χρόνο νομής του απώτερου δικαιοπαρόχου των εναγόντων, ………. .. (φερόμενος χρόνος θανάτου 1932), που φέρεται να τους διαδέχθηκε τον πρώτο ως καθολικός διάδοχος και το δεύτερο ως ειδικός διάδοχος, δεν εξειδικεύεται στην αγωγή ούτε ο τρόπος υπεισέλευσης του ………. . στην κληρονομιά του … . (ως εκ διαθήκης ή ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος και, περαιτέρω, ως εξωτικός ή ως υπεξούσιος και, έτι περαιτέρω, με ποιες πράξεις, που φανερώνουν τη βούλησή του να καταστεί κληρονόμος), ούτε ο χρόνος και τρόπος υπεισέλευσης των ….. και …… στην κληρονομιά του ………. ……., ούτε, ακόμα, εξειδικεύεται ο χρόνος και τρόπος κτήσης της νομής εκ μέρους των …. και ……, ώστε να μπορέσει να εξεταστεί αν αυτοί κατέστησαν με νόμιμο τρόπο καθολικοί διάδοχοι και, περαιτέρω, αν είναι προσμετρήσιμος ο χρόνος νομής τους στο χρόνο νομής του ………. Ότι, ακόμη, ως προς την καλή πίστη, στο αγωγικό δικόγραφο και στις προτάσεις επαναλαμβάνεται σε διάφορα σημεία ότι ασκούνταν πράξεις νομής καλόπιστα, χωρίς σε οποιοδήποτε σημείο των δικογράφων να εξειδικεύεται από τους ενάγοντες σε τι συνίσταται αυτή, δηλαδή ποια συγκεκριμένα στοιχεία ενδεικνύουν την ειλικρινή πεποίθηση των νομέων ότι με τις πράξεις τους δεν προσβάλλουν δικαιώματα τρίτων, πολλώ δε μάλλον που στην ίδια αγωγή περιλαμβάνεται ισχυρισμός ότι η ευρύτερη έκταση είχε παραχωρηθεί στην Κοινότητα Αμπελακίων, η οποία περαιτέρω την παραχώρησε για βόσκηση στους κατοίκους της περιοχής. Ο λόγος αυτός τυγχάνει αβάσιμος. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Στην προκειμένη περίπτωση, ως προς την επικουρική βάση της αγωγής περί κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, περιγράφεται η άσκηση συγκεκριμένων διακατοχικών πράξεων, ήτοι υλικών πράξεων νομής επί του επίδικου ακινήτου από τους προκτήτορες των εναγόντων, αφού γίνεται λόγος ότι εκ των δικαιοπαρόχων τους οι ……….. ασκούσαν πράξεις νομής διανοία κυρίου, όπως καλλιέργεια αμπέλων και βοσκή ζώων οι ίδιοι ή μέσω βοηθών, η δε ……………….., που αγόρασε από τους τελευταίους το ευρύτερης έκτασης ακίνητο, μέρος του οποίου αποτελεί το επίδικο, προέβη σε καταμέτρηση, κατάτμηση και μεταπώληση τμημάτων του σε τρίτους. Περαιτέρω, προσδιορίζονται οι απώτατοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων, . ……….. (τον οποίο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, κληρονόμησε ο υιός του .. ……….., το έτος 1899, στο μερίδιό του ½ εξ αδιαιρέτου επί της κυριότητας, νομής και κατοχής επί του επίδικου ακινήτου)  και . ……….. (του οποίου το μερίδιο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ήτοι το υπόλοιπο ½  εξ αδιαιρέτου του ίδιου δικαιώματος, οι νόμιμοι κληρονόμοι του, …….. και ……, μεταβίβασαν, το έτος 1908, αιτία πωλήσεως, στον ………. ……….), οι οποίοι ήδη, πριν το έτος 1850, ασκούσαν καλόπιστα πράξεις νομής στο επίδικο ακίνητο, έχοντας, σύμφωνα με την αγωγή, μέχρι το θάνατό του ο καθένας το ½  εξ αδιαιρέτου της κυριότητας, νομής και κατοχής αυτού. Το γεγονός ότι δεν προσδιορίζεται το έτος θανάτου του ………. … δεν καθιστά αόριστη την αγωγή, δεδομένου ότι δεν επηρεάζεται η κτήση δικαιώματος κυριότητας εκ μέρους του ………. ……….υ με έκτακτη χρησικτησία έναντι του Ελληνικού Δημοσίου στις 11.9.1915, με προσμέτρηση της νομής του ………. ……, αλλά το στοιχείο αυτό θα είχε σημασία αν το ζητούμενο ήταν η κτήση κυριότητας δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας με συμπλήρωση τριάντα ετών άσκησης καλόπιστης νομής από τον ίδιο τον ………. ………. διανοία κυρίου έναντι του Ελληνικού Δημοσίου. Αναφέρεται δε στην αγωγή ότι ο . ……….. φέρεται να νεμόταν την παραπάνω έκταση πριν από το έτος 1850, έλκοντας σχετικά δικαιώματα ήδη από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, καθώς και στη σελίδα 11 αυτής, στη σειρά 12, ότι «…Επομένως, η περιοχή της Κυνοσούρας ουδέποτε ανήκε σε κάποιο Οθωμανό ή τούρκο υπήκοο, που την εγκατέλειψε, ώστε να περιέλθει αυτόματα στο Δημόσιο σαν εγκαταλειφθείσα ακίνητη περιουσία κάποιου Οθωμανού, ούτε και απελευθερώθηκε, κατόπιν μαχών με τους Οθωμανούς. Κατείχετο πριν και μετά την επανάσταση του 1821 από τους κατοίκους του χωρίου Αμπελακίων οι οποίοι την εκμεταλλεύοντο για γεωργικές καλλιέργειες και βοσκή των ζώων τους, καταβάλλοντες ακόμη και μέχρι και την δεκαετία του έτους 1950 τα δικαιώματα για βοσκή στην αποσπασθείσα στην αρχή του 20ου αιώνα σύμφωνα με τον νόμο ΔΝΖ/1912 από το Δήμο Σαλαμίνας Κοινότητα Αμπελακίων, η οποία εκμεταλλευομένη αυτό το γεγονός ισχυρίστηκε με αγωγή ότι δήθεν η Κυνόσουρα της ανήκε…» (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 436/2019 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 437/2019 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, πρβλ. και ΑΠ 1125/2018 στη Νόμος). Περαιτέρω και δεδομένου ότι με την επικουρική βάση της αγωγής ερευνάται από το Δικαστήριο ο πρωτότυπος τρόπος κτήσης της κυριότητας, με έκτακτη χρησικτησία και όχι ο παράγωγος τρόπος μέσω της κληρονομικής διαδοχής, δεν απαιτείτο να διευκρινίζεται στο αγωγικό δικόγραφο εάν οι κληρονόμοι του ….. και του ………. … κληρονόμησαν το επίδικο ακίνητο βάσει διαθήκης ή ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, ούτε χρειαζόταν να αναφερθεί εαν κατά το θάνατο των κληρονομούμενων ήταν ανήλικοι ή ενήλικες. Σημασία έχει εάν αποδέχθηκαν την κληρονομία με ανάμειξή τους σε αυτή (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 436/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 437/2019 ό.π.). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 12 Πανδ. (28.7), ν. 14 παρ. 8 Πανδ. (11.7) και ν. 69 Πανδ. (29.2), οι εκούσιοι ή εξωτικοί κληρονόμοι, στους οποίους περιλαμβάνονται η σύζυγος, καθώς και οι μη υπεξούσιοι κατιόντες του κληρονομουμένου, δηλαδή οι ενήλικοι κατιόντες, αποκτούν την κληρονομία με μονομερή δήλωση της βούλησής τους για αποδοχή της, που αποτελεί δικαιοπραξία μη απευθυντέα (υπεισέλευση στην κληρονομία). Η δήλωση αυτή μπορεί να είναι είτε ρητή (έγγραφη ή προφορική), είτε σιωπηρή, συναγόμενη από συμπεριφορά ή πράξεις, που φανερώνουν την πρόθεση εκείνου, που καλείται στην κληρονομία για ανάμειξη σ’ αυτή και απόκτησή της (ΑΠ 41/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 383/2014, ΜονΕφΠειρ 436/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 437/2019 ό.π.). Σύμφωνα, επίσης, με τις διατάξεις των ν. 2 Εισ. (2.19), 3 Εισ. (3.1), 14 Πανδ. (38.16), οι οικείοι (sui), δηλαδή τα ανήλικα τέκνα του κληρονομουμένου, που τελούσαν υπό την άμεση πατρική εξουσία του τελευταίου, κατά το χρόνο του θανάτου του, αποκτούσαν αυτοδικαίως την κληρονομία του εξουσιαστή πατέρα τους, χωρίς τη γνώση ή βούλησή τους, είτε επρόκειτο για κληρονομική διαδοχή από το νόμο (εξ αδιαθέτου), είτε από διαθήκη. Επί κληρονομικής, επομένως, διαδοχής, που έλαβε χώρα υπό την ισχύ του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, πρέπει, για την πληρότητα, κατά την διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, της αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής, να αναφέρονται στο δικόγραφό της τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για την επαγωγή της κληρονομίας στον κληρονόμο, δηλαδή είτε το ότι ο τελευταίος ήταν, κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, ανήλικος και τελούσε υπό την άμεση πατρική εξουσία αυτού, οπότε η κληρονομία επάγεται αυτοδικαίως σ` εκείνον, είτε ότι ο ίδιος υπεισήλθε στην κληρονομία με ρητή ή σιωπηρή δήλωσή του και αναμείχθηκε σ’ αυτή με πρόθεση κληρονόμου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση απαιτείται η επίκληση στην αγωγή συγκεκριμένων υλικών πράξεων, από τις οποίες εμφαίνεται η βούληση του κληρονόμου να αποκτήσει την κληρονομία, ενώ μόνη η επίκληση του γεγονότος ότι το κληρονομιαίο ακίνητο περιήλθε στον κληρονόμο από κληρονομική διαδοχή δεν αρκεί για το ορισμένο της αγωγής (ΑΠ 615/2016 Δημ. Ιστοσελ ΑΠ, ΜονΕφΠειρ 436/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 437/2019 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα ανωτέρω, αναφέρονται στην αγωγή, ως εκ περισσού, ως προς το ορισμένο της επικουρική αυτής βάσης της αγωγής, υλικές πράξεις νομής, τις οποίες πραγματοποιούσαν όλοι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγόντων της οικογένειας ……….. και δη ότι από την επανάσταση του 1821 και μέχρι τη δεκαετία του 1950, το επίδικο ακίνητο χρησιμοποιείτο για γεωργικές καλλιέργειες και βοσκή ζώων, χωρίς να χρειάζεται να προστεθεί κάτι παραπάνω (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 436/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 437/2019 ό.π.). Επίσης, ως προς το επικαλούμενο στοιχείο της καλής πίστης κατά την άσκηση νομής από τους απώτερους δικαιοπαρόχους των εναγόντων στο επίδικο ακίνητο για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία με βάση το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν χρειαζόταν να εξειδικεύεται στο αγωγικό δικόγραφο, όπως υποστηρίζει το εκκαλούν, σε τι συνίσταται αυτή και να παρατίθενται στοιχεία, κατ’ εκτίμηση των οποίων να μπορεί να ελεγχθεί η συνδρομή της ενδιάθετης αυτής κατάστασης, καίτοι οι ενάγοντες, κατά τα ανωτέρω, εκθέτουν αναλυτικά στην αγωγή τους την ιστορία της περιοχής Κυνοσούρας ήδη πριν από την επανάσταση του 1821, για να στηρίξουν την καλή πίστη των δικαιοπαρόχων τους (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 436/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 437/2019 ό.π.). Ιδίως, επισημαίνεται, όπως προαναφέρθηκε, ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.8 παρ.8 κωδ. (7-39), ν.9 παρ.1 πανδ. (50-4), ν.2 παρ.20, πανδ.(41-4), ν. 6 πανδ. (44-3), ν.76 παρ.1, πανδ.,(18-1) και 7 παρ.3 πανδ. (23-3) του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, με τις οποίες κρίνεται η απόκτηση του δικαιώματος κυριότητας πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κατ’ άρθρο 51 Εισαγ. Ν.Α.Κ., μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία, μετά από άσκηση νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού, ο οποίος χρησιδέσποζε, να συνυπολογίζει στο χρόνο της νομής του και εκείνου του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Ως “καλή πίστη” νοείται, κατά τις διατάξεις των ν. 27 πανδ. (18.1), 15 παρ.3,48 πανδ.(41.3) 11 πανδ. (51.4), 5 παρ.5, 1 (41.10) και 109 πανδ. (50.16), η ειλικρινής πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας, άλλου επ’ αυτού. Οι εμφανείς υλικές πράξεις νομής πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή και σε περίπτωση αμφισβητήσεως να αποδεικνύονται από εκείνον, ο οποίος επικαλείται βούληση περί εξουσιάσεως του πράγματος, ενώ τη συνδρομή της καλής πίστεως συνάγει το δικαστήριο, ενόψει της φύσεώς της, ως ενδιάθετης κατάστασης, συμπερασματικώς από τα αποδεικνυόμενα αποδεικτικά περιστατικά (ΑΠ 582/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 436/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 437/2019 ό.π.). Επίσης, στο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, στην έκτακτη χρησικτησία γινόταν η εξής διάκριση μεταξύ καθολικής και ειδικής διαδοχής: Ο καθολικός διάδοχος διαδεχόταν την κατάσταση της χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του, χωρίς να είναι αναγκαίο να συγκεντρώνει και ο ίδιος τα προσόντα της χρησικτησίας, δηλαδή να είναι καλόπιστος (διαδοχή στη χρησικτησία- successio in usucapionem). Συνεπώς, δεν χρειαζόταν στη σχετική αγωγή για το ορισμένο αυτής να αναφέρεται ότι, κατά την καθολική διαδοχή του κληρονομούμενου χρησιδεσπόζοντα από τον κληρονόμο του υπήρχε το παραπάνω στοιχείο της καλής πίστης και στον κληρονόμο. Αντίθετα, ο ειδικός διάδοχος συνέχιζε τη χρησικτησία μόνο αν συγκεντρώνονταν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις της έκτακτης χρησικτησίας, όπως και στον δικαιοπάροχό του, δηλαδή αν ήταν και ο ίδιος καλόπιστος, οπότε μπορούσε να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο και τον χρόνο του δικαιοπαρόχου του (προσαύξηση χρόνου- accessio temporis) [βλ. Απ. Γεωργιάδη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο,, αστικός κώδιξ V, έκδοση 1985, σελ. 489, παρ.2, ΜονΕφΠειρ 436/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 437/2019 ό.π.]. Με τη συμπροσβαλλόμενη μη οριστική απόφαση, όμως, απορρίφθηκε η αγωγή ως προς τη βάση της για τον εν όλω παράγωγο τρόπο κτήσεως του επιδίκου, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας και με την εκκαλουμένη οριστική απόφαση έγινε δεκτή η επικουρική βάση της αγωγής, ως κατ’ ουσία βάσιμη, ως προς τον πρωτότυπο τρόπο κτήσης της κυριότητας των εναγόντων επί του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, συνυπολογιζομένου του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων τους, άμεσων και απώτερων, στο χρόνο χρησικτησίας τους. Δεν ασκήθηκε δε αντίθετη έφεση ή αντέφεση εκ μέρους των εναγόντων κατά των απορριπτικών διατάξεων των προσβαλλομένων αποφάσεων, με τις οποίες απορρίφθηκαν αφενός μεν ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, η κύρια βάση της αγωγής, αφετέρου δε ως μη νόμιμη η επικουρική βάση αυτής περί κτήσεως κυριότητας με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας (βλ. σχετ. ΑΠ 41/2018 ό.π.). Για το ορισμένο της ένδικης αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτων αγωγής, ως προς την επικουρική αυτή βάση περί κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν απαιτείτο να εκτίθενται, πέραν των στοιχείων που προαναφέρθηκαν, και το αν το επίδικο ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας έναντι του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, αν δηλαδή, απέκτησαν κυριότητα επ’ αυτού οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγόντων με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας πριν από τις 11/9/1915, ούτε αν εξαιρούνταν της χρησικτησίας, αφού οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να προβληθούν από το εναγόμενο. Ούτε, επίσης, ως προς την επικουρική αγωγική βάση περί κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, ήταν αναγκαία η μνεία της νομής χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων των εναγόντων πριν από το έτος 1984, αφού, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, το διάστημα της νομής χρησικτησίας, που μεσολάβησε έκτοτε μέχρι το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου στη Σαλαμίνα Αττικής (1984-2005), υπερκαλύπτει την εικοσαετία, που απαιτείται για την απόκτηση κυριότητας του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία (βλ. σχετ. ΑΠ 432/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1125/2018 ό.π.). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε με την προσβαλλόμενη οριστική απόφασή του, αλλά και τη συμπροσβαλλόμενη μη οριστική απόφαση, ορισμένη την αγωγή, κατά την ως άνω επικουρική της βάση και απέρριψε τον περί αοριστίας ισχυρισμό του εναγομένου, ως προς τη βάση αυτή, τον οποίο (ισχυρισμό) είχε παραδεκτώς προβάλει ως εναγόμενο στην πρωτοβάθμια δίκη προς απόκρουση της αγωγής και επανέφερε στη δευτεροβάθμια δίκη ως εκκαλούν, δεν έσφαλε. Κατόπιν των ανωτέρω, οι δύο πρώτοι λόγοι της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με τη συμπροσβαλλόμενη με αριθμ. 1349/2014 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τη με αριθμ. ……/4.8.2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του . ………., Τοπογράφου Μηχανικού, την από 17/02/2017 τεχνική έκθεση του …….., Πολιτικού Μηχανικού, η οποία συνετάγη μ’ επιμέλεια του εκκαλούντος – εναγομένου και από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τα οποία, ορισμένα αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ου­σιαστική διάγνωση της διαφοράς και χωρίς η ρητή αναφορά μερικών να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, αφού όλα είναι ισοδύναμα και όλα, αδιακρίτως, συνεκτιμώνται για την εκφορά της δικαστικής κρίσης (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλΔνη 2004. 723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004. 70), συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών και αεροφωτογραφιών, που προσκομίστηκαν, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται, καθώς και από όσα βάσει της αγωγής και των προτάσεων των διαδίκων συνομολογούνται (άρθρο 261 ΚΠολΔ), τα διδάγματα της κοινής λογικής και εμπειρίας, καθώς και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο, που βρίσκεται στη θέση ……… του Δημοτικού Διαμερίσματος Αμπελακίων Σαλαμίνας, έκτασης 280 τ.μ., κατά το φερόμενο ως τίτλο κτήσης των εναγόντων, το οποίο, κατά την έναρξη του κτηματολογίου στη Σαλαμίνα, στις 6/10/2005, έλαβε ΚΑΕΚ ………… και καταχωρήθηκε μ’ έκταση 276 τ.μ. και δικαιούχο κυριότητας το Ελληνικό Δημόσιο, διότι κατά την κτηματογράφηση της περιοχής, ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας Αττικής, υπέβαλλε την με αριθμό ../12.9.2002 (με αρ. καταθ. ……./11.9.2002) δήλωση ιδιοκτησίας, για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς το επίδικο φέρεται να είναι τμήμα του καταχωρημένου στα βιβλία καταγραφής δημοσίων κτημάτων ακινήτου με αριθμό 61 και κατά το δασικό χάρτη της Σαλαμίνας φέρεται να εμπίπτει σε ευρύτερη εκχερσωμένη δασική έκταση. Οι ενάγοντες κατέστησαν συννομείς του εν λόγω αγροτεμαχίου: α) λόγω κληρονομικής εξ αδιαθέτου διαδοχής του …….., πατρός του πρώτου των εναγόντων και παππού εκ πατρικής γραμμής του δεύτερου και του τρίτου των εναγόντων, ο οποίος ήταν συννομέας του επιδίκου ακινήτου, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου και απεβίωσε στις 5-9-1994, αφήνοντας ως πλησιέστερους συγγενείς του και κληρονόμους του, κατά το χρόνο θανάτου του, τη σύζυγό του, ….., σε 6/16 εξ αδιαιρέτου επί του ποσοστού του, τον υιό του ………. (πρώτο των εναγόντων), σε ποσοστό 4/16 εξ αδιαιρέτου επί του ποσοστού του, και τα δύο εγγόνια του, τέκνα προαποβιώσαντος υιού του, ……… και ……… (δεύτερο και τρίτο των εναγόντων αντίστοιχα), σε ποσοστό 3/16 εξ αδιαιρέτου έκαστο επί του ποσοστού του, την κληρονομιά του οποίου οι ενάγοντες αποδέχθηκαν νόμιμα, δυνάμει της με αριθμό …../1996 δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Νίκαιας, . ….., η οποία μεταγράφηκε νόμιμα και β) λόγω κληρονομικής εκ διαθήκης διαδοχής, η οποία (διαθήκη) νόμιμα δημοσιεύθηκε, της …….. (μητέρας του πρώτου των εναγόντων), η οποία απεβίωσε στις 22-4-2004 και εγκατέστησε ως κληρονόμο της επί του ποσοστού της των 10/16 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου ακινήτου (προερχομένων των 8/16 εξ αδιαιρέτου από συμβόλαιο αγοράς και των 2/16 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου από την άνω κληρονομιά του προαποβιώσαντος συζύγου της) τον πρώτο ενάγοντα υιό της, την ως άνω δε κληρονομιά ο τελευταίος αποδέχθηκε νόμιμα, δυνάμει της με αριθμό …../2006 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Νίκαιας, ………, η οποία μεταγράφηκε νόμιμα. Συνεπώς, υπεισήλθαν στη συννομή του ως άνω επίδικου ακινήτου, κατά τ’ ανωτέρω, ο μεν πρώτος ενάγων σε ποσοστό 81,25% εξ αδιαιρέτου, οι δε δεύτερος και τρίτος των εναγόντων σε ποσοστό 9,375% εξ αδιαιρέτου έκαστος. Το επίδικο ακίνητο στις ανωτέρω συμβολαιογραφικές πράξεις περιγράφεται ως αγροτεμάχιο, με ισόγεια οικία, ευρισκόμενο εκτός εγκεκριμένου σχεδίου πόλης, στη χερσόνησο Κυνοσούρα της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Αμπελακίων Σαλαμίνας, έκτασης 280 τ.μ., όπως αποτυπώνεται με τον αριθμό … στο (Ρ) οικοδομικό τετράγωνο, στο από Ιούλιο του 1961 σχεδιάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού ….., που έχει προσαρτηθεί στο με αριθμό …./1961 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών …. ………, συνορευόμενο γύρωθεν, βόρεια με το με αριθμό . αγροτεμάχιο, νότια με το με αριθμό .., ανατολικά με ιδιωτική οδό και δυτικά με το με αριθμό . αγροτεμάχιο. Το επίδικο ακίνητο περιήλθε στη νομή των ως άνω καθολικών δικαιοπαρόχων των εναγόντων, ….. και ….., κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου σ’ έκαστο εξ αυτών, δυνάμει του με αριθμ. …/17.9.1984 συμβολαίου αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Πειραιά …., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. και με α.α. …., λόγω πωλήσεως από την …….. Η ανωτέρω απώτερη δικαιοπάροχός τους (…..) είχε αποκτήσει τη νομή του επιδίκου, ως τμήμα μείζονος έκτασης 95.987 τετρ. μέτρων, με αιτία την πώληση, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/15.6.1961 συμβολαίου, νομίμως μεταγραφέντος στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας σε τόμο … και με α.α. …, του Συμβολαιογράφου Αθηνών …., από τους κληρονόμους του ……, ο οποίος είχε αποβιώσει, στις 22.5.1932, αδιάθετος, και εν ζωή ήταν νομέας και κάτοχος της ανωτέρω έκτασης, οριοθετούμενης ανατολικώς με κτήμα κληρονόμων ….., δυτικώς με κληρονόμους ….., …. και αγνώστους, αρκτικώς με θάλασσα Κόλπον Αμπελακίων και αγνώστους και μεσημβρινώς με θάλασσα Σελληνίων. Μετά τη σύνταξη του υπ’ αριθμ. …./15.6.1961 συμβολαίου η ως άνω απώτερη δικαιοπάροχος των εναγόντων, ….. ., προέβη σε νόμιμη κατάτμηση της όλης έκτασης και πώληση αγροτεμαχίων, ένα εκ των οποίων είναι το επίδικο, όπως θα αναπτυχθεί κατωτέρω. Απώτατοι συννομείς της έκτασης αυτής και ακόμη μεγαλύτερης έκτασης, επιφάνειας 111.987 τ.μ., ήδη προ του έτους 1850, ήταν ο ………, κατά το ½  εξ αδιαιρέτου, και ο …………, κατά το υπόλοιπο ½  εξ αδιαιρέτου, οι οποίοι ασκούσαν επ’ αυτής πράξεις φυσικής εξουσίασης και νομής με καλή πίστη, ήτοι πιστεύοντας ότι δεν προσέβαλαν την κυριότητα τρίτου και διανοία συγκυρίων, καθώς τη χρησιμοποιούσαν κυρίως σαν βοσκότοπο, ενώ καλλιεργούσαν τα καλλιεργήσιμα τμήματα αυτής. Σημειωτέον ότι η επίδικη έκταση ουδέποτε υπήρξε δημόσια δασική έκταση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το Ελληνικό Δημόσιο, γεγονός, που είχε κριθεί από το έτος 1845, οπότε ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της επί των διαφιλονικούμενων δασών Επιτροπής της νήσου Σαλαμίνας. Με την απόφασή της αυτή η Επιτροπή αναγνώρισε ως ιδιωτικά τα δάση της νήσου Σαλαμίνας, εκτός εκείνων που ανήκαν στη διαλελυμένη Ιερά Μονή ………., καθώς και εκείνων, που είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία δημοσίων κτημάτων και στα οποία δεν ανήκε η ως άνω μείζονα έκταση των 111.987 τετρ. μέτρων. Μάλιστα οι ενάγοντες προσκομίζουν σε φωτοαντίγραφο από το ΓΑΚ-Τοπικό Αρχείο Σαλαμίνος την υπ’ αριθμ. ……./13.6.1845 πράξη του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ……, στην οποία αναφέρεται ότι το Υπουργείο Οικονομικών εφοδίασε τον κτηματία της περιοχής ……., με το υπ’ αριθμ. ……./27.3.1845 έγγραφο, δια του οποίου ειδοποιεί τον ανωτέρω κτηματία και κάτοικο της περιοχής, ως πληρεξούσιο των κατοίκων της νήσου Σαλαμίνας, ότι αναγνωρίζεται ως ιδιοκτησία τους, όχι μόνο επί των αγροκειμένων δασών αυτών, αλλά και στα ορεινά μέρη, εκτός των ανηκόντων στη διαλελυμένη Μονή …………., ως ανωτέρω, έγγραφο, που δικαιολογεί μεταξύ άλλων την καλή πίστη των απώτερων δικαιοπαρόχων των εναγόντων, μελών της οικογένειας ……….., ότι ασκούσαν τη νομή τους ως κύριοι, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλούν με την υπό κρίση έφεσή του. Εν συνεχεία, απεβίωσε ο ……….. . και κληρονομήθηκε από τους δύο υιούς του, ….. και …… ………., οι οποίοι νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομία του με ανάμειξη σε αυτή, συνεχίζοντας τις ίδιες πράξεις νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, όπως ο προκτήτοράς τους. Το έτος 1899 απεβίωσε ο ………. και κληρονομήθηκε, κατά το ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό του ½ επί της μείζονος έκτασης, σύμφωνα με το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο από το μοναδικό ενήλικο κληρονόμο του, υιό του, . ………., ο οποίος απέκτησε τη συννομή του στη μείζονα έκταση, κατά το παραπάνω κληρονομηθέν από αυτόν μερίδιο, έχοντας καλή πίστη και διάνοια κυρίου και συνεχίζοντας τις ίδιες διακατοχικές πράξεις νομής που ασκούσε ο πατέρας του. Ο ίδιος, …., στη συνέχεια αγόρασε και του παραδόθηκε η συννομή και του υπολοίπου ½  εξ αδιαιρέτου της μείζονος έκτασης από τους προαναφερόμενους κληρονόμους του . ……….., .. και . ………., δυνάμει του υπ’ αρ. ../17-3-1908 συμβολαίου του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκου Σαλαμίνας … .., νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο … και α.α … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, δηλαδή απέκτησε την παραπάνω συννομή με νόμιμο συμβολαιογραφικό τίτλο και μεταγραφή, τα όσα δε αντίθετα ισχυρίζεται το εκκαλούν τυγχάνουν αβάσιμα. Ο εν λόγω …….., το έτος 1925, μεταβίβασε από την αρχική μείζονα έκταση των 111.987 τ.μ., τμήμα επιφάνειας 16.000 τ.μ. (6 στρέμματα αγρού και 10 στρέμματα βραχώδους έκτασης) στον ……….., δυνάμει του υπ’ αριθμ. …./29.3.1925 πωλητήριου συμβολαίου του Συμβ/φου Σαλαμίνος ……. κι έτσι απέμεινε στην ιδιοκτησία του έκταση 95.987 τετρ. μέτρων. Ο ως άνω ……….., ο οποίος απεβίωσε στις 22-5-1932, ασκούσε επί της ως άνω εκτάσεως, από τότε που αυτή περιήλθε στην κατοχή του, τμήμα της οποίας είναι και το επίδικο ακίνητο, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, πράξεις φυσικής εξουσίασης, δηλαδή αφενός καλλιεργούσε αμπέλια στο ομαλό μέρος αυτής, αφετέρου χρησιμοποιούσε για κτηνοτροφία το υπόλοιπο τμήμα της όλης έκτασης. Η ως άνω μείζονα έκταση των 95.987 τ.μ. συνόρευε ανατολικά με κτήμα κληρονόμων …., δυτικά με κληρονόμους ….., …. και αγνώστους, βόρεια με θάλασσα Κόλπο Αμπελακίων και αγνώστους και νότια με θάλασσα Σεληνίων. Ο ως άνω αποβιώσας το έτος 1932, χωρίς διαθήκη, …….. κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του …… και τα τέκνα του ………, …….. που απεβίωσε το έτος 1951, ………. ……. που απεβίωσε το έτος 1958, ….., που απεβίωσε το έτος 1960 και ……….. που απεβίωσε το έτος 1952 και οι οποίοι τον κληρονόμησαν η μεν σύζυγος του ….. κατά τα τετρακόσια πενήντα χιλιοστά οκτακοσιοστά (450/1800) εξ αδιαιρέτου, έκαστος δε εκ των δέκα προαναφερομένων τέκνων κατά εκατόν τριάντα πέντε χιλιοστά οκτακοσιοστά (135/1800) εξ αδιαιρέτου της ανωτέρω περιγραφόμενης έκτασης, οι δε ως άνω κληρονόμοι του νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομιά, κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, αναμειχθέντες στην κληρονομία και συνεχίζοντας τις ίδιες ως άνω πράξεις νομής του δικαιοπαρόχου τους. Όταν δε πέθανε και η ………, το έτος 1937, χωρίς να αφήσει διαθήκη, την κληρονόμησαν τα παραπάνω δέκα τέκνα της κατ’ ισομοιρία, δηλαδή, κατά τα 45/1800 εξ αδιαιρέτου ο καθένας και η μερίδα εκάστου εξ αυτών επί της ως άνω μείζονος έκτασης ανήλθε στα 180/1800 εξ αδιαιρέτου, οι δε ως άνω κληρονόμοι της θανούσας υπεισήλθαν νόμιμα στην κληρονομία της, αναμειχθέντες σε αυτή και συνεχίζοντας τις πράξεις νομής της δικαιοπαρόχου τους. Σημειωτέον ότι το έτος 1940, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, χαρακτηρίζοντας την παραπάνω έκταση δημόσια, εξέδωσε σε βάρος του κληρονόμου του ………. ……. και υιού του, ….. ., το από 7 Μαρτίου του 1940 πρωτόκολλο γνωμοδοτήσεως της, κατά το άρθρον 5 του Ν. 5895, Επιτροπής, με το οποίο του επέβαλε να πληρώσει ως μίσθωμα για τη χρήση τριάντα περίπου στρεμμάτων γης από την παραπάνω έκταση, το ποσό των 150 δραχμών για τα έτη 1928-1939. Ο ……… άσκησε ανακοπή κατά του παραπάνω πρωτοκόλλου και με την 27/29.7.1940 απόφαση του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνος ακυρώθηκε το παραπάνω πρωτόκολλο, καθώς κρίθηκε ότι «εκ των κατατεθέντων νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων εν συνδυασμώ προς τα υπ’ αριθμ. …/1908 συμβόλαια του Συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκου Σαλαμίνης …….., …/1910 Συμ/φου Σαλαμίνος …… και …/1925 Συμ/φου Σαλαμίνος ….. απεδείχθη ότι η έκτασις η αφορώσα τα’ ανακοπτόμενα Πρωτόκολλα μετ’ άλλης συνεχομένης προς δυσμάς εκτάσεως ανήκεν εις τον πάππον του ανακόπτοντος ……. κατεχομένη και νεμομένη υπ’ αυτού μέχρι του θανάτου του επισυμβάντος προ 50ετίας ότι περιήλθε αύτη εις τον υιόν του και πατέραν του ανακόπτοντος ……. και τούτου δε αποβιώσαντος εν έτει 1932 εις τον ανακόπτοντα όστις έκτοτε κατέχη και νέμεται ταύτην ήτοι απεδείχθη ότι ο ανακόπτων είναι κύριος νομεύς και κάτοχος της εκτάσεως…». Επομένως τα όσα υποστηρίζει με σχετικό λόγο έφεσής του το εκκαλούν προς στήριξη της δικής του κυριότητας ότι ασκούσε το ίδιο διακατοχικές πράξεις στο επίδικο ακίνητο, όπως προκύπτει και από την έκδοση πλήθους πρωτοκόλλων καθορισμού αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση κτημάτων του Δημοσίου σε βάρος του ……….. – δικαιοπαρόχου των εναγόντων κατά το έτος 1940, δεν αποδίδουν τη συνολική εικόνα της παραπάνω αντιδικίας μεταξύ του . ……….. και του Ελληνικού Δημοσίου (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 436/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 437/2019 ό.π.). Ομοίως, οι όσες άλλες διακατοχικές πράξεις υποστηρίζει το Ελληνικό Δημόσιο ότι ασκούσε από το έτος 1927 επί του επίδικου, με την έκδοση εγγράφων, που τηρήθηκαν σε υπηρεσιακούς φακέλους, όπως προκηρύξεις των ετών 1932 και 1934 και πρακτικά επαναληπτικών δημοπρασιών του έτους 1934, διαταγές του Οικονομικού Εφόρου Σαλαμίνας των ετών 1928 και 1934 προς τον Αστυνομικό Σταθμάρχη, με τις οποίες του αναθέτει τη φύλαξη της, στη θέση «……..», έκτασης 288.189 τ.μ. από καταπατητές, αλληλογραφία της Αεροπορικής Άμυνας (η οποία προτίθεται να εκποιήσει τις γαίες «εις θέση ………….») προς τον Οικονομικό Έφορο Μεγαρίδος, προκειμένου να προβεί στις δέουσες ενέργειες για σύνταξη πρωτοκόλλων καταμέτρησης, εκθέσεις Οικονομικών Επιθεωρητών …, ……. επ’ αφορμή καταπατήσεων αποτελούν αυθαίρετες ενέργειες των παραπάνω οργάνων του Δημοσίου, προκειμένου αυτό να οικειοποιηθεί την παραπάνω έκταση, όπως κατέδειξε η ως άνω με αριθμ. 27/29.7.1940 απόφαση του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνος (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 436/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 437/2019 ό.π.). Περαιτέρω, εκ των κληρονόμων – τέκνων του . ……….., τον αποβιώσαντα άνευ διαθήκης, το έτος 1952, ……….., κληρονόμησαν η σύζυγός του ………και τα τέκνα του …………. Ο τελευταίος, δηλαδή ο …….. απεβίωσε χωρίς διαθήκη το έτος 1954 και τον κληρονόμησαν η μητέρα του …….. και οι αδελφοί του …….., οι οποίοι κληρονόμοι και αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά τόσο του ……., όσο και του ……., δυνάμει των υπ’ αριθμ. …. και …. του έτους 1961 δηλώσεων του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……. που μεταγράφηκαν νόμιμα. Τον αποβιώσαντα, άνευ διαθήκης, το έτος 1951, ……. κληρονόμησαν η σύζυγός του …. . και τα πέντε τέκνα του, ………., οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά με τη με αριθμ. ………/61 δήλωση αποδοχής του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……… που μεταγράφηκε νόμιμα. Τον αποβιώσαντα, χωρίς διαθήκη και χωρίς τέκνα, το έτος 1958, ………. ………. του ………., κληρονόμησαν η σύζυγός του ……….κατά το ½  εξ αδιαιρέτου και κατά το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου τα επτά εν ζωή αδέλφια του, …….., τα πέντε τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του …. και τα πέντε τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του ….., οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά του παραπάνω αποβιώσαντος με την υπ’ αριθμ. ……/1961 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών …….., που μεταγράφηκε νόμιμα. Την αποβιώσασα, χωρίς διαθήκη το έτος 1960, … …, κληρονόμησαν ο σύζυγός της ….. κατά το ¼  εξ αδιαιρέτου και κατά τα λοιπά ¾ εξ αδιαιρέτου τα πέντε τέκνα της, ………, οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά με την υπ’ αριθμ. …./1961 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., που μεταγράφηκε νόμιμα. Την παραπάνω έκταση των 95.987 τετρ. μέτρων νέμονταν οι παραπάνω συγκληρονόμοι, οι οποίοι, με καλή πίστη, ανεπίληπτα και αδιατάρακτα, ασκούσαν συνεχώς επ’ αυτής τις προσιδιάζουσες στη φύση της πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια συγκυρίων μέχρι τη μεταβίβασή της, με αιτία την πώληση, στην ως άνω ……………….. … ., δυνάμει του υπ’ αριθμ. …./1961 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ….., νομίμως μεταγεγραμμένου, οπότε της παρέδωσαν τη νομή της ως άνω έκτασης. Ομοίως η ……………….. συνέχισε να ασκεί στο ίδιο ακίνητο με καλή πίστη, ανεπίληπτα, αδιατάρακτα και αδιαλείπτως πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια κυρίας. Μετά τη σύνταξη του παραπάνω αγοραπωλητήριου συμβολαίου, η ……………….. προχώρησε σε κατάτμηση της όλης έκτασης σε αγροτεμάχια, δημιουργήσασα εν τοις πράγμασι ρυμοτομία αυτής της έκτασης, με οικοδομικά τετράγωνα αγροτεμαχίων και ιδιωτικούς δρόμους, που εμφανίζονται στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του Μηχανικού ………. Τα αγροτεμάχια αυτά η ανωτέρω (………………..) μεταπωλούσε μετά την κατάτμηση, σε τρίτους μικροεισοδηματίες, εκ των οποίων σχετικά με το επίδικο ακίνητο ήταν και οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων, …… και ………, και γίνονταν τμηματικές καταβολές αποπληρωμής του μεταξύ τους συμφωνηθέντος τιμήματος, συντασσομένων συμβολαιογραφικών προσυμφώνων. Επ’ αυτών οι αποκτήσαντες τα αγροτεμάχια, μεταξύ δε τούτων και οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων προχώρησαν σε καταμετρήσεις, απεικονίσεις σε σχέδια, περιφράξεις, φύτευση καλλωπιστικών φυτών και πολλών δένδρων καθ’ όλη την κατατμηθείσα περιοχή και σε ανέγερση αυθαίρετων κτισμάτων ήδη από το έτος 1962, σε αυτά δε χορηγήθηκαν στη συνέχεια παροχές κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΟΤΕ κλπ), ασκώντας ακολούθως με καλή πίστη και με διάνοια κυρίου πράξεις συντήρησης αυτών. Ωστόσο, το έτος 1963 υπήρξε αμφισβήτηση ως προς το δικαίωμα κυριότητας της δικαιοπαρόχου των εναγόντων … ………., καθώς η Κοινότητα Σεληνίων άσκησε κατά αυτής την από 5.8.1963 (υπ’ αριθμ. κατ. …………/1963) αγωγή της ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί εκείνη κυρία ενός τμήματος 15 στρεμμάτων και 600 μέτρων από την ευρύτερη έκταση των 95.987 τετρ. μέτρων, ως ανήκοντος στην Κοινότητα μετά την κατάρτιση, το έτος 1936, του Κτηματολογίου της και να της αποδοθεί. Επίσης, η ίδια Κοινότητα άσκησε κατά της . ………. ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου την από 15.4.1965 (υπ’ αριθμ. εκθ. κατ. …./5.5.1965) αγωγή της με όμοιο περιεχόμενο. Καμία από τις αγωγές αυτές δεν συζητήθηκε. Εν τω μεταξύ και η Κοινότητα Αμπελακίων άσκησε κατά της … ………. την από 30.12.1964 (υπ’ αριθμ. εκθ. κατ. …./30.12.1964) αγωγή της, ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπου με βάση τους ίδιους λόγους, που επικαλείτο η Κοινότητα Σεληνίων στις δικές της αγωγές, ζητούσε να αναγνωρισθεί κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου τμήματος εμβαδού 90 στρεμμάτων περίπου, που κατ’ αυτή είχε καταλάβει παράνομα η εναγόμενη, καθώς και να της αποδοθεί η νομή αυτού. Η δίκη επί της αγωγής αυτής καταργήθηκε με τον υπ’ αριθ. …../1969 (εξώδικο) συμβιβασμό ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ….., όπως τούτος τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. 81/1969 απόφαση και την υπ’ αριθμ. πρωτ. …/10.6.1969 απόφαση της Νομαρχίας Πειραιώς, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 2496/4.2.1970 απόφαση. Με βάση τον παραπάνω συμβιβασμό, η Κοινότητα Αμπελακίων παραιτήθηκε από το δικαίωμα της προαναφερόμενης από 30.12.1964 αγωγής της και συναίνεσε στη διαγραφή αυτής από τα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, η δε ……………….. ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει, τμηματικώς, το ποσό των 200.000 δραχμών. Εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι, από το έτος 1845, τη νομή στο ακίνητο, εμβαδού 111.987 τ.μ. και από το έτος 1925, λόγω πώλησης, στον ………, τμήματος 16.000 τ.μ., τη νομή στο ακίνητο, εμβαδού 95.987 τ.μ., ασκούσαν οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγόντων (………..), οι οποίοι ουδέποτε την είχαν απωλέσει. Απλώς, το έτος 1940, η νομή τους αμφισβητήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο και κατά τα έτη 1963-1965, η νομή τους αμφισβητήθηκε αρχικά από την Κοινότητα Σεληνίων και στη συνέχεια από την Κοινότητα Αμπελακίων. Επομένως, στις 11.9.1915, ο απώτερος δικαιοπάροχος των εναγόντων, ………. είχε καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, καθώς, κατά την ημερομηνία αυτή, είχε συμπληρώσει, με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των άμεσων δικαιοπαρόχων του, τους οποίους διαδέχθηκε στη νομή, 30ετή καλόπιστη νομή επ’ αυτού. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι το ανωτέρω ακίνητο έχει καταχωριστεί ως τμήμα του δημόσιου κτήματος με ΑΒΚ …. και ως τμήμα δασικής εκτάσεως, καθώς η απλή πράξη της καταχώρισης αυτού στα δημόσια κτήματα ή στις δασικές εκτάσεις, δεν αναιρεί την, κατά τα προαναφερθέντα, αποδειχθείσα νομή των απώτερων δικαιοπαρόχων των εναγόντων επ’ αυτού. Ομοίως, η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το από 16.10.1970 τοπογραφικό διάγραμμα και το σχετικό κτηματολογικό πίνακα του Τοπογράφου Μηχανικού της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς, Γρηγορίου Ξηρογιάννη, που βασίσθηκε στο από 27.2.1939 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου της ίδιας Υπηρεσίας ….., στο οποίο ο ………… φέρεται να κατέχει μόλις από το έτος 1928, μία έκταση εμβαδού μόνον 3.860 στρεμμάτων, καταχωρισθείσα με αύξοντα αριθμό 7, αφού, όπως προκύπτει από το ίδιο ως άνω διάγραμμα και τον ίδιο κτηματολογικό πίνακα, το δημόσιο κτήμα με ΑΒΚ ………, επιφάνειας 288.190 τ.μ., ταυτίζεται με την έκταση εμβαδού 288 στρεμμάτων, με αύξοντα αριθμό 12, για την οποία, περαιτέρω, με εξαίρεση την επισημείωση ότι διεκδικείται από τις Κοινότητες Αμπελακίων και Σεληνίων, δε γίνεται οποιαδήποτε μνεία για το αν, εκτός από το να τη διεκδικούν, τη νέμονται κιόλας οι ανωτέρω Κοινότητες ή αν τυχόν τη νέμεται κάποιος τρίτος και από ποιο χρονικό σημείο. Σημειώνεται ότι η δυνατότητα του συνυπολογισμού στην ειδική διαδοχή, όπως προαναφέρθηκε, ίσχυε και κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο, τόσο στην έκτακτη όσο και στην τακτική χρησικτησία. Η ειδική δε διαδοχή επί ακινήτου συνίστατο μόνο με έγκυρη εν ζωή δικαιοπραξία, για την οποία τηρούνταν ο συμβολαιογραφικός τύπος, κατά την τότε ισχύουσα διάταξη του άρθρου 45 του Κώδικα περί χαρτοσήμου του έτους 1931 και με την οποία μεταβιβαζόταν το δικαίωμα του προκτήτορα στον ειδικό διάδοχο. Η ειδική αυτή διαδοχή αποτελούσε αναγκαίο σύνδεσμο μεταξύ του νομέα και του προκτήτορος, χωρίς τον οποίο ο εν λόγω συνυπολογισμός δεν ήταν νόμιμος (ΑΠ 547/2018 Δημ. Νόμος, Α.Π. 1007/1976). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ.1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ.1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), ν. 6 Πανδ. (44.3), ν.76 παρ.1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ.3 Πανδ. (23.3) του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, όπως αναφέρεται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής με διάνοια κυρίου, ως τέτοιας νοούμενης της άσκησης σε αυτό εμφανών και συνεχών πράξεων, που εκδηλώνουν βούληση εξουσίας του νομέα πάνω στο ακίνητο, και με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ’ ουσία το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, γεγονός, που συνάγεται από το δικαστήριο της ουσίας, ενόψει της φύσης της καλής πίστης ως ενδιάθετης κατάστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20 παρ. 12 Πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1), και για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας (ΑΠ 547/2018 ό.π.). Συνεπώς, η αιτίαση, που αποδίδεται με την υπό κρίση έφεση στην εκκαλουμένη ότι παραβιάστηκαν οι ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974 Α.Κ. και 48 του ν. ΑΧΚΕ περί χαρτοσήμου, με το να δεχθεί ότι ο εκ των απώτερων δικαιοπαρόχων των εναγόντων, ……….., κατέστη κύριος της επίδικης έκτασης, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ως έχων συμπληρώσει, στις 11/9/1915, με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των άμεσων δικαιοπαρόχων του, τους οποίους διαδέχθηκε στη νομή, 30ετή καλόπιστη νομή επ’ αυτού, ενώ δεν ήταν έγκυρη η μεταβίβαση ποσοστού ½ εξ αδιαιρέτου της συννομής σε αυτόν με ειδική διαδοχή, πέραν του γεγονότος ότι δεν αποδείχθηκε, είναι και αλυσιτελής, διότι η επικαλούμενη μη νομότυπη κατάρτιση της πιο πάνω σύμβασης, δεν ασκεί έννομη επιρροή στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη ή μη του στοιχείου της διάνοιας κυρίου στο πρόσωπο του νομέα – απώτερου δικαιοπαρόχου των εναγόντων κατά την άσκηση των διακατοχικών του πράξεων στο επίδικο ακίνητο, αλλά έχει σημασία για την κρίση του μόνο ως προς το στοιχείο της ύπαρξης ή μη καλής πίστης του εν λόγω δικαιοπαρόχου, η οποία (καλή πίστη), σε κάθε περίπτωση, αποδείχθηκε ότι υφίστατο κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Εξάλλου, μετά την έναρξη ισχύος του Α.Κ., η καλή πίστη δεν αποτελεί προϋπόθεση για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία (ΑΠ 547/2018 ό.π.). Συνακόλουθα, κατά τα προαναφερθέντα, συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος χρόνος έκτακτης χρησικτησίας σε βάρος του εναγόμενου επί του επίδικου τμήματος, κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ενώ οι διάδοχοι του ……….. στη νομή του επίδικου ακινήτου παρέμειναν κύριοι αυτού με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων τους, με έκτακτη χρησικτησία τόσο με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, όσο και με βάση το άρθρο 1051 του Αστικού Κώδικα. Ο προβαλλόμενος, συνεπώς, από το εκκαλούν με τον τρίτο λόγο έφεσης περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και στέρησης της εκκαλουμένης από τη νόμιμη βάση της σχετικά με την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, γιατί στην προκειμένη περίπτωση, που, όπως ισχυρίζεται, αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο έχει την ιδιότητα του δημοσίου κτήματος ισχύει το απαράγραπτο των εμπράγματων δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου μετά την 11.9.1915 και ότι επομένως δεν υπήρχε δυνατότητα απόκτησης κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας με βάση τον Αστικό Κώδικα, δεν ευσταθεί. Αφ’ ης στιγμής αποδείχθηκε ότι ο ………… είχε καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, στις 11.9.1915, δεν εμποδίζονται οι διάδοχοι αυτού στη νομή του εν λόγω ακινήτου να επικαλεσθούν, αρχικά με βάση το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, με βάση το άρθρο 1051 ΑΚ, την προσμέτρηση στη δική τους νομή του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους, καθώς η κυριότητα για το εκκαλούν στο επίδικο ακίνητο είχε απωλεσθεί ήδη στις 11.9.1915, χωρίς να ανακτηθεί και άρα αυτό δεν μπορεί να επικαλεσθεί έναντι των διαδόχων του ……… το απαράγραπτο των εμπράγματων δικαιωμάτων του. Αξίζει, περαιτέρω, να σημειωθεί ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, σε αλληλογραφία, που είχαν μεταξύ τους τα έτη 1970 και 1974, σχετικά με την κυριότητα της ευρύτερης έκτασης, στην οποία βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, δεν έπαιρναν θέση υπέρ του ότι αυτή ανήκε στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Έτσι, στο από 15.10.1970 έγγραφο του Επιθεωρητή Δημ. Κτημ. της Δ/νσης Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών προς τη Δ/νση Δημοσίων Κτημάτων, Τμήμα Α’ αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «…Κατόπιν της υπ’ αριθμ. Σ. 2356/2502/3-8-1970 διαταγής υμών εν σχέσει με γενομένας, καταπατήσεις εκτάσεων κειμένων επί της χερσονήσου Κυνοσούρας εις θέσιν Βάρβαρι περιοχής Αμπελακίων Σαλαμίνος έχω την τιμήν να εκθέσω υμίν τα κάτωθι: Εκ των ολίγων διαβιβασθέντων ημίν στοιχείων δεν ηδυνήθημεν να μορφώσωμεν γνώμην περί των υπό εξέτασιν ακινήτων. Το μόνον διαφωτιστικόν στοιχείον το ευρισκόμενον εν τω φακέλλω είναι η υπ’ αριθ. ……/28-3-1970 αναφορά του Οικον. Εφόρου Σαλαμίνος, εξ ης προκύπτει ότι αι εικονιζόμεναι εις το από 27-2-1939 διάγραμμα των μηχανικών ………….. εκτάσεις είναι καταχωρημέναι εις το βιβλίον καταγραφής δημοσίων κτημάτων υπ’ αυξ. αριθ. … έως και …..- Η έρευνα εις το παρ’ υμίν Αρχείον προς ανεύρεσιν στοιχείων δια την εκτέλεσιν της διαταγής υμών, δεν απέδωσε καρπούς, δεδομένου ότι εν τω οικείω φακέλλω μόνον βεβαιωτικαί καταστάσεις υπάρχουν και Πρωτόκολλα βεβαιώσεως αυθαιρέτου χρήσεως εις βάρος των αυθαιρέτως κατεχόντων τ’ ακίνητα ταύτα. Φυσικά τα Πρωτόκολλα βεβαιώσεως αποζημιώσεως θα ηδύναντο να ληφθώσιν υπ’ όψιν σοβαρώς εις ετέραν περίπτωσιν όχι όμως δια την παρούσαν λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι ταύτα ηκυρώθησαν δι’ αποφάσεων του Ειρηνοδίκου Ελευσίνος. Η μόνη συνεπώς απομείνασα οδός δια την εν προκειμένω έρευναν θα ήτο η εκ μέρους των φερομένων ιδιοκτητών απόδειξις αποδυναμώσεως των δικαιωμάτων του Δημοσίου δια της προσκομίσεως των τίτλων κυριότητος. Μεταβάντες εις την Οικον. Εφορίαν Σαλαμίνος προς ανεύρεσιν τίτλων και στοιχείων άτινα θα διευκόλυναν την έρευναν, διεπιστώσαμεν ότι τα πλείστα εκ των υπό έρευναν ακίνητα εμπίπτουν εις την κηρυχθείσαν δια της υπ’ αριθ. Ε. 13862/5745/2-8-1969 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας απαλλοτριωτέαν έκτασιν υπέρ και δαπάναις του Ο.Λ.Π. προς επέκτασιν της Χερσαίας Ζώνης του Πειραιώς…». Επίσης, σχετικό είναι το προσκομιζόμενο από τους εφεσίβλητους από 3-8-1974 υπ’ αριθμ. πρωτ. …. έγγραφο του Τμηματάρχη Β’ στην Οικονομική Εφορία Σαλαμίνος ……….. προς το Υπουργείο Οικονομικών, Γενική Δ/νσιν Φορολογίας, Δ/νση 17η, Τμήμα Α’. Εκεί αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι: «…1. Εις το παρ’ ημίν τηρούμενον βιβλίον καταχωρήσεως Δημοσίων κτημάτων, φέρονται καταχωρημένα υπ’ αύξοντα αριθ. ΒΚ … έως και ….. κτήματα του Δημοσίου συνολικής εκτάσεως (402060) τετρ. μέτρων, κείμενα επί της χερσονήσου … και εις θέσιν ….. της Κοινότητος Αμπελακίων Σαλαμίνος, ως ταύτα εμφαίνονται εις τα από 27-2-1939 και υπ’ αριθ. …./29-3-74 τοπογραφικά διαγράμματα των Μηχανικών ……….. και ……….. Εις το βιβλίον καταχωρήσεως Δημοσίων κτημάτων δεν φέρεται καταχωρημένος ο τίτλος κτήσεως των κτημάτων τούτων παρά του Δημοσίου, εκ δε της επισταμένης ερεύνης εις τα βιβλία του Φύλακος Μεταγραφών του Δήμου Σαλαμίνος δεν φέρονται εγγεγραμμένα εις την μερίδα του Δημοσίου τα κτήματα ταύτα, εκ δε των από έτους 1927 και εντεύθεν υφισταμένων εγγράφων των οικείων και παρ’ ημίν τηρουμένων φακέλλων δεν προκύπτει ο τίτλος επί τη βάσει του οποίου το Δημόσιον απέκτησε κυριότητα επί των αγρών τούτων. 2. Άπαντες οι αγροί ούτοι κείνται επί της χερσονήσου Κυνοσούρας της κτηματικής περιφερείας της Κοινότητος Αμπελακίων Σαλαμίνος και εις θέσιν και περιοχήν ένθα η δυνάμει της υπ’ αριθ. Ε 13862/5745/18-8-69 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 167/69 τεύχος Δ’) απαλλοτριωθείσα έκτασις υπέρ του Δημοσίου και δαπάναις του Ο.Λ.Π., κατέχονται δε οι αγροί ούτοι υπό διαφόρων τρίτων καθ’ων ή των δικαιοπαρόχων των εκοινοποιήθησαν τα από 7 Μαϊου 1940 πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως της κατά το άρθρον 5 του Νόμου 5595 Επιτροπής δι’ ων προσδιωρίσθη το καταβλητέον υπό τούτων μίσθωμα δια την κατεχομένην παρ’ αυτών αυθαιρέτως έκτασιν. Ασκηθεισών κατά των πρωτοκόλλων τούτων υπό των προβαλλόντων δικαιώματα των κατά Νόμον ανακοπών εξεδόθησαν αι υπ’ αριθ. 19, 20, 21, 22, 24, 25, 26, 27, 29, 30, 31, 36 και 38 έτους 1940 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνος, δι’ ων και δια τους εν τω σκεπτικώ τούτων αναφερομένους λόγους ηκυρώθησαν άπαντα τα κοινοποιηθέντα πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως και κατεδικάσθη το Δημόσιον εις την δαπάνην. Έκτοτε ουδεμία ενέργεια εγένετο. 3. Εκ της υπ’ αριθ. 44/1-12-1930 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνος εκδοθείσης επί αιτήσεως της Κοινότητος Αμπελακίων κατά του καθ’ου  η αίτησις …………., όστις προέβη εις διαφόρους διακατοχικάς πράξεις επί τμήματος γης επί της χερσονήσου .. (……) προκύπτει ότι δια του άρθρου 12 Ν.Θ.Ν.Ζ. και 1 Ν. 2798 ως εκωδικοποιήθησαν δια του άρθρου 12 του Ν.Δ. 17 Σ/βρίου 1926 παρεχωρήθησαν εις την κυριότητα και νομήν εκάστης Κοινότητος οι εντός της περιφερείας των ορίων αυτής περιλαμβανόμενοι Εθνικοί βοσκήσιμοι τόποι πάσης κατηγορίας, αποτελέσαντες περιουσίαν εκάστης τούτων, καταδικάζουσα ούτω τον εναγόμενον και επιδικάζουσα την νομήν υπέρ της αιτούσης Κοινότητος. 4. Εκ της από 12-6-1959 εκθέσεως διαπιστώσεως κυριότητος της περιοχής χερσονήσου Κυνοσούρας Σαλαμίνος των Εφοριακών Υπαλλήλων ……….. και ………. διενεργηθείσης εις εκτέλεσιν της υπ’ αριθ. Π 6770/106/1959 Υμετέρας Δ/γής προκύπτει ότι η χερσόνησος αύτη ανήκει εις την κυριότητα της Κοινότητος Αμπελακίων. Ωσαύτως ως προκύπτει εκ των εγγράφων α) Υπ’ αριθ. …/3-12-1939 της Κοινότητος Αμπελακίων και β) υπ’ αριθ. …./2-12-1939 της Κοινότητος Σεληνίων, επί της εκτάσεως ταύτης φέρονται αξιούντες δικαιώματα κυριότητος δια μεν το βόρειον τμήμα ταύτης η Κοινότης Αμπελακίων δια δε το νότιον η Κοινότης Σεληνίων. 5. Δεν παραλείπομεν να αναφέρωμεν και αύθις, ως και δια του υπ’ αριθ. …./70 ημετέρου ανεφέραμεν Υμίν, ότι η έκτασις αύτη διεκδικείται και υπό διαφόρων τρίτων. Εκ τούτων οι κληρονόμοι ………… κλπ. δια του υπ’ αριθ. ……../1961 πωλητηρίου Συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών …. μετεβίβασαν εκ της εκτάσεως ταύτης (95987) τ.μ. εις την …. κάτοικον Αθηνών,…Ως δε εγνώρισεν ημίν η Κοινότης Σεληνίων δια του υπ’ αριθ. …./69/18-1-70 έγγραφου της αύτη εις την ανωτέρω θέσιν κατείχεν έκτασιν (105) στρεμμάτων περιλαμβανομένων εις το από 5-2-1936 κτηματολόγιόν της αποτελούσα τμήμα του υπ’ αριθ. 2 μείζονος κτήματος του αναφερομένου ως άνω κτηματολογίου της. Εκ των (105) τούτων στρεμμάτων έκτασις (89) περίπου στρεμμάτων διεξεδικήθη υπό του ….. και …..…Η υπόλοιπος έκτασις των (105) στρεμμάτων, ήτοι έκτασις (16) στρεμμάτων κατελήφθη αυθαιρέτως υπό της ……. κατά της οποίας η ανωτέρω Κοινότης ήγειρεν την από 15-4-1965 διεκδικητικήν αγωγήν ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς την έκβασιν της οποίας αγνοούμεν. Η υπόλοιπος έκτασις του κτήματος τούτου και δη του βορείου τμήματος διεκδικείται και κατέχεται μέχρι σήμερον υπό της Κοινότητος Αμπελακίων, εις το κτηματολόγιον της οποίας φέρεται εγγεγραμμένον. 6. Ως μας εγνώρισεν η Υπηρεσία Γεωργίας-Τμήμα Δασών- δια του ύπερθεν (ε) σχετικού εις την θέσιν ταύτην (Χερσόνησος Κυνοσούρας) υφίσταται δασική έκτασις υπαγομένη εις τας διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.Δ. 86/69 περί Δασικού Κώδικος. 7. Η έκτασις αυτή διεκδικείται και υπό διαφόρων ιδιωτών οι οποίοι προέβησαν εις οικοπεδοποίησιν κατά το μεγαλύτερον αυτής μέρος, τμήματα της οποίας μετεβιβάσθησαν εις διαφόρους τρίτους, οι οποίοι ανήγειρον οικίσκους θερινής διαμονής και οι οποίοι ένεκεν της απαλλοτριώσεως της χερσονήσου ταύτης υπέρ του Ο.Λ.Π. υποβάλλουν συνεχώς αιτήσεις δια την χορήγησιν πιστοποιητικών ότι το Ελληνικόν Δημόσιον ή το παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον δεν προβάλλουν δικαιώματα δια τας απαλλοτριωμένας εκτάσεις, προκειμένου να τύχουν της αποζημιώσεως. Εκ των από 25 Μαϊου 1971 και από 10 και 11 Νοεμβρίου 1972 τεσσάρων ενόρκων εξετάσεως μαρτύρων δι’ αγρούς κειμένους εις την αυτήν θέσιν, προκύπτει ότι επί της χερσονήσου Κυνοσούρας το Ελληνικόν Δημόσιον ή το παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον δεν κέκτηνται ιδιοκτησίαν αλλ’ ότι η περιοχή αύτη κατέχεται συνεχώς υπό διαφόρων ιδιωτών….». Με το τελευταίο έγγραφο, το Ελληνικό Δημόσιο, μέσω του Τμηματάρχη Β’ της Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνος, φέρεται ότι αναγνώριζε το έτος 1974 ότι η επίδικη έκταση αποτελούσε αντικείμενο διεκδίκησης μεταξύ της . ………. και της Κοινότητας Αμπελακίων και μάλιστα θεωρούσε ότι ανήκε στην τελευταία, χωρίς να θεωρεί εαυτόν κύριο της εκτάσεως, ανέφερε δε ότι το ίδιο είχε εκδώσει το έτος 1940 πρωτόκολλα για καταβολή μισθωμάτων από τη χρήση γης στην επίδικη έκταση, σε βάρος ιδιωτών, τα οποία όμως ακυρώθηκαν, χωρίς να προβεί έκτοτε σε καμία άλλη ενέργεια, διελάμβανε δε ότι το Τμήμα Δασών του Υπουργείου Γεωργίας χαρακτήριζε μέρος της εκτάσεως ως δασική, χωρίς, όμως, και πάλι να θεωρεί ότι αυτή του ανήκε, ενώ κάνει λόγο για την ύπαρξη αγρών στην περιοχή (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 436/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 437/2019 ό.π.). Σημειώνεται, εξάλλου, ότι, αφενός μεν η Αττική και ειδικότερα η νήσος Σαλαμίνα δεν κατακτήθηκε διά των όπλων,  αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833, βάσει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως (βλ. σχετ. ΑΠ 1182/2018 ό.π., καθώς και ΜονΕφΠειρ 506/2019 ό.π. και ΜονΕφΠειρ 549/2018 ό.π., οι οποίες αποφάσεις εκδόθηκαν επί ετέρων τμημάτων του ιδίου με αριθμ. ΑΒΚ …. Δημοσίου Κτήματος της Νήσου Σαλαμίνος), αφετέρου δε ουδείς συγκεκριμένος Οθωμανός υπήκοος εισφέρθηκε ανταποδεικτικά ως πριν την Επανάσταση του 1821 ιδιοκτήτης του επίδικου γεωτεμαχίου και με οποιοδήποτε νόμιμο τίτλο, το οποίο, εν συνεχεία και, κατά το χρόνο υπογραφής των ανωτέρω πρωτοκόλλων, εγκαταλείφθηκε από αυτόν. ΄Αλλωστε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου κυριότητας του εναγομένου επί δημόσιας δασικής έκτασης είναι η ιδιότητα του διεκδικούμενου ακινήτου ως δάσους, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ. της 17/29-11-1836 “Περί ιδιωτικών δασών” (βλ. ΑΠ 148/2016 ό.π.). Εν προκειμένω, το ΑΒΚ …… Δημόσιο Κτήμα, μέρος του οποίου αποτελεί, ως προαναφέρθηκε, και το επίδικο ακίνητο, καταγράφηκε το πρώτον ως δημόσια έκταση, συνολικού εμβαδού 288 στρεμμάτων και 180 τ.μ., περί τα τέλη της δεκαετίας του 1930, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε δασικό χαρακτήρα αυτού, τουναντίον δε, υπό την επιγραφόμενη ως «Είδος Κτήματος» περιθωριακή στήλη του οικείου Γενικού βιβλίου καταγραφής, το επί θέματι ΑΒΚ ….. Δημόσιο Κτήμα αναφέρεται ως «Τεμάχιον Γαιών». Ο ισχυρισμός δε του εκκαλούντος – εναγομένου, ο οποίος προεβλήθη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρεται με σχετικό λόγο έφεσης, ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητά του ως αδέσποτο ακίνητο, δηλαδή, ως κτήμα επί του οποίου δεν υπήρχε κάποιο εμπράγματο δικαίωμα ιδιώτη ή Κοινότητας πριν, κατά και μετά τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους και την ισχύ του Ν. 21-6/10-7-1837, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, αφού δεν διευκρινίζεται πότε και με ποιο τρόπο (και με πράξη ποιου ιδιοκτήτη) το επίδικο κατέστη αδέσποτο, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, πριν από την απελευθέρωση της Ελλάδος από τους Τούρκους, ίσχυε επί των εδαφών της το Οθωμανικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του οποίου (άρθρο 68 του Οθωμανικού Νόμου της 7ης Ραμαζάν 1274 περί γαιών), αν, χωρίς να συντρέχει κάποιος από τους λόγους, που αναφέρονται στο προαναφερόμενο άρθρο, ο κύριος αγρού δεν καλλιεργήσει τούτον απ’ ευθείας ή δια εκμισθώσεως επί τρία συνεχή έτη, ο αγρός καθίσταται ως διαθέσιμος και ότι μετά την απελευθέρωση και μέχρι την εφαρμογή του Αστικού Κώδικα ίσχυαν οι αντίστοιχες διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, σύμφωνα με τις οποίες, για να καταστεί κάποιο ακίνητο αδέσποτο, έπρεπε να υπάρχει εγκατάλειψη της νομής από τον κύριο προς το σκοπό παραιτήσεως της κυριότητας και χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβιβάσεώς του προς τρίτο πρόσωπο, ενώ, μετά την εφαρμογή του Αστικού Κώδικα (23-2-1946), απαιτείται προς το σκοπό αυτό, συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη (βλ. σχετ. ΑΠ 1182/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 506/2019, ΜονΕφΠειρ 549/2018). Εξάλλου, ουδόλως αποδείχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ότι το επίδικο υπήρξε ποτέ αδέσποτο, καθώς, αναφορικά με τον ως άνω ισχυρισμό του Ελληνικού Δημοσίου, αποδείχθηκε ότι η -καταγεγραμμένη ως ΑΒΚ …… Δημόσιο Κτήμα- εδαφική έκταση εμβαδού 288 στρεμμάτων και 180 τ.μ. είχε συμπεριληφθεί στο από το έτος 1936 κοινοτικό κτηματολόγιο της τότε Κοινότητας Αμπελακίων, έχουσας συσταθεί με απόσπαση του οικισμού Αμπελάκια από το Δήμο Σαλαμίνας (στον οποίο είχε προσαρτηθεί το έτος 1835) και τον ορισμό του ως έδρα της κατά το έτος 1912 (ΦΕΚ Α’ 262/31-8-1912). Προς επίρρωση των ανωτέρω, σημειώνεται ότι μόνον η (τότε) Κοινότητα Αμπελακίων και ουδέποτε το Ελληνικό Δημόσιο επιδίωξε τη δικαστική αναγνώριση εμπραγμάτων δικαιωμάτων, κατά της προαναφερόμενης άμεσης δικαιοπαρόχου του δικαιοπαρόχου των εναγόντων (ήτοι, της .. ………. ………., .), ασκώντας σε βάρος της τελευταίας, ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, την με αριθμό κατάθεσης …./1964 διεκδικητική αγωγή, επί συνολικής έκτασης 90 περίπου στρεμμάτων (συμπεριλαμβανομένου και του επίδικου γεωτεμαχίου), έχουσας περιέλθει – σε κάθε περίπτωση- στη νομή της εν λόγω ……….., με το με αριθμ. …./1961 συμβόλαιο πώλησης του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο …. και με α.α. …. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας. Σημειώνεται ότι, κατά το άρθρο 338 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα, που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος απόδειξης των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποίας διώκεται η δικαστική διάγνωση. Επίσης, κατά το άρθρο 338 παρ. 2 ΚΠολΔ, όταν ο νόμος προβλέπει κάποιο τεκμήριο για την ύπαρξη πραγματικού γεγονότος ή κατάστασης, ο διάδικος υπέρ του οποίου έχει ταχθεί το τεκμήριο αρκεί να επικαλεσθεί τα πραγματικά γεγονότα, που έχουν ανυψωθεί σε προϋποθέσεις του τεκμηρίου (βάση του τεκμηρίου), και, εφόσον ο αντίδικός του τα αρνείται, να τ’ αποδείξει. Αν ο αντίδικος επικαλείται το εναντίον του συναγομένου δια του τεκμηρίου, το οποίο αποτελεί κανόνα δικαίου, αυτός φέρει το βάρος της απόδειξης και οφείλει να αποδείξει, κατά κυρία απόδειξη, το αντίθετο του τεκμαρτώς συναγομένου, καθόσον η ανατροπή του τεκμαιρόμενου γεγονότος αποτελεί κύρια απόδειξη και όχι ανταπόδειξη (ΟλΑΠ 21/1998, ΑΠ 826/2018 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει το διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο, με παρεμπίπτουσα απόφαση θα επιβάλει την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους δικανικής πεποίθησης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων, ενώ το αντικειμενικό προσδιορίζει το διάδικο, που φέρει τον κίνδυνο, στην περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή, ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η παρά τους ορισμούς του άρθρου 338 ΚΠολΔ κατανομή του υποκειμενικού βάρους απόδειξης, που θεμελιώνει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ. 13 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, προϋποθέτει την έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης περί απόδειξης (ΑΠ 749/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1182/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2305/2009). Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους αποδείξεως έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής αποφάσεως. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους αποδείξεως, έχει την έννοια του εσφαλμένου προσδιορισμού του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς την συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας διαδίκου. Ειδικότερα, εσφαλμένη επιβολή του αντικειμενικού βάρους υπάρχει, όταν το δικαστήριο από τις προσαχθείσες αποδείξεις δεν σχηματίζει τη δικανική πεποίθηση, που απαιτεί ο νόμος, για την παραδοχή ορισμένου αιτήματος, δηλαδή αμφιβάλλει για την ουσιαστική βασιμότητα κάποιου ισχυρισμού, που κατά νόμο θεμελιώνει το αίτημα της αγωγής, ενστάσεως κ.ο.κ. και που οφείλει να αποδείξει ο υποβαλών το αίτημα διάδικος, οπότε, το δικαστήριο θα πρέπει να απορρίψει το σχετικό αίτημα (ΑΠ 749/2019 ό.π., ΑΠ 1182/2018 ό.π., ΑΠ 148/2016 ό.π.). Εξ ετέρου, όπως προαναφέρθηκε, κατά τα άρθρα 1, 2 και 3 του Β.Δ. της 17/29.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών”, αναγνωρίζεται η κυριότητα του Δημοσίου επί κάθε έκτασης, που αποτελεί, πριν την έναρξη της ισχύος του, δάσος, εξαιρέσει μόνον εκείνων των δασικών εκτάσεων για τις οποίες υφίσταται έγγραφη απόδειξη Τουρκικής Αρχής, ότι πριν την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες, όπως και εκείνων οι οποίες ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία και, υπό την προϋπόθεση, ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις, υποβλήθηκαν στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση οι σχετικοί περί ιδιοκτησίας τίτλοι, εντός της από το άρθρο 3 οριζόμενης ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευσή του (29.11.1836). Με τις διατάξεις αυτές, θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, τεκμήριο κυριότητας, σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του ως άνω διατάγματος, στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίστηκε νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος, η οποία, εν προκειμένω, δεν αποδείχθηκε. Οι από τις παραπάνω διατάξεις ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, που προβάλλονται από αυτό προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αναγνωριστικής (ή διεκδικητικής) αγωγής κυριότητας ακινήτου, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας των εναγόντων και όχι αιτιολογημένη άρνηση μιας τέτοιας αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση των ισχυρισμών (ενστάσεων) αυτών, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών αυτών τις φέρει το ενιστάμενο Δημόσιο και όχι οι ενάγοντες (ΑΠ 1182/2018 ό.π., ΑΠ 946/2017 ό.π., ΑΠ 148/2016 ό.π., ΑΠ 112/2013 ό.π.). Κατά συνέπεια εάν δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη κυριότητας ή άλλου δικαιώματος του Δημοσίου η αγωγή δεν θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη (ΑΠ 148/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 368/2015, ΑΠ 847/2013, ΜονΕφΠειρ 506/2019, ΜονΕφΠειρ 549/2018). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1094, 1045 και 1054 Α.Κ, προκύπτει ότι, ο ισχυρισμός ότι ορισμένο πράγμα είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας συνιστά ένσταση του αντιδίκου του επικαλούμενου κτήση κυριότητας με χρησικτησία (ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1125/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1443/2015 ό.π., ΑΠ 977/2007), που είναι διακωλυτική του επικαλουμένου με την αγωγή δικαιώματος κυριότητος του ενάγοντα στο επίδικο και πρέπει να προτείνεται από τον εναγόμενο, αφού ούτε από το δικαστήριο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Τούτο συμβαίνει και όταν εναγόμενο είναι το Δημόσιο, το οποίο, επίσης, πρέπει να επικαλεσθεί και σε περίπτωση αμφισβήτησης να αποδείξει, ότι το επίδικο ακίνητο είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας, ως δημόσιο κτήμα, διότι περιήλθε σ’ αυτό με κάποιο νόμιμο τρόπο, τον οποίο πρέπει συγκεκριμένα να προσδιορίζει για να είναι ορισμένη η σχετική ένστασή του, καθώς δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής και πρέπει η ένσταση αυτή να αποδειχθεί από το Δημόσιο (ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1125/2018 ό.π., ΑΠ 1443/2015 ό.π., ΑΠ 112/2013 ό.π.). Η απλή άρνηση από τον ενάγοντα της ένστασης ανεπίδεκτου χρησικτησίας του επιδίκου, λόγω απόκτησης κυριότητας από τον ίδιο, την οποία προβάλλει το εναγόμενο Δημόσιο, δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, αλλά υποχρεώνει το Δημόσιο σε απόδειξη των περιστατικών που θεμελιώνουν τη δική του κυριότητα στο επίδικο (ΑΠ 826/2018 ό.π.). Σε κάθε δε περίπτωση, τις συνέπειες της μη σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποιθήσεως του επικαλουμένου γεγονότος ότι το επίδικο ήταν δημόσιο κτήμα, τις έφερε το ενιστάμενο – εκκαλούν και όχι οι εφεσίβλητοι – ενάγοντες (βλ. σχετ. ΑΠ 1182/2018 ό.π., ΑΠ 148/2016 ό.π., ΑΠ 1443/2015 ό.π.). Η παρά δε τους ορισμούς του άρθρου 338 ΚΠολΔ κατανομή του υποκειμενικού βάρους απόδειξης, προϋποθέτει την έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης περί απόδειξης, περίπτωση που, εν προκειμένω, δεν συντρέχει. Κατόπιν αυτών, η καταχώρηση του επιδίκου ως τμήματος του Α.Β.Κ. … Δημοσίου κτήματος δεν τεκμηριώνει την κυριότητα του εκκαλούντος – εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, όπως έγινε δεκτό και με τις με αριθμ. 506/2019, 549/2018, 499/2018, 498/2018, 498/2018 αποφάσεις του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, οι οποίες εκδόθηκαν, κατά την τακτική διαδικασία, επί αγωγών αναγνωρίσεως της κυριότητας άλλων ιδιωτών -μη διαδίκων στην υπό κρίση υπόθεση- έναντι του εκκαλούντος – εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, επί ετέρων τμημάτων -μη επίδικων- της όλης έκτασης, η οποία είχε αποκτηθεί από την απώτερη δικαιοπάροχο των εναγόντων, ………και με τις οποίες αναγνωρίσθηκε η κυριότητα αυτών, έναντι του εκκαλούντος – εναγομένου. Ειδικότερα, με τις με αριθμ. 506/2019, 436/2019, 437/2019, 449/2019, 549/2018, 499/2018, 498/2018, 200/2018, 199/2018, 634/2017 και  650/2017 αποφάσεις του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς  απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου ότι έτερα τμήματα της όλης έκτασης, την οποία είχε αποκτήσει η ως άνω ………… ήταν δασικά ή λιβάδια ή βοσκότοποι ή αδέσποτα ή ανήκαν στο Τουρκικό Δημόσιο ή σε Τούρκους υπηκόους, που εγκατέλειψαν την επικράτεια και δεν επανήλθαν, αλλά διατήρησαν τις ιδιοκτησίες τους, ή ότι καταλήφθηκαν από αυτούς με δικαίωμα πολέμου ή ότι χρησιδέσποσαν αυτά, όπως οι ισχυρισμοί αυτοί -ως προς την επίδικη έκταση- ορθώς απορρίφθηκαν με την εκκαλουμένη. Εξάλλου, το εναγόμενο ουδέποτε εξέδωσε πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής σε βάρος της ……….. από τη μείζονα έκταση, τμήμα της οποίας αποτελεί και το επίδικο ακίνητο, ενώ, περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, τα πρωτόκολλα αποζημίωσης (μισθώματος) που εκδόθηκαν από τον Οικονομικό Έφορο σε βάρος του ……….., για τα έτη 1928-1939, ακυρώθηκαν δυνάμει της υπ’αριθ. 27/23.7.1940 απόφασης του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 449/2019 και ΜονΕφΠειρ 498/2018). Ενόψει όλων των ανωτέρω, εφόσον δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα των οικείων ισχυρισμών του εκκαλούντος – εναγομένου, Ελληνικού Δημοσίου, περί υφισταμένου εμπράγματου δικαιώματός του και συγκεκριμένα κυριότητας στο επίδικο ακίνητο (βλ. σχετ. ΑΠ 222/2017 Δημ. Νόμος, ΕφΙωαν 217/2009 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 506/2019, ΜονΕφΠειρ 436/2019, ΜονΕφΠειρ 437/2019, ΜονΕφΠειρ 449/2019, ΜονΕφΠειρ 549/2018, ΜονΕφΠειρ 499/2018, ΜονΕφΠειρ 498/2018, ΜονΕφΠειρ 200/2018, ΜονΕφΠειρ 199/2018, ΜονΕφΠειρ 634/2017 και ΜονΕφΠειρ 650/2017), ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις, αναγνωρίζοντας, κατά την έναρξη του κτηματολογίου στο Δήμο Αμπελακίων Σαλαμίνας, τους ενάγοντες, …….., σε ποσοστό 81,25% εξ αδιαιρέτου, ……, σε ποσοστό 9,375% εξ αδιαιρέτου και …….., σε ποσοστό 9,375%, συγκυρίους επί του επίδικου ακινήτου με ΚΑΕΚ ….., λόγω έκτακτης χρησικτησίας και ακολούθως, κρίνοντας ότι η εγγραφή του εναγομένου ως δικαιούχου στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου ήταν ανακριβής και προσέβαλε το δικαίωμα κυριότητάς τους, ορθώς διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας και στο ….., με την καταχώρηση στο κτηματολογικό φύλλο των ανωτέρω δικαιούχων συγκυριότητας, στα αντίστοιχα ποσοστά, με τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, όπου εσφαλμένα φερόταν ως κύριος το Ελληνικό Δημόσιο, παρά τα όσα αβασίμως υποστηρίζει με τους σχετικούς λόγους εφέσεώς του το εκκαλούν, έστω και με εν μέρει διαφορετική και ελλιπή αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, μετά τη συ­μπλήρωση και αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις παρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα από το εναγόμενο.

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης οριστικής αποφάσεως και της συμπροσβαλλόμενης μη οριστικής αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 5234/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της συμπροσβαλλόμενης με αριθμ. 1349/2014 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, οι οποίες εκδόθηκαν, κατά την τακτική διαδικασία. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός τους (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), να επιβληθούν, όμως, να επιβληθούν, όμως, μειωμένα, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 3693/1957 και την Υ.Α. 134423/1992 (βλ. σχετ. ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 8/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 34/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1182/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1125/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1023/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 826/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 582/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 987/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 946/2017, ΑΠ 148/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1443/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 104/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2131/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 553/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 437/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1116/2003, ΑΠ 780/2001, ΑΠ 755/2001 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠατρ 107/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 474/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΛαμ 12/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 210/2009 Δημ. Νόμος), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

Επιβαλλει στο εκκαλούν το σύνολο των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 11/05/2020, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ