Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 503/2018

Αριθμός   503/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Ευαγγελία Πανταζή και από τη Γραμματέα   Δ. Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 15-7-2015, με αριθμ. κατ. ……, έφεση του ηττηθέντος εναγομένου – αντενάγοντος κατά της υπ΄ αριθμ. 90/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρ. 647 επ. ΚπολΔ (Μισθωτικών διαφορών], (άρθρα 495 επ. και 652 παρ.1 ΚΠολΔ), εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα της δικογραφίας επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευσή της. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατ’ουσίαν και να ερευνηθεί η βασιμότητα των λόγων της.

Την 30-7-2016, δηλαδή, μετά το χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης,  απεβίωσε ο ενάγων – αντεναγόμενος – εφεσίβλητος, Γεώργιος Σαντίκος, κάτοικος εν ζωή Πειραιώς (βλ.προσκομιζόμενη, υπ’αριθμ. ……… ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου του Δήμου Αθηναίων). Ο ως άνω αποβιώσας δεν άφησε διαθήκη όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο με αριθμ. ……….. πιστοποιητικό Ειρηνοδικείου Πειραιά. Ο αποβιώσας άφησε ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους, τους εγγύτερους συγγενείς του, ήτοι την  σύζυγο του και συνενάγουσα –αντεναγομένη – εφεσίβλητη ……….., καθώς και τα τέσσερα τέκνα του, ……, ….., ….. και ….., όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο με αρ. πρωτ. ………. πιστοποιητικό εγγυτέρων  συγγενών του Δήμου Πειραιά. Από τους ανωτέρω αναφερόμενους κληρονόμους, ουδείς αποποιήθηκε την κληρονομιά εντός της νόμιμης προθεσμίας των τεσσάρων μηνών από τον θάνατο του ως άνω κληρονομουμένου, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο με αριθμ. ….. πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου Πειραιά, ούτε και αμφισβητήθηκε το κληρονομικό δικαίωμα κανενός,  όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο με αριθμ. πρωτ. ………. πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, εμφανίσθηκαν διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, οι ……… ………, γνωστοποίησαν, κατ’άρθρ.287 ΚΠολΔ, το λόγο της βίαιης διακοπής της δίκης, λόγω του θανάτου του ……..(άρθρ.286 περ.α΄ ΚΠολΔ) και δήλωσαν ότι επαναλαμβάνουν την δίκη, κατ’άρθρ.290 ΚΠολΔ, υπεισερχόμενοι στη θέση του ως κληρονόμοι του, κατά το ποσοστό των 4 /16 η πρώτη και κατά το ποσοστό των 3/16 ο καθένας από τους υπόλοιπους.

Με την υπό κρίση αγωγή τους οι ενάγοντες ιστορούσαν ότι δυνάμει του από 20-2-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτών και του εναγομένου, όπως αυτό τροποποιήθηκε δυνάμει των από 1-12-2009, 30-4-2010 ιδιωτικών συμφωνητικών εκμισθώθηκε στον εναγόμενο το περιγραφόμενο στην αγωγή μίσθιο ακίνητο, που βρίσκεται στον Πειραιά, με μηνιαίο μίσθωμα ήδη 1.555 ευρώ, πλέον του τέλους χαρτοσήμου καταβλητέο εντός των πρώτων πέντε ημερών κάθε μήνα, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως κατάστημα έκθεσης και πώλησης ανταλλακτικών αυτοκινήτων και σκαφών και φανοποιείο. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης ήταν δωδεκαετής από 1-3-2001 έως 28-2-2013. Ότι ο εναγόμενος κατέβαλε το ποσό των 3.110 ευρώ ως εγγύηση για την ακριβή τήρηση των όρων της μισθωτικής σύμβασης, αποκλειομένου του συμψηφισμού της εγγύησης με οφειλόμενα μισθώματα ή άλλες υποχρεώσεις του εναγομένου. Ότι ο εναγόμενος αν και κατά την ανωτέρω ημερομηνία έκανε ανενόχλητη χρήση του μισθίου, δεν τους κατέβαλε, αδικαιολόγητα, τα μισθώματα των μηνών Οκτωβρίου 2012 και Νοεμβρίου 2012, δηλαδή το συνολικό ποσό των 3.110 ευρώ. Ότι, ακόμη, ο εναγόμενος σε συνέχεια της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του, αποχώρησε αδικαιολόγητα από το μίσθιο, χωρίς να τηρηθεί ο έγγραφος τύπος με αποτέλεσμα η αποχώρηση του εναγόμενου να μην είναι έγκυρη ως καταγγελία της ανωτέρω εμπορικής μίσθωσης και να εξακολουθεί να οφείλει μισθώματα μέχρι τη νόμιμη λήξη της μεταξύ τους σύμβασης. Ότι, έτσι, ο εναγόμενος οφείλει τα μισθώματα των μηνών Οκτωβρίου 2012, Νοεμβρίου 2012, Δεκεμβρίου 2012, Ιανουαρίου 2013 και Φεβρουαρίου 2013, δηλαδή το συνολικό ποσό των 7.775 ευρώ, πλέον τελών χαρτοσήμου. Ότι ο εναγόμενος παράνομα παρακράτησε το συνολικό ποσό των 3.762,93 ευρώ που αφορά Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. έτους 2011 και 2012, δημοτικά τέλη από 1-12-2008 έως 18-3-2009, Τ.Α.Π. της ίδιας περιόδου και ουδέποτε κατέβαλε αυτά και ότι οι ίδιοι υποχρεώθηκαν να καταβάλουν τα δημοτικά τέλη περιόδου από 1-12-2008 έως 18-3-2009, Τ.Α.Π. της ίδιας περιόδου, ενώ δεν έχουν καταβάλει ακόμα το ΕΕΤΗΔΕ του έτους 2012, καθώς δεν έχει βεβαιωθεί ακόμα στους φορολογικούς καταλόγους. Ότι με εξώδικη δήλωσή τους ζήτησαν από τον εναγόμενο να τους καταβάλει μέρος του οφειλομένου ποσού 6.848,98 ευρώ και εκ παραδρομής δεν του ζήτησαν το ποσό των 1.578,95 ευρώ που αφορά το Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. έτους 2011. Ότι ο εναγόμενος με εξώδικη απάντησή του ισχυρίσθηκε ψευδώς ότι λόγω πραγματικών ελαττωμάτων του μισθίου ακινήτου συμφώνησε από κοινού με τους ενάγοντες τη λύση της μίσθωσης. Με βάση το ιστορικό αυτό, με την ένδικη αγωγή, όπως αυτή περιορίσθηκε ως προς το κονδύλιο των μισθωμάτων των μηνών Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2012, οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι έχει καταπέσει η δοθείσα εγγύηση υπέρ αυτών  ως ποινική ρήτρα λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του εναγομένου, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους καταβάλει το συνολικό ποσό των 8.427,93 ευρώ με το νόμιμο τόκο και ειδικότερα το ποσό των 4.665 ευρώ που αφορά τα οφειλόμενα μισθώματα των μηνών Δεκεμβρίου 2012, Ιανουαρίου 2013 και Φεβρουαρίου 2013 με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα που κάθε μηνιαίο μίσθωμα είναι ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, δηλαδή από την έκτη ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα, διαφορετικά από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 3.762,93 ευρώ, που παράνομα παρακράτησε ο εναγόμενος και ειδικότερα, ποσό 402,58 ευρώ για δημοτικά τέλη περιόδου από 1-12-2008 έως 18-3-2009 με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημέρας κατά την οποία κατέβαλαν εξ ιδίων χρημάτων στο δήμο Πειραιά για έκαστο ποσό, άλλως από την επίδοση της αγωγής, ποσό 49,40 ευρώ για Τ.Α.Π. περιόδου από 1-12-2008 έως 18-3-2009 με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημέρας κατά την οποία κατέβαλε εξ ιδίων χρημάτων το ποσό αυτό στο δήμο Πειραιά, άλλως από την επίδοση της αγωγής, ποσό 1.578,95 ευρώ, για Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. έτους 2011, με το νόμιμο τόκο- από την επομένη της ημέρας κατά την οποία κατέβαλαν μέσω της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος εξ ιδίων χρημάτων το ποσό αυτό στη Δ.Ο.Υ. Πειραιά, διαφορετικά από την επίδοση της αγωγής και ποσό 1.732 ευρώ για Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. έτους 2012, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Επειδή η εμπορική μίσθωση, όπως κάθε ενοχική σύμβαση, μπορεί να λυθεί με καταγγελία καθενός των συμβαλλομένων μερών (άρθρα 608, 609 ΑΚ),   καθώς και με νεότερη αντίθετη συμφωνία τους (άρθρο 361 ΑΚ). Νεότερη αντίθετη συμφωνία ή αντισυμφωνία είναι εκείνη που συνάπτεται μεταξύ των συμβαλλομένων (εκμισθωτή και μισθωτή) ή των αντιπροσώπων τους (άρθρο 211 ΑΚ) και έχει περιεχόμενο την κατάργηση της σύμβασης της μίσθωσης, πριν περάσει ο χρόνος της λήξης της. Η αντίθετη αυτή συμφωνία, για πρόωρη λύση της μίσθωσης, σύμφωνα με την ανωτέρω ρητή διάταξη του ως άνω άρθρου 5 παρ. 1, απαιτείται να αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία το μίσθιο αποδοθεί και ο εκμισθωτής το παραλάβει ανεπιφύλακτα, η οικειοθελής αυτή απόδοση του από το μισθωτή συνιστά πρόταση προς τον εκμισθωτή για κατάρτιση σύμβασης λύσης της μίσθωσης και η ανεπιφύλακτη παραλαβή του από τον εκμισθωτή συνιστά αποδοχή της πρότασης και ολοκλήρωση, επομένως, αυτής (άρθρα 185,189,192 ΑΚ), συγχρόνως, δε, αποτελεί και συμφωνία εκτέλεσης της σύμβασης πρόωρης απόδοσης του μισθίου. Η τελευταία αυτή συμφωνία, σύμφωνα με την οποία ο, μεν, μισθωτής αποδίδει οικειοθελώς το μίσθιο, ο, δε, εκμισθωτής παραλαμβάνει χωρίς καμία επιφύλαξη αυτό, δεν απαιτείται να γίνει με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας, αλλά μπορεί να γίνει και προφορικά. Επομένως, ο ισχυρισμός του μισθωτή ότι η μίσθωση λύθηκε με νεότερη συμφωνία αποτελεί ένσταση καταλυτική της αγωγής του εκμισθωτή για καταβολή μισθωμάτων, μεταγενέστερων της συμφωνίας. Η συμφωνία των μερών ότι απαιτείται έγγραφος τύπος (ως συστατικός ή αποδεικτικός) για την τροποποίηση της σύμβασης δεν εκτείνεται και στην καταργητική της σύμβασης συμφωνία (ΑΠ 236/2010, ΑΠ 2156/2007, ΑΠ 1193/2005 ΕλλΔνη 2005.1112, ΑΠ 182/2002 Νόμος, ΕφΘεσ736/2011 Αρμ 2012.1859).

Ο εναγόμενος αντικρούοντας την αγωγή των εναγόντων-εκμισθωτών για καταβολή μισθωμάτων, πρότεινε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πριν από την κατ` ουσίαν συζήτηση της υπόθεσης αυτής, όπως καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του άνω Δικαστηρίου, την «ένσταση λύσης της σύμβασης από το Δεκέμβριο του 2012,  λόγω παράδοσης του μισθίου». Ισχυρίστηκε με τις προτάσεις που κατέθεσε επί της έδρας του άνω Δικαστηρίου, προκειμένου να στηρίξει τον άνω αυτοτελή ισχυρισμό του, ότι αποχώρησε από το μίσθιο λόγω της ύπαρξης του περιγραφόμενου πραγματικού ελαττώματος, εξαιτίας του οποίου εισήλθαν στο υπόγειο ύδατα και λύματα, με αποτέλεσμα την πλημμύρα αυτού και την καταστροφή των εκεί αποθηκευμένων εμπορευμάτων, που έλαβε χώρα στις 12-10-2007, 15-9-2008, 20-1-2010 και 3-10-2012.΄Οτι ο τότε πρώτος ενάγων-αντεναγόμενος και ήδη θανών……… αναγνωρίζοντας, μετά την πρώτη πλημμύρα την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος του μισθίου συμφώνησε να μην του καταβληθούν τα μισθώματα των δύο επομένων μηνών και ότι εξαιτίας αυτών των πλημμυρών επικοινώνησε με τον ως άνω τότε πρώτο ενάγοντα – αντεναγόμενο και συμφώνησαν τον συμψηφισμό των μεταξύ τους αξιώσεων και συγκεκριμένα τον συμψηφισμό της εγγύησης με τα οφειλόμενα ΕΕΤΗΔΕ των ετών 2011 και 2012 και τη λύση της μίσθωσης. Ότι τα ίδια ισχυρίσθηκε και στην από 23-12-2013 εξώδικη απάντησή του, που κοινοποιήθηκε στους ενάγοντες – αντεναγόμενους, στις 24-12-2013. Ότι όχι μόνο δεν αποχώρησε αυθαίρετα από το μίσθιο αλλά ότι ο ίδιος ο ως άνω πρώτος ενάγων – αντεναγόμενος και ήδη θανών, στήριξε την απόφασή του να μετακομίσει στο διπλανό ελεύθερο ακίνητο κατάστημα. Ότι, συνεπώς η οικειοθελής αποχώρηση του και η απόδοση του μισθίου στην μη αρνούμενη να το παραλάβει ενάγουσα, είχε ως αποτέλεσμα τη λύση της άνω μίσθωσης, Ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός, που συνιστά ένσταση καταλυτική της αγωγής, στηριζόμενη στις αμέσως ανωτέρω διατάξεις, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμος με την εκκαλούμενη απόφαση. Κατά του κεφαλαίου αυτού της εκκαλουμένης, παραπονείται ο εκκαλών – εναγόμενος με τον πρώτο λόγο έφεσης του, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση Πρακτικά Δημόσιας Συνεδρίασης, οι οποίες εκτιμήθηκαν χωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, κατά το λόγο γνώσεως και αξιοπιστίας καθενός τούτων, και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη, τα οποία ελήφθησαν στο σύνολο τους υπόψη, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, ως πλήρη αποδεικτικά μέσα (650 παρ. 1 εδάφ. Α` ΚΠολΔ), τα οποία το Δικαστήριο αυτό εκτίμησε ελευθέρως, χωρίς να ακολουθήσει ορισμένους κανόνες ως προς την αποδεικτική δύναμη και ισχύ αυτών (ΑΠ 872/1988 Τ.Ν.Π. ΔΣΑ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα περιστατικά:

Με την από 20-2-2001 έγγραφη σύμβαση μίσθωσης, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τα από 1-12-2009 και 30-4-2010 ιδιωτικά συμφωνητικά τροποποίησης εμπορικής μίσθωσης ακινήτου, οι ενάγοντες εκμίσθωσαν στον εναγόμενο ένα ακίνητο και ειδικότερα ένα ισόγειο κατάστημα μετά υπογείου, παταριού και τουαλέτας, το οποίο βρίσκεται στον ……., προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως κατάστημα έκθεσης και πώλησης ανταλλακτικών αυτοκινήτων και σκαφών και φανοποιείο, αντί μηνιαίου μισθώματος, ανερχόμενου μετά την τελευταία τροποποίηση με το από 30-4-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό,  ευρώ 1.555, πλέον τελών χαρτοσήμου, καταβλητέου μέσα στις πρώτες πέντε ημέρες εκάστου μήνα που ορίσθηκε ότι αντιστοιχεί κατ’ ισομοιρίαν σε κάθε εκμισθωτή και ότι θα προκαταβάλλεται ενιαία και συνολικά σε αμφότερους τους εκμισθωτές (όρος 3 παρ. 3 του από 1-12-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού σε συνδυασμό με το από 30-4-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, που επακολούθησε και παραπέμπει στους όρους του τροποποιητικού ιδιωτικού συμφωνητικού). Οι ενάγοντες, αρχικά, ήταν συγκύριοι του μισθίου, ενώ ακολούθως, μετά τη μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας στα τέκνα τους, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………….. συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιά, ………. κατέστησαν επικαρπωτές του μισθίου εφ’ όρου ζωής. Στη συνέχεια, με το από 1-12-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό η μίσθωση παρατάθηκε συμβατικά μέχρι τη λήξη της και επεκτάθηκε και στους ημιτελείς πρώτο και δεύτερο υπέρ το ισόγειο ορόφους άνευ εξωτερικής τοιχοποιίας και κουφωμάτων, με τους αναφερόμενους στο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό όρους. Ειδικότερα, η  διάρκεια της μίσθωσης ορίσθηκε σε δώδεκα (12) έτη, αρξαμένη από 1-3-2001 ως προς το ισόγειο κατάστημα, υπόγειο και πατάρι και από 1-12-2009 έως την 28-2-2013, ως προς τους ημιτελείς πρώτο και δεύτερο υπέρ το ισόγειο ορόφους. Με το ίδιο, ως άνω (από 1-12-2009) ιδιωτικό συμφωνητικό για το πρώτο μισθωτικό διάστημα από 1-12-2009 έως 31-12-2010, το μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε σε 2.000 ευρώ. Επίσης, ο εναγόμενος, κατά την κατάρτιση της μίσθωσης, κατέβαλε το ποσό των 3.110 ευρώ, ως εγγύηση, για την ακριβή τήρηση όλων των όρων της μεταξύ τους μισθωτικής σύμβασης και το οποίο συμφωνήθηκε ότι θα επιστραφεί άτοκα μετά τη συμφωνημένη λήξη της μίσθωσης, την αποχώρηση του μισθωτή, την απόδοση ελεύθερης της χρήσης του και των κλειδιών του, καθώς και την εκκαθάριση όλων των οικονομικών εκκρεμοτήτων, ενώ συμφωνήθηκε ότι αποκλείεται ο συμψηφισμός της εγγύησης με οφειλόμενα μισθώματα ή άλλες υποχρεώσεις του εναγομένου μισθωτή προς τους εκμισθωτές (όρος 5 του από 1-12-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού). Επίσης, συμφωνήθηκε ότι ο μισθωτής υποχρεούται στην εμπρόθεσμη καταβολή όλων των δημόσιων, δημοτικών και λοιπών κάθε είδους φόρων, τελών και εισφορών που αφορούν το μίσθιο, στην μηνιαία καταβολή ποσοστού 3,6% επί του μισθώματος για τέλος χαρτοσήμου, καθώς και στην εμπρόθεσμη εξόφληση του συνόλου των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος, νερού και κάθε άλλης παροχής κοινής ωφέλειας (όρος 10 του από 1-12-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού). Με το από 30-4-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, ο εναγόμενος αποχώρησε από τους ημιτελείς πρώτο και δεύτερο όροφο και περιορίσθηκε στο αρχικό μίσθιο ισόγειο κατάστημα μετά υπογείου και παταριού, το, δε, μηνιαίο μίσθωμα περιορίσθηκε στο και προηγουμένως καταβαλλόμενο ποσό των 1.555 ευρώ και κατά τα λοιπά συμφωνήθηκε να ισχύουν οι όροι και συμφωνίες του από 1-12-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού. Μολονότι, όμως, ο εναγόμενος παρέλαβε το ως άνω μίσθιο και ποιούσε ανενόχλητη χρήση του μισθίου, στις 30-11-2012, αποχώρησε από το μίσθιο ακίνητο, χωρίς να ενημερώσει τους εκμισθωτές, αφού βρήκε και μίσθωσε άλλο ακίνητο, όμορο  στο επίδικο μίσθιο. Οι ενάγοντες, ακολούθως, στις 13-12-2013, κοινοποίησαν στον εναγόμενο την από 11-12-2013 εξώδικη δήλωσή τους-πρόσκληση και διαμαρτυρία, με την οποία διαμαρτύρονταν για την αδικαιολόγητη αποχώρησή του από το μίσθιο, στις 30-11-2012 και τον κατά παράβαση των όρων της μισθωτικής σύμβασης, συμψηφισμό της εγγύησης με οφειλόμενα μισθώματα, την μη καταβολή των μισθωμάτων των μηνών Δεκεμβρίου 2012, Ιανουαρίου 2013 και Φεβρουαρίου 2013 και για την παράνομη παρακράτηση του ποσού των 451,98 ευρώ για δημοτικούς φόρους και Τ.Α.Π. και το ποσό των 1.732 ευρώ για Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. έτους 2012, το οποίο είχε αφαιρέσει από τα μισθώματα του 2012 και είχε παρακρατήσει, προκειμένου να το καταβάλει σε δόσεις και τον καλούσαν να καταβάλει στην πληρεξούσια δικηγόρο τους το συνολικό ποσό των 6.848,98 ευρώ. Ο εναγόμενος με την από 23-12-2013 εξώδικη απάντηση του, που επιδόθηκε στους ενάγοντες στις 24-12-2013, αρνήθηκε την ανωτέρω οφειλή και επικαλέσθηκε ότι αποχώρησε από το μίσθιο, λόγω πλημμύρας του υπογείου, που είχε υποστεί για δεύτερη φορά το μίσθιο, λόγω πραγματικών ελαττωμάτων του και ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ τους, για λύση της μίσθωσης και για συμψηφισμό των μεταξύ τους αξιώσεων. Ο περιλαμβανόμενος στις προτάσεις του εναγόμενου ισχυρισμός του ότι αποχώρησε από το μίσθιο, κατόπιν συμφωνίας με τον πρώτο των εναγόντων και ήδη αποβιώσαντα εκμισθωτή, κατόπιν της τελευταίας πλημμύρας, που υπέστη στις 3-10-2012, δεν αποδεικνύεται, ως κατ’ουσίαν βάσιμος, καθόσον αντικρούεται από την μαρτυρική κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης, σύμφωνα με την οποία ο εναγόμενος αποχώρησε, χωρίς να ειδοποιήσει τους εκμισθωτές, ενώ ο πρώτος των εκμισθωτών, λόγω της ηλικίας του (91 ετών) και του προβλήματος υγείας του (βλ. το προσκομιζόμενο από 29-9-2014 ιατρικό πιστοποιητικό του ιατρού ….), δεν αποδείχθηκε ότι είχε δυνατότητα μετάβασης στο μίσθιο, ούτε επομένως ότι μπορούσε να υπάρξει οιαδήποτε προφορική συμφωνία για οικειοθελή απόδοση του μισθίου και παραλαβή του από τον ανωτέρω εκμισθωτή. Η μαρτυρική κατάθεση στο ακροατήριο της μάρτυρος ανταπόδειξης, ……… κόρης του εκκαλούντος –εναγομένου και εργαζόμενης στο μίσθιο κατάστημα, δεν κρίνεται πειστική στο σημείο που αναφέρει ότι ο υπέργηρος και με προβλήματα υγείας που δεν του επέτρεπαν την ευχερή κίνηση, όπως βεβαιώνει και ο ιατρός ……, αρχικός και ήδη θανών, εκμισθωτής μετέβη στο μίσθιο και συμφώνησε μαζί του να αποχωρήσει ο εκκαλών από το μίσθιο και ούτω να λυθεί η επίδικη μίσθωση αζημίως, ενόψει και του ότι η εν λόγω μάρτυρας αναληθώς κατέθεσε ότι ο πρώτος ενάγων παραλάμβανε το μίσθωμα κάθε μήνα από το μίσθιο, ενώ από την προσκομιζόμενη απ’ τους ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, από 7-10-2013 κατάσταση αναλυτικής κίνησης καταθετικού λογαριασμού….., προκύπτει ότι τα μισθώματα κατατίθεντο από τον εναγόμενο σε τραπεζικό λογαριασμό. Επομένως, εφόσον ο εκκαλών-εναγόμενος αποχώρησε από το μίσθιο χωρίς να υπάρξει συμφωνία με τους ενάγοντες ή χωρίς να προβεί σε έγγραφη καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης (άρθρο 43 του Π.Δ/τος 34/1995), με δεδομένο ότι ο έγγραφος τύπος της καταγγελίας είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός (ΑΠ538/87ΝοΒ35, 1417, ΕφΑθ10001/95ΕλΔ38, 1584, ΕφΑθ 1564/95ΕΔΠ1995, 272), η υπό κρίση σύμβαση μίσθωσης δεν έχει λυθεί και ο εναγόμενος μισθωτής εξακολουθεί να οφείλει τα μισθώματα έως το χρόνο λήξης της μίσθωσης, τον Φεβρουάριο του 2013, ανεξάρτητα από το εάν χρησιμοποιεί το μίσθιο, απορριπτομένου, έτσι, ως κατ’ουσίαν αβάσιμου του πρώτου λόγου της έφεσης.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 576 εδ.α΄ ΑΚ «Αν κατά το χρόνο παράδοσής του στο μισθωτή το μίσθιο έχει ελάττωμα που εμποδίζει ολικά ή μερικά τη συμφωνημένη χρήση(πραγματικό ελάττωμα) ή αν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης εμφανίστηκε τέτοιο ελάττωμα, ο μισθωτής έχει δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος». Το δικαίωμα του μισθωτή για μη καταβολή ή μείωση του συμφωνηθέντος μισθώματος λόγω ύπαρξης πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης συμφωνημένης ιδιότητας του μισθίου, μπορεί να ασκήσει δικαστικά ο μισθωτής με αγωγή, με ανταγωγή ή με ένσταση ως μέσο άμυνας σε περίπτωση άσκησης αγωγής του εκμισθωτή για την καταβολή του μισθώματος ή απόδοσης της χρήσης του μισθίου, λόγω καταγγελίας της μίσθωσης για καθυστέρηση του μισθώματος (ΟλΑΠ50/2005 αδημ., ΕφΠειρ79/2005 ΠειρΝομ27, 188, ΕφΘεσ447/2002 Αρμ56, 1621). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 579 ΑΚ ο εκμισθωτής δεν ευθύνεται για πραγματικά ελαττώματα ή τις ελλείπουσες συμφωνημένες ιδιότητες του μισθίου, που γνώριζε ο μισθωτής κατά τον χρόνο συνομολόγησης της μισθωτικής σύμβασης, ο οποίος είναι και ο κρίσιμος. Ο εκμισθωτής απαλλάσσεται, κατά την ΑΚ579, έστω κι  αν αποσιώπησε δόλια το ελάττωμα ή την ελλείπουσα ιδιότητα, καθώς η γνώση του μισθωτή  ενέχει σιωπηρή παραίτηση από τα δικαιώματά του (βλ. Ι. Καράκωστα «ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΏΔΙΚΑΣ», έκδ.2008, σελ. 500).Ο λόγος αποκλεισμού της ευθύνης του εκμισθωτή που προβλέπεται στην ΑΚ579 μπορεί να προβληθεί από τον εκμισθωτή κατ’ ένσταση, προς απόκρουση των ασκουμένων δικαιωμάτων του μισθωτή για μη καταβολή ή μείωση του μισθώματος και αποζημίωση (ΑΚ 576-578) (ΕφΠειρ 936/2001 ΠειρΝομ 24, 30). Περαιτέρω κατ’ άρθρο 581 ΑΚ ορίζεται ότι δεν υπάρχει ευθύνη του και όταν ο μισθωτής είχε παραλάβει το μίσθιο ανεπιφύλακτα, γνωρίζοντας το ελάττωμα (ΑΠ1016/99ΕλΔ 40, 1739, ΕφΠειρ482/2001 ΕΔΠ 2003, 354).

Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι με το από 1-12-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης μεταξύ των αρχικών εκμισθωτών- εναγόντων και του εναγόμενου, το οποίο τροποποίησε την αρχική από 20-2-2001 σύμβαση μίσθωσης, συμφωνήθηκε ότι ο εναγόμενος μισθωτής γνώριζε καλά το μίσθιο ακίνητο, στη χρήση του οποίου βρισκόταν από ετών και δήλωσε ότι αυτό βρισκόταν σε καλή κατάσταση, ότι ήταν απαλλαγμένο από κάθε έλλειψη ή κάθε είδους ελάττωμα και, απόλυτα κατάλληλο από κάθε άποψη για τη χρήση που συμφωνήθηκε, Επίσης ο μισθωτής εκκαλών παραιτήθηκε από το δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος για οποιοδήποτε λόγο (όρος 6 του ιδίου ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού). Τέλος, συμφωνήθηκε ότι οι εκμισθωτές εφεσίβλητοι δεν θα ευθύνονταν για τυχόν ζημίες του μισθίου ή του μισθωτή από εισροή ή διαρροή υδάτων, λυμάτων, πυρκαγιά, κεραυνό, σεισμό, από κάθε είδους βλάβες ιδιωτικών ή κοινοχρήστων εγκαταστάσεων ή δικτύων κοινής ωφελείας, ατυχήματα ή οποιεσδήποτε άλλες εξωγενείς αιτίες (όρος 7 του ως άνω από 1-12-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού). Αποδεικνύεται, ακόμη, ότι στις 12-10-2007, 15-9-2008 και 20-1-2010, δηλαδή σε ημερομηνίες προ της σύναψης των από 1-12-2009 και 30-4-2010 δύο συμφωνητικών, τροποποιητικών της αρχικής σύμβασης  μίσθωσης, στο υπόγειο του επιδίκου μισθίου, λόγω ελαττωματικότητας του φρεατίου του μισθίου, που βρισκόταν έξω απ’το ισόγειο κατάστημα και στο οποίο μαζεύονταν τα ακάθαρτα ύδατα (λύματα) και τα όμβρια ύδατα της ΕΥΔΑΠ και συγκεκριμένα, λόγω έλλειψης μηχανικού κλαπέτου σ’αυτό, αλλά και λόγω κλεισίματος και σφραγίσματος του βόθρου και της τοποθέτησης  ενός μόνον σωλήνα για τη συγκέντρωση των ομβρίων υδάτων, ο οποίος κατέληγε στην αποχέτευση της ΕΥΔΑΠ, μέσω του υπογείου του μισθίου, σωλήνας ο οποίος σε μία ισχυρή νεροποντή έφραζε και το νερό εισερχόταν και πάλι στο υπόγειο, υπήρξε |εισροή ακαθάρτων υδάτων, λόγω έμφραξης του αποχετευτικού αγωγού, λόγο για τον οποίο και κλήθηκε η ΕΥΔΑΠ (βλ. νόμιμα προσκομιζόμενο απ’τους ενάγοντες με αριθμ. πρωτ. 3709/13-3-2014 έγγραφο της ΕΥΔΑΠ). Ωστόσο, ενόψει του ότι πέραν από την συμφωνία μεταξύ των αρχικών εναγόντων και του εναγομένου περί αποκλεισμού των πρώτων από την ευθύνη τους για τυχόν ζημίες του μισθίου ή του μισθωτή από εισροή ή διαρροή υδάτων, λυμάτων και από κάθε είδους βλάβες ιδιωτικών ή κοινοχρήστων εγκαταστάσεων ή δικτύων κοινής ωφελείας,  ο εναγόμενος-εκκαλών, κατά τους χρόνους σύναψης των δύο ως άνω τροποποιητικών μισθωτικών συμβάσεων, γνώριζε καλά το μίσθιο ακίνητο, στη χρήση του οποίου βρισκόταν από ετών και δήλωνε ότι αυτό βρισκόταν σε καλή κατάσταση, απαλλαγμένο από κάθε είδους ελάττωμα και απόλυτα κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση. Ως εκ τούτου, μετά τη σύναψη της πρώτης τροποποιητικής μισθωτικής σύμβασης, εν γνώσει του εναγόμενου περί της συγκεκριμένης ελαττωματικότητας του μισθίου, συντρέχουν οι όροι της διάταξης του άρθρου 579 εδ.α΄ΑΚ και, έτσι, ο εναγόμενος δεν έχει το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 576ΑΚ δικαίωμα μείωσης του μισθώματος (ΕφΠειρ 481/2001ΕΔΠ32, 352, ΕφΠειρ 926/2001 ΠειρΝομ 24, 30,  ΕφΘεσ 1058/1999 Αρμ54, 790), απορριπτομένης, ως κατ’ουσίαν αβάσιμης της σχετικής νόμιμης, κατ’άρθρ.576ΑΚ, ένστασης περί μείωσης στο ήμισυ των μισθωμάτων των μηνών Δεκεμβρίου 2012, Ιανουαρίου 2013 και Φεβρουαρίου 2013, δηλαδή, στο ποσό των 2.332,50 ευρώ, που πρότεινε με τις έγγραφες προτάσεις του, ο εναγόμενος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως κατ’ουσίαν αβάσιμη την εν λόγω ένσταση μείωσης των ως άνω μισθωμάτων, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της έφεσης, ως προς το πρώτο σκέλος του πρέπει, ως κατ’ουσίαν αβάσιμος, να απορριφθεί.

Επειδή, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσας καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκεί και η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του διά την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (Ολ.ΑΠ 7/2002, 8/2001).

Στην προκείμενη περίπτωση, ο εναγόμενος με τις έγγραφες προτάσεις του πρότεινε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, λόγω παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος από την απ’αυτόν επικαλούμενη λύση της μίσθωσης (30-11-2012), μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής τους, που του κοινοποιήθηκε  στις 4-3-2014, δηλαδή, μετά από 15, περίπου, μήνες, εξαιτίας της οποίας του είχε δημιουργηθεί  η εύλογη πεποίθηση ότι οι ενάγοντες είχαν παραιτηθεί των οποιωνδήποτε αξιώσεών τους από την επίδικη μίσθωση, με αποτέλεσμα η άσκηση των αγωγικών αξιώσεών τους να του προκαλεί δυσανάλογη δυσχέρεια. Η στηριζόμενη στα ως άνω περιστατικά ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ πρέπει ως νόμω αβάσιμη να απορριφθεί, καθώς και αληθή υποτιθέμενα τα εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της περιστατικά, δεν καθιστούν την άσκηση του αγωγικού δικαιώματος καταχρηστική, διότι μόνη η αδράνεια για το ως άνω χρονικό διάστημα των εναγόντων και η εξαιτίας της αδράνειάς τους αυτής επικαλούμενη ως δημιουργηθείσα πεποίθηση του εναγόμενου ότι οι ενάγοντες είχαν παραιτηθεί των αξιώσεών τους από την επίδικη μίσθωση, δεν καθιστούν την άσκηση του αγωγικού δικαιώματος καταχρηστική,  καθώς μόνη η μακροχρόνια αδράνεια των εναγόντων και όταν ακόμη δημιούργησε στον εναγόμενο την εύλογη πεποίθηση ότι το αγωγικό τους δικαίωμα δεν υφίσταται ή ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του εναγόντων και του εναγόμενου, ενόψει των οποίων και της αδράνειάς τους,  η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματός τους, τείνουσα στην ανατροπή της, υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες δημιουργηθείσας και για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, διαμορφωθείσας κατάστασης, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διάταξης, διαγραφομένων ορίων, κρίση η οποία ενισχύεται και από το ότι σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις προτάσεις του εναγόμενου, οι ενάγοντες, ήδη, με την επίδοση στις .Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την ένσταση αυτή, ως νόμω αβάσιμη, ορθά εφάρμοσε το νόμο και τα περί του αντιθέτου ισχυριζόμενα από τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα, με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσης, κρίνονται ως αβάσιμα κατ’ουσίαν, όπως και ο τρίτος λόγος της έφεσής του, ως προς το σκέλος του αυτό, ο οποίος ως κατ’ουσίαν αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Ο εναγόμενος και ήδη, εκκαλών, με τις έγγραφες προτάσεις του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, άσκησε παραδεκτά, κατ’ άρθρ. 268 παρ. 4 εδ. γ΄ ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος 4 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 παρ. 1 του νόμου 3994/2011, ανταγωγή, με την οποία ισχυριζόταν ότι ο δήμος Πειραιώς, μετά την αποχώρησή του, στις 30-11-2012, από το μίσθιο, του κοινοποίησε, στις 20-6-2014, απόσπασμα βεβαιωτικού καταλόγου, με το οποίο βεβαιώθηκε σε βάρος του, το συνολικό ποσό των 2.238,54 ευρώ, για ανταποδοτικά τέλη και δημοτικούς φόρους, που αναλογούν στο επίδικο ακίνητο και αφορούν περίοδο, από 29-11-2012 έως και 1-10-2013, ήτοι μετά την αποχώρησή του από αυτό. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε ο εναγόμενος-αντενάγων, με την ασκηθείσα ανταγωγή του, να αναγνωρισθεί ότι οι ενάγοντες-αντεναγόμενοι και ήδη, εφεσίβλητοι οφείλουν να του καταβάλουν το ποσό των 2.238,54 ευρώ, το οποίο υποχρεούται να καταβάλει στο Δήμο Πειραιά.

Η ασκηθείσα από τον εναγόμενο ανταγωγή με το πιο πάνω περιεχόμενο παρίσταται ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ενόψει του ότι δεν προσδιορίζεται απ’τον ενάγοντα, όπως απαιτείται, κατ’άρθρ.118 και 216 ΚΠολΔ, το ποσό  των φόρων και τελών, που βαρύνει ανά μήνα, το ακίνητο, ενόψει του ότι σύμφωνα και με τα προκτεθέντα, η λύση της μισθωτικής σύμβασης δεν έλαβε χώρα από την 30-11-2012, χρόνο κατά τον οποίο και αποχώρησε ο εναγόμενος από το μίσθιο, αλλά από την 28-2-2013 και εφεξής και ως εκ τούτου, λόγω της αοριστίας της πρέπει η ανταγωγή να απορριφθεί. Δεν έσφαλε, επομένως, κατόπιν αυτών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε, ομοίως, ως αόριστη την ανταγωγή, αν και με διαφορετική αιτιολογία, ήτοι, δεχόμενο ότι δεν υφίσταται επίκληση στην ένδικη αγωγή γεγονότων που να στηρίζουν το έννομο συμφέρον του αντεναγόμενου και το ότι η αιτηθείσα διάγνωση ήταν το κατάλληλο μέσο για την άρση της υφιστάμενης αβεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων και αποτροπής της απειλούμενης κατά τη αντεναγόμενου βλάβης. Πρέπει, επομένως, αφού αντικατασταθεί από το παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο η αιτιολογία της εκκαλουμένης, κατ’άρθρ. 534ΚΠολΔ, να απορριφθεί, ως κατ’ουσίαν αβάσιμος, ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, βάλλει κατά του σχετικού απορριπτικού κεφαλαίου της εκκαλουμένης και κατ’ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της, ως κατ’ουσίαν αβάσιμη και λόγω της απόρριψης της αυτής να διαταχθεί, κατ’άρθρ.495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ, η εισαγωγή του κατατεθέντος με την άσκησή της παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Πρέπει τέλος, λόγω της ήττας του να καταδικαστεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας(άρθρ.176 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 15-7-2015 (ΓΑΚ ……… και αριθμ.καταθ………) έφεση κατά της υπ’αριθμ.90/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια ευρώ (500€).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο των στο σκεπτικό της παρούσας αναφερομένων παραβόλων, εκ ποσών διακοσίων (200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Αυγούστου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ