Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 418/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΩΝ

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης 418 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ. Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η από 6.11.2019 έφεση του εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος ………… και η από 14.11.2019 έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος – εναγομένου ν.π.ι.δ. – …………, κατά της οριστικής απόφασης 3318/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 15.2.2018 αγωγή και ανεστάλη η εκδίκαση της από 2.5.2018 αγωγής του Α´ εκκαλούντος, ενώ απορρίφθηκε η από 4.5.2018 αγωγή του Β´ εκκαλούντος, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 §§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, οι εφέσεις αυτές, αρμοδίως φέρονται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), χωρίς να απαιτείται η κατάθεση παραβόλων, αφού πρόκειται για διαφορές του άρθρου 614 αρ. 3 του Κ.Πολ.Δ. (άρθρο 495 §3Γ. εδ. τελευταίο του ίδιου Κώδικα). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα) και, αφού συνεκδικαστούν, διότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία, είναι συναφείς μεταξύ τους και, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 §1 του ίδιου Κώδικα), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

ΙΙ. Με την από 15.2.2018 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων – …….. ιστορούσε ότι με το εναγόμενο είχε καταρτίσει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και παρείχε την εργασία του ως υπάλληλος στην κατηγορία Π.Ε. Διοικητικού. Ότι από το 1999 διατελούσε Προϊστάμενος διαφόρων Διευθύνσεων και από το 2009 της Διεύθυνσης Οικονομικού. Ότι, με την απόφαση του Δ.Σ. του εναγομένου στην 8η συνεδρίασή του, της 24.11.2017, εγκρίθηκε η εισήγηση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της 7ης συνεδρίασης της 22-23.11.2017 και τοποθετήθηκε Τμηματάρχης του τμήματος οικονομικού προγραμματισμού. Ότι η απόφαση αυτή, λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και συνιστά αυθαίρετη και μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής του σύμβασης, διότι του ανατέθηκαν καθήκοντα υποδεέστερα αυτών που ασκούσε. Ότι, σύμφωνα με τον κανονισμό του εναγομένου, η απόφαση του Δ.Σ. πρέπει να εγκριθεί από τον αρμόδιο Υπουργό, κάτι που δεν έγινε. Ότι στη θέση του Διευθυντή, την οποία κατείχε, τοποθετήθηκε η έως τότε υφισταμένη του …………….., η οποία υστερεί από πλευράς προσόντων, εφόσον είναι απόφοιτος ΤΕΙ κι όχι πανεπιστημιακής σχολής, όπως αυτός, ενώ δεν έχει και την εικοσαετή εμπειρία διευθυντή που έχει εκείνος. Ότι από την παράνομη και υπαίτια αυτή συμπεριφορά του εναγομένου υπέστη σημαντική ηθική βλάβη, αφού πέραν της μείωσης των αποδοχών του, προσβλήθηκε και η προσωπικότητά του. Κατόπιν τούτων, ζήτησε 1) να αναγνωριστεί ότι η τοποθέτησή του στη θέση του Τμηματάρχη συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή της εργασιακής του σχέσης, 2) να αναγνωριστεί παράνομη και καταχρηστική, 3) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες του στη θέση του Διευθυντή, την οποία κατείχε και 4) μετά από μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής (άρθρα 223, 294, 295 §1, 297 και 591 §1 του Κ.Πολ.Δ.), να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 20.000 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι του οφείλει το επιπλέον ποσό των 30.000 ευρώ. Επιπλέον, ο ίδιος ως άνω ενάγων, με τη δεύτερη – από 2.5.2018 αγωγή του, ιστορούσε, επιπλέον των ανωτέρω στην πρώτη αγωγή, ότι το Δ.Σ. του εναγομένου, στην 15η συνεδρίασή του, της 29.3.2018, ενέκρινε την εισήγηση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της 9ης συνεδρίασής του, της 19.3.2018 και σε συνδυασμό με το σχετικό έγγραφο του Συντονιστή Διευθυντή του, τον αντικατέστησε από τη θέση του Τμηματάρχη του τμήματος οικονομικού προγραμματισμού (αφαιρώντας του τις σχετικές αρμοδιότητες), υποβιβάζοντάς τον εκ νέου, σε απλό υπάλληλο, μεταγενέστερα δε, τον τοποθέτησε επίσης, ως απλό υπάλληλο (Π.Ε.) στο τμήμα έρευνας και αγοράς. Ότι η απόφαση αυτή, λήφθηκε λόγω μένους και εκδικητικότητας από το εναγόμενο, επειδή δεν αποδέχθηκε την προγενέστερη απόφαση τοποθέτησής του ως Τμηματάρχη. Ότι η απόφαση αυτή είναι καταχρηστική και συνιστά αυθαίρετη και μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής του σύμβασης, από την παράνομη δε και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου υπέστη σημαντική ηθική βλάβη, αφού εκτός της μείωσης των αποδοχών του, προσβλήθηκε και η προσωπικότητά του. Κατόπιν τούτων, ζήτησε 1) να αναγνωριστεί ότι η τοποθέτησή του από τη θέση του Τμηματάρχη σε θέση απλού υπαλλήλου, συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή της εργασιακής του σχέσης, 2) να αναγνωριστεί παράνομη και καταχρηστική, 3) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες του στη θέση του Διευθυντή, την οποία κατείχε, πριν την τοποθέτησή του ως Τμηματάρχη και 4) μετά από μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό (άρθρα 223, 294, 295 §1, 297 και 591 §1 του Κ.Πολ.Δ.), να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 20.000 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι του οφείλει το επιπλέον ποσό των 80.000 ευρώ. Εξάλλου, το ενάγον ν.π.ι.δ. – ………, με την από 4.5.2018 αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ιστορούσε ότι είχε προσλάβει τον εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως υπάλληλο, με τη δε …../13.4.2009 απόφαση του Δ.Σ. του, τοποθετήθηκε προϊστάμενος στη Διεύθυνση Οικονομικού, όπου παρέμεινε έως και τις 24.11.2017, οπότε και μετακινήθηκε. Ότι ο τελευταίος, αν και ήταν αρμόδιος, με βάση το καταστατικό του, για την είσπραξη των εσόδων του, από αμέλεια, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, δεν μερίμνησε προς τούτο, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει ζημία, ποσού 742.016,19 ευρώ. Ότι ειδικότερα, α) παραγράφηκαν απαιτήσεις ποσού 235.340, 32 ευρώ, αφού δεν προέβη σε έλεγχο των σχετικών δαπανών μισθώτριάς του εταιρείας, για τα έτη 2008 και 2009, με αποτέλεσμα να ενημερωθεί (ενάγον) για την ύπαρξή τους, το 2015. Ότι εξέδωσε δύο πιστωτικά τιμολόγια προς τις μισθώτριες εταιρείες “……….” και “………..”, ποσού 211.114,91 ευρώ και 295.560,96 ευρώ αντίστοιχα, χωρίς να το αναφέρει, ούτε να τα παραδώσει στην δικηγόρο του (ενάγοντος), με αποτέλεσμα να περιοριστούν οι απαιτήσεις του, κατά τα ποσά αυτά. Κατόπιν τούτων, ζήτησε, ύστερα από παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό (άρθρα 223, 294, 295 §1, 297 και 591 §1 του Κ.Πολ.Δ.), να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 742.016,19 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω τρεις αγωγές, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3 και 621 επ. του Κ.Πολ.Δ.), με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, δέχθηκε αυτές ως νόμιμες, στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 281, 288, 299, 361, 648 επ., 914, 932 του Α.Κ., 7 του ν. 2112/1920 και 70 του Κ.Πολ.Δ., οι δύο πρώτες και των άρθρων 297, 298, 330, 648, 652 Α.Κ. και 70 του Κ.Πολ.Δ. η τρίτη. Στη συνέχεια, αφού ανέστειλε την εκδίκαση της από 2.5.2018 αγωγής και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την από 4.5.2018 αγωγή, έκανε εν μέρει δεκτή την από 15.2.2018 αγωγή και α) αναγνώρισε την ακυρότητα της απόφασης – έγκρισης του Δ.Σ. του εναγομένου, με την οποία αποφασίστηκε η τοποθέτηση του ενάγοντος στη θέση του Τμηματάρχη και β) υποχρέωσε το εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντος, ως Προϊστάμενου της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του, καθώς και να του καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 1.000 ευρώ. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται, τόσο ο ενάγων στην πρώτη αγωγή, όσο και το ενάγον στην τρίτη αγωγήεναγόμενο στην πρώτη, για τους διαλαμβανόμενους στις ως άνω εφέσεις τους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε, κατά τον μεν ενάγοντα στην πρώτη αγωγή, να γίνει δεκτή η αγωγή του, για το ποσό των 50.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, κατά το δε ενάγον στην τρίτη αγωγή – εναγόμενο στην πρώτη, να απορριφθεί η πρώτη αγωγή και να γίνει δεκτή η τρίτη, κατά το ποσό των 506.675,87 ευρώ, για το οποίο και μόνο εκκαλείται. Σημειωτέον ότι οι αποφάσεις του Δ.Σ. του Σ.Ε.Φ., δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, αφού το τελευταίο αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, κατ’ άρθρο 40 του ν. 1828/1989 (βλ. σχετ. ΣτΕ 2582/2011, ΣτΕ 49/2009, ΣτΕ 2727/2007 και Δ.Εφ.Αθ. 107/2010 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”) και με αυτές (αποφάσεις του Δ.Σ. του) δεν ασκείται δημόσια εξουσία, οπότε η υπό κρίση διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Εξάλλου, επιτρέπεται η άσκηση έφεσης κατά της απόφασης που αποφαίνεται τελειωτικά μόνο επί μίας συνεκδικαζόμενης αγωγής, πριν εκδοθεί οριστική απόφαση για την άλλη (Σ. Σαμουήλ Η Έφεση, 6η έκδοση 2009, αρ. 225γ και Μιχ. Μαργαρίτης / Άντα Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ Τόμος 1ος, Έκδοση 2η 2018, άρθρο 513 αρ. 13, σελ. 786).

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 40 του ν. 1828/1989, συνιστάται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “………” (…………..), το οποίο εδρεύει στον Πειραιά (……) και υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του αρμοδίου για θέματα αθλητισμού υπουργού. Κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 40 του νόμου αυτού, εκδόθηκε η ΚΥΑ 14487/1989 των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Πολιτισμού, που ενέκρινε τον Κανονισμό Οργάνωσης και Λειτουργίας του …….. Περαιτέρω, σύμφωνα το άρθρο 2 του Κανονισμού αυτού, Το ………… διοικείται από το Διοικητικό Συμβούλιο, όπως ορίζεται από το άρθρο 40 του ν. 1828/1989”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 54 του ίδιου Κανονισμού, που αφορά στους Προϊστάμενους του ορίζεται ότι §1. Προϊστάμενοι όλων των οργανικών μονάδων του ………. τοποθετούνται υπάλληλοι με βαθμό Α, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις επόμενες παραγράφους. §2. Η επιλογή των προϊσταμένων διευθύνσεων, τμημάτων και αυτοτελών γραφείων ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικών μονάδων, γίνεται από το υπηρεσιακό συμβούλιο με, βάση τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου κάθε υπαλλήλου. Ιδιαίτερα εκτιμούνται στοιχεία που μαρτυρούν ξεχωριστή ικανότητα, πρωτοβουλία και δραστηριότητα στην υπηρεσία…, §3 …, §4. Όσοι επιλέγονται από το υπηρεσιακό συμβούλιο, τοποθετούνται με εισήγηση του συντονιστή διευθυντή και απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ………….., ως προϊστάμενοι σε αντίστοιχου επιπέδου οργανικές μονάδες για τρία έτη. Οι τοποθετούμενοι ως προϊστάμενοι εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους έως την επανεπιλογή τους ή την τοποθέτηση νέου προϊσταμένου. §5. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, ύστερα από γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, ο προϊστάμενος μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του και πριν από τη λήξη της τριετίας για σοβαρό λόγο, αναγόμενο σε πλημμελή άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων, όπως η μη προσήκουσα συμπεριφορά προς τους πολίτες, η ευθυνοφοβία ή έλλειψη πρωτοβουλίας, η αδιαφορία στην βελτίωση μεθόδων οργάνωσης λειτουργίας και αποδοτικότητας, η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην διεκπεραίωση των υποθέσεων, η κακή συνεργασία με λοιπούς προϊσταμένους, η προφανής έλλειψη διοικητικών ικανοτήτων ή της απαιτούμενης επαγγελματικής κατάρτισης ή μειωμένη απόδοση. Ο προϊστάμενος μπορεί επίσης να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του με αίτησή του, ύστερα από απόφαση του Δ.Σ., μετά από γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, που συνεκτιμά και τις υπηρεσιακές ανάγκες. Τέλος, στην §1 του άρθρου 3 του ίδιου Κανονισμού, που αφορά στις αρμοδιότητες του Δ.Σ., ορίζεται : “Το Διοικητικό Συμβούλιο ασκεί όλες τις αρμοδιότητες, που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν. 1828/1989 και ειδικότερα α) …, ε) διοικεί και διαχειρίζεται το ………….., σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για τα Ν.Π.Ι.Δ. Ο αρμόδιος για θέματα αθλητισμού Υπουργός ελέγχει τις πράξεις και τις αποφάσεις του Δ.Σ., ως προς τη νομιμότητα τους, ενώ κατά την §3 του ως άνω άρθρου “Οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου είναι εκτελεστές, μετά από έλεγχο για τη νομιμότητά τους από τον αρμόδιο για θέματα αθλητισμού Υπουργό.

ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, τις ένορκες βεβαιώσεις .. και ……/2.10.2018, που δόθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, τις οποίες επικαλείται το ενάγον – ν.π.ι.δ. και λήφθηκαν μετά από νομότυπη κλήτευση του εφεσίβλητου, σύμφωνα με την έκθεση επίδοσης …/26.9.2018 της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά ………. (οι ένορκες βεβαιώσεις ………/4.3.2020 ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, τις οποίες επικαλείται ο εφεσίβλητος, αν και λήφθηκαν μετά από νομότυπη κλήτευση του ως άνω εκκαλούντος, δεν λαμβάνονται υπόψη, διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν προσκομίστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, από βαριά αμέλεια – Α.Π. 1061/2011 www.areiospagos.gr και Α.Π. 1212/2007 Νο.Β. 2007, σελ. 2448), καθώς και απ’ όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα ανωτέρω έγγραφα είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς – Α.Π. 1001/2012 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» και Α.Π. 1628/2003 Ελλ.Δ/νη 2004, σελ. 724), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το εκκαλούν νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «……….. (…………) συστάθηκε με το άρθρο 40 του ν. 1828/1989 και διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού και του Κανονισμού Οργάνωσης και Λειτουργίας ………., που εγκρίθηκε με την Κοινή Υπουργική Απόφαση 14487/8.5.1989 των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Πολιτισμού. Ο εφεσίβλητος ………….. προσλήφθηκε από το εκκαλούν – ν.π.ι.δ., στις 17.11.1988, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργαστεί ως υπάλληλος στην κατηγορία Π.Ε., από δε, το 1992 έως τις 27.5.1999 διατέλεσε Τμηματάρχης και έκτοτε Προϊστάμενος Διεύθυνσης. Εξάλλου, στις 13.4.2009, τοποθετήθηκε ως Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Οικονομικού, με απόφαση του Δ.Σ. του εκκαλούντος, κατά την 118η Συνεδρίασή του, με την οποία (απόφαση) ενέκρινε και επικύρωσε την εισήγηση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου για την τοποθέτηση Προϊσταμένων. Η απόφαση αυτή εγκρίθηκε από τον Υφυπουργό Αθλητισμού στις 10.7.2009, με αριθμό πρωτοκόλλου ….., με αποτέλεσμα, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, να καταστεί εκτελεστή. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι το Νοέμβριο του 2017 έγιναν κρίσεις για τις θέσεις των Προϊσταμένων των οργανικών μονάδων του εκκαλούντος, μεταξύ των οποίων και αυτών των Διευθύνσεων και των Τμημάτων. Το Υπηρεσιακό Συμβούλιο, που συνεδρίασε στις 22 – 23.11.2017, αποφάσισε την επιλογή της ……… στη θέση της Διευθύντριας της Διεύθυνσης Οικονομικού, την οποία προηγουμένως κατείχε ο εφεσίβλητος ……….., ο οποίος τοποθετήθηκε ως Τμηματάρχης στο τμήμα Οικονομικού Προγραμματισμού, το οποίο υπάγεται στην ανωτέρω Διεύθυνση. Η απόφαση αυτή εγκρίθηκε από το Δ.Σ. του εκκαλούντος, κατά την 11η Συνεδρίασή του, της 31.11.2017. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι η τελευταία αυτή απόφαση εγκρίθηκε από τον αρμόδιο για θέματα αθλητισμού Υπουργό, μετά από έλεγχο για τη νομιμότητά της. Το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι η απόφαση απεστάλη στον αρμόδιο Υπουργό και ότι, μετά την πάροδο 60 ημερών, εγκρίθηκε σιωπηρά. Όμως, ο ισχυρισμός του αυτός δεν ευσταθεί, αφού, το γεγονός της αποστολής και μόνον της απόφασης του Δ.Σ. αυτού,στις 22.12.2017, προς τον αρμόδιο Υπουργό για έγκριση, δεν αρκεί για να της προσδώσει εκτελεστότητα. Και τούτο διότι δεν προβλέπεται από κάποια διάταξη πως σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης προθεσμίας από την ημερομηνία υποβολής της απόφασης του Δ.Σ. του εκκαλούντος, θα θεωρείται ότι έχει νομίμως εκδοθεί (βλ. αντίστοιχη διάταξη άρθρου 27 του ν. 2725/1999), ενώ ούτε καν ορίζεται συγκεκριμένη προθεσμία από στον αρμόδιο Υπουργό, εντός της οποίας οφείλει να ολοκληρώσει τον έλεγχο νομιμότητας και να εγκρίνει ή όχι τη σχετική απόφαση. Εξάλλου, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης προθεσμίας, χωρίς να λάβει ο διοικούμενος απάντηση από τη διοίκηση, αυτή θεωρείται αρνητική και όχι θετική, όπως υπολαμβάνει το εκκαλούν. Το τελευταίο, αν και η απόφαση του Δ.Σ. του δεν είχε λάβει την έγκριση του αρμόδιου Υπουργού, ζήτησε, στις 4.12.2017, ήτοι πριν ακόμη την αποστολή της στον τελευταίο, από τον εφεσίβλητο, να παραδώσει τα αιτούμενα στοιχεία και τη θέση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Οικονομικού και να αναλάβει τα νέα του καθήκοντα, ως τμηματάρχης του υπαγόμενου στην τελευταία (Διεύθυνση) Τμήματος Οικονομικού Προγραμματισμού. Κατά συνέπεια, αν και η ανωτέρω απόφαση, που ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου υπηρεσιακού Συμβουλίου για την επιλογή άλλου προσώπου στην θέση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Οικονομικού και όχι του εφεσίβλητου, δεν αντίκειται στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη (με βάση την εισήγηση ο εφεσίβλητος α) δεν τηρούσε, συστηματικά, το ωράριο εργασίας, όσον αφορά τουλάχιστον στην ώρα προσέλευσης, προσερχόμενος άλλοτε μία και άλλοτε μισή ώρα μετά τους υπαλλήλους της Διεύθυνσής του, β) δεν ήταν αποδοτικός και συνεργάσιμος – του ζητούνταν στοιχεία και δεν ανταποκρινόταν, όπως όταν του ζητήθηκε από το Δ.Σ., κατάλογος οφειλετών του ………… με την χρονολογία, αιτία και ποσό της οφειλής, κι εκείνος απλά τύπωσε καρτέλες από το λογιστήριο και τις προσκόμισε, ενώ το Μάιο του 2017 του επιβλήθηκε η ποινή της έγγραφης επίπληξης, διότι επί δύο μήνες δεν κοινοποίησε στο Συντονιστή Διευθυντή σύμβαση με προμηθευτή, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει για το χρονικό διάστημα αυτό η τοποθέτηση λέβητα για όλο το Στάδιο και γ) δεν είχε επαρκή γνώση του αντικειμένου της Διεύθυνσής του, αφού το Μάιο του 2017, ως μάρτυρας σε δικαστήριο, για διαφορά με το μεγαλύτερο οφειλέτη του εκκαλούντος, με συνολική οφειλή 1.300.000 ευρώ, κατέθεσε εσφαλμένα ότι ποσό 500.000 ευρώ είχε εκχωρηθεί στο δημόσιο, προς άρση δε, των συνεπειών της, απαιτήθηκε να μεταβεί ο Αντιπρόεδρος του Δ.Σ., στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., για να λάβει σχετική βεβαίωση περί του αντιθέτου), εντούτοις δεν είχε ακόμη καταστεί εκτελεστή. Επομένως, η μετακίνηση του εφεσίβλητου από τη θέση που κατείχε, σε υποδεέστερη, χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διαδικασίες, με αποτέλεσμα να λαμβάνει μειωμένο μισθό, συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εκκαλούντος – ν.π.ι.δ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, που αντικαθίσταται από αυτή της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και είναι αβάσιμος ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της από 14.11.2019 έφεσης. Περαιτέρω, από την ως άνω από την ως άνω παράνομη και υπαίτια πράξη του τελευταίου, προσβλήθηκε η προσωπικότητα του εφεσίβλητου – εκκαλούντος …., απέναντι στους συναδέλφους του, ως προς την επαγγελματική του αξία, προς αποκατάσταση δε, της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη, πρέπει το ως άνω ν.π.ι.δ. να του καταβάλει χρηματική ικανοποίηση, προς αποκατάστασή της. Λαμβανομένων δε υπόψη των εν γένει συνθηκών τέλεσης της προσβολής, του είδους και της βαρύτητας αυτής, του βαθμού του πταίσματος του τελευταίου και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, όπως τα στοιχεία αυτά προαναφέρθηκαν και εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο εκκαλών αυτός δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, ποσό το οποίο κρίνεται εύλογο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 του Α.Κ.), καθώς και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (Ολ.Α.Π. 9/2015 στην ιστοσελίδα www.areiospagos.gr). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι πρέπει να καταβληθεί στον τελευταίο ως χρηματική ικανοποίηση το ίδιο ποσό, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ο μοναδικός λόγος της από 6.11.2019 έφεσής του. Εξάλλου, με το δεύτερο λόγο της από 14.11.2019 έφεσης, το εκκαλούν – ν.π.ι.δ. ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε, επειδή δεν του επιδίκασε τα ποσά των 211.114,91 ευρώ και 295.560,96 ευρώ, εξαιτίας της αμελούς συμπεριφοράς του εφεσίβλητου, ο οποίος εξέδωσε δύο πιστωτικά τιμολόγια με τα ανωτέρω ποσά, που αφορούσαν στις μισθώτριες (του εκκαλούντος) εταιρείες ……….. και ……………., χωρίς την εντολή, άλλως την έγκριση του Διοικητικού του Συμβουλίου, κατά τα οποία υπέστη ισόποση ζημία, λόγω απώλειας αντίστοιχων μισθωμάτων. Ως προς τις μισθωτική σχέση, που είχε συνάψει το εκκαλούν ν.π.ι.δ. με τις δύο τελευταίες εταιρείες και αφορούσε χώρους, που περιέβαλαν το στάδιο, με τις αποφάσεις 314/2019 και 411/2019 του Δικαστηρίου τούτου, κρίθηκε τελεσίδικα, ότι στο πλαίσιο της συμβιβαστικής επίλυσης της οικονομικής οφειλής των ανωτέρω εταιρειών, οι τελευταίες κατέθεσαν στο πρώτο την από 26.11.2012 πρόταση, στην οποία αναγνώριζαν το σύνολο της οφειλής τους και πρότειναν την εξόφλησή της με την άμεση καταβολή του ποσού των 150.000 ευρώ συνολικά και τη ρύθμιση του υπόλοιπου οφειλόμενου ποσού σε 60 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 1.1.2013. Ταυτόχρονα, υπέβαλαν αίτημα να μην πληρώνουν τα μισθώματα που επρόκειτο να καταστούν ληξιπρόθεσμα έως το χρόνο ανάδειξης νέου μισθωτή. Σε απάντηση της πρότασης αυτής το διοικητικό συμβούλιο του εκκαλούντος, στην 5η συνεδρίασή του, της 19.12.2012, αποφάσισε, αφού οι ανωτέρω εταιρείες αναγνωρίσουν την οφειλή τους, να ρυθμιστεί αυτή, με την εφάπαξ καταβολή ποσού, που να καλύπτει τα 3/10 αυτής και η υπόλοιπη να εξοφληθεί σε δώδεκα μηνιαίες δόσεις, με ταυτόχρονη συγκεκριμένη προσφορά εγγύησης (τραπεζικής επιταγής ή α΄ υποθήκης επί ακινήτου), η οποία θα καλύπτει το σύνολο της υπόλοιπης οφειλής, την κατάπτωση της εγγυοδοσίας, την απόδοση του μισθίου στο ……. με το νόμιμο τρόπο, την προσήκουσα παράδοση και παραλαβή αυτού και τέλος, με απαραίτητη προϋπόθεση των πλήρωση των ως άνω και λόγω της ιδιαίτερης οικονομικής συγκυρίας, την αποδοχή του πιο πάνω αιτήματος των μισθωτριών εταιρειών για τη μη πληρωμή μισθωμάτων, μέχρι την ανάδειξη νέου μισθωτή. Σε συνέχεια της απόφασης αυτής, η οποία εγκρίθηκε με την απόφαση 2840/3.2.2013 του Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, το Δ.Σ. του εκκαλούντος, στην 9η συνεδρίασή του, της 19.3.2013, αποφάσισε την ολοκλήρωση όλων των διαδικασιών παράδοσης – παραλαβής των ακινήτων και την κατάπτωση των εγγυητικών επιστολών, εκτός εάν οι ανωτέρω μισθώτριες εταιρίες καταβάλουν την αξία αυτών σε μετρητά ή τραπεζική επιταγή, την υπογραφή του συμφωνητικού αναγνώρισης του χρέους τους προς αυτό, μέχρι την 19.11.2012, κατόπιν σχετικής βεβαίωσης του λογιστηρίου και ρύθμιση αυτού σε είκοσι οκτώ μηνιαίες δόσεις σε μετρητά ή τραπεζικές επιταγές, καθώς και με παροχή εμπράγματης ασφάλειας (προσημείωσης υποθήκης) επί προσφερόμενων ακινήτων, που να καλύπτει το σύνολο του οφειλόμενου ποσού, τον έλεγχο των νομιμοποιητικών εγγράφων για την εκπροσώπηση των εν λόγω εταιρειών, που θα τις εκπροσωπήσουν, την υπογραφή των ιδιωτικών συμφωνητικών παράδοσης – παραλαβής των μισθίων και αναγνώρισης και ρύθμισης του χρέους τους, καθώς και τις απαραίτητες νομικές ενέργειες για τον έλεγχο τίτλων και την εγγραφή των προσημειώσεων υποθηκών επί ακινήτων για την εμπράγματη ασφάλεια εξόφλησης του χρέους, καθώς και την εν γένει διαδικασία ολοκλήρωσης του ανωτέρω συμφωνητικού. Κατόπιν τούτων, το Δ.Σ. του εκκαλούντος, σύμφωνα με το πρακτικό της 16ης συνεδρίασής του, της 2.9.2013, το οποίο επικυρώθηκε με την απόφαση 9023/26.3.2014 του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, αποφάσισε να καταβάλουν, οι ως άνω μισθώτριες εταιρίες, το ποσό των 149.000 ευρώ με τραπεζική επιταγή ημέρας και να τους αποδοθούν οι εγγυητικές επιστολές, που ήταν κατατιθεμένες στην οικονομική διεύθυνση του ενάγοντος, σημειώνοντας ότι «το υπόλοιπο της συνολικής οφειλής τους προς το ……, παραμένει σε εκκρεμότητα και δικαστική εξέλιξη». Το ποσό αυτό, οι μισθώτριες εταιρίες κατέβαλαν την επόμενη ημέρα, παραδίδοντας στο εκκαλούν την επιταγή ………../2.9.2013 της Τράπεζας, ποσού 74.800 ευρώ και την επιταγή ………./2.9.2013 της Τράπεζας ….., ποσού 74.000 ευρώ, πλέον του ποσού των 780,05 ευρώ σε μετρητά, ενώ στο έγγραφο Φ29/68853/3.9.2013 της διεύθυνσης οικονομικού του εκκαλούντος, που υπέγραψε ο εφεσίβλητος, ως οικονομικός Διευθυντής του και ο Συντονιστής Διευθυντής του, ρητά αναφέρεται ότι: «Η μισθωτική σχέση των δύο εταιριών …… και ………. με το …. έληξε οριστικά και αμετάκλητα στις 19.11.2012, σύμφωνα με την απόφαση του ΔΣ/…. και την έγκριση αυτών από την πολιτική προϊστάμενη αρχή της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού». Από το συνδυασμό των ανωτέρω εκατέρωθεν δηλώσεων βούλησης, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στα ανωτέρω έγγραφα, ερμηνευόμενες, σύμφωνα τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του Α.Κ., αποδείχθηκε ότι, ως αποτέλεσμα αναζήτησης τρόπου επωφελούς συμβιβαστικής επίλυσης της οικονομικής διαφοράς, μεταξύ των συμβαλλόμενων, που ξεκίνησε ουσιαστικά από τον Ιούλιο του έτους 2012 με την από 18.7.2012 επιστολή – καταγγελία της σύμβασης, που απέστειλε η πρώτη εναγόμενη στο ενάγον και διήλθε διάφορα στάδια, οι διάδικοι συμβιβάστηκαν πρωτίστως, στο ότι η οφειλή των ως άνω εταιρειών θα υπολογιστεί έως την 19.11.2012, ημερομηνία παράδοσης των κλειδιών του μισθίου και συναινετικής πρόωρης λύσης της μίσθωσης, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα και ότι προς εμπράγματη εξασφάλιση του ενάγοντος για την τήρηση των όρων της ρύθμισης εξόφλησης της οφειλής, όπως αυτή θα καταγραφόταν στο ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης και ρύθμισης του χρέους, που θα κατάρτιζαν, οι εταιρίες παρέδωσαν στο εκκαλούν τίτλους ιδιοκτησίας ακινήτων, για την εγγραφή σε αυτά προσημείωσης υποθήκης, προκειμένου να ολοκληρωθεί η συμφωνία των διαδίκων. Στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής και κατ’ εφαρμογή της προγενέστερης, από 26.11.2012, πρότασης των μισθωτριών εταιριών για την εφάπαξ καταβολή ποσού 150.000 ευρώ, ως μερική εξόφληση της οφειλής τους, παραδόθηκαν οι ως άνω επιταγές και αποδόθηκαν οι εγγυητικές επιστολές, κατ’ εφαρμογή σχετικού όρου των ιδιωτικών συμφωνητικών, αφού οι συμβάσεις μίσθωσης είχαν λυθεί. Μάλιστα, η εν λόγω συμφωνία ουσιαστικά επικυρώθηκε με το πρακτικό της 21ης συνεδρίασης, της 12.11.2013, του Δ.Σ. του ενάγοντος, το οποίο εγκρίθηκε με την απόφαση 9597/1.4.2014 του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, στην οποία αναφέρονται: «Σύμφωνα με όσα έχουν αποφασιστεί στην 9η σε συνδυασμό με την 5η συνεδρίαση του ΔΣ του …………. και με βάση την έκτοτε διαμορφωθείσα κατάσταση επί της υποθέσεως δηλαδή: 1) οι μισθωτές κατέβαλαν το αντίτιμο των εγγυητικών στις 3.9.2013 ποσού ύψους 65.579,43 ευρώ για τη ……... και ύψους 84.000,62 ευρώ για τη ..…….…., 2) οι μισθωτές παρέδωσαν τα μίσθια ελεύθερα στη χρήση τους τον Ιούλιο του 2013 . . . Επειδή εκκρεμεί η σύνταξη και η υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ …..…….. και μισθωτών, οι οποίοι θα αναγνωρίζουν το χρέος τους, θα αναφέρεται το ακριβές ποσό αυτού, ο τρόπος εξόφλησής του, καθώς και η προσφορά ακινήτων ως εμπράγματη ασφάλεια επί του χρέους. Εισηγούμαστε ότι με την υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού οριοθετείται ως ημερομηνία πραγματικής λύσης των μισθώσεων, η 19.11.2012. Η Οικονομική Διεύθυνση εντέλλεται να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες ώστε να παύσει να τιμολογεί από 19.11.2012 και μετά. Τα δε ήδη τιμολογημένα να διευθετηθούν με την αρμόδια Οικονομική Εφορία». Σε εκτέλεση της απόφασης αυτής, ο εφεσίβλητος εξέδωσε τα πιστωτικά τιμολόγια ….. και …../19.5.2014, ποσών 295.560,96 ευρώ και 211.114,91 ευρώ αντίστοιχα, με τα οποία ακύρωσε τα εκδοθέντα τιμολόγια, για τα μισθώματα των μηνών Δεκεμβρίου του έτους 2012 έως Ιουλίου του έτους 2013. Επιπλέον, έγινε δεκτό με τις ως άνω δύο αποφάσεις ότι, το ποσό των 149.580,05 ευρώ δεν καταβλήθηκε ως καταπίπτουσα εγγύηση, διότι δεν συνάδει με τους κανόνες της συναλλακτικής πρακτικής και της κοινής πείρας, μετά από τριετή σχεδόν διαπραγμάτευση, οι μισθώτριες εταιρείες να καταβάλουν αυτοβούλως, δηλαδή χωρίς να υποχρεωθούν με δικαστική απόφαση, ολόκληρη την εγγύηση και ταυτόχρονα, η οφειλή για τα μισθώματα και τις λειτουργικές δαπάνες του μισθίου, την οποία σε κάθε περίπτωση είχαν ήδη αποδεχθεί, να παραμένει στο ακέραιο, ενόψει και της κακής οικονομικής κατάστασής τους, η οποία τις εξανάγκασε, ήδη από το έτος 2009, να ζητούν τη μείωση του μισθώματος. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το ότι, παρά το γεγονός πως το εκκαλούν είχε αποφασίσει ήδη από την 19.12.2012 την κατάπτωση της εγγύησης και είχε κάθε δυνατότητα να ζητήσει απευθείας από την τράπεζα το ποσό των εγγυητικών επιστολών, χωρίς την ανάμειξη των μισθωτριών εταιρειών, δοθέντος ότι δεν συνέτρεχε νόμιμος λόγος άρνησης της τράπεζας να καταβάλει τα ποσά αυτών, ουδέποτε το έπραξε, διότι, όπως προκύπτει από τις πιο πάνω διαπραγματεύσεις, θεώρησε επωφελέστερο για το ίδιο να του καταβληθεί το ποσό αυτό ως μερική εξόφληση της οφειλής και το υπόλοιπο, κατά τις πιο πάνω συμφωνημένες δόσεις. Άλλωστε, εάν το πιο πάνω ποσό είχε καταβληθεί, λόγω της κατάπτωσης της εγγύησης, που είχε δοθεί ως ποινική ρήτρα, δεν θα γινόταν αναφορά στο πρακτικό της 16ης συνεδρίασης της 2.9.2013 περί υπολοίπου της συνολικής οφειλής, υπονοώντας εμμέσως, πλην σαφώς, ότι μέρος της εξοφλήθηκε με το καταβληθέν ποσό. Είναι προφανές επομένως, ότι το ως άνω ποσό καταβλήθηκε ως μερική εξόφληση των οφειλόμενων μισθωμάτων και λειτουργικών δαπανών του μισθίου, σύμφωνα με τη συμφωνία των διαδίκων, στο πλαίσιο της οποίας και ως ένδειξη καλής θέλησης εντάσσεται και η έκδοση των πιστωτικών τιμολογίων, τα οποία δεν θα εκδίδονταν, εάν δεν υφίστατο συνολική συμφωνία διευθέτησης του χρέους. Η τυπική προϋπόθεση της εκ νέου αναγνώρισης της οφειλής εκ μέρους των μισθωτριών εταιρειών, που το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι είχε τεθεί ως προϋπόθεση για την ισχύ των πιο πάνω, δεν μπορεί να έχει την έννοια της αναβλητικής αίρεσης για την έναρξη της συμφωνίας διακανονισμού, που το τελευταίο θέλει να της προσδώσει, ισχυριζόμενο ότι, εφόσον δεν καταρτίστηκε το ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης του χρέους, τίποτα από τα ανωτέρω συμφωνηθέντα δεν ισχύει. Επομένως, με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ο εφεσίβλητος δεν εξέδωσε τα δύο πιστωτικά τιμολόγια, ενεργώντας αμελώς, ούτε, κατ’ επέκταση η μη ενημέρωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του εκκαλούντος – ν.π.ι.δ. είχε κάποια δυσμενή έννομη συνέπεια σε βάρος του τελευταίου, αφού δεν θα μπορούσε να στηριχτεί απαίτησή του για τα ποσά αυτά, κατά των πιο πάνω δύο μισθωτριών εταιρειών. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κρίνοντας όμοια, απέρριψε την αγωγή του εκκαλούντος αυτού, ως προς τα ποσά των 295.560,96 ευρώ και 211.114,91 ευρώ, για τα οποία εκκαλείται η πρωτόδικη απόφαση, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και είναι αβάσιμος ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της από 14.11.2019 έφεσης.

V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν οι από 6.11.2019 και από 14.11.2019 εφέσεις, ως ουσιαστικά αβάσιμες. Επιπλέον, πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών στην πρώτη ως άνω έφεση, λόγω της ήττας του, στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου σ’ αυτήν και το εκκαλούν στη δεύτερη έφεση στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου αυτής, μετά από μερικό συμψηφισμό τους, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν (άρθρα 63 §1 περ. i στοιχ. Β, 68 §1, 69 §1 του ν. 4194/2013, 176, 179, 183 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ), για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν των εκατέρωθεν σχετικών αιτημάτων, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων : α) την από 6.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .…../2019 έφεση του ………και β) την από 14.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2019 έφεση του ν.π.ι.δ., με την επωνυμία “………….”.

Δέχεται τυπικά αυτές και τις απορρίπτει κατ’ ουσία.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην από 6.11.2019 έφεση – ……….. στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου σ’ αυτήν – ν.π.ι.δ., με την επωνυμία “………..”, την οποία καθορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ και το τελευταίο – εκκαλούν στην από 14.11.2019 έφεση στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου σ’ αυτήν – . …………, την οποία καθορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 10 Ιουνίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ