Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 434/2020

Αριθμός     434/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 5533/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη τακτική  διαδικασία   με την παρουσία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις  5-3-2019, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την επίδοση αντιγράφου της  εκκαλουμένης  απόφασης στις  7-2-2019 (βλ. τη με αριθμό …………./7-2-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Πειραιώς, …………….).  Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ),  αφού έχει καταβληθεί  το με αριθμό   ……………/2019  e-παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, όπως βεβαιώνεται με την έκθεση καταθέσεως του αρμοδίου Γραμματέα του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου .

ΙΙ. Με την από 2-4-2018 (αρθ. εκθ. καταθ. …………../2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η ενάγουσα, και ήδη  εφεσίβλητη, ιστορούσε ότι με τον εναγόμενο, πρώην σύζυγο της, είναι συγκύριοι κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος τριών διαμερισμάτων που λεπτομερώς περιγράφονται στην αγωγή, ότι ο εναγόμενος κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2015 έως 30-4-2018 έκανε αποκλειστική χρήση αυτών, και συγκεκριμένα τα εκμίσθωνε  και εισέπραττε εξ ολοκλήρου  τα αντίστοιχα μισθώματα δίχως να της αποδίδει το ποσό, που αντιστοιχεί  στην ιδανική της μερίδα, και το οποίο ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 12.175 ευρώ. Ότι εξαιτίας των ανωτέρω περιγραφόμενων παράνομων και υπαίτιων συμπεριφορών του εναγομένου αυτή υπέστη ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό 10.000 ευρώ και τέλος, ότι ο εναγόμενος σε κάθε περίπτωση κατέστη πλουσιότερος ως προς το ποσό των 12.175 ευρώ χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας της. Ζητούσε δε, μετά από   παραδεκτό περιορισμό, με τις προτάσεις της, του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, (άρθρα 223, 294 εδαφ. α’, 295 παρ. 1 εδάφ. β’, 297 ΚΠολΔ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσό των 22.175 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 27-5-2015, οπότε και υπεγράφη το ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης της έγγαμης συμβίωσης τους, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του,  απέρριψε το αίτημα της αγωγής για αναγνώριση της υποχρέωσης του εναγόμενου περί καταβολής στην ενάγουσα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης  και το παρεπόμενο αίτημα αυτής για αναγνώριση οφειλής τόκων σε χρόνο προγενέστερο της άσκησης της αγωγής   ως  αόριστα, καθώς και την επικουρική βάση της από αδικαιολόγητο πλουτισμό ως μη νόμιμη και κατά τα λοιπά έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 12.175 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται  ο εναγόμενος   με την  υπό κρίση έφεση του, επικαλούμενος εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης,  προκείμενου να γίνει απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η αγωγή  ως ουσιαστικά αβάσιμη.

ΙΙΙ.  Από το συνδυασμό των άρθρων 785, 786, 787, 792 παρ. 2, 961 και 962 ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού αντικειμένου από τον ένα από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι και αν δεν προέβαλαν αξίωση περί συγχρήσεως, να απαιτήσουν από αυτόν που κάνει αποκλειστική χρήση ανάλογη μερίδα από το όφελος, που αυτός αποκόμισε και το οποίο συνίσταται στην αξία της χρήσης του κοινού. Ειδικότερα, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, που προορίζεται από κατασκευής για κατοικία ή κατάστημα, το όφελος αυτό συνίσταται στην κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσης κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια (βλ. ΑΠ 1302/2006, ΝοΒ 2007, 62), που προσδιορίζεται με βάση τη μισθωτική αξία του πράγματος, χωρίς να μεταβάλλεται σε αξίωση απόδοσης μισθωμάτων (βλ.ΑΠ 2348/2009, ΝοΒ 2010, 1979), ενώ πιθανή αξίωση για καρπούς περιορίζεται στο υπόλοιπο μετά την αφαίρεση των δαπανών συντήρησης, διοίκησης και χρήσης του κοινού, που αποτελούν πράξεις διαχείρισης του κοινού πράγματος (βλ. ΑΠ 74/2004, Δνη 45/780). Η αποδοτέα ωφέλεια προσδιορίζεται αφού αφαιρεθούν από τη μισθωτική αξία, μετά από ένσταση του εναγόμενου, τυχόν δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε αυτός για τη συντήρηση, διοίκηση και χρησιμοποίηση του πράγματος, όπως τέλη, φόροι κλπ., χωρίς το συνυπολογισμό οποιωνδήποτε προσαυξήσεων της καθαρής ωφέλειας (βλ. ΑΠ 1694/2013, ΤΝΠ ΔΣΑ). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων με αυτές των άρθρων 111 παρ.2, 118 περ.4 και 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, για το ορισμένο της αγωγής του κοινωνού, με την οποία αυτός αξιώνει από τον συγκοινωνό, που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού πράγματος, αποζημίωση για συγκεκριμένο χρόνο, αρκεί να προσδιορίζεται σ’ αυτή το κοινό αντικείμενο και το μερίδιο σε τούτο του ενάγοντος, ότι ο εναγόμενος συγκοινωνός έκανε αποκλειστική χρήση αυτού, επίσης το κατά τον επίδικο χρόνο όφελος του εναγομένου κοινωνού από την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου και η ανάλογη μερίδα του ενάγοντος επί του οφέλους τούτου και δεν χρειάζεται να αναφέρεται στην, εν λόγω, αγωγή κάποιο άλλο στοιχείο και ειδικότερα να γίνεται σ’ αυτή αναφορά συγκριτικών στοιχείων για την εξεύρεση της μισθωτικής αξίας του κοινού αστικού ακινήτου ή αναφορά των μισθωτικών συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή αυτού ή λεπτομερής περιγραφή της κατάστασης τούτου ή ακόμα και αναφορά των παραμέτρων που δικαιολογούν την κατ’ έτος αναπροσαρμογή της μισθωτικής του αξίας, αφού όλα αυτά τα στοιχεία θα προκύψουν από τις αποδείξεις (βλ. ΑΠ 1302/2006, ΝοΒ 2007, 62). Ούτε άλλωστε απαιτείται να αναφέρεται άλλη έννομη σχέση, βάσει της οποίας ο εναγόμενος συγκοινωνός κάνει χρήση του κοινού πράγματος και κατά την μερίδα του ενάγοντος αλλά εναπόκειται στον εναγόμενο η προβολή ισχυρισμού (ενστάσεως) ότι κατέχει το κοινό πράγμα κατά το πέραν της μερίδας του ποσοστό βάσει ορισμένης έννομης σχέσης και ότι, συνακόλουθα, δεν υποχρεούται στην καταβολή της αξιούμενης με την αγωγή αποζημιώσεως (βλ. ΑΠ 564/2012, ΝοΒ 2012/1722). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 794 ΑΚ, που ορίζει ότι κάθε κοινωνός ενέχεται απέναντι στους λοιπούς, κατά την αναλογία της μερίδας του, για τα έξοδα της συντήρησης, της διοίκησης και της χρησιμοποίησης του κοινού, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 788, 789, 790, 730, 904 επ. 1101-1107 ΑΚ, προκύπτει ότι ο κοινωνός, που κατέβαλε έξοδα πέραν της μερίδας του, δικαιούται να ζητήσει τα επί πλέον καταβληθέντα από τους λοιπούς κοινωνούς, κατ` αναλογία των μερίδων τους. Η υποχρέωση αυτή για τις δαπάνες αποτελεί το αντιστάθμισμα της συμμετοχής του κοινωνού στους καρπούς και τα ωφελήματα του κοινού πράγματος. Η αναζήτηση των εξόδων γίνεται απ` ευθείας βάσει της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 794 ΑΚ, εφόσον πρόκειται για έξοδα που έγιναν υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 788-790 ΑΚ, δηλαδή κατόπιν απόφασης όλων των κοινωνών ή της πλειοψηφίας αυτών, ή του δικαστηρίου ή αφορούν μέτρα που ελήφθησαν για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου και υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι τα εν λόγω έξοδα έχουν καταβληθεί από τον κοινωνό, ο οποίος κατά συνεπεία αξιώνοντας την καταβολή τους, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει, μεταξύ των άλλων, ότι κατέβαλε τα έξοδα αυτά σύμφωνα με τις παραπάνω προϋποθέσεις. Εάν όμως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, τα εν λόγω έξοδα αναζητούνται κατά τις διατάξεις περί διοικήσεως αλλότριων ή του αδικαιολόγητου πλουτισμού (βλ. ΑΠ 251/2014, ΕΦΑΔ 2014/719-ΑΠ 1465/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), υπό την αυτονόητη προϋπόθεση βέβαια ότι συντρέχουν, έστω, οι όροι εφαρμογής των τελευταίων αυτών διατάξεων, και ειδικότερα, εάν μεν η αναζήτηση των, ως άνω, εξόδων ή βαρών γίνεται κατά τις περί διοικήσεως αλλοτρίων διατάξεις, υπό τις προϋποθέσεις: α) ότι ο υποβληθείς στα έξοδα και τα βάρη αυτά ανέλαβε αυτοβούλως τη διοίκηση αλλότριας υπόθεσης, χωρίς, δηλαδή, τη ρητή εντολή του κυρίου της, β) ότι ο πρώτος είχε συνείδηση ότι διαχειρίζεται ξένη υπόθεση, γ) ότι πρόθεση αυτού ήταν να διοικήσει την αναληφθείσα υπόθεση σαν ξένη, δ) ότι ο τελευταίος διεξήγαγε την, εν λόγω, υπόθεση κατά το συμφέρον και κατά την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου της και ε) ότι γίνεται αναφορά των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε κατά την διεξαγωγή της υπόθεσης (γνήσια θεμιτή διοίκηση αλλοτρίων), εάν δε η αναζήτηση των εξόδων ή βαρών γίνεται κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, υπό τις προϋποθέσεις: α) ότι, λόγω της καταβολής αυτών επήλθε πράγματι πλουτισμός, β) ότι ο πλουτισμός αυτός έλαβε χώρα σε βάρος της περιουσίας αυτού που τα κατέβαλε και γ) ότι η συγκεκριμένη περιουσιακή μετακίνηση έγινε χωρίς νόμιμη αιτία (βλ. ΑΠ 1604/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ-ΑΠ 1024/2009, ΧρΙΔ 2010, 185). Η αναζήτηση αυτή, δύναται να επιδιωχθεί και με ανταγωγή ή και με ένσταση του εναγομένου κοινωνού, για το ορισμένο και παραδεκτό της οποίας (ανταγωγής ή ένστασης), πρέπει να αναφέρονται σ’ αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, που συνθέτουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τη συνδρομή των προαναφερόμενων προϋποθέσεων, διαφορετικά (η ανταγωγή ή η ένσταση) τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη εξεταζόμενη τούτου και αυτεπαγγέλτως. Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΕφΠειρ 232/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 481 ΑΚ «Οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει, όταν σε περίπτωση περισσοτέ­ρων οφειλετών της ίδιας παροχής καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανει­στής, όμως, έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μια φορά», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 487 § 1 ΑΚ: «Μεταξύ τους οι περισσότεροι συνοφειλέτες ευθύνονται κατά ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση», κατά, δε τη διάταξη του άρθρου 488 ΑΚ: «Εφό­σον ένας από τους συνοφειλέτες ικανοποίησε το δανει­στή και έχει δικαίωμα αναγωγής κατά των λοιπών υποκα­θίσταται στα δικαιώματα του δανειστή». Από το συνδυα­σμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η αναγωγή (regressus) είναι το δικαίωμα του οφειλέτη να απαιτήσει από τους εις ολόκληρον συνοφειλέτες του την κατανομή του αντικειμένου της παροχής, ώστε κάθε συνοφειλέτης να επιβαρυνθεί με την εκπλήρωση μέρους της παροχής, και δη αναλόγου προς την εσωτερική τους σχέση, η δε θέσπισή της συνάδει με την εύλογη δικαιοπολιτικά θεώ­ρηση ότι δεν είναι ενδεδειγμένο να επωμισθεί το βάρος της κοινής οφειλής μόνο ο καταβαλών το σύνολο του κοι­νού χρέους ή εν γένει εκπληρώσας την οφειλή συνοφειλέτης, η ενέργεια του οποίου κατά τα λοιπά, στην εξωτε­ρική σχέση των συνοφειλετών με το δανειστή, λειτουρ­γεί όχι υποκειμενικά, αλλά αντικειμενικά και δη υπέρ του συνόλου των συνοφειλετών κατ` άρθρο 483 ΑΚ (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σ. 388, στους αρ. παρ. 34 και 35, Γιαννόπουλο σε ΣΕΑΚ, υπό το άρθρο 487, σ. 981, Καράση σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΑΚ, υπό τα άρθρα 487-488, στους αρ. παρ. 1, 3 και 4). Ενώ με την παθητική ενοχή εις ολόκληρον ενισχύεται η θέση του δανειστή, ο οποίος έχοντας τη δυνατότητα να στραφεί κατά περισσοτέρων του ενός προσώπων για την ικανο­ποίηση της απαίτησής του, διατρέχει μικρότερο κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί, με την αναγωγή παρέχεται στον εκπληρώσαντα συνοφειλέτη το δικαίωμα να απαιτήσει από τους λοιπούς συνοφειλέτες ό,τι κατέβαλε πέρα από το ποσοστό που του αναλογεί, με τον τρόπο, δε, αυτό να κατανεμηθεί τελικώς η παροχή κατά τα οριζόμενα στη σχέση των μερών ή στο νόμο (βλ. Απ. Γεωργιάδη, ό.π., σ. 388, στον αρ. παρ. 35, Καράκωστα, ΑΚ, 3ος Τόμος, 2006, υπό τα άρθρα 487- 488, σ. 1053, στον αρ. περιθ. 1928). Προκύπτει, συνεπώς, ότι το δικαίωμα αναγωγής είναι απόρροια μιας εσωτερικής σχέσης των μερών, η οποία πηγάζει είτε από δικαιοπραξία, είτε από το νόμο και είναι ανεξάρτητη της εξωτερικής σχέσης δανειστή – συνοφειλετών (βλ. Καράση, ό.π., υπό τα άρθρα 487- 488, στον αρ. παρ. 2). Στην εσωτερική αυτή σχέση, η τυχόν συνδέουσα τους πλείονες συνοφειλέτες δικαιοπραξία δύναται να είναι π.χ. σύμβαση εντολής, εταιρίας (ΕφΘεσ 2400/2005 ΕπισκΕΔ 2006. 491, ΕφΘεσ 3174/2001 ΕπισκΕΔ 2002. 119, ΕφΘεσ 2612/2000 ΔΕΕ 2001. 74, ΕφΑΘ 5395/1999 ΕλλΔνη 1999. 1603) ή εργασίας κ.λπ., ενώ ευθέως στο νόμο στηρίζεται η σχέση αυτή επί ανυπαρξίας τέτοιας δικαιοπρακτικής σύνδεσης των μερών, όπως π.χ. επί αδι­κοπραξίας τελεσθείσας από πολλούς, οι οποίοι, χωρίς να συνδέονται με προηγούμενη δικαιοπρακτική σχέση, ευθύνονται έναντι του ζημιωθέντος (εξωτερική σχέση) εις ολόκληρου κατά τη ρητή νομοθετική διάταξη του άρθρου 926 ΑΚ. Η εσωτερική σχέση υφίσταται παράλληλα με την παθητική ενοχή εις ολόκληρον και εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την απόσβεση της τελευταίας (ΕφΘεσ 1420/2001 Αρμ 2001. 1333 – περίπτωση σωρευτικής αναδοχής χρέους). Η συνήθης μορφή κύριας αναγωγής είναι αυτή της εκ των υστέρων αναγωγής, οπότε και ο ασκών τη σχετική αξίωση οφειλέτης, έχει ήδη καταβάλει στο δανειστή την παροχή ή τουλάχιστον μέρος αυτής, που υπερβαίνει το μέρος που του αναλογεί με βάση τα ισχύοντα στην εσωτερική σχέση. Αίτημα της οικείας αγωγής είναι στην περίπτωση αυτή το να υποχρεωθούν οι συνοφειλέτες να καταβάλουν το μέρος της παροχής, που αναλογεί σε αυτούς, και το οποίο ο ίδιος ο ενάγων έχει ήδη καταβάλει και δη πέρα από την αναλογία του, συνεπεία της λειτουργίας της εις ολόκληρον οφειλής (ΑΠ 871/2010). Το μέτρο της ευθύνης ορίζεται, κατά τα προεκτεθέντα, στο νόμο ή στην εσωτερική σχέση και, εφό­σον δεν υφίσταται ειδικότερη συμφωνία (π.χ. συμφωνία για ευθύνη σε άνισα μέρη, βάσει της εταιρικής μερίδας επί εταίρων ή και πλήρης απαλλαγή τινός εκ των πλειόνων συνοφειλετών λόγω του ότι ενήργησε αποκλειστικά ως διοικητής αλλότριων ή εντολοδόχος (ΑΠ 1205/2001 ΕλλΔνη 2002. 137), την οποία ο ενδια­φερόμενος κατ` ένσταση επικαλείται και αποδεικνύει (ΑΠ 753/1995 ΕΕΝ 63. 651, AΠ Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σ. 388), ή ειδικότερη νομοθετική ρύθμιση, όπως π.χ. στην περίπτωση του άρθρου 927 ΑΚ (βλ. Γιαννόπουλο σε Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ,Τ. I, 2011, υπό το άρθρο 487, στον αρ. παρ. 8), όπου η κατανομή της ευθύνης στην εσωτερική σχέση γίνεται με βάση το πταίσμα ενός εκάστου των αδικοπραγησάντων ή κατά περίπτωση με βάση την αιτιώδη συμβολή του στην αδικοπραξία, τότε οι συνοφειλέτες ευθύνονται στην εσωτερική σχέση κατ` ίσα μέρη (ΑΠ 901/2004, ΑΠ 674/2004, Aπ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σ. 391, στον αριθ. παρ. 41). Μάλιστα, αν τέτοια εσωτερική σχέση δεν υπάρχει, τη δημιουργεί ο ίδιος ο νόμος (άρθρο 487 § 1 ΑΚ), ώστε η κατανομή να γίνει κατ’ ίσα μέρη και εκείνος που κατέβαλε να μοιρασθεί το χρέος με τους υπολοίπους, ακόμα και αν δεν μπορεί να αποδείξει οποιαδήποτε σχέση μαζί τους που να του αναγνωρίζει αναγωγικό δικαίωμα (βλ. Καράκωστα, ΑΚ, Τόμος 3ος, σ. 1054, υπό τα άρθρα 487- 488, στον αρ. παρ. 1928). Στην τελευταία περίπτωση, δηλαδή, το άρθρο 487 § 1 ΑΚ δημιουργεί ex lege εσωτερική σχέση εκεί ακριβώς όπου δεν υπάρχει δικαιοπρακτική ή άλλη νόμιμη σχέση μεταξύ των συνυποχρέων (βλ. Καράκωστα, ό.π., σ. 1055, στον αρ. παρ. 1930). Η σημασία της ερμηνευτικής διάταξης του άρθρου 487 § 1 ΑΚ, συνεπώς, έγκειται στο γεγονός ότι: α) εξασφαλίζει εν αμφιβολία την ύπαρξη του δικαιώματος αναγωγής, β) καθιερώνει εν αμφιβολία την εσωτερική σχέση ως διαιρεμένη ενοχή και γ) προσδιορίζει εν αμφιβολία το περιεχόμενο της διαιρε­μένης ενοχής, ώστε να οφείλονται ίσα μέρη (ΜΕφΘεσ29/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια ο συνοφειλέτης, που ικανοποίησε το δανειστή έχει κατά των λοιπών α) την δικαιοπρακτική αξίωση αναγωγής, β`) την κύρια κατ` άρθρο 487 παρ. 1 ΑΚ αναγωγή και γ`) την αναγωγή λόγω υποκαταστάσεως (άρθρο 488 ΑΚ), οπότε πρόκειται όχι για τρεις αυτοτελείς συρρέουσες αξιώσεις (συρροή αξιώσεων), αλλά για μία αξίωση θεμελιωμένη σε περισσότερες νομικές διατάξεις (συρροή νομίμων βάσεων της αξίωσης), ενώ παράλληλη θεμελίωση του δικαιώματος αναγωγής στις διατάξεις της αδικοπραξίας ή του αδικαιολογήτου πλουτισμού δεν είναι δυνατή, λόγω της επικουρικότητας αυτής (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, υπ` αρθρ. 487-488, αριθ. 9, σελ. 692). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 527 αρ. 3 και 529 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 442 ΑΚ, συνάγεται ότι στη δευτεροβάθμια δίκη επιτρέπεται κατ` εξαίρεση η προβολή για πρώτη φορά με ειδικό λόγο έφεσης από τον εναγόμενο, η εναντίον του οποίου αγωγή έγινε δεκτή με την εκκαλούμενη απόφαση, νέων πραγματικών ισχυρισμών, που δεν είχαν προβληθεί  πρωτοδίκως ή είχαν προβληθεί απαραδέκτως (αόριστοι), και αποτελούν ενστάσεις ή αντενστάσεις, εφόσον μπορούν να προταθούν παραδεκτά σε κάθε στάση της δίκης, όπως είναι και η ένσταση του συμψηφισμού, αν η ανταπαίτηση αποδεικνύεται αμέσως (άρθρο 442 ΑΚ), υπό την έννοια ότι πρέπει η άμεση (παραχρήμα) απόδειξη να περιλαμβάνει το σύνολο των προβαλλομένων ουσιωδών περιστατικών του αντιστοίχου περί συμψηφισμού ισχυρισμού του εκκαλούντος, έτσι ώστε να καταλείπεται μόνο η υπαγωγή αυτών, καταφατικά ή αποφατικά, στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου χωρίς οποιαδήποτε ανάγκη άλλης επιπλέον ουσιαστικής έρευνας (ΑΠ 1337/2014). Ειδικότερα, η ανωτέρω άμεση απόδειξη δεν σημαίνει απλώς προαπόδειξη, με την οποία, αν και την προϋποθέτει, δεν ταυτίζεται εννοιολογικώς, αλλά απόδειξη του περί συμψηφισμού ισχυρισμού, κατά την υποβολή του, μόνο με έγγραφα ή με δικαστική ομολογία αντιδίκου, διότι αλλιώς κινδυνεύει να φαλκιδευτεί και το δικαίωμα του τελευταίου (αντιδίκου) για ανταπόδειξη (ΟΛ. ΑΠ 10/1993, ΑΠ 16/1995, ΑΠ 1856/2005). Αποδεικτικά μέσα που δεν παρέχουν άμεση απόδειξη (παραχρήμα κατά την προγενέστερη διατύπωση του ΑΚ) δεν επιτρέπονται και ειδικότερα δεν επιτρέπονται  ένορκες βεβαιώσεις,  εξέταση μαρτύρων,  επαγωγή όρκου, αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη (βλ. Εφ. Αθ. 5377/2001 Ελ.Δικ. 45,527). Η κρίση δε του Εφετείου ότι ο νέος περί συμψηφισμού ισχυρισμός, που θεμελιώνει το λόγο έφεσης, αποδεικνύεται ή όχι παραχρήμα, υπό την προαναφερόμενη έννοια, από τα έγγραφα που επικαλέστηκε ο εκκαλών, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, γιατί αφορά κρίση περί τα πράγματα του ουσιαστικού δικαστηρίου, η δε αδυναμία απόδειξης της ανταπαίτησης με τον προαναφερθέντα τρόπο, έχει σαν αποτέλεσμα, η ένσταση συμψηφισμού να απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (ΑΠ1350/2018,  98/2015, ΑΠ 752/2011, ΑΠ 1990/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).ΙV. Από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα με αριθμούς ……../13-4-2018 ένορκες βεβαιώσεις, που ελήφθησαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………,    κατόπιν νομότυπου και εμπροθέσμου κλητεύσεως του εναγομένου  (βλ. τη με αριθμό ………/10-4-2018 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο πρωτοδικείο Πειραιώς, ………….), τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από τον εναγόμενο με αριθμούς ………/12-7-2018 ένορκες βεβαιώσεις, που ελήφθησαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., κατόπιν νομότυπου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της ενάγουσας  (βλ. τη με αριθμό …./9-7-2018 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο πρωτοδικείο Πειραιώς, . …….), και το σύνολο των εγγράφων, τα οποία προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι και λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι στις 23-10-1993 τέλεσαν νόμιμο γάμο κατά το θρησκευτικό τύπο, ο οποίος λύθηκε συναινετικά  με τη με αριθμό 4279/2015 ήδη αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Κατά τη διάρκεια του γάμου τους αυτοί απέκτησαν κατά συγκυριότητα  και κατά ποσοστό ½   εξ αδιαιρέτου έκαστος τρία ακίνητα  και συγκεκριμένα: α)  ένα διαμέρισμα υπό στοιχείο ΙΣΟΓ2 του ισογείου ορόφου πολυκατοικίας,  στη Νίκαια, επι της οδού ……… στη θέση …. ή ….., εμβαδού 96,54 τμ., β) ένα διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου, υπό στοιχείο Β, εμβαδού 200,55 τμ. στην ίδια πολυκατοικία και γ) ένα διαμέρισμα υπό στοιχείο Γ του τρίτου ορόφου πολυκατοικίας, στη Νέα Ιωνία, επί της οδού …………., εμβαδού 48,40 τμ. Όπως αποδείχθηκε ο εναγόμενος μετά την διάσπαση της έγγαμης σχέσης του με την ενάγουσα ξεκίνησε να κάνει αποκλειστική χρήση των εν λόγω διαμερισμάτων εκμισθώνοντας αυτά και εισπράττοντας εξ ολοκλήρου τα συμφωνημένα μισθώματα. Ειδικότερα, αυτός εκμίσθωνε : α) το υπό στοιχείο ΙΣΟΓ2 διαμέρισμα  κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2015 έως 30-4-2018  στον ………., αντί μηναίου μισθώματος, ποσού 360 ευρώ, που εισέπραττε εξ ολοκλήρου, αποκομίζοντας ωφέλεια που συνίσταται στην αξία της επιπλέον της ιδανικής του μερίδας χρήσης του κοινού, η οποία για το ως άνω χρονικό διάστημα ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (360 € Χ 35 μήνες Χ 1/2) 6.300 ευρώ, β) το υπό στοιχείο Β διαμέρισμα κατά το χρονικό διάστημα  από 1-4-2017 έως 30-4-2018  στον …………, αντί μηναίου μισθώματος, ποσού 250 ευρώ, που εισέπραττε εξ ολοκλήρου, αποκομίζοντας ωφέλεια που συνίσταται στην αξία της επιπλέον της ιδανικής του μερίδας χρήσης του κοινού, η οποία για το ως άνω χρονικό διάστημα ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (250 € Χ 12 μήνες Χ 1/2) 1.500 ευρώ και γ) το υπό στοιχείο Γ διαμέρισμα κατά το χρονικό διάστημα  από 1-6-2015 έως 30-4-2018  στον …….., αντί μηναίου μισθώματος, ποσού 250 ευρώ, που εισέπραττε εξ ολοκλήρου, αποκομίζοντας ωφέλεια, που συνίσταται στην αξία της επιπλέον της ιδανικής του μερίδας χρήσης του κοινού, η οποία για το ως άνω χρονικό διάστημα ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (250 € Χ 35 μήνες Χ 1/2 ) 4.375 ευρώ. Επομένως, η ενάγουσα δικαιούται ανάλογη με την ιδανική της μερίδα αποζημίωση από την αποκλειστική χρήση των επίκοινων ακινήτων εκ μέρους του εναγομένου, συνολικού ποσού 12.175 ευρώ. Ο εναγόμενος πρωτοδίκως με τις προτάσεις του προέβαλε ένσταση συμψηφισμού των ως άνω απαιτήσεων της ενάγουσας με τις ανταπαιτήσεις του ιδίου, που απορρέουν, κατά τους ισχυρισμούς του, από τη μεταξύ τους σχέση κοινωνίας, επικαλούμενος  ότι  : α) προέβη σε καταβολή  εξ ιδίων χρημάτων των δόσεων για αποπληρωμή των δύο στεγαστικών δανείων, που είχε λάβει με την ενάγουσα για την αγορά των δύο επίκοινων διαμερισμάτων τους στην οδό ……….. στη Νίκαια, και συγκεκριμένα :α) της με αριθμό ………. σύμβασης στεγαστικού και επισκευαστικού δανείου της Τράπεζας . …., στην οποία είχαν συμβληθεί αμφότεροι οι διάδικοι ως συνοφειλέτες, για την οποία αυτός κατέβαλε εξ ιδίων χρημάτων τις δόσεις  για το χρονικό διάστημα από 1-8-2010 έως 5-7-2018, συνολικού ποσού 13.225,36 ευρώ, άλλως για το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 5-7-2018, συνολικού ποσού 3.036,05 ευρώ, άλλως για το χρονικό διάστημα από 1-6-2015 έως 5-7-2018, συνολικού ποσού 2.432,12 ευρώ, και  β)  της με αριθμό ….. σύμβασης στεγαστικού δανείου της Εμπορικής Τράπεζας και ήδη . …, στην οποία αυτός συνεβλήθη ως πρωτοφειλέτης και η ενάγουσα ως εγγυήτρια, για την οποία αυτός κατέβαλε εξ ιδίων χρημάτων της δόσεις  για το χρονικό διάστημα από 1-12-2015 έως 10-7-2018, συνολικού ποσού 57.331,40 ευρώ, άλλως για το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 10-7-2018, συνολικού ποσού 6.517,06 ευρώ, άλλως για το χρονικό διάστημα από 27-3-2017 έως 10-7-2018, συνολικού  ποσού 2.459,58 ευρώ, και  β) κατέβαλε  για κοινόχρηστα,  των επίκοινων διαμερισμάτων στην οικοδομή στην οδό ………. στη Νίκαια, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως Απρίλιο έτους 2017 το  συνολικό ποσό  των 1.064 ευρώ, καθώς και για καταβολή λογαριασμού   ΔΕΗ , για το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 31-10-2016, το συνολικό ποσό των 2.200 ευρώ, και ότι η ενάγουσα οφείλει να του καταβάλει το ήμισυ  των δαπανών αυτών, που αντιστοιχεί στο ½ εξ αδιαιρέτου  ποσοστό της συγκυριότητας της,  καθώς  και ότι γ) λόγω των εκτεταμένων φθορών, που αυτή προκάλεσε  κατά την αποχώρηση της από τη συζυγική  τους στέγη (κοινόκτητο διαμέρισμα  στην οδό . αρ. …. με στοιχείο Β), απαιτήθηκαν δαπάνες επισκευής και αποκατάστασης του χώρου, συνολικού ποσού 7.500 ευρώ, που καταβλήθηκαν από τον μισθωτή, με την ειδικότερη συμφωνία αυτό να συμψηφισθεί σταδιακά και κατά ποσό 250 ευρώ μηνιαίως με το οφειλόμενο μίσθωμα των 500 ευρώ,  για το οποίο  (κόστος αποκατάστασης ζημιών) βαρύνεται η ίδια ενάγουσα, που τις προκάλεσε.  Ωστόσο, η ως άνω ένσταση συμψηφισμού  κατά το μέρος, που αφορά στην ανταπαίτηση του εναγομένου για τα εκ μέρους του  καταβληθέντα για την εξόφληση  των ανωτέρω δύο στεγαστικών δανείων ποσά (για το δεύτερο εκ των οποίων, μάλιστα, ο εναγόμενος ενέχεται ως πρωτοφειλέτης), είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, διότι αυτά δεν συνιστούν έξοδα συντήρησης, διοίκησης ή χρήσης του κοινού πράγματος, όπως εσφαλμένως εκλαμβάνει ο εναγόμενος, επικαλούμενος τη διάταξη του άρθρου 794 ΑΚ, ορθώς δε απορρίφθηκε ως τέτοια από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επομένως, ο πρώτος (υπό στοιχείο α1) λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών  παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη της πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, αυτός επαναφέρει την ένσταση συμψηφισμού των ως άνω ποσών, επικαλούμενος το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου τις προϋποθέσεις των διατάξεων περί διοίκησης αλλοτρίων και αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 527 περ.3 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 442 ΑΚ). Ωστόσο, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη, κατά το μέρος που η προβαλλόμενη σε συμψηφισμό ανταπαίτηση του εναγομένου εκ της καταβολής των δόσεων του υπό στοιχείο (α)  δανείου στηρίζεται στις διατάξεις περί  διοίκησης αλλοτρίων, διότι αυτός, αν και επικαλείται  ότι  διεξήγαγε την εν λόγω υπόθεση προς το συμφέρον της εφεσίβλητης- ενάγουσας,  δεν αναφέρει περαιτέρω ότι ενήργησε σύμφωνα και με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση αυτής, στοιχείο αναγκαίο για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 736 ΑΚ περί γνήσιας θεμιτής διοίκησης αλλοτρίων,  που φέρεται καταρχήν να επικαλείται ο εναγόμενος (και η οποία διαφοροποιείται ως προς αυτό  από τη γνήσια αθέμιτη διοίκηση αλλοτρίων, για την οποία εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 737 ΑΚ) (βλ. και ΕφΘεσ448/1995 Αρμ. ΜΘ, σελ. 1002, και σχόλια Σ. Τρωιάννου). Επιπλέον, η ίδια ένσταση τυγχάνει μη νόμιμη, αναφορικά με τις καταβληθείσες δόσεις για το υπό στοιχείο (β) δάνειο (υπ‘αρίθμ. ……….. σύμβαση δανείου), δεδομένου ότι κατά τα εκτιθέμενα  η ενάγουσα δεν ευθύνεται ως πρωτοφειλέτρια αλλά ως εγγυήτρια, και κατά συνέπεια η καταβολή εκ μέρους του εναγομένου των αντίστοιχων δόσεων δεν αφορά καν σε δική της (αλλότρια) υπόθεση. Εξάλλου, η ως άνω ένσταση συμψηφισμού τυγχάνει μη νόμιμη και κατά το μέρος, που η ανταπαίτηση του εναγόμενου στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Και τούτο διότι ο εναγόμενος ως συνοφειλέτης  εκ της υπ’αρίθμ. ……….. σύμβασης δανείου, που ικανοποίησε το δανειστή, έχει κατά της ενάγουσας, συνοφειλέτριας του, αξίωση αναγωγής θεμελιωμένη στις διατάξεις των άρθρων 487 παρ. 1 ΑΚ και  488 ΑΚ (συρροή νομίμων βάσεων της αξίωσης), ενώ η  παράλληλη θεμελίωση του δικαιώματος αυτού στις  διατάξεις  του αδικαιολογήτου πλουτισμού δεν είναι δυνατή, κατά τα προαναφερθέντα, λόγω της επικουρικότητας της. Επιπλέον, η ενάγουσα για την υπ‘αρίθμ. ……… σύμβαση δανείου δεν ευθύνεται ως πρωτοφειλέτρια αλλά ως εγγυήτρια, με συνέπεια να μην συντρέχει περίπτωση πλουτισμού της από τις επικαλούμενες καταβολές  των δόσεων του εκ μέρους του εναγομένου. Κατά συνέπεια, ο ερευνώμενος λόγος έφεσης υπό στοιχεία α,2,3,4) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, η ανωτέρω  ένσταση (άρθρο 442 ΑΚ), όπως προβλήθηκε πρωτοδίκως, τυγχάνει αόριστη και απορριπτέα και κατά τα λοιπά σκέλη της, δηλαδή τις προβαλλόμενες ανταπαιτήσεις του εναγομένου εκ της καταβολής των κοινοχρήστων, ποσού 528 ευρώ,  της οφειλής στη ΔΕΗ, ποσού 2.200 ευρώ, καθώς και των δαπανών αποκατάστασης  του κοινόκτητου, υπό στοιχείο Β διαμερίσματος (πρώην συζυγικής στέγης των διαδίκων), ποσού 7.500 ευρώ , διότι ο εναγόμενος δεν επικαλείται,  ότι  οι εν λόγω δαπάνες έγιναν   για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου, ούτε ότι συνέτρεχαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις της διοίκησης αλλοτρίων ή του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ενώ, αναφορικά με τις δαπάνες αποκατάστασης του διαμερίσματος, δεν εξειδικεύονται και τα  κονδύλια  για  τις επιμέρους εργασίες, οι ποσότητες των υλικών που χρειάστηκαν και η αξία αυτών, ούτε αναφέρεται εάν χρησιμοποιήθηκαν εργάτες και με ποιο ημερομίσθιο (βλ. και Εφ Πειρ 232/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αυτή ορθώς  απορρίφθηκε ως αόριστη κατά το προαναφερόμενο σκέλος της  από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και  ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης (υπό στοιχεία β1 ,β3, γ1, γ3), με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη της πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, αυτός με τον ίδιο λόγο  επαναφέρει την ένσταση συμψηφισμού των ως άνω ποσών, επικαλούμενος καταρχήν σαφώς και με πληρότητα τις προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 794 ΑΚ, αναφορικά με  τις ανταπαιτήσεις του εκ των δαπανών  καταβολής κοινοχρήστων και οφειλών στη ΔΕΗ (όχι, όμως, και εκ της αποκατάστασης των φθορών του υπό στοιχείο Β διαμερίσματος, που για τον λόγο αυτό,  συνεχίζει να προβάλλεται  αόριστα), της διοίκησης αλλοτρίων, αν και με την ίδια αοριστία, όπως στη περίπτωση του με στοιχεία α2 λόγου έφεσης, και του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με συνέπεια  να θεωρείται ότι αυτή προβάλλεται το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Ωστόσο, καθόσον οι ως άνω ανταπαιτήσεις του δεν αποδεικνύονται παραχρήμα  με έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό ή δικαστική ομολογία,  η ένσταση  τυγχάνει απαράδεκτη (άρθρα 442 ΑΚ, 527 περ. 3 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, ο εκκαλών επικαλείται και προσκομίζει σχετικά  με την απόδειξη της ανταπαίτησης του το από 12-7-2018 έγγραφο επιγραφόμενο ενημερωτικό σημείωμα, που προσυπογράφουν οι ………… και ……….., ως διαχειριστές της οικοδομής επι της οδού ………… στη Νίκαια, στο οποίο αναφέρεται ότι ο εναγόμενος κατέβαλε για κοινόχρηστες δαπάνες  από αρχές έτους 2013 έως το τέλος Απριλίου 2017 το συνολικό ποσό των 2.500 ευρώ κατά προσέγγιση, δίχως, όμως, να προσδιορίζεται ειδικότερα το ποσό που καταβλήθηκε κατά το επίδικο της ανταπαίτησης του χρονικό διάστημα (από 1-1-2015 έως Απρίλιο έτους 2017), για το οποίο ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι κατέβαλε  το  συνολικό ποσό των 1.064 ευρώ, για το ήμισυ του οποίου ευθύνεται η συγκυρία των διαμερισμάτων ενάγουσα. Επιπλέον, δεν προσκομίζονται εξοφλητικές αποδείξεις της ΔΕΗ για το επίδικο χρονικό διάστημα, παρά μόνον το υπ’αρίθμ. …… συμβόλαιο προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στο όνομα του εναγομένου . Ας σημειωθεί τέλος, ότι αναφορικά και με την αξίωση του εναγομένου για  τις γενόμενες  δαπάνες αποκατάστασης των φθορών του διαμερίσματος των διαδίκων, προσκομίζεται μόνον η με αριθμό …./12-7-2018 ένορκη βεβαίωση του μισθωτή …………… Κατά συνέπεια, η ένσταση κατά το σκέλος της αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης (υπο στοιχεία β2,4, γ2,4,5)  ως αβάσιμος. Ο εναγόμενος και νυν εκκαλών προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με τον δεύτερο λόγο της έφεσης του την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους της ενάγουσας (άρθρο 281 ΑΚ), επικαλούμενος ειδικότερα ότι : α) η αντίδικος απέκτησε συγκυριότητα 50% εξ αδιαιρέτου σε 4 συνολικά ακίνητα, χωρίς να έχει συμβάλει στο ελάχιστο, β) για το διαμέρισμα που αποτέλεσε την πρώην συζυγική κατοικία, αν και κατέστη συγκυρία δεν συμβλήθηκε στη δανειστική σύμβαση για την αγορά αυτού ως πρωτοφειλέτρια, αλλά μόνο ως εγγυήτρια, και αυτό εξ αιτίας αποκλειστικά και μόνο της τυφλής εμπιστοσύνης που της έδειξε ο ίδιος, γ) στο δε δάνειο που είναι συνοφειλέτρια  ουδέν έχει καταβάλει, ενώ αρνήθηκε από δυστροπία και μόνο  να συναινέσει, προκείμενου να γίνει ρύθμιση των οφειλών του,  ώστε να  αποφευχθούν δυσμενείς για την περιουσία των διαδίκων καταστάσεις, δ) ενώ γνωρίζει ότι το μισθώματα από τα επίδικα επίκοινα ακίνητα αναλώνονται αποκλειστικά και μόνο για την κάλυψη μέρους των δανειστικών τους υποχρεώσεων, και ότι το υπόλοιπο καλύπτεται αποκλειστικά από τον ίδιο, εντούτοις άσκησε την παντελώς ψευδή και αβάσιμη αγωγή της, ε) δεν συναίνεσε στο να μεταβιβαστούν τα ακίνητα στην κόρη τους,  στ) αποχώρησε μετά την από αποκλειστική υπαιτιότητα της διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, από τη συζυγική κατοικία αφενός εγκαταλείποντας την στην τύχη της και  αδιαφορώντας για τις ζημιές που άφησε πίσω της, την ανάγκη εκτέλεσης εργασιών επισκευής της, προκειμένου να μπορέσει να καταστεί προσοδοφόρα, αλλά και για το κόστος των εργασιών αυτών, αφετέρου παραλαμβάνοντας όλα τα αντικείμενα αξίας που υπήρχαν στο σπίτι, όπως ο οικιακός εξοπλισμός, τα έπιπλα και τα τιμαλφή, ζ) δεν συμμετέχει με οποιονδήποτε τρόπο στις δαπάνες διατροφής της κόρης τους, για την οποία, αν και ενήλικη, λόγω του ότι σπουδάζει, έχουν και οι δυο γονείς της υποχρέωση, αλλά όλα τα έξοδα της διατροφής και εκπαίδευσης βαρύνουν αποκλειστικά τον ίδιο. Η ένσταση αυτή είναι μη νόμιμη και συνεπώς απορριπτέα, διότι τα εκτιθέμενα, ως άνω περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν την άσκηση της αγωγής καταχρηστική, ως προφανώς αντίθετη στην έννοια της  καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που θέτει η διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 281 ΑΚ, ενώ  ειδικότερα  ως προς τις επικαλούμενες οφειλές για εξόφληση του στεγαστικού δανείου,  αποκατάσταση των  φθορών στα ακίνητα που προκάλεσε η ενάγουσα και  το δικαίωμα διατροφής της ενήλικης κόρης των διαδίκων,  δύνανται  να εγερθούν σχετικές αξιώσεις σε βάρος της ενάγουσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς απέρριψε την εν  λόγω ένσταση ως μη νόμιμη και ο δεύτερος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τέλος, με τον τρίτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών παραπονείται για την επιδίκαση με την εκκαλουμένη απόφαση δικαστικής δαπάνης σε βάρος του, ποσού 360 ευρώ, αν και όπως, διατείνεται, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  έπρεπε να απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη. Ο λόγος αυτός,  που παραδεκτά προβάλλεται, καθόσον προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης, τυγχάνει αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι δεν αποδίδεται με αυτόν  συγκεκριμένο νομικό σφάλμα στην εκκαλουμένη απόφαση ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων (ΕφΠειρ 24/2016, δημοσιευμένες στη Νόμος, Β.Βαθρακοκοίλη, Η έφεση έκδ.2015, σελ.305.).

Κατόπιν τούτου  η έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της ως αβάσιμη στην ουσία της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας  πρέπει να επιδικαστούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2  του ΚΠολΔ) ενώ  ως προς το  παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ , που αυτός  προκατέβαλε  κατά την κατάθεση της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η   εισαγωγή του στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

– ΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία των διαδίκων

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικώς και απορρίπτει  κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό  5533/2018  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του με αριθμό  ……………/2019  e-παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ.

– ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και τα ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450,00)  ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  16 Ιουνίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ