Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 429/2020

 Αριθμός     429/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 2-10-2017 (γεν. αριθμ.καταθ…………./2017) έφεση της ηττηθείσας εναγομένης κατά της υπ΄αριθμ. 1284/2017 οριστικής απόφασης του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ασκήθηκε νομότυπα  και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 500,511,513 παρ.1 περ.β΄ εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α , 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Οι αποφάσεις που αναφέρονται στην ως άνω διάταξη είναι εκείνες οι οποίες κατά ρητή διάταξη του ΚΠολΔ εκδίδονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. περί ασφαλιστικών μέτρων, όπως οι περιπτώσεις που προβλέπονται π.χ. στα άρθρα 378,632 παρ. 2,644 παρ. 2, 912 παρ. 2, 918 παρ. 5, 929 παρ. 3, 938 παρ. 3, 994 και 1019 παρ. 1. Στις περιπτώσεις αυτές είναι προφανές ότι δεν χωρούν ένδικα μέσα σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ. Οσάκις όμως διατάξεις του AK ή άλλου νόμου, παραπέμπουν στην διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ το επιτρεπτόν ή μη της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά της αποφάσεως εξαρτάται εκ του αν με αυτήν δικάστηκε αίτηση περί λήψεως ή ανακλήσεως ασφαλιστικού μέτρου υπό την έννοια του άρθρου 682 ΚΠολΔ, διώκουσα δηλαδή την εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή την προσωρινή ρύθμιση της καταστάσεως και σε καταφατική περίπτωση δεν χωρεί έφεση κατά της αποφάσεως σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 699 ΚΠολΔ. Τουναντίον, αν με την απόφαση δεν διατάσσεται ασφαλιστικό μέτρο με την παραπάνω έννοια, αλλά ρυθμίζεται οριστικώς η διαφορά, τότε η διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ δεν έχει εφαρμογή και έφεση επιτρέπεται κατά το γενικό κανόνα των άρθρων 12 παρ. 1 και 511 ΚΠολΔ. Η διάκριση δεν στηρίζεται μόνον στη γραμματική διατύπωση του άρθρου 699 (αποφάσεις δεχόμεναι ή απορρίπτουσαι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά), αλλά επιβάλλεται και από την έντονη διαφορά των αποφάσεων, οι οποίες τέμνουν οριστικώς την ουσία της διαφοράς και εκείνων, οι οποίες δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων. Τα ασφαλιστικά μέτρα δεν τέμνουν την ουσία της διαφοράς, η οποία θα κριθεί από καθ` ύλην αρμόδιο δικαστήριο, κατά της αποφάσεως του οποίου τα ένδικα μέσα είναι κατά κανόνα παραδεκτά. Αντίθετα όμως οι τέμνουσες κατ` ουσίαν τη διαφορά αποφάσεις και αν ακόμη εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, αποκτούν δύναμη δεδικασμένου και δεν είναι ορθό τη δεσμευτικότητα αυτή να αποκτούν χωρίς ένδικα μέσα, με τα οποία επιτυγχάνεται επανέλεγχος της υποθέσεως, με το σκοπό επανόρθωσης των τυχόν σφαλμάτων (βλ. Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδοση Γ, παρ. 147 σελ. 44-45, Χ. Φραγκίστας, Δ 6,545).

Σύμφωνα με το άρθρο 15Α παρ. 1 του Ν. 1569/1985, μεσίτης ασφαλίσεων είναι το πρόσωπο το οποίο κατά το άρθρο 1 του νόμου αυτού ασκεί διαμεσολάβηση στη σύναψη Ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και έχει ως αποκλειστικό έργο, κατ’ εντολή του ασφαλιζομένου, χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής επιχείρησης, έναντι αμοιβής που καταβάλλεται από την Ασφαλιστική Επιχείρηση, να φέρει σε επαφή ασφαλιζομένους και ασφαλιστικές επιχειρήσεις, να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές ενέργειες για τη σύναψη Ασφαλιστικών συμβάσεων, να λαμβάνει από την Ασφαλιστική Επιχείρηση την έγκριση των ασφαλιζομένων και να βοηθά κατά τη διαχείριση και την εκτέλεσή τους, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου. Κατά την παρ. 7 του άνω άρθρου ο μεσίτης ασφαλίσεων πρέπει να απολαύει νομικής και οικονομικής ανεξαρτησίας έναντι των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, έχει δε τις περιγραφόμενες στο άρθρο 15Δ υποχρεώσεις, δηλαδή να υποβάλει στους ασφαλιστές «συμφωνητικό Ασφαλιστικής κάλυψης», στο οποίο αναγράφονται όλες οι προϋποθέσεις και οι όροι αποδοχής της ασφάλισης από τους ενδιαφερόμενους ασφαλιστές (παρ. 1), να εκδίδει πιστοποιητικό ασφάλισης με βάση τα στοιχεία που συμφώνησε με την Ασφαλιστική εταιρία το οποίο παραδίδει στον ασφαλισμένο και να αντικαθιστά το πιστοποιητικό αυτό χωρίς υπαίτια βραδύτητα με το ασφαλιστήριο (παρ. 2), ευθυνόμενος έναντι του ασφαλιζομένου για τη σωστή τήρηση και εφαρμογή των έγγραφων εντολών αυτού. Από την παραπάνω διάταξη συνάγεται ότι ο μεσίτης ασφαλίσεων, ο οποίος αποτελεί ένα νεότερο είδος Ασφαλιστικού Διαμεσολαβητή ως ανεξάρτητου επαγγελματία (άρθρο 1 του Ν. 1569/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 του Ν. 2170/1993 και το άρθρο 36 παρ. 2 του Ν. 2496/1997), δραστηριοποιείται από το Νόμο στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του πελάτη που θέλει ν’ ασφαλιστεί, και ειδικότερα, στον εντοπισμό των Ασφαλιστικών αναγκών τούτου, την επιλογή της κατάλληλης Ασφαλιστικής εταιρίας, την επίτευξη επαφής του πελάτη του με την επιχείρηση αυτή και τη διεκπεραίωση όλων των αναγκαίων προπαρασκευαστικών εργασιών για τη σύναψη της Ασφαλιστικής σύμβασης. Επίσης βοηθά στη διαχείριση και εκτέλεση της Ασφαλιστικής σύμβασης, στα πλαίσια των οποίων δεν αποκλείεται να του ανατεθεί και η είσπραξη ασφαλίστρων. Ο εν λόγω μεσίτης, ο οποίος απολαμβάνει νομικής και οικονομικής ανεξαρτησίας, έναντι των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (άρθρο 15Α παρ. 7 του Ν. 1569/1985, όπως προστέθηκε η παρ. 7 με το άρθρο 36 παρ. 20 του Ν. 2496/1997), δεν εκπροσωπεί την ασφαλιστική επιχείρηση, αλλά η δραστηριότητά του αναπτύσσεται κατόπιν εντολής του πελάτη που θέλει ν’ ασφαλιστεί (άρθρο 15Α παρ. 1 του Ν. 1569/1985) και συνεπώς ενεργεί ως εντολοδόχος αυτού (άρθρα 713 επ. του ΑΚ), η δε ευθύνη του περιορίζεται έναντι του ασφαλιζομένου στη σωστή τήρηση και εφαρμογή των εγγράφων εντολών του δευτέρου. Στα πλαίσια της σύμβασης εντολής και προς διαχείριση και εκτέλεση της Ασφαλιστικής σύμβασης δεν αποκλείεται να του ανατεθεί από τον πελάτη του η καταβολή για λογαριασμό του τελευταίου των οφειλομένων από αυτόν ασφαλίστρων προς την ασφαλιστική επιχείρηση. Ωστόσο, δεν αποκλείεται ο ασφαλιστής να τον διορίσει, σύμφωνα με τις διατάξεις των ΑΚ 211 επ., 713 επ., ως πληρεξούσιο ή εντολοδόχο, οπότε αυτός, με την τελευταία αυτή ιδιότητα, αντιπροσωπεύει τον ασφαλιστή στις σχέσεις του με τους ασφαλισμένους (ΑΠ 1329/2017 ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 719 του ΑΚ, ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Επομένως, αν αυτός στα πλαίσια νόμιμης σύμβασης εντολής έλαβε χρήματα από την εκτέλεση της εντολής για λογαριασμό του εντολέα του, έχει συμβατική υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα του τα χρήματα που έλαβε. Εφόσον συντρέχουν και οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, δηλαδή παράνομη και υπαίτια ιδιοποίηση των δοθέντων από την εκτέλεση της εντολής χρημάτων υφίσταται και υποχρέωση του εντολοδόχου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 375 του ΠΚ, να αποδώσει τα ληφθέντα, ως αποζημίωση. Επομένως, ο εντολοδόχος διαπράττει υπεξαίρεση, όταν αρνείται να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε, κατ’ άρθρο 719 του ΑΚ, δεδομένου ότι δεν καθίσταται κύριος των δοθέντων σ’ αυτόν χρημάτων από την εκτέλεση της εντολής. Χρόνος δε τελέσεως της άδικης πράξης της υπεξαίρεσης, θεωρείται κατά το άρθρο 17 του ΠΚ, εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης εκδήλωσε την πρόθεσή του να ενσωματώσει τα χρήματα στην περιουσία του (ΑΠ 589/2017, ΑΠ 945/2016, ΑΠ 532/2015 ΤΝΠ Νόμος). Κύριο δε αντικείμενο της ασφάλισης είναι η υποχρέωση κάλυψης των οικονομικών αναγκών που προκαλούνται από συμβάντα στη ζωή του ανθρώπου, στηρίζεται δε στη δυνατότητα κάλυψης των αναγκών αυτών με αντικαταβολές των μελών της ασφαλιστικής κοινωνίας κινδύνων, η οποία απαρτίζεται από το σύνολο των ασφαλισμένων σε κάθε ασφαλιστική επιχείρηση. Ως εκ τούτου είναι πρόδηλο το δημόσιο συμφέρον για την προστασία των ασφαλισμένων, αλλά και του ασφαλιστή, με την καθιέρωση κρατικής εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, στη ρύθμιση της οποίας προέβαινε το ΝΔ 400/1970, με το άρθρο 1 παρ. 3 του οποίου οριζόταν ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ήταν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εμπορίου, ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 20 του Ν. 2496/1997 του Υπουργείου Ανάπτυξης, μετέπειτα, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3229/2004 της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠΕΙΑ) και ήδη της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 3867/2010 και το άρθρο 3 παρ. 10 του Ν. 4364/2016, η οποία (εποπτεία) ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του πιο πάνω Νομοθετικού διατάγματος και ήδη του τελευταίου Νόμου και έχει σκοπό την προστασία και εξασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων και των δικαιούχων αποζημίωσης από Ασφαλιστική σύμβαση (ΑΠ 336/2016  ΤΝΠ Nόμος). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του ΝΔ 400/1970 οριζόταν μεταξύ άλλων ότι: «1. Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, καθώς και σε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Η απόφαση περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης που ορίζει τον επόπτη και το εφαρμοστέο Δίκαιο καταχωρείται στο Μητρώο Ασφαλιστικών ανωνύμων εταιριών και περίληψη αυτής δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων …». Περαιτέρω, ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, που περιγραφόταν στις διατάξεις των άρθρων 10 και 12Α του ΝΔ 400/1970, προσομοίαζε με το θεσμό της πτώχευσης, αφού και οι δύο εξυπηρετούσαν τον ίδιο σκοπό, τη σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών και για την επίτευξή του προβλέπονταν ανάλογες διαδικασίες. Μάλιστα έχει κριθεί νομολογιακά ότι ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθάρισης ήταν ειδικότερος από αυτόν της πτώχευσης, του οποίου και προηγούταν, αφού, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 12 Α παρ. 1 εδ. β` του ΝΔ 400/1970, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 35 παρ. 13 του Ν. 2496/1997, κατά το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και μέχρι την περάτωση αυτής η ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορούσε να κηρυχθεί σε πτώχευση, ενώ το εδ. β` της αυτής ως άνω παραγράφου προέβλεπε και αναστολή της διαδικασίας της πτώχευσης που είχε κηρυχθεί κατά τη διετία που είχε προηγηθεί της έναρξης ισχύος του ανωτέρω νόμου (ΕφΑθ 6286/2011, ΔΕΕ 2012/ 556, ΕφΠειρ 279/2001, ΔΕΕ 2001/870, ΜΠρΑθ 5808/2017  ΤΝΠ Νόμος). Η διαδικασία της θέσης μίας Ασφαλιστικής Επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση ρυθμίζεται πλέον από τις διατάξεις των άρθρων 235 επ. του Ν. 4364/2016 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ και του Συμβουλίου της 25-11-2009 κ.λπ.», αφού με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 278 του νόμου αυτού, από 01-01-2016, καταργήθηκε το ΝΔ 400/1970 «Περί ιδιωτικής Επιχειρήσεως Ασφαλίσεως», που ρύθμιζε τον ίδιο θεσμό. Με το ισχύον άρθρο 235 του Ν. 4364/2016 ορίζεται μεταξύ άλλων ότι: «1. Η Εποπτική Αρχή είναι η μόνη αρμόδια να ανακαλέσει την ειδική άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης … Στην περίπτωση αυτή ακολουθεί το στάδιο της εκκαθάρισης, εκτός αν ορίζεται στην απόφαση … 3. Στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, οι διατάξεις του ΚΝ 2190/1920 και του ΚΠολΔ … 4. Τριάντα (30) ημέρες μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της. Η Εποπτική Αρχή μπορεί με απόφασή της να παρατείνει για ένα ή περισσότερα ασφαλιστικά χαρτοφυλάκια, το χρονικό διάστημα του πρώτου εδαφίου της παρούσας, για όσο χρόνο βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία του άρθρου 228 του παρόντος … 7. Ασφαλιστική Επιχείρηση δεν κηρύσσεται σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ’ αυτής προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. Λύση, για οποιονδήποτε λόγο, του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης δεν μπορεί να επέλθει εφόσον η Εποπτική Αρχή δεν έχει προηγουμένως ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της επιχείρησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου». Περαιτέρω, στο άρθρο 239 του Ν. 4364/2016, που αφορά στη διαδικασία ασφαλιστικής εκκαθάρισης ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Η έναρξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης δεν εμποδίζει τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή να συνεχίζει ορισμένες δραστηριότητες της Ασφαλιστικής Επιχείρησης, εφόσον αυτό απαιτείται ή ενδείκνυται για τους σκοπούς της εκκαθάρισης με την άδεια και υπό την εποπτεία της Εποπτικής Αρχής, ενδεικτικά να διαχειρίζεται την περιουσία της επιχείρησης και να συνάπτει δάνεια με πιστωτικά ιδρύματα με σκοπό να εξοφλεί δικαιούχους απαιτήσεων υπό ασφάλιση. Οι απαιτήσεις από τα δάνεια αυτά έχουν το προνόμιο της παρ. 1 του άρθρου 240 του παρόντος. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής καθορίζονται ειδικότερα οι όροι εφαρμογής της παρούσας παραγράφου και οι προϋποθέσεις της συνέχισης των κατά τα ανωτέρω δραστηριοτήτων της ασφαλιστικής επιχείρησης από τον Ασφαλιστικό Εκκαθαριστή. 2. Ο Ασφαλιστικός Εκκαθαριστής ενημερώνει τακτικά με τον πλέον πρόσφορο τρόπο τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση και λοιπούς πιστωτές σχετικά με την πορεία της εκκαθάρισης. Προς τούτο ενημερώνει την ιστοσελίδα της υπό εκκαθάριση επιχείρησης τουλάχιστον μηνιαίως σχετικά με την πορεία της εκκαθάρισης. 3. Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε Ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρον η Ασφαλιστική Επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης. 4. Αγωγές του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλετών εισάγονται και εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται με τη διαδικασία των Ασφαλιστικών μέτρων. 5. Εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται, με κλήση οποιουδήποτε νομιμοποιούμενου, στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσό. Επίσης, στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 248 του Ν 4364/2016 περί υφιστάμενων εκκαθαρίσεων προβλέπεται ότι: «1. Από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου διέπονται οι υφιστάμενες κατά την 31-12-2015 ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις, 2. Στις εκκαθαρίσεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή τα άρθρα 235 παρ. 1, 2, 3, 5 και 6, 236 έως 239, 242 παρ. 1 και 4, 243 παρ. 1 και 3, 246 και 247 του παρόντος …».

Από τις προαναφερόμενες διατάξεις σαφώς συνάγεται, ότι σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης επακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, οι δε εκκρεμείς δίκες εισάγονται ή συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των Ασφαλιστικών μέτρων, με πρωτοβουλία των δικαιούχων ασφαλίσματος ή του επόπτη εκκαθάρισης και εκκαθαριστή, στο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης, ανεξάρτητα από το ποσό. Επίσης, από το συνδυασμό των ίδιων διατάξεων προκύπτει ότι σε περίπτωση που η επιχείρηση τεθεί σε Ασφαλιστική εκκαθάριση, και προκειμένου να περαιωθούν το ταχύτερο οι εκκρεμείς δίκες, αυτές εισάγονται ή συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των Ασφαλιστικών μέτρων, που είναι διαδικασία ταχύτερη, χωρίς ωστόσο να στερεί τα διάδικα μέρη να ασκήσουν ένδικα μέσα κατά της απόφασης που θα εκδοθεί.

Με την από 5-12-2013 (γεν.αριθμ.καταθ…………/2013) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων), η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη τεθείσα υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμη εταιρεία, στρεφόμενη κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας εξέθετε τα ακόλουθα: Ότι δυνάμει της από 1-7-2003 έγγραφης σύμβασης παραγωγού ασφαλειών που κατήρτισε με την εναγομένη, ανάλαβε η τελευταία τη διαμεσολάβηση για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων διαφόρων κλάδων καθώς και την είσπραξη των ασφαλίστρων σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της εν λόγω σύμβασης, έναντι συμφωνηθέντος ποσοστού προμήθειας έναντι συμφωνηθέντος ποσοστού προμήθειας ανά κλάδο υπολογιζομένου επί των καθαρών ασφαλίστρων κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι με την υπ΄αριθμ.7/29-3-2011 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος αποφασίστηκε η ανάκληση της λειτουργίας της και τέθηκε αυτή (ενάγουσα) σε ασφαλιστική εκκαθάριση, ενώ δυνάμει της υπ΄αριθμ. 2998/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά διορίστηκε εκκαθαριστής ο …………….. Ότι έργο και σκοπός της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, είναι, μεταξύ άλλων, η είσπραξη των πάσης φύσεως απαιτήσεων της εταιρείας κατά τρίτων, οι οποίες (απαιτήσεις) περιλαμβάνονται στο ενεργητικό της εταιρείας και αποτελούν κατά νόμο ασφαλιστική τοποθέτηση, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι σύμφωνα με τις τηρούμενες στο όνομα της εναγομένης καταστάσεις (που παρατίθενται στην αγωγή), η τελευταία όφειλε σ΄αυτήν (ενάγουσα) λόγω εισπραχθέντων από αυτήν και μη αποδοθέντων ασφαλίστρων το συνολικό ποσό των 30.443,99 ευρώ, το οποίο αντισυμβατικά δεν της απέδωσε, αλλά παράνομα ιδιοποιήθηκε. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε (κατόπιν επιτρεπτής μετατροπής του καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό), κυρίως κατά τις διατάξεις της σύμβασης και της αδικοπραξίας και επικουρικώς κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει το ως άνω ποσό των 30.443,99 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τις 29/6/2011, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.3 του ΠΔ 298/ 1986 και τον υπ΄αριθμ.8 όρο της από 1-8-2003 σύμβασης παραγωγού ασφαλειών, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλούμενη απόφαση με την οποία, αφού κρίθηκε ορισμένη η αγωγή και νόμιμη ως προς τις κύριες βάσεις της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297,298,340,345,346,361,383 έως 385, 713, 822 επ., 914 του ΑΚ, 375 ΠΚ, 1 έως 4 του Ν.1569/1985 περί «διαμεσολάβησης στις συμβάσεις ιδιωτικής ασφάλισης κλπ» (όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με το άρθρο 11 του Ν.2170/ 1993), 1 έως 5 και 10 του ΠΔ 298/ 1986,70 και 176 του ΚΠολΔ, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η επικουρική βάση στηριζόμενη στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις καθώς και το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, κατόπιν έγινε δεκτή εν μέρει ως κατ΄ουσίαν βάσιμη και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 30.279,83 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση και τέλος καταδικάστηκε η εναγομένη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των 900,00 ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα –εναγομένη με την υπό κρίση έφεσή της για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Η αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα είναι αρκούντως ορισμένη, περιέχουσα τα κατ΄αρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ απαραίτητα στοιχεία που δικαιολογούν την άσκησή της από την ενάγουσα κατά της εναγομένης και ο περι αοριστίας ισχυρισμός της εναγομένης που αποτελεί και τον πρώτο σχετικό λόγο έφεσης απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε και εφάρμοσε το νόμο.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων οι οποίοι οποία εξετάσθηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις τυχόν ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο ( άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ), πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα :Η ενάγουσα είναι ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, η άδεια λειτουργίας της οποίας ανακλήθηκε στις 29-3-2011 με την με αριθμό 7/2011 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος και έκτοτε τελεί υπό ασφαλιστική εκκαθάριση. Στις 1-7-2003 καταρτίστηκε στην Αθήνα μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης, η οποία ασκεί το επάγγελμα της ασφαλιστικής συμβούλου, έγγραφη σύμβαση με την οποία η πρώτη διόρισε τη δεύτερη ασφαλιστικό σύμβουλό της και της ανέθεσε έναντι προμήθειας, τη διαμεσολάβηση για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους. Σύμφωνα δε με τους όρους της εν λόγω σύμβασης, η εναγομένη είχε το δικαίωμα να εισπράττει τα ασφάλιστρα που γίνονται με τη διαμεσολάβησή της κατά τις ισχύουσες διατάξεις, τα δε εισπραττόμενα από αυτήν ασφάλιστρα θεωρούνταν παρακαταθήκη και ευθύνοταν για αυτά ως θεματοφύλακας (άρθρο 7 της σύμβασης παραγώγου ασφαλειών συμβούλου). Ειδικότερα δε, με το άρθρο 8 της ως άνω σύμβασης, η εναγομένη κάθε τρίμηνο μετά τη λήξη του μήνα της παραγωγής, είχε υποχρέωση να αποδίδει στην ενάγουσα αναλυτικό κατά συμβόλαιο λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και γενικά της διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και να της καταβάλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το πλεόνασμα αυτό δεν είχε καταβληθεί μέχρι τέλος του μήνα κατά το οποίο έπρεπε να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ενάγουσας θεωρούνταν ληξιπρόθεσμες και υπολογιζόταν νόμιμος τόκος υπερημερίας. Σύμφωνα δε με το άρθρο 22 της σύμβασης, η εναγομένη είχε την υποχρέωση να διατυπώνει εγγράφως και δη με συστημένη επιστολή εντος του πρώτου δεκαπενθημέρου κάθε μήνα τις αντιρρήσεις της σχετικά με τις εγγραφές οι οποίες περιλαμβάνονταν στα μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματα της ενάγουσας, άλλως, αποδεχόταν την ορθότητα των ως άνω εγγραφών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 9 της πιο πάνω σύμβασης, η εναγομένη είχε την υποχρέωση να αποστείλει προς την ενάγουσα εταιρεία για ακύρωση μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής τους, τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους ή αυτά των οποίων δεν είχαν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και από επιστολή της εναγομένης, με την οποία βεβαιωνόταν ότι ειδοποίησε εγγράφως τον ασφαλισμένο για την ακύρωση και θα ανέφερε και τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων καθώς και τη μη ύπαρξη αναγγελίας ζημίας και η ακύρωση γινόταν μόνο από την ενάγουσα η οποία ειδοποιούσε σχετικά την εναγομένη. Σε περίπτωση, δε, που η εναγομένη δεν είχε αποστείλει τα παραπάνω ασφαλιστήρια έγγραφα, μέσα στην προβλεπόμενη ως άνω προθεσμία, αυτή (εναγομένη) ήταν υποχρεωμένη να αποδώσει τα ασφάλιστρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα ανωτέρω στο άρθρο 8 της σύμβασης. Κατά δε το άρθρο 23 της σύμβασης, αυτή συμφωνήθηκε ως αορίστου χρόνου και μπορούσε να λυθεί από το κάθε συμβαλλόμενο μέρος με έγγραφη καταγγελία που κοινοποιείται προς το άλλο μέρος τριάντα (30) ημέρες νωρίτερα, χωρίς καμία υποχρέωση για αποζημίωση. Στην περίπτωση αυτή (της καταγγελίας της σύμβασης) οποιοδήποτε χρεωστικό υπόλοιπο της εναγομένης καθίστατο ληξιπρόθεσμο και αμέσως απαιτητό από την ημέρα της καταγγελίας. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 27, σε κάθε περίπτωση καταγγελίας της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης από την ενάγουσα εταιρεία ή την εναγομένη, η τελευταία είχε την υποχρέωση, εκτός των άλλων, με την παραλαβή του εγγράφου της καταγγελίας, να καταβάλει αμέσως στην εταιρεία το χρεωστικό υπόλοιπό του, όπως αυτό θα προέκυπτε από τα εμπορικά βιβλία της εταιρείας. Ως βάση, δε, για την εκκαθάριση, λαμβάνονταν το εκκαθαριστικό σημείωμα των λογαριασμών του τελευταίου, πριν την καταγγελία της σύμβασης μήνα. Επίσης συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα είχε υποχρέωση να παρέχει στην εναγομένη ως αντάλλαγμα για την εκτέλεση των πάσης φύσεως υποχρεώσεων που ανέλαβε με την εν λόγω σύμβαση, προμήθεια επί των καθαρών ασφαλίστρων, που θα εισπράττονται πραγματικά και αφορούσαν συμβάσεις που θα γίνονταν με τη μεσολάβησή της (άρθρο 20 της σύμβασης). Η προμήθεια ανερχόταν σε ποσοστό επί των εισπραττόμενων ασφαλίστρων, όπως το ποσοστό αυτό καθορίστηκε για κάθε κλάδο ασφάλισης στο άρθρο 20 της σύμβασης, ενώ συμφωνήθηκε επίσης ότι οι προμήθειες αυτές θα επιστρέφονται στην εταιρεία σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο θα επιστρέφονταν τα ασφάλιστρα στον ασφαλισμένο. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι από τη συνεργασία των διαδίκων και σε εκτέλεση της ως άνω από 1-7-2003 έγγραφης σύμβασης ασφαλιστικού συμβούλου,  κατά το χρονικό διάστημα από 1-12-2010 μέχρι 29-3-2011 δημιουργήθηκε χρεωστικό υπόλοιπο της εναγομένης προς την ενάγουσα ποσού 30.443,99 ευρώ, όπως προκύπτει από τα εσωματωμένα στην αγωγή πινάκια παραγωγής ασφαλιστηρίων συμβολαίων και πρόσθετων πράξεων, στα οποία αναγράφονται οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και των πρόσθετων πράξεων, στα οποία (πινάκια) αναγράφονται οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και των πρόσθετων πράξεων, οι χρόνοι έναρξης και λήξης αυτών, οι κλάδοι ασφάλισης, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, τα ποσά των αναλογούντων φόρων και τα ποσά των μικτών και καθαρών ασφαλίστρων των τυχόν ακυρωθέντων συμβολαίων σημειωμένα με το πρόσημο πλήν. Για το ποσό των ασφαλίστρων η εναγομένη είχε πιστωθεί τις αντίστοιχες προμήθειες και συνεπώς, μετά και την αφαίρεση των ακυρωθέντων αυτών συμβολαίων, η οφειλή της προς την ενάγουσα, αναφορικά με τα ασφάλιστρα που είχε αυτή εισπράξει για λογαριασμό της και έπρεπε να της αποδώσει, ανερχόταν στο παραπάνω ποσό των 30.443,99 ευρώ. Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι καθόλη τη διάρκεια της συνεργασίας της με την ενάγουσα, ο δικός της λογαριασμός και κωδικός με αριθμό 20264  ήταν συνδεδεμένος με τον λογαριασμό και κωδικό με αριθμό 20268  της  ………., έτερης ασφαλιστικής συμβούλου που συστεγαζόταν στον ίδιο χώρο και ότι οι καταβολές στις οποίες προέβαινε με την έκδοση επιταγών η …….. καταλογίζονταν και στους δύο κωδικούς, με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση για το ακριβές οφειλόμενο από την ίδια ποσό. Ο ισχυρισμός αυτός απορριπτέος κρίνεται ως αβάσιμος και τούτο διότι από το με ημερομηνία 19-9-2019 προσκομιζόμενο έγγραφο της ενάγουσας προς το πρακτορείο «…….» (κωδικός …. και …….), προκύπτει ότι το υπόλοιπο της εκκαθάρισης 31-8-2012 ανερχόταν για την εναγομένη και την  ……….. συνολικά στο ποσό των 125.294,27 ευρώ, αφαιρουμένου δε του ποσού των 30.000,00 ευρώ που αφορά την εξοφληθείσα υπ΄αριθμ.0000454-5 τραπεζική επιταγή εκδόσεως της ………, απομένει υπόλοιπο 95.294,27 ευρώ, αφού οι υπ΄αριθμ. ………… τραπεζικές επιταγές εκδόσεως της ……… δεν πληρώθηκαν. Με βάση την εκκαθάριση το χρεωστικό υπόλοιπο της εναγομένης ανέρχεται στο ποσό των 30.443,99 ευρώ, ενώ της ………… στο ποσό των 64.314,39  ευρώ, ήτοι συνολικά 94.758,38 ευρώ, γεγονός που καταδεικνύει ότι η ενάγουσα καταλόγισε ορθά σε κάθε λογαριασμό τις γενόμενες από την εναγομένη καταβολές. Στη συνέχεια η εναγομένη ισχυρίστηκε ότι όταν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η ανάκληση της άδειας σύστασης και λειτουργίας της ενάγουσας, επέστρεψε σ΄αυτήν νόμιμα και εμπρόθεσμα προς ακύρωση το υπ΄αριθμ. ….. ασφαλιστήριο με ασφαλιζόμενο τον ………, ενάρξεως 28-2-2011 και λήξεως 28-8-2011, που αφορά το ………. ΙΧΕ αυτοκίνητο, μικτών ασφαλίστρων 152,54 ευρώ, το οποίο η ενάγουσα ζητεί με την αγωγή της και πρέπει να αφαιρεθεί. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης  απορριπτέος τυγχάνει επίσης ως ουσιαστικά  αβάσιμος, αφού από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι η εναγομένη επέστρεψε πράγματι εμπρόθεσμα και νομότυπα, σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 9 της σύμβασης, το ανωτέρω ασφαλιστήριο, ώστε να υποχρεούται η ενάγουσα να προβεί στην ακύρωσή του. Τέλος, η εναγομένη ισχυρίστηκε ότι αν και η ενάγουσα ακύρωσε τα παρακάτω αναφερόμενα ασφαλιστήρια συμβόλαια, εντούτοις πίστωσε τον λογαριασμό της με μικρότερα ποσά από εκείνα που της είχε χρεώσει, παραλείποντας να της πιστώσει συνολικά το ποσό των 164,16 ευρώ, το οποίο και πρέπει να αφαιρεθεί από το αιτούμενο με την κρινόμενη αγωγή ποσό. Ειδικότερα, από τα ενσωματωμένα στην αγωγή πινάκια παραγωγής ασφαλιστηρίων συμβολαίων, προκύπτει ότι η ενάγουσα ακύρωσε, μεταξύ άλλων και τα εξής ασφαλιστήρια συμβόλαια: α) το υπ΄αριθμ….. με ασφαλιζόμενο τον ………, ενάρξεως 2-2-2011 και λήξεως 2-8-2011, που αφορά το ………. ΙΧΕ αυτοκίνητο, μικτών ασφαλίστρων 212,63 ευρώ, πλην όμως η ενάγουσα πίστωσε μικτά ασφάλιστρα 209,87 ευρώ, παραλείποντας να πιστώσει το υπόλοιπο ποσό των 2,76 ευρώ (212,63 – 209,87), β) το υπ΄αριθμ….. με ασφαλιζόμενο τον ………., ενάρξεως 11-2-2011 και λήξεως 11-8-2011,που αφορά το ………. ΙΧΕ αυτοκίνητο, μικτών ασφαλίστρων 509,68 ευρώ, πλην όμως η ενάγουσα πίστωσε μικτά ασφάλιστρα 381,69 ευρώ, παραλείποντας να πιστώσει το υπόλοιπο ποσό των 127,99 ευρώ (509,68 – 381,69), γ) το υπ΄αριθμ….. με ασφαλιζόμενο τον ………, ενάρξεως 24-2-2011 και λήξεως 24-8-2011, που αφορά το ………. ΙΧΕ αυτοκίνητο, μικτών ασφαλίστρων 237,71 ευρώ, πλην όμως η ενάγουσα πίστωσε μικτά ασφάλιστρα 214,67 ευρώ, παραλείποντας να πιστώσει το υπόλοιπο ποσό των 23,04 ευρώ (237,71 – 214,67) και δ) το υπ΄αριθμ…. με ασφαλιζόμενους τους ……. και ……., ενάρξεως 4-3-2011 και λήξεως 4-9-2011, που αφορά το …….. ΙΧΕ αυτοκίνητο, μικτών ασφαλίστρων 251,16 ευρώ, πλην όμως η ενάγουσα πίστωσε μικτά ασφάλιστρα 240,71 ευρώ, παραλείποντας να πιστώσει το υπόλοιπο ποσό των 10,45 ευρώ (251,16 – 240,71). Επομένως η ενάγουσα έπρεπε να είχε πιστώσει και το υπόλοιπο ποσό από την ακύρωση των ανωτέρω συμβολαίων, συνολικού ποσού 164,24 ευρώ (2,76 + 127,99 + 23,04 + 10,45) δεκτής γενομένης έτσι ως κατ΄ουσίαν βάσιμης  της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγομένης για το μικρότερο όμως αιτούμενο ποσό των 164,16 ευρώ. Κατόπιν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 30.279,83 ευρώ (30.443,99 – 164,16), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής (δεκτού γενομένου του επικουρικώς σχετικού παρεπομένου περί τοκοφορίας αιτήματος της ενάγουσας) και όχι από 29-6-2011, ήτοι 3 μήνες μετά την ανάκληση της άδειας σύστασης και λειτουργίας της ενάγουσας, στους οποίους περιλαμβάνεται η λήξη της δίμηνης κατά το άρθρο 3 παρ.3 του ΠΔ 298/ 1986 προθεσμίας καταβολής των ασφαλίστρων και η λήξη του μήνα απόδοσης αναλυτικού λογαριασμού σύμφωνα με το άρθρο 8 της σύμβασης (όπως ζήτησε η ενάγουσα κατά το κύριο παρεπόμενο ως άνω αγωγικό αίτημά της), δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ.3 του ΠΔ 298/ 1986 προϋποθέτει για την εφαρμογή της παραγράφου 2 (έναρξη υπερημερίας) προηγούμενη κοινοποίηση με δικαστικό επιμελητή, σχετικής όχλησης από την ασφαλιστική επιχείρηση, για την απόδοση των ασφαλίστρων.

Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εναγομένης που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι .

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας  (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που η εκκαλούσα κατέθεσε κατ΄άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ αριθμ. 1284/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων).

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ. ΚΑΙ

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e – παραβόλου με κωδικό …………./2017, άσκησης έφεσης που κατέθεσε η εκκαλούσα, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  12 Ιουνίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ