Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 417/2020

Αριθμός    417/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 15.10.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 έφεση κατά της με αριθμό 3247/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (614 σε συνδ. με 621 και 622 του ΚΠολΔ), με τη δικονομική αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό ………./22.6.2018 αγωγής, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, αφού δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης ούτε τα διάδικα μέρη επικαλούνται τέτοια, ενώ κατά την άσκηση της δεν είχε παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 (όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015) και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών εξέθετε με τη με αριθμό ………/22.6.2018 αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε την 17.2.2017 με την εναγομένη, πλοιοκτήτρια εταιρεία του υπό σημαία Κύπρου και με αριθμό νηολογίου Λεμεσού ….. Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «C2», ναυτολογήθηκε σε αυτό, αυθημερόν, στον Πειραιά, υπό την ειδικότητα του ναύτη, αντί των αποδοχών που προβλέπονταν στην οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων. Ότι στο ανωτέρω πλοίο εργάσθηκε από την ως άνω ημέρα της ναυτολογήσεώς του έως και τις 30-10-2017, οπότε απολύθηκε λόγω διακοπής των δρομολογίων του πλοίου, χωρίς να του καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής δρομολόγια και ότι αυτός εργάσθηκε υπερωριακά κατά τις αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής ημέρες και ώρες. Ότι εκ της ως άνω συμβάσεως εργασίας του, η οποία διέπεται από τους όρους που προβλέπονταν στην οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων των ετών 2016 και 2017, διατηρεί για το ως άνω χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεώς του, τις εξής αξιώσεις: α) για βασικό μισθό (συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων Κυριακών, βαριάς κι ανθυγιεινής εργασίας, ιματισμού, αντίτιμου τροφής και αδείας), το ποσό των 21.148,89 ευρώ, β) για αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές και Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, το ποσό των 15.953,44 ευρώ, γ) για αναλογία δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων του έτους 2017, το ποσό των 3.693,88 ευρώ, δ) για αποζημίωση απόλυσης, το ποσό των 3.955,74 ευρώ και ε) για δαπάνη ενδιαίτησής του εκτός του πλοίου για το χρονικό διάστημα από 17-2-2017 έως 18-4-2017, το ποσό των 793 ευρώ, ήτοι συνολικά δικαιούται το ποσό των 46.587,73 ευρώ. Ότι, έναντι του ως άνω συνολικού ποσού των 46.587,73 ευρώ, έχει λάβει από την εναγομένη, τμηματικά, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, το συνολικό ποσό των 21.238,81 ευρώ και, ως εκ τούτου, δικαιούται τη διαφορά ποσού (46.587,73 – 21.238,81 =) 25.348,92 ευρώ. Ακολούθως αιτήθηκε να υποχρεωθεί η εναγομένη με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να του καταβάλει το ποσό των 25.348,92 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της απολύσεώς του (30-10- 2017). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι είναι το καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 παρ. 3 και 621 επ. ΚΠολΔ και άρθρο 82 ΚΙΝΔ), αλλά στη συνέχεια την απέρριψε ως δικονομικά απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της διότι μετά από τη συνολική αφαίρεση του ποσού που του είχε μέχρι τότε καταβληθεί δεν προσδιοριζόταν επαρκώς η αξίωση διότι δεν εξειδικευόταν ποιό ακριβώς χρηματικό ποσό του έχει καταβληθεί για εκάστη εκ των αιτιών (βασικό μισθό, αμοιβή υπερωριακής εργασίας, επίδομα εορτών, αποζημίωση απόλυσης, δαπάνη ενδιαίτησης), που απαρτίζουν τα επιμέρους αιτούμενα κονδύλια. Έκρινε δε ότι συνεπεία τούτου όχι μόνο η εναγομένη δεν μπορούσε να αμυνθεί αλλά ούτε το δικαστήριο μπορούσε να κρίνει τί ακριβώς, για κάθε μία ξεχωριστά αιτία, οφειλόταν. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα ο ήδη εκκαλών ενάγων με την κρινόμενη έφεση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να γίνει δεκτή η κρινόμενη αγωγή του στο σύνολο της ως προς όλα τα αγωγικά του αιτήματα.

Κατά τα άρθρα 111 παρ. 2, 118 εδάφ.  4  και  2,  216  παρ.  1 KΠολΔ  συνάγεται σαφώς ότι σε κάθε αγωγή το δικόγραφό της πρέπει να περιέχει, πλην  των  άλλων στοιχείων, επί ποινή απαραδέκτου και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Η περιγραφή αυτή  συντελείται  δια  της εκθέσεως  όλων  εκείνων  των  γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά τον νόμο το αγωγικό αίτημα και  δικαιολογούν  την  άσκηση  αυτής  από  τον ενάγοντα  κατά  του  εναγομένου  (ΑΠ  915/1980  ΝοΒ  29.  296). Αν δε, πρόκειται περί χρηματικών απαιτήσεων πρέπει τα κονδύλια που συγκροτούν  αυτές να καθορίζονται σαφώς και  επακριβώς  ώστε  να  μη  καταλείπεται κάποια  αμφιβολία  ως  προς  το  ύψος  των αξιώσεων αυτών που ο ενάγων  επιδιώκει να του επιδικασθούν. Υπό το προεκτεθέν ιστορικό  και  αίτημα  η αγωγή δεν πάσχει από αοριστία, γιατί ο ενάγων δεν είχε υποχρέωση να αναλύσει λεπτομερώς τα ποσά  που  έλαβε  για  το καθένα  από τα προαναφερόμενα κονδύλια, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι αυτός δεν γνώριζε (ούτε ήταν δυνατό να γνωρίζει) για  ποία  αιτία  ήταν  οι  καταβολές  από  την  εναγομένη, αφού αυτή τον πλήρωνε     πάντοτε έναντι των οφειλομένων αποδοχών του. Εξάλλου τον  καταλογισμό των  καταβληθέντων  οφείλει  να  προτείνει  η  εναγομένη, προβάλλοντας ένσταση  εξοφλήσεως,  γιατί  διαφορετικά  θα  ισχύσει  ο  κανόνας  που απορρέει  από  το  άρθρο  422 του Αστ. Κωδ. (Μπαλή: Ενοχικό Γεν. Μέρος εκδ. Γ` παρ. 120 και 121, Αποστολίδη: Ενοχικό υπό το άρθρο  422  αριθ.  7,  σελίς  395,  Καποδίστριας:  στην  ΕρμΑΚ, υπό το άρθρο 422 παρ. 22, βλ. επίσης προσκομιζόμενη ad hoc ΕφΠειρ 465/2006 αδημ) προς εφαρμογή του οποίου εκδίδονται στο δικόγραφο έμμεσα, αλλά με σαφήνεια, επαρκή περιστατικά για τη θεμελίωση του αξιούμενου δικαιώματος ώστε να γίνει σύμμετρος καταλογισμός  του  καταβληθέντος  προς  τα  επί  μέρος κονδύλια. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενηλ απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, γιατί ο ενάγων δεν προσδιόριζε σε ποια κονδύλια  καταλογίζονται  τα  21.238,81, που έχουν καταβληθεί σ` αυτόν δεν ερμήνευσε ούτε εφάρμοσε σωστά τις διατάξεις των άρθρων 416,  422  του ΑΚ και 216 του ΚΠολΔ γι` αυτό και ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης  έφεση,  με τον οποίο ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται ότι η κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  δεν  είναι  ορθή,  δεδομένου  ότι  η  αγωγή είναι επαρκώς  ορισμένη,  πρέπει  να  γίνει  δεκτός  ως  κατ`  ουσίαν   βάσιμος και στη συνέχεια πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και ακολούθως να κρατηθεί από το παρόν Δικαστήριο και να δικαστεί στην ουσία της η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης αγωγή η οποία ασκήθηκε ενώπιον του καθ’ύλην και κατά τόπον αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 16 παρ. 2, 25 παρ. 2 του ΚΠολΔ και 51 του ν. 2172/1993) και έχει νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 53, 54, 60, 72, 75 § 3, 76 § 1 και 84 ΚΙΝΔ, 361, 346, 648επ., 653, 655 του ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Σ.Σ.Ν.Ε Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016 (Υ.Α 2242.5-1.5/7267/2016 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και νησιωτικής πολιτικής φεκ 2796β/5.9.2016), 1 ΠΔ 166/2005 και 176 του ΚΠολΔ.

Κατά το άρθρο 72 του ΚΙΝΔ η σύμβαση ναυτολόγησης μπορεί να λυθεί με καταγγελία του πλοιάρχου οποτεδήποτε, χωρίς ο τελευταίος να υποχρεούται να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας. Στην περίπτωση αυτή ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός εάν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα του (άρθρο 75 εδ. β ΚΙΝΔ). Η αποζημίωση αυτή προβλέπεται και προσδιορίζεται από τα άρθρα 75 εδ. δ` και 76 ΚΙΝΔ και για να υπολογιστεί λαμβάνεται υπόψη ό,τι καταβάλλεται στο ναυτικό σταθερώς και περιοδικώς με οποιαδήποτε μορφή. Εξάλλου, όπως συνάγεται από τη διατύπωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ ο ναυτικός, όταν ενάγει για την καταβολή της κατά το άρθρο 72 του ίδιου Κώδικα αποζημίωσης του αρκεί να επικαλεστεί και αν αμφισβητηθεί να αποδείξει ότι, η σύμβαση ναυτολόγησης λύθηκε μονομερώς, ύστερα από καταγγελία του πλοιάρχου. Η κατά τα άνω αξίωση του ναυτικού καταλύεται με την προβολή και την απόδειξη από τον εργοδότη του ισχυρισμού ότι η καταγγελία της σύμβασης ναυτολόγησης, που έγινε από τον πλοίαρχο, οφείλεται σε παράπτωμα του ναυτικού, στο οποίο υπέπεσε υπαιτίως αυτός και το οποίο δικαιολογεί την καταγγελία. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση (ΕφΠειρ 944/1996, ΕφΠειρ 116/1996 Νομ. Ν.Τμ. Εφ. Πειραιώς 1996-97 σελ. 324,642). Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 1 ΠΔ 166/2005: περί συμπλήρωσης του Κανονισμού περί μεγίστου χρόνου απασχόλησης πληρωμάτων Ε/Γ και Ε/Γ  Ο/Γ ταχυπλόων πλοίων, που κυρώθηκε με το π.δ. 381/2001 (Α΄ 252), «Στο τέλος της παραγράφου Α, του Κανονισμού περί μεγίστου χρόνου απασχόλησης πληρωμάτων Ε/Γ και Ε/Γ  Ο/Γ ταχυπλόων πλοίων, που κυρώθηκε με το π.δ. 381/2001 (Α΄ 252), προστίθεται εδάφιο, ως ακολούθως: “Επιτρέπεται διακοπή του χρόνου απασχόλησης, για διάστημα τουλάχιστον τεσσάρων (4) συνεχομένων ωρών και έως έξι (6) συνεχομένων ωρών, εφόσον κατά την διάρκεια αυτής της διακοπής, από τον πλοιοκτήτη : α) παρέχονται για την ταυτόχρονη ανάπαυση του συνόλου των μελών του πληρώματος κατάλληλες ενδιαιτήσεις εντός ή εκτός του πλοίου, και β) εξασφαλίζεται η φύλαξη και ασφάλεια του πλοίου. Όταν παρέχονται ενδιαιτήσεις εκτός του πλοίου και δεν πρόκειται για την κατοικία του ναυτικού, θεωρούνται αυτές κατάλληλες, εφόσον ως προς τον κλιματισμό, τους κοιτώνες, τις κλίνες και τους χώρους υγιεινής, είναι ισοδύναμες με αυτές που καθορίζονται από τις αντίστοιχες διατάξεις της νομοθεσίας για την ενδιαίτηση πληρώματος των ταχυπλόων σκαφών”».

Από την εκτίμηση από το δικαστήριο αυτό των αποδεικτικών μέσων που νομίμως προσκομίζονται με το άρθρο 529 του ΚΠολΔ από τα διάδικα μέρη και ειδικότερα από τις ληφθείσες σύμφωνα με τα άρθρα 421επ. του ΚΠολΔ όπως ισχύουν μετά το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του ν. 4335/2015 με αριθμό ……/2018 και …../2020 ένορκες βεβαιώσεις των ……….. κατοίκου Κηφισιάς, ναύτη ναυτολογημένου στην ήδη εφεσίβλητη και ……….. κατοίκου Κερατσινίου ναυτόπαιδος επίσης ναυτολογημένου στην ήδη εφεσίβλητη ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ……./19.9.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά . …., τη με αριθμό …/2018 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά του υπάρχου του πλοίου …… κατοίκου Πειραιά, μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τη με αριθμό ………/30.11.2018 ένορκη βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ………, και τη με αριθμό …/2020 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά του …………, κατοίκου Κερατσινίου, ναυτικού, που προσκομίζει προς αντίκρουση η εφεσίβλητη και η οποία δόθηκε μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλο διάδικου μέρους σύμφωνα με τη με αριθμό ……./4.3.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ………, και από όλα τα έγγραφα που παραδεκτά επικαλείται και προσκοµίζει ο εκκαλών, τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), τις ομολογίες των διαδίκων μερών που προκύπτουν από τα διαδικαστικά της δίκης έγγραφα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σχετικά με το χρόνο ναυτολόγησης του εκκαλούντος πλήρως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε την 17.2.2017 μεταξύ του ήδη εκκαλούντος ναυτικού και της ήδη εφεσίβλητης πλοιοκτήτριας εταιρείας του υπό σημαία Κύπρου και με αριθμό νηολογίου Λεμεσού . Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «C2», ναυτολογήθηκε σε αυτό, αυθημερόν, στον Πειραιά, υπό την ειδικότητα του ναύτη, αντί των αποδοχών που προβλέπονταν στην οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων. Η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι άλλη ήταν η εφοπλίστρια του πλοίου, όμως αυτή ήταν που κατέβαλε τη μισθοδοσία του ναυτικού, η δε δήλωση περί εκμετάλλευσης δεν είχε καταχωρηθεί στο νηολόγιου του πλοίου στην Κύπρο. Στο ανωτέρω πλοίο εργάσθηκε από την ως άνω ημέρα της ναυτολογήσεώς του έως και τις 30-10-2017, οπότε απολύθηκε λόγω διακοπής των δρομολογίων του πλοίου. Από τις 17.2.2017 έως τις 12.4.2017 το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια αλλά βρισκόταν αρχικά στο Νέο Μώλο Δραπετσώνα και στη συνέχεια στο λιμάνι Χαλκίδας για εργασίες συντήρησης σύμφωνα με το προσκομιζόμενο ημερολόγιο γέφυρας. Το διάστημα αυτό ο εκκαλών εργαζόταν μόνο τις καθημερινές από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή και επί οκτάωρο, δηλαδή από τις 8 το πρωί έως τις 16.00 το απόγευμα, ενώ τα Σάββατα και τις αργίες δεν εργαζόταν πλην του Σαββάτου την 1.42017 και της αργίας της Καθαράς Δευτέρας 27.2.2017 που εργάστηκε επί οκτάωρο, δηλαδή για 16 ώρες συνολικά. Το διάστημα από 13.4.2017 έως 30.10.2017 το πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκούς και τουριστικούς πλόες εκτός από 21 ημέρες που δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια δηλαδή 15 καθημερινές και Κυριακές (16/4/2017, 25/4/17, 26/4/17, 28/4/17, 2/5/17, 3/5/17, 5/5/17, 10/5/17, 12/5/17, 16/5/17, 17/5/17, 18/5/17, 19/5/17, 30/10/17) και 5 Σάββατα (15/4/17, 22/4/17. 29/4/17, 6/5/17, 14/10/17) και 1 Αργία (1/5/17), όπως αποδεικνύεται από το ημερολόγιο γέφυρας, οπότε επίσης εργαζόταν επί οκτάωρο. Το υπόλοιπο διάστημα της απασχόλησης του κάθε Δευτέρα, Τετάρτη, Πέµπτη, Παρασκευή και Κυριακή το πλοίο εκτελούσε το δροµολόγιο Ηράκλειο, µε αναχώρηση περί ώρα 08:40, Θήρα, Ίο, Νάξο, Πάρο, Μύκονο, Πάρο, Νάξο, Ίο, Θήρα και Ηράκλειο µε κατάπλου περί ώρα 19:20, β) κάθε Τρίτη το δροµολόγιο Ηράκλειο, µε αναχώρηση περί ώρα 06:00 κενό επιβατών και οχηµάτων, Ρέθυµνο όπου γινόταν η επιβίβαση-φόρτωση, Θήρα, Ίο, Νάξο, Πάρο, Μύκονο, Πάρο, Νάξο, Ίο, Θήρα, Ρέθυµνο όπου γινόταν η αποβίβαση-εκφόρτωση και Ηράκλειο µε κατάπλου περί ώρα 21:30, γ) κάθε Σάββατο το πλοίο εκτελούσε τουριστικό δροµολόγιο αναχωρώντας από Ηράκλειο περί ώρα 06:00 Ρέθυµνο, Θήρα, Ρέθυµνο, Ηράκλειο µε κατάπλου περί ώρα 21:00. Το διάστημα που το πλοίο εκτελούσε ταξίδια ο εκκαλών εργαζόταν περίπου 12 ώρες ημερησίως, σύμφωνα με την κατάθεση του ενόρκως βεβαιώσαντα ………, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά, ότι η εργασία του πληρώματος υπερέβαινε και τις 11 ώρες και ότι δεν τηρούνταν ο ειδικός κανονισμός εργασίας των ταχύπλοων πλοίων, αφού το πλοίο πλενόταν ολόκληρο από τους ναύτες επί μία ώρα μετά τη βραδινή επιστροφή στο Ηράκλειο, ενώ και κατά τον πλου στο Ρέθυμνο υπήρχε επιπλέον απασχόληση. Οι καταθέσεις των . ….. και ……… επιβεβαιώνουν την ύπαρξη δεύτερου πληρώματος αλλά από αυτές δεν μπορεί να συναχθεί αβίαστα το συμπέρασμα περί μηδαμινούς παροχής υπερωριακής απασχόλησης των ναυτικών καθώς οι προαναφερόμενοι ενόρκως βεβαιώσαντες τίποτα συγκεκριμένο δεν αναφέρουν ως προς το ωράριο απασχόλησης των δύο πληρωμάτων. Εξάλλου σύμφωνα με τον κανονισμό των ταχύπλοων σκαφών επιτρέπεται διακοπτόμενο ωράριο όταν στους ναυτικούς παρέχονται για την ταυτόχρονη ανάπαυση του συνόλου των μελών του πληρώματος κατάλληλες ενδιαιτήσεις εντός ή εκτός του πλοίου, και β) εξασφαλίζεται η φύλαξη και ασφάλεια του πλοίου, και στη συγκεκριμένη περίπτωση καμπίνες στο πλοίο δεν υπήρχαν και η υπηρεσία ενδιαίτησης βρισκόταν στο εκάστοτε λιμάνι οπότε με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας αποδεικνύεται πλήρως η παροχή υπερωριακής απασχόλησης του δεύτερου πληρώματος που βρισκόταν στο πλοίου μέχρι αυτό να πιάσει λιμάνι. Γι’αυτό εξάλλου και ο ……….. αναφέρει στην ένορκη βεβαίωση του ότι παρά το διπλό ναυτολογημένο πλήρωμα οι ώρες εργασίας υπερέβαιναν τον κανονισμό που επέτασσε εργασία μέχρι 11 ώρες διότι το πλοίο έκανε δρομολόγια διάρκειας πάνω από 15 ώρες. Ούτε φυσικά το γεγονός ότι το πλήρωμα δεν διατύπωνε διαμαρτυρίες υπό το φόβο της απόλυσης μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα υπέρ της μη πραγματοποίησης υπερωριακής εργασίας, όπως αναφέρει η εφεσίβλητη στο δικόγραφο των προτάσεων της. Σημειωτέον ότι δεν είναι εξαιρετέος ο ενόρκως βεβαιώσας που έχει ασκήσει άλλη αγωγή με άλλο ιστορικό κατά του εργοδότη του με αίτημα μη καταβληθείσες αποδοχές. Ακολούθως ο εδώ ναυτολογημένος ναυτικός το χρονικό διάστημα από 17.2.2017 μέχρι την 30.10.2017, έπρεπε να λαμβάνει κάθε μήνα ως μισθό ενεργείας € 1.157,99, ως επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας € 254,76, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας € 35,22, ως επίδομα ιματισμού € 56,50, ως αντίτιμο τροφής, που δεν παρεχόταν σε είδος € 19,21 την ημέρα και (Χ30) € 576,30 το μήνα, ως επίδομα αδείας € 417,13 {[(ήτοι μισθός ενεργείας € 1.157,99 + επίδομα Κυριακών € 254,76) / 22 + ημερήσια τροφοδοσία € 19,21] Χ 5 ημερομίσθια = επίδομα αδείας € 417, 13} και συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες =2.497,90 μηνιαίως και για 256 μέρες δηλαδή 8,53 μήνες που διήρκεσε η ναυτική σύμβαση εργασίας του έπρεπε να λάβει 21.307,09 ευρώ και κατά το αγωγικό αίτημα (άρθρο 116 του ΚΠολΔ) 21.148,89 ευρω και σύμφωνα με την υποβληθείσα ένσταση εξόφλησης που επανέφερε η εφεσίβλητη (άρθρο 416 του ΑΚ) και αποδεικνύεται από τις μισθοδοτικές καταστάσεις έλαβε το ποσό των 21.020,36 ευρώ και συνεπώς του οφείλεται το ποσό των 128,53 ευρώ. Περαιτέρω και σύμφωνα με την προαναφερόμενη Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2016, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου και των αργιών αμειβομένης υπερωριακώς. Το οκτάωρο της Κυριακής πληρώνεται με επίδομα που προβλέπεται στη σύμβαση. Ακολούθως και σύμφωνα με τα προαναφερόμενα με βάση την καθημερινή απασχόληση του επί 12ωρο δηλαδή επί 4ωρο επιπλέον του νομίμου ωραρίου καθημερινές και Κυριακές και επί 12ωρο τα Σάββατα και τις αργίες, στον εκκαλούντα ναυτικό οφείλονται λόγω υπερωριακής απασχόλησης τα ακόλουθα ποσά: Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα ο εκκαλών εργάστηκε 24 Σάββατα επί 12 ώρες και 5 αργίες επί 12 ώρες και 7 συνολικά Σάββατα και αργίες επί 8 ώρες ημερησίως. Επομένως για την αιτία αυτή του οφείλεται 348 + 56= 404 χ 10,05 = 4.060,20 ευρώ. Από τις καθημερινές και Κυριακές 161 ημέρες του παραπάνω διαστήματος εργάστηκε επί 12ωρο εκτός από τις προαναφερόμενες 15 μέρες που δεν πραγματοποιήθηκαν δρομολόγια κατά τα προαναφερόμενα, οπότε εργάστηκε επί 8ωρο. Του οφείλεται επομένως 146 χ 4 =584 χ 8,38 = 4.893,92 ευρώ. Συνολικά για την παραπάνω υπερωριακή του απασχόληση έπρεπε να λάβει το ποσό των 8.954,12 ευρώ και επειδή σύμφωνα με την υποβληθείσα ένσταση εξόφλησης έλαβε το ποσό των 7.192,58 ευρώ του οφείλεται το ποσό των 1.761,54 ευρώ. Λόγω της ανωτέρω υπερωριακής απασχόλησης η μέση υπερωριακή αμοιβή έπρεπε να συνυπολογιστεί στα επιδόματα εορτών. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το επίδομα εορτών Χριστουγέννων καταβάλλεται ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας διήρκεσε από 1.5 έως 31.12 και σε διαφορετική περίπτωση καταβάλλονται τα 2/25 του μισθού ή δύο ημερομίσθια για κάθε 19ημερο εργασίας ενώ αναφορικά με το επίδομα εορτών Πάσχα οι ναυτικοί δικαιούνται μισθό 15 μερών, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου. Λεκτέον ότι λαμβάνεται υπόψη ο μισθός που καταβαλλόταν την 15η ημέρα προ του Πάσχα και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβαλλόταν ή έπρεπε να καταβληθεί από την εργοδότρια ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, δηλαδή το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως. Ακολούθως ο εκκαλών ναυτικός έπρεπε να λάβει να λάβει για επιδόµατα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα τα παρακάτω αναφερόµενα ποσά και συγκεκριµένα: α) για επίδοµα εορτής Πάσχα 2017 Βασικός μισθός € 1.157,99, ως επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας € 254,76, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας € 35,22, ως επίδομα ιματισμού € 56,50, ως αντίτιμο τροφής, που δεν παρεχόταν σε είδος € 19,21 την ημέρα και (Χ30) € 576,30 το μήνα, ως επίδομα αδείας € 417,13 {[(ήτοι μισθός ενεργείας € 1.157,99 + επίδομα Κυριακών € 254,76) / 22 + ημερήσια τροφοδοσία € 19,21] Χ 5 ημερομίσθια = επίδομα αδείας € 417, 13} και συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες =2.497,90 μηνιαίως + Μ.Ο. υπερωριακής αµοιβής  (3 Σάββατα και 1 αργία το διάστημα από 17.2.2017 έως 30.4.2018 χ 8 ώρες = 32 χ 10,05 = 321,6 + 13 καθημερινές και Κυριακές χ 4 ώρες = 52 χ 8,38  = 435,76 =) 753,36  : 2,43 μήνες του επίδικου διαστήματος = 311,67 = 2.809,57 € : 2 χ 1/15 χ 9,125 οκταήμερα =  854,58 € έναντι του οποίου έχει λάβει 916,85 ευρώ και συνεπώς ουδέν ποσό του οφείλεται. Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2017 για το χρονικό διάστηµα υπηρεσίας του από 1-5-2017 έως 30.10.2017 δικαιούται  Βασικός μισθός € 1.157,99, ως επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας € 254,76, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας € 35,22, ως επίδομα ιματισμού € 56,50, ως αντίτιμο τροφής, που δεν παρεχόταν σε είδος € 19,21 την ημέρα και (Χ30) € 576,30 το μήνα, ως επίδομα αδείας € 417,13 {[(ήτοι μισθός ενεργείας € 1.157,99 + επίδομα Κυριακών € 254,76) / 22 + ημερήσια τροφοδοσία € 19,21] Χ 5 ημερομίσθια = επίδομα αδείας € 417, 13} και συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες =2.497,90 μηνιαίως + µ.ο. υπερωριακής αµοιβής = 29 Σαββατα και αργίες χ 12 και 3 Σάββατα και αργίες χ 8 = 348 + 24= 372 χ 10,05 = 3,738,6 + 146 Κυριακές και καθημερινές  χ 4 =584 χ 8,38 = 4.893,92 = 8632,52 : 30 χ 6,1 = 1.755,28 + 2.497,90 = 4.253,18 επί 2/25 χ 9,63 19ήµερα (183 ηµέρες εργασίας) = 3.276,65 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 2.322,57 ευρώ και συνεπώς εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 954,08 ευρώ. Περαιτέρω, από τα προμνημονευόμενα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η βασιμότητα του ισχυρισμού του ενάγοντος ήδη εκκαλούντος ότι η σύμβαση ναυτικής εργασίας του λύθηκε κατ` ουσίαν μετά από καταγγελία εκ μέρους του πλοιάρχου του πλοίου χωρίς να προηγηθεί παράπτωμά του, και όχι μετά από συμφωνία του με τον πλοίαρχο του πλοίου ενόψει του ότι πράγματι αυτός συμφώνησε με τον πλοίαρχο του πλοίου να αναγραφεί στο ναυτικό του φυλλάδιο ότι απολύεται «αμοιβαία συναινέσει» πλην όμως προήλθε στη συμφωνία αυτή μετά από την υπόσχεση του τελευταίου (πλοιάρχου) ότι θα επαναπροσλαμβανόταν μετά από βραχύ χρονικό διάστημα, καθώς το πλοίο διέκοψε τους πλόες του. Η υπόσχεση αυτή δόθηκε από τον πλοίαρχο του πλοίου στον ενάγοντα εκκαλούντα όχι βέβαια για να παραπλανηθεί ο τελευταίος και να δεχθεί την αναγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο ως λόγου απολύσεώς του τη δήθεν συμφωνία του με αυτόν (πλοίαρχο) με σκοπό να προσποριστεί ο πλοίαρχος του πλοίου οποιουδήποτε είδους ωφέλεια αλλά, προφανώς, μετά από οδηγίες της εφεσίβλητης πλοιοκτήτριας. Δηλαδή ο εκκαλών προήλθε σε δήλωση η οποία πρέπει να κηρυχθεί, με παρεμπίπτουσα κρίση του Δικαστηρίου, άκυρη (άρθρα 147 εδάφ. α`, 155 εδάφ. α` ΑΚ) και να γίνει δεκτό ότι αυτός απολύθηκε από το πλοίο μετά από καταγγελία του πλοιάρχου αυτού χωρίς να προηγηθεί παράπτωμά του. Πρωτίστως να σημειωθεί ότι η εγγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο του εκκαλούντος ότι η απόλυση του έγινε με τη συναίνεση του δεν αφορά γεγονός που συνέβη μπροστά σε εκπρόσωπο της λιμενικής αρχής που ενσωματώθηκε στο ναυτικό φυλλάδιο, ώστε να αποκλείεται η ανταπόδειξη και να επιβάλλεται η προσβολή του ως πλαστού, αλλά αφορά μόνο γεγονός μέσα στον κύκλο των υπηρεσιακών καθηκόντων την αλήθεια των οποίων εξέτασε ο συντάκτης, και έτσι επιτρέπεται ανταπόδειξη (βλ. Μπέη Απόδειξη 1983, 179). Σε κάθε περίπτωση το ναυτικό φυλλάδιο έχει την αποδεικτική ισχύ δημοσίου εγγράφου για τις καταχωρήσεις σε αυτό του πλοιάρχου μόνο όταν αυτός ενεργεί ως δημόσιος λειτουργός και όχι όταν λειτουργεί ως εκπρόσωπος του πλοιοκτήτη, όπως στην απόλυση του ναυτικού με κοινή συναίνεση εφόσον η εγγραφή έγινε από τον πλοίαρχο και ο απολυόμενος δεν παρουσιάστηκε στη λιμενική αρχή (ΕφΠειρ 34/2008 ΕΝΔ 36, 290). Συνεπώς κατόπιν των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η σύμβαση ναυτικής εργασίας του εκκαλούντος λύθηκε κατ` ουσίαν μετά από καταγγελία εκ μέρους του πλοιάρχου του ένδικου πλοίου χωρίς να προηγηθεί παράπτωμά του. Επομένως επειδή η επαναπρόσληψη του εκκαλούντος παρά τις βεβαιώσεις του πλοιάρχου δεν έλαβε χώρα ποτέ, η εφεσίβλητη είναι υποχρεωμένη να του καταβάλει αποζημίωση ίση με τις αποδοχές 22 ημερών, σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 27 περί αποζημίωσης λόγω διακοπής πλόων της ανωτέρω σ.σ.ν.ε που εφαρμόζεται ως ειδικότερη και συμπληρωματικά των άρθρων 72, 75 § 3 και 76 § 1 ν. 3816/1958 (ΚΙΝΔ). Συνεπώς, ο εκκαλών δικαιούται να λάβει το ποσό των 3.857,04 ευρώ (συνολικές μηνιαίες αποδοχές τελευταίου μήνα και το αντίτιμο τροφής (ΕφΠειρ 706/2004 ΕΝΔ 358) δηλαδή Βασικός μισθός € 1.157,99, ως επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας € 254,76, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας € 35,22, ως επίδομα ιματισμού € 56,50, ως αντίτιμο τροφής, που δεν παρεχόταν σε είδος € 19,21 την ημέρα και (Χ30) € 576,30 το μήνα, ως επίδομα αδείας € 417,13 {[(ήτοι μισθός ενεργείας € 1.157,99 + επίδομα Κυριακών € 254,76) / 22 + ημερήσια τροφοδοσία € 19,21] Χ 5 ημερομίσθια = επίδομα αδείας € 417, 13} και συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες =2.497,90 μηνιαίως + µ.ο. υπερωριακής αµοιβής 1.755,28 = 4.253,18 : 30 χ 22) του οφείλεται το ποσό των 3.119 ευρώ. Περαιτέρω από την κατάθεση του ……….. αποδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη είχε συμφωνήσει να καλύπτει τις δαπάνες στέγασης των ναυτικών της, σημειωτέον ότι σύμφωνα με την ισχύουσα ΣΣΝΕ οφείλονται στο ναυτικό αποζημιώσεις διανυκτέρευσης εδώ όμως δεν καταβαλλόταν κάτι τέτοιο διότι οι ναυτικοί διέμεναν εκτός του πλοίου επειδή δεν υπήρχαν καμπίνες εντός. Επομένως επειδή σύμφωνα με το …………. η εφεσίβλητη μόνο στο Ηράκλειο εκπλήρωνε την υποχρέωση της αυτή, στη συγκεκριμένη περίπτωση οφείλει στο ναυτικό κατά το αγωγικό αίτημα και με βάση τα προσκομιζόμενα παραστατικά (σχετ. 5α έως 5θ) το ποσό των 793 ευρώ (61 ημέρες χ 13 ευρώ) που κατέβαλε αυτός στην Εστία Ναυτικών. Κατόπιν των ανωτέρω θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η κρινόμενη αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και με δεδομένο ότι έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τα υπέρ τρίτων ποσοστά κατά το ποσό που υπερβαίνει την αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο ηλεκτρονικό παράβολο ποσού 28,32 ευρώ με αριθμό ………….., να υποχρεωθεί η εναγομένη πλοιοκτήτρια να καταβάλει στον ενάγοντα ναυτικό, για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό χρηματικό ποσό των 6.756,15 ευρώ με το νόμιμο τόκο αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση (άρθρο 346 του ΑΚ). Μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας βαρύνει, μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος, την εφεσίβλητη εναγομένη λόγω της εν μέρει ήττας της κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 178, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τη από 15.10.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019 έφεση κατά της με αριθμό 3247/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών με τη δικονομική αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό ……../22.6.2018 αγωγής,

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν την έφεση

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 3247/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της με αριθμό ……../22.6.2018 αγωγής

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από με αριθμό ………/22.6.2018 αγωγή

Υποχρεώνει την εναγομένη σε αυτή εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα εκκαλούντα το ποσό των έξι χιλιάδων επτακοσίων πενήντα έξι ευρώ και δέκα πέντε λεπτών (6.756,15) ευρώ με το νόμιμο τόκο αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εφεσίβλητης εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, δηλαδή το ποσό των οκτακοσίων ευρώ (800) συνολικά

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  10 Ιουνίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ