Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 420/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 Αριθμός απόφασης 420 /2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

—————————————————————–

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τα κάτωθι αναφερόμενα δικόγραφα: α) Η από 13.9.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……../13.9.2018 και ……../17.9.2018) έφεση των εν όλω ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγόντων της ασκηθείσας ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 19.12.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../19.12.2016) αγωγής, και β) το από 4.3.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./4.3.2019) δικόγραφο προσθέτων λόγων έφεσης των εκκαλούντων, αμφότερα στρεφόμενα κατά της εκδοθείσας επί της αγωγής τους υπ’αριθμ. 977/2018 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, που απέρριψε αυτήν καθ’ολοκληρίαν ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, τα οποία πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).

Η από 13.9.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../ 13.9.2018 και ………./17.9.2018) έφεση των εν όλω ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγόντων κατά της υπ’αριθμ. 977/2018 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική δικαδικασία, επί της από 19.12.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../19.12.2016) αγωγής, διώκουσας την αναγνώριση του ανυποστάτου, άλλως επικουρικώς της ακυρότητας των από 8.12.2016  – φερομένων ως – αποφάσεων των  Έκτακτων Γενικών Συνελεύσεων των πρώτης έως και τετάρτης των εναγομένων – αλλοδαπών εταιριών, πλοιοκτητριών ισάριθμων πλοίων – περί εκλογής νέων μελών των Διοικητικών τους Συμβουλίων, των οποίων οι ενάγοντες τυγχάνουν μέτοχοι του συνόλου των μετοχών τους, ληφθεισών, (των προσβαλλομένων αποφάσεων) κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του εφαρμοστέου αλλοδαπού δικαίου της καταστατικής έδρας των εν λόγω εταιριών (της Λιβερίας) και του καταστατικού τους, με τη συμμετοχή των πέμπτου έως και ενάτου των εναγομένων, αβασίμως διισχυριζομένων μετόχων των εταιριών αυτών κατά συνολικό ποσοστό 55% του μετοχικού κεφαλαίου εκάστης, και με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω αγωγή στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 13.9.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../13.9.2018), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 26.2.2018  [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 13.9.2018, ήτοι μετά την 1η.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.2 του ίδιου νόμου), αλλά και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί στις 26.2.2018, όπως προεκτέθηκε, δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (στις 23.7.2015)], ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Περαιτέρω, οι αυτοί ως άνω εκκαλούντες άσκησαν κατά της ιδίας απόφασης πρόσθετους λόγους έφεσης με το από 4.3.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../4.3.2019) αυτοτελές δικόγραφό τους, πλήττοντας με αυτό τα ήδη εκκληθέντα με την έφεση κεφάλαια της προσβαλλομένης απόφασης, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου στις 4.3.2019, και, αφού συντάχθηκε έκθεση κάτωθεν τούτου, κοινοποιήθηκε  στους εφεσιβλήτους αυθημερόν, ήτοι πλέον των τριάντα (30) ημερών προ της αναγραφομένης στην αρχή της παρούσας απόφασης δικασίμου (4.4.2019), κατά την οποία προσδιορίσθηκε η συζήτηση της έφεσης, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’αριθμ. …………/4.3.2019 για τον καθέναν των εφεσιβλήτων αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ……….., και, επομένως, εμπρόθεσμα και νομότυπα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 520 παρ.2 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, καθώς και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων αυτής, τα οποία παραδεκτά φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμοδίου προς εκδίκασή τους, ενόψει και της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 19 και 31 παρ.1 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνουν τυπικά δεκτά και να διερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων, που διαλαμβάνονται στο κάθε δικόγραφο (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση.Οι ενάγοντες με την ένδικη αγωγή τους, που άσκησαν ενώπιον του Ναυτικού Τμήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ιστορούσαν ότι: α) O μεν πρώτος εξ αυτών είναι κύριος 275 ανωνύμων μετοχών των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, εταιριών με έδρα τη Λιβερία, πλοιοκτητριών των αναφερομένων στο δικόγραφο ισάριθμων δεξαμενοπλοίων (στην καθεμία ανήκει ένα πλοίο), που αντιπροσωπεύουν ποσοστό 55% του συνολικού εταιρικού κεφαλαίου τους, η δε δεύτερη, εταιρία συμμετοχών, αποκλειστικών συμφερόντων του ιδίου, κυρία 225 ονομαστικών μετοχών, οι οποίες αντιστοιχούν στο υπόλοιπο ποσοστό του 45% του μετοχικού κεφαλαίου των ιδίων εταιριών, β) μεταξύ του πατρός του πρώτου ……. ……. και του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη (ήδη αποβιώσαντος) ………….. αρχικά είχε συσταθεί αφανής εταιρία, με σκοπό την αγορά μετοχών πλοιοκτητριών εταιριών, και με συμφωνηθέν ποσοστό συμμετοχής εκάστου στα κέρδη από την εκμετάλλευση των πλοίων των εταιριών αυτών 80% και 20% αντίστοιχα, στην οποία (αφανή εταιρία), μετά το θάνατο του ……., υπεισήλθαν δυνάμει εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής τα τέκνα του κατά το εταιρικό του μερίδιο, ήτοι ο πρώτος εξ αυτών, καθώς και οι . ……., πατέρας των πέμπτου έως και όγδοης των εναγομένων και . ……., μητέρα του ενάτου εναγομένου, αμφότεροι ήδη αποβιώσαντες, έκαστος με συμφωνηθέν ποσοστό συμμετοχής στα κέρδη της 35%, 35% και 10% αντίστοιχα, το οποίο, μετά την αποχώρηση του ………… από την εταιρία, διαμορφώθηκε σε 45%, 45% και 10% αντίστοιχα, γ) στην ως άνω εταιρία εμφανής εταίρος ορίσθηκε ο πρώτος εξ αυτών (των εναγόντων) δυνάμει προφορικής συμφωνίας του με τους λοιπούς εταίρους, με αποτέλεσμα, με βάση τη συμφωνία τους αυτή και το νόμο, η κυριότητα των αποκτηθέντων εκ της διαχείρισης της αφανούς εταιρίας περιουσιακών στοιχείων, και δη των μετοχών των πλοιοκτητριών εταιριών, να περιέλθει σ’αυτόν, ο οποίος υποχρεούτο να αποδίδει στους λοιπούς εταίρους (τους αφανείς) τα κέρδη από τη λειτουργία της εταιρίας κατά το αναλογούν στον καθένα ποσοστό συμμετοχής του, όπερ και πράγματι εγένετο, δ) η εν λόγω εταιρία λειτούργησε απρόσκοπτα επί σειρά ετών, δηλαδή άνω των 50, χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο πρώτος εξ αυτών (των εναγόντων) εμφανιζόταν προς τους τρίτους ως ο μοναδικός μέτοχος των εν λόγω εταιριών, δηλωνόταν ως τέτοιος στις τράπεζες, διαχειριζόταν τα πλοία μέσω συσταθεισών εταιριών δικών του συμφερόντων, και τα ταμειακά διαθέσιμα των εναγομένων – πλοιοκτητριών εταιριών, ασκούσε όλα τα απορρέοντα εκ της κυριότητας των μετοχών τους δικαιώματα, και διόριζε τα μέλη των διοικητικών τους συμβουλίων, που στην ουσία εκτελούσαν τις εντολές του και ενεργούσαν βάσει των οδηγιών του, ε) μετά το θάνατο των αδελφών του εξ αυτών πρώτου – αφανών εταίρων και αδελφών του – ……….. και …….. και των συζύγων τους η ως άνω εταιρία συνεχίσθηκε με τα τέκνα τους, πέμπτο έως και ένατο των εναγομένων, ως κατά δήλωση των τελευταίων εξ αδιαθέτου κληρονόμους των αποβιωσάντων γονέων τους, στα εταιρικά μερίδια των τελευταίων και υπεισήλθαν δυνάμει καθολικής διαδοχής, με αποτέλεσμα να καταστούν αφανείς εταίροι της εταιρίας, οι μεν πέμπτος έως και όγδοη από κοινού σε ποσοστό 45% αυτής, ο δε ένατος κατά το ποσοστό του 10%, στ) η δραστηριότητα της ως άνω αφανούς εταιρίας στην εκμετάλλευση δεξαμενοπλοίων ασκείται πλέον διά των τεσσάρων πρώτων των εναγομένων εταιριών, πλοιοκτητριών τεσσάρων πλοίων, εκ των οποίων τρία υπό ελληνική σημαία και ένα υπό σημαία Λιβερίας,  ζ) το έτος 2015 ο εξ αυτών πρώτος λόγω του προκεχωρημένου της ηλικίας του έκρινε ότι η αφανής εταιρία πρέπει να λυθεί και να επακολουθήσει διαδικασία εκκαθάρισης και διανομής των περιουσιακών της στοιχείων, προς τούτο δε ενημέρωσε τους λοιπούς αφανείς εταίρους – ανεψιούς του, και τους ανακοίνωσε την πρόθεσή του να τους μεταβιβάσει κατά κυριότητα ανώνυμες μετοχές των πρώτης έως και τετάρτης των εναγομένων, οι οποίες θα αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 55% του μετοχικού τους κεφαλαίου, όσο και το συνολικό ποσοστό συμμετοχής τους στην αφανή εταιρία, και οι οποίες στη συνέχεια θα καθίσταντο ονομαστικές, κατόπιν απαίτησης των τραπεζών, πλην όμως αυτοί δεν ανταποκρίθηκαν στο αίτημά του, επικαλούμενοι δυσμενείς σε βάρος τους φορολογικές επιπτώσεις από την ονομαστικοποίηση των μετοχών, με αποτέλεσμα στη συνέχεια αυτός (ο πρώτος ενάγων), να δώσει εντολή σε δικηγορική εταιρία, η οποία δυνάμει μεταξύ τους καταρτισθείσας σύμβασης παρακαταθήκης κατείχε όλα τα έγγραφα των πλοιοκτητριών εταιριών, να εκκινήσει τη διαδικασία ονομαστικοποίησης ανωνύμων μετοχών των εταιριών αυτών, που αντιπροσώπευσαν ποσοστό 45% του μετοχικού τους κεφαλαίου, ήτοι 225 τέτοιων μετοχών,  και παράλληλα ο ίδιος μεταβίβασε διά παράδοσης 225 ανώνυμες μετοχές στη δεύτερη ενάγουσα, αλλοδαπή εταιρία, αποκλειστικά δικών του συμφερόντων, που κατέστη τοιουτοτρόπως μέτοχος των ως άνω εταιριών, η) τα Διοικητικά Συμβούλια των εταιριών αυτών με ληφθείσες αποφάσεις τους προέβησαν σε έκδοση μετοχικών τίτλων (ενός για κάθε εταιρία), που ενσωμάτωναν 225 μετοχές στο όνομα της δεύτερης ενάγουσας,  ενώ οι υπόλοιπες 275 μετοχές από τις συνολικά 500 του μετοχικού κεφαλαίου κάθε εταιρίας παρέμειναν ανώνυμες, εκδοθέντων σχετικώς δύο τίτλων, εκ των οποίων ο ένας ενσωμάτωνε 225 και ο άλλος 50 μετοχές αντίστοιχα, άπαντες δε οι τίτλοι αυτοί παραδόθηκαν στον πρώτο (ενάγοντα), ο οποίος διατήρησε στην κατοχή του τον τίτλο, που ενσωμάτωνε τις ονομαστικές μετοχές της δεύτερης, ενώ τους τίτλους, που ενσωμάτωναν τις ανώνυμες μετοχές των εν λόγω εταιριών παρέδωσε σε δικηγορική εταιρία, προκειμένου να τις φυλάξει για λογαριασμό του και να του τις αποδώσει σε πρώτη ζήτηση, και ουδέποτε μεταβιβάσθηκαν κατά κυριότητα, ούτε παραδόθηκαν στους πέμπτο έως και ένατο των εναγομένων, οι οποίοι, επομένως, και δεν κατέστησαν κύριοι αυτών και, συνακόλουθα, μέτοχοι των εναγομένων εταιριών, θ) η ανωτέρω δικηγορική εταιρία αρνήθηκε την απόδοση των εν λόγω μετοχικών τίτλων στον εξ αυτών (εναγόντων) πρώτο, όταν της ζητήθηκε από τον τελευταίο, αξιώνοντας δικαστική προς τούτο εντολή, αποβάλλοντάς τον τοιουτοτρόπως από τη νομή τους, ι) οι πέμπτος έως και ένατος των εναγομένων, εκμεταλλευθέντες το γεγονός αυτό, και, ισχυριζόμενοι αβάσιμα ότι είναι μέτοχοι του 55% του συνολικού εταιρικού κεφαλαίου των ως άνω εταιριών, και συγκεκριμένα οι πέμπτος έως και όγδοη από κοινού κύριοι 225 ανωνύμων μετοχών, και ο ένατος κύριος 50 ανωνύμων μετοχών εκάστης των εταιριών αυτών αντίστοιχα, ήτοι συνολικά κύριοι 275 μετοχών, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι των αποβιωσάντων γονέων τους και εν ζωή μετόχων τους, αιτήθηκαν σύγκληση των Γενικών τους Συνελεύσεων, με θέμα την εκλογή νέων μελών των Διοικητικών τους Συμβουλίων, οι οποίες και πράγματι διενεργήθηκαν στις 8.12.2006, παρά τη διαμαρτυρία της εξ αυτών (εναγόντων) δεύτερης, που εκπροσωπήθηκε κατά τη διεξαγωγή τους από πληρεξουσία δικηγόρο, η οποία, αφού εξέφρασε τις αντιρρήσεις της εντολέως της και παρέδωσε στους παρισταμένους σχετικά σημειώματα, αποχώρησε, καθώς της παρουσιάσθηκαν πίνακες μετόχων και, επομένως, εχόντων δικαίωμα ψήφου στις εν λόγω Συνελεύσεις, υπογεγραμμένοι από το Γραμματέα απασών των εταιριών, που ανακριβώς ενεφάνιζαν ως μετόχους τους τους πέμπτο έως και ένατο των εναγομένων, και όχι τον εξ αυτών (εναγόντων) πρώτο, και στις οποίες (Συνελεύσεις) αποφασίσθηκε η εκλογή νέων Δ.Σ., αποτελουμένων από τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής φυσικά πρόσωπα, ενώ δε συμμετείχαν πλέον σ’αυτά ο πρώτος τούτων (των εναγόντων) και ένα ακόμη πρόσωπο, που αποτελούσαν μεν μέλη των προηγουμένων Δ.Σ. όλων των εταιριών, πλην όμως με τις αποφάσεις αυτές αντικαταστάθηκαν. Με την επίκληση του ιστορικού αυτού ζήτησαν να αναγνωρισθεί το ανυπόστατο, άλλως η ακυρότητα, των ανωτέρω αποφάσεων των Γενικών Συνελεύσεων των τεσσάρων πρώτων εναγομένων πλοιοκτητριών εταιριών, καθώς και κάθε άλλης απόφασης οργάνων τους, που εδράζονται σ’αυτές, με βάση το εν προκειμένω εφαρμοστέο δίκαιο της Λιβερίας της καταστατικής τους έδρας, διότι, αφενός μεν λήφθηκαν από πρόσωπα, που στερούνται της μετοχικής ιδιότητας, καθώς οι πέμπτος έως και ένατος των εναγομένων συμμετείχαν μεν στα κέρδη της προαναφερθείσας αφανούς εταιρίας, πλην όμως ουδέποτε απέκτησαν δικαίωμα κυριότητας επί των 275 ανωνύμων μετοχών των λοιπών εναγομένων εταιριών, όπως αβάσιμα αυτοί ισχυρίζονται, αφετέρου δε δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις που προβλέπονται από τις περί εταιριών διατάξεις του Λιβεριανού Δικαίου, αλλά και από τις διατάξεις των καταστατικών των πλοιοκτητριών εταιριών, οι οποίες ρυθμίζουν τα θέματα της σύγκλησης των Γενικών τους Συνελεύσεων και της κοινοποίησης πρόσκλησης προς τους κατόχους των ανωνύμων μετοχών τους να παραστούν κατά την ορισμένη ημερομηνία διεξαγωγής των Συνελεύσεων αυτών, σύμφωνα με τα αναλυτικά στο αγωγικό δικόγραφο εκτιθέμενα, και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.977/2018 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την απόφαση αυτή, αφού κρίθηκε το ανωτέρω Δικαστήριο ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής, καθώς και ότι, εφόσον πρόκειται περί διαφοράς, που παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, διότι η καταστατική έδρα των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, των αποφάσεων των Γενικών Συνελεύσεων των οποίων ζητείται με την αγωγή η αναγνώριση του ανυποστάτου, άλλως της ακυρότητας, βρίσκεται στην αλλοδαπή (στη Λιβερία), με αποτέλεσμα να ανακύπτει ζήτημα ανεύρεσης του δικαίου που πρέπει να εφαρμοσθεί επί της υπόθεσης με βάση τις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, εφαρμοστέο τυγχάνει εν προκειμένω το δίκαιο της Λιβερίας όσον αφορά την εγκυρότητα των προσβαλλομένων αποφάσεων, και την επικαλούμενη μετοχική σχέση του πρώτου ενάγοντος με τις τέσσερις πρώτες εναγόμενες εταιρίες, ακολούθως α) απορρίφθηκε ως αόριστο το αίτημα της αγωγής ν’ αναγνωρισθεί ανυπόστατη άλλως άκυρη κάθε άλλη απόφαση των οργάνων των εναγομένων εταιριών, που στηρίζονται στις επίμαχες αποφάσεις, β) απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα τα αιτήματα περί αναγνώρισης του ανυποστάτου των εν λόγω αποφάσεων με βάση το κριθέν ως εφαρμοστέο δίκαιο της Λιβερίας και περί της κήρυξης της εκδοθησομένης απόφασης προσωρινά εκτελεστής ως εκ του αναγνωριστικού χαρακτήρα της αγωγής, και διευρευνήθηκε η αγωγή από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας με βάση τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα, χωρίς να ληφθούν υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, οι προσκομισθείσες από τους εναγομένους υπ’αριθμ. ……../26.1.2017 ένορκες βεβαιώσεις ισάριθμων μαρτύρων τους ενώπιον Συμβολαιογράφου, ως προς τις οποίες έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι, καθώς δόθηκαν προκειμένου να χρησιμοποιηθούν – μεταξύ άλλων δικών –  και  στη συγκεκριμένη δίκη, συνιστούν ανύπαρκτα αποδεικτικά μέσα, διότι δεν επληρείτο η απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ προϋπόθεση της προηγούμενης κλήτευσης των εναγόντων να παραστούν κατά την κατάθεση των μαρτύρων αυτών. Περαιτέρω, όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης, η αγωγή, κατά το μέρος, που κρίθηκε νόμιμη, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, και, συνακόλουθα, επιβλήθηκε σε βάρος των εναγόντων η δικαστική δαπάνη των εναγομένων, το ύψος της οποίας ορίσθηκε στο ποσό των 500 ευρώ, καθόσον έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφενός μεν ότι οι πέμπτος έως και ένατος των εναγομένων κατέστησαν κύριοι των επίμαχων 275 ανωνύμων μετοχών των τεσσάρων πρώτων εναγομένων ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι των αποβιωσάντων γονέων τους, και δη οι πέμπτος έως και όγδοη συγκύριοι από κοινού και κατ’ισομοιρίαν 225 τέτοιων μετοχών και ο ένατος κύριος 50 μετοχών αντίστοιχα, του ελληνικού δικαίου κριθέντος ως εφαρμοστέου επί του ζητήματος της κτήσης κυριότητας από τους ως άνω κληρονόμους επί των κληρονομιαίων μετοχών με βάση τη διάταξη του άρθρου 27 του ΑΚ, αφετέρου δε ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων των εναγομένων πλοιοκτητριών εταιριών δεν πάσχουν ακυρότητας για το λόγο ότι οι προαναφερθέντες εναγόμενοι, που συμμετείχαν και ψήφισαν σ’αυτές, είχαν μετοχική ιδιότητα, χωρίς να απαιτείται προς τούτο επιπλέον και η κατοχή και η εμφάνιση των μετοχών κατά τις Γενικές Συνελεύσεις, αλλά επιπροσθέτως και διότι δεν παραβιάσθηκαν οι επικαλούμενες από τους ενάγοντες διατάξεις του εφαρμοστέου δικαίου της Λιβερίας, αλλά και του καταστατικού των εταιριών αυτών, που αφορούν στη σύγκληση των επίμαχων Γενικών Συνελεύσεων, στην πρόσκληση των κατόχων ανωνύμων μετοχών να παραστούν, και στην απαιτούμενη απαρτία των μετόχων για τη λήψη απόφασης, τέλος δε απορρίφθηκε ως κατ’ουσίαν αβάσιμη η με την προσθήκη των προτάσεων των εναγόντων προβληθείσα ένσταση περί έλλειψης πληρεξουσιότητας των πληρεξουσίων δικηγόρων των τεσσάρων πρώτων εναγομένων να τις εκπροσωπήσουν στη δίκη. Κατά της ως άνω απόφασης οι ενάγοντες, έχοντες προφανές έννομο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό διάδικοι, άσκησαν, εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, όπως προεκτέθηκε: α) Την από 13.9.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/13.9.2018 και ………./17.9.2018) έφεσή τους, με την οποία πλήττουν την ως άνω απόφαση για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο του ένδικου αυτού μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται κυρίως σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης, και δη α) ως προς τις παραδοχές του περί της κυριότητας των πέμπτου έως και ενάτου των εναγομένων επί των επίμαχων 275 ανωνύμων μετοχών των τεσσάρων πρώτων εναγομένων – πλοιοκτητριών μετοχών, και, συνακόλουθα επί του κύρους των προσβαλλομένων αποφάσεων των Γενικών Συνελεύσεων των ως άνω εταιριών και την απόρριψη των περί του αντιθέτου προβαλλομένων με την αγωγή αιτιάσεών τους (των εναγόντων), ενώ, όπως ισχυρίζονται, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι οι συγκεκριμένες μετοχές ανήκουν κατά κυριότητα στον πρώτο εξ αυτών, και, κατά συνέπεια, οι επίδικες αποφάσεις είναι άκυρες, διότι συμμετείχαν και ψήφισαν σ’αυτές πρόσωπα που δεν είχαν την ιδιότητα του μετόχου, β) ως προς τις παραδοχές του επί του νομίμου της σύγκλησης των επίμαχων Γενικών Συνελεύσεων, ενώ, όπως διατείνονται, θα έδει να γίνει δεκτό ότι συγκλήθηκαν κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Νόμου περί Εμπορικών Εταιριών της Λιβερίας, που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής επί του ζητήματος, και των εσωτερικών κανονισμών (by – laws) των εταιριών αυτών, τις οποίες (διατάξεις) μη ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, γ) ως προς τις παραδοχές του επί του δικαιώματος συμμετοχής και ψήφου των πέμπτου έως και ένατου των εναγομένων κατά τη λήψη των προσβαλλομένων αποφάσεων των Γενικών Συνελεύσεων των λοιπών εναγομένων – εταιριών για την εκλογή νέων μελών των Διοικητικών τους Συμβουλίων, ενώ, κατά τα εκτιθέμενα στην έφεση, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι τα ανωτέρω πρόσωπα δεν εδικαιούντο να ψηφίσουν διότι, σε κάθε περίπτωση, ακόμη δηλαδή και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι οι Συνελεύσεις αυτές συγκλήθηκαν νομότυπα, δεν ήταν κάτοχοι και κομιστές των επίδικων ανώνυμων μετοχών των εταιριών αυτών, όπως απαιτείται από τις εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις του δικαίου της Λιβερίας, που αναφέρονται στο εφετήριο, και επίσης ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν κατά τρόπο μη ορθό, και, επομένως, δε μπορούσαν να ασκήσουν μετοχικά δικαιώματα, λαμβανομένου υπόψη ότι τις μετοχές αυτές κατείχε τότε δικηγορική εταιρία για λογαριασμό του πρώτου (ενάγοντος), προς τούτο δε και δεν τις προσεκόμισαν κατά τη διεξαγωγή των Γενικών Συνελεύσεων, και δ) ως προς τις παραδοχές του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί της προβληθείσας ένστασής τους (των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων) περί έλλειψης πληρεξουσιότητας των πληρεξουσίων δικηγόρων των τεσσάρων πρώτων εναγομένων να τις εκπροσωπήσουν στη δίκη στον πρώτο βαθμό, την οποία, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο, και ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις, το ανωτέρω Δικαστήριο απέρριψε, ενώ θα έπρεπε να την κάνει δεκτή, διότι οι προσκομισθείσες δικαστικές πληρεξουσιότητες φέρονται ότι δόθηκαν με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου εκάστης εταιρίας, οι οποίες όμως δε λήφθηκαν από τα νόμιμα Δ.Σ. τους, αλλά από πρόσωπα που δεν είχαν στην πραγματικότητα την ιδιότητα του μέλους του Δ.Σ., καθώς εξελέγησαν με τις προσβαλλόμενες με την αγωγή ως άκυρες αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων των εν λόγω εταιριών. 2) Το από 4.3.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../4.3.2019) δικόγραφο προσθέτων λόγων έφεσης, με το οποίο παραδεκτά πλήττονται από τους ασκήσαντες αυτό εκκαλούντες τα ήδη εκκληθέντα με την έφεσή τους κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, που επίσης αφορούν, όπως οι προβαλλόμενες μ’αυτούς αιτιάσεις συνολικά εκτιμώνται από το παρόν Δικαστήριο, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των προσαχθέντων αποδεικτικών μέσων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ειδικότερα αναφορικά με την κρίση του περί αυτοδίκαιης περιέλευσης στους πέμπτο έως και ένατο των εναγομένων της νομής των επίδικων ανωνύμων μετοχών των τεσσάρων πρώτων εναγομένων – πλοιοκτητριών εταιριών, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους των γονέων τους σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 983 του ΑΚ (του ελληνικού δικαίου κριθέντος ως εφαρμοστέου εν προκειμένω), καθώς, όπως οι ασκήσαντες τους πρόσθετους λόγους ισχυρίζονται, τέτοιες μετοχές δεν υπήρχαν προ του έτους 2015, όταν και εκδόθηκαν το πρώτον, και, επομένως, ούτε κατά το χρόνο του θανάτου των γονέων των εκ των εναγομένων φυσικών προσώπων (τα έτη 2004 και 2008 αντίστοιχα), όπερ συνεπάγεται ότι δε θα μπορούσαν να περιλαμβάνονται στην κληρονομιαία περιουσία των ως άνω θανόντων, ούτε βέβαια νοείται δικαίωμα νομής επί ανύπαρκτων πραγμάτων,  καθώς και ως προς την, επίσης περιληφθείσα στην προσβαλλόμενη απόφαση, κρίση περί εφαρμογής στο ζήτημα της κτήσης κυριότητας από τους ανωτέρω εναγομένους επί των επίμαχων μετοχών του ελληνικού δικαίου, ως προς το οποίο (ζήτημα), ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι κατά το χρόνο θανάτου των γονέων των εναγομένων αυτών υπήρχαν πράγματι μετοχές/μετοχικοί τίτλοι, που οπωσδήποτε δεν ήταν οι επίδικοι, αλλά προϋφιστάμενοι (προγενέστεροι) τίτλοι, τότε και πάλι εφαρμοστέο τυγχάνει το δίκαιο της lex rei sitae, ήτοι το δίκαιο της πολιτείας, όπου τα πράγματα αυτά βρίσκονταν κατά τους χρόνους του θανάτου/της κληρονομικής διαδοχής, και εν προκειμένω το δίκαιο της Αγγλίας, διότι οι εν λόγω τίτλοι, όπως και όλα τα έγγραφα των τεσσάρων πρώτων εναγομένων δεν είχαν ακόμη τότε αποσταλεί στην Ελλάδα, αλλά φυλλάσσοντο μέχρι το έτος 2012 στην Αγγλία για λογαριασμό του πρώτου των εναγόντων (εκκαλούντων και ασκησάντων τους πρόσθετους λόγους έφεσης) από δικηγόρο, που είχε συστήσει όλες τις εταιρίες του ομίλου, πολλώ δε μάλλον, που εφόσον πρόκειται περί ανωνύμων μετοχών (στον κομιστή), ήτοι ανωνύμων χρεωγράφων, τα εμπράγματα δικαιώματα «επί του χαρτίου» διέπονται από το Αγγλικό δίκαιο, κατά τα προεκτεθέντα, με βάση τη διάταξη του άρθρου 27 του ΑΚ, ενώ τα σαφώς διακρινόμενα δικαιώματα «εκ του χαρτίου» από το δίκαιο της Λιβερίας, ως το δίκαιο, το οποίο διέπει την έννομη σχέση, που συστάθηκε με την έκδοση «του χαρτίου», που εν προκειμένω είναι το δίκαιο της έδρας των τεσσάρων πρώτων εναγομένων/εταιριών, οι οποίες και εξέδωσαν τις εν λόγω μετοχές, και πάντως όχι από το ελληνικό δίκαιο, όπως έγινε δεκτό πρωτοδίκως. Ζητούν δε να γίνουν αμφότερα τα προαναφερθέντα δικόγραφα δεκτά και κατ’ουσίαν, ούτως ώστε, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, και κρατηθεί στη συνέχεια και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή τους καθ’ολοκληρίαν και ως κατ’ουσίαν βάσιμη.Ενόψει του ότι στην υπό κρίση περίπτωση πρόκειται περί ιδιωτικής διαφοράς από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέσης με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μερ, παρ. 2), τίθεται θέμα εξεύρεσης του εφαρμοστέου επ’αυτής δικαίου. Ως προς το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο λεκτέα τα εξής: Kατά το άρθρο 10 του ΑΚ η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Τα επιμέρους ζητήματα που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως «έδρα» νοείται στη διάταξη αυτή όχι η καταστατική, αλλά η πραγματική, δηλαδή ο τόπος, στον οποίο είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, με άλλα λόγια ο τόπος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υπόστασής του, στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για την λειτουργία του αποφάσεις. Απόκλιση από τον θεσπιζόμενο με το άρθρο 10 ΑΚ κανόνα της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου εισάγεται (πέραν εκείνης του άρθρου 24§3 εδάφ. 2 της κυρωθείσης με τον ν. 2893/1954 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας της 03-08-1954 μεταξύ της Ελλάδας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, περίπτωση που δεν ενδιαφέρει εδώ), με το άρθρο 1 ν. 791/1978, σύμφωνα με το οποίο ναυτιλιακές εταιρίες  που η σύστασή τους έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων (με εξαίρεση αυτές που είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες σκαφών αναψυχής) με ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 ν.27/1975 (που έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 28 του ν.814/1978, τροποποιηθεί με το άρθρο 75§5 του ν. 1892/1990 και αντικατασταθεί εκ νέου με το άρθρο 4 του ν. 2234/1994) ή των α.ν. 89/1967 και  378/1968, διέπονται ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται κατά το καταστατικό τους η (μόνη) έδρα τους, ανεξάρτητα από τον τόπο, από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Με τη διάταξη του άρθρου 25§7 του ν. 27/1975, όπως ισχύει κατά τα ανωτέρω, η εφαρμογή των διατάξεων αυτών του άρθρου 1 ν.791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές εταιρίες, πλοιοκτήτριες πλοίων με ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους διαχειρίζονται γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών του άρθρου 25 ν. 27/1975, όπως ισχύει κατά τα ανωτέρω. Η προαναφερθείσα περίπτωση αποτελεί εξαιρετικό δίκαιο, κατ’ απόκλιση του άρθρου 10 του ΑΚ, όπως η έννοιά του προσδιορίσθηκε ανωτέρω, αφού οι ως άνω διατάξεις ρητά συνδέουν την ικανότητα δικαίου αυτών των εταιριών στην Ελλάδα με το δίκαιο της χώρας της καταστατικής έδρας τους (ΟλΑΠ 2/2003 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος = ΕΕμπΔ 2003.60 = ΧρΙΔ 2003.240 = ΔΕΕ 2003.525, όπου σημείωση Λίας Αθανασίου και Σπυρίδωνος Αλεξανδρή στις σελίδες 527 επόμ. = ΕΝαυτΔ 2003.35, όπου και σημείωση Αθανασίου Μακράκη στη σελίδα 38 = ΝοΒ 2003.1392 = ΕπισκΕμπΔ 2003.117, όπου και εισαγωγικό σημείωμα Κωνσταντίνου Παμπούκη = ΕλλΔνη 2003.388, όπου και η πρόταση του Εισαγγελέα του ΑΠ Ευάγγελου Κρουσταλλάκη στη σελίδα 391, ΟλΑΠ 2/1999 ΑρχΝ 1999.351 = ΕλλΔνη 1999.271 = ΔΕΕ 1999.605 = Δ 2000.210 = ΕΕμπΔ 1999.364 = ΕπισκΕμπΔ 1999.451 = ΕΝαυτΔ 1999.81 = ΝοΒ 1999.1113 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 28 του ΑΚ, οι κληρονομικές σχέσεις διέπονται από το δίκαιο της ιθαγένειας, που είχε ο κληρονομούμενος, όταν πέθανε. Η εν λόγω διάταξη που υιοθετεί την αρχή της ενότητας της κληρονομίας, ορίζει εφαρμοστέο επί της κληρονομίας κινητών και ακινήτων, οπουδήποτε και αν αυτά κείνται, καθώς και για όλες τις δημιουργούμενες από την κληρονομία αυτή σχέσεις, το δίκαιο της κατά το χρόνο του θανάτου ιθαγένειας του κληρονομουμένου. Μεταξύ των δημιουργουμένων από την κληρονομία σχέσεων είναι και το κληρονομητό ή μη των κεφαλαιουχικών εταιριών, όπου λόγω του μη προσωποπαγούς χαρακτήρα της έννομης σχέσης, όπως συμβαίνει, κατά το άρθρο 773 του ΑΚ επί προσωπικών εταιριών, ισχύει το κληρονομητό, οπότε σε περίπτωση αλλοδαπής εταιρίας, με το δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομουμένου θα κριθεί αν, σε ποιον και με ποιους όρους μεταβιβάζεται το περιουσιακό τους στοιχείο, δηλαδή τα κληρονομικά μερίδια ή οι μετοχές της εταιρίας, οι οποίες (μετοχές) ενσωματώνουν σε αξιόγραφο (τίτλο) σταθερό ποσοστό του κεφαλαίου της εταιρείας και σαν πράγμα είναι αντικείμενο κυριότητας και κληρονομίας. Έτσι, στην περίπτωση των ναυτιλιακών εταιριών του άρθρου 1 του Ν. 791/78, σύμφωνα με το οποίο και κατ’απόκλιση του κανόνα του άρθρου 10 ΑΚ, ορίζεται ότι εφόσον η σύστασή τους έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας και ήταν ή είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίου υπό Ελληνική σημαία (με εξαίρεση αυτές που είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες σκαφών αναψυχής) διέπονται ως προς τη σύσταση ή ικανότητα δικαίου, από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται η καταστατική τους έδρα, ανεξαρτήτως του τόπου στον οποίο διευθύνονται εξ ολοκλήρου οι υποθέσεις τους (ΑΠ 1183/2019, 201/2014, αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος), το κληρονομητό ή όχι των μετοχών τους και ο τρόπος που υπεισέρχονται στην κληρονομία οι κληρονόμοι, αλλά και το ποσοστό τους θα κριθεί κατά το δίκαιο της ιθαγένειας, που είχε ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του (ΑΠ 1421/2014 ΔΕΕ 2015.244). Επομένως, επί των δημιουργουμένων εκ κληρονομίας σχέσεων, όπως είναι και το κληρονομητό ή μη των κεφαλαιουχικών εταιριών, ή αυτών που προσομοιάζουν με κεφαλαιουχικές, το δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομουμένου θα κρίνει αν, σε ποιον και με ποιους όρους μεταβιβάζονται ως κληρονομικά μερίδια οι μετοχές της εταιρίας, οι οποίες ενσωματώνουν σε αξιόγραφο (τίτλο) σταθερό ποσοστό του κεφαλαίου της εταιρίας και σαν πράγμα είναι αντικείμενο κυριότητας και κληρονομίας. Ειδικότερα, από το δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομουμένου ρυθμίζονται, εκτός των άλλων, η ύπαρξη και η έκταση του κληρονομικού δικαιώματος (ΕφΑθ 8614/1999 ΕλλΔνη 2002.1078, ΕφΘεσ 2010/2003 Αρμ 2005.849), ο χρόνος επέλευσης της κληρονομικής διαδοχής, οι προϋποθέσεις, με τις οποίες μπορεί να γίνει κάποιος κληρονόμος, η κτήση και η αποποίηση της κληρονομίας, τα ένδικα βοηθήματα του κληρονόμου κατά του προσώπου που αντιποιείται το κληρονομικό του δικαίωμα και τα ζητήματα, που αφορούν τον εκτελεστή της διαθήκης (Σπ.Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 1988,  κεφ ε΄, § 2, σελ 201 και Αστικός Κώδικας Απ Γεωργιάδη – Μιχ. Σταθόπουλου, άρθρο 28, αριθμ 2, 3, σελ. 53). Με βάση λοιπόν το ελληνικό δίκαιο, ως εκ του δικαίου της ιθαγένειας της κληρονομουμένων γονέων των πέμπτου έως και ενάτου των εναγομένων θα κριθεί εάν δύναται να κληρονομηθεί εξ αδιαθέτου η μετοχική σχέση, καθώς και οι επ’αυτής δηλωτικοί μετοχικοί τίτλοι των τεσσάρων πρώτων εναγομένων – πλοιοκτητριών εταιριών, ποιοι υπεισέρχονται στην πρώτη τάξη της κληρονομικής διαδοχής κ.ο.κ. (βλ. επίσης ειδικά επί του εφαρμοστέου δικαίου ως προς το κληρονομητό μετοχών Λιβεριανής εταιρίας – το δίκαιο της κατά το χρόνο του θανάτου ιθαγένειας του κληρονομουμένου – ΕφΑθ 4184/2011 ΕλλΔνη 2012.518). Όμως τα ζητήματα, που σχετίζονται με τη νομή και τα εμπράγματα δικαιώματα στα κληρονομιαία πράγματα ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας, όπου βρίσκονται (άρθρο 27 ΑΚ), ενώ κατά το δίκαιο αυτό ρυθμίζεται και η προστασία του εμπραγμάτου δικαιώματος, καθώς και τα διαθέσιμα μέσα για την προστασία του σε περίπτωση προσβολής (ΕφΑθ 8614/1999 ΕλλΔνη 2002.1078). Ειδικότερα κατά το άρθρο 27 του ΑΚ η νομή και τα εμπράγματα δικαιώματα σε κινητά και ακίνητα ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας που βρίσκονται. Σύμφωνα με την τελευταία διάταξη το δίκαιο της τοποθεσίας του πράγματος (lex rei sitae), κινητού ή ακινήτου, εφαρμόζεται για όλα τα εμπράγματα δικαιώματα, καθορίζοντας τα είδη τους, το περιεχόμενό τους, τον τρόπο κτήσης, μεταβίβασης και απώλειάς τους, κατά το ίδιο δε δίκαιο ρυθμίζεται η προστασία των εμπραγμάτων δικαιωμάτων και τα διαθέσιμα για την προστασία αυτών σε περίπτωση προσβολής μέσα (ΕφΠειρ 852/2013 ΔΕΕ 2013.1192). Επί ανωνύμων χρεογράφων τα επί του χαρτίου εμπράγματα δικαιώματα κρίνονται από τη lex rei sitae (στην περίπτωση των ενσωμάτων αξιογράφων, όπως είναι οι ανώνυμες μετοχές, από το δίκαιο του τόπου, όπου ευρίσκεται το αξιόγραφο, lex cartae sitae), ενώ τα εκ του χαρτίου δικαιώματα από το δίκαιο, που διέπει την έννομη σχέση που συστήθηκε με την έκδοσή του, και δη στην περίπτωση των ανωνύμων μετοχών από το δίκαιο της καταστατικής έδρας της εταιρίας, που τις εξέδωσε (lex sedis, βλ.σχετ. ΕφΑθ 4648/2014 ΔΕΕ 2015.145). Περαιτέρω, ως προς τη δυνατότητα ένας ή περισσότεροι μετοχικοί τίτλοι να ενσωματώνουν περισσότερες από μία μετοχές, ονομαστικές ή στον κομιστή, αν δύναται ένας μετοχικός τίτλος να ανήκει σε περισσότερους, το είδος και τον αριθμό των μετοχών, που μπορεί να εκδώσει η εταιρία τύπου Corporation, πως εκπροσωπείται η εταιρία αυτή, πώς συγκαλείται και συνέρχεται η Γενική Συνέλευση των μετόχων μίας τέτοιας εταιρίας, ποιοι θεωρούνται μέτοχοι, ποιοι μέτοχοι δικαιούνται να συμμετάσχουν και να ψηφίσουν στη Γενική Συνέλευση, ποιες είναι οι απαιτήσεις απαρτίας και πλειοψηφίας για τη λήψη απόφασης από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων, αν η παράβαση των διατάξεων αυτών επισύρει ακυρότητα και πώς αυτή απαγγέλλεται, τούτο θα κριθεί σύμφωνα με το καταστατικό δίκαιο των τεσσάρων πρώτων εναγομένων εταιριών, και συγκεκριμένα με το δίκαιο της Λιβερίας. Ειδικότερα στην κρινόμενη περίπτωση, από τις προσκομιζόμενες από τους εναγομένους από 30.11.2017 και 20.3.2017 νομικές πληροφορίες του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, σχετικά με την εμπορική ανώνυμη εταιρία (business corporation) και τις μετοχές της εταιρίας αυτού του τύπου κατά το δίκαιο της Λιβερίας, την από 8.2.2017 γνωμοδότηση του δικηγόρου Λιβερίας …….., και την από 14.9.2018 γνωμοδότηση του δικηγόρου Λιβερίας …. ., που προσκομίζουν οι ενάγοντες, την από 11.4.2017 γνωμοδότηση του δικηγόρου Λιβερίας …….., που προσκομίζουν οι εναγόμενοι, αλλά και τις διατάξεις του Λιβεριανού Νόμου περί Eμπορικών Eταιριών του 1976 (Title 5 Associations Law, 1976 Liberian Codes of Laws revised), οι οποίες προσκομίζονται από τους διαδίκους αυτούσιες, προκύπτουν τα κάτωθι: Στη Λιβερία, τα ζητήματα τα σχετικά με την εταιρία τύπου Cοrporation ρυθμίζονται από τον νόμο περί εμπορικών εταιριών του 1976 (Business Corporation Act 1976 – εφεξής: Νόμος), ο οποίος περιλαμβάνεται στον πέμπτο τίτλο («Τίτλος 5 – Δίκαιο Ενώσεων») του Κώδικα Νόμων της Λιβερίας (τέθηκε σε ισχύ την 3η Ιανουαρίου 1977). Για θέματα που δεν καλύπτονται από τη νομοθεσία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι κανόνες του αγγλικού και αμερικανικού κοινοδικαίου (το δίκαιο, δηλαδή, που διαμορφώθηκε από τη νομολογία με βάση τις προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις και την αρχή της επιείκειας). Ο εν λόγω τύπος εταιρίας, τόσο ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά του (π.χ. μετοχικό κεφάλαιο, γενικές συνελεύσεις, διοικητικό συμβούλιο, μερίσματα, εκκαθάριση, κλπ.), όσο και ως προς τον τρόπο σύστασης και λειτουργίας του, προσιδιάζει περισσότερο προς τις ανώνυμες εταιρίες  του ελληνικού δικαίου, με περισσότερη ωστόσο ευελιξία ως προς τη σύσταση και λήψη αποφάσεων των οργάνων της. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 4.4 του ως άνω νόμου, στο υποχρεωτικό περιεχόμενο του καταστατικού περιλαμβάνεται ρητή μνεία του αριθμού των μετοχών που μπορούν να εκδοθούν καθώς και της φύσης τους (ως μετοχές ονομαστικές ή ανώνυμες, μετά ή άνευ ονομαστικής αξίας κλπ). Σύμφωνα με την παράγραφο 5.1.(1) του Νόμου, η εταιρία έχει την εξουσία να εκδώσει τον αριθμό των μετοχών που αναφέρεται στο καταστατικό της. Τέτοιες μετοχές μπορούν να ανήκουν σε μία ή περισσότερες κατηγορίες ή σε μία ή περισσότερες σειρές εντός μίας κατηγορίας, καθεμία από τις οποίες κατηγορίες μπορεί να περιέχει μετοχές με ή χωρίς ονομαστική αξία, μπορεί να είναι ονομαστικές μετοχές ή μετοχές στον κομιστή, με δικαίωμα ψήφου, πλήρες ή περιορισμένο, ή χωρίς δικαίωμα ψήφου και κατανεμημένες σε τέτοιες σειρές ή έχουσες τέτοιες εξουσίες, δικαιώματα προτίμησης, δικαιώματα συμμετοχικά, ειδικά δικαιώματα και χαρακτηριστικά ή περιορισμούς, όπως θα ορίζει το καταστατικό ή η απόφαση περί έκδοσης τέτοιων μετοχών που λαμβάνεται από το διοικητικό συμβούλιο δυνάμει ρητής προς τούτο εξουσιοδότησης από τις διατάξεις του καταστατικού. Ο Νόμος δεν περιλαμβάνει διάταξη σχετικά με τη δυνατότητα ένας ή περισσότεροι μετοχικοί τίτλοι, οι οποίοι ενσωματώνουν μία ή περισσότερες μετοχές στον κομιστή ή και ονομαστικές μετοχές, να ανήκουν σε περισσότερα από ένα πρόσωπα από κοινού. Το κοινοδίκαιο προβλέπει τη δυνατότητα ορισμένο περιουσιακό στοιχείο να ανήκει από κοινού σε περισσότερα πρόσωπα. Εφόσον δεν προκύπτει άλλως από τον νόμο ή τη συμφωνία μεταξύ των μερών, η σχέση χαρακτηρίζεται ως «tenancy in common» (κατοχή από κοινού), η οποία συνίσταται στην κοινή και εξ αδιαιρέτου κατοχή ενός πράγματος από δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με ίσα ή ανόμοια μερίδια. Κάθε κάτοχος από κοινού κατέχει το κοινό αντικείμενο βάσει συγκεκριμένου τίτλου και είναι κύριος ενός αδιαίρετου δικαιώματος επί του αντικειμένου. «Κατοχή από κοινού» υφίσταται σε κάθε περίπτωση που το περιουσιακό στοιχείο αποτελεί αντικείμενο κυριότητας δύο ή περισσότερων προσώπων δυνάμει μεταβίβασης, κληρονομικής διαδοχής, δικαστικής απόφασης κ.λπ. Σύμφωνα με την παράγραφο 7.11.(1) του Νόμου, οι καταχωρισμένοι μέτοχοι που έχουν ονομαστικές μετοχές και οι κομιστές ανώνυμων μετοχών με δικαίωμα ψήφου στη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας έχουν μία ψήφο για κάθε μετοχή, εκτός αν το καταστατικό ορίζει άλλως. Σύμφωνα δε με τους κανόνες του κοινοδικαίου σχετικά με την «κατοχή από κοινού», η κατοχή του περιουσιακού στοιχείου από έναν εκ των «κατόχων από κοινού» λογίζεται ως κατοχή από όλους. Σύμφωνα με την παράγραφο 5.8.(1) του Νόμου, οι μετοχές της εταιρίας αντιπροσωπεύονται με πιστοποιητικά που υπογράφονται από δύο αξιωματούχους της εταιρίας (officers), εκτός αν έχει οριστεί μόνον ένας αξιωματούχος ή αν ως αρμόδιος έχει οριστεί οποιοσδήποτε εκ των αξιωματούχων της εταιρίας, οπότε τα πιστοποιητικά υπογράφονται από το πρόσωπο αυτό. Σύμφωνα με  τις παραγράφους 7.5.,7.6. l, 7.10. του Νόμου, στη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας συμμετέχουν οι μέτοχοι, που καταχωρίζονται εκ των προτέρων βάσει των μετοχικών τους τίτλων, καθώς και τα πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί να εκπροσωπήσουν μετόχους δυνάμει πληρεξουσίου (proxy) που υπογράφεται από τον μέτοχο ή πληρεξούσιό του (βλ. σχετικώς περί των ανωτέρω την προσκομιζόμενη από τους εναγομένους νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, σχετικά με την εμπορική ανώνυμη εταιρία business corporation κατά το λιβεριανό δίκαιο). Περαιτέρω, σύμφωνα με το δίκαιο της Λιβερίας, οι εταιρικές μετοχές θεωρούνται γενικά ατομική ιδιοκτησία, η οποία δύναται να μεταβιβάζεται όπως κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο, εκτός αν κάτι τέτοιο απαγορεύεται από το Καταστατικό ή από τον εσωτερικό Κανονισμό της εταιρίας. Σύμφωνα με το Λιβεριανό Δίκαιο των Εταιριών (τμήμα 5.8.2.) το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι μετά από αίτηση ενός μετόχου αυτός μπορεί να ανταλλάξει τις μετοχές στον κομιστή που κατέχει με ονομαστικές μετοχές ή τις ονομαστικές του μετοχές με μετοχές στον κομιστή. Η μετοχική ιδιότητα για τη συμμετοχή προσώπων που επικαλούνται ότι είναι μέτοχοι της εταιρίας στη Γ.Σ. των μετόχων της μπορεί ν’αποδειχθεί με οποιοδήποτε έγγραφο, διαθήκη, μία εγγραφή ή μία αυθεντική αγορά μετοχών από την εταιρία καθ’εαυτή ή από άλλους κατόχους μετοχών ή από τα εταιρικά αρχεία, τα οποία θα αποδεικνύουν πως και πότε τα πρόσωπα αυτά απέκτησαν τις μετοχές της εταιρίας (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω την προσκομιζόμενη από τους ενάγοντες από 8.2.2017 γνωμοδότηση του δικηγόρου Λιβερίας ……..). Περαιτέρω, οι βασικές διατάξεις σχετικά με τις συνελεύσεις των μετόχων του ανωτέρω τύπου εταιρίας έχουν περιληφθεί στο κεφάλαιο 7 του Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες: «7.1. Συνελεύσεις μετόχων. 1. Τόπος της συνέλευσης. Οι συνελεύσεις των μετόχων μπορούν να λαμβάνουν χώρα είτε εντός είτε εκτός Λιβερίας, όπως ορίζεται από τον εσωτερικό Κανονισμό (Bylaws). 2. Χρόνος διενέργειας της συνέλευσης. Εργασίες. Εκτός εάν οι διευθυντές (μέλη ΔΣ) εκλεγούν με έγγραφη συναίνεση αντί ετήσιας συνέλευσης, όπως επιτρέπεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, η ετήσια συνέλευση των μετόχων θα πραγματοποιείται για την εκλογή διευθυντών (μελών ΔΣ) σε ημερομηνία και ώρα, που θα καθορίζεται από ή σύμφωνα με τον τρόπο που προβλέπεται στον εσωτερικό κανονισμό (Bylaws)…». Η παράγραφος 7.1.3 του Νόμου ρυθμίζει τις συνέπειες της μη σύγκλησης γενικής συνέλευσης των μετόχων κατά τον ενδεδειγμένο χρόνο, και έχει σε μετάφραση ως εξής: «3. Παράλειψη σύγκλησης της συνέλευσης…Αν η ετήσια συνέλευση για την εκλογή των μελών του διοικητικού συμβουλίου δε γίνει κατά την ημερομηνία που έχει ορισθεί γι’αυτήν, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου συγκαλούν τη συνέλευση στον κατά το δυνατόν συντομότερο χρόνο. Σε περίπτωση παράλειψης σύγκλησης της ετήσιας συνέλευσης για περίοδο ενενήντα ημερών μετά την ημερομηνία που έχει οριστεί γι’αυτή ή, αν δεν έχει προσδιορισθεί ημερομηνία για περίοδο δεκατριών μηνών από τη σύσταση της εταιρίας ή από την τελευταία ετήσια συνέλευσή της, κάτοχοι τουλάχιστον του ενός δεκάτου των μετοχών, που δικαιούνται να ψηφίσουν για την εκλογή μελών του διοικητικού συμβουλίου μπορούν να ζητήσουν εγγράφως τη σύγκληση έκτακτης συνέλευσης, προσδιορίζοντας το χρόνο γι’αυτήν, ο οποίος δε μπορεί να είναι λιγότερος από δύο μήνες, ή περισσότερο από τρεις μήνες από την ημερομηνία της αντίστοιχης πρόσκλησης. Ο γραμματέας της εταιρίας, μόλις λάβει την έγγραφη αίτηση, ενημερώνει πάραυτα για τη συνέλευση αυτή, ή, αν παραλείψει να το πράξει, εντός των 5 επόμενων εργασίμων ημερών, μπορεί να το πράξει κάθε μέτοχος, που υπογράφει την αίτηση. Οι μετοχές της εταιρίας, που εκπροσωπούνται στην εν λόγω συνέλευση, είτε αυτοπροσώπως, είτε με πληρεξούσιο, είτε με δικηγόρο, και έχουν το δικαίωμα ψήφου σ’αυτή, συνιστούν απαρτία, παρά τυχόν αντίθετη διάταξη του καταστατικού ή του εσωτερικού κανονισμού». Στην παράγραφο 7.1.4 του Νόμου ορίζεται ότι: «Ειδικές (έκτακτες) συνελεύσεις. Ειδικές (έκτακτες συνελεύσεις των μετόχων μπορεί να συγκαλούνται από το διοικητικό συμβούλιο ή από πρόσωπο ή από πρόσωπο ή πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται προς τούτο από το καταστατικό ή τον εσωτερικό κανονισμό. Σε αυτές τις ειδικές συνελεύσεις θα λαμβάνονται μόνο αποφάσεις, που σχετίζονται με τον σκοπό ή τους σκοπούς, που καθορίζονται στην πρόσκληση που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 7.2.». Η συνέλευση, που συγκαλείται σύμφωνα  με την παράγραφο 7.1.3 του Νόμου σε περίπτωση παράλειψης σύγκλησης της ετήσιας συνέλευσης διακρίνεται από την έκτακτη συνέλευση, που συγκαλείται σύμφωνα με την παράγραφο 7.1.4 του ιδίου Νόμου και δεν επηρεάζεται από τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία σύγκλησης της τελευταίας (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη από τους εναγομένους από 20.3.2017 νομική πληροφορία του Iνστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου). Περαιτέρω, η πρόσκληση των μετόχων στη γενική συνέλευση της ανωτέρω εταιρίας ρυθμίζεται στην παράγραφο 7.2. του Νόμου, στην οποία προβλέπονται τα εξής: «1. Η απαίτηση (για πρόσκληση). Κάθε φορά που σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου οι μέτοιχοι απαιτείται ή επιτρέπεται να λάβουν αποφάσεις σε συνέλευση, η έγγραφη πρόσκληση πρέπει να αναφέρει τον τόπο, την ημερομηνία και την ώρα της συνέλευσης, και, εκτός αν πρόκειται για την ετήσια συνέλευση, θα σημειώνει ότι δίδεται από ή με εντολή του προσώπου, ή των προσώπων που συγκαλούν τη συνέλευση. Η πρόσκληση ειδικής (έκτακτης) συνέλευσης θα αναφέρει επίσης το σκοπό, για τον οποίο συγκαλείται η συνέλευση…2. Πρόσκληση μετόχων κατόχων ανώνυμων μετοχών. Η πρόσκληση σε συνέλευση παραδίδεται στους μετόχους που είναι κάτοχοι ανώνυμων μετοχών σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1.9. Η πρόσκληση περιλαμβάνει δήλωση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες οι μέτοχοι μπορούν να παραστούν στη συνέλευση και να ασκήσουν το δικαίωμα ψήφου». Σύμφωνα με την παράγραφο 1.9 του Νόμου, η παράδοση προσκλήσεων σε μετόχους που είναι κάτοχοι ανώνυμων μετοχών τελείται κατά τον τρόπο, που ορίζει το καταστατικό της εταιρίας. Απουσία τέτοιας διάταξης ή αδυναμία παράδοσης της πρόσκλησης κατά τον προβλεπόμενο τρόπο, η πρόσκληση δημοσιεύεται σε δημοσίευμα γενικής κυκλοφορίας στη Λιβερία ή στα μέρη που η εταιρία έχει τόπο επιχειρηματικής δραστηριότητας. Προσκλήσεις, που απαιτούν από το μέτοχο να προβεί σε ενέργειες, προκειμένου να διασφαλίσει δικαίωμα ή προνόμιό του, δημοσιεύονται σε χρόνο που εύλογα να επιτρέπει την τέλεση των ενεργειών αυτών. Σύμφωνα με την παράγραφο 7.3 του Νόμου, δεν απαιτείται η πρόσκληση μετόχου, ο οποίος έχει υποβάλει υπογεγραμμένη παραίτηση από την πρόσκληση είτε αυτοπροσώπως είτε διά εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου, είτε πριν είτε ύστερα από τη συνέλευση. Η παρουσία μετόχου στη συνέλευση, είτε αυτοπροσώπως είτε διά εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου, χωρίς να αμφισβητήσει πριν από τη λήξη της την έλλειψη πρόσκλησης, ισοδυναμεί με παραίτησή του από την πρόσκληση. Περαιτέρω, η παράγραφος 7.5.1 του Νόμου ρυθμίζει τον καθορισμό της ημερομηνίας εγγραφής (record day) για την πρόσκληση ή για το δικαίωμα ψήφου στη γενική συνέλευση. Η εν λόγω διάταξη έχει σε μετάφραση ως εξής: «7.5 Καθορισμός ημερομηνίας εγγραφής.1.Ημερομηνία εγγραφής για την πρόσκληση ή για το δικαίωμα ψήφου στη συνέλευση. Προκειμένου η εταιρία να προσδιορίσει τους μετόχους, που έχουν δικαίωμα πρόσκλησης ή δικαίωμα ψήφου σε οποιαδήποτε συνέλευση των μετόχων ή σε οποιαδήποτε μετ’αναβολή αυτής συνέλευση, το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να ορίσει ημερομηνία εγγραφής, η οποία δε μπορεί να προηγείται της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου, που την ορίζει και δε μπορεί να απέχει πάνω από εξήντα ημέρες και κάτω από δέκα ημέρες από την ημέρα της συνέλευσης. Αν το διοικητικό συμβούλιο δεν ορίσει τέτοια ημερομηνία εγγραφής, ημερομηνία εγγραφής για τον προσδιορισμό των μετόχων που έχουν δικαίωμα πρόσκλησης ή δικαίωμα ψήφου στη συνέλευση των μετόχων είναι το πέρας των εργασιών της ημέρας, που προηγείται της ημέρας της πρόσκλησης, ή εάν δεν υφίσταται υποχρέωση πρόσκλησης, το πέρας των εργασιών της ημέρας που προηγείται της ημέρας της συνέλευσης. Ο προσδιορισμός των εγγεγραμμένων μετόχων με δικαίωμα πρόσκλησης ή ψήφου στις συνελεύσεις των μετόχων ισχύει για κάθε μετ’αναβολή συνέλευση, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να ορίσει νέα ημέρα εγγραφής για τη μετ’αναβολή συνέλευση». Η παράγραφος 7.10 του Νόμου αναφέρεται στον προσδιορισμό των μετόχων, που μετέχουν στη γενική συνέλευση τέτοιου τύπου λιβεριανής εταιρίας βάσει του καταλόγου μετόχων, και έχει ως εξής: «7.10.Κατάλογος μετόχων στις συνελεύσεις. Ο κατάλογος των μετόχων, που είναι κάτοχοι ονομαστικών μετοχών κατά την ημερομηνία εγγραφής και των μετόχων, που είναι κάτοχοι ανώνυμων μετοχών και έχουν δικαίωμα ψήφου κατά την ημερομηνία εγγραφής, επικυρωμένος από τον αξιωματούχο της εταιρίας, που είναι υπεύθυνος για την κατάρτισή του από το όργανο μεταβίβασης, προσκομίζεται σε κάθε συνέλευση μετόχων, εφόσον το ζητήσει οποιοσδήποτε μέτοχος κατά τη συζήτηση ή πριν απ’αυτή. Εάν το δικαίωμα ψήφου μετόχου σε συνέλευση αμφισβητηθεί, ο ελεγκτής της συνέλευσης ή ο προεδρεύων σε αυτή ζητά την προσκόμιση του καταλόγου ως απόδειξη του δικαιώματος των προσώπων, των οποίων το δικαίωμα ψήφου στη συνέλευση αμφισβητείται, ενώ όλα τα πρόσωπα, που εμφαίνονται στον κατάλογο ως μέτοχοι με δικαίωμα ψήφου δύνανται να ψηφίσουν στην εν λόγω συνέλευση». Περαιτέρω στην παράγραφο 7.11 του Νόμου ορίζονται τα κάτωθι: «Δικαίωμα μετόχου. Κάθε δηλωμένος μέτοχος (μέτοχος ονομαστικών μετοχών) κατά την ημέρα καταγραφής και κάθε μέτοχος ανώνυμων μετοχών κατά την ημέρα καταγραφής, ο οποίος νομιμοποιείται να ψηφίσει, θα δικαιούται σε κάθε συνέλευση των μετόχων μίας ψήφου για κάθε μετοχή, που βρίσκεται στο όνομά του, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από το καταστατικό». Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι μέτοχοι, που δικαιούνται να συμμετάσχουν σε συνέλευση των μετόχων, προσδιορίζονται επί τη βάσει του καταλόγου μετόχων, που προβλέπεται στο άρθρο 7.10 του Νόμου (αλλά και στο άρθρο II παρ.5 του εσωτερικού κανονισμού των τεσσάρων πρώτων εναγομένων). Ο κατάλογος καταρτίζεται από τον εταιρικό αξιωματούχο (ο οποίος εάν δεν προβλέπεται διαφορετικά από το καταστατικό ή τον Εσωτερικό Κανονισμό είναι ο Γραμματέας της εταιρίας), ο οποίος είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία του από τον πράκτορα μεταβίβασης μετοχών (transfer agent). Σε περίπτωση που η εταιρία δεν έχει διορίσει πράκτορα μεταβίβασης μετοχών (transfer agent) o κατάλογος ετοιμάζεται απ’αυτόν τον εταιρικό αξιωματούχο. Ο αξιωματούχος αυτός ετοιμάζει τον κατάλογο επί τη βάσει των αρχείων/στοιχείων που είναι διαθέσιμα στην εταιρία. Ο κατάλογος συνιστά δεσμευτική απόδειξη ως προς τα πρόσωπα, που δικαιούνται να συμμετάσχουν και να ψηφίσουν στη συνέλευση των μετόχων τόσο έναντι των μετεχόντων στη συνέλευση, όσο και έναντι οποιουδήποτε τρίτου. Το δικαίωμα ενός προσώπου που αναγράφεται στον κατάλογο να μετάσχει και να ψηφίσει σε συνέλευση μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο ενώπιον δικαστηρίου στη Λιβερία ή ενώπιον δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία και μέχρι να αποφανθεί το δικαστήριο οποιοσδήποτε μπορεί και οφείλει να στηρίζεται στον κατάλογο ψηφιζόντων σε σχέση με τα πρόσωπα, που δικαιούνται να συμμετάσχουν στη συνέλευση των μετόχων, χωρίς να αμφισβητεί την εγκυρότητά του ή τα αρχεία, τις πληροφορίες ή τα τεκμήρια επί τη βάσει των οποίων ο κατάλογος έχει συνταχθεί από τον εταιρικό αξιωματούχο, που είναι υπεύθυνος για τη σύνταξή του. Συνεπώς, οι δικαιούχοι μετοχών στον κομιστή δε χρειάζεται να παρουσιάσουν τους ίδιους τους μετοχικούς τίτλους στον κομιστή κατά τη διάρκεια της συνέλευσης των μετόχων. Με άλλα λόγια εάν οι δικαιούχοι μετοχών στον κομιστή περιλαμβάνονται στον κατάλογο, που προβλέπεται στο άρθρο 7.10 του Νόμου, δικαιούνται να ψηφίσουν στη συνέλευση των μετόχων (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω την προσκομιζόμενη από τους εναγομένους από 11.4.2017 γνωμοδότηση του δικηγόρου Λιβερίας ………..). Περαιτέρω, οι διατάξεις των άρθρων 7.7.1. και 7.7.2 αναφέρονται στην απαρτία των μετόχων στις γενικές συνελεύσεις του συγκεκριμένου τύπου εταιρίας, και ορίζουν τα εξής: «7.7. Απαρτία των μετόχων.1. Αριθμός που συνιστά απαρτία. Εκτός αν το καταστατικό προβλέπει άλλως, η πλειοψηφία των μετόχων με δικαίωμα ψήφου, που εκπροσωπούνται, είτε αυτοπροσώπως είτε με πληρεξούσιο, συνιστά απαρτία στη συνέλευση των μετόχων, ωστόσο η απαρτία δε μπορεί να αποτελείται από ποσοστό κατώτερο του ενός τρίτου των μετοχών με δικαίωμα ψήφου στη συνέλευση. 2. Αποχώρηση των μετόχων κατά το σχηματισμό απαρτίας. Εφόσον καταρχάς υπάρχει απαρτία κατά την έναρξη της συνέλευσης, αυτή δεν απόλλυται σε περίπτωση επακόλουθης αποχώρησης μετόχων». Σύμφωνα δε με άρθρο II παρ.6 των εσωτερικών κανονισμών των τεσσάρων πρώτων εναγομένων «σε οποιαδήποτε συνέλευση των μετόχων η πλειοψηφία των μετόχων της εταιρίας, που δικαιούνται ψήφου, εκπροσωπούμενοι είτε αυτοπροσώπως, είτε διά πληρεξουσίου, θα αποτελούν απαρτία για τη συνέλευση των μετόχων. Εξάλλου, στο άρθρο II παρ.7 των ιδίων εσωτερικών κανονισμών προβλέπεται ότι: «Σε όλες τις συνελεύσεις των μετόχων, ένας μέτοχος μπορεί να ψηφίσει διά πληρεξουσίου, που έχει καταρτίσει ο μέτοχος εγγράφως ή διά νομίμως εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου». Στο άρθρο ΙΙΙ παρ.9 των κανονισμών αυτών ορίζεται ότι: «Oιοδήποτε και όλα τα μέλη του Δ.Σ. μπορούν να απομακρυνθούν για αιτία με ψήφο των μετόχων ή διά πράξεως του συμβουλίου. Τα μέλη του Δ.Σ. μπορούν να απομακρυνθούν χωρίς αιτία μόνο διά της ψήφου των μετόχων».                                                                                                                                  Τέλος, σύμφωνα με τους κανόνες του κοινοδικαίου, η άκυρη (void) δικαιοπραξία ή σύμβαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα (η ακυρότητα επέρχεται αυτοδικαίως). Ως ακυρώσιμη (voidable) δικαιοπραξία ή σύμβαση νοείται αυτή που λόγω συγκεκριμένου ελαττώματός της μπορεί να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση. Μέχρι να ακυρωθεί, παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματά της η δε προσβολή της εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαιούχου του δικαιώματος ακύρωσης. Κάθε δικαιοπραξία ή σύμβαση που είναι αντίθετη στον νόμο είναι καταρχήν άκυρη απ’αρχής. Δεν προβλέπεται η ακυρωσία των πράξεων που παραβιάζουν τον νόμο ή το καταστατικό αναφορικά με την αντικατάσταση του πιστοποιητικού μετοχών. Συνεπώς, τέτοια πράξη είναι αυτοδικαίως άκυρη. Ομοίως, δεν προβλέπεται η ακυρωσία των πράξεων που παραβιάζουν τον νόμο ή το καταστατικό αναφορικά με τη συμμετοχή στη γενική συνέλευση της εταιρείας προσώπων που είναι μέτοχοι ή εξουσιοδοτούνται εγκύρως από μέτοχο. Συνεπώς, οι αποφάσεις γενικής συνέλευσης στην οποία συμμετέχουν πρόσωπα που δεν είναι μέτοχοι ούτε εξουσιοδοτούνται εγκύρως από μέτοχο είναι αυτoδικαίως άκυρες (βλ.σχετ. περί αυτών την προσκομιζόμενη από τους εναγομένους από 30.1.2017 νομική πληροφορία του Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου σχετικά με τις μετοχές εταιρίας τύπου corporation κατά το λιβεριανό δίκαιο). Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Τις προσκομισθείσες στον πρώτο βαθμό καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων, με πρωτοβουλία των εναγόντων, μαρτύρων τους …….. και …………, οι οποίες δόθηκαν κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων να παραστούν κατά την κατάθεση των ανωτέρω μαρτύρων, όπως προκύπτει από την επίσης προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……./18.1.2017 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………., και περιέχονται στις υπ’αριθμ. …/24.1.2017 και …./24.1.2017 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις του Συμβολαιογραφούντος Διευθύνοντος το Προξενικό Γραφείο της Ελλάδας στο Λονδίνο ………., Γραμματέα Πρεσβείας Α΄, β) την παραδεκτά προσκομιζόμενη το πρώτον (άρθρο 529 παρ.1 του ΚΠολΔ) ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου στο πλαίσιο της έκκλητης δίκης, κατάθεση της, εκτός δίκης εξετασθείσας, με πρωτοβουλία των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων – ασκησάντων πρόσθετους λόγους έφεσης, μάρτυρός τους . ……. . ., η οποία δόθηκε κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων – καθ’ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, να παραστούν κατά τη λήψη της, όπως προκύπτει από τις επίσης προσαγόμενες υπ’αριθμ. …………/27.3.2019 εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ……….. και περιέχεται στην υπ’αριθμ. …./3.4.2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., μη λαμβανομένων υπόψη των προσκομισθεισών από τους εναγομένους στον πρώτο βαθμό υπ’αριθμ. υπ’αριθμ. …………/26.1.2017 ένορκων βεβαιώσεων ισάριθμων μαρτύρων τους ενώπιον  της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., και ήδη επαναπροσκομιζομένων από τους ίδιους διαδίκους και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στην κατ’έφεση δίκη, ως προς τις οποίες έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι, καθώς δόθηκαν προκειμένου να χρησιμοποιηθούν – μεταξύ άλλων δικών –  και  στη συγκεκριμένη δίκη, συνιστούν ανύπαρκτα αποδεικτικά μέσα, διότι, δεν πληρούται η απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ προϋπόθεση της προηγούμενης νομότυπης κλήτευσης των εναγόντων να παραστούν κατά τη λήψη τους, και, επομένως, δε μπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς η δικαστική αυτή κρίση να πλήττεται με λόγο έφεσης, γ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνεται και η προσκομιζόμενη από τους ενάγοντες υπ’αριθμ. …./19.12.2016 ένορκη βεβαίωση του ……….. ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., λαμβανομένης υπόψη μόνο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων γιατί έχει ληφθεί σε άλλη δίκη (βλ. μεταξύ άλλων ΑΠ 424/2018, ΑΠ 214/2012, αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος), και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το Δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η οικογένεια ……. δραστηριοποιείται επί σειρά ετών κατά βάση στο χώρο της ναυτιλίας. Ο  αποβιώσας το έτος 1961 ……. ……. (πατέρας του πρώτου ενάγοντος, του αποβιώσαντος στις 23.6.2008 . ……., τέκνα του οποίου είναι οι πέμπτος έως και όγδοη των εναγομένων, και της αποβιώσασας στις 22.6.2004 . ……., τέκνο της οποίας είναι ο ένατος εναγόμενος) ήταν αυτός, που ξεκίνησε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα την επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα, η οποία μετά το θάνατό του συνεχίσθηκε κυρίως από τους υιούς του ……. . και …., και αφορούσε ειδικότερα στην αγορά και εκμετάλλευση πλοίων, με ιδιαίτερα προσοδοφόρα αποτελέσματα, καθώς με την πάροδο του χρόνου δημιουργήθηκε μία από τις μεγαλύτερες ελληνικές ναυτιλιακές επιχειρήσεις με διεθνή δραστηριότητα, που πλέον διαθέτει έναν αξιόλογο στόλο πλοίων, έκαστο των οποίων ανήκει σε μία αλλοδαπή εταιρία, συμφερόντων του ομίλου. Συγκεκριμένα ο στόλος αυτός περιλαμβάνει – μεταξύ άλλων πλοίων- και τα κάτωθι αναφερόμενα: α) Το δεξαμενόπλοιο Μ/Τ «K», με αριθμό νηολογίου ……., υπό σημαία Λιβερίας, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, εταιρίας, η οποία συνεστήθη στις 31.8.2001, κατά τον εμπορικό νόμο της Λιβερίας με καταστατική έδρα την Μονρόβια της Λιβερίας, β) το δεξαμενόπλοιο Μ/Τ «GN», με αριθμό νηολογίου ….., υπό ελληνική σημαία, πλοιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης, εταιρίας, η οποία συνεστήθη στις 31.8.2001, κατά τον εμπορικό νόμο της Λιβερίας, με καταστατική έδρα την Μονρόβια της Λιβερίας, γ) το δεξαμενόπλοιο Μ/Τ «AG», με αριθμό νηολογίου ………, υπό ελληνική σημαία, πλοιοκτησίας της τρίτης εναγομένης, εταιρίας, η οποία συνεστήθη στις 16.4.2003, κατά τον εμπορικό νόμο της Λιβερίας, με καταστατική έδρα την Μονρόβια της Λιβερίας, και δ) το δεξαμενόπλοιο Μ/Τ «D», με αριθμό νηολογίου ……., υπό ελληνική σημαία, πλοιοκτησίας της τέταρτης εναγομένης, εταιρίας, που συνεστήθη στις 16.4.2002, κατά τον εμπορικό νόμο της Λιβερίας, με καταστατική έδρα την Μονρόβια της Λιβερίας, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα πιστοποιητικά σύστασης των εταιριών αυτών. Άπαντα τα ανωτέρω πλοία διαχειρίζεται η εταιρία με την επωνυμία «………..», η οποία ιδρύθηκε στις 18.2.1986 σύμφωνα με το Λιβεριανό δίκαιο, με καταστατική έδρα την Μονρόβια της Λιβερίας, και αριθμό εγγραφής .. .., και στη συνέχεια εγκατέστησε γραφείο στην Ελλάδα (στον Πειραιά, επί της οδού ………….), με βάση τις διατάξεις του ΑΝ 378/1968, του Ν. 814/1978, του Ν. 2234/1994, του Ν.3752/2009 και του Ν.4150/2013, που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. 1241.1895/19/22144/5.4.1996 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Ναυτιλίας, για σκοπούς που αφορούσαν πράξεις διαχείρισης, εκμετάλλευσης, ναύλωσης, ασφάλισης, διακανονισμού αβαριών, μεσιτείας αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων ή ασφαλίσεων πλοίων, με ελληνική ή ξένη σημαία, πάνω από 500 κόρους ολικής χωρητικότητας, με εξαίρεση τα επιβατηγά ακτοπλοϊκά πλοία που εκτελούν εσωτερικούς πλόες. Η δεύτερη ενάγουσα είναι αλλοδαπή εταιρία συμμετοχών (holding company), με έδρα τις Νήσους Μάρσαλ, αποκλειστικών συμφερόντων του πρώτου ενάγοντος. Το εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιο των ανωτέρω εταιριών ήδη διαιρείται σε 500 μετοχές, εκ των οποίων οι 225 είναι ονομαστικές, αντιπροσωπεύουν ποσοστό 45% του μετοχικού τους κεφαλαίου, έχουν ενσωματωθεί από τις 5.3.2015 όσον αφορά την πρώτη και τη δεύτερη εναγόμενη και από τις 7.7.215 όσον αφορά την τρίτη και την τέταρτη των εναγομένων αντίστοιχα σε έναν μετοχικό τίτλο με αριθμό 6, και ανήκουν πλέον κατά κυριότητα στη δεύτερη εναγόμενη, όπερ ουδόλως αμφισβητείται από  τους διαδίκους, ενώ οι υπόλοιπες 275 μετοχές τους, οι οποίες παραμένουν ανώνυμες (στον κομιστή), και αντιπροσωπεύουν συνολικό ποσοστό 55% του μετοχικού τους κεφαλαίου, έχουν ενσωματωθεί από τις 3.9.2015 σε δύο μετοχικούς τίτλους, και δη οι 225 εξ αυτών στο μετοχικό τίτλο με αριθμό 7 και οι υπόλοιπες 50 στο μετοχικό τίτλο με αριθμό 8 αντίστοιχα. Ως προς την κυριότητα των ανωνύμων μετοχών των τεσσάρων πρώτων εναγομένων ερίζουν τα διάδικα μέρη, καθόσον ο μεν πρώτος ενάγων ισχυρίζεται ότι από της ίδρυσης των εν λόγω εταιριών ο ίδιος υπήρξε o μοναδικός μέτοχος αυτών, ως ο εμφανής εταίρος, αρχικά συσταθείσας μεταξύ του πατρός του και ιδρυτή της ναυτιλιακής επιχείρησης ……. ……. και του …….. αφανούς εταιρίας, η οποία αποβιώσαντος του ……. ……. συνεχίσθηκε μεταξύ των τέκνων του (ήτοι του ιδίου του πρώτου ενάγοντος, και των αδελφών του , ……. και , …….), καθώς και του ήδη εταίρου ………… που σκοπό είχε την αγορά και την εκμετάλλευση πλοίων, διά της αγοράς των μετοχών των πλοιοκτητριών τους εταιριών, με συμφωνηθέν δικαίωμα συμμετοχής των εταίρων (εμφανούς και αφανών) στα κέρδη εκ της εμπορικής αυτής δραστηριότητας, κατά ποσοστό, μετά το θάνατο του ……. ……. και την επακολουθήσασα αποχώρηση από τον εταιρία του ……., 45% για τον ίδιο (τον πρώτο ενάγοντα), 45% για το ……. και 10% για τη .. ……. αντίστοιχα, καθώς και ότι στην εν λόγω αφανή εταιρία υπεισήλθαν οι πέμπτος έως και ένατος των εναγομένων μετά το θάνατο, αρχικά των ανωτέρω αφανών εταίρων πατρός των πέμπτου έως και όγδοης εξ αυτών . ……. και μητρός του ένατου .. ……. και, ακολούθως, και των συζύγων τους . ……. και ……… αντίστοιχα, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι τους, κατά το εταιρικό μερίδιο εκάστου (των αφανών εταίρων), με αποτέλεσμα να καταστούν, αιτία κληρονομίας, αφανείς εταίροι αυτής, οι μεν πέμπτος έως και όγδοη από κοινού και κατ’ισομοιρίαν κατά το ποσοστό του 45% και ο ένατος κατά το ποσοστό του 10%, με δικαίωμα μεν συμμετοχής στα κέρδη της κατά το προαναφερόμενο κληρονομηθέν ποσοστό, αλλά όχι και μέτοχοι των πλοιοκτητριών εταιριών, οι δε πέμπτος έως και ένατος των εναγομένων αρνούνται την ύπαρξη αφανούς εταιρίας, και διατείνονται ότι τυγχάνουν και αυτοί μέτοχοι των ως άνω εταιριών, και δη οι πέμπτος έως και όγδοη συγκύριοι από κοινού και κατ’ισομοιρίαν 225 ανωνύμων μετοχών, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι των αποβιωσάντων πατρός τους και εν ζωή κυρίου των μετοχών αυτών . ……. και της μεταποβιωσάσης μητρός τους . ……., και ο ένατος κύριος 50 ανωνύμων μετοχών, επίσης αιτία κληρονομίας, κατά τις διατάξεις της πρώτης τάξης της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, μετά το θάνατο της μητρός του και εν ζωή κυρίας των μετοχών αυτών . ……. και του μεταποβιώσαντος πατρός του ……….. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά το χρόνο διεξαγωγής των προσβαλλομένων με την αγωγή ως ακύρων από 8.12.2016 αποφάσεων των Γενικών Συνελεύσεων των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, τα Διοικητικά Συμβούλια αυτών, τα οποία είχαν εκλεγεί από τις διενεργηθείσες στις 2.9.2015 Γενικές Συνελεύσεις τους, αποτελούντο άπαντα από τον πρώτο ενάγοντα ως  Πρόεδρο, τον ……….. ως Αντιπρόεδρο και το ……. ως Ταμία/Γραμματέα. Στις 4.10.2016 οι πέμπτος έως και ένατος των εναγομένων με τις προσκομιζόμενες εξώδικες δηλώσεις/αιτήσεις τους, που απηύθυναν προς το Διοικητικό Συμβούλιο εκάστης των πλοιοκτητριών εταιριών και έθεσαν υπόψη του ανωτέρω ……. …, υπό την ιδιότητα του Ταμία/Γραμματέα του, στον οποίο και επιδόθηκαν τα εν λόγω έγγραφα, που επίσης απεστάλησαν στα μέλη των Δ.Σ. εκάστης και με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, επικαλούμενοι τη μετοχική τους ιδιότητα στις ανωτέρω εταιρίες κατά συνολικό ποσοστό 55%, καθώς και το γεγονός της μη σύγκλησης από το Δ.Σ. της κάθε εταιρίας της ετήσιας συνέλευσης των μετόχων της επί μακρόν χρονικό διάστημα από την παρέλευση του καθορισμένου χρόνου, αλλά και την έλλειψη εμπιστοσύνης τους προς συγκεκριμένα μέλη των Δ.Σ. των εταιριών, προκληθείσα λόγω, όπως επί λέξει αναφέρεται, «…μεταξύ άλλων, της σύγκρουσης συμφερόντων και της σοβαρής παραβίασης των καθηκόντων πίστης τους», ζήτησαν τη σύγκληση έκτακτης συνέλευσης των μετόχων εκάστης εταιρίας, με θέμα την εκλογή Διευθυντών, προσδιορίζοντας ως ημερομηνία διεξαγωγής της την 8η.12.2016. Ακολούθως, ο προαναφερόμενος ………., ως Γραμματέας των τεσσάρων πρώτων εναγομένων εταιριών, γνωστοποίησε, δις στις 5.10.2016 και στις 10.10.2016, τόσο την ανωτέρω ημερομηνία, όσο και τη συγκεκριμένη ώρα, καθώς και τον τόπο, στον οποίο ορίσθηκε να συγκληθούν οι Γενικές Συνελεύσεις εκάστης εταιρίας (τα γραφεία της, που στεγάζονταν στις εγκαταστάσεις της διαχειρίστριας όλων των πλοίων εταιρίας με την επωνυμία «…………» στον Πειραιά) στη δεύτερη ενάγουσα, όπερ ουδόλως αμφισβητήθηκε από την τελευταία, αλλά και στους πέμπτο έως και ένατο των εναγομένων, υπό την ιδιότητα των μετόχων των εταιριών αυτών, με σκοπό τη συζήτηση και λήψη απόφασης επί του ως άνω μοναδικού θέματος, διά της αποστολής σχετικής ειδοποίησης με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, και επιπροσθέτως διά της παράδοσης αντίστοιχου εγγράφου από εταιρία ταχυμεταφορών (άπαντα αυτά προσκομίζονται από τους εναγομένους). Πέραν δε τούτου ειδοποίηση προς τους μετόχους αναφορικά με την επικείμενη σύγκληση των Έκτακτων Γενικών Συνελεύσεων των ανωτέρω εταιριών, προκειμένου να συμμετάσχουν, με αναφορά των ορισθέντων ημερομηνίας και τόπου διεξαγωγής τους, δημοσιεύθηκε, τόσο στην αγγλική,  όσο και στην ελληνική γλώσσα, και στο φύλλο με αριθμό …. της 6ης.10.2016 της ημερήσιας εφημερίδας «…….», που κυκλοφορεί στην Αττική, στην οποία (ειδοποίηση) ρητά μνημονεύεται ότι «προς το σκοπό συμμετοχής τους οι μέτοχοι μπορούν να έχουν κατατεθειμένους τους μετοχικούς τίτλους τους σε πιστωτικό ίδρυμα ή ελεγκτική εταιρία ή δικηγόρο». Σημειωτέον ότι κατά το συγκεκριμένο χρόνο οι εκδοθέντες στις 3.9.2015 μετοχικοί τίτλοι 7 και 8, που, όπως προεκτέθηκε, ενσωμάτωναν 225 και 50 αντίστοιχα ανώνυμες (στον κομιστή) μετοχές των ανωτέρω εταιριών, ευρίσκοντο στην κατοχή του επί σειρά ετών δικηγόρου των κληρονόμων του ……. ……. και των εταιριών του ομίλου ……. εν γένει ……… της εδρεύουσας στον Πειραιά δικηγορικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», ο οποίος τους κατείχε από της έκδοσής τους, όπως αναλυτικά θα εκτεθεί κατωτέρω. Ακολούθως, ο Γραμματέας των ανωτέρω εταιριών …….. . συνέταξε για κάθε εταιρία τους προσκομιζομένους από 8.11.2016 και από 7.12.2016 καταλόγους «δικαιούχων ψήφου» και «των μετόχων που δικαιούνται να ψηφίσουν» κατά τις Γενικές Συνελεύσεις των μετόχων των εταιριών αυτών, ως προς τις οποίες είχε ορισθεί να λάβουν χώρα στις 8.12.2016, στους οποίους (καταρτισθέντες καταλόγους) εμφαίνονται ως μέτοχοι όλων των εταιριών, αφενός μεν η δεύτερη ενάγουσα με 225 ονομαστικές μετοχές, αφετέρου δε οι πέμπτος έως και όγδοη των εναγομένων με 225 ανώνυμες μετοχές συνολικά και ο ένατος εναγόμενος με 50 ανώνυμες μετοχές. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά τη διεξαγωγή στις 8.12.2016 των κατά τα προεκτεθέντα συγκληθεισών Γενικών Συνελεύσεων των μετόχων των τεσσάρων πρώτων εναγομένων/εταιριών εμφανίσθηκαν οι πέμπτος έως και ένατος εναγόμενοι, ως μέτοχοι των εταιριών αυτών, και δη ως κύριοι 275 ανωνύμων μετοχών τους, εκπροσωπουσών συνολικό ποσοστό 55% του καταβεβλημένου μετοχικού τους κεφαλαίου, και εγγράφως παραιτήθηκαν του δικαιώματος ειδοποίησής τους περί των εν λόγω συνελεύσεων. Η δεύτερη ενάγουσα, κυρία 225 ονομαστικών μετοχών, εκπροσωπήθηκε στις συνελεύσεις αυτές διά πληρεξουσίας δικηγόρου, η οποία ενεχείρισε στον Πρόεδρο των συνελεύσεων έγγραφη διαμαρτυρία της εντολέως της, με την οποία αμφισβητείτο το κύρος των συνελεύσεων, και στη συνέχεια απεχώρησε. Ειδικότερα, με τα παραδοθέντα έγγραφα, η δεύτερη ενάγουσα, εκπροσωπηθείσα κατά τα ανωτέρω, αφενός μεν διαμαρτύρεται για τη σύγκληση των εν λόγω συνελεύσεων, αναφέροντας ότι ο πίνακας μετόχων είναι εσφαλμένος, ότι ουδέποτε εστάλη πρόσκληση στους μετόχους των ανωνύμων μετοχών, καθώς και ότι ο πρώτος ενάγων, μέτοχος των εταιριών αυτών κατά ποσοστό 55%, δεν παρίσταται, και, επομένως, δεν υπάρχει απαρτία, αφετέρου δε δηλώνει ότι δεν αναγνωρίζει τις συνελεύσεις ως «κανονικές», και, ως εκ τούτου, δε θα συμμετάσχει σε καμία ψηφοφορία ή άλλη διαδικασία, αλλά και ότι οποιαδήποτε απόφαση υιοθετηθεί θα είναι άκυρη και μη εκτελεστή. Εν συνεχεία, διαπιστωθείσης από τον Πρόεδρο των συνελεύσεων απαρτίας, ως εκ της παρουσίας σ’αυτές των πέμπτου έως και ενάτου των εναγομένων, και επακολουθησασών συζήτησης και ψηφοφορίας, αποφασίσθηκε η απομάκρυνση των υφισταμένων μελών των Δοικητικών Συμβουλίων όλων των εταιριών και η εκλογή άλλων προσώπων ως μελών τους, και δη των αναφερομένων στα προσκομιζόμενα από τους εναγομένους πρακτικά της συνέλευσης εκάστης εταιρίας, που συνετάγησαν σχετικώς. Τα νεοεκλεγέντα Δ.Σ. εκάστης εταιρίας συνεδρίασαν αυθημερόν και εξέλεξαν, όσον αφορά την πρώτη και την τρίτη των εναγομένων, τον έκτο εναγόμενο ως Πρόεδρο, το ……. . ως Γραμματέα, και την έβδομη εναγόμενη ως Ταμία, ενώ, όσον αφορά τις δεύτερη και τέταρτη εναγόμενες, ως Πρόεδρο επίσης τον έκτο εναγόμενο, ως Γραμματέα ομοίως το ……. ., και ως Ταμία τον ένατο εναγόμενο, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από τους εναγομένους πρακτικά των έκτακτων συνεδριάσεων των Δ.Σ. εκάστης εταιρίας, που έλαβαν χώρα στις 8.12.2016. Οι ενάγοντες με την αγωγή τους προσβάλλουν ως άκυρες τις ανωτέρω αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων των τεσσάρων πρώτων εναγομένων/πλοιοκτητριών εταιριών, με την επισήμανση ότι το αγωγικό αίτημα περί αναγνώρισης του ανυποστάτου των επίμαχων αποφάσεων απορρίφθηκε ως μη νόμιμο από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διότι, όπως έγινε δεκτό, τέτοια έννομη συνέπεια δεν προβλέπεται από το εν προκειμένω εφαρμοστέο δίκαιο της Λιβερίας, της καταστατικής έδρας των εταιριών αυτών, σε περίπτωση που συντρέχουν οι επικαλούμενοι στην αγωγή λόγοι, που αφορούν στο κύρος των αποφάσεων γενικών συνελεύσεων εταιριών τύπου corporation, και επίσης επισημάνθηκε και στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, χωρίς η κρίση αυτή να πλήττεται με τα κρινόμενα έφεση και δικόγραφο προσθέτων λόγων, όπως απαιτείται, προκειμένου να μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και να καταστεί αντικείμενο της έκκλητης δίκης.  Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πάσχουν διττώς, διότι, αφενός μεν ελήφθησαν από πρόσωπα, που στερούντο της μετοχικής ιδιότητας, καθώς οι πέμπτος έως και ένατος των εναγομένων ουδέποτε απέκτησαν κυριότητα επί των μετοχών των πλοιοκτητριών εταιριών, των οποίων μόνον ο πρώτος (των εναγόντων) κατέστη κύριος ήδη από της ίδρυσης των εν λόγω εταιριών, ως ο εμφανής εταίρος συσταθείσας αφανούς εταιρίας, με βάση τα μεταξύ αυτού και των εκάστοτε αφανών εταίρων συμφωνηθέντα,  όπως έχει ήδη εκτεθεί, ο οποίος και μόνον κάλυψε το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου των εταιριών αυτών αποκλειστικά, και ασκούσε ανέκαθεν όλα τα απορρέοντα από τη μετοχική του ιδιότητα δικαιώματα, ει μη μόνον δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη της αφανούς εταιρίας, ούτε βέβαια παρέλαβαν ποτέ τις επίμαχες μετοχές στην κατοχή τους, όπως απαιτείται κατά το εφαρμοστέο δίκαιο της Λιβερίας, προκειμένου να επέλθει μεταβίβασή τους, αφού ο πρώτος (των εναγόντων) παρέδωσε τους αντίστοιχους μετοχικούς τίτλους στην ως άνω δικηγορική εταιρία προς φύλαξη, που τους κατείχε για λογαριασμό του, με αποτέλεσμα οι καταρτισθέντες από το Γραμματέα των εταιριών …….., ενόψει της σύγκλησης των επίμαχων γενικών συνελεύσεων πίνακες των δικαιουμένων να ψηφίσουν στις συνελεύσεις αυτές προσώπων, οι οποίοι εμφάνιζαν ως μετόχους των εταιριών και τους ανωτέρω εναγομένους, να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αφετέρου δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις, που προβλέπονται από το δίκαιο της Λιβερίας και το καταστατικό των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, και αφορούν στη σύγκληση της γενικής συνέλευσης των μετόχων μίας τέτοιου τύπου εταιρίας, και δη 1) οι συνελεύσεις αυτές δεν συγκλήθηκαν με απόφαση του Δ.Σ. ή του Προέδρου του, ή του Προέδρου του κατόπιν αιτήματος μετόχων, που κατέχουν ποσοστό τουλάχιστον 10% του συνόλου των μετοχών, όπως ορίζει το άρθρο 2.2 των καταστατικών όλων των εταιριών για την έκτακτη Γ.Σ., και 2) δεν κοινοποιήθηκε πρόσκληση στους κατόχους των ανωνύμων μετοχών των πλοιοκτητριών εταιριών για τις συνελεύσεις αυτές, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1.9 του Νόμου  περί Εταιριών της Λιβερίας. Εκ του συνόλου των προσκομισθέντων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων γίνεται δεκτό ότι οι 275 ανώνυμες μετοχές των τεσσάρων πρώτων εναγομένων δεν ανήκουν κατά κυριότητα στον πρώτο ενάγοντα, όπως αναφέρεται στην αγωγή, αλλά στους πέμπτο έως και ένατο των εναγομένων, και δη οι 225 στους πέμπτο έως και όγδοη εξ αυτών από κοινού και κατ’ισομοιρίαν, και οι υπόλοιπες 50 στον ένατο εναγόμενο, ενώ ο ισχυρισμός των εναγόντων περί προφορικής σύστασης αφανούς εταιρίας με εμφανή εταίρο τον πρώτο ενάγοντα, διά της οποίας ουσιαστικά ασκείτο απ’αυτόν προσωπικά όλη η επιχειρηματική ναυτιλιακή δραστηριότητα των πλοιοκτητριών εταιριών, με δικαίωμα συμμετοχής των ανεψιών του, πέμπτου έως και ενάτου των εναγομένων, στα εκ της λειτουργίας της κέρδη και μόνον, και όχι κυριότητας επί των επίμαχων μετοχών των ανωτέρω εταιριών, οι οποίες φέρονται ως ανήκουσες στον ίδιο αποκλειστικά ακριβώς λόγω της ιδιότητάς του ως εμφανούς εταίρου και της εκ μέρους του διαχείρισης υπό την ιδιότητα αυτή της επί σειρά ετών λειτουργήσασας μεταξύ τους αφανούς εταιρίας, που επίσης διαλαμβάνεται στην αγωγή, κρίνεται ως αβάσιμος. Επί του ισχυρισμού αυτού περί αφανούς εταιρίας λεκτέα τα κάτωθι: Πρωτίστως, με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που επικαλείται ο πρώτος ενάγων στην αγωγή, ακόμη και εάν ήθελε αυτά υποτεθούν αληθή, δε μπορεί να θεμελιωθεί κατά νόμο ο ως άνω ισχυρισμός, διότι ελλείπουν εν προκειμένω τα βασικά εννοιολογικά στοιχεία της αφανούς εταιρίας, που απαιτείται να συντρέχουν, και τη διακρίνουν από άλλες παρεμφερείς έννομες σχέσεις, και ειδικότερα τα εννοιολογικά στοιχεία του άρθρου 741 του ΑΚ, καθώς και αυτή υπάγεται στην έννοια γένους της εταιρίας του ΑΚ, και, συνεπώς, προκειμένου να γίνει δεκτό ότι το κάθε φορά υπό αξιολόγηση μόρφωμα είναι αφανής εταιρία, θα πρέπει να διαπιστώνεται ότι συνιστά σύμβαση, με περιεχόμενο την αμοιβαία υποχρέωση όλων των εταίρων (εμφανούς και αφανών) να επιδιώκουν με κοινές εισφορές κοινό σκοπό, όπερ δεχόταν η νομολογία και υπό το παλαιό καθεστώς (των άρθρων 47-50 του ΕμπΝ), δηλαδή και πριν από τη ρύθμιση της αφανούς εταιρίας με τα άρθρα 285 έως 292 του ν.4072/2012. Ειδικότερα, βασικό εννοιολογικό στοιχείο της αφανούς εταιρίας (όπως συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 285 του ν.4072/2012 και γινόταν δεκτό και υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, βλ. σχετ.ΑΠ 1064/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος) είναι ότι ο εμφανής εταίρος ασκεί στο όνομά του εμπορική δραστηριότητα, δηλ. μία ή περισσότερες πράξεις απ’αυτές, που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3 του β.δ. της 2/14.5.1835 περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων, διά της σύναψης εμπορικών συναλλαγών με τρίτους στο όνομά του, στα αποτελέσματα εκ των οποίων συμμετέχουν και οι αφανείς εταίροι, όπερ συνεπάγεται ότι δεν πρόκεται περί αφανούς εταιρίας, όταν ο φερόμενος ως εμφανής εταίρος δε συνάπτει στο όνομά του εμπορικές συναλλαγές με τρίτους, αλλά απλά μετέχει σε συλλογικά διοικητικά όργανα νομικών προσώπων, με την περαιτέρω επισήμανση ότι ο εμφανής εταίρος δε μπορεί να αναθέτει την άσκηση των διαχειριστικών του καθηκόντων σε τρίτα πρόσωπα, αλλά υποχρεούται να τα ασκεί αυτοπροσώπως, μη επιτρεπομένης υποκατάστασης, καθώς η σχέση που συνδέει τους αφανείς εταίρους με το διαχειριστή (τον εμφανή εταίρο) είναι σχέση εμπιστοσύνης, δηλαδή προσωποπαγής σχέση, και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση σε τρίτους όλων ή μερικών διαχειριστικών αρμοδιοτήτων, όπως συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 715 του ΑΚ, αναλογικά εφαρμοζόμενη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 754 του ιδίου Κώδικα, σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του διαχειριστή εταίρου. Σημειωτέον επίσης ότι η άσκηση της δραστηριότητας του  εμφανούς εταίρου καθίσταται δυνατή, μεταξύ άλλων, και με τη χρησιμοποίηση των εισφορών των αφανών εταίρων, οι οποίες, ως εκ τούτου, θα πρέπει να είναι κατάλληλες προς επίτευξη του συμφωνηθέντος κοινού στόχου. Εν προκειμένω, ο πρώτος ενάγων ισχυρίζεται με την αγωγή ότι σκοπός της αφανούς εταιρίας, που είχε συσταθεί μεταξύ του ιδίου ως εμφανούς εταίρου και των αποβιωσάντων αδελφών του ως αφανών εταίρων, στην οποία μετά το θάνατο των τελευταίων υπεισήλθαν τα τέκνα τους, πέμπτος έως και ένατος των εναγομένων, η εκπλήρωση του οποίου (σκοπού) είχε ανατεθεί αποκλειστικά στον ίδιο, ήταν η εκμετάλλευση των τεσσάρων δεξαμενοπλοίων, ήτοι ότι η δράση του ως εμφανούς εταίρου συνίστατο ειδικότερα στη συμμετοχή του ως μέτοχος στις γενικές συνελεύσεις των πλοιοκτητριών εταιριών, στη διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευση των πλοίων και διαχείριση των ταμειακών διαθεσίμων των εταιριών, και στην απόδοση στους εμφανείς εταίρους των αναλογούντων σ’αυτούς κερδών από τη δραστηριότητα των εταιριών. Πλην όμως, λαμβανομένων υπόψη των εννοιολογικών χαρακτηριστικών, που πρέπει να συγκεντρώνει η αφανής εταιρία, και προαναφέρθηκαν, τα ανωτέρω επικαλούμενα από τον πρώτο ενάγοντα περιστατικά ουδόλως αρκούν για να θεμελιώσουν τον ισχυρισμό του περί προφορικής σύστασης και λειτουργίας επί σειρά ετών αφανούς εταιρίας, για την παραδοχή του οποίου κρίσιμο στοιχείο αποτελεί το ότι θα πρέπει να προκύπτει από διάφορα περιστατικά ότι ο εμφανής εταίρος με την εκ μέρους του χρησιμοποίηση των εισφορών των εμφανών εταίρων ασκεί εμπορική δραστηριότητα στο όνομά του, εκ της οποίας προκύπτουν κέρδη ή ζημίες, στα οποία συμμετέχουν όλοι οι εταίροι. Εν προκειμένω, η κατοχή των μετοχών των τεσσάρων πρώτων εναγομένων/πλοιοκτητριών εταιριών από τον πρώτο ενάγοντα, που προφανώς υποννοείται ότι είχαν παραχωρηθεί σ’αυτόν από τους αφανείς εταίρους ως εισφορά στη συσταθείσα αφανή εταιρία με βάση μεταξύ τους σχετική συμφωνία, η συμμετοχή του με αυτές στις ψηφοφορίες κατά τις γενικές συνελεύσεις των εταιριών και η άσκηση των δικαιωμάτων του μετόχου, δεν αποτελούν εμπορικές πράξεις, από τις οποίες μπορούν να προκύψουν οικονομικά αποτελέσματα, όπως απαιτεί ο νόμος για την ύπαρξη αφανούς εταιρίας, λαμβανομένου περαιτέρω υπόψη και του ότι, στην περίπτωση αυτή, η σχέση που τον συνέδεε με τα αδέλφια του, και στη συνέχεια με τους κληρονόμους τους, θα μπορούσε να είναι και σχέση παρακαταθήκης των μετοχών με παροχή προς αυτόν πληρεξουσιότητας ψήφου στις γενικές συνελεύσεις, και όχι αναγκαστικά σχέση αφανούς εταιρίας. Ακόμη δε και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι σκοπός της κατοχής των μετοχών απ’αυτόν ήταν να έχει τη δυνατότητα να εκλέγει στα διοικητικά συμβούλια πρόσωπα, τα οποία θα ασκούν τη διοίκηση των εταιριών σύμφωνα με τις εντολές και οδηγίες του, δηλαδή ότι η δραστηριότητά του ως εμφανούς εταίρου συνίστατο στην έμμεση διοίκηση των εν λόγω εταιριών, μέσω εντολών του προς τα διοικητικά τους συμβούλια, η δραστηριότητα αυτή δεν είναι εμπορική, όπως απαιτεί πλέον το άρθρο 285 του ν.4072/2012 και γινόταν επίσης δεκτό και από το προϊσχύσαν δίκαιο ότι απαιτείται για την ύπαρξη αφανούς εταιρίας. Σημειωτέον ότι η άσκηση από τα μέλη των διοικήσεων εμπορικών εταιριών εμπορικών πράξεων δεν τους προσδίδει την εμπορική ιδιότητα, διότι οι πράξεις αυτές γίνονται στο όνομα και για λογαριασμό των εταιριών, και όχι ατομικά, στο όνομα και για δικό τους λογαριασμό, πολλώ δε μάλλον, που εν προκειμένω, όπως ισχυρίζεται ο πρώτος ενάγων, δεν ασκούσε ο ίδιος εμπορικές πράξεις για λογαριασμό των εταιριών, αλλά έδινε εντολές προς τα μέλη της διοίκησής τους. Επιπροσθέτως ο πρώτος ενάγων διατείνεται ότι η συμβολή του στην επίτευξη του σκοπού της εν λόγω αφανούς εταιρίας, ήταν η από τον ίδιο διοίκηση των τεσσάρων δεξαμενοπλοίων. Εντούτοις, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, η διοίκηση των πλοίων δε γινόταν από τον ίδιο ατομικά, αλλά από τα διοικητικά συμβούλια των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, στα οποία ενίοτε ο ίδιος μετείχε ως πρόεδρος, το γεγονός δε ότι ο ελέγχων μέτοχος μπορεί να επηρεάζει το διοικητικό συμβούλιο, δε σημαίνει και ότι το υποκαθιστά, διότι, εφόσον τούτο γινόταν δεκτό, θα καταλύετο η έννοια του νομικού προσώπου και του εν λόγω οργάνου του (του Δ.Σ.), αλλά η μόνη εξ αυτού συνέπεια θα μπορούσε να είναι, ενδεχομένως, ότι το πρόσωπο αυτό ευθύνεται το ίδιο προσωπικά με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, σε περίπτωση, που παροτρύνει τα μέλη του Δ.Σ. να τελέσουν πράξεις, που ζημιώνουν την εταιρία. Η έλλειψη εμπορικής δράσης του πρώτου ενάγοντος ως εμφανούς εταίρου σε σχέση με τη διοίκηση των πλοιοκτητριών εταιριών συνηγορεί υπέρ της παραδοχής ότι δεν είχε συσταθεί αφανής εταιρία, καθόσον δε θα μπορούσε να επιδιώκεται μέσω αυτής σκοπός διαφορετικός, απ’αυτόν, που επεδίωκαν τα Δ.Σ. των εν λόγω εταιριών. Περαιτέρω, ο πρώτος ενάγων ισχυρίζεται ότι ο ίδιος διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται τις εταιρίες αυτές, πλην όμως, όπως εκτίθεται στην αγωγή, προς το σκοπό διαχείρισης των πλοίων του οικογενειακού στόλου, ίδρυσε αρχικά την αγγλική εταιρία …….., με γραφεία στο Λονδίνο, και στη συνέχεια το έτος 1986 την εταιρία …………., με έδρα τη Λιβερία, που έχει εγκαταστήσει γραφεία στον Πειραιά, των οποίων ήταν ο μοναδικός μέτοχος και τις διοικούσε. Επομένως, η διαχείριση των πλοίων γινόταν από τις ανωτέρω εταιρίες, και όχι από τον ίδιο. Το γεγονός ότι ένα πρόσωπο είναι ο μοναδικός τους μέτοχος και ελέγχων τις διοικήσεις τους, και αληθούς τούτου υποτιθεμένου, ουδόλως μεταβάλλει την ανωτέρω παραδοχή, διότι ισχύει η αυτοτέλεια και η αυτοδιοίκηση του νομικού προσώπου. Δηλαδή και στην περίπτωση, που ένα πρόσωπο είναι ο μοναδικός μέτοχος και μετέχει, άμεσα ή έμμεσα, στη διοίκηση της διαχειρίστριας εταιρίας, δεν παύει η διάκριση μεταξύ διαχειριστικού οργάνου του νομικού προσώπου και μετόχου. Πέραν τούτου, η παροχή εντολών προς τα διοικητικά συμβούλια των διαχειριστριών εταιριών δε συνιστά εμπορική δραστηριότητα, καθώς, όπως έχει ήδη εκτεθεί, η άσκηση διοίκησης και διαχείρισης μέσω εταιρικών  οργάνων δεν αποτελεί αυτοπρόσωπη άσκηση διοίκησης και διαχείρισης, ούτε η χορήγηση από το μέτοχο εντολών, ή οδηγιών ή κατευθύνσεων, στα Δ.Σ., ή η επιρροή των αποφάσεών τους (φαινόμενο αρκετά σύνηθες στην πράξη, ιδίως όταν ο μέτοχος μετέχει και στο Δ.Σ.) συνιστά αυτοπρόσωπη διοίκηση, ούτε εμπορική πράξη, και, συνακόλουθα, δεν προσδίδουν σ’αυτόν την εμπορική ιδιότητα, διότι οι ως άνω πράξεις γίνονται στο όνομα και για λογαριασμό του νομικού προσώπου και όχι για λογαριασμό του ίδιου του μετόχου, και, επομένως, ακόμη και εκ μόνου του λόγου αυτού, δε θα μπορούσε να γίνει λόγος εν προκειμένω για ύπαρξη αφανούς εταιρίας. Εξάλλου, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η διαχείριση της αφανούς εταιρίας, πρέπει να ασκείται αυτοπροσώπως από τον ίδιο τον εμφανή εταίρο, και δε μπορεί να εκχωρηθεί σε τρίτο, και εν προκειμένω στα Δ.Σ. των διαχειριστριών εταιριών. Περαιτέρω, ο πρώτος ενάγων ισχυρίζεται ότι με την ιδιότητά του ως εμφανούς εταίρου και διαχειριστή της αφανούς εταιρίας διαχειριζόταν τα ταμειακά διαθέσιμα, και απέδιδε στους αφανείς εταίρους τα αναλογούντα εταιρικά κέρδη. Πλην όμως, αυτά τα κέρδη δεν προέρχονταν από τη δράση της αφανούς εταιρίας, αλλά των πλοιοκτητριών εταιριών, τα δε ποσά που αποδίδοντο δε συνιστούσαν το αποτέλεσμα κάποιας εμπορικής δραστηριότητας, που ο πρώτος ενάγων διενεργούσε στο όνομά του, αφού ουδόλως μετερχόταν τέτοιας δραστηριότητας, όπως συνάγεται εκ των αναφερομένων στην αγωγή, και έχει ήδη εκτεθεί.  Εξάλλου και ο αγωγικός ισχυρισμός ότι αντικείμενο της συσταθείσας αφανούς εταιρίας ήταν η αγορά και η εκμετάλλευση πλοίων μέσω της αγοράς των μετοχών των πλοιοκτητριών εταιριών ομοίως δεν ευσταθεί, και τούτο διότι ιδιοκτήτης των πλοίων δεν ήταν ο ίδιος ο πρώτος ενάγων ως «εμφανής εταίρος», αλλά οι τέσσερις πρώτες εναγόμενες, στις οποίες αυτός ήταν μέτοχος, είτε αυτοπροσώπως, είτε διά της δεύτερης ενάγουσας, εταιρίας δικών του συμφερόντων, καθώς, βασική συνέπεια της νομικής προσωπικότητας είναι η αρχή του χωρισμού μεταξύ της περιουσίας του νομικού προσώπου και της ατομικής περιουσίας των μετόχων. Σε κάθε δε περίπτωση, εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι είχε όντως συσταθεί η αναφερόμενη στην αγωγή αφανής εταιρία, τότε η παραχώρηση των μετοχών των πλοιοκτητριών εταίρων από τους αφανείς εταίρους προς τον πρώτο ενάγοντα θα συνιστούσε την εισφορά τους στην αφανή εταιρία. Επ’αυτού σημειωτέα τα εξής: Eπί αφανούς εταιρίας, η οποία δεν έχει νομική προσωπικότητα, φορέας προς τα έξω της περιουσίας της είναι ο εμφανής εταίρος. Η «περιουσία» της σχηματίζεται, αφενός από τις εισφορές των αφανών εταίρων, αφετέρου από τα αποκτώμενα από την άσκηση διαχειριστικών πράξεων από τον εμφανή εταίρο. Σύμφωνα με το νέο δίκαιο, η εισφορά του αφανούς εταίρου μεταβιβάζεται στον εμφανή εταίρο, είτε κατά κυριότητα, είτε κατά χρήση (άρθρο 286 του ν.4072/2016), ενώ η υπό την ισχύ του Εμπορικού Νόμου νομολογία δεχόταν ως κανόνα ότι ο αφανής εταίρος δε μεταβιβάζει κατά κυριότητα την εισφορά του στον εμφανή εταίρο, αλλά κατά χρήση, εκτός εάν πρόκειται περί αντικαταστατών πραγμάτων, όπως είναι τα χρήματα (βλ. σχετ. ΑΠ 1064/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), εφόσον βέβαια, σε αμφότερες τις περιπτώσεις δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, καθώς πρόκειται για ερμηνευτικούς κανόνες.  Κρίσιμο στοιχείο, σε περίπτωση διένεξης μεταξύ των εταίρων περί του εάν η εισφορά του αφανούς εταίρου μεταβιβάσθηκε στον εμφανή κατά κυριότητα ή κατά χρήση αποτελεί το κατά πόσο η μεταβίβαση της κυριότητας της εισφοράς του αφανούς στον εμφανή εταίρο ήταν απαραίτητη για την εκπλήρωση του εταιρικού σκοπού, και σε αρνητική περίπτωση θα πρέπει, και υπό το ισχύον δίκαιο, να γίνει δεκτό ότι η εισφορά παραχωρήθηκε μόνον κατά χρήση στον εμφανή εταίρο. Περαιτέρω, όσον αφορά τα χρήματα και τα αντικείμενα, που εισέρχονται στην εταιρική περιουσία από τη δράση του εμφανούς εταίρου, σύμφωνα με το άρθρο 288 παρ.2 του ν.4072/2012, τα αποκτώμενα από τη διαχείριση της εταιρίας ανήκουν στον εμφανή εταίρο, ενώ κατά το παλαιό δίκαιο η πάγια νομολογία ήταν αντίθετη και εφήρμοζε αναλογικά στην αφανή εταιρία το άρθρο 758 του ΑΚ, το οποίο αφορά την αστική εταιρία, και σύμφωνα με το οποίο ο εμφανής εταίρος υποχρεούται να μεταβιβάσει τα αποκτώμενα από τη διαχείριση της αφανούς εταιρίας στους αφανείς εταίρους και να τα καταστήσει κοινά κατά το λόγο της εταιρικής τους μερίδας. Ενόψει τούτου θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, για όσα μεν απέκτησε ο εμφανής εταίρος μετά τη θέση σε ισχύ του ν.4072/2012 ισχύει η διάταξη του άρθρου 288 παρ.1 του νόμου αυτού, πλην όμως για τα προηγουμένως αποκτηθέντα εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 758 του ΑΚ, διότι ο αφανής εταίρος είχε ήδη γεγενημένη επ’αυτών αξίωση, η οποία δε μπορεί να θιγεί με τη νέα ρύθμιση. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, ακόμη και υπό την παραδοχή ότι οι μετοχές των αφανών εταίρων στις τέσσερις πρώτες εναγόμενες/πλοιοκτήτριες εταιρίες μεταβιβάσθηκαν στον εμφανή εταίρο/πρώτο ενάγοντα ως εισφορές των ανωτέρω στη μεταξύ τους συσταθείσα  αφανή εταιρία, όπως συνάγεται από την αγωγή, θα πρέπει οι παραχωρηθείσες μετοχές να τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με την ασκούμενη απ’αυτόν ατομικά, στο όνομά του και για δικό του λογαριασμό, εμπορική δραστηριότητα, η οποία, όμως, όπως προεκτέθηκε, δεν υφίσταται. Επομένως και σε κάθε περίπτωση, η εκ μέρους του επικαλούμενη κατοχή των μετοχών αυτών δεν εξυπηρετεί την επιδίωξη κοινού εμπορικού σκοπού, όπερ συνεπάγεται την ανυπαρξία μεταξύ τους εταιρικού δεσμού, αφού οι μετοχές δεν παραχωρήθηκαν causa societatis, αλλά, ενδεχομένως, καταδεικνύει άλλη έννομη σχέση, όπως π.χ. παρακαταθήκη. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη και εάν γίνει δεκτό ότι υφίσταται τέτοιος εταιρικός δεσμός, θα ετύγχανε εν προκειμένω εφαρμογής η προ της ισχύος του ν.4072/2012 νομολογία (σημειωτέον ότι οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η εν λόγω αφανής εταιρία διέπεται από το προϊσχύσαν καθεστώς), σύμφωνα με την οποία, κατά κανόνα, οι αφανείς εταίροι παραχωρούν στον εμφανή τη χρήση και όχι την κυριότητα των εισφορών, και, επομένως, ευλόγως θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι επίμαχες μετοχές των αφανών εταίρων μεταβιβάσθηκαν στον πρώτο ενάγοντα/εμφανή εταίρο  μόνον κατά χρήση (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω την προσκομιζόμενη από τους εναγομένους από 21.12.2016 γνωμοδότηση του ………. με τις εκεί εκτενείς αναφερόμενες παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός περί άσκησης εμπορίας από τον πρώτο ενάγοντα διά των πλοιοκτητριών εταιριών, που εν προκειμένω ενεργούσαν ως αντιπρόσωποί του, αφού ως εμφανής εταίρος της φερομένης ως συσταθείσας αφανούς εταιρίας, ήταν ο μοναδικός ή κυρίαρχος μέτοχος των εταιριών αυτών, συμμετείχε στα διοικητικά τους συμβούλια, και ασκούσε μέσω αυτών (των διοικητικών συμβουλίων) τη διοίκηση/συνδιοίκηση των εταιριών, δεν ευσταθεί, διότι μία τέτοια παραδοχή ουσιαστικά θα καταργούσε την έννοια της νομικής προσωπικότητας μίας εταιρίας ως αυθύπαρκτης οντότητας της έννομης τάξης, που επιδιώκει αυτοτελώς επιχειρηματικούς/εμπορικούς σκοπούς, όπως έχει ήδη εκτενώς αναπτυχθεί ανωτέρω, λαμβανομένου επιπροσθέτως υπόψη και του ότι επίκληση των προϋποθέσεων της συνδρομής της «κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας», η οποία, σε κάθε περίπτωση, έχει αναπτυχθεί κατά κανόνα για την προστασία των πιστωτών της εταιρίας, δε γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο. Συνεπώς, ενόψει όσων έχουν ήδη εκτεθεί, ο ισχυρισμός του πρώτου ενάγοντος ότι είχε συσταθεί μεταξύ του ιδίου και των αδελφών του ……. και ……. ……. αφανής εταιρία, με εμφανή εταίρο τον ίδιο, και αφανείς εταίρους τους άλλους δύο, στην οποία μετά το θάνατο των ανωτέρω αφανών εταίρων και των συζύγων τους, υπεισήλθαν τα τέκνα τους πέμπτος έως και ένατος των εναγομένων κατά την εταιρική μερίδα των αποβιωσάντων εταίρων, ισχυρισμό στον οποίο θεμελιώνει κατά βάση το επικαλούμενο δικαίωμα κυριότητάς του και νομής επί των επίμαχων 275 ανωνύμων μετοχών των τεσσάρων πρώτων εναγομένων/πλοιοκτητριών εταιριών, με την προβολή δικαιώματος κυριότητας επί των οποίων, και συνακόλουθα της μετοχικής τους ιδιότητας, οι πέμπτος έως και ένατος των εναγομένων συμμετείχαν στη λήψη των προσβαλλομένων με την αγωγή αποφάσεων των Γενικών Συνελεύσεων των τεσσάρων πρώτων εναγομένων/πλοιοκτητριών εταιριών, που εξέλεξαν νέα μέλη των Δ.Σ. τους, δεν είναι βάσιμος, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι τα πραγματικά περιστατικά, που αναφέρονται στην αγωγή είναι αληθή, και, επομένως, η αγωγή εδράζεται κατά τούτο σε εσφαλμένη βάση. Επιπροσθέτως, και ανεξαρτήτως όσων έχουν ήδη αναφερθεί, η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί της μη σύστασης και λειτουργίας εν προκειμένω της επικαλουμένης στην αγωγή αφανούς εταιρίας επιρρωνύεται και από τα κάτωθι: 1) Ο πρώτος ενάγων με την αγωγή του επικαλείται προφορική σύσταση της αφανούς εταιρίας, πλην όμως, εάν όντως είχε συσταθεί μία τέτοια εταιρία με επιχειρηματική/συναλλακτική δραστηριότητα αυτής της τάξης μεγέθους, που συγκεκριμένα αφορά στην αγορά και εμπορική εκμετάλλευση τεσσάρων δεξαμενοπλοίων, εύλογα θα αναμενόταν, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και τα ειωθότα στις συναλλαγές, να είχε τηρηθεί ένα αποδεικτικό έγγραφο για τη σύστασή της, στο οποίο θα αναφέρονταν αναλυτικά και διεξοδικά οι  ειδικότεροι όροι, που θα διέπουν τη λειτουργία της και θα ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των εταίρων. Την τήρηση του έγγραφου (αποδεικτικού) τύπου καθιστά ακόμη πιο επιτακτική η διάταξη του άρθρου 285 παρ.2 του Ν 4072/2012, η οποία εφαρμόζεται και για υπάρχουσες πριν την ισχύ του αφανείς εταιρίες (294 παρ.1 και 2 Ν4072/2012), και καθιερώνει περιορισμούς στην απόδειξη της αφανούς εταιρίας κατ’άρθρο 393 παρ.2 του ΚΠολΔ. Αντίθετα εν προκειμένω, από της φερομένης  σύστασης της εν λόγω αφανούς εταιρίας, δηλαδή από το έτος 1960, και καθόλη την επιχειρηματική της διαδρομή, διάρκειας πλέον των πενήντα ετών, σύμφωνα με τα αναφερόμενα σην αγωγή, δεν προσκομίζεται ούτε ένα έγγραφο (είτε εσωτερικό έγγραφο της εταιρίας, είτε διαμειφθείσα μεταξύ των εταίρων αλληλογραφία), που να επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του πρώτου ενάγοντος περί σύστασης μεταξύ του ιδίου και των αδελφών του αφανούς εταιρίας με τον επικαλούμενο στην αγωγή σκοπό. Εάν πράγματι υπήρχε συμφωνία μεταξύ τους περί αφανούς εταιρίας τότε θα ήταν αναμενόμενο, αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη του ότι πρόκειται για συμφωνίες μεταξύ σοβαρών και έμπειρων επιχειρηματιών, που αφορούν σε μελλοντικές οικονομικές συναλλαγές ιδιαίτερα σημαντικού ύψους, να είχε τηρηθεί έγγραφος αποδεικτικός τύπος περί τούτου, η εξέχουσα αποδεικτική δύναμη του οποίου ανωτέρω επισημάνθηκε, και ο οποίος να ρυθμίζει τις εσωτερικές σχέσεις εμφανούς και αφανών εταίρων, κάτι που στην ένδικη περίπτωση δεν έλαβε χώρα, αλλά και να προσκομίζεται πληθώρα εσωτερικών εγγράφων, συνταχθέντων καθόλη τη φερόμενη ως μακροχρόνια λειτουργία της εν λόγω εταιρίας, και αναγομένων στις μεταξύ τους σχέσεις, που να καταδεικνύουν, ή έστω να παραπέμπουν κατ’αποτέλεσμα, εμμέσως πλην σαφώς, σε δραστηριοποίηση μίας τέτοιας εταιρίας με το συγκεκριμένο επιχειρηματικό αντικείμενο. 2) Είναι τουλάχιστον ασύνηθες στην ναυτιλιακή πρακτική ένας ναυτιλιακός όμιλος τέτοιου μεγέθους, όπως ο Όμιλος ……. (αποτελούμενος επί σειρά ετών από μονοβάπορες πλοιοκτήτριες εταιρείες, κατά την πρακτική που συνηθίζεται στα ελληνικά ναυτιλιακά συναλλακτικά ήθη, όπου οι περισσότερες πλοιοκτήτριες εταιρίες είναι εξωχώριες και συνήθως μονοβάπορες, χωρίς να εμφαίνονται οι μέτοχοί τους, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω αναλυτικά για τη σύσταση των τεσσάρων πρώτων εναγομένων), να λειτουργεί ως αφανής εταιρία με εμφανή εταίρο ένα πρόσωπο, που συναλλάσσεται προσωπικά στο όνομά του. Περαιτέρω, όσον αφορά τις επίμαχες 275 ανώνυμες (στον κομιστή) μετοχές των τεσσάρων πρώτων εναγομένων/πλοιοκτητριών εταιριών, οι οποίες αντιπροσωπεύουν συνολικό ποσοστό 55% του καταβεβλημένου μετοχικού τους κεφαλαίου, και ως προς την κυριότητα των οποίων ερίζουν εν προκειμένω τα διάδικα μέρη, λεκτέα τα ακόλουθα: Όπως έχει ήδη αναφερθεί οι τέσσερις πρώτες εναγόμενες συνεστήθησαν μεταξύ των ετών 2001 και 2003, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Λιβερίας, και συγκεκριμένα τους Κώδικες Αναθεωρημένων Νόμων της Λιβερίας του έτους 1976, και πλέον ειδικότερα σύμφωνα με τον Τίτλο 5 (Νόμος περί Ενώσεων), Τμήμα I, γνωστό ως «Νόμος περί Επιχειρηματικών Εταιριών» («BCA»). Το Διεθνές Ναυτιλιακό και Εταιρικό Μητρώο της Λιβερίας (LISCR), το οποίο έχει διορισθεί από την Κυβέρνηση της Λιβερίας ως ο εκπρόσωπός της για τη διαχείριση του μητρώου των εταιριών, έχει ιδρύσει μία εταιρία trust, την …………, που ενεργεί ως ο αποκλειστικός Εγγεγραμμένος Εκπρόσωπος για όλες τις εταιρίες της Λιβερίας, που δεν εδρεύουν εκεί. Όσον αφορά τη διαδικασία σύστασης τέτοιων εταιριών τύπου corporation πρέπει να σημειωθεί ότι η ……….. ετοιμάζει το Καταστατικό Σύστασης (Articles of Incorporation), ένας υπάλληλός της κατονομάζεται σ’αυτό ως «ο ιδρυτής της εταιρίας» (incorporator), η ανωτέρω υποβάλλει προς αρχειοθέτηση το Καταστατικό Σύστασης προς τον Αρχειοφύλακα ή τον Αναπληρωτή Αρχειοφύλακα της LISCR, και η σύσταση ισχύει αμέσως, ταυτόχρονα με την υποβολή του Καταστατικού προς αρχειοθέτηση. Αμέσως μετά τη σύσταση η ……… εκδίδει ένα Πιστοποιητικό Καταχώρησης (Transfer of Subscription) στο όνομα του προσώπου που έχει ζητήσει τη σύσταση, ή συνηθέστερα ενός εξουσιοδοτημένου απ’αυτόν προσώπου, προς το οποίο ο ιδρυτής (υπάλληλος της …………) επιβεβαιώνει ότι έχει συμφωνήσει να μεταβιβασθεί η μετοχή, για την οποία έχει αυτός αρχικά καταχωρηθεί (subscribed), και ζητά από την εταιρία να εκδώσει ένα πιστοποιητικό για την εν λόγω μετοχή στο όνομα του προσώπου, προς το οποίο έχει συμφωνήσει να μεταβιβάσει (εκχωρήσει) τα δικαιώματά του ως εγγεγραμμένου (individual subscriber), ή που απορρέουν από τη σχετική εγγραφή του στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας, μεταβίβαση, την οποία επίσης πιστοποιεί το ανωτέρω έγγραφο. Το όνομα του εκδοχέα παραμένει κενό στο εν λόγω Πιστοποιητικό Καταχώρησης προς συμπλήρωση εν ευθέτω χρόνω (ή και όχι, κατά περίπτωση). Για εταιρίες, που έχουν συσταθεί προ της 31ης.5.2018, όπως είναι οι τέσσερις πρώτες εναγόμενες, μπορούν να εκδοθούν μετοχές, είτε του τύπου των ονομαστικών μετοχών, είτε του τύπου των μετοχών στον κομιστή. Η μετοχή του ιδρυτή (ονομαστική ή ανώνυμη) πρέπει να εκδοθεί και τυπικά από την εταιρία, όπερ σημαίνει ότι δεν εκδίδεται αυτόματα με την έκδοση του Πιστοποιητικού Καταχώρησης/Εγγραφής (Transfer of Subscription, βλ.σχετ. περί των ανωτέρω την προσκομιζόμενη το πρώτον στην παρούσα έκκλητη δίκη από τους ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες/ασκήσαντες πρόσθετους λόγους έφεσης από 14.9.2018 γνωμοδότηση του Δικηγόρου Λιβερίας …………). Ειδικά, επί του τρόπου ίδρυσης μία εξωχώριας εταιρίας ιδιαιτέρως λεπτομερές είναι το από 9.2.2018 ηλεκτρονικό μήνυμα του δικηγόρου Αγγλίας και Ουαλίας ……….., που χειριζόταν από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και τουλάχιστον για 40 έτη τις υποθέσεις του Ομίλου ……., μέλους της αγγλικής δικηγορικής εταιρίας ……… (ακολούθως μετονομασθείσας σε …..). Στην ως άνω ηλεκτρονική επιστολή αναφέρει μεταξύ άλλων ότι μέσω του Διεθνούς Ναυτιλιακού και Εμπορικού Μητρώου της Λιβερίας, ο ίδιος αναλάμβανε την ίδρυση εταιριών με μετοχές στον κομιστή, οι οποίες ήταν κοινή πρακτική, καταρτίζοντας τον εσωτερικό κανονισμό της εταιρίας (by laws) και τα πρώτα πρακτικά προκειμένου η εταιρία να είναι ενήμερη (in goodstanding). Οι εταιρίες, πάντα κατά την ίδια επιστολή, ιδρύονταν μέσω της έκδοσης ενός ιδρυτικού τίτλου (subscribers share), αυτή δε η μετοχή (τίτλος) μεταβιβαζόταν άμεσα, δηλαδή εκχωρείτο, στο νέο πραγματικό δικαιούχο, με το όνομα να παραμένει κενό στο έγγραφο της εκχώρησης, ο δε πρώτος εκδοχέας του ιδρυτικού τίτλου (συνήθως ο πρώτος διοριζόμενος Πρόεδρος) ήταν πρόσωπο υποδειχθέν από τον ιδιοκτήτη, διατηρώντας έτσι το όνομα του τελικού πραγματικού δικαιούχου εκτός των  πρακτικών της εταιρίας. Μάλιστα επισημαίνει ότι ήταν σύνηθες να μην εκδίδονται άλλες μετοχές των εταιριών αυτών, πλην του ιδρυτικού τίτλου (subscriber’s share), παρότι οι τράπεζες πίεζαν όλο και περισσότερο για την έκδοσή τους, έστω και υπό τη μορφή μετοχών στον κομιστή ως επιπρόσθετη ασφάλεια, πέραν της εξασφάλισης, που τους παρείχε η ακίνητη περιουσία της εταιρίας. Στην προκειμένη περίπτωση η ανωτέρω διαδικασία ακολουθήθηκε και για τη σύσταση των τεσσάρων πρώτων εναγομένων/πλοιοκτητριών εταιριών, ως προς τις οποίες αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο της σύστασής τους δεν εκδόθηκαν μετοχές τους, που να ενσωματώνονται σε τίτλους, καθώς τέτοιοι τίτλοι ουδόλως προσκομίζονται από τους διαδίκους, ούτε δηλαδή η μετοχή του ιδρυτή, όπως, επιπροσθέτως κατατίθεται και από τα τέκνα του πρώτου ενάγοντος . ……. στην προσκομισθείσα το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (προαναφερθείσα) ένορκη βεβαίωσή της και ……. ……. στο πλαίσιο διαιτητικής διαδικασίας ενώπιον Άγγλων Διαιτητών. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται εκ των προσκομιζομένων από αμφότερα τα διάδικα μέρη εγγράφων με αριθμό σχετ.υπ’αριθμ.84-87 (Transfer of Subscription στο αγγλικό πρωτότυπο), που αφορούν σε μεταβίβαση (εκχώρηση) των δικαιωμάτων του ιδρυτή, ή αυτών που απορρέουν από την εγγραφή (καταχώρηση) του τελευταίου στο μετοχικό κεφάλαιο των εταιριών, από τον αρμόδιο αξιωματούχο των Αρχών της Λιβερίας (όπως είναι πάντα ο «ιδρυτής») προς τον …………, Πρόεδρο του πρώτου Δ.Σ. όλων των εταιριών, και αναφέρονται σε μία μετοχή, του δικαιώματος έκδοσης της μετοχής αυτής από εκάστη εταιρία συμπεριλαμβανομένου. Το ανωτέρω έγγραφο το οποίο, όπως προεκτέθηκε, εκδίδεται σε όλες τις περιπτώσεις σύστασης τέτοιου τύπου εταιριών κατά το δίκαιο της Λιβερίας με πανομοιότυπο περιεχόμενο κατά καθιερωμένη πρακτική, δεν αποτελεί μετοχικό τίτλο, καθώς η μετοχή του ιδρυτή της εταιρίας (ανώνυμη ή ονομαστική, subscriber’s share) θα πρέπει να εκδοθεί και τυπικά από την εταιρία στο κατονομαζόμενο σ’αυτό πρόσωπο, ή σε πρόσωπο, που ο κατονομαζόμενος θα υποδείξει, στο οποίο με το ίδιο έγγραφο εκχωρούνται από τον ιδρυτή όλα τα δικαιώματά του εκ της μετοχικής σχέσης, όπως, άλλωστε, παγίως ζητείται από την εταιρία να πράξει ακολούθως στο έγγραφο αυτό, και αναφέρεται ρητά εν προκειμένω και στα προσκομιζόμενα έγγραφα που αφορούν στις εναγόμενες εταιρίες, όπερ συνεπάγεται ότι η πρώτη μετοχή δεν εκδίδεται αυτόματα με την έκδοση του συγκεκριμένου εγγράφου, το οποίο και δεν υποκαθιστά την έκδοση του μετοχικού τίτλου, που επακολουθεί. Η μη έκδοση βέβαια μετοχών των ανωτέρω εταιριών κατά το χρόνο της σύστασής τους, δηλαδή τίτλων, που να ενσωματώνουν το δικαίωμα των μετόχων, δεν αναιρεί την ύπαρξη εν προκειμένω μετοχικής σχέσης και μετοχικών δικαιωμάτων (βλ. σχετ. ΑΠ 275/1997 ΔΕΕ 1997.710), εφόσον εκάστη εταιρία συστήθηκε νομότυπα και απέκτησε νομική προσωπικότητα κατά το δίκαιο της Λιβερίας, όπερ δεν αμφισβητείται από τα διάδικα μέρη, και, συνακόλουθα μετοχικής ιδιότητας, η οποία μπορεί να μεταβιβασθεί, εν ζωή και αιτία θανάτου, του κληρονομητού αυτής κρινομένου με βάση το δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομουμένου μετόχου κατά το χρόνο του θανάτου του, όπως αναφέρθηκε ήδη στη μείζονα σκέψη και θα εκτεθεί διεξοδικά κατωτέρω. Αποδείχθηκε επίσης ότι μέτοχοι των ανωτέρω εταιριών, ήδη από της σύστασής τους, ήταν, πέραν του πρώτου ενάγοντος, και οι αδελφοί του ……… και ……. ……. κατά ποσοστό 45%, 45% και 10% αντίστοιχα του μετοχικού κεφαλαίου εκάστης, δυνάμει μεταξύ τους συμφωνίας (σημειωτέον ότι τα εν λόγω ποσοστά δεν αμφισβητούνται από τον πρώτο ενάγοντα, ο οποίος ισχυρίζεται, ωστόσο, ότι αποτελούν ποσοστά συμμετοχής τους στη μεταξύ τους συσταθείσα αφανή εταιρία, με εμφανή εταίρο τον ίδιο και αφανείς εταίρους τους αδελφούς του, και, συνακόλουθα, την αναλογία τους στα κέρδη εκ της εκμετάλλευσης των πλοίων των τεσσάρων πρώτων εναγομένων/πλοιοκτητριών εταιριών, ισχυρισμός, που δεν ευσταθεί, όπως έχει ήδη αναφερθεί, και όχι στο μετοχικό κεφάλαιο των εταιριών αυτών, αμφισβητώντας, κατ’επέκταση, και τη μετοχική ιδιότητα των πέμπτου έως και ενάτου των εναγομένων – ανεψιών του, ως κληρονόμων των μετόχων – αδελφών του). Αποδείχθηκε επίσης ότι όλα τα έγγραφα, που αφορούσαν στις ανωτέρω εταιρίες, μέχρι και το έτος 2012, και ενώ δεν είχαν ακόμη έως τότε εκδοθεί μετοχές των εταιριών αυτών, και είχαν ήδη αποβιώσει οι εκ των μετόχων …….. ……. στις 23.6.2008, πατέρας των πέμπτου έως και όγδοης των εναγομένων (η μητέρα τους ……. απεβίωσε στις 12.9.2013) και ……. ……. στις 22.6.2004, μητέρα του ενάτου εναγομένου, καθώς και ο σύζυγος της τελευταίας . …….. στις 29.12.2008, φυλάσσοντο από τον ανωτέρω Δικηγόρο ………., η δικηγορική εταιρία, της οποίας αυτός αποτελεί μέλος, είχε επιμεληθεί της σύστασης των εταιριών, κατά τα προεκτεθέντα, για λογαριασμό όλων των μετόχων, οπότε (το έτος 2012 δηλαδή) και απεστάλησαν στα γραφεία της διαχειρίστριας εταιρίας απάντων των δεξαμενοπλοίων με την επωνυμία «…………» στον Πειραιά. Σημειωτέον ότι τα ανωτέρω συνάγονται από την προσκομιζόμενη από 2.2.2017 επιστολή του προαναφερθέντος Άγγλου Δικηγόρου προς τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του πρώτου ενάγοντος Αντώνιο Παπαδημητρίου, σε απάντηση εγγράφου του τελευταίου, η οποία κοινοποιήθηκε και στον πρώτο ενάγοντα, και στην οποία αυτός αναφέρει ότι από το έτος 1975 υπήρξε δικηγόρος της Οικογένειας ……., ότι τα αδέλφια …….. και . ……. είχαν «υπό τον έλεγχό τους» τις οικογενειακές ναυτιλιακές εταιρίες, ότι «κατά την αντίληψή του ο …….. ……. ήταν η κατευθυντήρια δύναμη πίσω από τις επιχειρήσεις», ότι δε γνώριζε τη μετοχική σύνθεση – μεταξύ άλλων εταιριών του Ομίλου ……. – και των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, καθώς και ότι στην προαναφερθείσα δικηγορική εταιρία δε δόθηκαν εντολές για την έκδοση άλλων μετοχών εκτός «από τη μεταβίβαση της μετοχής του ιδρυτή», προφανώς εννοώντας το εν λόγω έγγραφο, που αφορά στη μεταβίβαση των δικαιωμάτων του ιδρυτή εγγραφής στο μετοχικό κεφάλαιο των εταιριών από το Λιβεριανό αξιωματούχο στον πρώτο Πρόεδρο των Δ.Σ. όλων των εταιριών ……… (Transfer of Subscription στο αγγλικό πρωτότυπο), και όχι τη μεταβίβαση του ιδρυτικού τίτλου, ήτοι του τίτλου της μετοχής του ιδρυτή, διότι τέτοιος τίτλος δεν εκδόθηκε, άλλως θα είχε αποσταλεί μετά των εταιρικών φακέλων στην Ελλάδα, και θα προσκομιζόταν στην παρούσα δίκη από τα διάδικα μέρη. Αποδείχθηκε επίσης ότι στις αρχές του έτους 2015 τα εταιρικά έγγραφα παραδόθηκαν κατ’εντολήν του πρώτου ενάγοντος, που ενεργούσε για λογαριασμό όλων των τότε μετόχων, στον επί σειρά ετών Δικηγόρο της οικογένειας ……. ., προκειμένου να τα φυλάσσει στο όνομα και για λογαριασμό τους, και να τα αποδώσει σε πρώτη ζήτηση (σημειωτέον ότι οι αρχικοί μέτοχοι …….. και ……. ……., καθώς και οι σύζυγοί τους είχαν ήδη αποβιώσει, και η μετοχική τους ιδιότητα είχε περιέλθει στους πέμπτο έως και ένατο των εναγομένων, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους τους, όπως κατωτέρω θα εκτεθεί διεξοδικά), ο οποίος και τα κατείχε έκτοτε ως πληρεξούσιος δικηγόρος τους σε εκτέλεση της προς αυτόν δοθείσας εντολής. Εντός του έτους 2015, η τράπεζα ……….., η οποία κυρίως χρηματοδοτούσε τις τέσσερις πρώτες εναγόμενες, απαίτησε την έκδοση ονομαστικών μετοχών των ανωτέρω εταιριών, ως προς τις οποίες μέχρι τότε δεν είχαν εκδοθεί καθόλου μετοχικοί τίτλοι, σε εκπλήρωση υποχρέωσης, που είχε αναλάβει από διεθνείς κανονισμούς για την καταπολέμηση του ξεπλύματος του μαύρου χρήματος και της τρομοκρατίας, με αποτέλεσμα να δοθούν εντολές στον προαναφερθέντα δικηγόρο, τόσο από τον πρώτο ενάγοντα, όσο και από τους πέμπτο έως και ένατο των εναγομένων, για την ονομαστικοποίηση των μετοχών τους στις εταιρίες αυτές, οι οποίες (εντολές), ως προς τους πέμπτο έως και ένατο των εναγομένων επιπροσθέτως αφορούσαν και στην ίδρυση, με τη νομική του επιμέλεια, εταιριών χαρτοφυλακίου, στο όνομα των οποίων θα εκδίδοντο οι ονομαστικές μετοχές των πλοιοκτητριών εταιριών (βλ. σχετ. περί τούτου την προσαγόμενη από τους εναγομένους από 27.1.2016 επιστολή του ……., ανεψιού και συνεργάτη του ανωτέρω δικηγόρου ………. προς τον πρώτο ενάγοντα, στην οποία αναφέρονται οι εταιρίες συμμετοχών, στο όνομα των οποίων θα εκδίδοντο οι ονομαστικές μετοχές των διαφόρων πλοιοκτητριών εταιριών του Ομίλου, και στην οποία ρητά γίνεται μνεία του ότι η έκδοση των ονομαστικών μετοχών θα γίνει «μετά από αίτημα της οικογένειας του εκλιπόντος ……… ……. και του κ. ……..», καθώς και ότι τις εν λόγω εταιρίες «κατονόμασε η οικογένεια του …….. ……. …….» και «ο κ. . ……..»). Προς τούτο συνεδρίασαν στις 3.3.2015 τα Διοικητικά Συμβούλια των δύο πρώτων εναγομένων και στις 6.7.2015 τα Διοικητικά Συμβούλια των τρίτης και τετάρτης των εναγομένων αντίστοιχα, τα οποία αποφάσισαν την ακύρωση των υπαρχόντων μετοχικών τίτλων, ήτοι του μετοχικού τίτλου υπ’αριθμ.2 για πέντε (5) μετοχές στον κομιστή και του μετοχικού τίτλου υπ’αριθμ.3 για σαράντα πέντε (45) μετοχές στον κομιστή (λεκτέον ότι οι αναφορές στα πρακτικά των συγκεκριμένων Δ.Σ. σε προϋπάρχοντες μετοχικούς τίτλους είναι ανακριβείς και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, καθώς, όπως προεκτέθηκε, μέχρι τότε δεν είχαν εκδοθεί καθόλου μετοχικοί τίτλοι των ανωτέρω εταιριών, ούτε βέβαια οι τίτλοι υπ’αριθμ.2 και 3 προσκομίζονται από τους διαδίκους), και την έκδοση δύο (2) νέων μετοχικών τίτλων, και δη ενός (1) μετοχικού τίτλου υπ’αριθμ.4 για διακόσιες είκοσι πέντε (225) μετοχές στο όνομα του πρώτου ενάγοντος, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό 45% του μετοχικού κεφαλαίου, και ενός (1) μετοχικού τίτλου υπ’αριθμ.5 για διακόσιες εβδομήντα πέντε (275) μετοχές στον κομιστή, που αντιπροσωπεύουν το υπόλοιπο 55% του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, ήτοι αποφάσισαν να εκδοθεί το πρώτον τότε ο συνολικός αριθμός των μετοχών (500 μετοχές) του εγκεκριμένου μετοχικού κεφαλαίου κάθε εταιρίας, όπερ και εγένετο. Ακολούθως, στις 5.3.2015 τα Διοικητικά Συμβούλια των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων και στις 7.7.2015 τα Διοκητικά Συμβούλια των τρίτης και τέταρτης εξ αυτών αποφάσισαν, κατόπιν της πώλησης και μεταβίβασης από τον πρώτο ενάγοντα στη δεύτερη ενάγουσα των 225 ονομαστικών μετοχών του σε όλες τις εταιρίες, την ακύρωση του υπ’αριθμ.4 μετοχικού τίτλου, στον οποίο ενσωματώνονταν οι ανωτέρω μετοχές, και την έκδοση ενός (1) νέου μετοχικού τίτλου με αριθμό 6 για 225 ονομαστικές μετοχές στο όνομα της δεύτερης ενάγουσας. Τέλος, στις 3.9.2015 συνεδρίασαν τα Διοικητικά Συμβούλια όλων των εταιριών και αποφάσισαν την ακύρωση του υπ’αριθμ.5 μετοχικού τίτλου, που ενσωμάτωνε τις 275 ανώνυμες μετοχές, και την έκδοση δύο (2) νέων μετοχικών τίτλων υπ’αριθμ.7 και 8, εκ των οποίων ο υπ’αριθμ.7 τίτλος ενσωμάτωνε 225 ανώνυμες μετοχές και ο υπ’αριθμ.8 ενσωμάτωνε 50 μετοχές στον κομιστή. Επομένως, σύμφωνα με όσα ανωτέρω προεκτέθηκαν, ολοκληρώθηκε η διαδικασία έκδοσης των 275 ονομαστικών μετοχών των τεσσάρων πρώτων εναγομένων/πλοιοκτητριών εταιριών, αρχικά στο όνομα του πρώτου ενάγοντος, τις οποίες ο τελευταίος στη συνέχεια πώλησε και μεταβίβασε κατά κυριότητα στη δεύτερη ενάγουσα, και των οποίων η κυριότητα ουδόλως αμφισβητείται, ενώ ως προς τις υπόλοιπες 225 ανώνυμες μετοχές, οι οποίες μετά την έκδοση των αντίστοιχων μετοχικών τίτλων, παραδόθηκαν στο ……………. κατ’εντολήν των πέμπτου έως και ενάτου των εναγομένων, κυρίων τους, ως εντολοδόχο/πληρεξούσιο δικηγόρο τους, προκειμένου και αυτές να μετατραπούν σε ονομαστικές, πρέπει να σημειωθεί ότι η αντίστοιχη διαδικασία, που περιελάμβανε την ίδρυση εταιριών χαρτοφυλακίου, στο όνομα των οποίων θα εκδίδοντο οι μετοχές,  ουδέποτε ολοκληρώθηκε, διότι διαταράχθηκαν σοβαρά οι σχέσεις μεταξύ των ανωτέρω εναγομένων και του πρώτου ενάγοντος, και επακολούθησε η αίτηση αυτών προς τα Διοικητικά Συμβούλια των πλοιοκτητριών εταιριών προς σύγκληση έκτακτων Γενικών Συνελεύσεων για την εκλογή νέων μελών των Δ.Σ., και η μεταξύ τους αντιδικία. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ιδιότητα των αποβιωσάντων στις 23.6.2008 και στις 22.6.2004 …….. και ……. ……. αντίστοιχα ως μετόχων των τεσσάρων πρώτων εναγομένων/πλοιοκτητριών εταιριών κατά ποσοστό 45% και 10% αντίστοιχα του καταβεβλημένου μετοχικού τους κεφαλαίου, η οποία είναι κληρονομητή, με βάση το εν προκειμένω εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της ιθαγένειας των ανωτέρω προσώπων κατά το χρόνο του θανάτου τους, και όχι αυτό της καταστατικής έδρας των εταιριών, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, περιήλθε μετά το θάνατό τους, και τους επακολουθήσαντες στις 12.9.2013 και στις 29.12.2008 θανάτους των συζύγων τους ……. ……. και . ……. αντίστοιχα, μη εκδοθεισών έως τότε μετοχών, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη αναφερθεί, στα τέκνα τους, και δη από κοινού και κατ’ισομοιρίαν στους πέμπτο έως και όγδοη εναγομένους (τέκνα των …….. και ……. …….) και στον ένατο εναγόμενο (τέκνο της ……. ……./……. και του . …….), δυνάμει κληρονομικής διαδοχής, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους τους της πρώτης τάξης, οι οποίοι, τοιουτοτρόπως, το έτος 2015, με την έκδοση το πρώτον των 275 ανωνύμων μετοχών στην Ελλάδα, που αντιπροσωπεύουν το συνολικό ποσοστό τους (55%) στο μετοχικό κεφάλαιο των εταιριών, κατέστησαν συγκύριοι, συνακόλουθα, και των μετοχών αυτών, ως κινητών πραγμάτων, μη απαιτουμένης μεταγραφής, και συγκεκριμένα οι πέμπτος έως και όγδοη από κοινού και κατ’ισομοιρίαν των 225 ανωνύμων μετοχών, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό 45% του μετοχικού κεφαλαίου των εταιριών (βλ. σχετ. την υπ’αριθμ. ΕφΑθ 7807/2006 ΔΕΕ 2007.1073, σύμφωνα με την οποία εάν περισσότερες μετοχές περιέλθουν στο ίδιο πρόσωπο διατηρούν την ατομικότητά τους, συνεπώς καθιστούν το πρόσωπο μέτοχο τόσες φορές, όσος και ο αριθμός τους, και αν μια μετοχή περιέλθει σε περισσότερα πρόσωπα, όπως από κληρονομιά, διατηρεί και πάλι της ατομικότητά της, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δε διαιρείται σε ίσες με τον αριθμό προσώπων μετοχές, με αποτέλεσμα όταν η μετοχή περιέρχεται σε περισσότερα πρόσωπα, καθώς δεν τεμαχίζεται σε ισάριθμα μέρη, συνεχίζει να φέρει μέσα της αδιαίρετη τη μετοχή ως έννομη σχέση, και επομένως, είναι δυνατή η συγκυριότητα καθεμίας χωριστά μετοχής κατ’ιδανικά μερίδια εξ αδιαιρέτου, και αν οι μετοχές είναι περισσότερες, δημιουργούνται τόσες κοινωνίες, όσες και οι μετοχές, διότι κοινωνία, ομάδας πραγμάτων ή δικαιωμάτων δεν υφίσταται), και ο ένατος εναγόμενος των υπολοίπων 50 μετοχών, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό 10% του μετοχικού τους κεφαλαίου, των οποίων από της έκδοσής τους απέκτησε τη φυσική εξουσίαση στο όνομα και για λογαριασμό τους ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους …………., που τις κατείχε έκτοτε στο πλαίσιο της προς αυτόν χορηγηθείσης εντολής, προκειμένου να δρομολογηθεί με την επιμέλειά του και ολοκληρωθεί η διαδικασία ονομαστικοποίησής τους, με βάση το ομοίως στο θέμα της απόκτησης της κυριότητας επί των επίμαχων μετοχών ως κινητών κληρονομιαίων πραγμάτων εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο, ως το lex rei sitae, όπως επίσης προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Επί της κυριότητας των ανωτέρω εναγομένων στις μετοχές των πλοιοκτητριών εταιριών και προς επίρρωση της επ’αυτού κρίσης του παρόντος Δικαστηρίου λεκτέα επίσης και τα κάτωθι: Ο ισχυρισμός του πρώτου ενάγοντος περί αποκλειστικής κυριότητάς του επί των μετοχών των εταιριών αυτών, που εκδόθηκαν το πρώτον το 2015, όπως προεκτέθηκε, δε συνάδει, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, με την ονομαστικοποίηση μόνον 275 μετοχών, των οποίων το ιδιοκτησιακό καθεστώς δεν αμφισβητείται, από τα υπό την προεδρία του Διοικητικά Συμβούλια των εταιριών, εκ του συνόλου των 500 μετοχών εκάστης εταιρίας, και όχι και των υπολοίπων, ως θα ήταν εύλογο και αναμενόμενο, εφόσον επρόκειτο περί απαίτησης των τραπεζών, που χρηματοδοτούσαν τις εταιρίες, οι οποίες (υπόλοιπες μετοχές) μάλιστα, ανώνυμες ούσες, όχι μόνον δεν ονομαστικοποιήθηκαν, χωρίς να δικαιολογείται για κάποιο λόγο, εάν ανήκαν και αυτές στον πρώτο ενάγοντα, η διαφοροποίηση, αλλά ενσωματώθηκαν σε δύο άλλους τίτλους, αντίστοιχους με το ποσοστό συμμετοχής των πέμπτου έως και ενάτου των εναγομένων στο μετοχικό κεφάλαιο των ως άνω εταιριών, και δη 225 μετοχές, που ενσωματώνουν το 45% του μετοχικού κεφαλαίου και 10 μετοχές, που ενσωματώνουν το 10% του μετοχικού κεφαλαίου. Επιπροσθέτως, εάν πράγματι είχε συσταθεί περί το έτος 1960 αφανής εταιρία μεταξύ του πρώτου ενάγοντος και των αδελφών του, που λειτούργησε απρόσκοπτα επί 50 έτη, δεν εξηγείται για ποιο λόγο ο …….. ……. αποφάσισε τελικά, το έτος 2015, να τη λύσει, με την έκδοση 500 νέων μετοχικών τίτλων, όπως αναφέρει στην αγωγή του με την επίκληση του προκεχωρημένου της ηλικίας του, τρόπος που δεν προσιδιάζει σε αφανή εταιρία, η οποία λύεται δια καταγγελίας, και όχι με την έκδοση μετοχών. Περαιτέρω, στην προσκομιζόμενη από 10.7.2005 επιστολή ευχών, που συνέταξε και υπέγραψε ο πρώτος ενάγων, και απευθύνει προς τη σύζυγό του … και τα τέκνα του ……., …….. και ……., γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων εταιριών του Ομίλου, και στις πλοιοκτήτριες εταιρίες εν γένει, και ειδικότερα στις μετοχές των εταιριών αυτών. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την τέταρτη των εναγομένων εταιρία, στην ανωτέρω επιστολή, αφού μνημονεύεται ότι έχουν εκδοθεί 500 μετοχές της, εκ των οποίων οι 225 ονομαστικές, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 45% του μετοχικού της κεφαλαίου, ανήκουν στη δεύτερη ενάγουσα, αναφέρονται επί λέξει και τα κάτωθι: «Το υπόλοιπο 55% των μετοχών της…ή 275 μετοχές, οι οποίες έχουν εκδοθεί εις τον κομιστή, δεν ανήκουν σε μένα, αλλά τις έχω στην κατοχή μου ως θεματοφύλακας. Απ’αυτές τις 275 μετοχές εις τον κομιστή…τις 225 μετοχές (οι οποίες αντιστοιχούν στο 45% του συνολικού αριθμού των μετοχών) τις έχω στην κατοχή μου ως θεματοφύλακας, κατόπιν αιτήματος του θανόντος αδελφού μου …….   ……. του ……., και, μετά το θάνατό του, κατόπιν αιτήματος των κληρονόμων του, στους οποίους τώρα νομίμως ανήκουν, και τις 50 μετοχές…(οι οποίες αντιστοιχούν στο 10% του συνολικού αριθμού των μετοχων) τις έχω στην κατοχή μου ως θεματοφύλακας, κατόπιν αιτήματος του ανιψιού μου κ.. ……., στον οποίο νομίμως ανήκουν. Αυτές τις 275 μετοχές εις τον κομιστή, τις οποίες τις έχω στην κατοχή μου ως θεματοφύλακας, διά του παρόντος σας δίδω εντολή να τις παραδώσετε, μετά το θάνατό μου, στους αντίστοιχους νόμιμους κυρίους (στους κληρονόμους του θανόντος αδελφού μου, δηλαδή στους …… και ……., παιδιά του ……… ……., αναφορικά με τις 225 μετοχές, και στον ανιψιό μου κ.. ……., αναφορικά με τις 50 μετοχές), εκτός αν αυτοί (ή οποισδήποτε από αυτούς) ή αυτός, ανάλογα με την περίπτωση, σας ζητήσει να κρατήσετε το αντίστοιχο μερίδιο σ’αυτές τις μετοχές στην κοινή σας κατοχή εκ μέρους του/της/των, αλλά σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να φροντίζετε για την προσήκουσα πληρωμή οποιωνδήποτε μερισμάτων (ή άλλων ωφελειών, που απορρέουν από τις μετοχές) σε αυτούς ή έκαστο εξ αυτών όπως ορθά έχω πράξει στο παρελθόν και θα συνεχίσω να πράττω». Περαιτέρω, ο πρώτος ενάγων στη φέρουσα την αυτή ημερομηνία επιστολή του ευχών προς την σύζυγο και τα τέκνα του, που αφορά αποκλειστικά στην ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρία, αναφέρει – μεταξύ άλλων – και τα κάτωθι: «…Οι υπόλοιπες 275 μετοχές, οι οποίες έχουν εκδοθεί στον κομιστή, στο μετοχικό κεφάλαιο της ανωτέρω εταιρίας…δεν ανήκουν σε μένα, άμεσα ή έμμεσα, και τις κατέχω ως θεματοφύλακας. Από αυτές τις 275 μετοχές εις τον κομιστή, 225 έχουν εμπιστευτεί στην κατοχή μου από τον εκλιπόντα αδελφό μου ……. ……. ……. και από το χρόνο το θανάτου του, από τους κληρονόμους αυτού, στους οποίους ανήκουν τώρα, και οι υπόλοιπες 50 μετοχές εις τον κομιστή (από τις 275) έχουν εμπιστευτεί στην κατοχή μου από τον ανιψιό μου . .. …….». Τέλος, στην ίδια επιστολή εκφράζει την επιθυμία (και οδηγία) προς τα ανωτέρω πρόσωπα να παραδοθούν, μετά το θάνατό του, οι 275 αυτές μετοχές στους κυρίους τους, και δη οι 225 μετοχές στους πέμπτο έως και όγδοη των εναγομένων, ως κληρονόμους των γονέων τους, και κυρίους τους, και αντίστοιχα οι 50 μετοχές στον ένατο εναγόμενο, ως νόμιμο κύριο αυτών. Σημειωτέον ότι ακριβώς ταυτόσημου περιεχομένου επιστολές του πρώτου ενάγοντος προς τους οικείους του, που φέρουν την ίδια ημερομηνία, προσκομίζονται και για τις υπόλοιπες εναγόμενες εταιρίες. Εκ της απλής ανάγνωσης του κειμένου των ανωτέρω επιστολών συνάγεται το προφανές συμπέρασμα ότι σ’αυτές ο πρώτος ενάγων, σε ανύποπτο χρόνο σε σχέση με την έναρξη της παρούσας αντιδικίας, δεν προβαίνει σε διάθεση δικών του περιουσιακών στοιχείων στους αποδέκτες τους (σύζυγο και τέκνα του), αναγόμενη στο μετά το θάνατό του χρόνο, αντίθετα, σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας, δηλώνει ρητά και απερίφραστα ότι κατέχει τις μετοχές των πλοιοκτητριών εταιριών ως θεματοφύλακας των πέμπτου έως και ενάτου των εναγομένων, κατόπιν αιτήματός τους, τους οποίους κατά τη χρονική στιγμή της σύνταξης των εν λόγω εγγράφων αναγνωρίζει ανεπιφύλακτα ως κυρίους των μετοχών αυτών, και, συνακόλουθα (αναγνωρίζει) τη μετοχική τους ιδιότητα στις εναγόμενες εταιρίες, όπερ επίσης αναιρεί τον επικαλούμενο με την αγωγή ισχυρισμό του περί σύστασης αφανούς εταιρίας μεταξύ του ιδίου και των αδελφών του, που συνεχίσθηκε μετά το θάνατο των τελευταίων από τα τέκνα τους, πέμπτο έως και ένατο των εναγομένων, ως αφανείς εταίρους, και περί αποκλειστικής κυριότητας του ιδίου, ως εμφανούς εταίρου, επί του συνόλου των μετοχών των πλοιοκτητριών εταιριών. Η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου δεν αναιρείται εκ του ότι στις επιστολές αυτές ο πρώτος ενάγων ζητά από τη σύζυγο και τα τέκνα του να παραδώσουν τις μετοχές στους πέμπτο έως και ένατο των εναγομένων μετά το θάνατό του, διότι είναι προφανές ότι αναφέρεται στην περίπτωση, που κατά το χρόνο του θανάτου του θα εξακολουθούσε να τις κατέχει για λογαριασμό των ανεψιών του ως θεματοφύλακας, όπως αναφέρει, και δεν τις είχε αποδώσει ο ίδιος ενωρίτερα στους ανωτέρω, που σαφώς αναγνωρίζει ως κυρίους τους, προκειμένου οι αποδέκτες των επιστολών να γνωρίζουν σε ποιους πρέπει να αποδοθούν οι μετοχές όταν αυτός αποβιώσει, και πόσες ακριβώς και σε ποιον συγκεκριμένα κατά περίπτωση. Ο δε ισχυρισμός του πρώτου ενάγοντος, που περιέχεται στο δικόγραφο της ένδικης έφεσής του, ότι τα ανωτέρω έγγραφα συντάχθηκαν στο πλαίσιο προτιθέμενης διανομής των περιουσιακών στοιχείων της αφανούς εταιρίας και προς εξασφάλιση των ανεψιών του σε περίπτωση θανάτου του προ της ολοκλήρωσης της διανομής, ουδόλως ευσταθεί, αντίθετα καταρρίπτεται από το ίδιο το περιεχόμενο των επιστολών αυτών, στις οποίες σαφώς και κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφιβολίας αναφέρεται ότι ήδη κατά το χρόνο σύνταξής τους οι επίμαχες μετοχές ανήκουν στους πέμπτο έως και ένατο των εναγομένων, και δε ρυθμίζεται η τύχη τους για το μετά το θάνατο του συντάκτη των επιστολών χρονικό διάστημα, πολλώ δε μάλλον, που, ακόμη και στις εν λόγω επιστολές, που απευθύνονται προς πρόσωπα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος του πρώτου ενάγοντος, ουδόλως γίνεται μνεία περί σύστασης και λειτουργίας, και μάλιστα επί μακρόν (πλέον των 50 ετών) αφανούς εταιρίας με αντικείμενο την επιχειρηματική ναυτιλιακή δραστηριότητα του Ομίλου ……., ειδικότερα  συνιστάμενη στην αγορά και εκμετάλλευση δεξαμενοπλοίων. Επιπροσθέτως, ούτε ο ισχυρισμός των εναγόντων, που επίσης αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης, ότι οι νομικοί χαρακτηρισμοί, οι οποίοι διαλαμβάνονται στα κείμενα των εν λόγω επιστολών ευχών, έγιναν από το συντάκτη τους δικηγόρο ………….., και όχι από τον υπογράφοντα, ο οποίος «ως μη νομικός αγνοεί την έννοια και τα αποτελέσματα της παρακαταθήκης» και την «ιδιότητα του θεματοφύλακα» κρίνεται πειστικός, διότι ανεξαρτήτως του ότι η έννοια του θεματοφύλακα είναι μεν νομική, πλην όμως περιλήφθηκε στα ανωτέρω έγγραφα όχι αυθαιρέτως και αυτοβούλως από το νομικό παραστάτη του πρώτου ενάγοντος, αλλά προφανώς κατόπιν συνεννόησης και με την έγκριση του τελευταίου, αφού αυτός ενημερώθηκε προηγουμένως επισταμένα από το επί σειρά ετών πληρεξούσιο δικηγόρο της οικογένειας ……. και  πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του περί της ακριβούς σημασίας του συγκεκριμένου όρου, το υπόλοιπο περιεχόμενο των επιστολών, που κυρίως ενδιαφέρει εν προκειμένω και αφορά στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των επίμαχων μετοχών των πλοιοκτητριών εταιριών (ρητά γίνεται λόγος ότι οι 275 μετοχές ανήκουν στα τέκνα των αδελφών του πρώτου ενάγοντος, που κατονομάζονται και μνημονεύονται ως νόμιμοι κύριοι, ενώ είναι επουσιώδης η έννομη σχέση που συνδέει τον κάτοχο με τους κυρίους), είναι απολύτως σαφές, και δε χρήζει ειδικών γνώσεων της νομικής επιστήμης, προκειμένου να γίνει ευχερώς κατανοητό και αντιληπτό από το μέσο συνετό άνθρωπο, πολλώ δε μάλλον από έναν εμπειρότατο επιχειρηματία με γνώση των συναλλαγών, όπως είναι ο πρώτος ενάγων. Τέλος, η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί της κυριότητας των πέμπτου έως και ενάτου των εναγομένων επί των επίμαχων μετοχών δεν αναιρείται από τα προσκομιζόμενα από τους ενάγοντες ως επισυναπτόμενα στις προαναφερθείσες από 10.7.2015 επιστολές ευχών του πρώτου ενάγοντος προς τη σύζυγο και τα τέκνα του, που αφορούν ειδικά σε κάθε μία των πλοιοκτητριών εταιριών, έγγραφα, που τιτλοφορούνται «ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΙΑ», φέρουν ημερομηνία Μάρτιος του 2016, υπογράφονται από τους πέμπτο έως και ένατο των εναγομένων, και έχουν το εξής περιεχόμενο, το αυτό για όλες τις εταιρίες (ενδεικτικά εν προκειμένω αναφέρεται το έγγραφο, που αφορά στη δεύτερη εναγόμενη): «Εμείς οι υπογράφοντες, με την παρούσα αναγνωρίζουμε και συμφωνούμε με το περιεχόμενο της ανωτέρω επιστολής του αγαπητού μας θείου κ…….. ………., αναγνωρίζουμε τη μεταφορά των συμμετοχών (holding) στην ……… προς ………. ως νόμιμη και απαλλάσσουμε αυτόν, τον κ. ……. ……., από κάθε ευθύνη αναφορικά με τη συμμετοχή στην εταιρία από ενάρξεως της ύπαρξής της και μέχρι σήμερα». Και τούτο διότι δεν αποτελούν απάντηση στις εν λόγω επιστολές ευχών, στις οποίες, όπως προεκτέθηκε, σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας ο συντάκτης τους/πρώτος ενάγων αναγνωρίζει τα τέκνα των αδελφών του …….. και ……. κυρίους των επίμαχων 275 μετοχών, καθώς, αφενός μεν δε συνδέονται χρονικά με αυτές (τις επιστολές), αφετέρου δε οι επιστολές, που απευθύνονται προς τη σύζυγο και τα τέκνα του πρώτου ενάγοντος, δε χρήζουν απάντησης, πολλώ δε μάλλον από τους μη αποδέκτες τους/ανεψιούς του, σε κάθε δε περίπτωση ουδόλως αναγνωρίζεται στα έγγραφα αυτά από τους υπογράφοντες πέμπτο έως και ένατο των εναγομένων η κυριότητα του πρώτου ενάγοντος επί των εν λόγω μετοχών, αλλά ουσιαστικά αφορούν στη μεταβίβαση των ποσοστών τους στις πλοιοκτήτριες εταιρίες σε νέα κατονομαζόμενη εταιρία, εννοώντας προφανώς την εταιρία συμμετοχών, στην οποία επιθυμούσαν να περιέλθουν οι μετοχές τους μετά την ονομαστικοποίησή τους, με την επιμέλεια του δικηγορικού γραφείου …., που είχε λάβει τη σχετική εντολή, διαδικασία, όμως, που δεν ολοκληρώθηκε λόγω της επελθούσας στο μεσοδιάστημα σοβαρής διατάραξης των σχέσεών τους με τον πρώτο ενάγοντα, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Πέραν τούτων, η μετοχική ιδιότητα των πέμπτου έως και ένατης των εναγομένων στις τέσσερις πρώτες εναγόμενες/εταιρίες επιρρωνύεται ιδίως και από τα κάτωθι έγγραφα: 1) Τις από 7.10.2014 επιστολές του δικηγόρου ………., συνεργάτη του ανωτέρω ……… στο δικηγορικό του γραφείο, προς την …………, με τις οποίες αυτός, σε ανύποπτο χρόνο σε σχέση με την παρούσα αντιδικία, βεβαιώνει την εν λόγω τράπεζα ότι, με βάση τα αρχεία, που τηρούνται στην εταιρία του, και την προσωπική του γνώση, πραγματικοί δικαιούχοι των μετοχών των δεύτερης και τρίτης των εναγομένων είναι ο πρώτος ενάγων, η έβδομη εναγόμενη (η οποία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος των αδελφών της, στο όνομα και για λογαριασμό τους, για τις κοινές τους μετοχές), καθώς και ο ένατος εναγόμενος. 2) Τα προσκομιζόμενα από τους εναγομένους πιστοποιητικά «αξιωματούχων, διευθυντών και μετοχικής σύνθεσης» από 11.9.2015 και 23.9.2015, που αφορούν στην πρώτη εναγόμενη, από 11.9.2015 και από 23.9.2015, που αφορούν στη δεύτερη εναγόμενη, από 11.9.2015 και 28.9.2015, που αφορούν στην τρίτη εναγόμενη, και από 11.9.2015 και 28.9.2015, που αφορούν στην τέταρτη εναγόμενη, άπαντα τα οποία έχουν συνταχθεί επίσης σε ανύποπτο χρόνο και υπογράφονται από το ……. ., ως Γραμματέα των ανωτέρω εταιριών, και στα οποία βεβαιώνεται από τον ανωτέρω ότι οι μέτοχοι της εταιρίας είναι η δεύτερη ενάγουσα, η . ……., η οποία, όπως προεκτέθηκε, λειτουργούσε ως εκπρόσωπος των αδελφών της και για λογαριασμό τους για τις κοινές τους μετοχές  κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας, και ο ………., με 225, 225 και 50 μετοχές αντίστοιχα, και ενώ Πρόεδρος των Διοικητικών Συμβουλίων όλων των εταιριών ήταν ο πρώτος ενάγων. 3) Τα προσκομιζόμενα από τους εναγομένους ως σχετικά υπό στοιχεία Α1 (α), Α2 (α), Α3(α) και Α4 (α) από 28.9.2015 πρακτικά Γενικών Συνελεύσεων των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, με θέμα την επικύρωση ληφθεισών την ίδια ημέρα αποφάσεων των Διοικητικών Συμβουλίων των ιδίων εταιριών σχετικά με τη λήψη δανείου από την τράπεζα υπό την επωνυμία «………..», εκ των οποίων (πρακτικών) αποδεικνύεται ότι ο πρώτος ενάγων παρέστη σ’αυτές, τόσο ως πληρεξούσιος της δεύτερης ενάγουσας, κυρίας 225 μετοχών αλλά, όσον αφορά τις επίμαχες μετοχές, και ως πληρεξούσιος της . ……., έβδομης των εναγομένων, η οποία στα ίδια πρακτικά εμφαίνεται ως μέτοχος 225 μετοχών, κάτοχος του υπ’αριθμ.7 τίτλου, καθώς και του . ……., ένατου εναγομένου, που αναφέρεται ως μέτοχος 50 μετοχών, κάτοχος του υπ’αριθμ.8 τίτλου, δυνάμει των επίσης προσκομιζομένων πληρεξουσίων των ανωτέρω προσώπων προς αυτόν για να παραστεί και να τους εκπροσωπήσει. Και ναι μεν, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα πρακτικά Γενικών Συνελεύσεων της 2ης.9.2015 των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, ο πρώτος ενάγων παρέστη σ’αυτές ως κύριος του συνόλου των μετοχών των εν λόγω εταιριών, πλην όμως επίσης αποδεικνύεται ότι ο ανωτέρω προ της σύγκλησης των συγκεκριμένων Γενικών Συνελεύσεων ζήτησε και έλαβε, τόσο από την . ……., η οποία, όπως προεκτέθηκε, εκπροσωπούσε και τους αδελφούς της για τις κοινές μετοχές τους, όσο και από το . ……., εξουσιοδοτήσεις, προκειμένου να συμμετάσχει και να ψηφίσει στο όνομα και για λογαριασμό τους, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά τοιουτοτρόπως τη μετοχική τους ιδιότητα. Ειδικότερα, οι . ……. και ……….., σε ανύποπτο χρόνο, και δη στις 2.9.2015, με εξουσιοδοτήσεις τους προς τον ……. ……., παρέχουν σε αυτόν την πληρεξουσιότητα να ψηφίσει για λογαριασμό τους στη γενική συνέλευση των μετόχων των εταιριών αυτών της ιδίας ημέρας υπέρ της εκλογής νέων Δ.Σ., αποτελουμένων από τους ……. ……., ……. ….. και ………, όπερ δε συνάδει κατά την κοινή πείρα και λογική, με αποκλειστική κυριότητα του πρώτου ενάγοντος επί του συνόλου των μετοχών των πλοιοκτητριών εταιριών, πολλώ δε μάλλον που εν προκειμένω οι εν λόγω Γενικές Συνελεύσεις, στις οποίες ο πρώτος ενάγων παρέστη ως μοναδικός μέτοχος των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, έπονται χρονικά της σύνταξης απ’αυτόν των προαναφερθεισών επιστολών ευχών, στις οποίες απερίφραστα αναγνωρίζει ότι οι επίμαχες μετοχές στις εταιρίες αυτές ανήκουν στους πέμπτο έως και ένατο των εναγομένων, και προηγούνται των Γενικών Συνελεύσεων των ιδίων εταιριών της 28ης.9.2015, όπου ο ίδιος παρέστη ως πληρεξούσιος των ανεψιών του για 275 συνολικά μετοχές, κατά τα προεκτεθέντα, με αποτέλεσμα να μην αναιρείται η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί της μετοχικής ιδιότητας των πέμπτου έως και ενάτου των εναγομένων εκ μόνης της ύπαρξης του εν λόγω εγγράφου (των πρακτικών των Γενικών Συνελεύσεων των τεσσάρων πρώτων εναγομένων της 2ης.9.2015), αφού δε μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι σε επόμενες Γενικές Συνελεύσεις το ίδιο πρόσωπο εμφανίζεται ως πληρεξούσιος των πέμπτου έως και ένατης των εναγομένων, ούτε αυτός δικαιολογεί το λόγο της παροχής πληρεξουσιότητας προς αυτόν, που σαφώς δε θα χρειαζόταν όντας κύριος των μετοχών. 4) Την από 7.4.2017 επιστολή του …….., επί σειρά ετών πληρεξουσίου δικηγόρου της οικογένειας ……., και του πρώτου ενάγοντος, προς το ……. ., υπό την ιδιότητα του Γραμματέα των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, στην οποία βεβαιώνει τον αποδέκτη της επιστολής, ότι από το έτος 2015 έχει στην κατοχή του 225 μετοχές των εταιριών αυτών στον κομιστή, ενσωματωμένες στον υπ’αριθμ.7 μετοχικό τίτλο, για λογαριασμό των πέμπτου έως και όγδοης των εναγομένων και 50 μετοχές στον κομιστή, ενσωματωμένες στον υπ’αριθμ.8 μετοχικό τίτλο, για λογαριασμό του ένατου εναγομένου, όπερ επιρρωνύει την προδιατυπωθείσα κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ότι μετοχικοί τίτλοι για τις μετοχές των ανωτέρω εταιριών εκδόθηκαν το πρώτον το έτος 2015, κατόπιν απαίτησης των τραπεζών, που τις χρηματοδοτούσαν, οι μετοχές τους να είναι ονομαστικές για λόγους διαφάνειας, και ενώ τα εταιρικά έγγραφα είχαν παραδοθεί στο δικηγόρο ……….. στην Ελλάδα, ο οποίος έκτοτε, κατείχε τους τίτλους, που ενσωμάτωναν τις 275 ανώνυμες μετοχές, για λογαριασμό, όχι του πρώτου ενάγοντος, αλλά των πέμπτου έως και ενάτου των εναγομένων, ως κυρίων τους, σε εκτέλεση της προς αυτόν δοθείσης εντολής, υπό την ιδιότητα του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία ονομαστικοποίησής τους, με βάση τις δικές τους οδηγίες και υποδείξεις, όπως, άλλωστε, είχε ήδη γίνει και με τις μετοχές των ανωτέρω σε άλλες εταιρίες του Ομίλου ……. (………. και ……..). Σημειωτέον ότι δεν παρατηρείται αντίφαση μεταξύ της ανωτέρω επιστολής και του από 1.8.2016 εξώδικου εγγράφου του ιδίου δικηγόρου, που απεστάλη στους πέμπτο έως και ένατο των εναγομένων, σε απάντηση δικού τους εξωδίκου προς αυτόν. Και τούτο διότι και στο ως άνω εξώδικο επίσης αναφέρεται ότι εκ του συνόλου των 500 μετοχών των πλοιοκτητριών εταιριών οι 225 ανώνυμες μετοχές (το 45% του μετοχικού τους κεφαλαίου) ανήκουν από κοινού στους πέμπτο έως και όγδοη εναγομένους, ως κληρονόμους των …….. και ……. ……., και οι υπόλοιπες 50, επίσης ανώνυμες, (το 10% του μετοχικού κεφαλαίου) στον ένατο εναγόμενο . ……., και περαιτέρω ότι ο πρώτος ενάγων ζήτησε από τον ανωτέρω δικηγόρο να φυλάξει τις μετοχές αυτές για λογαριασμό του μεν, με τη διευκρίνιση όμως ότι θα παραδοθούν εν καιρώ στους δικαιούχους τους, και εν συνεχεία, του έδωσε την εντολή να συνεννοηθεί μαζί τους, δηλαδή με τους πέμπτο έως και ένατο των εναγομένων, για την ονομαστικοποίηση των μετοχών τους, κατόπιν απαίτησης της …………, που έχει δανειοδοτήσει τον Όμιλο ……., στο όνομα εταιριών χαρτοφυλακίου της επιλογής τους, όπερ και εγένετο, αλλά ότι η διαδικασία αυτή δεν ολοκληρώθηκε λόγω των διενέξεων, που ανέκυψαν. Επιπροσθέτως, στο επίσης προσκομιζόμενο από 31.5.2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που απέστειλε ο αυτός ως άνω δικηγόρος …………. προς τον πρώτο ενάγοντα, και  επίσης κοινοποίησε και στους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων πλευρών, αφού επισημαίνει τη μακρά περίοδο συνεργασίας και την εμπιστοσύνη, με την οποία τον περιέβαλαν τόσο αυτός, όσο και ο αποβιώσας αδελφός του …….., καθώς και ότι ενήργησε στο παρελθόν ως δικηγόρος όλων τους και των επιχειρήσεών τους μέχρι την ρήξη στις σχέσεις μεταξύ του πρώτου ενάγοντος και των τέκνων των αδελφών του, ρητά αναφέρει ότι οι μετοχές των πλοιοκτητριών εταιριών των δεξαμενοπλοίων του Ομίλου ……. ανήκουν εμμέσως στον πρώτο ενάγοντα κατά 45% και είναι ονομαστικές, κατά 45% στους κληρονόμους του αδελφού του …….., και κατά 10% στο . ……. και είναι ανώνυμες, και, επιπροσθέτως, ότι ο ίδιος κατέχει τις μετοχές στον κομιστή, οι οποίες επρόκειτο, προ της κρίσης στις σχέσεις των διαδίκων, και αυτές να μετατραπούν σε ονομαστικές, με ονομαστικούς μετόχους εταιρίες χαρτοφυλακίου, ότι μετά την κρίση που ανέκυψε, με εντολή των πέμπτου έως και ενάτου των εναγομένων δεν παρέδωσε τις ως άνω (ανώνυμες) μετοχές σε κανέναν εκ των εμπλεκομένων μερών, και, τέλος, δηλώνει ότι, κατόπιν πιέσεων των κληρονόμων …….. ……. και του . ……. και απαίτησης της Τράπεζας ….., θα παραδώσει τις μετοχές αυτές στους ανωτέρω δικαιούχους τους συγκεκριμένη ημέρα και ώρα, όπερ δεν έγινε, κατόπιν έντονης αντίδρασης του πρώτου ενάγοντος, που εκδηλώθηκε, τόσο δικαστικώς, όσο και εξωδίκως. Τέλος, ο ίδιος δικηγόρος στο από 6.6.2017 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του, με αποδέκτες τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, και αφού είχε προηγηθεί άσκηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων του πρώτου ενάγοντος σε βάρος τόσο της δικηγορικής εταιρίας, στην οποία ο ως άνω δικηγόρος ήταν μέλος, όσο και των πέμπτου έως και ενάτου των εναγομένων, με αίτημα τη μεσεγγύηση των υπ’αριθμ.7 και 8 μετοχικών τίτλων, που ενσωματώνουν συνολικά 275 ανώνυμες μετοχές των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, τον διορισμό του ιδίου ή της τότε καθ’ης δικηγορικής εταιρίας ως μεσεγγυούχων, και την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, και επρόκειτο να συζητηθεί προσωρινή διαταγή, διαφοροποιείται εν μέρει, και αναφέρει ότι παρέλαβε τις εν λόγω μετοχές από τον πρώτο ενάγοντα ως δικηγόρος του και κατ’εντολήν του, πλην όμως προσθέτει ότι γνωρίζει ότι δικαιούχοι των μετοχών αυτών είναι οι πέμπτος έως και ένατος των εναγομένων, αλλά και ότι «το γεγονός όμως αυτό ότι εσείς είσθε (εννοώντας τους ανωτέρω εναγομένους) οι κατ’ουσίαν μέτοχοι, ουδόλως, ατυχώς, αναιρεί το ότι ο κύριος . ……. είναι ο κάτοχος, δι’εμού, ως δικηγόρου του, του σώματος των πιστοποιητικών των μετοχών αυτών, μη δικαιούμενος βεβαίως να διεκδικεί την ιδιότητα του μετόχου ως προς τις μετοχές των πιστοποιητικών αυτών, αλλά απλώς την ιδιότητα του κατόχου και φύλακος αυτών…», επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά για μία ακόμη φορά την κυριότητα των ανωτέρω εναγομένων επί των επίμαχων μετοχών, και, συνακόλουθα τη μετοχική τους ιδιότητα στις πλοιοκτήτριες εταιρίες. Κατ’ακολουθίαν των όσων προεκτέθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, ομοίως δέχθηκε ότι οι πέμπτος έως και ένατος των εναγομένων έχουν καταστεί μέτοχοι των τεσσάρων πρώτων εναγομένων/πλοιοκτητριών εταιριών, διότι απέκτησαν δικαίωμα κυριότητας επί των επίμαχων 275 ανωνύμων μετοχών των εταιριών αυτών, δυνάμει κληρονομικής διαδοχής, και δη ότι οι πέμπτος έως και όγδοη εξ αυτών κατέστησαν συγκύριοι, από κοινού και κατ’ισομοιρίαν, 225 τέτοιων μετοχών, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό 45% του συνολικού καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου εκάστης εταιρίας, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του πατρός τους …….. ……., εν ζωή μετόχου, και της μεταποβιωσάσης μητρός τους ……. ……., και ο ένατος κύριος 50 ανωνύμων μετοχών, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό 10% του μετοχικού κεφαλαίου των εταιριών, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της μητρός του ……., εν ζωή μετόχου, και του μεταποβιώσαντος πατρός του . ……., εφαρμόζοντας ελληνικό δίκαιο, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, έστω και παραθέτοντας εν μέρει διαφορετική και συνοπτικότερη αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, των περί του αντιθέτου προβαλλομένων με τον πρώτο λόγο της έφεσης και αμφοτέρων των λόγων του δικογράφου των προσθέτων λόγων έφεσης αιτιάσεων των εκκαλούντων απορριπτομένων ως αβασίμων. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου II αριθμ. 1 των εσωτερικών κανονισμών όλων των εναγομένων/πλοιοκτητριών εταιριών ορίζονται τα κάτωθι: «ΤΑΚΤΙΚΗ (ΕΤΗΣΙΑ) ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ. Η τακτική συνέλευση των μετόχων λαμβάνει χώρα την 30η ημέρα του Μαρτίου κάθε έτους στις 10.00, με σκοπό την εκλογή Διευθυντών και την πραγματοποίηση των εργασιών, που τυχόν φέρονται προσηκόντως ενώπιον της συνέλευσης. Εάν η καθορισμένη για την ετήσια συνέλευση ημέρα είναι εκ του νόμου αργία η συνέλευση θα λαμβάνει χώρα την επόμενη εργάσιμη ημέρα». Επίσης στη διάταξη του άρθρου II αριθμ.2 των ιδίων εσωτερικών κανονισμών προβλέπεται ότι: «ΕΚΤΑΚΤΕΣ (ΕΙΔΙΚΕΣ) ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ. Ο Πρόεδρος ή οι Διευθυντές δύνανται να συγκαλούν ειδικές συνελεύσεις των μετόχων για οποιονδήποτε σκοπό ή σκοπούς, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από το νόμο και (οι ειδικές συνελεύσεις) συγκαλούνται από τον Πρόεδρο κατόπιν αιτήματος του κατόχου, με δικαίωμα ψήφου στη Συνέλευση του ενός δεκάτου τουλάχιστον του συνόλου των μετοχών της Εταιρίας που βρίσκονται σε κυκλοφορία». Επομένως, από το ίδιο το κείμενο του άρθρου του καταστατικού των ως άνω εταιριών συνάγεται ότι η σχετική διάταξη κάμπτεται από τυχόν διαφορετική διάταξη του νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες με την αγωγή τους προέβαλαν τον ισχυρισμό (τον οποίο, κατόπιν απόρριψής του από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του επαναφέρουν με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής τους) ότι οι προσβαλλόμενες από 8.12.2016 αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων των τεσσάρων πρώτων εναγομένων είναι άκυρες, διότι δεν τηρήθηκαν οι καθοριζόμενες από τις διατάξεις του εφαρμοστέου Νόμου περί Εμπορικών Εταιριών της Λιβερίας και των εσωτερικών κανονισμών (by laws) των ανωτέρω εταιριών, διατυπώσεις, που αφορούν στη σύγκληση των γενικών συνελεύσεων των μετόχων τους, και συγκεκριμένα διατείνονται ότι οι ως άνω Γενικές Συνελεύσεις συνιστούσαν έκτακτες Γενικές Συνελεύσεις με σκοπό την εκλογή νέων μελών των Δ.Σ. των εταιριών, προς αντικατάσταση των παλαιοτέρων (παραιτηθέντων την 1η.9.2015) μελών, και, επομένως, μπορούσαν να συγκληθούν μόνον υπό τις προϋποθέσεις, που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 7.1.4 της προαναφερθείσας νομοθεσίας της Λιβερίας, και στο άρθρο 2 παρ.2 των εσωτερικών κανονισμών των εταιριών, και δη από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. τους (τον πρώτο εξ αυτών), ή με απόφαση του Δ.Σ., αλλά πάντως όχι από το Γραμματέα των εταιριών αυτών, όπως συνέβη εν προκειμένω. Περαιτέρω με το δικόγραφο της έφεσής τους και συγκεκριμένα στο δεύτερο λόγο αυτού ισχυρίζονται ότι σε κάθε περίπτωση, ακόμη δηλαδή και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι η σύγκληση των εν λόγω Γενικών Συνελεύσεων των πλοιοκτητριών εταιριών θα έπρεπε να λάβει χώρα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 7.1.3 του ανωτέρω Λιβεριανού Νόμου, όπως εσφαλμένα έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι επρόκειτο περί ετήσιων Γ.Σ., στις οποίες αναφέρεται η ανωτέρω διάταξη, και πάλι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της διάταξης αυτής, που προβλέπει ότι σε περίπτωση που δε συγκληθεί εμπρόθεσμα ετήσια Γενική Συνέλευση των Μετόχων, κάτοχοι τουλάχιστον του ενός δεκάτου των μετοχών, που δικαιούνται να ψηφίσουν για την εκλογή μελών του διοικητικού συμβουλίου, μπορούν να ζητήσουν εγγράφως τη σύγκληση έκτακτης συνέλευσης», οπότε «ο γραμματέας της εταιρίας μόλις λάβει την έγγραφη αίτηση ενημερώνει πάραυτα για τη συνέλευση αυτή», καθόσον οι πέμπτος έως και ένατος των εναγομένων, που συγκάλεσαν τις ως άνω γενικές συνελεύσεις, ουδόλως ήταν κάτοχοι μετοχών των εταιριών αυτών, αφού τις επίμαχες ανώνυμες μετοχές, που διατείνονται ότι τους ανήκουν, τις κατείχε η δικηγορική εταιρία ………, στο όνομα και για λογαριασμό του πρώτου εξ αυτών (ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος), και, επομένως, όπως αναφέρεται στον τρίτο λόγο της έφεσης, στερούντο (οι ανωτέρω εναγόμενοι) της μετοχικής ιδιότητας, και, συνακόλουθα, του δικαιώματος συμμετοχής και ψήφου στις γενικές συνελεύσεις των μετόχων των πλοιοκτητριών εταιριών, που το δίκαιο της Λιβερίας για τις εταιρίες τύπου corporation αναγνωρίζει μόνον στον καταχωρημένο στο μητρώο μίας τέτοιας εταιρίας ως κύριο ονομαστικών μετοχών, ή στον κάτοχο (κομιστή) ανωνύμων μετοχών, με αποτέλεσμα την έλλειψη απαρτίας προς λήψη απόφασης. Επί των λόγων αυτών έφεσης πρέπει να αναφερθούν τα κάτωθι: Εν προκειμένω εντός του έτους 2016 δε συγκλήθηκε η προβλεπόμενη στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου II αριθμ.1 των Εσωτερικών Κανονισμών των τεσσάρων πρώτων εναγομένων τακτική συνέλευση των μετόχων τους για την εκλογή των μελών του Διοικητικού τους Συμβουλίου, η οποία στην ίδια διάταξη προβλέπεται ότι λαμβάνει χώρα την 30η του Μαρτίου κάθε έτους. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, στις 4.10.2016 οι πέμπτος έως και ένατος των εναγομένων με τις προσκομιζόμενες εξώδικες δηλώσεις/αιτήσεις τους, που απηύθυναν προς το Διοικητικό Συμβούλιο εκάστης των πλοιοκτητριών εταιριών και έθεσαν υπόψη του ……. ., υπό την ιδιότητα του Ταμία/Γραμματέα του, επικαλούμενοι τη μετοχική τους ιδιότητα στις ανωτέρω εταιρίες κατά συνολικό ποσοστό 55%, καθώς και το γεγονός της μη σύγκλησης από το Δ.Σ. της κάθε εταιρίας της ετήσιας συνέλευσης των μετόχων της επί μακρόν χρονικό διάστημα από την παρέλευση του καθορισμένου χρόνου, αλλά και την έλλειψη εμπιστοσύνης τους προς συγκεκριμένα μέλη των Δ.Σ. των εταιριών, ζήτησαν τη σύγκληση έκτακτης συνέλευσης των μετόχων εκάστης εταιρίας, με θέμα την εκλογή Διευθυντών, στα γραφεία της διαχειρίστριας των δεξαμενοπλοίων εταιρίας ……. στον Πειραιά, προσδιορίζοντας ως ημερομηνία διεξαγωγής της την 8η.12.2016. Στην κρινόμενη περίπτωση οι ως άνω Γενικές Συνελεύσεις δε συγκλήθηκαν με βάση το άρθρο ΙΙ παρ.2 των Εσωτερικών Κανονισμών των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, ούτε το άρθρο 7.1.4 του Νόμου περί Εμπορικών Εταιριών της Λιβερίας, όπως εσφαλμένα ισχυρίζονται οι ενάγοντες, αλλά με βάση τη διάταξη του άρθρου 7.1.3 του εν λόγω Νόμου, η οποία προβλέπει ότι κάτοχοι τουλάχιστον του ενός δεκάτου των μετοχών, που δικαιούνται να ψηφίσουν για την εκλογή μελών του διοικητικού συμβουλίου, μπορούν να ζητήσουν εγγράφως τη σύγκληση έκτακτης συνέλευσης για την εκλογή διευθυντών σε περίπτωση που η ετήσια συνέλευση για την εκλογή διευθυντών (μελών του ΔΣ) δεν έλαβε  χώρα εντός 90 ημερών από την ημερομηνία, που ορίζεται από τον Εσωτερικό Κανονισμό για τη διεξαγωγή της ετήσιας συνέλευσης, ή εάν δεν προβλέπεται τέτοια ημερομηνία στον Εσωτερικό Κανονισμό, εάν δεν έχει διεξαχθεί ετήσια συνέλευση εντός 13 μηνών μετά τη συγκρότηση της εταιρίας ή μετά από την τελευταία ετήσια συνέλευση, όπως η διάταξη αυτή παρατέθηκε και στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, εφόσον στις 4.10.2016, που οι πέμπτος έως και ένατος των εναγομένων υπέβαλαν αίτημα σύγκλησης γενικής συνέλευσης προς το Γραμματέα των εταιριών ……. ., είχε παρέλθει χρονικό διάστημα πλέον των 90 ημερών από τις 30.3.2016, όταν και θα έπρεπε, με βάση τη διάταξη του άρθρου II αριθμ.1 των Εσωτερικών Κανονισμών των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, να διεξαχθεί η τακτική ετήσια συνέλευση των μετόχων των εταιριών για την εκλογή των μελών του Διοικητικού τους Συμβουλίου, και σε κάθε περίπτωση είχαν παρέλθει 13 μήνες από την προηγούμενη Γενική Συνέλευση της 2ηης.9.2015, κατά την οποία είχε εκλεγεί το τελευταίο Διοικητικό Συμβούλιο των εταιριών, με Πρόεδρο τον πρώτο ενάγοντα, εάν ήθελε υποτεθεί ότι η Γενική αυτή Συνέλευση (έκτακτη, σύμφωνα με τα πρακτικά, που συντάχθηκαν) υποκατέστησε την ετήσια συνέλευση, που δε διενεργήθηκε στις 30.3.2015. Εξάλλου, το άρθρο II παρ.2 των Εσωτερικών Κανονισμών των πλοιοκτητριών εταιριών, που αναφέρεται στις έκτακτες (ειδικές) συνελεύσεις των μετόχων τους, προβλέπει τις προϋποθέσεις σύγκλησής τους, εκτός, όπως ρητά αναφέρεται σ’αυτήν, εάν προβλέπεται διαφορετικά από το νόμο, και τέτοια συγκεκριμένη περίπτωση (ειδική περίπτωση σύγκλησης συνέλευσης) είναι και η σύγκληση της γενικής συνέλευσης, που προβλέπει το άρθρο 7.1.3 του Νόμου περί Εμπορικών Εταιριών της Λιβερίας λόγω παράλειψης διενέργειας της ετήσιας συνέλευσης των μετόχων, το οποίο, σημειωτέον ότι δεν προβλέπει τη δυνατότητα διαφορετικής ρύθμισης του θέματος από τα καταστατικά ή τους εσωτερικούς κανονισμούς των εταιριών. Μάλιστα στην περίπτωση αυτή, όπως ήδη αναφέρθηκε και στη μείζονα σκέψη, και εκτίθεται στην προσκομιζόμενη από τους εναγομένους από 20.3.2017 νομική πληροφορία του Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, η συνέλευση των μετόχων, που συγκαλείται σύμφωνα με την παράγραφο 7.1.3. του ανωτέρω Νόμου της Λιβερίας, λόγω παράλειψης σύγκλησης της ετήσιας συνέλευσης, διακρίνεται από την έκτακτη συνέλευση, που συγκαλείται σύμφωνα με την παράγραφο 7.1.4 του Νόμου και δεν επηρεάζεται από τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία σύγκλησης της τελευταίας. Περαιτέρω, όπως  εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, οι μέτοχοι, κύριοι ανωνύμων μετοχών τέτοιου τύπου εταιριών του Λιβεριανού Δικαίου, για τη νομιμοποίησή τους στη γενική συνέλευση της εταιρίας, δεν απαιτείται να κατέχουν τους ίδιους τους μετοχικούς τίτλους, που ενσωματώνουν τις μετοχές τους, και να τους προσκομίσουν και παρουσιάσουν κατά τη διεξαγωγή της, προκειμένου να δικαιούνται να παρασταθούν, να συμμετάσχουν και να ψηφίσουν, αλλά αρκεί να περιλαμβάνονται στον κατάλογο των μετόχων, οι οποίοι έχουν δικαίωμα ψήφου, του άρθρου 7.10 του Νόμου περί Εμπορικών Εταιριών της Λιβερίας, που έχει καταρτισθεί σε προγενέστερο της συνέλευσης από το Γραμματέα της εταιρίας, ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε πρόσφορο προς τούτο στοιχείο, ώστε να διαπιστώσει την ταυτότητα των μετόχων. Ο εν λόγω κατάλογος, όπως έχει ήδη αναφερθεί, συνιστά δεσμευτική απόδειξη ως προς τα πρόσωπα, που δικαιούνται να συμμετάσχουν και να ψηφίσουν στη συνέλευση, τόσο έναντι των λοιπών μετόχων, όσο και έναντι των τρίτων. Μάλιστα, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη «εάν το δικαίωμα ψήφου μετόχου σε συνέλευση αμφισβητηθεί, ο ελεγκτής της συνέλευσης ή ο προεδρεύων σε αυτή ζητά την προσκόμιση του καταλόγου ως απόδειξη του δικαιώματος των προσώπων, των οποίων το δικαίωμα ψήφου στη συνέλευση αμφισβητείται, ενώ όλα τα πρόσωπα, που εμφαίνονται στον κατάλογο ως μέτοχοι με δικαίωμα ψήφου δύνανται να ψηφίσουν στην εν λόγω συνέλευση». Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχει ήδη αναφερθεί, στους καταλόγους δικαιούχων ψήφου για τις γενικές συνελεύσεις των πλοιοκτητριών εταιριών, που έλαβαν χώρα στις 8.12.2016, οι οποίοι φέρουν ημερομηνία 8.11.2016, και συντάχθηκαν από το Γραμματέα των εν λόγω εταιριών, με βάση τα αρχεία εκάστης της 4ηης.10.2016 και της 9ης.10.2016, αλλά και κατά την ημερομηνία σύνταξης του καταλόγου, δικαιούχοι ψήφου ήταν η δεύτερη ενάγουσα με 225 ονομαστικές μετοχές, οι πέμπτος έως και όγδοη των εναγομένων με 225 ανώνυμες μετοχές και ο ένατος εναγόμενος με 50 μετοχές, ενώ ο ίδιος κατάλογος επαναλαμβάνεται και με ημερομηνία 7.12.2016 για όλες τις εταιρίες, και, επομένως, οι ανωτέρω εναγόμενοι συμπεριλαμβάνονταν στους καταλόγους των μετόχων και δικαιούνταν ψήφου. Πρέπει, επίσης να σημειωθεί ότι και ο προαναφερθείς δικηγόρος ………….. στο από 2.6.2017 ηλεκτρονικό μήνυμά του προς τους δικηγόρους των διαδίκων μερών αναφέρει ότι και το έτος 2015 έλαβαν χώρα συνελεύσεις των πλοιοκτητριών εταιριών χωρίς κανένας μέτοχος να έχει προσκομίσει τις μετοχές του σε πραγματική γενική συνέλευση. Ανεξαρτήτως όμως τούτων, οι πέμπτος έως και ένατος των εναγομένων, όπως έχει ήδη εκτενώς αναφερθεί, κατέστησαν κύριοι των επίμαχων ανωνύμων μετοχών των πλοιοκτητριών εταιριών, και δη οι πέμπτος έως και όγδοη, από κοινού και κατ’ισομοιρίαν, 225 μετοχών, και ο ένατος αποκλειστικός κύριος 50 τέτοιων μετοχών, δυνάμει εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής από τους αποβιώσαντες γονείς τους, τις οποίες από της έκδοσης των αντίστοιχων μετοχικών τίτλων κατείχαν όχι οι ίδιοι, αλλά επ’ονόματι και για λογαριασμό τους, ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους ……….. σε εκτέλεση της προς αυτόν χορηγηθείσης εντολής τους, και επομένως ήταν κάτοχοι, πλην όμως ασκούσαν την κατοχή επί των ως άνω τίτλων, όχι αυτοπροσώπως, διά της φυσικής εξουσίασης αυτών, αλλά μέσω άλλου προσώπου. Συνεπώς, ως μέτοχοι, περιληφθέντες ως τέτοιοι στον συνταγέντα από το Γραμματέα των τεσσάρων πρώτων εναγομένων καταλόγο, πράγματι εδικαιούντο συμμετοχής και ψήφου στις νομότυπα συγκληθείσες, κατόπιν δικού τους αιτήματος, γενικές συνελεύσεις της 8ης.12.2016 των εταιριών αυτών, με αποτέλεσμα να υφίσταται απαρτία και πλειοψηφία για τη λήψη απόφασης, λαμβανομένου σε κάθε περίπτωση υπόψη ότι στην εν προκειμένω εφαρμοστέα Λιβεριανή νομοθεσία δεν προβλέπεται συγκεκριμένος αριθμός παρόντων μετόχων για το σχηματισμό απαρτίας κατά τις γενικές συνελεύσεις των εταιριών τύπου corporation, καθώς και ότι οι επίμαχες αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων των πλοιοκτητριών εταιριών λήφθηκαν από μετόχους, που εκπροσωπούσαν συνολικό ποσοστό 55% του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου των εταιριών αυτών. Επομένως, οι επικαλούμενοι από τους ενάγοντες λόγοι ακυρότητας των αποφάσεων των γενικών συνελεύσεων των τεσσάρων πρώτων εναγομένων/πλοιοκτητριών εταιριών ως εκ της μη νομότυπης σύγκλησής τους με βάση τις διατάξεις της εφαρμοστέας Λιβεριανής Νομοθεσίας και τους εσωτερικούς κανονισμούς των ανωτέρω εταιριών, από τον Πρόεδρο των Διοικητικών τους Συμβουλίων (και εν προκειμένω από τον ίδιο τον πρώτο ενάγοντα), ή με απόφαση των Διοικητικών τους Συμβουλίων, και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι, ανεξαρτήτως της νομότυπης ή μη σύγκλησης των συνελεύσεων αυτών, οι πέμπτος έως και ένατος των εναγομένων, που αιτήθηκαν τη σύγκλησή τους, στερούντο μετοχικής ιδιότητας στις εν λόγω εταιρίες, ως μη κύριοι και κάτοχοι (κομιστές) μετοχών τους, και, συνεπώς, δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής και ψήφου στις γενικές συνελεύσεις εν γένει, και ειδικότερα στις συγκεκριμένες γενικές συνελεύσεις, κατά τις οποίες λήφθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκλογής νέων μελών των διοικητικών τους συμβουλίων, με αποτέλεσμα να μη συντρέχουν οι προϋποθέσεις σχηματισμού απαρτίας και πλειοψηφίας για τη λήψη των αποφάσεων αυτών, απορριπτέοι τυγχάνουν. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, επίσης απέρριψε ως αβάσιμους τους ως άνω λόγους ακυρότητας των προσβαλλομένων αποφάσεων των από 8.12.2016 γενικών συνελεύσεων των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, και, στη συνέχεια, και την αγωγή στο σύνολό της (κατά το μέρος, που κρίθηκε νόμιμη) ως ουσιαστικά αβάσιμη, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τους ενάγοντες με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της κρινόμενης έφεσής τους απορριπτομένων ως αβασίμων. Σημειωτέον ότι η ομοίως απορριπτική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί του προβαλλομένου με την αγωγή λόγου ακυρότητας των ως άνω αποφάσεων των γενικών συνελεύσεων των πλοιοκτητριών εταιριών, σύμφωνα με τον οποίο οι αποφάσεις αυτές είναι άκυρες διότι δεν κοινοποιήθηκε πρόσκληση προς τους κατόχους των ανωνύμων μετοχών των εταιριών αυτών για τις συγκεκριμένες συνελεύσεις κατά τον τρόπο, που προβλέπεται στο άρθρο 1.9 του Νόμου περί Εμπορικών Εταιριών της Λιβερίας, δεν πλήττεται ειδικά από τους εκκαλούντες με την έφεση, και το δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης, που άσκησαν κατά της πρωτόδικης απόφασης, και, συνεπώς συνιστά κεφάλαιο της απόφασης αυτής, που δεν έχει μεταβιβασθεί ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ώστε να επανακριθεί. Τέλος, οι ενάγοντες με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσής τους πλήττουν την πρωτόδικη απόφαση ως ως προς την απόρριψη της προβληθείσας με την προσθήκη – αντίκρουση των κατατεθεισών στον πρώτο βαθμό προτάσεών τους ένστασής τους περί έλλειψης πληρεξουσιότητας του Δικηγόρου ……….., που υπέγραψε τις προκατατεθείσες επί της αγωγής προτάσεις των τεσσάρων πρώτων εναγομένων/εταιριών ως πληρεξούσιος δικηγόρος τους. Σύμφωνα με την ένσταση αυτή ο προαναφερθείς δικηγόρος φέρεται να έλαβε σχετική προς τούτο πληρεξουσιότητα από τα Διοικητικά Συμβούλια των πλοιοκτητριών εταιριών δυνάμει των από 24.3.2017 αποφάσεών τους, οι οποίες, όμως, λήφθηκαν από πρόσωπα που δεν αποτελούν μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των ως άνω εταιριών, διότι νόμιμα Διοικητικά Συμβούλια των εταιριών αυτών είναι τα Διοικητικά Συμβούλια, που εξελέγησαν με τις από 2.9.2015 αποφάσεις της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων τους, με  Πρόεδρο τον πρώτο (ενάγοντα), τα οποία, όμως, ουδέποτε εξουσιοδότησαν το ……. . ως Γραμματέα τους να χορηγήσει δικαστική πληρεξουσιότητα προς τον ανωτέρω δικηγόρο, ή άλλως ουδέποτε εξουσιοδότησαν απευθείας αυτόν να εκπροσωπήσει τις εταιρίες στην επί της αγωγής δίκη, και όχι τα Διοικητικά Συμβούλια, που εξελέγησαν με τις προσβαλλόμενες με την αγωγή ως άκυρες αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων των ιδίων εταιριών της 8ης.12.2016, και παρείχαν τέτοια πληρεξουσιότητα, ένσταση, η παραδοχή της οποίας συναρτάται κατά λογική και νομική αναγκαιότητα με την κρίση περί ακυρότητας των επίμαχων αποφάσεων. Ενόψει των όσων προεκτέθηκαν, όμως, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων των τεσσάρων πρώτων εναγομένων δεν είναι άκυρες, και επομένως εγκύρως εξελέγησαν με αυτές νέα Διοικητικά Συμβούλια των ανωτέρω εταιριών, με μέλη τα ήδη αναφερθέντα, σε αντικατάσταση των παλαιών μελών, που απομακρύνθηκαν, τα οποία (νέα Διοικητικά Συμβούλια), σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα από 24.3.2017 πρακτικά των τότε συγκληθεισών συνελεύσεών τους, εξουσιοδότησαν το Γραμματέα όλων των εταιριών ……. . να χορηγήσει πλεξουσιότητα προς διεξαγωγή της δίκης επί της υπόθεσης στον ως άνω δικηγόρο, όπερ και εγένετο, όπως προκύπτει από τα επίσης προσκομιζόμενα από 24.3.2017 ειδικά πληρεξούσια με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του εξουσιοδοτήσαντος ……. …, με τα οποία ο τελευταίος, επίσης εγκύρως και νομότυπα, χορήγησε στον ως άνω δικηγόρο σχετική εντολή εκπροσώπησης των εταιριών στην συγκεκριμένη υπόθεση, με αποτέλεσμα η προβληθείσα ένσταση των εναγόντων περί  έλλειψης σχετικής δικαστικής πληρεξουσιότητάς του απορριπτέα να τυγχάνει. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, δεχθέν ομοίως τα ανωτέρω, επίσης απέρριψε την προβληθείσα ένσταση των εναγόντων περί έλλειψης πληρεξουσιότητας του δικηγόρου, που υπέγραψε τις προτάσεις επί της αγωγής των τεσσάρων πρώτων εναγομένων, ως αβάσιμη, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τα αποδεικτικά μέσα εκτίμησε, με αποτέλεσμα όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τους εκκαλούντες να πρέπει ν’απορριφθούν ως αβάσιμα.Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ελλείψει άλλων λόγων προς έρευνα, τα συνεκδικαζόμενα δικόγραφα έφεσης και προσθέτων λόγων έφεσης ν’απορριφθούν στο σύνολό τους, και, λόγω της ήττας των εκκαλούντων, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτούς παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθεί σε βάρος τους η δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από τους τελευταίους σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που κατέθεσαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 13.9.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/13.9.2018 και ………/17.9.2018) έφεση, και β) το από 4.3.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./4.3.2019) δικόγραφο προσθέτων λόγων έφεσης, κατά της υπ’αριθμ. 977/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών αυτού).

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν αμφότερα τα ανωτέρω δικόγραφα.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας αμφοτέρων των δικογράφων, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις           11 Μαρτίου 2020

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ  

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αποχωρήσεως του Εφέτη, Αθανασίου Θεοφάνη, αποτελούμενη από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη και Μαρία Δανιήλ, Εφέτες και με Γραμματέα την Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 10 Ιουνίου 2020.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ