Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 413/2020

Αριθμός    413/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό  4026/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη τακτική  διαδικασία, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 15-10-2018, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, δεδομένου ότι αντίγραφο της εκκαλουμένης  επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 13-9-2018  (βλ. την σχετική επισημείωση της δικ. επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο  Αθηνών, …………….., επί του προσκομιζομένου επιδοθέντος σε αυτόν αντιγράφου)   (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επιπλέον, έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ), ποσού 100 ευρώ (βλ. e-παράβολο …………./ 2018). Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). ΙΙ. Η ενάγουσα και νυν εφεσίβλητη με την από 22-6-2015 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ιστορούσε, ότι με τον εναγόμενο τυγχάνουν αδέρφια και μοναδικοί πλησιέστεροι συγγενείς του αποβιώσαντος στις 21-4-2012  πατέρα τους, …………, ότι ο τελευταίος με την από 5-9-2006 ιδιόγραφη διαθήκη του, που   δημοσιεύθηκε νομίμως, κατέλειπε στον μεν εναγόμενο: α) μία ισόγεια κατοικία, επιφάνειας 96,64 τ.μ., μετά του οικοπέδου της, έκτασης 1.129,39 τ.μ., στο Συνοικισμό …………. του Δήμου Μονεμβασιάς Λακωνίας, αξίας ποσού 80.000 €, β) ποσοστό 18,75% εξ αδιαιρέτου ενός διαμερίσματος του Ε’ ορόφου πολυκατοικίας, κείμενης επί της οδού …………, στον Πειραιά, επιφάνειας 50 τ.μ., αξίας του εν λόγω ποσοστού, ποσού 15.000 €, και γ) μία επιχείρηση γραφείου τελετών σε μισθωμένο ακίνητο με πλήρη εξοπλισμό και ένα μικρό φορτηγό αυτοκίνητο, συνολικής καθαρής αξίας ποσού 60.000 €, καθώς  και ένα οικόπεδο μετά της επ’ αυτού οικίας στον Πειραιά,  και  δη το δικαίωμα υψούν πρώτου και μετά τον τρίτο ορόφου, και στην ίδια το δικαίωμα υψούν του δεύτερου και τρίτου ορόφου, στο ίδιο ακίνητο. Ότι το εν λόγω ακίνητο τελικώς πωλήθηκε προ του θανάτου του κληρονομούμενου δυνάμει του υπ’ αριθ. … /6-3-2012 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιά, …………..,  που μεταγράφηκε νόμιμα, έναντι αληθούς τιμήματος 245.000 ευρώ, που καταβλήθηκε σε αυτόν, ενόσω ακόμα ήταν εν ζωή. Ότι το εισπραχθέν κατά τα ανωτέρω τίμημα, που δεν αναλώθηκε από τον κληρονομούμενο,  ανήκει  στην κληρονομιαία περιουσία του πατέρα τους, και ότι ο εναγόμενος  κατακρατεί  παράνομα, ως κληρονόμος, μέρος αυτού, ήτοι ποσό 112.026,74 €, που αντιστοιχεί στην  δική της εξ αδιαθέτου κληρονομική μερίδα. Οτι  λόγω της εκποίησης του παραπάνω ακινήτου, τελικώς στην ίδια ουδέν περιήλθε εκ διαθήκης από την κληρονομιαία περιουσία του πατέρα της, ενώ, στον εναγόμενο καταλήφθηκε περιουσία συνολικού ποσού 155.000 ευρώ, και ότι εκ του λόγου αυτού προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα της  στο εξ αδιαιρέτου ποσοστό ¼ επι της κληρονομιαίας περιουσίας του διαθέτη. Ζητούσε δε: Α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος  να της καταβάλει το ως άνω ποσό των 112.026,74 €, που αντιστοιχεί στην κληρονομική εξ αδιαθέτου μερίδα της  επι του εισπραχθέντος από την πώληση του ακινήτου του πατέρα τους τιμήματος, νομιμότοκα από  12-10-2012, οπότε τον όχλησε προς τούτο, άλλως από την επίδοση της αγωγής, και Β) να αναγνωρισθεί το κληρονομικό της δικαίωμα ως νομίμου μεριδούχου κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαίρετου σε ολόκληρη την περιγραφόμενη στην αγωγή (καταληφθείσα με τη διαθήκη) κληρονομιαία περιουσία του αποβιώσαντος και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της αποδώσει τα περιγραφομένα σε αυτήν  ακίνητα και την επιχείρηση, που κατακρατεί ως κληρονόμος, κατά το  ποσοστό της νόμιμης μοίρας της, διατασσομένης της αποβολής του από την κατοχή  τους και την εγκατάσταση της ίδιας σε αυτά. Επί της αγωγής εκδόθηκε αρχικώς η με αριθμό 3370/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο, αφού κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο καθ’ύλην, ακολούθως παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του αρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που με την εκκαλουμένη απόφαση, την έκανε μερικώς δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και αφενός αναγνώρισε α) το εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας κατά ποσοστό ½ στο  εισπραχθέν από την πώληση του περιγραφόμενου ακινήτου του πατέρα τους τίμημα, καθώς και ότι ο εναγόμενος κατακρατεί ως κληρονόμος το ποσό των 74.507,66 ευρώ, που αποτελεί μέρος του ποσού του ως άνω τιμήματος, που αντιστοιχεί στη κληρονομική της μερίδα, και το  οποίο οφείλει να της αποδώσει εντόκως από 12-10-2012 και αφετέρου β) ότι αυτή τυγχάνει νόμιμη μεριδούχος κατά ποσοστό 1/4  εξ αδιαιρέτου στα καταληφθέντα με τη διαθήκη αυτού κληρονομιαία ακίνητα και επιχείρηση, τα οποία  γ) υποχρέωσε τον εναγόμενο  να της  αποδώσει κατά το ίδιο ποσοστό.  Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εναγόμενος με την υπό κρίση έφεση, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά να εξαφανισθεί αυτή προκειμένου να απορριφθεί  η σε βάρος του αγωγή. III. Aπό τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 221 παρ. 1 εδ. α` 222, 308 παρ. 1 και 522 ΚΠολΔ συνάγονται τα ακόλουθα: με την άσκηση της αγωγής η κατάθεσή της έχει ως συνέπεια την εκκρεμοδικία, όταν επέλθει δε η εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. Αν δε κατά την διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί η εισαγωγική της νέας δίκης αγωγή, αναστέλλεται, ακόμη και αυτεπάγγελτα η εκδίκασή της μέχρι να περατωθεί η πρώτη δίκη. Η εκκρεμοδικία διαρκεί, στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της αγωγής. Αρχίζει δε εκ νέου με την άσκηση έφεσης κατά της ως άνω οριστικής απόφασης και μέσα στα όρια της έφεσης, δηλαδή εφόσον με την έφεση πλήττεται η επί της αγωγής διάταξη της απόφασης, διαρκεί δε στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της εφέσεως (ΑΠ 240/1998 Δ., 29, 720 και εκεί στις σελ. 721 επομ. παρατηρήσεις Κ. Μπέη). Συνεπώς, μετά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως, όταν δεν έχει ασκηθεί το ένδικο μέσο της εφέσεως και καθ’όσο  χρόνο διαρκεί η προς άσκηση αυτού προθεσμία, δεν είναι δυνατόν να προταθεί σε νέα δίκη για την ίδια διαφορά η ένσταση της εκκρεμοδικίας  (βλ. και ΕφΛαρ 361/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).VI. Εν προκειμένω, ο εναγόμενος  με τις πρωτόδικες προτάσεις του πρότεινε την ένσταση  εκκρεμοδικίας (άρθρο 222 ΚΠολΔ), επειδή  για την ίδια επίδικη διαφορά, είχε ασκηθεί προηγουμένως η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2013 αγωγή της ενάγουσας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 4895/28-11-2015  απόφαση του, που την απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω μη εγγραφής της στα βιβλία διεκδικήσεων κατ’άρθρο 220 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, ανέφερε ότι στο επίσημο αντίγραφο της εν λόγω απόφασης αναγράφεται ως ημερομηνία θεώρησης αυτού η 20η-4-2015, δηλαδή προγενέστερη της αναφερομένης στην απόφαση χρονολογίας δημοσίευσης, και ότι η υπό κρίση αγωγή, με την οποία  η ενάγουσα παραιτήθηκε από την ως άνω προηγούμενη,  ασκήθηκε στις 2-7-2015, δηλαδή  μετά τη συζήτηση της πρώτης αγωγής στο ακροατήριο του  Πολυμελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς στις 17-10-2014 και πριν την έκδοση απόφασης επ’ αυτής. Κατά συνέπεια, όπως υποστηρίζει, η γενόμενη με τη δεύτερη (υπό κρίση) αγωγή παραίτηση από τη πρώτη αγωγή είναι ανίσχυρη, επειδή ο ίδιος δεν συναίνεσε σε αυτήν (άρθρο 294 εδ β ΚΠολΔ). Ωστόσο, όπως προκύπτει, από τα νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα  η υπ’αρίθμ. 4895/2015 απόφαση επι της πρώτης αγωγής (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2013)   επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 2-7-2015 (βλ. ……/2-7-2015 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο  Αθηνών, ………….) , εξ’ού συνάγεται ότι είχε εκδοθεί σε χρόνο προγενέστερο της εκ παραδρομής αναφερόμενης ημερομηνίας δημοσίευσης της, ενώ  αμέσως μετά (όπως προκύπτει και από τον αύξοντα αριθμό της έκθεσης επίδοσης)  επιδόθηκε στον εναγόμενο η  δεύτερη (υπό κρίση) αγωγή    (βλ. ……./2-7-2015 έκθεση επίδοσης της ίδιας ως άνω δικ. επιμελήτριας). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, κατά τον χρόνο της άσκησης της δεύτερης αγωγής η πρώτη αγωγή δεν ήταν εκκρεμής, επειδή είχε ήδη εκδοθεί οριστική απόφαση επ’ αυτής,  ενώ ουδέποτε  ασκήθηκε έφεση κατά της εν λόγω απόφασης, ώστε να αναβιώσει η εκκρεμοδικία. Επομένως,  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του  απέρριψε (αν και σιωπηρά) την ένσταση απαραδέκτου λόγω εκκρεμοδικίας, δεν έσφαλε, και ο σχετικός υποστηρίζων τα αντίθετα πρώτος λόγος της εφέσεως τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος (βλ. και ΕφΛαρ 361/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).V. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1710,1820 και 1825 ΑΚ δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία έχουν οι κατιόντες και οι γονείς του κληρονομουμένου, καθώς και ο επιζών σύζυγος, οι οποίοι θα καλούνταν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, κατά το ποσοστό δε της νόμιμης μοίρας, που συνίσταται στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας, ο μεριδούχος συντρέχει αυτοδικαίως εκ του νόμου, ως κληρονόμος στο σύνολο της κληρονομιάς και έχει εμπράγματο δικαίωμα, κατά το ανωτέρω ποσοστό, εφ` όλων των στοιχείων της κληρονομιαίας περιουσίας, το οποίο ασκεί με την περί κλήρου αγωγή, εκτός αν με παροχές στη ζωή έχει καλυφθεί το ως άνω ποσοστό της νόμιμης μοίρας. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827 και 1829 ΑΚ συνάγεται ότι, σε περίπτωση που υφίσταται κληρονομικό δικαίωμα εκ διαθήκης, εκείνος που έχει δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομιά (μεριδούχος) δεν δεσμεύεται από το περιεχόμενο της διαθήκης κατά το μέρος που με αυτό αποκλείεται, περιορίζεται ή επιβαρύνεται η δική του νόμιμη μοίρα, η οποία (διαθήκη) κατά το μέρος αυτό είναι άκυρη. Ο μεριδούχος μπορεί να αντιτάξει το δικό του εκ του νόμου κληρονομικό δικαίωμα έναντι του εκ διαθήκης κληρονόμου, του οποίου η εγκατάσταση περιορίζεται, κατόπιν αυτού, στο μέρος που δεν προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα. Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 1825,1827,1831 και 1833 ΑΚ, όπως ισχύουν μετά το Ν 1329/1983, συνάγεται ότι για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οποιουδήποτε μεριδούχου, η οποία συνίσταται στο μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή, συνυπολογίζονται όλα τα δεκτικά κληρονομικής διαδοχής περιουσιακά στοιχεία που υπάρχουν κατά το χρόνο αυτό στην κληρονομιά (πραγματική κληρονομική ομάδα), από την οποία αφαιρούνται τα χρέη της κληρονομιάς και οι δαπάνες της κηδείας του κληρονομουμένου και της απογραφής της κληρονομιάς. Ακολούθως, προστίθενται και θεωρούνται ότι υπάρχουν στην κληρονομιά (πλασματική κληρονομική ομάδα), με την αξία που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, οτιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και, επίσης, οποιαδήποτε δωρεά που ο κληρονομούμενος έκανε στα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατο του, εκτός αν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον. Στη νόμιμη μοίρα καταλογίζονται οι παροχές σε μεριδούχο, με την αξία που είχαν όταν έγιναν, εφόσον προστίθενται στην κληρονομιά, σύμφωνα με το άρθρο  1831 ΑΚ, εκτός αν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά όταν έδωσε την παροχή. Έτσι, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας μεριδούχου (κατιόντων και γονέων του κληρονομουμένου, καθώς και του επιζώντος συζύγου): α) εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου. Εξεύρεση της αξίας της κληρονομιάς “με εκτίμηση” σημαίνει ότι, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας, ως αξία της κληρονομιάς δεν νοείται η αγοραία αξία, αλλά η πραγματική αξία αυτής, η οποία εξευρίσκεται με εκτίμηση, η οποία, σε ομαλές οικονομικές συνθήκες, συμπίπτει, κατά κανόνα, με την αγοραία αξία.  β) αφαιρούνται από την αξία αυτή της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς τα χρέη της και οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου και απογραφής της κληρονομιάς, γ) στο ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση των παραπάνω χρεών, προστίθενται, με την αξία που είχαν κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν, οι πιο πάνω παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους ή τρίτους, δ) με βάση την αυξημένη (πλασματική) κληρονομική ομάδα που προσδιορίστηκε κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου, ε) από το ποσό αυτής (νόμιμης μοίρας) αφαιρείται η αξία των πραγμάτων, στα οποία τυχόν έχει εγκατασταθεί ο μεριδούχος, καθώς και η αξία της παροχής που τυχόν είχε λάβει και υπόκειται σε συνεισφορά και στ) αν προκύπτει ότι τίποτε δεν έχει καταλειφθεί σ` αυτόν, σχηματίζεται ένα κλάσμα, με αριθμητή το ποσό της εξευρισκόμενης με τον πιο πάνω τρόπο νόμιμης μοίρας του και παρονομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας, από τα οποία, χωρίς αφαίρεση χρεών και δαπανών, θα λάβει ο μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας του. Το κλάσμα αυτό ή δεκαδικός αριθμός, που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρονομαστή, παριστά το ποσοστό που πρέπει να πάρει ο μεριδούχος αυτούσιο σε κάθε αντικείμενο της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς, για να λάβει, έτσι, τη νόμιμη μοίρα του. Κατά το ποσοστό αυτό, ο μεριδούχος συντρέχει ως κληρονόμος σε όλα τα κληρονομιαία πράγματα (ΑΠ 1231/2009, ΑΠ 207/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά το άρθρο 1 παρ.1 και 2 του ν. 5368/1932, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ στοιχ.α’ του ν.δ. 118/1973: “χρηματική κατάθεσις παρά τραπέζη εις ανοικτόν λογαριασμόν επ’ ονόματι δύο ή πλειοτέρων από κοινού (compte joint account) είναι εν τη εννοία του παρόντος νόμου η περιέχουσα τον όρον ότι του εκ ταύτης λογαριασμού δύναται να κάμνη χρήσιν, εν όλω ή εν μέρει, άνευ συμπράξεως των λοιπών, είτε εις είτε τινές, και πάντες κατ’ ιδίαν οι δικαιούχοι (παρ.1). Η χρηματική κατάθεσις, περί ης η προηγουμένη παράγραφος, επιτρέπεται να ενεργήται και εις κοινόν λογαριασμόν επί προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίησιν (παρ. 2)”. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες προς εκείνες των άρθρων 2 παρ.1 του ν.δ. 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, 411, 489, 490, 491, και 493 του Α.Κ. προκύπτει ότι, σε περίπτωση χρηματικής καταθέσεως επ’ ονόματι του ιδίου του καταθέτου και τρίτου ή τρίτων προσώπων σε κοινό λογαριασμό και ανεξαρτήτως του αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτου και του τρίτου αφ’ ενός και του δέκτου της καταθέσεως νομικού προσώπου αφ’ ετέρου ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της καταθέσεως (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από ένα εκ των δικαιούχων να γίνεται εξ ιδίου δικαίου και όχι ως αντιπροσώπου των λοιπών, εάν δε αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της χρηματικής καταθέσεως από ένα μόνο δικαιούχο επέρχεται απόσβεση της απαιτήσεως εις ολόκληρον έναντι του δέκτου της καταθέσεως και ως προς τον μη αναλαβόντα δικαιούχο, ο οποίος αποκτά πλέον εκ του νόμου απαίτηση έναντι του αναλαβόντος ολόκληρο την κατάθεση, για την καταβολή ποσού αναλόγου προς τον αριθμό των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού, εκτός εάν από την μεταξύ των εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα σε ολόκληρο το ποσό της καταθέσεως ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής από τον μη αναλαβόντα. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 5638/1932, που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ εδ. α’ του ν.δ. 118/1973, ορίζεται αντιστοίχως ότι “επί των καταθέσεων τούτων δύναται να τεθεί προσθέτως ο όρος ότι άμα τω θανάτω οιουδήποτε των δικαιούχων, η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας μέχρι του τελευταίου τούτων. Εν τη περιπτώσει ταύτη η κατάθεσις περιέρχεται εις αυτούς ελευθέρα παντός φόρου κληρονομιάς ή άλλου τέλους. Αντιθέτως, η απαλλαγή αυτή δεν επεκτείνεται επί των κληρονόμων του τελευταίου απομείναντος δικαιούχου.” και ότι “Διάθεσις της καταθέσεως διά πράξεως εν ζωή είτε αιτία θανάτου  δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του τελευτήσαντος είτε εξ αδιαθέτου είτε εκ διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων τοιούτων…ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της καταθέσεως”. Από τις διατάξεις αυτές, η πρώτη των οποίων αναφέρεται στις εσωτερικές μεταξύ των περισσοτέρων καταθετών σχέσεις, ενώ η δεύτερη ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ της τραπέζης στην οποία έχει γίνει η κατάθεση και των περισσοτέρων καταθετών, συνδυαζόμενες και προς τις προδιαληφθείσες τοιαύτες, προκύπτει ότι σε περίπτωση θανάτου ενός των καταθετών, δεν χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της τραπέζης, κατά της οποίας και δεν μπορούν να στραφούν επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι διαφορετικά θα μεταβαλλόταν το πρόσωπο του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της τραπέζης. Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τραπέζης, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσόν της καταθέσεως οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν από αυτόν το τμήμα εκείνο της καταθέσεως που αναλογεί στο δικαιοπάροχό τους με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών. Εάν όμως έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 του ν. 5638/1932, τότε σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως, εξ ιδίου δικαίου, η κατάθεση και ο λογαριασμός εξ αυτής στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της καταθέσεως που αναλογούσε σ’ εκείνον, όπως θα μπορούσαν να πράξουν, αν δεν είχε τεθεί ο ως άνω όρος, του οποίου σε αυτό και μόνο εξαντλείται η νομική ενέργεια. Και αν όμως δεν έχει τεθεί ο άνω όρος, οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν υπεισέρχονται ως προς την κατάθεση στην έναντι της Τραπέζης θέση του κληρονομηθέντος, και επομένως η ανάληψη του ποσού αυτού από τον επιζώντα καταθέτη, και στην περίπτωση που αυτός είναι συγχρόνως και κληρονόμος του αποθανόντος γίνεται έναντι της Τραπέζης ιδίω ονόματι και όχι με την ιδιότητα του κληρονόμου (Α.Π. 351/ 2018, 1691/2014, 405/2007, 380/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Tέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης το εφετείο αποκτά την ίδια εξουσία με το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και, άρα, μπορεί να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως, το παραδεκτό, το ορισμένο και το νόμω βάσιμο της αγωγής και να την απορρίψει για έναν από τους λόγους αυτούς εάν και έγινε δεκτή κατ` ουσία πρωτοδίκως, αρκεί να ζητεί την απόρριψή της ο εναγόμενος. Στην περίπτωση αυτή, επειδή δεν επιτρέπεται να αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης απόφασης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του ίδιου κώδικα, αφού η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλουμένη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή για τον τυπικό αυτό λόγο και μάλιστα χωρίς ειδικό γι` αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ.1 του κώδικα αυτού, αρκεί να μην καθίσταται χειρότερη η θέση του εκκαλούντος ( βλ. Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδοση Στ`, παρ. 851 και 852, σελ. 345, ΑΠ 248/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1778/2011 ΝοΒ 59.982, ΕφΑθ 80/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). IV. Στην προκειμένη περίπτωση η με το προαναφερθέν περιεχόμενο σωρευόμενη στο δικόγραφο αγωγή περί κλήρου για απόδοση της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας στη καταληφθείσα στον εναγόμενο αδερφό της με την διαθήκη του πατέρα τους κληρονομία του τελευταίου, είναι μη νόμιμη και  απορριπτέα, διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα σε αυτήν, η αξία  του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων, που απαρτίζουν τη κληρονομιαία περιουσία του ως άνω διαθέτη ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (245.000 ευρώ: χρηματικό ποσό που δεν περιλαμβάνεται στη διαθήκη,  + 80.000 ευρώ + 15.000 ευρώ + 60.000 ευρώ: αξία καταληφθέντων με τη διαθήκη περιουσιακών στοιχείων=)  400.000 ευρώ και  κατά συνέπεια, το  ποσοστό της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας στην ως άνω κληρονομία (1/4 εξ αδιαιρέτου) ανέρχεται στο ποσό των 100.000 ευρώ (400.000 ευρώ χ ¼). Ωστόσο, όπως  περαιτέρω εκτίθεται στο δικόγραφο της αγωγής, στην ενάγουσα έχει περιέλθει κατά εξ αδιαθέτου διαδοχή και κατά το ποσοστό της αντίστοιχης κληρονομικής της μερίδας ½ εξ αδιαιρέτου το ποσό των 122.500 ευρώ (το ½ εκ του τιμήματος  των 245.000 ευρώ), που υπερκαλύπτει τη νόμιμη μοίρα της, την απόδοση δε μέρους αυτού, που ο εναγόμενος παράνομα κατακρατεί, ήτοι  112.026,74 ευρώ, αυτή ομοίως ζητεί με την σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο αγωγή περί κλήρου, που ασκεί  με την ιδιότητα της εξ αδιάθετου κληρονόμος. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο,  έκρινε νόμιμη και κατ’ ουσίαν βάσιμη την αγωγή περί κλήρου για απόδοση της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και επομένως, και χωρίς ειδικό παράπονο, πρέπει, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του  Δικαστηρίου τούτου στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης του εναγομένου, όπως σχετικά διαλαμβάνεται στην παραπάνω νομική σκέψη και εφόσον η απόρριψη της αγωγής για τον ως άνω τυπικό λόγο είναι ευνοϊκότερη από την πρωτοβάθμια παραδοχή της ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ από το παρόν Δικαστήριο, να απορριφθεί στη συνέχεια η αγωγή ως νομικά αβάσιμη. (Εφ Θεσ 371/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).   VII. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο πρωτοδίκως  με την επιμέλεια των διάδικων, οι οποίες  περιλαμβάνονται στα με αριθμό 3370/2017 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς, καθώς και όσα κατέθεσαν ανωμοτί οι εξετασθέντες διάδικοι ενώπιον του εκδόσαντος την εκκαλουμένη απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, την υπ’αρ. ///// 26-9-2014 ένορκη βεβαίωση  της ……………, που λήφθηκε με την επιμέλεια της ενάγουσας μετά από νομότυπη κλήτευση του εναγομένου (βλ. την …./23-9-2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ………) καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 21-4-2012 απεβίωσε στον Πειραιά, όπου και κατοικούσε όσο ζούσε,  ο πατέρας των διαδίκων, ……….. Αυτός με την από 5-9-2006 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα με τα υπ’αρ. 95/27-4-2012 2012 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης,  κατέλειπε στη μεν ενάγουσα θυγατέρα του το δικαίωμα υψούν του δευτέρου και τρίτου ορόφου επί υφιστάμενου οικοδομήματος, αποτελούμενου από ισόγεια οικία επιφάνειας 93 τ.μ. και υπόγειο διαμορφωμένο σε δυο χώρους επιφάνειας 52,75 τ.μ. και 40,25 τ.μ., σε οικόπεδο ευρισκόμενο στην οδό ……….. στον Πειραιά,  στον δε εναγόμενο υιό του,  τον ισόγειο όροφο  με το δικαίωμα υψουν του πρώτου και του υπέρ του τρίτου ορόφου επί του αυτού ακινήτου, καθώς και το ποσοστό συνιδιοκτησίας του επί ακίνητου στη θέση ……… στον ………….Λακωνίας, ποσοστό 18,75 % επί διαμερίσματος του πέμπτου ορόφου σε πολυκατοικία επί της οδού ………… στον Πειραιά και την επιχείρηση του γραφείου τελετών, που  ο αποβιώσας διατηρούσε στην οδό ………… μαζί με τα αυτοκίνητα και ό,τι άλλο είχε για τη λειτουργία της. Από τα ανωτέρω ακίνητα  το ευρισκόμενο στον Πειραιά επί των οδών ………. ο διαθέτης τελικώς πώλησε με το υπ’αρ. …./6-3-2012 συμβόλαιο της  συμβολαιογράφου  Πειραιώς,  ………., στους ……… και . ….. – ., έναντι του αναγραφόμενου σε αυτό  τιμήματος 215.000,00 €, εκ του οποίου οι αγοραστές κατέβαλαν αρχικώς το ποσό των  141.603,32 € στον πληρεξούσιο του πωλητή, πατέρα των διαδίκων, ……….., νυν πληρεξούσιο δικηγόρο του εναγομένου, που συνεβλήθη και για λογαριασμό του (πωλητή)  (δυνάμει του υπ’αριθμ. …../16-2-2012 πληρεξούσιου της συμβολαιογράφου Πειραιώς, . .. –…), καθώς και ποσό 7.412,01 ευρώ στη συμβολαιογράφο, με ισόποση επιταγή, σε διαταγή του Ελληνικού δημοσίου, προς εξόφληση υποχρέωσης του πωλητή προς τη Γ’ΔΟΥ Πειραιώς, (κατά τα αναφερόμενα και στο συμβόλαιο) ενώ το υπόλοιπο ποσό των 65.984,67 € παρακρατήθηκε από τους αγοραστές προκείμενου να εξοφληθούν οι απαιτήσεις της δανείστριας, Εμπορικής Τράπεζας, και να ανακληθούν  οι υπέρ αυτής υφιστάμενες προσημειώσεις υποθηκών, που είχαν εγγράφει στο ακίνητο για εξασφάλιση δανείων του πωλητή. Τελικώς δε, επειδή αυτοί για την εξόφληση των εν λόγω απαιτήσεων  κατέβαλαν το μερικότερο ποσό των 45.038,15 €, το  υπόλοιπο ποσό των 20.946,52 €,  κατέβαλαν εξ ημισείας  μετά το θάνατο του πωλητή απευθείας στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, διάδικους,  έκαστος των οποίων έλαβε  ποσό  10.473,26 €, (βλ. τις με αριθμούς …./19-7-2013 και …./4-7-2013 Πράξεις εξόφλησης υπολοίπου τιμήματος αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …………). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από το καταβληθέν εξ αρχής ποσό των 141.603,32 €, το ποσό των 132.000 € κατατέθηκε στις 7-3-2012 από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, ………. σε λογαριασμό, που ο αποβιώσας διατηρούσε στην «…. ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ» στο Υποκατάστημα Νίκαιας, με IBAN ………… και συνδικαιούχους την ………. (προαποβιώσασα  μητέρα των διαδίκων, κατά τα αναφερόμενα  στην έφεση) και τους διάδικους, και  έως τις 10-5-2012 είχε αναληφθεί πλήρως, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 9.603,32  € παρακρατήθηκε από τον εναγόμενο. Ειδικότερα, αναφορικά με το ποσό των 132.000 ευρώ, από το προσκομιζόμενο από τον εναγόμενο αντίγραφο του τραπεζικού βιβλιαρίου του ως άνω κοινού λογαριασμού προέκυψε ότι στις 7-3-2012 έγινε κατάθεση αυτού (που αποτελούσε και το συνολικό ποσό του εν λόγω λογαριασμού κατά την ημέρα εκείνη), ενώ μέχρι το μηδενισμό του υπολοίπου του ακολουθούν μόνον αναλήψεις διαφόρων ποσών και δη   στις 7-3-2012 και 8-3-2012 (τα ποσά των οποίων δεν εμφαίνονται καθαρά στο προσκομιζόμενο αντίγραφο), στις 9-3-2012,  ποσού 7.000 €, στις 12-3-2012,   ποσού 102.000 €, στις 15-3-2012 5.000 €, στις 23-3-2012, ποσού 5.000 €, στις 28-3-2012, ποσού 4.000 €, στις 3-4-2012, ποσού 1.500 €,  και τέλος στις 10-5-2012, ποσού 481,32€. Στις ανωτέρω αναλήψεις, σε αντίθεση, με όσα αβασίμως υποστηρίζει ο εναγόμενος, δεν προέβη ο  πατέρας των διάδικων, ο οποίος λόγω της ιδιαίτερα βεβαρυμένης υγείας του (έπασχε από  καρκίνο του παχέος έντερου) αδυνατούσε πλέον να επιμελείται των υποθέσεων του,  ενώ τελικώς απεβίωσε λίγο καιρό μετά, στις 27-4-2012 (με αναφερομένη αίτια θανάτου στο απόσπασμα της Ληξιαρχικής Πράξης Θανάτου το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και τον γενικευμένο καρκίνο παχέος εντέρου), αλλά ο ίδιος ο εναγόμενος, που  παρακράτησε για τον εαυτό του τα χρήματα. Έπραξε δε τούτο, επειδή  φρονούσε ότι ήταν ο μόνος που είχε δικαίωμα  στη πατρική περιουσία, διότι στην  ενάγουσα  είχαν περιέλθει τα περιουσιακά στοιχεία της μητέρας τους. Συγκεκριμένα, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας αποδείξεως, σύζυγος της ενάγουσας, ο εναγόμενος αρνήθηκε να αποδώσει οιοδήποτε ποσό στην ενάγουσα από το ως άνω τίμημα λέγοντας χαρακτηριστικά  ότι της αρκεί  το σπίτι που πήρε για τον γάμο της.  Επισημαίνεται δε, ότι ο εναγόμενος εξεταζόμενος σχετικά ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατέθεσε ανωμοτί, πλην, όμως, όχι πειστικά, ότι ο πατέρας του του έδωσε διάφορες εντολές για τη διάθεση των χρημάτων προς τακτοποίηση διάφορων οικονομικών εκκρεμοτήτων του, τις οποίες ουδόλως διευκρίνισε, ενώ περαιτέρω όλως αντιφατικώς στην έφεση του αναφέρει, ότι όπως γνώριζε ο διαθέτης είχε σημαντικές οφειλές σε τρίτους, συνεργάτες και προμηθευτές της επιχείρησης του, τις οποίες πιθανώς να εξόφλησε με τα χρήματα  που ανέλαβε ο ίδιος (ο διαθέτης) από τον λογαριασμό του, δίχως, όμως, και πάλι να προσκομίζει σχετικά παραστατικά πληρωμής  προς στήριξη του ισχυρισμού του, ενώ τέλος, όπως περαιτέρω αποδείχθηκε η ενάγουσα καθ’όλο αυτό το χρονικό διάστημα αγνοούσε τόσο  την πώληση της πατρικής οικίας όσο και την είσπραξη και κατάθεση του τιμήματος σε κοινό λογαριασμό,  πληροφορήθηκε δε αυτά το πρώτον στην κηδεία του διαθέτη. Τέλος, ο εναγόμενος ουδόλως ισχυρίστηκε αναφορικά με τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό, από τον οποίο έγιναν οι αναλήψεις τόσο πριν όσο και μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, ότι κατά το άνοιγμα του είχε τεθεί ο όρος της διάταξης του άρθρου 2 του ν. 5638/1932, ώστε σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, η κατάθεση και ο λογαριασμός εξ αυτής, να περιέρχεται αυτοδικαίως, εξ ιδίου δικαίου, στους επιζώντες συνδικαιούχους, οι δε κληρονόμοι να αποξενώνονται πλήρως από το ποσό της κατάθεσης, το οποίο έτσι εξαιρείται από την κληρονομιά. Ως εκ τούτου, το ως άνω ποσό, που όπως αναφέρθηκε, ανήκε στον πατέρα των διαδίκων, καθόσον αφορούσε σε τίμημα που του καταβλήθηκε από την πώληση του ακινήτου του ενόσω ζούσε και δεν αναλώθηκε από αυτόν, αποτελεί στοιχείο της κληρονομιαίας περιουσίας, που  περιήλθε κατά ποσοστό ½ σε έκαστο των  διαδίκων ως εξ αδιάθετου  κληρονόμους του  πατέρα τους, και ως εκ τούτου ο εναγόμενος παρανόμως κατακρατά ως κληρονόμος το ποσό των 70.801,66 ευρώ, που αντιστοιχεί στην εξ αδιάθετου κληρονομική μερίδα της ενάγουσας {(215.000- 7.412,01 – 65.684,67 + 20.946,52)= 162.549,84 ευρώ  :2 = 81.284,92 ευρώ μείον 10.473,26 ευρώ, που έχει ήδη λάβει),  το οποίο και οφείλει να της καταβάλει με το νόμιμο τόκο υπερημερίας απο τις 13-10-2012, οπότε και οχλήθηκε σχετικά από την ενάγουσα με την επίδοση της απο 9-10-2012 εξώδικης δηλώσεως, διαμαρτυρίας και πρόσκλησης με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων της (βλ. την υπ’αρ. …………/12-10-2012 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών . …..). Επομένως, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του δέχθηκε καταρχήν  το εξ αδιάθετου κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου  στο εισπραχθέν και μη αναλωθέν  από τον κληρονομούμενο κατά τα ανωτέρω τίμημα δεν έσφαλε, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβασίμων των σχετικών λόγων της εφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ωστόσο  εσφαλμένα δέχθηκε, ότι αυτό  ανέρχεται στο ποσό των 215.000  ευρώ, αντί του ποσού των   162.549,84 ευρώ, και ότι ο εναγόμενος  κατακρατά ως κληρονόμος  το ποσό 74.507,66 ευρώ, αντί του ποσού των 70.801,66 ευρώ, το οποίο και υποχρεούται να της αποδώσει εντόκως,  από 13-10-2012, οπότε τον όχλησε σχετικά με την επίδοση της από 9-10-2012 εξώδικης δήλωσης -διαμαρτυρίας της (βλ. τη με αριθμ. …/12-10-2012 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο πρωτοδικείο Αθηνών ………..), των σχετικών λόγων της έφεσης γενομένων μερικώς δεκτών και ως ουσιαστικά βάσιμων. Κατόπιν τούτου, η έφεση πρέπει  να γίνει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, και κατά  το μέρος που έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη τη σωρευόμενη αγωγή περί κλήρου της ενάγουσας ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου, ακολούθως δε, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (αρθ. 535 παρ.1 ΚΠολΔ) και δικασθεί αυτή,  να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και  να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να  αποδώσει στην ενάγουσα το ποσό των 70.801,66 ευρώ που κατακρατά ως κληρονόμος, με το νόμιμο τόκο από 13-10-2012. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της συγγενικής τους σχέσης (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ), ενώ   πρέπει, να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου στον εκκαλούντα, λόγω της, εν τέλει, παραδοχής της έφεσής του (βλ. άρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία των  διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του   e-παράβολου ……………/ 2018  στον εκκαλούντα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 4026/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ  την από 22-6-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2015 αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την σωρευόμενη στο δικόγραφο αγωγή περί κλήρου της ενάγουσας ως νομίμου μεριδούχου.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή περί κλήρου της ενάγουσας ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου στη κληρονομία του πατέρα τους, …………

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να  αποδώσει στην ενάγουσα το ποσό των εβδομήντα χιλιάδων οκτακοσίων ενός ευρώ και εξήντα έξι λεπτών, με το νόμιμο τόκο από 13-10-2012.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  4 Ιουνίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ