Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 399/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Νέοι  λόγοι ανακοπής-αποδεικτική δύναμη των μηχανογραφικά τηρούμενων εμπορικών βιβλίων Τραπέζης-ορισμένο επιταγής-εκκαθαρισμένο απαίτησης μετά τον περιορισμό του ποσού για το οποίο επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση

 

Αριθμός απόφασης 399/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα, Ε.Τ.

ΑΦΟΥ   ΜΕΛΕΤΗΣΕ   ΤΗ  ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΣΥΜΦΩΝΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΝΟΜΟ

Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), η κρινόμενη από 30-4-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./30-4-2018)  έφεση των ανακοπτόντων, που ηττήθηκαν ολικώς στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της υπ’ αριθ. 1694/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, απορρίπτοντας εν όλω την από 5-6-2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/7-6-2013) ανακοπή τους. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα [άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού)], ενώ έχει κατατεθεί και το νόμιμο παράβολο κατά την άσκησή της (υπ’αριθμ. …………. e-παράβολο και αποδεικτικό πληρωμής της Τράπεζας Πειραιώς), πλην όμως τυγχάνει απαράδεκτη, κατά το μέρος που ασκείται κατά του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Κορυδαλλού, ο οποίος μάλιστα δεν κατονομάζεται, εφόσον ο τελευταίος δεν ήταν διάδικος στην πρωτόδικη δίκη (άρθρο 517 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά το μέρος που ασκήθηκε παραδεκτά, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη. Εξ αυτών, ο τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγος, περί ακυρότητας και εσφαλμένης επικύρωσης του πίνακα κατάταξης και αοριστίας των αναγγελθέντων απαιτήσεων, τυγχάνουν απαράδεκτοι, αφού αφορούν πράξη εκτέλεσης που δεν προσεβλήθη με την ανακοπή και τους λόγους αυτής, με τους οποίους οριοθετήθηκε το αντικείμενο της δίκης και προσδιορίστηκε η έκταση της εκκρεμοδικίας.

 

Με την ανακοπή τους και για τους ειδικότερα εκτιθέμενους λόγους αυτής, οι ανακόπτοντες ζητούσαν την ακύρωση της υπ’αριθμ. ……/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, της κάτωθι αντιγράφου του α΄εκτελεστού απογράφου αυτής από 30-4-2013 επιταγής προς εκτέλεση, καθώς και της υπ’αριθμ. …/2013 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……………, και να επιβληθούν σε βάρος της καθ’ής η ανακοπή Τράπεζας τα δικαστικά τους έξοδα.

Επ’αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, η οποία την απέρριψε στο σύνολό της         και επικύρωσε τη διαταγή πληρωμής. Κατά της αποφάσεως αυτής εναντιώνονται οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με τους αναφερόμενους στην έφεσή τους λόγους, αναγόμενους στο σύνολό τους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της και την αποδοχή της ανακοπής στο σύνολό της.

Η κατά το άρθρο 632 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ιδίου κώδικα,  ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής. Νέοι λόγοι, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν  από τον ανακόπτοντα για πρώτη φορά με τρόπο διάφορο του οριζόμενου στο άρθρο 585 § 2 εδ. β΄ του ΚΠολΔ και δη με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης, ή με το δικόγραφο της έφεσής του κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή, ακόμη και αν οι λόγοι αυτοί αφορούν ισχυρισμούς που αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 του ΚΠολΔ, διότι έναντι των τελευταίων αυτών γενικών διατάξεων κατισχύει, λόγω της ειδικότητάς της, η διάταξη του άρθρου 585 §  2 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, κατά την οποία νέοι λόγοι ανακοπής, μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο (ΑΠ 1287/2012 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 440/2012, Νοβ 2012.1730, ΕφΠειρ 234/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 328/2013, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2014.234 ΕφΠειρ (Μον) 507/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους επικαλούνται ακυρότητα της σύμβασης πιστώσεως, της από 25-8-2006 πρώτης και της από 19-10-2010 δεύτερης πρόσθετης αυτής πράξης, με βάση τις οποίες εκδόθηκε η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, λόγω απειλής του 2ου, 3ου και 4ου από αυτούς, αντίθεσής τους στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, και ύπαρξης σε αυτές καταχρηστικών όρων, καθώς και ακυρότητα των συμβάσεων εγγυήσεως, λόγω πλάνης των ιδίων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθ’όλα τα σκέλη του, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, διότι αφορά σε ισχυρισμούς οι οποίοι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της ανακοπής, δεν προβλήθηκαν ως λόγοι ανακοπής, αλλά προβάλλονται για πρώτη φορά με το εφετήριο. Σημειώνεται ειδικώς ότι, ο δεύτερος λόγος της έφεσης, αφορά, μεταξύ άλλων, στην καταχρηστικότητα του όρου 19 της σύμβασης πιστώσεως -9 κατά το κείμενο της ανακοπής-περί της παραιτήσεώς τους από τα δικαιώματα και τις ενστάσεις που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων  862-868 του ΑΚ, που είχε προταθεί και πρωτοδίκως με αντίστοιχο λόγο ανακοπής, διαφορετικού, όμως, ως προς τη θεμελίωσή του. Ειδικότερα, με τον λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι η παραίτησή τους από την ένσταση ελευθερώσεως του άρθρου 862 του ΑΚ αποτελεί καταχρηστικό όρο που αφενός μεν απαγορεύεται από την ΥΑ Ζ1-798, αφετέρου δε είναι άκυρη διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρξε βαρεία αμέλεια εκ μέρους των υπαλλήλων της καθ’ής, ως προς τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την ικανοποίηση της απαίτησής της από την πρωτοφειλέτρια, επομένως η παραίτησή της εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 332 εδ.1 του ΑΚ. Αντιθέτως, με τον άνω λόγο της έφεσής τους, επικαλούνται το ανίσχυρο της εν λόγω παραίτησης για τον λόγο ότι έχει κριθεί η καταχρηστικότητα του σχετικού όρου με δικαστικές αποφάσεις από τις οποίες παρήχθη δεδικασμένο που εκτείνεται και στην κρινόμενη περίπτωση.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624 § 1, 626, 628 § 1 εδ.α, 632 § 1 και 633 §  1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματική απαίτηση, εφόσον η απαίτηση αυτή δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και αποδεικνύεται (η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό) με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ή με συνδυασμό τέτοιων εγγράφων που επισυνάπτονται στην αίτηση. Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ` άρθρο 628 του ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής. Εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται, ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 του ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση αυτή απαγγέλλεται, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας να αποδειχθεί με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1997, ΕλλΔνη 1997.768, ΑΠ 1376/2018, ΑΠ 682/2015  αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).  Εξάλλου,  διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνηση, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού (ΑΠ 999/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 368/2019 ΕΔΠΟΛ 2019.423), έγγραφα δε που αποδεικνύουν την απαίτηση αποτελούν και τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, κατόπιν συμφωνίας των συμβληθέντων μερών (ΑΠ 621/2018, ΕφΔυτΜακ 25/2019, ΕφΛαρ (Μον) 499/2019, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ειδικότερα, η συμφωνία μεταξύ της πιστοδότριας τράπεζας και του πιστούχου οφειλέτη, κατά την οποία το απόσπασμα του τηρούμενου από την τράπεζα λογαριασμού θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της αξίωσης της τράπεζας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να διατάξει αποδείξεις σε βάρος της, είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση και δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη. Εξάλλου, το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρο 449 § 1 του ΚΠολΔ, 52 του ν.δ. 3026/1954-ήδη 36 2β΄του ν.4194/2013- και 14 του ν. 1599/1986) και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας τράπεζας. Στην περίπτωση, όμως, των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο της τράπεζας, που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει εις χείρας της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου, αλλά πρωτοτύπου (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 621/2018, ΕφΔυτΜακ 25/2019 ό.π, ΕφΑθ (Μον) 260/2019, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ (Μον) 499/2019 ό.π).

Mε τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες πλήττουν την τυπική εγκυρότητα της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, επικαλούμενοι διαδικαστικό απαράδεκτο αυτής, συνιστάμενο στο ότι εκδόθηκε με βάση φωτοαντίγραφα από τα εμπορικά βιβλία της καθής, που τηρούνται μηχανογραφικά, επικυρωμένα μεν από δικηγόρο, χωρίς όμως να βεβαιώνεται σε όλες τις σελίδες τους, αλλά μόνον στις τρεις τελευταίες από τις συνολικά οκτώ, από τον αρμόδιο υπάλληλό της, που προέβη στη σχετική ενέργεια, η γνησιότητα της εκτύπωσης. Όπως, όμως, αποδεικνύεται, μεταξύ των εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη για την έκδοσή της είναι και τα προσκομιζόμενα αποσπάσματα από τα εμπορικά της βιβλία, του υπ’αριθμ. ……….. λογαριασμού κίνησης και του υπ’αριθμ. …………… λογαριασμού οριστικής καθυστέρησης, που τηρήθηκε μετά το κλείσιμο του πρώτου λογαριασμού. Σε αυτούς, αφενός μεν εμφανίζεται όλη η κίνηση του ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης μέχρι τις 26-11-2012, δηλαδή μετά και την καταγγελία της σύμβασης που έλαβε χώρα στις 29-11-2011, αφετέρου δε σε κάθε επιμέρους απόσπασμα υπάρχει βεβαίωση υπαλλήλων της καθής ότι αφορά απόσπασμα των εμπορικών της βιβλίων που τηρούνται μηχανογραφικά, ότι παρήχθη από εκτυπωτή συνδεδεμένο στο σύστημα της και ότι αποτελεί έγκυρη μορφή όμοια με την εμφανιζόμενη στο σύστημα επικύρωσης, και κάτωθι αυτής υπογραφή τους. Η βεβαίωση, που αφορά τον πρώτο λογαριασμό, έχει τεθεί στο τέλος του αποσπάσματος και όχι σε κάθε σελίδα του, εφόσον το απόσπασμα αφορά τον συγκεκριμένο λογαριασμό ως σύνολο, και η βεβαίωση καλύπτει όλο το περιεχόμενό του, το οποίο άλλωστε εμφανίζει συνέχεια, όσον αφορά τις αναγραφόμενες ημερομηνίες και ποσά, με αποτέλεσμα να μην είναι απαραίτητο να τεθεί τέτοια βεβαίωση σε κάθε επιμέρους σελίδα. Επομένως, με βάση τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, τα αποσπάσματα αυτά των μηχανογραφικά τηρούμενων εμπορικών βιβλίων της καθής αποτελούν πρωτότυπα έγγραφα, και ως εκ τούτου εγκύρως εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής με βάση επικυρωμένο από δικηγόρο αντίγραφό τους. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στην ίδια κρίση, ορθά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται ο συγκεκριμένος λόγος της ανακοπής, να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Από τη διάταξη του άρθρου 924 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη αναφορά του ποσού, που οφείλεται, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή εκτελέσεως η αιτία της απαιτήσεως, η οποία, άλλωστε, θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γίνεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα (ΑΠ 194/1995, ΕλλΔνη 1996.102, ΕφΛαμ 159/2011, ΕφΑθ (Μον) 105/2019, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΔυτΜακ (Μον) 73/2015 Αρμ 2016.98, ΕφΑθ (Μον) 123/2010 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αν η επιταγή δεν περιέχει τα προαναφερόμενα στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα που κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον, κατά την κρίση του, από την αοριστία της επιταγής προκαλείται στον οφειλέτη δικονομική βλάβη, που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (ΕφΠατρ 1107/2007, ΑΧΑΝΟΜ 2008.855, ΕφΚερκ 24/2002, ΕΤΡΑΞΧΡΔ 2003/966, ΕφΔυτΜακ (Μον) 73/2015 Αρμ 2016.98).

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσή τους, οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον και πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό τους περί ακυρότητας της από 30-4-2013 προσβαλλομένης επιταγής προς πληρωμή, ισχυριζόμενοι ότι δεν αναφέρεται σε αυτήν ότι το ποσό που επιτάσσεται να καταβάλει καθένας εξ αυτών, οφείλεται εις ολόκληρον, με αποτέλεσμα να υφίσταται αναντιστοιχία μεταξύ του εκτελεστού τίτλου, δηλαδή της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, στην οποία γίνεται σχετική μνεία περί εις ολόκληρον ευθύνης τους, και της επιταγής, καθώς και ότι με βάση την επιταγή αυτή, η καθής θα νομιμοποιείται να εισπράξει από όλους το σύνολο του κεφαλαίου. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι όπως ορθώς κρίθηκε και από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η προσβαλλομένη επιταγή εμφανίζει πληρότητα και η μη αναγραφή στο κείμενό της περί εις ολόκληρον ευθύνης τους δεν προκαλεί δικονομική βλάβη σε αυτούς. Και τούτο διότι είναι σαφές ότι πρόκειται περί εις ολόκληρον ευθύνης, γεγονός που μνημονεύεται ρητά στη διαταγή πληρωμής, που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο και τους συγκοινοποιήθηκε, επιπλέον δε και στην ένδικη σύμβαση ορίζεται ρητώς και με σαφήνεια, στον 14.01 όρο της-σε συνδυασμό και με τον 9ο όρο-ότι σε περίπτωση υπάρξεως περισσότερων οφειλετών ή εγγυητών, καθένας από αυτούς ευθύνεται εις ολόκληρον έναντι της τράπεζας για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση, ενώ σε αμφότερες τις πρόσθετες πράξεις γίνεται ρητή παραπομπή στους όρους αυτής. Επιπροσθέτως,  η λειτουργία της εις ολόκληρον ενοχής ρυθμίζεται από τον νόμο και τα άρθρα 480 επ. και ιδίως το άρθρο 483 του ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο η καταβολή που γίνεται από έναν συνοφειλέτη απαλλάσσει και τους λοιπούς, με αποτέλεσμα και στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενδεχόμενη καταβολή του συνόλου ή μέρους των οφειλομένων από έναν από αυτούς να απαλλάσσει και τους λοιπούς, μη υφισταμένου έτσι ενδεχομένου να εισπραχθεί το ποσό της απαίτησης περισσότερες φορές.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 904, 915 και 916 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η δυνάμει εκτελεστού τίτλου, μεταξύ των οποίων και η διαταγή πληρωμής, αναγκαστική εκτέλεση, προϋποθέτει να είναι «βέβαιη» και «εκκαθαρισμένη» η απαίτηση. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον εκτελεστό τίτλο προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (ΑΠ 1016/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» ΑΠ 1543/2014 ΧΡΙΔ 2015.203).  Εκκαθαρισμένη είναι η χρηματική απαίτηση, ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014 ό.π, ΑΠ 653/2013, ΧΡΗΔΙΚ 2013.546). Στην αντίθετη περίπτωση η με έγγραφο διαπιστουμένη αξίωση του επισπεύδοντος δεν είναι επιδεκτική εκτελέσεως. Αναγκαία, συνεπώς, προϋπόθεση της εγκυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ο πλήρης προσδιορισμός στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο της εκτάσεως, του είδους και του περιεχομένου της αξιώσεως που ενσωματώνει. Κατά δε την απολύτως κρατούσα άποψη αναγκαστική εκτέλεση με τίτλο, από τον οποίο δεν προκύπτει απαίτηση εκκαθαρισμένη είναι άκυρη, χωρίς να χρειάζεται να αποδεικνύεται βλάβη (ΑΠ 758/2014, ΑΠ 905/2011, ΑΠ 1124/2010  αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εκκαθαρισμένη, ωστόσο, είναι η χρηματική απαίτηση, ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1543/2014 ό.π, ΑΠ 653/2013 ΧΡΗΔΙΚ 2013.546). Εξάλλου, η κατάσχεση δεν πάσχει, επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το πράγματι οφειλόμενο λόγω περιορισμού της απαίτησης, εφόσον βεβαίως ο περιορισμός είναι ορισμένος και δεν επιφέρει μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 904, 915, 916 και 924 του ΚΠολΔ,  ακυρότητα δεν υπάρχει και αν ακόμα η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό μεγαλύτερο του πράγματι οφειλόμενου (ΕφΑΘ 4901/2000, ΕλλΔνη 2001.776, Β.Βαθρακοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’άρθρο)», τόμος Ε, σελ. 708, αρ. 11). Ο περιορισμός αυτός δεν προσβάλλει τα συμφέροντα του οφειλέτη, αφού συνεπάγεται τη μείωση των εξόδων που τον βαρύνουν. Για την αποτροπή, όμως, του κινδύνου προβολής μεταγενέστερα του ισχυρισμού του, ότι χώρησε παραίτηση του δανειστή από το υπόλοιπο μέρος της απαίτησής του, καθώς και επίσης και του κινδύνου προσβολής της εκτέλεσης για αοριστία, σε σχέση με το ζήτημα, για ποιά κονδύλια της απαίτησης διενεργήθηκε, θα πρέπει να γίνεται, αφενός μεν ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία αυτή επισπεύδεται έκτοτε και αφετέρου ρητή επιφύλαξη για το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης (Β.Βαθρακοκοίλης ό.π). Εν προκειμένω, από την επισκόπηση των εγγράφων που προσκομίζονται και, μεταξύ αυτών της υπ’αριθμ. …./2013 Α΄ Επαναληπτικής και …./2013 Β΄ Επαναληπτικής Περίληψης της προσβαλλομένης υπ’αριθμ. …./2013 Κατασχετήριας Έκθεσης Ακινήτου της άνω δικαστικής επιμελήτριας, …………., η οποία δεν προσκομίζεται αλλά το περιεχόμενό της δεν αμφισβητείται από τις διάδικες πλευρές, αποδεικνύεται καταρχήν ότι το ποσό που οι ανακόπτοντες επιτάχθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ής, με την από 30-4-2013 επιταγή, αναλύεται σε : 1/ 288.266,55 ευρώ για κεφάλαιο, έντοκα από τις 27-11-2012, οπότε και έκλεισε ο τηρούμενος λογαριασμός, πλέον του συμβατικού επιτοκίου υπερημερίας, που υπερβαίνει το ενήμερο συμβατικό κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες, 2/ 5.600 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, 3/ 10 ευρώ για έκδοση και χαρτοσήμανση του αντιγράφου της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, παρά πόδα της οποίας έχει αυτή συνταχθεί,  4/ 60 ευρώ για έξοδα κοινοποίησής της και 5/ 40 ευρώ για τη σύνταξή της. Δηλαδή, η απαίτηση για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύστηκε αναγκαστική εκτέλεση συντίθετο από κεφάλαιο και έξοδα, εντόκως, με διαφοροποίηση του ποσού και της χρονικής αφετηρίας του ποσού των τόκων, ανά είδος. Στη συνέχεια, με την προσβαλλομένη κατασχετήρια έκθεση επιβλήθηκε κατάσχεση στο ειδικότερα περιγραφόμενο ακίνητο, του δεύτερου των ανακοπτόντων, για το ποσό των 205.000 ευρώ, με τη μνεία στο κείμενο και των επαναληπτικών περιλήψεων ότι το υπόλοιπο ποσό της απαίτησης παραμένει απαιτητό, χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζεται σε τι αφορά ο περιορισμός, ώστε να καθίσταται σαφές για ποιά ακριβώς κονδύλια διενεργείται έκτοτε η εκτέλεση. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι ο προσδιορισμός της ποιότητας της παροχής πλέον ήταν δυνατός με απλή μαθηματική εφαρμογή όσων επιτάσσει το άρθρο 423 του ΑΚ, η οποία όμως αφορά άλλο ζήτημα και συγκεκριμένα τον τρόπο καταλογισμού των καταβολών, σε περίπτωση περισσότερων χρεών του οφειλέτη έναντι του ιδίου δανειστή. Επομένως, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται ο άνω λόγος της ανακοπής, να ακυρωθεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται με την άνω κατασχετήρια έκθεση σε βάρος του 2ου εκκαλούντος.

Με βάση, επομένως, όσα προεκτέθηκαν, θα πρέπει η υπό κρίση έφεση, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ουσίαν, κατά το μέρος που ασκείται από τον δεύτερο (2ο) εκκαλούντα, ακολούθως δε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς το σκέλος της, με το οποίο απορρίφθηκε η ανακοπή, καθ’ο μέρος έπληττε την υπ’αριθμ. ……./2013 Κατασχετήρια Έκθεση της άνω δικαστικής επιμελήτριας,  αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014 ό.π, ΕφΑθ 1404/2014, Αρμ 2015.208), και, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό, να γίνει δεκτή η ανακοπή κατά το ίδιο μέρος και να ακυρωθεί η παραπάνω Κατασχετήρια Έκθεση.  Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, κατ’αρθρο 495 παρ. 3 εδ.ε΄ του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν. 4055/2012 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, η επιστροφή στους ανακόπτοντες του παραβόλου που κατέθεσαν κατά την άσκησή της, λόγω της εν μέρει νίκης τους, και να επιβληθούν σε βάρος της καθ’ής η ανακοπή, μέρος των δικαστικών εξόδων των ανακοπτόντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176,  183, 189 § 1, 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 2, 166 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 30-4-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../30-4-2018) έφεση των ανακοπτόντων κατά της υπ’αριθμ. 1694/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν, κατά το μέρος που αφορά την υπ’αριθμ. …./2013 Κατασχετήρια Έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου που κατέθεσαν κατά την άσκησή της.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη, κατά το παραπάνω σκέλος της.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 5-6-2013 ανακοπή (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/7-6-2013), κατά το ίδιο σκέλος.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’αριθμ. …./2013 Κατασχετήρια Έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……………

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της καθ’ής η ανακοπή, μέρος των δικαστικών εξόδων των ανακοπτόντων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις    1-6-2020.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ