Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 409/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Γενικοί Όροι Συναλλαγών. Αρχή της διαφάνειας. Στην περίπτωση ακυρότητας γενικού όρου ή όρων των συναλλαγών, επέρχεται σχετική ακυρότητα του αντιστοίχου ή των αντιστοίχων όρων, χωρίς, κατά κανόνα, τούτο να συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την υπόλοιπη σύμβαση, εκτός εάν προβληθεί και αποδειχθεί ότι τα συμβληθέντα μέρη δεν θα προχωρούσαν στην κατάρτιση της συμβάσεως χωρίς το σχετικό (άκυρο) όρο. Ο ενάγων της σχετικής αγωγής (ή ο ανακόπτων στο σχετικό λόγο της ανακοπής) θα πρέπει να επικαλεστεί ότι άπαντα τα συμβαλλόμενα μέρη αγνοούσαν, κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, την ακυρότητα των συγκεκριμένων όρων – συμφωνιών και ότι η υποθετική βούληση αυτών, κατά τον αυτό χρόνο, ήταν να μην ισχύσει η όλη δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα των εν λόγω όρων – συμφωνιών.

 

Αριθμός    409/2020  

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ.889/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 και 937 παρ. 3 του ΚΠολΔ, ενόψει του ότι η επίδοση της σχετικής επιταγής διενεργήθηκε μετά την 1-1-2016, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου ενάτου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 5-10-2016 (υπ’ αριθ. ………./5-10-2016 εκθ. καταθ.) ανακοπής του ανακόπτοντος και ήδη εφεσίβλητου κατά της καθης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως,ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 30-4-2018 (βλ. τη με την ίδια ημερομηνία σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………. επί του αντιγράφου τηςεκκαλούμενης αποφάσεως) και η έφεση κατατέθηκε στις 30-5-2018 (βλ. την υπ. αριθ. ………./30-5-2018 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς), και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ενόψει του ότι καταβλήθηκε το ανάλογο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Με την προαναφερθείσα ανακοπή (όπως αυτή παραδεκτώς διορθώθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ανακόπτοντος, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης), ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος εξέθεσε ότι, στο Κερατσίνι Αττικής, στις 13-12-2006,η θυγατέρα του, ………., κατάρτισε με την καθης η ανακοπή τραπεζική εταιρία, την υπ’αριθ. …………../13-12-2006 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου (μετά των από 13-12-2006 προσαρτημάτων της), δυνάμει της οποίας αυτή, ως δανειολήπτρια, έλαβε από την καθης η ανακοπή, ωςδανείστρια,το κατά το χρόνο της εκταμίευσης και κατά την τότε ισχύουσα ισοτιμία ελβετικού φράγκου – ευρώ, το ποσό των 140.035,90 ευρώ (ισόποσου των 224.981,68 ελβετικών φράγκων,όπως αυτό ως άνω διορθώθηκε από το ποσό των 215.506,82 CHF), διάρκειας 360 μηνών, για την αγορά και επισκευή (ή αποπεράτωση) ακινήτου. Ότι ο ίδιος (ανακόπτων) εγγυήθηκε στην ανωτέρωσύμβαση, για το σύνολο του σχετικού ποσού, ευθυνόμενος αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, καθώς και ως αυτοφειλέτης, παραιτηθείς των σχετικών δικαιωμάτων και ενστάσεων δίζησης, που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 853, 855, 858, 862 έως 868 του ΑΚ. Ότι το εν λόγω δάνειο συμφωνήθηκε να εξοφληθεί είτε σε αυτούσιο συνάλλαγμα (ελβετικών φράγκων), είτε σε ευρώ, ανάλογα με την ισοτιμία του ανωτέρω συναλλάγματος, όπως αυτή θα προκύψει από την διατραπεζική αγορά συναλλάγματος, κατά την ημέρα πληρωμής της σχετικής δόσης. Ότι η εν λόγω σύμβαση περιείχε όρους ασαφείς, αδιαφανείς και αόριστους, όσον αφορά στον τρόπο εξόφλησης του σχετικού δανείου, δηλαδή βάσει της ισοτιμίας των ανωτέρω νομισμάτων κατά το χρόνο πληρωμής της εκάστοτε δόσης. Ειδικότερα, ότι δεν επεξηγήθηκε σ’ αυτόν (ανακόπτοντα), γραπτώς και με όρους κατανοητούς για το μέσο καταναλωτή, ο μηχανισμός καθορισμού της ισοτιμίας του εγχώριου και του ανωτέρω ξένου νομίσματος και οι συνέπειες σε περίπτωση μεταβολής τηςσχετικής ισοτιμίας στον καθορισμό του ύψους του οφειλόμενου ποσού εκάστοτε δόσης. Επίσης, ότι, εντελώς αορίστως, αναφερόταν στην εν λόγω σύμβαση ότι κατά μεν την εκταμίευση του δανείου η ισοτιμία του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ θα υπολογιζόταν χαμηλότερα από την τρέχουσα τιμή στην οποία η καθης η ανακοπή αγοράζει το ελβετικό φράγκο, κατά δε την πληρωμή των δόσεων η ίδια ισοτιμία θα ήταν μεγαλύτερη από την τιμή που η καθης η ανακοπή πωλεί το ελβετικό φράγκο. Ακόμη, ότι, λόγω των ως άνω όρων, αυτός (ανακόπτων) ανέλαβε, αβασάνιστα, το σχετικό συναλλαγματικό κίνδυνο, με αποτέλεσμα, λόγω της μεταβολής της ισοτιμίας ελβετικού φράγκου– ευρώ, ενώ η προαναφερθείσα δανειολήπτρια έλαβε, κατά την αντίστοιχη ισοτιμία, το ποσό των 224.981,68 ελβετικών φράγκων και παρά το γεγονός ότι η τελευταία είχε καταβάλει σε δόσεις το συνολικό ποσό των 40.000 ευρώ,να φαίνεται ότι εξακολουθεί να οφείλει για το εν λόγω δάνειο (ισόποσου 224.981,68 ελβετικών φράγκων) το ποσό των 215.506,82 ελβετικών φράγκων, με αποτέλεσμα να καταστεί δυσβάσταχτη η εκπλήρωση της ανωτέρω δανειακής σύμβασης. Ότι, στη συνέχεια, στις 2-8-2010, λόγω αδυναμίας της δανειολήπτριας θυγατέρας του, να καταβάλει στο ακέραιο τις μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις του εν λόγω δανείου, η καθης η ανακοπή κατήγγειλε την ανωτέρω σύμβαση και με την από 3-8-2010 εξώδικη καταγγελία – πρόσκλησή της ενημέρωσε αυτόν (ανακόπτοντα) για το κλείσιμο του σχετικού λογαριασμού με χρεωστικό υπόλοιπο, που ανερχόταν στο ποσό των 215.506,82 ελβετικών φράγκων, και τον κάλεσε να εξοφλήσει το ποσό αυτό. Ότι, κατόπιν αιτήσεωςτης καθης η ανακοπή,εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε αυτός (ανακόπτων) να καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 215.506,82 ελβετικών φράγκων,πλέον τόκων και εξόδων. Ότι, στη συνέχεια, με επιμέλεια της καθης η ανακοπή,του επιδόθηκε αντίγραφο εξ απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, μετά της από 1-7-2016 επιταγής προς πληρωμή, δυνάμει της οποίας αυτός(ανακόπτων) επιτασσόταν να καταβάλει το προαναφερθέν ποσό (των 215.506,82 CHF), βάσει της ισοτιμίας του ευρώ με το ελβετικό φράγκο κατά την ημέρα της πληρωμής, για επιδικασθέν κεφάλαιο, το ποσό των 2.700 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη και των 30 ευρώ για τη σύνταξη της επιταγής, καθώς και των 30 ευρώ για δαπάνη επίδοσης.Επίσης, ότι, κατά τηδιαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία διενεργήθηκε εις βάρος του με επίσπευση της καθης η ανακοπή, βάσει της ανωτέρω διαταγής πληρωμής,κατασχέθηκαν, δυνάμει της υπ’ αριθ. …/9-9-2016 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτων του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….,τα αναφερόμενα δύο ακίνητα της κυριότητας αυτού, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, που βρίσκονται στη Νίκαια Αττικής. Ακόμη, ότι η δικαιοπραξία της ανωτέρω σύμβασης δανείου είναι άκυρη, γιατί περιέχει τους προαναφερθέντες ασαφείς, αδιαφανείς και αόριστους όρους, οι οποίοι αντίκεινται στις διατάξεις του ν. 2251/1994, που επιβάλλουν τη σαφήνεια και διαφάνεια των όρων της αντίστοιχης σύμβασης, άλλως ότι η σύμβαση αυτή είναι άκυρη κατά το μέρος της που αφορά τους ανωτέρω όρους, χωρίς η ακυρότητα αυτήνα επάγεται την ακυρότητα όλης της σχετικής δικαιοπραξίας, αλλά μόνον κατά το μέτρο που επιβαρύνθηκε η αντίστοιχη οφειλή. Τέλος, ότι, ενόψει της κατά τα ως άνω ακυρότητας της ανωτέρω σύμβασης, από την οποία απορρέει η απαίτηση, για την ικανοποίηση της οποίας διενεργείται η εν λόγω διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι και η τελευταία (εκτέλεση) άκυρη.Βάσει του προαναφερθέντος, μοναδικού, λόγου της ανακοπής, ο ανακόπτων ζήτησε την ακύρωση τηςεν λόγω διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, την οποία επέσπευσε εις βάρος του η καθης η ανακοπή,δυνάμει της ανωτέρω εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως.Με την εκκαλούμενη απόφαση η ανωτέρω ανακοπή έγινε δεκτή και ακυρώθηκε η σχετική διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, επίσης, αυτή ζητεί να εξαφανιστείη προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η ανωτέρω ανακοπή, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση.

Ι. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 118, 119, 216, 217 και 585 παρ. 2 εδ. α΄ του ίδιου Κώδικα, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα αναγκαία στοιχεία κάθε δικογράφου, έναν τουλάχιστον λόγο ανακοπής και αίτημα για την ακύρωση συγκεκριμένης πράξης της σχετικής διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, διαφορετικά απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Ειδικότερα, για να είναι παραδεκτός ο λόγος της ανακοπής πρέπει να συντρέχουν οι ακολούθως αναφερόμενες προϋποθέσεις, συγκεκριμένα: α)να είναι ορισμένος, δηλαδή επαρκώς εξειδικευμένος, ώστε να μπορεί το δικαστήριο να διαγνώσει με ασφάλεια την ουσία του, β)να προβάλλεται εμπροθέσμως, σύμφωνα με το σύστημα της σταδιακής προσβολής των πράξεων, κατά το άρθρο 934 του ΚΠολΔ, στο οποίο ορίζεται ότι εάν αφορά στη σχετική απαίτηση η αντίστοιχη προθεσμία είναι σαράντα πέντε ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης και γ)εάν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, οι σχετικές αντιρρήσεις να μην προσκρούουν στο σχετικό δεδικασμένο, σύμφωνα με τα άρθρα 330 και 633 παρ. 2 εδ. γ΄ του ΚΠολΔ (βλ. Ι. Χαμηλοθώρη – Χ. Κλουκίνα – Θ. Κλουκίνα «ΔΙΚΑΙΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ» τ. 1ος  εκδ.  2003σελ. 325, Π. Ρεντούλη εις «ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ» επιμ. Ι. Τέντε σελ. 223 επ. ).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση του δικογράφου της ανωτέρω ανακοπής προκύπτει ότι περιέχεται σ’ αυτό ο προαναφερθείς λόγος αυτής, ο οποίος αφορά στην επικληθείσα  ακυρότητα της δικαιοπραξίας της ανωτέρω σύμβασης δανείου, οφειλομένης, κατά τους ισχυρισμούς του ανακόπτοντος, στους προαναφερθέντες  ασαφείς, αδιαφανείς και αόριστους όρους, που περιλαμβάνειαυτή, οι οποίοι αντίκεινται στις διατάξεις του ν. 2251/1994. Επίσης, στο ίδιο δικόγραφο εκτίθεται ότι, λόγω της κατά τα ως άνω ακυρότητας της ανωτέρω σύμβασης, από την οποία απορρέει η απαίτηση, για την ικανοποίηση της οποίας διενεργείται η εν λόγω διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι άκυρη και η διαδικασία αυτή, επιπλέον, περιλαμβάνεται αίτημα να κηρυχθεί από το Δικαστήριο η αντίστοιχη ακυρότητα, δηλαδή της εν λόγω διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, την οποία επέσπευσε εις βάρος του ανακόπτοντος η καθης η ανακοπή, δυνάμει της ανωτέρω εκθέσεως αναγκαστικής κατάσχεσης. Ως εκ τούτου, ενόψει του ότι περιλαμβάνεται στο δικόγραφο της ανωτέρω ανακοπής, όσον αφορά στην κύρια βάση της, ένας λόγος ανακοπής, επαρκώς εξειδικευμένος, και αίτημα για την ακύρωση συγκεκριμένης πράξης της σχετικής διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, αυτή είναι ορισμένη. Αντιθέτως, όσον αφορά στην επικουρική βάση της ανωτέρω ανακοπής,ως προς την οποία εκτίθεται σ’ αυτήνότι η προαναφερθείσα σύμβαση δανείου είναι άκυρη κατά το μέρος της που αφορά στους ανωτέρω όρους, χωρίς η ακυρότητα αυτή να επάγεται την ακυρότητα όλης της σχετικής δικαιοπραξίας, αλλά μόνον κατά το μέτρο που επιβαρύνθηκε η αντίστοιχη οφειλή, αυτή (ανακοπή), σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), είναι απορριπτέα ως αόριστη, γιατί δεν προσδιορίζεται, επαρκώς και με σαφήνεια, το μέρος της σχετικής οφειλής, στο οποίο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ανακόπτοντος, έχει επιρροή η ως άνω επικληθείσα ακυρότητα, δηλαδή δεν προσδιορίζεται το ποσό κατά οποίο επιβαρύνθηκε η σχετική οφειλή, λόγω των ως άνω άκυρων όρων της εν λόγω συμβάσεως. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι η ανωτέρω ανακοπή είναι ορισμένη και κατά το μέρος της που αφορά στην ως άνω επικουρική βάση της, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά το σχετικό βάσιμο, μερικώς, λόγο (2ο) της εφέσεως.  Περαιτέρω, από την υπ’ αριθ. ……./9-9-2016 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ενυπόθηκων ακινήτων του δικαστικού επιμελητή  στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., η οποία προσβάλλεται με την ένδικη ανακοπή, προκύπτει ότι η αντίστοιχη κατάσχεση επιβλήθηκε εις βάρος του ανακόπτοντος στις 9-9-2016. Στη συνέχεια, στις 5-10-2016, ο τελευταίος κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου το δικόγραφο της ένδικης ανακοπής (βλ. την υπ’ αριθ. …………../5-10-2016 έκθεση κατάθεσης), το οποίο, κατά την ίδια ημέρα (5-5-2016), επιδόθηκε στην καθης η ανακοπή (βλ. την υπ’ αριθ. …../5-10-2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……………). Ως εκ τούτου, ενόψει του ότι, κατά τα ως άνω, ο μοναδικός λόγος της ένδικης ανακοπής αφορά στην απαίτηση, η τελευταία έχει ασκηθεί  εμπροθέσμως, κατά το άρθρο 934 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, δηλαδή εντός προθεσμίας σαράντα πέντε ημερών από τη σχετική κατάσχεση, απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου λόγου (4ου ) της εφέσεως.

ΙΙ. Α. Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών» όπως ο νόμος αυτός ισχύει, οι γενικοί όροι συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), δηλαδή οι όροι, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών εις βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου ενσωματωμένου στη σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά την σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Μάλιστα, κατά την παράγραφο 7 του ίδιου ανωτέρω άρθρου, καταχρηστικοί, ενδεικτικώς, είναι οι αναφερόμενοι εκεί τριάντα δύο Γ.Ο.Σ. Οι αναφερόμενες ενδεικτικές περιπτώσεις των γενικών όρων θεωρούνται άνευ ετέρου, από τον νόμο, ως καταχρηστικοί, χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτούς και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994. Σημειωτέον ότι οι ανωτέρω διατάξεις αποτελούν εξειδίκευση του σχετικού γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ. Επίσης, οι διατάξεις αυτές του ν. 2251/1994 αποτελούν ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 σχετικώς με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές. Ωστόσο, στην περίπτωση που ο σχετικός όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται, διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Συνακόλουθα, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994, μάλιστα, η ερμηνεία αυτή καταλήγει σε λύση σύμφωνη με το σκοπό της ανωτέρω Οδηγίας, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτής και εξηγείται στη 13η σκέψη του Προοιμίου της. Ειδικότερα, στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα,στην οποία υφίσταται ο  Γ.Ο.Σ., που υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, βάσει της τρέχουσας τιμής πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, ο όρος αυτός είναι «δηλωτικός», δηλαδή απηχεί το περιεχόμενο της σχετικής διατάξεως του άρθρου 291 του ΑΚ και κατά συνέπεια, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου (βλ. ΟλΑΠ 4/2019 ΝΟΜΟΣ).

Β. Περαιτέρω, η αρχή της διαφάνειας των συμβατικών όρων, που χωρίς διαπραγμάτευση εντάσσονται στη σύμβαση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή διακηρύσσεται στην 20η αιτιολογική σκέψη της ανωτέρω Οδηγίας και προκύπτει από τα άρθρα 4 παρ. 2 και 5 εδ. α΄αυτής (Οδηγίας 93/13), επιπλέον,στο εσωτερικό δίκαιο η ίδια αρχή περιέχεται στα άρθρα 2 παρ. 2 εδ. α΄ και 2 παρ. 7 εδ. ε΄ και ια΄ τουν. 2251/1994. Ειδικότερα, η αρχή αυτή αποτελεί εκδήλωση του προτύπου πληροφορήσεως που ενισχύει την προσωπική ευθύνη του καταναλωτή για τη συμβατική επιλογή του, με την παροχή σε αυτόν προστασίας εμφανιζόμενης υπό τη μορφή της εξασφαλίσεως ενός επιπέδου πληροφορήσεως, το οποίο θα καθιστά τον ίδιο υπεύθυνο φορέα λήψεως αποφάσεων εντός μιας αγοράς, όπου λειτουργούν οι κανόνες του ανταγωνισμού. Το συγκεκριμένο πρότυπο πληροφορήσεως έχει ως αποδέκτη το μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Η Οδηγία 93/13 καταλείποντας τη σχετική ευχέρεια επιλογής στον εσωτερικό νομοθέτη, δεν περιέχει ρυθμίσεις που προβλέπουν τον έλεγχο, υπό το πρίσμα της αρχής της διαφάνειας, της εντάξεως των όρων στη σύμβαση, ενώ οι προαναφερθέντες κανόνες του ν. 2251/1994 επιβάλλουν να ερευνάται εάν επιτρέπεται η ένταξη του αδιαφανούς όρου στο συμβατικό περιεχόμενο της σχέσεως μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, καθώς και εάν προκαλείται ακυρότητα της σχετικής ρήτρας λόγω του ασαφούς περιεχομένου της. Με δεδομένο όμως ότι, κατά κανόνα το περιεχόμενο του ελεγχόμενου όρου είναι κατανοητό για τον καταναλωτή από γραμματική και γλωσσική άποψη, η έρευνα επιχειρείται κυρίως σε σχέση με το περιεχόμενο, το οποίο επιβάλλεται να διαμορφώνεται κατά τρόπο, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της συμβάσεως. Ειδικότερα, τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και τιμήματος δεν υποβάλλονται σε έλεγχο καταχρηστικότητας, σύμφωνα με τη 19η αιτιολογική σκέψη της ανωτέρω Οδηγίας και τον κανόνα του άρθρου 4 παρ. 2 της Οδηγίας αυτής, καθώς και κατά το άρθρο 2 παρ. 6 εδ. α΄ τουν. 2251/1994, ερμηνευόμενο με την μέθοδο της τελεολογικής συστολής του κανονιστικού του περιεχομένου. Όμως, το άρθρο 4 παρ. 2 συμπληρώνοντας την ρύθμιση του άρθρου 5 εδ. α της ανωτέρω Οδηγίας, επιβάλλει οι σχετικοί όροι που ανάγονται στα ουσιώδη μέρη της συμβάσεως (essentialia negoti) να μην αποδίδονται κατά τρόπο ασαφή, ακατανόητο ή παραπλανητικό, ώστε να μην παραβιάζεται η αρχή της διαφάνειας σε σχέση με τις οικονομικές επιβαρύνσεις του καταναλωτή με τη χρήση αδιαφανών ρητρών, που συγκαλύπτουν την πραγματική νομική και οικονομική κατάσταση, προκαλώντας κίνδυνο ο τελευταίος, είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του, είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, τις οποίες εμφανίζεται να έχει ο προμηθευτής. Οι συγκεκριμένοι συμβατικοί όροι υποβάλλονται σε έλεγχο, ώστε να διαγνωστεί εάν είναι σύμφωνοι με την αρχή της διαφάνειας, η οποία αναλύεται ειδικότερα στην αρχή της σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της χρήσεως των όρων, που ταυτίζεται με τον αποκλεισμό απροσδόκητων, αιφνιδιαστικών ή παραπλανητικών ρητρών. Ωστόσο, σε περίπτωση τραπεζικού δανείου σε συνάλλαγμα δεν μπορεί να αξιωθεί υποχρέωση της τράπεζας να προσδιορίσει το εάν θα πραγματωθεί ο κίνδυνος της δυσμενούς μεταβολής της αντίστοιχης ισοτιμίας, ούτε την έκταση αυτού, καθόσον ο συναλλαγματικός κίνδυνος είναι μέλλον και αβέβαιο γεγονός που κείται εκτός της σφαίρας επιρροής της τράπεζας. Ως εκ τούτου, εναπόκειται στο δικαστήριο να προβεί στους αναγκαίους ελέγχους, δηλαδή, κατά την εξέταση του συνόλου των περιστάσεων σχετικώς με τη σύναψη της συμβάσεως, να ελέγξει εάν ο επαγγελματίας παρέσχε στους καταναλωτές κάθε αναγκαία πληροφορία, ώστε να καταστεί για αυτούς δυνατή η αξιολόγηση των οικονομικών συνεπειών μιας ρήτρας, στις οικονομικές τους υποχρεώσεις και αν ο καταναλωτής πληροφορήθηκε όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκταση της δεσμεύσεως που αναλάμβανε, ώστε να μπορεί να υπολογίσει, μεταξύ άλλων, το συνολικό κόστος του δανείου του. Στην εκτίμηση αυτή κρίσιμα είναι αφενός το ζήτημα αν οι ρήτρες είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε να επιτρέπουν στο μέσο καταναλωτή, δηλαδή τον καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενήμερος, να υπολογίσει το κόστος αυτό και αφετέρου η έλλειψη αναφοράς, στη σχετική σύμβαση πληροφοριών που θεωρούνται ουσιώδεις βάσει του είδους των αγαθών ή των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως (βλ. ΑΠ 561/2014 ΧρΙΔ 2014 662, ΕφΘεσ 1663/2018 ΠειρΝομ 2018 328, ΕφΑθΜον 2319/2018 ΝΟΜΟΣ).

Γ. Εξάλλου, στην ανωτέρω περίπτωση ακυρότητας γενικού όρου ή όρων των συναλλαγών, επέρχεται σχετική ακυρότητα του αντιστοίχου ή των αντιστοίχων όρων, χωρίς, κατά κανόνα, τούτο να συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την υπόλοιπη σύμβαση, η οποία εξακολουθεί να ισχύει και το σχετικό κενό αυτής (δηλαδή το άκυρο μέρος της), καλύπτεται με την εφαρμογή συναφούς διατάξεως του ενδοτικού δικαίου ή, εφόσον αυτή απουσιάζει, με την εφαρμογή του ερμηνευτικού κανόνα των συμβάσεων του άρθρου 200 του ΑΚ, εκτός εάν προβληθεί και αποδειχθεί ότι τα συμβληθέντα μέρη δεν θα προχωρούσαν στην κατάρτιση της συμβάσεως χωρίς το σχετικό (άκυρο) όρο. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολοκλήρου της συμβάσεως, εκ του λόγου ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Ως εκ τούτου, εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι ο καταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολοκλήρου της συμβάσεως, υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν όλοι οι όροι εφαρμογής του άρθρου 181 του ΑΚ (βλ. ΑΠ 105/2019 ΧρΙΔ 2019 607, ΕφΘεσΜον 473/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1471/2013 ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 181 του ΑΚ, η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος. Από την ανωτέρω διάταξητίθεται ως κανόνας (ερμηνευτικός) η μερική ακυρότητα, ενώ αποτελεί εξαίρεση (εφόσον συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις) η ολική ακυρότητα. Επίσης, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν φορά μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία-λόγος ακυρότητας) πλήττει μέρος μόνον της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα της δικαιοπραξίας μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 του ΑΚ έχει εφαρμογή, όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτά μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία εξωτερικά δικαιοπραξία αποτελούμενη από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες τελούν σε εξάρτηση μεταξύ τους και έχουν συνομολογηθεί, ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μίας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές να καθιστά μη ηθελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα του μέρους σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι η υποθετική βούληση όλων των μερών, κατά τον χρόνο καταρτίσεως της δικαιοπραξίας, θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη) δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτελούς συμφωνίας κλπ. Ειδικότερα, θα πρέπει ο ενάγων της σχετικής αγωγής (ή ο ανακόπτων στο σχετικό λόγο της ανακοπής) να επικαλεστεί ότι άπαντα τα συμβαλλόμενα μέρη αγνοούσαν, κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, την ακυρότητα των συγκεκριμένων όρων – συμφωνιών και ότι η υποθετική βούληση αυτών, κατά τον αυτό χρόνο, ήταν να μην ισχύσει η όλη δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα των εν λόγω όρων – συμφωνιών, καθόσον σε διαφορετική περίπτωση δεν θα περιλάμβαναν το άκυρο μέρος στη δικαιοπραξία, εάν δε παρά ταύτα το περιέλαβαν εν γνώσει της ακυρότητας, δεν έχει έδαφος εφαρμογής η εν λόγω διάταξη (του άρθρου 181 ΑΚ). Ακόμη, ο ίδιος θα πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τα περιστατικά από τα οποία θα συναγάγει το δικαστήριο ότι οι δικαιοπρακτούντες (συμβληθέντες) είχαν αποδώσει τέτοια σημασία στο άκυρο μέρος, ώστε, εάν κατά το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας γνώριζαν την ακυρότητά του δεν θα επιχειρούσαν τη σχετική δικαιοπραξία.Σημειωτέον ότι οι ανωτέρω ισχυρισμοί πρέπει να προταθούνμε το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, διότι η προβολή τους για πρώτη φορά με τις προτάσεις ή στο δεύτερο βαθμό είναι απαράδεκτη (βλ. ΑΠ 981/2019 ΧρΙΔ 2019 662, ΑΠ 1658/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 839/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 772/2014 ΧρΙΔ 2014 680, ΕφΘεσΜον 1471/2017 ΝΟΜΟΣ, Μ. Αυγουστιανάκη εις ΑΚΑ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου εκδ. 2η τομ. ΙΒ αρθρ. 181 σελ. 697 – 700, Π. Νικολόπουλο εις ΣΕΑΚ Α. Γεωργιάδη αρθρ. 181 σελ. 322 – 323).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης ανακοπής,  προκύπτει ότι ο ανακόπτωνμε τον ανωτέρω μοναδικό λόγο αυτής (ως προς το κύριο μέρος του), επικαλείται την ολική ακυρότητα της δικαιοπραξίας της εν λόγω συμβάσεως δανείου, από την οποία απορρέει η απαίτηση, για την ικανοποίηση της οποίας διενεργείται η σχετική διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία (ακυρότητα), κατά τους ισχυρισμούς του, οφείλεται στους προαναφερθέντες  ασαφείς, αδιαφανείς και αόριστους όρους, που περιέχει αυτή (σύμβαση), οι οποίοι αντίκεινται στις διατάξεις του ν. 2251/1994. Ωστόσο, δεν εκτίθεται στην ανακοπή ότι άπαντες οι συμβληθέντες στην εν λόγω σύμβαση αγνοούσαν, κατά τη σύναψη της, την επικληθείσα ακυρότητα των σχετικών όρων, ούτε ότι η υποθετική βούλησητων ως άνω συμβληθέντων, κατά τον ίδιο χρόνο, ήταν να μην ισχύσει η όλη αυτή σύμβαση, αν αυτοί γνώριζαν την ακυρότητα των ανωτέρω όρων, τους οποίους, σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα περιλάμβαναν στη σύμβαση αυτή.Επίσης, ο ανακόπτων δεν εκθέτει στην ένδικη ανακοπή τα περιστατικά από τα οποία θα μπορούσε να συναγάγει το Δικαστήριο ότι οι ως άνω συμβληθέντες είχαν αποδώσει τέτοια σημασία στο επικληθέν άκυρο μέρος της εν λόγω συμβάσεως, ώστε, εάν, κατά το χρόνο κατάρτισής της, αυτοί γνώριζαν την ακυρότητά του δεν θα επιχειρούσαν τη σχετική δικαιοπραξία. Ακόμη, δεν αναφέρεται στην ανακοπή το μέρος του οφειλόμενου ποσού του εν λόγω δανείου, το οποίο συνδέεται και διαμορφώθηκε κατ’ εφαρμογήτων επικληθέντων ως  άκυρων όρων της σχετικής σύμβασης, ώστε να μπορεί να συναχθεί εάν αυτό αφορά στο μεγαλύτερο μέρος του και ποιο είναι το υπόλοιπο οφειλόμενο, ενόψει του ότι, κατά τα αναφερόμενα στην ανακοπή, έχει καταβληθεί στην καθης η ανακοπή, λόγω του ανωτέρω δανείου, μόνον το ποσό των 40.000 ευρώ, ενώ είχε ληφθεί το συνολικό ποσό των 140.035,90 ευρώ (κατά την αντίστοιχη ισοτιμία ελβετικού φράγκου – ευρώ) . Σημειωτέον ότι η έλλειψη των ανωτέρω στοιχείων από το δικόγραφο της ανακοπής δεν μπορεί να καλυφθεί από τη σχετική αναφορά στις προτάσεις, που κατάθεσε ο ανακόπτων τόσο πρωτοδίκως όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η οποία, σε κάθε περίπτωση, είναι και αυτή ελλειπής, αφού δεν προσδιορίζεται σε ποιο ύψος θα είχε διαμορφωθεί το οφειλόμενο ποσό του δανείου, εάν δεν είχαν περιληφθεί στην εν λόγω σύμβαση οι ως άνω επικληθέντες ως  άκυροι όροι. Ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως της τυχόν ακυρότητας των ανωτέρω όρων της εν λόγω συμβάσεως, ενόψει του ότι δεν περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της ανακοπής τα προαναφερθέντα στοιχεία,τα οποία απαιτούνται για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 181 του ΑΚ, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχεία ΙΙ Γ και ΙΙΙ), ο μοναδικός λόγος της ανακοπής (ως προς την κύρια βάση του) είναι απορριπτέος ως νομικώς αβάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι η ανωτέρω ανακοπή είναι νόμιμη, κατά το μέρος που αφορά στην ως άνω κύρια βάση της, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά το σχετικό βάσιμο λόγο (5ο) της εφέσεως.

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, ενόψει του ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έσφαλε που δέχθηκε την ανακοπή, η ένδικη έφεση, κατά τους ως άνω βάσιμους λόγους της, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα ανακοπή να απορριφθεί στο σύνολό της (ως νομικώς αβάσιμη ως προς την κύρια βάση της και λόγω αοριστίας ως προς την επικουρική). Εξάλλου, η δικαστική δαπάνη, και των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 889/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, η οποία αφορά στην αναφερθείσα στο σκεπτικό από 5-10-2016 (υπ’ αριθ. ……………/5-10-2016 εκθ. καταθ.) ανακοπή.

Απορρίπτει την ανωτέρω ανακοπή.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου (υπ’ αριθ. κωδ. ……………../2018, ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις  4-6-2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

        Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ