Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 215/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης   215 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα E.T.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 4.1.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./4.1.2018 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……./4.1.2018 και β) από 6.7.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./6.7.2018 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……./6.7.2018 εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός των οκτώ εναγόντων και αφετέρου της πρώτης εναγομένης, εδρεύουσας στον Πειραιά, νομίμως εκπροσωπουμένης ανώνυμης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………», που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.2902/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην της δεύτερης εναγομένης, ήδη απολιπομένης εφεσίβλητης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και απέρριψε κατ’ουσίαν, ως προς τον πέμπτο και έβδομο των εναγόντων, ενώ δέχθηκε εν μέρει αναφορικά με τους λοιπούς, την από 6.10.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 10809/6090/14.10.2015 αγωγή τους κατά της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης και της εναγομένης-εφεσίβλητης, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, η δε συζήτηση της πρώτης από 4.1.2018 έφεσης θα χωρήσει ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης ναυτιλιακής εταιρείας, που δεν εμφανίστηκε, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στο ακροατήριο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε μετείχε κανονικά στην συζήτηση, μολονότι κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί κατ’ αυτήν, καθόσον, όπως αποδεικνύεται από την υπ’αριθμ……../10.1.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά, . …….., που προσκομίζουν με επίκληση οι εκκαλούντες, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση πρώτης έφεσης, με πράξη καταθέσεως και  προσδιορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση της κατά την αρχική δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην δεύτερη εφεσίβλητη (άρθρα 122 § 1, 123 § 1, 124 παρ.2, 129 § 2 και 128  § 4 ΚΠολΔ), κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο και συνεπώς, εφόσον κλήση της για την δικάσιμο αυτή δεν απαιτείται, η δε αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (226 § 4 εδ.δ΄ ΚΠολΔ), πρέπει να δικασθεί σαν να ήταν παρούσα (άρθρο 524 § 4 εδ.α ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής. Επίσης, ο πρώτος λόγος της έφεσης περί απαραδέκτου, ένεκα αοριστίας, των πρωτόδικων προτάσεων της πρώτης εναγομένης, διότι δεν αναφέρεται ο αριθμός φορολογικού μητρώου της και η διεύθυνση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της, κρίνεται απορριπτέος, ως αβάσιμος.

ΙΙ. Οι ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες-εφεσίβλητοι, στην από 6.10.2015 αγωγή τους, ισχυρίστηκαν ότι δυνάμει προσυμφώνων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν στον Πειραιά,  ναυτολογήθηκαν με τις αναφερόμενες ειδικότητες και απασχολήθηκαν κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό ακτοπλοϊκό πλοίο «AJ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……, κ.ο.χ. 3.934,18, εφοπλισμού της δεύτερης εναγομένης μέχρι τις 11.6.2015 και κυριότητας της πρώτης και έκτοτε πλοιοκτησίας αυτής, ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης, το οποίο διενεργούσε πλόες μέχρι τις 14.10.2014, αντί του προβλεπομένου από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού και ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης τους πραγματοποιούσαν υπερωρίες, εφόσον εργάζονταν καθημερινά πέραν του οκταώρου, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, κατά τις αναφερόμενες ώρες έκαστος, χωρίς να λαμβάνουν τον μισθό τους, τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή τους, ούτε εκείνη, που κανονικά τους αναλογούσε, λόγω της εκτέλεσης των αναφερομένων δρομολογίων «εξπρές», ενώ δεν έλαβαν ούτε τα ποσά που δικαιούνταν για αναλογία δώρου εορτών Χριστουγέννων των ετών 2014 και 2015 και Πάσχα 2015, μήτε τους χορηγούνταν οι προβλεπόμενες διανυκτερεύσεις, ούτε το αντίτιμο τροφής από 15.1.2015, που έπαυσαν να τους παρέχουν τροφή, καθώς επίσης δεν τους καταβλήθηκε αποζημίωση αδείας και αποζημίωση απόλυσης. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσαν οι ενάγοντες, όπως παραδεκτά περιόρισε έκαστος το αίτημα δεδουλευμένων αποδοχών, κατά τα αναφερόμενα ποσά, που έλαβε από το ΝΑΤ και το Ελληνικό Δημόσιο, ως εγκαταλελειμμένο πλήρωμα, αφενός να υποχρεωθούν εις ολόκληρον οι εναγόμενες για το διάστημα μέχρι τις 11.6.2015, η μεν πρώτη, ως κυρία, η δε δεύτερη, ως εφοπλίστρια και αφετέρου να υποχρεωθεί επιπλέον η πρώτη τούτων, ως πλοιοκτήτρια, από 12.6.2105 μέχρι την απόλυση τους, παρεκτός της δεύτερης, που απολύθηκε στις 7.1.2015, να τους καταβάλουν για τις ανωτέρω αιτίες, τα ακόλουθα ποσά, όπως επαρκώς αναλύονται και συγκεκριμένα:  1) στον πρώτο ενάγοντα με την ειδικότητα του υποναύκληρου, τα ποσά των 36.762,49 ευρώ και 10.132,10 ευρώ, αντιστοίχως, 2) στην δεύτερη ενάγουσα με την ειδικότητα της δόκιμης πλοιάρχου και ανθυποπλοιάρχου, το ποσό 32.759,28 ευρώ εις ολόκληρον, 3) στον τρίτο ενάγοντα με την ειδικότητα του ναύτη, τα ποσά των 48.216,70 ευρώ και 10.037,51 ευρώ, αντιστοίχως, 4) στον τέταρτο ενάγοντα με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, τα ποσά των 46.277,83 ευρώ και 3.738,93 ευρώ, αντιστοίχως, 5) στον πέμπτο ενάγοντα με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, τα ποσά των 31.473,14 ευρώ και 3.738,93 ευρώ, αντιστοίχως, 6) στον έκτο ενάγοντα με την ειδικότητα του προϊσταμένου οικονομικού, τα ποσά των 59.786,63 ευρώ και 4.867,48 ευρώ, αντιστοίχως, 7) στον έβδομο ενάγοντα με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου, τα ποσά των 13.376,73 ευρώ και 4.169,12 ευρώ, αντιστοίχως και 8) στον όγδοο ενάγοντα με την ειδικότητα του καθαριστή μηχανής, τα ποσά των 23.946,48 ευρώ και 1.914,94 ευρώ, αντιστοίχως, με το νόμιμο τόκο από την απόλυση τους, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη, παρεκτός κατά το μέρος της το επιστηρίζον το αίτημα για την καταβολή  πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, ακολούθως, απέρριψε την αγωγή, ως προς τους πέμπτο και έβδομο των εναγόντων, …….. και ………., κατά παραδοχή της ένστασης εξόφλησης και, κατά τα λοιπά, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, κατ’ουσίαν και αφενός υποχρέωσε αμφότερες τις εναγόμενες εις ολόκληρον, την πρώτη, ως κυρία, περιορισμένα δια του πλοίου και μέχρι την αξία του και τη δεύτερη, ως εφοπλίστρια, να καταβάλουν: i) στην δεύτερη ενάγουσα, …….., ποσό επτακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (777,29 €), ii) στον τρίτο ενάγοντα, . …., ποσό τριακοσίων ένδεκα ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (311,77 €), iii) στον τέταρτο ενάγοντα, ………, ποσό τριών χιλιάδων διακοσίων πενήντα οχτώ ευρώ και σαράντα επτά λεπτών (3.258,47 €) και iv) στον έκτο ενάγοντα, ……, ποσό δύο χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι ευρώ και είκοσι οχτώ λεπτών (2.420,28 €), με το νόμιμο τόκο από 8-1-2015 για τη δεύτερη ενάγουσα και από 23-7-2015 για τους λοιπούς ενάγοντες και αφετέρου, την πρώτη εναγομένη, «………..», ως πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου από 12.6.2015, να καταβάλει: i) στον πρώτο ενάγοντα, …….., ποσό χιλίων πεντακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (1.587,87 €), ii) στον τρίτο ενάγοντα, ………, ποσό χιλίων επτακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (1.779,69 €), iii) στον τέταρτο ενάγοντα, …….., ποσό πεντακοσίων πενήντα οχτώ ευρώ και ενενήντα οχτώ λεπτών (558,98 €), iv) στον έκτο ενάγοντα, ……………., ποσό οχτακοσίων ενός ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (801,25 €) και v) στον όγδοο ενάγοντα, ………, ποσό χιλίων τετρακοσίων ευρώ και ένδεκα λεπτών (1.400,11 €), με το νόμιμο τόκο από 25-8-2015 για τον όγδοο ενάγοντα και από 23-7-2015 για τους λοιπούς.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή και απόρριψη της αντιστοίχως.

  1. IV. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 των Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2009, 2010, 2011, 2013 και 2014 που τιτλοφορείται “Δρομολόγια εξπρές”, συνάγεται ότι: α) σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία (του ΥΕΝΑΝΠ ή ΥΘΥΝΑΛ) και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό κατ’ εξαίρεση δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στο ως άνω άρθρο (παρ. 1 και 2 αυτού), β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή, θεωρούνται εκείνα, για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3 «δρομολόγια εξπρές»), γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία, που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), οι ναυτικοί δηλ. που εργάζονται σε ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία που έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις και εκτελούν περισσότερα από 5 κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην προαναφερθείσα §7 του άρθρου αυτού, με τη διαφορά ότι ο αριθμός των δρομολογίων εξπρές δεν υπολογίζεται κατά την §4 αλλά κατά τα οριζόμενα στην §5 του ίδιου άρθρου, ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου, οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00 και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας (ΑΠ 259/2014 ΕΝαυτΔ 2014 27, ΕφΠειρ 517/2011, ΕφΠειρ 55/2011, ΕφΠειρ 764/2010, ΕφΠειρ 663/2008 αδημ.). Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από τον κατάπλου κατά εβδομάδα δια του αριθμού 8, ή το γινόμενο του αριθμού των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου κατά εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το 1/30ο ή 1/60ο ή 1/120ο  του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον 12 ώρες ή τουλάχιστον 6 ώρες ή μέχρι 6 ωρών, αντιστοίχως (ΑΠ 259/2014 ΕΝαυτΔ 2014 27, ΕφΠειρ 716/2011 ΕΝαυτΔ 2012 107, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97).

Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την  άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψη της, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 250/2011, ΑΠ 49/2011,  ΑΠ 1611/2008 Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των αναγκαίων γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΕΠ 187/2005 ΕΝαυτΔ 2005, 97, ΕφΠειρ 33/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Ειδικότερα, σε αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση αμοιβής του πλοιάρχου ή μέλους του πληρώματος βάσει της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., λόγω εκτελέσεως «δρομολογίων εξπρές» υπό την, ως άνω, έννοια, τα αναγκαία στοιχεία, που πρέπει να περιέχονται σ’ αυτήν, προκειμένου να είναι ορισμένη, είναι η δρομολογιακή γραμμή προς εξυπηρέτηση της οποίας καθορίσθηκαν τα εν λόγω δρομολόγια, ο αριθμός των δρομολογίων κατά εβδομάδα, που είναι αναγκαίος για τον ως άνω υπολογισμό της σχετικής πρόσθετης αμοιβής, ο οποίος αφορά και την περίπτωση πλοίων, που έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, δοθέντος στην περίπτωση αυτή η σχετική πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε (5) δρομολογίων την εβδομάδα, ο απόπλους του πλοίου από το λιμάνι της αφετηρίας ή του προορισμού πριν την παρέλευση εξαώρου από του κατάπλου, η μη συμπλήρωση κατά τη διάρκεια ενός πλήρους ταξιδιού συνεχούς παραμονής έξι ωρών (6) είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος και, προκειμένου περί ημερόπλοιου ή πλοίου τοπικών γραμμών, η εκτέλεση δρομολογίων κατά τις νυκτερινές ώρες ή η επέκταση των δρομολογίων κατά τις ώρες αυτές (ΕφΠειρ 350/2017, ΕφΠειρ 620/2014 δημ. Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 716/2011, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009, 102, ΕφΠειρ 17/2013 ΕΝαυτΔ 2013, 167).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης οι εκκαλούντες-ενάγοντες παραπονούνται ότι, λόγω κακής ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, καθώς και εκτίμησης των αποδείξεων, απορρίφθηκε, ως αόριστο, το αγωγικό κονδύλιο της πρόσθετης αμοιβής, λόγω πραγματοποιήσεως δρομολογίων εξπρές, με την αιτιολογία ότι το δικόγραφο δεν διαλαμβάνει σαφή και συγκεκριμένη αναφορά των προγραμματισμένων δρομολογίων της ακτοπλοϊκής γραμμής του πλοίου ανά ημέρα και των ωρών πραγματοποίησης τους εβδομαδιαίως, με ειδική μνεία των ωρών κατάπλου και απόπλου από τους προσδιοριζόμενους λιμένες αφετηρίας και προορισμού, προκειμένου να δύναται να αξιολογηθεί, αφενός εάν το πλοίο ήταν ημερόπλοιο ή εκτελούσε τοπικούς πλόες ή αν επεξέτεινε τους πλόες του και τις νυχτερινές ώρες και αφετέρου αν εκτελούσε τακτικά άνω των πέντε κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, προκειμένου να αξιολογηθεί η νομιμότητα του αιτήματος των εναγόντων που ζητούν αμοιβή δρομολογίων εξπρές λόγω πρόωρης  προ της συμπληρώσεως έξι ωρών από τον κατάπλου σε λιμένα αναχώρησης του πλοίου, το οποίο δικαιούνται, σύμφωνα με την εκκαλουμένη, μόνο εφόσον αποκλεισθεί, ότι έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας πέραν των πέντε εβδομαδιαίως και εφόσον το πλοίο δεν είναι ημερόπλοιο ή πλοίο τοπικών γραμμών ή ακόμη και αν είναι, επεκτείνει τα δρομολόγια του τις νυχτερινές ώρες.

Όπως προκύπτει από το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, όσον αφορά το σχετικό κονδύλιο, οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι το πλοίο, κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, κάθε Πέμπτη και Παρασκευή,  εκτελούσε τα παρατιθέμενα κυκλικά δρομολόγια, διάρκειας τουλάχιστον 12 ωρών, που επεκτείνονταν και κατά την νύχτα, με μνεία των ωρών κατάπλου στο λιμάνι προορισμού την Σύρο και απόπλου απ’αυτό, 5,45 ώρες πριν την συμπλήρωση 6ώρου από τον κατάπλου και ότι με βάση τον αναφερόμενο αριθμό των δρομολογίων εξπρές ανά εβδομάδα, που αποτελεί το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων κατά εβδομάδα δια του αριθμού 8, δικαιούται έκαστος, να λάβει πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια αυτά ίση με το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του, όπως επαρκώς αναλύεται για τον καθένα. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, το σχετικό αγωγικό κονδύλιο είναι ορισμένο και νόμω βάσιμο για έκαστο των εναγόντων, ερειδόμενο στις διατάξεις του άρθρου 33 παρ. 3, 4 και 7 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., ενόψει του ότι οι ενάγοντες εκθέτουν στην αγωγή τους όλα τα αναγκαία στοιχεία, βάσει των οποίων καθίσταται εφικτός ο υπολογισμός της πρόσθετης αυτής αμοιβής στην προκειμένη περίπτωση για τον καθένα και συγκεκριμένα τις ημέρες της εβδομάδας, που εκτελέστηκαν δρομολόγια εξπρές, υπό την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 33, με εκτενή παράθεση των κυκλικών δρομολογίων, που πραγματοποιούνταν κατ’αυτές, διάρκειας τουλάχιστον 12 ωρών και  επέκτασης τους κατά την νύχτα, τις ακριβείς ώρες παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση και εντεύθεν τη μη συμπλήρωση κατά τη διάρκεια ενός πλήρους ταξιδιού συνεχούς παραμονής έξι ωρών είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, τις συνολικές ώρες πρόωρης αναχώρησης κατά εβδομάδα και εντεύθεν τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές, καθώς και τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές καθενός, ενώ δεν απαιτούνταν για να καταστεί εφικτή η εξέταση της νομιμότητας του κρινόμενου αιτήματος, όπως εσφαλμένα έκρινε η εκκαλουμένη, η παράθεση των δρομολογίων και για τις λοιπές ημέρες της εβδομάδας, ώστε να κριθεί αφενός, ότι το πλοίο επεξέτεινε τους πλόες και τις νυχτερινές ώρες, γεγονός που στοιχειοθετείται στα παρατιθέμενα δρομολόγια, που συνεχίζονταν και την νύκτα και αφετέρου, ότι εκτελούσε πέραν των πέντε τακτικές αναχωρήσεις την εβδομάδα, εφόσον οι ενάγοντες θεμελιώνουν την εν λόγω απαίτηση τους, βάσει των ωρών της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου ανά εβδομάδα, που την εξειδικεύουν στις δύο αυτές ημέρες των επίδικων περιόδων και δεν ισχυρίζονται ότι το πλοίο είχε καθημερινές τακτικές αναχωρήσεις και εκτελούσε περισσότερα από 5 κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, ώστε να καθίσταται αναγκαία η αναφορά τέτοιων περιστατικών, ούτε εξαρτάται η, ως άνω, θεμελίωση του αιτήματος τους για πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, από τον αποκλεισμό προηγουμένως της έτερης νομικής βάσης, κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 33, ήτοι της εκτέλεσης εβδομαδιαίως άνω των πέντε κυκλικών δρομολογίων, που αποτελεί ειδικότερη διάταξη εκείνης της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, καθόσον οι εν λόγω νομικές βάσεις είναι αυτοτελείς και δεν τελούν σε σχέση εξάρτησης της μιας από την άλλη, επαφίεται δε στην διακριτική ευχέρεια του κάθε ενάγοντος ποια θα επικαλεστεί με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες και περιστάσεις προς θεμελίωση της εν λόγω αξίωσης. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε το σχετικό κονδύλιο της αγωγής, λόγω αοριστίας,  με την ανωτέρω αιτιολογία, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει, κατά το κεφάλαιο της αυτό, κατά  μερική παραδοχή του δεύτερου λόγου της κρινομένης έφεσης, ως και κατ’ ουσία βάσιμου, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να κρατηθεί η υπό κρίση αγωγή, κατά το εν λόγω κεφάλαιο της, προκειμένου να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.

  1. V. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1 ,13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 3525.1.5/01/2014 (ΦΕΚ Β’ 1664/24-6-2014) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2014», που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, ορίζονται τα ακόλουθα : « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής : Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς , σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ».

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην  ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα αμοιβών και τις σχετικές διατάξεις, περί των αποδοχών επίκουρου θαλαμηπόλου ορίζονται τα ακόλουθα : Ο βασικός μηνιαίος μισθός στο ποσό των 928,36 ευρώ, το επίδομα Κυριακής στο ποσό των 204,24 ευρώ και συνολικά  στο ποσό των 1.132,60 ευρώ, το αντίτιμο τροφής στο ποσό των 19,21 ευρώ ημερησίως (άρθρο 3), το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας  στο ποσό των 35,22  ευρώ (άρθρο 8 παρ.13), το επίδομα ιματισμού σε 56,50 ευρώ (άρθρο 5) και οι αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας σε 353,45 ευρώ, ήτοι [(928,36 + 204,24) : 22] Χ 5 ημέρες + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)]. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην  ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο, του άρθρου 13 παρ.6 περ.Θ, προκειμένου περί επίκουρου θαλαμηπόλου, η υπερωρία ορίστηκε αντίστοιχα σε 6,71 € (με προσαύξηση 25%) και 8,06 € (με προσαύξηση 50%). Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 27/2011, ΕφΠειρ 803/2009, ΕφΠειρ 529/2009, ΕφΠειρ 1128/2006, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34 351, ΕφΠειρ 236/2006, ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).

Αντικείμενο της αξιώσεως, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, όπως π.χ. Ι.Κ.Α., Ν.Α.Τ., (άρθρα 26 παρ. 5 α.ν. 1846/1951, 84 παρ. 1 και 8 ΠΔ 913/1978 περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων περί ΝΑΤ), φόρος μισθωτών υπηρεσιών κλπ, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού. Επομένως, οι γινόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα και δεν καθίσταται αόριστο το δικόγραφο της αγωγής, αν δεν καθορίζεται σ` αυτό, ότι οι καταβολές αυτές αφορούν καθαρά ή ακαθάριστα ποσά (ΑΠ 2126/2007 ΔΕΝ 2009.478). Πρέπει να σημειωθεί, ειδικότερα, ότι τα ποσά, τα οποία έχει παρακρατήσει ο πλοιοκτήτης από τον μισθό του ναυτικού, προκειμένου να αποδώσει προς το Ν.Α.Τ. (άρθρο 84 παρ. 1 και 8 ΠΔ 913/1978 περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων περί NAT), αποτελούν μέρος των αποδοχών του τελευταίου και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, κατά το άρθρο 416 ΑΚ, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των αξιώσεων του ναυτικού προς καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών (ΑΠ 1131/2015, ΑΠ 1678/2007, ΑΠ 1046/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208, ΕφΠειρ 335/2008 ΕΝΔ 2008.287).

  1. VI. Από την επανεκτίμηση της ένορκης ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης ………, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, των υπ’ αριθμ. ….. και ……./21-11-2015 ενόρκων βεβαιώσεων αντιστοίχως του ………… και ………. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες, οι οποίες ελήφθησαν μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη πριν από δύο εργάσιμες ημέρες κλήτευση των εναγομένων (υπ’ αριθμ. ……… και ……./16-11-2016 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……..) και τις υπ’αριθμ…. και …/14.1.2019 ένορκες βεβαιώσεις του …….. και του …….., αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, με την επιμέλεια των εναγόντων-εκκαλούντων-εφεσιβλήτων, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων- εφεσιβλήτων, κατ’άρθρο 422 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθμ…… και …./ 19.1.2019 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………..), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις, που προσκομίζονται από τους διαδίκους και συντάχθηκαν στα πλαίσια έτερων δικών, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και της λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει προσυμφώνων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης-εφεσίβλητης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», που ασκούσε τότε και μέχρι 11.6.2015 τον εφοπλισμό του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου «AJ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……, κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 3.934,18, κυριότητας τότε της πρώτης εναγομένης εταιρείας «…………» και από 12.6.2015 πλοιοκτησίας της και των εναγόντων, απογεγραμμένων ναυτικών, αυτοί ναυτολογήθηκαν στο ως άνω πλοίο, αντί των καθοριζομένων από την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων όρων και αποδοχών και παρείχαν τις υπηρεσίες τους, ως ακολούθως. Ο πρώτος τούτων, . …………….., με την ειδικότητα του υποναύκληρου, από 4.8.2014 έως την 22.7.2015, λόγω «κλεισίματος του ναυτολογίου», βάσει της, κατ’ άρθρο 11 Α παρ. 1 Ν.3816/2010, υπ’αριθ.πρωτ.23689/22.7.2015 βεβαίωσης του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (ΝΑΤ) ότι εξέδωσε χρηματικά εντάλματα για την καταβολή των προβλεπόμενων αποδοχών στους εγκαταλειπομένους από την πρώτη εναγομένη πλοιοκτήτρια ναυτικούς, που ήταν ναυτολογημένοι στο επίδικο πλοίο, έναντι των καθυστερούμενων, η οποία σύμφωνα με την ανωτέρω νομοθετική διάταξη συνεπάγεται αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας και κλείσιμο του ναυτολογίου. Η δεύτερη των εναγόντων,   …………….., από 28.4.2014, με την ειδικότητα του δοκίμου πλοιάρχου και από 28.5.2014, λόγω προαγωγής, με τα καθήκοντα του ανθυποπλοιάρχου, έως την 7.1.2015 οπότε απολύθηκε στο Κερατσίνι Πειραιώς, λόγω μεταθέσεως. Ο τρίτος των εναγόντων, .. …………….., ως ναύτης, από 4.7.2014 μέχρι τις 22.7.2015, οπότε απολύθηκε, λόγω του κατά τα άνω κλεισίματος του ναυτολογίου. Ο τέταρτος τούτων, ……., με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, από 25.1.2014 μέχρι 3.4.2014, που απολύθηκε λόγω μεταθέσεως και από 17.4.2014, που επαναυτολογήθηκε με τους ίδιους όρους, έως τις 22.7.2015, οπότε απολύθηκε, λόγω του κατά τα άνω κλεισίματος του ναυτολογίου. Ο πέμπτος των εναγόντων, ………., με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, από 4.7.2014 έως τις 22.7.2015, που απολύθηκε ομοίως, λόγω του κλεισίματος του ναυτολογίου. Ο έκτος των εναγόντων, …………, με την ειδικότητα του προϊσταμένου οικονομικού, από 16.4.2014 μέχρι την απόλυση του στις 22.7.2015 για τον ίδιο λόγο. Ο έβδομος τούτων, …………….. ., με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου, από 1.9.2014 μέχρι το κλείσιμο του ναυτολογίου στις 22.7.2015 και ο όγδοος, ……….., με την ειδικότητα του καθαριστή μηχανής, από 13.6.2014 ομοίως έως το κατά τα άνω κλείσιμο του ναυτολογίου.

Κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης των εναγόντων, οι πάσης φύσεως αποδοχές τους ρυθμίζονταν από την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, που κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.1.5/01/2014 (ΦΕΚ Β’ 1664/24-6-2014), σύμφωνα με την οποία αυτές παρέμειναν ως είχαν κυρωθεί με την προηγούμενη Σ.Σ.Ε. του έτους 2013, εξακολούθησαν δε να ισχύουν τα οριζόμενα σ’αυτήν και μετά την λήξη ισχύος της, μέχρι την οριστική απόλυση τους, εφόσον αποτέλεσαν συμβατικούς όρους, κατά τα συνομολογηθέντα στις επίδικες εργασιακές τους συμβάσεις, εκ των οποίων συνάγεται σαφώς η βούληση των συμβαλλομένων να ισχύουν τα προβλεπόμενα σ’αυτήν, λαμβανομένου υπόψη ότι και στο ναυτικό φυλλάδιο καθενός αναφορικά με την  ναυτολόγηση του, ως προς τον μισθό, ρητά διαλαμβάνεται ότι ρυθμίζεται από την Συλλογική Σύμβαση (Σ.Σ.), εννοείται του έτους 2014, που ίσχυε τότε και συμφωνήθηκε να διέπει όλη την διάρκεια της εργασιακής τους σχέσης.

Περαιτέρω, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια των, ως άνω, ναυτολογήσεων των εναγόντων, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά, κυρίως κυκλικά, δρομολόγια, με σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, για την εξυπηρέτηση των δρομολογιακών γραμμών: α) Σύρος – Κύθνος – Κέα – Λαύριο, μετ’επιστροφή, δύο δρομολόγια την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα και Πέμπτη με επιστροφή από Λαύριο την Παρασκευή, β) Σύρος – Πάρος – Νάξος – Ίος – Σίκινος – Φολέγανδρος – Κίμωλος – Μήλος, ένα δρομολόγιο την εβδομάδα, κάθε Παρασκευή, με επιστροφή από Μήλο το Σάββατο, γ) Σύρος – Πάρος – Σέριφος – Σίφνος – Κίμωλος – Μήλος, μετ’επιστροφή, τρία δρομολόγια την εβδομάδα, κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή και δ) Σύρος – Τήνος – Άνδρος, μετ’επιστροφή, ένα δρομολόγιο την εβδομάδα, κάθε Τετάρτη. Το εν λόγω πλοίο από 28.2.14 -13.4.14 τελούσε σε ακινησία, καθόσον διενεργούνταν σε αυτό εργασίες ετήσιας επιθεώρησης και εργασίες συντήρησης. Εντεύθεν, τα προγραμματισμένα δρομολόγια εκτελέστηκαν κανονικά μέχρι τις 11.10.2014, οπότε μετά τον απόπλου από την Ίο με προορισμό τη Νάξο, διαπιστώθηκε ανωμαλία στα εμβολοχυτώνια των κυλίνδρων 6Α και 6Β της αριστερής κύριας μηχανής, η οποία δεν ήταν δυνατό να αποκατασταθεί από το πλήρωμα του μηχανοστασίου και απαιτείτο περαιτέρω έλεγχος και αποκατάσταση από εξωτερικό συνεργείο. Γι’αυτό το πλοίο στις 12.10.2014 ημέρα Κυριακή κατέπλευσε προς το λιμένα Πειραιώς (Νέο Μώλο Δραπετσώνας) προς επιδιόρθωση της κύριας μηχανής και εν συνεχεία την επομένη ημέρα απέπλευσε για το λιμάνι του Λαυρίου για εργασίες επισκευής και συντήρησης, παραμένον ενταύθα έως την 20.11.2014, οπότε και κατέπλευσε  πάλι στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας, όπου ναυλόχησε και δεν εκτέλεσε άλλους πλόες. Η εργοδότρια εναγομένη εταιρεία κατέστη υπερήμερη, ως προς την αποπληρωμή των δεδουλευμένων αποδοχών των εργαζομένων στο πλοίο ναυτικών, οπότε τα μέλη του πληρώματος, μεταξύ των οποίων και οι τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος, έβδομος και όγδοος των εναγόντων-εκκαλούντων άσκησαν το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας από τις 19.2.2015, με σχετική δήλωση τους προς την δεύτερη εναγομένη.

Α. I. Ειδικότερα, βάσει των σχετικών διατάξεων της ως άνω ΣΣΕ, οι μηνιαίες αποδοχές του πρώτου ενάγοντος, . …………….., ως υποναύκληρου, ανέρχονταν στο ποσό των 1.496.10 ευρώ [μισθός ενεργείας 1.197,44 ευρώ, επίδομα Κυριακών 263,44 ευρώ (22% επί του μισθού ενεργείας), επίδομα βαρειάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ], μη συνυπολογιζόμενου του επιδόματος ιματισμού στις τακτικές αποδοχές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας και λόγω της παροχής του σε είδος, απορριπτομένου του έκτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, ως ουσιαστικά αβασίμου. Επομένως, για το  επίδικο χρονικό διάστημα απασχόλησης του από 1.10.2014 έως 22.7.2015 εδικαιούτο να λάβει το συνολικό ποσό των 14.527,13 ευρώ (1.496,10 € Χ 9,71 μήνες = 14.527,13). Επιπλέον, για το διάστημα από 1.10.2014 έως 12.10.2014, που το πλοίο έπαυσε να εκτελεί πλόες, εδικαιούτο αναλογία επί του, κατ’ άρθρο 7 της ανωτέρω ΣΣΕ, επιδόματος άγονης γραμμής, το οποίο ανέρχεται σε 1.197,44 + 263,44 = 1.460,88 ευρώ x 7%= 102 ευρώ x 0,39 μήνα = 39,78 ευρώ, καθόσον από την επισκόπηση των μισθοδοτικών καταστάσεων, που αφορούν στους ενάγοντες ναυτικούς και που προσκομίζουν αμφότεροι οι διάδικοι, αποδεικνύεται ότι το εν λόγω επίδομα είχε συμφωνηθεί να ανέρχεται σε ποσοστό 7% επί του βασικού μισθού, ήτοι του μισθού ενεργείας με το επίδομα Κυριακών και όχι στο 7% επί του μισθού ενεργείας μόνο, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης και εν συνόλω δικαιούνταν για δεδουλευμένες αποδοχές  14.566,91 (14.527,13 + 39,78) ευρώ. Έναντι δε αυτού έχει λάβει καθαρό ποσό 250 ευρώ (100 ευρώ στις 6.11.2014 και 150 ευρώ στις 21.11.2014 σύμφωνα με τις με ίδια ημερομηνία αποδείξεις πληρωμής υπογεγραμμένες από τον ενάγοντα) και 1.000 ευρώ στις 27.3.2015, δια καταθέσεως στον τραπεζικό του λογαριασμό, τα οποία πρέπει να αφαιρεθούν, δεκτής γενομένης της σχετικής ενστάσεως περί μερικής εξόφλησης της πρώτης εναγομένης και επομένως, του οφείλεται η διαφορά εκ 13.316,91 (14.566,91 ευρώ – 1.250 ευρώ) ευρώ, απορριπτομένου του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβασίμου, εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591 παρ.1 εδ.δ΄ και 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ).

  1. II. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος ενάγων, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του, απασχολείτο σε καθήκοντα σχετικά με την προαναφερθείσα ειδικότητα του, δηλαδή του υποναύκληρου (άρθρα 59 του ΒΔ 683/1960), τελώντας υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του ναυκλήρου, τον οποίο βοηθούσε στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Ειδικότερα, συμμετείχε στις εργασίες συντήρησης και καθαριότητας, τάξης και ευπρέπειας των καταστρωμάτων, του χώρου στάθμευσης (γκαράζ) και εν γένει των χώρων εργασίας και εξωτερικών κοινόχρηστων χώρων του πλοίου, τόσο εν πλω όσο και σε λιμένα και ιδίως στο λιμάνι της Σύρου, όπου λάμβαναν χώρα πιο εκτεταμένες και εξειδικευμένες εργασίες καθαρισμού και συντήρησης, καθώς επίσης ασχολούνταν και με εργασίες επισκευής και το βάψιμο διαφόρων χώρων του πλοίου. Επιπλέον, απασχολούνταν συνάμα στο γκαράζ του πλοίου κατά την φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων στα διάφορα πολλαπλά λιμάνια που αυτό προσέγγιζε, όπως και στην πρόσδεση και την απόδεση του πλοίου κατά τον κατάπλου και απόπλου αντιστοίχως. Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ως άνω πολύωρων δρομολογίων του και ιδίως λόγω των συχνών κατάπλων του σε ενδιάμεσα λιμάνια, ο ενάγων απασχολούνταν με τις ως άνω εργασίες, καθημερινώς, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης των δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο και των πολλαπλών λιμένων προσέγγισης. Έτσι, ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, ενόψει της συνάρτησης τους με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την διαρκή εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών.

Ωστόσο, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των ως άνω καθορισμένων ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον η πληρότητα αυτή αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα υπολογιζόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται  από την εναγομένη-εφεσίβλητη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του.

Ενόψει των προαναφερθέντων, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενόσω το πλοίο εκτελούσε τα προγραμματισμένα δρομολόγια, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο, λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του πρώτου ενάγοντος, καθ’όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του, ήταν δώδεκα (12) ώρες, τόσο κατά το χρονικό διάστημα από την πρόσληψη του στις 4.8.2014 έως τις 12.10.2014, που τέθηκε το πλοίο σε ακινησία, λόγω μηχανικής βλάβης, όσο και εντεύθεν μέχρι την απόλυση του, αφού, κατόπιν εντολής του πλοιάρχου, εκτελούσε δωδεκάωρες βάρδιες φυλακής και όχι δεκαοκτώ (18) ώρες και δώδεκα (12) ώρες αντίστοιχα, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ανωτέρω ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων των μεν αγωγικών ισχυρισμών, ως προς το υπερβάλλον, που επαναφέρονται με τον όγδοο λόγο της έφεσης των εναγόντων, του δε ισχυρισμού της εναγομένης-εκκαλούσας,  που προβλήθηκε πρωτοδίκως, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της, ενόσω πραγματοποιούσε ταξίδια, δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, ενώ από τότε που τέθηκε σε ακινησία και διενεργούνταν επισκευές και ιδίως κατά την περίοδο επίσχεσης εργασίας του πληρώματος, δεν εργαζόταν κανείς, ως ουσιαστικά αβασίμων,  εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις.

Υπό  τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της ως άνω εφαρμοζομένης Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, ο πρώτος ενάγων, που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του με την ειδικότητα του υποναύκληρου, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό των 8,65 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 10,39 € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα. Κατά συνέπεια, δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) για υπερωριακή αμοιβή  242 καθημερινών και 49 Κυριακών, ήτοι 291 ημερών  Χ 4 ώρες υπερωρίας = 1.164 ώρες Χ 8,65 ευρώ το ωρομίσθιο = 10.068,60 ευρώ και β) για υπερωριακή αμοιβή 49 Σαββάτων και 14 αργιών, ήτοι 63 ημερών Χ 12 ώρες υπερωρίας = 756 ώρες Χ 10,39 το ωρομίσθιο = 7.854,84 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν να λάβει ως υπερωριακή αμοιβή, το συνολικό ποσό των 17.923,44 ευρώ για 11,67 μήνες και ειδικότερα για το χρονικό διάστημα από 4.8.2014 έως 11.6.2015, ήτοι 10,34 μήνες, το ποσό των 15.880,76 ευρώ και για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα από 12.6.2015 μέχρι την απόλυση του στις 22.7.2015, ήτοι για 1,33 μήνες, το ποσό των 2.042,68 ευρώ .

Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο πρώτος ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, της περιόδου από 4.8.2014 έως τις 12.10.2014, επί δέκα (10) ώρες, ενώ δεν εκτέλεσε υπερωρίες το μετέπειτα διάστημα, που το πλοίο βρισκόταν ακινητοποιημένο και ότι για την κρινόμενη αιτία οφείλεται σ’αυτόν το ποσό των 2.250,20 ευρώ, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, οι ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στον όγδοο λόγο της έφεσης των εναγόντων και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες και ημέρες της υπερωριακής απασχόλησης του ανωτέρω ενάγοντος, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί, ως ουσιαστικά βάσιμοι.

III. Περαιτέρω, σύμφωνα με τους προσκομιζόμενους μετ’επικλήσεως πίνακες δρομολογίων του επίδικου πλοίου, αποδεικνύεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2014 έως 27.6.2014, κάθε Πέμπτη αυτό απέπλεε στις 07.00 από το λιμάνι αφετηρίας τη Σύρο, όπου είχε καταπλεύσει την προηγούμενη ημέρα στις 13.45 και αφού διήρχετο από τα λιμάνια Σέριφο – Σίφνο – Κίμωλο – Μήλο – Κίμωλο – Σίφνο – Σέριφο επέστρεφε στη Σύρο στις 17.35, απ’όπου απέπλεε στις 18.00 της ίδιας ημέρας και μέσω των λιμανιών της Κύθνου και της Κέας, κατέπλεε στο λιμάνι προορισμού το Λαύριο στις 22.40, όπου διανυκτέρευε και εν συνεχεία αναχωρούσε στις 07.00 το πρωί της Παρασκευής προς Κέα-Κύθνο για την επιστροφή στο λιμάνι αφετηρίας τη Σύρο στις 12.00, απ’όπου ξεκινούσε νέο ταξείδι στις 12.10 της ίδιας ημέρας  με προορισμό τα λιμάνια Πάρο – Νάξο – Ίο – Σίκινο – Φολέγανδρο – Κίμωλο και κατάπλου στην Μήλο στις 20.50, όπου διανυκτέρευε και εκκινούσε στις 07.00 το πρωί του Σαββάτου για το ταξείδι επιστροφής στη Σύρο, όπου κατέφθανε στις 15.45 και παρέμενε εκεί μέχρι τις 07.00 το πρωί της Κυριακής. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το πλοίο την ανωτέρω περίοδο δεν πραγματοποιούσε εξπρές δρομολόγια, εφόσον κατά τα εκτιθέμενα, παρέμενε στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, περισσότερο από έξι ώρες, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών των εναγόντων, που επαναφέρονται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης τους, ως ουσιαστικά αβασίμων. Εξάλλου, το χρονικό διάστημα από 28-6-2014 έως 6-9-2014, λόγω τροποποίησης των δρομολογίων, σύμφωνα με τους προσκομιζόμενους, συνημμένους στην σχετική απόφαση του γενικού γραμματέα του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου, πίνακες δρομολογίων, κάθε Πέμπτη κατέπλεε στο λιμάνι της Σύρου ώρα 07.10, απ’όπου είχε αναχωρήσει την Τετάρτη στις 23.59 και απέπλεε από αυτό στις 07.25 και με καταπλεύσεις στα ενδιάμεσα λιμάνια Σέριφο – Σίφνο – Κίμωλο – Μήλο –Κίμωλο – Σίφνο – Σέριφο, επέστρεφε στο λιμάνι αφετηρίας τη Σύρο στις 18.40, απ’όπου απέπλεε  πάλι στις 19.00 της ίδιας ημέρας για το δρομολόγιο Κύθνος – Κέα – Λαύριο – Κέα – Κύθνος – Σύρος, στην οποία κατέπλεε την 12.40 ώρα της Παρασκευής και απέπλεε πάλι στις 13.00 με προορισμό τα λιμάνια Μυκόνου – Πάρου –Νάξου – Ίου – Σίκινου – Φολέγανδρου – Κίμωλου και άφιξη στην Μήλο μετά τα μεσάνυχτα, στις 00.15 του Σαββάτου, απ’όπου εκκινούσε στις 07.00 το πρωί για το ταξείδι επιστροφής με καταπλεύσεις στην Κίμωλο –Φολέγανδρο – Σίκινο – Ίο – Νάξο – Πάρο – Μύκονο και κατάπλου στην Σύρο, στις 19.15, όπου διανυκτέρευε. Τα ίδια δρομολόγια πραγματοποιούσε και κατά το διάστημα από  8.9.2014 έως το Σάββατο 11.10.2014, που απαγορεύτηκε ο απόπλους από Νάξο, λόγω μηχανικής βλάβης, με την διαφορά ότι, κάθε Παρασκευή, δεν κατέπλεε στην Μύκονο και διανυκτέρευε στο λιμάνι προορισμού την Μήλο, όπου κατέπλεε στις 23.15 το βράδυ της Παρασκευής και αναχωρούσε το πρωί του Σαββάτου στις 07.00. Ενόψει των ανωτέρω, κατά τα χρονικά αυτά διαστήματα, πραγματοποιήθηκαν  δρομολόγια, που είχαν το χαρακτήρα «εξπρές», κατά την προεκτεθείσα έννοια, δεδομένου ότι, σύμφωνα με  τους αναλυτικώς παρατιθέμενους ανωτέρω πλόες, από τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας τη Σύρο, το πλοίο απέπλεε πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι ωρών και συγκεκριμένα, κάθε Πέμπτη, αναχωρούσε 5,45 ώρες πριν τη συμπλήρωση του 6ώρου δύο φορές και κάθε Παρασκευή της περιόδου από 28.6.2014 έως 7.9.2014, 5,45 ώρες προ της συμπληρώσεως 6ώρου, ενώ η διάρκεια του εκάστοτε κυκλικού ταξιδιού ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα ωρών και επεκτείνονταν και κατά την διάρκεια της νύχτας. Κατά το διάστημα όμως από 8.9.2014 και μέχρι την λήξη των δρομολογίων του, τις Παρασκευές, το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι προορισμού την Μήλο, όπου διανυκτέρευε, περισσότερο από έξι ώρες και επομένως δεν εκτελούσε την ημέρα αυτή εξπρές δρομολόγιο. Επομένως, το άθροισμα των ωρών της πρόωρης αναχώρησης κατά εβδομάδα, αφενός για το χρονικό διάστημα από 28.6.2014 έως 7.9.2014, ανέρχεται συνολικά σε 16,35 ώρες, ήτοι πραγματοποιούσε 2,04 εξπρές δρομολόγια την εβδομάδα (16,35 : 8) και αφετέρου, κατά το διάστημα από 8.9.2014 μέχρι 11.10.2014, ανέρχεται συνολικά σε 10,90 ώρες, ήτοι πραγματοποιούσε 1,36 εξπρές δρομολόγια την εβδομάδα (10,90 : 8), κατά τον τρόπο υπολογισμού της παραγράφου 4 του άρθρου 33 της εφαρμοζομένης Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014 και εν συνόλω, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του πρώτου ενάγοντος, από 4.8.2014 έως 11.10.2014, εκτέλεσε 17 [(2,04 Χ 5 εβδομάδες=10,2) + (1,36 Χ 5 εβδομάδες=6,8)] τέτοια δρομολόγια. Επομένως, ο πρώτος ενάγων, δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την εν λόγω αιτία, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 7 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, ούτως ώστε η δικαιούμενη αμοιβή για κάθε δρομολόγιο «εξπρές», που πραγματοποιήθηκε, ισούται προς το 1/30ο των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του. Εξάλλου, στις αποδοχές αυτές, βάσει των οποίων υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων «εξπρές» και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές περιλαμβάνεται και η αμοιβή για την ως άνω υπερωριακή εργασία, το αντίτιμο τροφής, που αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτουσίως (ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013, 220, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262), οι αποδοχές αδείας (με το αντίτιμο τροφής), το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον τακτικώς το πλοίο εκτελεί σχετικά δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, υπολογιζομένων κατά μέσο όρο, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’ αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, βλ. Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387). Ειδικότερα, όσον αφορά τις αποδοχές αδείας, από τις διατάξεις του άρθρου 15 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. προκύπτει ότι η άδεια, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν τη χορήγηση της και σε περίπτωση μη χορήγησης της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται στην παρ. 2 του άνω άρθρου. Ακριβώς δε για το λόγο ότι κατά κανόνα οι συνθήκες της ναυτικής εργασίας δεν επιτρέπουν την παροχή της άδειας in natura, οι επί πλέον  αποδοχές που δικαιούται για την περίπτωση αυτή ο ναυτικός προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα τακτικού ανταλλάγματος (μισθού) για την παροχή της εργασίας.

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν συνολικώς στο ποσό των 4.084,04  ευρώ [Μισθός ενέργειας 1.197,44 + επίδομα Κυριακών 263,44 + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 428,05 (1.197,44 € μισθός ενεργείας + 263,44 € επίδομα Κυριακών = 1.460,88 € x 1/22 = 66,40 € x 5 ημέρες = 332 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών 19,21 x 5 = 96,05 €) + αντίτιμο τροφής 576,30 (19,21 € x 30) + 47,74 € επίδομα άγονης γραμμής + 1.535,85 μέσος όρος υπερωριών (17.923,44  € σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 11,67 μήνες)]. Επομένως, η πρόσθετη αμοιβή για τα ως άνω δρομολόγια «εξπρές», που δικαιούται, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 2.314,21 ευρώ (4.084,04  € Χ 1/30 =  136,13 € Χ 17 δρομολόγια εξπρές), δεκτού γενομένου εν μέρει κατ’ουσίαν του δεύτερου λόγου της έφεσης των εναγόντων, καθόσον τον αφορά. Έναντι του οφειλομένου ποσού, ο ενάγων έλαβε το συνολικό ποσό των 1.241,60 ευρώ, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του και, κατά συνέπεια, δικαιούται την προκύψασα διαφορά ποσού 1.072,47 ευρώ. Συνεπώς, η επικουρικά προβαλλομένη ένσταση περί αποσβέσεως της  εν λόγω οφειλής, η οποία επαναφέρεται με τον πέμπτο λόγο της έφεσης της εκκαλούσας-εναγομένης και αφορά το κρινόμενο κονδύλι της αγωγής περί της πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια «εξπρές», πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή, ως ουσιαστικώς βάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία, οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των 857,34 ευρώ, συνυπολογίζοντας στις τακτικές αποδοχές του την αναλογία της υπερωριακής αμοιβής σε 846,90 ευρώ αντί του ανωτέρω ποσού, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου εν μέρει κατ’ουσίαν του δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος-εκκαλούντος και απορριπτομένης της αιτίασης της εναγομένης, που διαλαμβάνεται στον έκτο λόγο της έφεσης της, κατά παραπομπή από τον πέμπτο λόγο, περί εσφαλμένου συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές, του μέσου όρου της μηνιαίας αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση του, ερειδομένης επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης ότι δεν εκτελούσε υπερωρίες, ως αβάσιμης. Περαιτέρω, συνυπολογίζοντας στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, προς εύρεση της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων «εξπρές» και των επιδομάτων εορτών, το αντίτιμο τροφής και τις αποδοχές αδείας μετά του αντιτίμου τροφής, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των πέμπτου και έκτου λόγου της έφεσης της εναγομένης-εκκαλούσας, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, ως αβασίμων.

  1. IV. Περαιτέρω, από 15-1-2015 έως και την 22-7-2015, οπότε κατά τα άνω λύθηκε η ένδικη σύμβαση εργασίας του πρώτου των εναγόντων, η εργοδότρια εταιρεία δεν παρείχε τροφή στο πλήρωμα του ανωτέρω πλοίου, αλλά ούτε κατέβαλε το αναλογούν αντίτιμο τροφής το οποίο κατά το άρθρο 3 της ανωτέρω ΣΣΕ ανήρχετο σε ευρώ 19,21 ημερησίως και επομένως, του οφείλεται αφενός για το διάστημα από 15.1.2015 έως 11.6.2015 το ποσό των 823,87 (147 Χ 19,21) ευρώ και αφετέρου από 12.6.2015 μέχρι 22.7.2015, το ποσό των 768,40 (40 ημέρες Χ 19,21). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε κατ’ουσίαν το εν λόγω κονδύλιο, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου εν μέρει του έβδομου λόγου της κρινόμενης έφεσης των εναγόντων, καθόσον αφορά τον ανωτέρω ενάγοντα, ως ουσιαστικά βασίμου.
  2. V. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14-12-1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7-1-1982), προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Μάλιστα, ως τέτοιες παροχές, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας (με το αντίτιμο τροφής) και οι λοιπές τακτικές παροχές. Επιπλέον, στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών, συμπεριλαμβάνεται και η αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές», όπως και το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον το πλοίο εκτελεί τακτικώς τέτοια δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, υπολογιζομένων κατά μέσο όρο, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387).

Με βάση τα ανωτέρω, ο πρώτος των εναγόντων δικαιούται, ως επιδόματα εορτών τα ακόλουθα ποσά: α) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2014, που αφορά το χρονικό διάστημα από 4-8-2014 έως 31-12-2014, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα, ήτοι το ποσό των 2.577,82 ευρώ [Μισθός ενέργειας 1.197,44 + επίδομα Κυριακών 263,44 + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 428,05 (1.197,44 € μισθός ενεργείας + 263,44 € επίδομα Κυριακών = 1.460,88 € x 1/22 = 66,40 € x 5 ημέρες = 332 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών 19,21 x 5 = 96,05 €) + αντίτιμο τροφής 576,30 (19,21 € x 30) + 47,74 € επίδομα άγονης γραμμής + 1.535,85 μέσος όρος υπερωριών (17.923,44  € σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 11,67 μήνες) = 4.084,04  ευρώ μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 326,72 Χ 7,89 19ήμερα, που αναλογούν στο ως άνω χρονικό διάστημα], έναντι του οποίου έλαβε από την δεύτερη εναγομένη μεικτά 1.245,86 ευρώ (1.122,94 + 122,92), κατά το σχετικό ισχυρισμό της πρώτης εναγομένης, που προκύπτει από  την κατάσταση μισθοδοσίας του σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής και επομένως, δεκτής γενομένης της ενστάσεως περί μερικής εξόφλησης της πρώτης εναγομένης, δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 1.331,96 ευρώ, απορριπτομένων, αφενός του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβασίμου, εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591 παρ.1 εδ.δ΄ και 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ) και αφετέρου του τέταρτου λόγου της ίδιας έφεσης, περί εσφαλμένης αφαίρεσης των ανωτέρω μεικτών και όχι των καθαρών ποσών, που καταβλήθηκαν και μη ορθής αντιστοίχισης τους, που κρίνεται ομοίως, ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι οι γενόμενες καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, στα οποία περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών και ο αναλογούν φόρος, συνιστούν δε το αντικείμενο της δίκης και αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα, οι δε παρακρατηθείσες από την πλοιοκτήτρια προς απόδοση τους νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως και προνοίας, καθώς επίσης ο παρακρατηθείς φόρος υπέρ του Δημοσίου, αποτελούν μέρος των εν λόγω αποδοχών και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των κρινόμενων επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος προς καταβολή τους, β) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2015, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννιαήμερο χρονικό διάστημα, δηλαδή το ποσό των 1.424,50  ευρώ (4.084,04  ευρώ μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 326,72 Χ 4,36 19ήμερα) και γ) για επίδομα εορτής Πάσχα έτους 2015, για την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 30-4-2015, το ποσό των 2.042,02 ευρώ [4.084,04  ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 2 ] και συνολικά για επιδόματα εορτών το ποσό των 4.798,48 ευρώ.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στον ενάγοντα για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων 2014 και 2015 και Πάσχα 2015, τα ποσά των 578,18 ευρώ, 847,03 ευρώ (428,20 + 418,83) και 1.250,22 ευρώ αντίστοιχα, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τους σχετικούς εν μέρει ουσιαστικά βάσιμους ένατο και δέκατο λόγους της έφεσης των εναγόντων, απορριπτομένων  τούτων κατά τα λοιπά, ομοίως και του έκτου λόγου, καθόσον αφορούν τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν των επιδομάτων εορτών, με βάση την επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή αμοιβή και ως προς τις αιτιάσεις του περί συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές, προς εύρεση των κρινόμενων δώρων, του επιδόματος ιματισμού, ως ουσιαστικά αβασίμων.

  1. VI. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω ΣΣΝΕ, ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§3).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ανωτέρω επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται, ότι δεν κατέστη δυνατή η διανυκτέρευση του πρώτου ενάγοντος στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, για ανάπαυση και αναψυχή, καθόσον αυτός ήταν υποχρεωμένος να παραμένει στο πλοίο και να εργάζεται για τις ανάγκες του, ακόμη και κατά το διάστημα, που το πλοίο τελούσε σε ακινησία, λόγω επισκευών, αφού ήταν επιφορτισμένος με βάρδιες ασφαλείας. Άλλωστε, από μόνο το γεγονός της διανυκτέρευσης του πλοίου σε κάποιο λιμάνι, δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο ενάγων λάμβανε άδεια διανυκτέρευσης, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η πρώτη εναγόμενη-εφεσίβλητη, μήτε ότι κατά την περίοδο που το πλοίο είχε διακόψει τα δρομολόγια του και ήταν ακινητοποιημένο, εξυπακούεται ότι ο ενάγων είχε την ευχέρεια να διανυκτερεύει εκτός τούτου, αφού του είχε ανατεθεί βάρδια ασφαλείας, την οποία εκτελούσε κανονικά. Επομένως, δεδομένου ότι για το αιτούμενο διάστημα από 4.8.2014 έως 11.6.2015, έπρεπε να του χορηγηθούν 18 άδειες διανυκτερεύσεως, παρεκτός τον μήνα Αύγουστο 2014, που δεν εργάστηκε ολόκληρο μήνα και ως εκ τούτου, δεν θεμελιώνει την εν λόγω αξίωση, ήτοι μία τον μήνα Σεπτέμβριο 2014 και δύο έκαστο των μηνών Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2014, Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου και μία για τον Ιούνιο 2015, ο ανωτέρω ενάγων δικαιούται να λάβει την προβλεπόμενη αποζημίωση για τις μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, ήτοι αποζημίωση 54,43 ευρώ για κάθε διανυκτέρευση (μισθός ενεργείας 1.197,44 € Χ 1/22) και συνολικά δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 979,74 (54,43 ευρώ Χ 18) ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι, για την εν λόγω αιτία, ο ενάγων δικαιούται μόνο το ποσό των 54,43 ευρώ, για τη μη χορηγηθείσα διανυκτέρευση τον Σεπτέμβριο 2014, απορριπτομένου του συναφούς δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγομένης, κατά το μέρος αυτό, ως ουσιαστικά αβασίμου, ενώ δεν του οφείλεται τέτοια αποζημίωση από 12.10.2014, που το πλοίο τέθηκε σε ακινησία, οπότε είχε την ευχέρεια να διανυκτερεύει εκτός πλοίου, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτών γενομένων εν μέρει του πέμπτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, καθόσον αφορά τον ανωτέρω ενάγοντα και του ενδέκατου λόγου αυτής, ως ουσιαστικά βασίμων, απορριπτομένου τούτου, καθόσον αφορά την αιτίαση περί εσφαλμένης συσταλτικής ερμηνείας του νόμου από την εκκαλουμένη ότι απαιτείται για να θεμελιωθεί το εν λόγω δικαίωμα να έχει απασχοληθεί πλήρη μήνα απορρίπτοντας την επιδίκαση αποζημίωσης διανυκτέρευσης για τον μήνα Αύγουστο 2014, ως αβασίμου.

VII. Για την απασχόληση του στην φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων, του οφείλεται αμοιβή μηνιαίως σύμφωνα με το άρθρο 30 της ΣΣΝΕ για 190 φορτηγά αυτοκίνητα επί 1,26 ευρώ για έκαστο, για 240 φορτηγά συρόμενα/επικαθήμενα επί 1,87 ευρώ για έκαστο και για 370 αυτοκίνητα επί 0,54 ευρώ για έκαστο, τα οποία φορτώνονταν στο πλοίο μηνιαίως, ως ένας εκ των πέντε ναυτικών που απασχολείτο με την φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων, δικαιούμενος κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου σχετικής αναλογίας, ισόποσης με  283,47 € [(190 x 1,26 € + 240 x 1,87€ + 370 x 0,54€ = 239,40 + 448,80 + 199,80 = 888 € : 5 ναυτικοί = 177,60 € έκαστος ναυτικός, πλέον ποσοστού 10% που κατά το εδάφιο 2 της παρ. 2 του ως άνω άρθρου χορηγείται στον υποναύκληρο ίσου με 17,76 € = 195,36€ x 2,33 μήνες (4-8-2014 έως 12-10-2014) = 455,19€, έναντι του οποίου έχει λάβει 171,72€ και επομένως δικαιούται της διαφοράς (455,19 – 171,72 = 283,47€)], δεκτής γενομένης εν μέρει της ένστασης εξόφλησης της πρώτης  εναγομένης και απορριπτομένου του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβασίμου, εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591 παρ.1 εδ.δ΄ και 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ).

VIII. Επειδή δεν έλαβε την άδεια που δικαιούτο για το χρονικό διάστημα από 1.10.2014 έως 22.7.2015, του οφείλεται, κατ’ άρθρο 15 της ως άνω ΣΣΝΕ, ποσό 3.711,19 € για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 1-10-2014 έως 11-6-2015 [(1.197,44 € μισθός ενεργείας + 263,44 € επίδομα Κυριακών = 1.460,88 € x 1/22 = 66,40 € x 5 ημέρες = 332 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,21 x 5 = 96,05 €) = 428,05€ x 8,67 μήνες] και 445,17€ για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 12-6-2105 έως 22-7-2015 (428,05€ x 1,04 μήνες) και συνολικά 4.156,36 ευρώ

  1. IX. Από το συνδυασμό των άρθρων 39, 53, 72 του ΚΙΝΔ (ν.3816/1958) και 105 παρ. 2 του ΚΔΝΔ (ν.δ.187/1973), προκύπτει ότι η σύμβαση ναυτολογήσεως μπορεί κατά πάντα χρόνο να λυθεί με καταγγελία από τον πλοίαρχο, είτε είναι αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, χωρίς να τηρήσει προθεσμία, ούτε να επικαλεσθεί λόγο που να δικαιολογεί (στην ορισμένου χρόνου σύμβαση) την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 3 ΚΙΝΔ, στην περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως, κατά το άρθρο 72 ΚΙΝΔ, ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού. Σύμφωνα δε με το άρθρο 76 εδ. α ΚΙΝΔ, η κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου αποζημίωση συνίσταται σε ποσό ίσο προς το μισθό δέκα πέντε (15) ημερών εφόσον η απόλυση έγινε εντός των ορίων της ελληνικής επικρατείας. Η κατ` άρθρο 75 παρ. 3 ΚΙΝΔ προβλεπόμενη αποζημίωση του ναυτικού σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης του από τον πλοίαρχο, κατ` άρθρο 72 ΚΙΝΔ, τελεί μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η καταγγελία δεν δικαιολογείται από παράπτωμα του ναυτικού και δεν απαιτεί κάποια υπαιτιότητα του πλοιάρχου (ΕΠ 143/2011 ΕΝΔ 2012.30, ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝΔ 2006 355). Στη σύμβαση ναυτικής εργασίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 656 επομ.ΑΚ, 672 ΑΚ και εκείνες του ν.2112/1920, όπως ο τελευταίος τροποποιήθηκε (ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝΔ 2010.405, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝΔ 2005.92, ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝΔ 213.220). Η αποζημίωση, λόγω καταγγελίας της συμβάσεως ναυτικής εργασίας, υπολογίζεται με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές κατά τον τελευταίο μήνα εργασίας του ναυτικού, που καταβάλλονται υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Στις αποδοχές αυτές συνυπολογίζεται το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών, η αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικώς, ως και πάσα άλλη παροχή καταβαλλόμενη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικώς καθ` έκαστο μήνα ή κατ` επανάληψη περιοδικώς καθ` ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΕφΠειρ 176/2016, ΕφΠειρ 366/2016, δημ.Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 434/2013, ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝΔ 213.220, ΕφΠειρ 143/2011, ΕφΠειρ 676/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝΔ 2010.405, ΕφΠειρ 172/2008 ΕΝΔ 36.100, ΕφΠειρ 111/2007 ΕΝΔ 2007.406, ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝΔ 34.355, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝΔ 2005.92, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΕφΠειρ 123/2003 ΕΝΔ 2003.128, Δ. Καμβύση: «Ναυτεργατικό Δίκαιο», έκδοση 1994, σελ. 355, Ι. Κοροτζή: «Ναυτικό Δίκαιο», έκδοση 2004, υπ’ αρθρ. 72 ΚΙΝΔ, σελ. 372).

Από τα ίδια, ως άνω, αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι η  σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος λύθηκε ύστερα από μονομερή καταγγελία αυτής εκ μέρους της πρώτης εναγομένης στις 22.7.2015, χωρίς υπαιτιότητα του ενάγοντος, λόγω του, κατά τα άνω, κλεισίματος του ναυτολογίου, γεγονός που ανεγράφη στο ναυτικό του φυλλάδιο. Συνεπώς, δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου του πρώτου λόγου της έφεσης της πρώτης εναγομένης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμου, η οποία ισούται με το μισθό 15 ημερών, το ημερομίσθιο δε της αποζημίωσης είναι ίσο με το 1/25 του συνόλου των τακτικών αποδοχών του, όπως προσδιορίστηκαν ανωτέρω, πλέον της αναλογίας των επιδομάτων εορτών εκ 411,18 ευρώ (4.798,48 : 11,67 μήνες), συνολικά ύψους 4.495,22 ευρώ (4.084,04  ευρώ + 411,18 ευρώ) και ανέρχεται στο ποσό των 2.697 ευρώ [4.495,22 ευρώ τακτικές αποδοχές : 25 = 179,80 Χ  15 ημέρες], εκ του οποίου αιτείται το έλασσον ποσό των 2.114,52 ευρώ, που πρέπει να του επιδικαστεί για την αιτία αυτή.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται για αποζημίωση απολύσεως το ποσό των 1.250,23 ευρώ, μη συνυπολογίζοντας στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος την αναλογία της υπερωριακής αμοιβής, που αντιστοιχούσε σε 12 ώρες ημερήσιας απασχόλησης, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον σχετικό εν μέρει βάσιμο δωδέκατο λόγο της έφεσης των εναγόντων, απορριπτομένου  τούτου κατά τα λοιπά, όπως και του συναφούς έκτου λόγου της ίδιας έφεσης, καθόσον αφορούν την αιτίαση περί συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές και εντεύθεν στη αποζημίωση απόλυσης, του επιδόματος ιματισμού, ως ουσιαστικά αβασίμων.

  1. X. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι ο ενάγων έλαβε, δυνάμει της υπ’αριθμ. 3526.2/11/2015/6-7-2015 Απόφασης του Υπουργού Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, περί κύρωσης του από 3.7.2015 Πρακτικού της Επιτροπής της παρ. 3 του άρθρου 29 του ν.1220/1982, διαπίστωσης των προϋποθέσεων παροχής προστασίας στους εγκαταλειπόμενους από τον πλοιοκτήτη ναυτικούς, λόγω μη εκπλήρωσης των περί μισθοτροφοδοσίας υποχρεώσεων του και βεβαίωσης των δικαιούμενων αποδοχών τριών μηνών, μεικτό ποσό 6.733,44 ευρώ, που αντιστοιχεί σε καθαρό 4.922,09 ευρώ και επιπλέον, δυνάμει της υπ’αριθμ.πρωτ.2242.6/40349/2015/24-11-2015 απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής περί κύρωσης του από 11.11.2015 Πρακτικού της ίδιας Επιτροπής, μεικτό ποσό 17.427,07 ευρώ, που αντιστοιχεί σε καθαρό 12.644 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1.9.2014 έως 22.4.2015, ήτοι συνολικά μεικτές αποδοχές 24.160,51 ευρώ, το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί από τις αντίστοιχες ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος, για δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας, ύψους 22.271,75 (13.316,91 + 4.798,48 + 4.156,36), οι οποίες υπερκαλύπτονται και συνεπώς, έχουν εξοφληθεί, απομένοντος επιπλέον ποσού 888,76 (24.160,51 – 22.271,75) ευρώ, που αφορά καταβληθείσες αποδοχές από την ναυτολόγηση του στο εν λόγω πλοίο, κατά περίοδο, που εμπίπτει στο επίδικο διάστημα, πλην όμως, επειδή ουδόλως προκύπτει για ποια ή ποιες συγκεκριμένα αιτίες καταβλήθηκε τούτο, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν προσκομίζεται εκκαθαριστική καρτέλα υπολογισμού μηνιαίων αποδοχών και κρατήσεων από την οικεία υπηρεσία εκκαθαρίσεως λογαριασμών του Υπουργείου Ναυτιλίας, όπως από το ΝΑΤ, δεν είναι εφικτός ο καταλογισμός του σε συγκεκριμένη αγωγική απαίτηση και γι’αυτό, πρέπει να αφαιρεθεί από το συνολικό οφειλόμενο ποσό για τις λοιπές επιδικαζόμενες αξιώσεις, δεκτής γενομένης εν μέρει κατ’ουσίαν της ένστασης εξοφλήσεως της πρώτης εναγομένης. Ειδικότερα, οι υπόλοιπες ανεξόφλητες απαιτήσεις του πρώτου ενάγοντος κατά αμφοτέρων των εναγομένων, ευθυνομένων αλληλεγγύως, ως κυρία και εφοπλίστρια αντίστοιχα, για υπερωριακή απασχόληση, αμοιβή δρομολογίων εξπρές, αντίτιμο τροφής, αποζημίωση διανυκτέρευσης και επίδομα έχμασης, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 22.282,05 (15.880,76 + 2.314,21 +2.823,87 + 979,74 + 283,47) ευρώ και αφαιρουμένου του ανωτέρω ποσού των 1.888,76 ευρώ, το εναπομείναν οφειλόμενο υπόλοιπο ανέρχεται σε 20.393,29 (22.282,05 – 1.888,76) ευρώ, το οποίο υποχρεούνται οι εναγόμενες να του καταβάλουν εις ολόκληρον, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του. Επιπλέον, η πρώτη εναγομένη του οφείλει το ποσό των 4.925,60 (2.042,68 + 768,40 + 2.114,52) ευρώ, για υπερωρίες, αντίτιμο τροφής και αποζημίωση απόλυσης,  ομοίως με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που αφού αφαίρεσε το συνολικό ποσό των 22.349,16 ευρώ και συγκεκριμένα 4.922,09 ευρώ καθαρά και 17.427,07 ευρώ μεικτά, που καταβλήθηκαν στον πρώτο ενάγοντα από το ΝΑΤ και το Δημόσιο αντίστοιχα, από τα αγωγικά κονδύλια εν γένει, κατά τη σειρά αναφοράς τους στο δικόγραφο, με την αιτιολογία της έλλειψης ειδικότερου προσδιορισμού από τον ενάγοντα, ήτοι από τις δεδουλευμένες αποδοχές, το επίδομα άγονης γραμμής, την υπερωριακή αμοιβή, τα επιδόματα εορτών, την αποζημίωση διανυκτερεύσεων, την αμοιβή έχμασης και το επίδομα αδείας και έκρινε ότι οφείλεται το υπόλοιπο τούτου, ύψους 337,64 ευρώ και 1.250,23 ευρώ, ως αποζημίωση απόλυσης και συνολικά στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 1.587,87 ευρώ, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου, εν μέρει του συναφούς δέκατου τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων περί μη ορθού καταλογισμού των εν λόγω ποσών και απορριπτομένου του κρινόμενου λόγου κατά τα λοιπά, ομοίως και των τρίτου και τέταρτου λόγων της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος, περί εσφαλμένης μερικής παραδοχής από την εκκαλουμένη της ένστασης εξόφλησης της πρώτης εναγομένης και αφαίρεσης των μεικτών ποσών και όχι των καθαρών, που καταβλήθηκαν αντίστοιχα από το Δημόσιο και το ΝΑΤ, καθώς και περί καταλογισμού των καταβληθέντων αποκλειστικά στο πρώτο κονδύλι της αγωγής για τους δεδουλευμένους μισθούς, ως ουσιαστικά αβασίμων, αφενός διότι οι γενόμενες καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα, οι δε παρακρατηθείσες νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως και προνοίας, καθώς επίσης ο παρακρατηθείς φόρος υπέρ του Δημοσίου, αποτελούν μέρος των εν λόγω αποδοχών και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των συναφών επίδικων αξιώσεων προς καταβολή τούτων και αφετέρου, διότι τα καταβληθέντα από το Δημόσιο και το ΝΑΤ ανωτέρω ποσά δεν αφορούν μόνο τον βασικό μισθό, ως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, αλλά και τα αντίστοιχα επιδόματα και συγκεκριμένα, όσον αφορά τον πρώτο ενάγοντα, το επίδομα βαρειάς και ανθυγιεινής εργασίας, το επίδομα ιματισμού, την αναλογία δώρων εορτών, ειδικό επίδομα (δεν διευκρινίζεται ποίο) και τις αποδοχές αδείας μετά τροφής, όπως προκύπτει ιδίως από τον εγκεκριμένο από την Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία εκκαθαριστικό λογαριασμό αναφορικά με τις μηνιαίες αποδοχές και τις σχετικές κρατήσεις του πρώτου ενάγοντος, που επισυνάπτεται στο νομίμως επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από 9.7.2018 ακριβές απόσπασμα του από 3.7.2015 ανωτέρω πρακτικού για την καταβολή των δικαιούμενων σ’αυτόν, μεταξύ άλλων, ποσών, κατά το υπερβάλλον δε ποσό από τις προβλεπόμενες από την οικεία ΣΣΝΕ εν λόγω αποδοχές, νομίμως καταλογίζονται στις λοιπές επίδικες αξιώσεις.

Β. I. Περαιτέρω, βάσει των σχετικών διατάξεων της ως άνω ΣΣΕ, οι μηνιαίες αποδοχές της δεύτερης ενάγουσας, …………….., ως ανθυποπλοιάρχου, ανέρχονταν στο ποσό των 2.036,06 ευρώ [1.472,22 € μισθός ενεργείας + 323,89 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 29,60€ επίδομα αξιωματικού καταστρώματος +175,13€ επίδομα παραλαβής, ελέγχου στοιβασίας και επίβλεψης φορτοεκφορτώσεως οχημάτων]. Επομένως, για το  επίδικο χρονικό διάστημα απασχόλησης της από 1-6-2014 έως την απόλυση της στις 7.1.2015, εδικαιούτο να λάβει το συνολικό ποσό των 14.720,71 ευρώ (2.036,06 € x 7,23 μήνες).

Επιπλέον, για το διάστημα από 1.6.2014 έως 12.10.2014, που το πλοίο έπαυσε να εκτελεί πλόες, εδικαιούτο αναλογία επί του, κατ’ άρθρο 7 της ανωτέρω ΣΣΕ, επιδόματος άγονης γραμμής, το οποίο ανέρχεται σε 553,21 ευρώ (1.472,22 + 323,89 = 1.796,11 ευρώ x 7%= 125,73 ευρώ x 4,4 μήνες), καθόσον από την επισκόπηση των μισθοδοτικών καταστάσεων, που αφορούν στους ενάγοντες ναυτικούς και που προσκομίζουν αμφότεροι οι διάδικοι, αποδεικνύεται ότι το εν λόγω επίδομα είχε συμφωνηθεί να ανέρχεται σε ποσοστό 7% επί του βασικού μισθού, ήτοι του μισθού ενεργείας με το επίδομα Κυριακών και όχι στο 7% επί του μισθού ενεργείας μόνο, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης και εν συνόλω δικαιούνταν για δεδουλευμένες αποδοχές 15.273,92 (14.720,71 +553,21) ευρώ. Έναντι δε αυτού έχει λάβει καθαρό ποσό 1.000 ευρώ έναντι του μισθού της του Ιουνίου έτους 2014, όπως προκύπτει από την από 18-7-2014 απόδειξη πληρωμής υπογεγραμμένη από την ενάγουσα, 1.171,68 ευρώ καθαρό ποσό από την δεύτερη εναγομένη «………..» στις 25-9-2014, έναντι του οφειλόμενου μισθού του Ιουνίου 2014, σύμφωνα με το αντίγραφο του λογαριασμού της δεύτερης εναγομένης και 1.832,38 ευρώ (και όχι 2.230,17 ευρώ, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη και αφορά το ναυτικό ………..) από την «………..» (εταιρεία ιδίων συμφερόντων, θυγατρική της δεύτερης εναγομένης) στις 13.3.2015, έναντι των οφειλομένων αποδοχών της του μηνός Ιουλίου του έτους 2014, τα οποία πρέπει να αφαιρεθούν, δεκτής γενομένης της σχετικής ενστάσεως περί μερικής εξόφλησης της πρώτης εναγομένης και επομένως της οφείλεται η διαφορά ανερχομένη σε 11.269,86 [15.273,92 ευρώ –4.004,06  (1.000 + 1.171,68 +1.832,38)] ευρώ, απορριπτομένου του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβασίμου, εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591 παρ.1εδ.δ΄, 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ).

  1. II. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η δεύτερη ενάγουσα, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης της, από 28.5.2014 απασχολούνταν με τα καθήκοντα του ανθυποπλοιάρχου, ήτοι είχε την αποκλειστική επιμέλεια και έλεγχο των πρυμνιαίων άρμονων, κατά δε την άπαρση και αγκυροβολία παρίστατο και διεύθυνε τις εργασίες τελώντας σε συνεχή επαφή με την γέφυρα και διαρκούντος του πλου επέβλεπε την πορεία του πλοίου. Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ως άνω πολύωρων δρομολογίων του και ιδίως λόγω των συχνών κατάπλων του σε ενδιάμεσα λιμάνια, η ανωτέρω ενάγουσα απασχολούνταν με τις ως άνω εργασίες, καθημερινώς, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης των δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο και των πολλαπλών λιμένων προσέγγισης. Έτσι, η δεύτερη των εναγόντων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, ενόψει της συνάρτησης τους με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την διαρκή εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών. Σημειωτέον, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των ως άνω καθορισμένων ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον η πληρότητα αυτή αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα υπολογιζόταν σε αυτην ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή της εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται  από την πρώτη εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας της.

Ενόψει των προαναφερθέντων, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση της ενάγουσας επί του εν λόγω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης της, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτήν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενόσω το πλοίο εκτελούσε τα προγραμματισμένα δρομολόγια, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο, λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης της δεύτερης ενάγουσας, κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης της, ήταν δέκα (10) ώρες, τόσο κατά το χρονικό διάστημα από 28.5.2014 έως τις 12.10.2014, που τέθηκε το πλοίο σε ακινησία, λόγω μηχανικής βλάβης, όσο και εντεύθεν μέχρι την απόλυση της στις 7.1.2015, αφού, κατόπιν εντολής του πλοιάρχου, εκτελούσε βάρδιες ασφαλείας και όχι δώδεκα (12) ώρες, όπως αυτή αβασίμως ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., η ανωτέρω ενάγουσα παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές δύο (2) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δέκα (10) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων των μεν αγωγικών ισχυρισμών, ως προς το υπερβάλλον, που επαναφέρονται με τον δέκατο τέταρτο λόγο της έφεσης των εναγόντων, του δε ισχυρισμού της εναγομένης,  που προβλήθηκε πρωτοδίκως, ότι η υπερωριακή απασχόληση της ενάγουσας στο ανωτέρω πλοίο της, ενόσω πραγματοποιούσε ταξίδια, δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, ενώ από τότε που το πλοίο τέθηκε σε ακινησία και διενεργούνταν επισκευές και ιδίως κατά την περίοδο επίσχεσης εργασίας του πληρώματος, δεν εργαζόταν κανείς, ως ουσιαστικά αβασίμων,  εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις.

Υπό  τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της ως άνω εφαρμοζομένης Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, η δεύτερη ενάγουσα, που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ναυτολόγησης της με την ειδικότητα του ανθυποπλοιάρχου, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό των 10,64 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 12,76€ € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα.

Κατά συνέπεια, δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) για υπερωριακή αμοιβή  145 καθημερινών και 31  Κυριακών, ήτοι 176 ημερών  Χ 2 ώρες υπερωρίας = 352 ώρες Χ 10,64 ευρώ το ωρομίσθιο = 3.745,28 ευρώ και β) για υπερωριακή αμοιβή 31 Σαββάτων και 9 αργιών, ήτοι  40 ημερών Χ 10 ώρες υπερωρίας = 400 ώρες Χ 12,76 το ωρομίσθιο =  5.104 ευρώ. Επομένως, η δεύτερη ενάγουσα δικαιούνταν να λάβει ως υπερωριακή αμοιβή, το συνολικό ποσό των 8.849,28 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε στις 17-7-2014 ποσό 38,58 ευρώ, ως αποδεικνύεται από την υπογραφείσα από την ίδια ανάλυση λογαριασμού μισθοδοσίας του μηνός Μαΐου 2014 (και όχι 56 ευρώ, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη) και επομένως, της οφείλεται η διαφορά ποσού 8.810,70 (8.849,28 – 38,58) ευρώ, δεκτής γενομένης εν μέρει της ένστασης μερικής εξόφλησης της πρώτης εναγομένης, ως ουσιαστικά βάσιμης και απορριπτομένου του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβασίμου, εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591παρ.1εδ.δ΄, 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ).

Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι η δεύτερη ενάγουσα εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, της περιόδου από 28.5.2014 έως τις 12.10.2014, επί εννέα (9) ώρες, ενώ δεν εκτέλεσε υπερωρίες το μετέπειτα διάστημα, που το πλοίο βρισκόταν ακινητοποιημένο και ότι για την κρινόμενη αιτία οφείλεται σ’αυτήν το ποσό των 3.826,34 ευρώ, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, οι ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στον δέκατο τέταρτο λόγο της έφεσης των εναγόντων και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες και ημέρες της υπερωριακής απασχόλησης της ανωτέρω ενάγουσας, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί, ως ουσιαστικά βάσιμοι.

III. Εξάλλου, δεδομένου ότι, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, το άθροισμα των ωρών της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου, κατά εβδομάδα, αφενός για το χρονικό διάστημα από 28.6.2014 έως 7.9.2014, ανέρχεται συνολικά σε 16,35 ώρες, ήτοι πραγματοποιούσε 2,04 εξπρές δρομολόγια την εβδομάδα (16,35 : 8) και αφετέρου, κατά το διάστημα από 8.9.2014 μέχρι 11.10.2014, ανέρχεται συνολικά σε 10,90 ώρες, ήτοι πραγματοποιούσε 1,36 εξπρές δρομολόγια την εβδομάδα (10,90 : 8), κατά τον τρόπο υπολογισμού της παραγράφου 4 του άρθρου 33 της εφαρμοζομένης+ Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, παρέπεται ότι, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης της τρίτης ενάγουσας, από 28.6.2014 έως 11.10.2014, εκτέλεσε 27,2 [(2,04 Χ 10 εβδομάδες = 20,4) + (1,36 Χ 5 εβδομάδες = 6,8)] τέτοια δρομολόγια. Επομένως, η δεύτερη ενάγουσα, δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την εν λόγω αιτία, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 7 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, ούτως ώστε η δικαιούμενη αμοιβή για κάθε δρομολόγιο «εξπρές», που πραγματοποιήθηκε, ισούται προς το 1/30ο των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών της, οι οποίες ανέρχονταν συνολικώς στο ποσό των 4.449,60 ευρώ [1.472,22 € μισθός ενεργείας + 323,89 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 29,60€ επίδομα αξιωματικού καταστρώματος +175,13€ επίδομα παραλαβής, ελέγχου στοιβασίας και επίβλεψης φορτοεκφορτώσεως οχημάτων + 125,73 € επίδομα άγονης γραμμής + 504,25 € επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας (1.472,22 € μισθός ενεργείας + 323,89 € επίδομα Κυριακών = 1.786,11 € x 1/22 = 81,64 € x 5 ημέρες = 408,20 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών 19,21 x 5 = 96,05 €) + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € x 30) + 1.207,26 € μέσος όρος υπερωριών (8.849,28 σύνολο αμοιβής υπερωριών 3.864,92 : 7,33 μήνες = 544,35 €)]. Επομένως, η πρόσθετη αμοιβή για τα ως άνω δρομολόγια «εξπρές», που δικαιούται, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 4.034,30 ευρώ (4.449,60 € Χ 1/30 = 148,32 € Χ 27,2 δρομολόγια εξπρές), δεκτού γενομένου εν μέρει κατ’ουσίαν του δεύτερου λόγου της έφεσης των εναγόντων, καθόσον την αφορά.

  1. IV. Εξάλλου, η δεύτερη των εναγόντων βάσει των ρηθέντων στην οικεία μείζονα σκέψη, δικαιούται, ως επιδόματα εορτών, τα ακόλουθα ποσά: α) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2014, που αφορά το χρονικό διάστημα από 28-5-2014 έως 31-12-2014, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο του εν λόγω διαστήματος, ήτοι το ποσό των 4.043,70 ευρώ [4.449,60 ευρώ μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 355,96 Χ 11,36 19ήμερα, που αναλογούν στο ως άνω χρονικό διάστημα]. Έναντι του ποσού αυτού έχει λάβει 1.831,71€ καθαρά από την «……….» στις 23-12-2014, όπως προκύπτει από το αντίγραφο λογαριασμού της στην τράπεζα Πειραιώς, που αντιστοιχεί σε μεικτό ποσό 2.200,92 ευρώ, σύμφωνα με τη μισθοδοτική κατάσταση της ανωτέρω εταιρείας (και όχι 2.627,33 ευρώ, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη) και επομένως, δεκτής γενομένης, κατ’ουσίαν, της ενστάσεως περί μερικής εξόφλησης της πρώτης εναγομένης, της οφείλεται η διαφορά ποσού 842,78 (4.043,70 – 2.200,92) ευρώ, απορριπτομένων αφενός του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβασίμου, εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591 παρ.1 εδ.δ΄ και 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ) και αφετέρου, του τέταρτου λόγου της ίδιας έφεσης, περί εσφαλμένης αφαίρεσης των ανωτέρω μεικτών και όχι των καθαρών ποσών, που καταβλήθηκαν και μη ορθής αντιστοίχισης τους, που κρίνεται ομοίως, ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι οι γενόμενες καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, στα οποία περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών και ο αναλογούν φόρος, συνιστούν δε το αντικείμενο της δίκης και αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα, οι δε παρακρατηθείσες από την πλοιοκτήτρια προς απόδοση τους νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως και προνοίας, καθώς επίσης ο παρακρατηθείς φόρος υπέρ του Δημοσίου, αποτελούν μέρος των εν λόγω αποδοχών και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των κρινόμενων επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος προς καταβολή τους και β) για αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα έτους 2015, για την εργασία της κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 7-1-2015, το ποσό των 148,32 ευρώ [4.449,60 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 2 Χ 1/15 = 148,32 ευρώ Χ 1 8ήμερο] και συνολικά για επιδόματα εορτών το ποσό των 1.991,10 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στην δεύτερη ενάγουσα για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων 2014 και Πάσχα 2015, τα ποσά των 1.117,34 ευρώ και 89,60 ευρώ αντίστοιχα, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τους σχετικούς εν μέρει ουσιαστικά βάσιμους δέκατο πέμπτο και δέκατο έκτο λόγους της έφεσης των εναγόντων, απορριπτομένων τούτων κατά τα λοιπά, καθόσον αφορούν τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν των επιδομάτων εορτών, με βάση την επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή αμοιβή ως ουσιαστικά αβασίμων.
  2. V. Από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται, ότι δεν κατέστη δυνατή η διανυκτέρευση της δεύτερης ενάγουσας στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, για ανάπαυση και αναψυχή, καθόσον αυτή ήταν υποχρεωμένη να παραμένει στο πλοίο και να εργάζεται για τις ανάγκες του, ακόμη και κατά το διάστημα, που το πλοίο τελούσε σε ακινησία, λόγω επισκευών, αφού ήταν επιφορτισμένη με βάρδιες ασφαλείας. Άλλωστε, από μόνο το γεγονός της διανυκτέρευσης του πλοίου σε κάποιο λιμάνι, δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η ενάγουσα λάμβανε άδεια διανυκτέρευσης, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η πρώτη εναγόμενη-εφεσίβλητη, μήτε ότι κατά την περίοδο που το πλοίο είχε διακόψει τα δρομολόγια του και ήταν ακινητοποιημένο, εξυπακούεται ότι η ενάγουσα είχε την ευχέρεια να διανυκτερεύει εκτός τούτου, αφού της είχε ανατεθεί βάρδια ασφαλείας, την οποία εκτελούσε κανονικά. Επομένως, δεδομένου ότι για το διάστημα από 28.5.2014 έως 7.1.2015, έπρεπε να της χορηγηθούν 11 άδειες διανυκτερεύσεως, παρεκτός τους μήνες Μάιο 2014 και Ιανουάριο 2015, που δεν εργάστηκε ολόκληρο μήνα και ως εκ τούτου, δεν θεμελιώνει την εν λόγω αξίωση, ήτοι από μία κατά τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2014 και δύο έκαστο των μηνών Ιουνίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2014, η ανωτέρω ενάγουσα δικαιούται να λάβει την προβλεπόμενη αποζημίωση για τις μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, ήτοι αποζημίωση 66,91 ευρώ για κάθε μη διανυκτέρευση (μισθός ενεργείας 472,22 € x 1/22) και συνεπώς, δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 736,01 (66,91 ευρώ Χ 11) ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι δεν της οφείλεται τέτοια αποζημίωση από 12.10.2014, που το πλοίο τέθηκε σε ακινησία και επιδίκασε στην ενάγουσα για την εν λόγω αιτία το ποσό των 334,60 ευρώ, ως αποζημίωση, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου εν μέρει του πέμπτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, καθόσον αφορά την ανωτέρω ενάγουσα, ως ουσιαστικά βασίμου και απορριπτομένου του συναφούς δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγομένης, κατά το μέρος αυτό, ως ουσιαστικά αβασίμου.
  3. VI. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι δεν έλαβε την άδεια που δικαιούνταν για το χρονικό διάστημα από 28.5.2014 έως 7.1.2015 και συνεπώς, δικαιούται αποζημίωση αδείας μετά αντιτίμου τροφής, κατ’ άρθρο 15 της ως άνω ΣΣΝΕ, ποσού 3.681,03 € (504,25 € x 7,3 μήνες], έναντι του οποίου έλαβε στις 17-7-2014 ποσό (23,59 + 6,40) 29,99 ευρώ, ως αποδεικνύεται από την υπογραφείσα από την ίδια ανάλυση λογαριασμού μισθοδοσίας του μηνός Μαΐου 2014 και επομένως, της οφείλεται η διαφορά ποσού 651,04 (3.681,03 – 29,99), δεκτής γενομένης της συναφούς ένστασης μερικής εξόφλησης της πρώτης εναγομένης, ως ουσιαστικά βάσιμης και απορριπτομένου του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβασίμου, εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591 παρ.1 εδ.δ΄ και 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ).

VII. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η δεύτερη ενάγουσα έλαβε δυνάμει της υπ’αριθμ.πρωτ. 2242.6/40349/2015/24-11-2015 απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής περί κύρωσης του από 11.11.2015 Πρακτικού της Επιτροπής της παρ. 3 του άρθρου 29 του ν.1220/1982, διαπίστωσης των προϋποθέσεων παροχής προστασίας στους εγκαταλειπόμενους από τον πλοιοκτήτη ναυτικούς, λόγω μη εκπλήρωσης των περί μισθοτροφοδοσίας υποχρεώσεων του και βεβαίωσης των δικαιούμενων αποδοχών, μεικτό ποσό 19.511,49 ευρώ, που αντιστοιχεί σε καθαρό 14.362,79 ευρώ, για αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 28.5.2014 έως 7.1.2015, το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί από τις αντίστοιχες, όπως συνάγεται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ένδικες απαιτήσεις της ενάγουσας, για δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας, ύψους 16.912 (11.269,86 + 1.991,10 + 3.651,04) ευρώ, οι οποίες υπερκαλύπτονται και συνεπώς, έχουν εξοφληθεί, απομένοντος επιπλέον ποσού 2.599,49 (19.511,49 -16.912) ευρώ, που αφορά καταβληθείσες αποδοχές από την ναυτολόγηση της στο εν λόγω πλοίο, κατά την επίδικη περίοδο, πλην όμως, επειδή ουδόλως προκύπτει για ποια ή ποιες συγκεκριμένα αιτίες καταβλήθηκε τούτο, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν προσκομίζεται εκκαθαριστική καρτέλα υπολογισμού μηνιαίων αποδοχών και κρατήσεων από την οικεία υπηρεσία εκκαθαρίσεως λογαριασμών του Υπουργείου Ναυτιλίας, δεν είναι εφικτός ο καταλογισμός του σε συγκεκριμένη αγωγική απαίτηση και γι’αυτό, πρέπει να αφαιρεθεί από το συνολικό οφειλόμενο ποσό για τις λοιπές επιδικαζόμενες αξιώσεις, δεκτής γενομένης εν μέρει κατ’ουσίαν της σχετικής ένστασης εξοφλήσεως της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης. Ειδικότερα, οι υπόλοιπες ανεξόφλητες απαιτήσεις της δεύτερης ενάγουσας κατά αμφοτέρων των εναγομένων, ευθυνομένων αλληλεγγύως, ως κυρία και εφοπλίστρια αντίστοιχα, για υπερωριακή απασχόληση, αμοιβή δρομολογίων εξπρές και αποζημίωση διανυκτέρευσης, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 13.581,01 (8.810,70 +  4.034,30 + + 736,01) ευρώ και αφαιρουμένου του ανωτέρω ποσού των 2.599,49 ευρώ, το εναπομείναν οφειλόμενο υπόλοιπο ανέρχεται σε 10.981,52 (13.581,01 – 2.599,49) ευρώ, το οποίο υποχρεούνται οι εναγόμενες να της καταβάλουν εις ολόκληρον, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης της.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, αφού καταλόγισε το ακαθάριστο ποσό των 19.511,49 ευρώ, που καταβλήθηκε στην δεύτερη ενάγουσα από το Ελληνικό Δημόσιο, στα αγωγικά κονδύλια εν γένει, κατά τη σειρά αναφοράς τους στο δικόγραφο, με την αιτιολογία της έλλειψης ειδικότερου προσδιορισμού από την ενάγουσα, ήτοι από τις δεδουλευμένες αποδοχές, το επίδομα άγονης γραμμής, την υπερωριακή αμοιβή, τα επιδόματα εορτών, την αποζημίωση διανυκτερεύσεων και σε μέρος του επιδόματος αδείας, έκρινε ότι οφείλεται σ’αυτήν το υπόλοιπο τούτου, ύψους 777,29 ευρώ από αμφότερες τις εναγόμενες ευθυνόμενες εις ολόκληρον, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου, εν μέρει του συναφούς δέκατου έβδομου λόγου της έφεσης των εναγόντων περί μη ορθού καταλογισμού των εν λόγω ποσών και απορριπτομένου του κρινόμενου λόγου κατά τα λοιπά, ομοίως και των τρίτου και τέταρτου λόγων της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος, περί εσφαλμένης μερικής παραδοχής από την εκκαλουμένη της ένστασης εξόφλησης της πρώτης εναγομένης και αφαίρεσης του μεικτού ποσού και όχι των καθαρού, που καταβλήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο, καθώς και περί καταλογισμού των καταβληθέντων αποκλειστικά στο πρώτο κονδύλι της αγωγής για τους δεδουλευμένους μισθούς, ως ουσιαστικά αβασίμων, αφενός διότι οι γενόμενες καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα, οι δε παρακρατηθείσες νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως και προνοίας, καθώς επίσης ο παρακρατηθείς φόρος υπέρ του Δημοσίου, αποτελούν μέρος των εν λόγω αποδοχών και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των συναφών επίδικων αξιώσεων προς καταβολή τούτων και αφετέρου, διότι το καταβληθέν από το Δημόσιο ανωτέρω ποσό, δεν αφορά μόνο τον βασικό μισθό, ως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα, αλλά και τα αντίστοιχα, ως άνω, επιδόματα, την αναλογία δώρων εορτών και τις αποδοχές αδείας μετά τροφής, όπως συνάγεται ιδίως από τους εγκεκριμένους από την Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία οικείους εκκαθαριστικούς λογαριασμούς αναφορικά με τις μηνιαίες αποδοχές εκάστου ναυτικού και τις σχετικές κρατήσεις, που επισυνάπτονται στο νομίμως επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από 9.7.2018 ακριβές απόσπασμα του από 3.7.2015 πρακτικού της ίδιας επιτροπής, για την καταβολή των δικαιούμενων σ’αυτούς ποσών, κατά το υπερβάλλον δε ποσό από τις προβλεπόμενες από την οικεία ΣΣΝΕ εν λόγω αποδοχές, νομίμως καταλογίζονται στις λοιπές επίδικες αξιώσεις.

Γ. I. Περαιτέρω, βάσει των σχετικών διατάξεων της ως άνω ΣΣΕ, οι μηνιαίες αποδοχές του τρίτου ενάγοντος,   …………….., ως ναύτη, ανέρχονταν στο ποσό των 1.447,97 ευρώ [μισθός ενεργείας 1.157,99 ευρώ, επίδομα Κυριακών 254,76 ευρώ (22% επί του μισθού ενεργείας), επίδομα βαρειάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ], μη συνυπολογιζόμενου του επιδόματος ιματισμού στις τακτικές αποδοχές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας και λόγω της παροχής του σε είδος, απορριπτομένου του έκτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, ως ουσιαστικά αβασίμου. Επομένως, για το  επίδικο χρονικό διάστημα απασχόλησης του από 1.9.2014 έως την απόλυση του στις 22.7.2015, λόγω του κατά τα άνω κλεισίματος του ναυτολογίου, εδικαιούτο να λάβει το συνολικό ποσό των 13.553 ευρώ (1.447,97 € x 9,36 μήνες). Επιπλέον, για το διάστημα από 1.9.2014 έως 12.10.2014, που το πλοίο έπαυσε να εκτελεί πλόες, εδικαιούτο αναλογία επί του, κατ’ άρθρο 7 της ανωτέρω ΣΣΕ, επιδόματος άγονης γραμμής, το οποίο ανέρχεται σε 1.157,99 + 254,76 = 1.412,75 ευρώ x 7% = 98,89 ευρώ x 1,39 μήνες = 137,46 ευρώ, καθόσον από την επισκόπηση των μισθοδοτικών καταστάσεων, που αφορούν στους ενάγοντες ναυτικούς και που προσκομίζουν αμφότεροι οι διάδικοι, αποδεικνύεται ότι το εν λόγω επίδομα είχε συμφωνηθεί να ανέρχεται σε ποσοστό 7% επί του βασικού μισθού, ήτοι του μισθού ενεργείας με το επίδομα Κυριακών και όχι στο 7% επί του μισθού ενεργείας μόνο, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης και εν συνόλω δικαιούνταν για δεδουλευμένες αποδοχές 13.690,46 (13.553 + 137,46) ευρώ. Έναντι δε αυτού έχει λάβει καθαρό ποσό 1.200 ευρώ (100 ευρώ στις 16-1-2015 έναντι του μισθού Ιανουαρίου 2015, 100 ευρώ στις 6-11-2014 έναντι του μισθού Νοεμβρίου 2014, όπως προκύπτει από τις με ανωτέρω ημερομηνίες αποδείξεις πληρωμής που φέρουν την υπογραφή του ενάγοντος και 1.000 ευρώ στις 27-3-2015 από τη ……… δια καταθέσεως του εν λόγω ποσού από τον τηρούμενο στην τράπεζα Πειραιώς λογαριασμό της εταιρείας στο λογαριασμό του ενάγοντος), ποσό 1.068,10 ευρώ έναντι των αποδοχών του μηνός Σεπτεμβρίου 2014 (500 ευρώ στις 3-12-2014, δια καταθέσεως από τον λογαριασμό της . …. στον δικό του λογαριασμό της Τράπεζας Πειραιώς, ποσό 40,31 ευρώ, σύμφωνα με την από 30-1-2015 απόδειξη πληρωμής, που φέρει την υπογραφή του, ποσό 397,79 ευρώ στις 3-3-2015 δια σχετικής καταθέσεως από το λογαριασμό της ………… στο λογαριασμό του, ποσό 100 ευρώ σύμφωνα με την από 15-3-2015 υπογεγραμμένη από τον ίδιο απόδειξη είσπραξης, ποσό 30 ευρώ στις 5-6-2015 σύμφωνα με την με ίδια ημερομηνία απόδειξη πληρωμής, που φέρει την υπογραφή του, μη γενομένης δεκτής της καταβολής των 1.000 ευρώ που δεν αποδεικνύεται από πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, μη θεωρούμενου τούτου της καταστάσεως πληρωμής του «ΑΤ» από την οποία δεν προκύπτει ότι πράγματι έλαβε χώρα η εν λόγω καταβολή) και ποσό 350 ευρώ καθαρά έναντι αποδοχών του μηνός Οκτωβρίου 2014 (από 6-10-2014 και 29-5-2015 αποδείξεις πληρωμής υπογεγραμμένες από τον ενάγοντα), που αντιστοιχούν σε μεικτό ποσό 464,43 ευρώ, σύμφωνα με την κατάσταση μισθοδοσίας του μηνός Οκτωβρίου έτους 2014, που προσκομίζει η εναγομένη-εκκαλούσα (σύμφωνα με την οποία μεικτό ποσό 1.189,54 ευρώ αντιστοιχεί σε 450 + 446,46 = 896,46 ευρώ καθαρών αποδοχών και επομένως καθαρό ποσό 350 ευρώ αντιστοιχεί σε μεικτές αποδοχές 1.189,54 x 350 / 896,46 = 464,43 ευρώ), απορριπτομένης της συναφούς αιτίασης που διαλαμβάνεται στον τέταρτο λόγο της έφεσης των εναγόντων, ως ουσιαστικά αβάσιμης και συνολικά έναντι των δεδουλευμένων μισθών του έχουν καταβληθεί 2.732,53 (1.200 + 1.068,10 + 464,43) ευρώ και επομένως, του οφείλεται η διαφορά εκ 10.957,93 (13.690,46 ευρώ – 2.732,53 ευρώ) ευρώ, δεκτής γενομένης της σχετικής ενστάσεως περί μερικής εξόφλησης της πρώτης εναγομένης και απορριπτομένου του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβασίμου, εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591 παρ.1 εδ.δ΄ και 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ).

  1. II. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο τρίτος ενάγων, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του, απασχολούνταν σε καθήκοντα σχετικά με την ειδικότητα του ναύτη, σύμφωνα με το άρθρο 62 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων (Β.Δ. 683/1960), είτε ως ημερεργάτης (dayman/ντεϊμάνης), είτε ως ναύτης βάρδιας, απασχολούμενος, εκτός από τις φυλακές γέφυρας και καταπέλτη και τις περιπολίες στο πλοίο, με τις εργασίες που αφορούν την ως άνω ειδικότητα του, ήτοι την πρόσδεση και την απόδεση του πλοίου κατά τον κατάπλου και απόπλου, την φορτοεκφόρτωση, έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων στο χώρο στάθμευσης (γκαράζ) αυτού, καθώς και με εργασίες καθαριότητας, τάξης και ευπρέπειας του χώρου τούτου, των καταστρωμάτων, των κλιμακοστασίων και εν γένει των χώρων εργασίας και εξωτερικών κοινόχρηστων χώρων του πλοίου, τόσο εν πλω, στην έκταση που κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, όσο και σε λιμένα και ιδίως στο λιμάνι της Σύρου, όπου λάμβαναν χώρα πιο εκτεταμένες και εξειδικευμένες εργασίες καθαρισμού, καθώς επίσης ασχολούνταν με εργασίες συντήρησης, επισκευής και το βάψιμο διαφόρων χώρων του πλοίου. Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ως άνω πολύωρων δρομολογίων του και ιδίως λόγω των συχνών κατάπλων του σε ενδιάμεσα λιμάνια, ο ανωτέρω ενάγων απασχολούνταν με τις ως άνω εργασίες, καθημερινώς, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης των δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο και των πολλαπλών λιμένων προσέγγισης. Έτσι, ο τρίτος των εναγόντων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, ενόψει της συνάρτησης τους με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την διαρκή εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών. Σημειωτέον, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των ως άνω καθορισμένων ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον η πληρότητα αυτή αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα υπολογιζόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται από την πρώτη εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του.

Ενόψει των προαναφερθέντων, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενόσω το πλοίο εκτελούσε τα προγραμματισμένα δρομολόγια, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο, λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του τρίτου ενάγοντος, καθ’όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του, ήταν δώδεκα (12) ώρες, τόσο κατά το χρονικό διάστημα από την πρόσληψη του στις 4.7.2014 έως τις 12.10.2014, που τέθηκε το πλοίο σε ακινησία, λόγω μηχανικής βλάβης, όσο και εντεύθεν μέχρι την απόλυση του, αφού, κατόπιν εντολής του πλοιάρχου, εκτελούσε δωδεκάωρες βάρδιες φυλακής του πλοίου και όχι δεκαοκτώ (18) ώρες και δώδεκα (12) ώρες αντίστοιχα, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ανωτέρω ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων των μεν αγωγικών ισχυρισμών, ως προς το υπερβάλλον, που επαναφέρονται με τον δέκατο όγδοο λόγο της έφεσης των εναγόντων, του δε ισχυρισμού της εναγομένης,  που προβλήθηκε πρωτοδίκως, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της, ενόσω πραγματοποιούσε ταξίδια, δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, ενώ από τότε που το πλοίο τέθηκε σε ακινησία και διενεργούνταν επισκευές και ιδίως κατά την περίοδο επίσχεσης εργασίας του πληρώματος, δεν εργαζόταν κανείς, ως ουσιαστικά αβασίμων,  εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις.

Υπό  τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της ως άνω εφαρμοζομένης Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, ο τρίτος ενάγων, που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του με την ειδικότητα του ναύτη, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό 8,38 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 10,05 € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα.

Κατά συνέπεια, δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) για υπερωριακή αμοιβή  264 καθημερινών και 53  Κυριακών, ήτοι 317 ημερών  Χ 4 ώρες υπερωρίας = 1.268 ώρες Χ 8,38 ευρώ το ωρομίσθιο = 10.625,84 ευρώ και β) για υπερωριακή αμοιβή 53 Σαββάτων και 14 αργιών, ήτοι  67 ημερών Χ 12 ώρες υπερωρίας = 804 ώρες Χ 10,05 το ωρομίσθιο =  8.080,20 ευρώ. Επομένως, ο τρίτος ενάγων δικαιούνταν να λάβει ως υπερωριακή αμοιβή, το συνολικό ποσό των 18.706,04 ευρώ για 12,67  μήνες και ειδικότερα για μεν το χρονικό διάστημα από 4.7.2014 έως 11.6.2015, ήτοι 11,34 μήνες, το ποσό των 16.742,42 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε στις 16-9-2014 μεικτό ποσό 665,59 € (424,79 € + 240,80 €) για εργασία κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και καθημερινές υπερωρίες αντίστοιχα, κατά τον μήνα Ιούλιο 2014, σύμφωνα με την ανάλυση λογαριασμού μισθοδοσίας του, η οποία είναι υπογεγραμμένη ως εξοφληθείσα από τον ενάγοντα και ως εκ τούτου, του οφείλεται η διαφορά ποσού 16.076,83 (16.742,42 – 665,59) ευρώ, απορριπτομένης κατά τα λοιπά της ένστασης μερικής εξόφλησης της εναγομένης, ποσού 713,13€, που επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά αβάσιμης, ομοίως απορριπτέου και του κρινόμενου λόγου, για δε το υπόλοιπο χρονικό διάστημα από 12.6.2015 μέχρι την απόλυση του στις 22.7.2015, ήτοι για 1,33 μήνες, οφείλεται σ’αυτόν για την κρινόμενη αιτία το ποσό των 1.963,62 ευρώ.

Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο τρίτος ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, της περιόδου από 4.7.2014 έως τις 12.10.2014, επί έντεκα (11) ώρες, ενώ δεν εκτέλεσε υπερωρίες το μετέπειτα διάστημα, που το πλοίο βρισκόταν ακινητοποιημένο και ότι για την κρινόμενη αιτία οφείλεται σ’αυτόν το ποσό των 3.325,52 ευρώ, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, οι ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στον δέκατο όγδοο λόγο της έφεσης των εναγόντων και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες και ημέρες της υπερωριακής απασχόλησης του ανωτέρω ενάγοντος, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί, ως ουσιαστικά βάσιμοι.

III. Εξάλλου, δεδομένου ότι, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, το άθροισμα των ωρών της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου, κατά εβδομάδα, αφενός για το χρονικό διάστημα από 28.6.2014 έως 7.9.2014, ανέρχεται συνολικά σε 16,35 ώρες, ήτοι πραγματοποιούσε 2,04 εξπρές δρομολόγια την εβδομάδα (16,35 : 8) και αφετέρου, κατά το διάστημα από 8.9.2014 μέχρι 11.10.2014, ανέρχεται συνολικά σε 10,90 ώρες, ήτοι πραγματοποιούσε 1,36 εξπρές δρομολόγια την εβδομάδα (10,90 : 8), κατά τον τρόπο υπολογισμού της παραγράφου 4 του άρθρου 33 της εφαρμοζομένης Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, παρέπεται ότι, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του τρίτου ενάγοντος, από 4.7.2014 έως 11.10.2014, εκτέλεσε 25,16 [(2,04 Χ 9 εβδομάδες = 18,36) + (1,36 Χ 5 εβδομάδες = 6,8)] τέτοια δρομολόγια. Επομένως, ο τρίτος ενάγων, δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την εν λόγω αιτία, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 7 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, ούτως ώστε η δικαιούμενη αμοιβή για κάθε δρομολόγιο «εξπρές», που πραγματοποιήθηκε, ισούται προς το 1/30ο των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, οι οποίες ανέρχονταν συνολικώς στο ποσό των  4.016,86 ευρώ [1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € Χ 30) + 417,15 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών = 1.412,75 € Χ 1/22 = 64,22 € Χ 5 ημέρες = 321,10 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,21 Χ 5) = 96,05 €) + 98,89 € επίδομα άγονης γραμμής + 1.476,40 € μέσος όρος υπερωριών (18.706,04 ευρώ σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 12,67  μήνες)]. Επομένως, η πρόσθετη αμοιβή για τα ως άνω δρομολόγια «εξπρές», που δικαιούται, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 3.368,67 ευρώ (4.016,86 € Χ 1/30 = 133,89 € Χ 25,16 δρομολόγια εξπρές), δεκτού γενομένου εν μέρει κατ’ουσίαν του δεύτερου λόγου της έφεσης των εναγόντων, καθόσον τον αφορά.

  1. IV. Περαιτέρω, από 15-1-2015 έως και την 22-7-2015, οπότε κατά τα άνω λύθηκε η ένδικη σύμβαση εργασίας του τρίτου των εναγόντων, η ανωτέρω εργοδότρια εταιρεία δεν παρείχε τροφή στο πλήρωμα του ανωτέρω πλοίου, αλλά ούτε κατέβαλε το αναλογούν αντίτιμο τροφής, το οποίο κατά το άρθρο 3 της ανωτέρω ΣΣΕ ανήρχετο σε ευρώ 19,21 ημερησίως και επομένως, οφείλεται σ’αυτόν, αφενός για το διάστημα από 15.1.2015 έως 11.6.2015 το ποσό των 823,87 (147 Χ 19,21) ευρώ και αφετέρου από 12.6.2015 μέχρι 22.7.2015, το ποσό των 768,40 (40 ημέρες Χ 19,21). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε κατ’ουσίαν το εν λόγω κονδύλιο, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου εν μέρει του έβδομου λόγου της κρινόμενης έφεσης των εναγόντων, καθόσον αφορά τον ανωτέρω ενάγοντα, ως ουσιαστικά βασίμου.
  2. V. Εξάλλου, ο τρίτος των εναγόντων βάσει των ρηθέντων στην οικεία μείζονα σκέψη, δικαιούται, ως επιδόματα εορτών, τα ακόλουθα ποσά: α) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2014 , που αφορά το χρονικό διάστημα από 4-7-2014 έως 31-12-2014, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο του εν λόγω διαστήματος, ήτοι το ποσό των 3.043,09 ευρώ [4.016,86 ευρώ μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 321,34 Χ 9,47 19ήμερα, που αναλογούν στο ως άνω χρονικό διάστημα]. Έναντι του ποσού αυτού έχει λάβει καθαρό ποσό 1.212,49€ από την δεύτερη εναγομένη στις 23-12-2014 δια καταθέσεως στον λογαριασμό του στην Τράπεζα Πειραιώς, ποσό 150 ευρώ στις 23-1-2015, σύμφωνα με την ίδια ημερομηνία εξοφλητική απόδειξη που φέρει την υπογραφή του και ποσό 59,69 ευρώ στις 30-1-2015, σύμφωνα με την ίδια ημερομηνία εξοφλητική απόδειξη που φέρει την υπογραφή του, ήτοι συνολικά (1.212,49 + 150 + 59,69 =) 1.422,18 ευρώ και όχι 1.613,37 που ισχυρίζεται αβασίμως η εναγομένη-εφεσιβλητη και επομένως, δεκτής γενομένης κατ’ουσίαν της ενστάσεως περί μερικής εξόφλησης αυτής, δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 620,91 (3.043,09 – 1.422,18) ευρώ, απορριπτομένου του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβασίμου, εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591 παρ.1 εδ.δ΄ και 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ), β) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2015, που αφορά το χρονικό διάστημα από 1-5-2015 έως 22-7-2015, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννιαήμερο, δηλαδή το ποσό των 1.401,04 ευρώ (4.016,86 ευρώ μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 321,34 Χ 4,36 19ήμερα) και γ) για επίδομα εορτής Πάσχα έτους 2015, για την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 30-4-2015, το ποσό των 2.008,43 ευρώ [4.016,86 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 2 ] και συνολικά για επιδόματα εορτών το ποσό των 5.030,38 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στον τρίτο ενάγοντα για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων 2014 και 2015 και Πάσχα 2015, τα ποσά των 918,34 ευρώ, 827,03 ευρώ και 1.220,71 ευρώ αντίστοιχα, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τους σχετικούς εν μέρει ουσιαστικά βάσιμους δέκατο ένατο και εικοστό λόγους της έφεσης των εναγόντων, απορριπτομένων  τούτων κατά τα λοιπά, ομοίως και του έκτου λόγου, καθόσον αφορούν τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν των επιδομάτων εορτών, με βάση την επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή αμοιβή και, ως προς τις αιτιάσεις, περί συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές, προς εύρεση των κρινόμενων δώρων, του επιδόματος ιματισμού, ως ουσιαστικά αβασίμων.
  3. VI. Για την απασχόληση του στην φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων για το χρονικό διάστημα από 4.7.2014 έως 12.10.2014, του οφείλεται αμοιβή μηνιαίως, σύμφωνα με το άρθρο 30 της ΣΣΝΕ, για 190 φορτηγά αυτοκίνητα επί 1,26 ευρώ για έκαστο, για 240 φορτηγά συρόμενα/επικαθήμενα επί 1,87 ευρώ για έκαστο και για 370 αυτοκίνητα επί 0,54 ευρώ για έκαστο, τα οποία φορτώνονταν στο πλοίο μηνιαίως, ως ένας εκ των πέντε ναυτικών που απασχολείτο με την φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων, δικαιούμενος, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, σχετικής αναλογίας, ισόποσης με 584,30 € [(190 x 1,26 €) + (240 x 1,87€) + (370 x 0,54€) = 239,40 + 448,80 + 199,80 = 888 € : 5 ναυτικοί = 177,60 € έκαστος ναυτικός Χ 3,29 μήνες]. Εσφαλμένα ο ανωτέρω ενάγων υπολογίζει προσαύξηση 10% επί της πρόσθετης αυτής αμοιβής, η οποία προβλέπεται στο εδ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 30 της ΣΣΝΕ μόνο για το ναύκληρο και τον υποναύκληρο και όχι για το ναύτη, που ήταν αυτός. Έναντι του ποσού τούτου έχει λάβει 102,22 ευρώ για το μήνα Ιούλιο 2014, σύμφωνα με τον οικείο λογαριασμό μισθοδοσίας, που φέρει την υπογραφή του και επομένως, αφαιρούμενου του ποσού αυτού εκ του ως άνω οφειλομένου, δικαιούται της προκύψασας διαφοράς εκ 482,08 (584,30 – 102,22) ευρώ, κατά παραδοχή εν μέρει της συναφούς ένστασης μερικής εξόφλησης της εναγομένης-εφεσίβλητης, ως ουσιαστικά βάσιμης και απορριπτομένου του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβασίμου, εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591 παρ.1 εδ.δ΄ και 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ).

VII. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι δεν έλαβε την άδεια που δικαιούνταν για το χρονικό διάστημα από 1.9.2014 έως 22.7.2015 και συνεπώς,  δικαιούται αποζημίωση αδείας μετά αντιτίμου τροφής, κατ’ άρθρο 15 της ως άνω ΣΣΝΕ, ποσού 3.908,70 € για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 1-9-2014 έως 11-6-2015 [417,15 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών = 1.412,75 € Χ 1/22 = 64,22 € Χ 5 ημέρες = 321,10 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,21 Χ 5 = 96,05 €) Χ 9,37 μήνες] και 558,98 € για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 12-6-2105 έως 22-7-2015 (417,15 € Χ 1,34 μήνες) και συνολικά 4.467,68 ευρώ, απορριπτομένης της συναφούς ένστασης μερικής εξόφλησης της πρώτης εναγομένης, ως ουσιαστικά αβάσιμης, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης.

VIII. Από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται, ότι δεν κατέστη δυνατή η διανυκτέρευση του τρίτου ενάγοντος στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, για ανάπαυση και αναψυχή, καθόσον αυτός ήταν υποχρεωμένος να παραμένει στο πλοίο και να εργάζεται για τις ανάγκες του, ακόμη και κατά το διάστημα, που το πλοίο τελούσε σε ακινησία, λόγω επισκευών, αφού ήταν επιφορτισμένος με βάρδιες ασφαλείας. Άλλωστε, από μόνο το γεγονός της διανυκτέρευσης του πλοίου σε κάποιο λιμάνι, δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο ενάγων λάμβανε άδεια διανυκτέρευσης, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η πρώτη εναγόμενη-εφεσίβλητη, μήτε ότι κατά την περίοδο που το πλοίο είχε διακόψει τα δρομολόγια του και ήταν ακινητοποιημένο, εξυπακούεται ότι ο ενάγων είχε την ευχέρεια να διανυκτερεύει εκτός τούτου, αφού του είχε ανατεθεί βάρδια ασφαλείας, την οποία εκτελούσε κανονικά. Επομένως, δεδομένου ότι αφενός για το διάστημα από 4.7.2014 έως 11.6.2015, έπρεπε να του χορηγηθούν 18 άδειες διανυκτερεύσεως, παρεκτός τον μήνα Ιούλιο 2014, που δεν εργάστηκε ολόκληρο μήνα και ως εκ τούτου, δεν θεμελιώνει την εν λόγω αξίωση, ήτοι από μία τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2014 και δύο έκαστο των μηνών Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2014, Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου και Μαΐου 2015 και αφετέρου από 12.6.2015 έως 22.7.2015 δύο διανυκτερεύσεις τον Ιούνιο 2015, ενώ για τον Ιούλιο 2015 δεν διατηρεί τέτοια αξίωση, εφόσον δεν παρείχε εργασία ολόκληρο τον μήνα, ο ανωτέρω ενάγων δικαιούται να λάβει την προβλεπόμενη αποζημίωση για τις μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, ήτοι αποζημίωση 52,63 ευρώ για κάθε μη διανυκτέρευση (μισθός ενεργείας 1.157,99 € Χ 1/22) και συνεπώς, δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των  947,34 (52,63 ευρώ Χ 18) ευρώ για το πρώτο διάστημα και 105,26 (52,63 ευρώ Χ 18) ευρώ, για το δεύτερο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι, για την εν λόγω αιτία, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 105,28 ευρώ, ως αποζημίωση, για τις μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις κατά τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2014, ορθά έπραξε, απορριπτομένου του συναφούς δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγομένης, κατά το μέρος αυτό, ως ουσιαστικά αβασίμου, ενώ δεν του οφείλεται τέτοια αποζημίωση από 12.10.2014, που το πλοίο τέθηκε σε ακινησία, οπότε είχε την ευχέρεια να διανυκτερεύει εκτός πλοίου, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτών γενομένων εν μέρει του πέμπτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, καθόσον αφορά τον ανωτέρω ενάγοντα και του εικοστού πρώτου λόγου αυτής, ως ουσιαστικά βασίμων, απορριπτομένου τούτου, καθόσον αφορά την αιτίαση περί εσφαλμένης συσταλτικής ερμηνείας του νόμου από την εκκαλουμένη ότι απαιτείται για να θεμελιωθεί το εν λόγω δικαίωμα να έχει απασχοληθεί πλήρη μήνα απορρίπτοντας την επιδίκαση αποζημίωσης διανυκτέρευσης για τον Ιούλιο 2014, ως αβασίμου.

  1. IX. Από τα ίδια, ως άνω, αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι η σύμβαση ναυτικής εργασίας του τρίτου ενάγοντος λύθηκε ύστερα από μονομερή καταγγελία αυτής εκ μέρους της πρώτης εναγομένης στις 22.7.2015, χωρίς υπαιτιότητα του ενάγοντος, λόγω του, κατά τα άνω, κλεισίματος του ναυτολογίου, γεγονός που ανεγράφη στο ναυτικό του φυλλάδιο. Συνεπώς, δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου του πρώτου λόγου της έφεσης της πρώτης εναγομένης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμου, η οποία ισούται με το μισθό 15 ημερών, το ημερομίσθιο δε της αποζημίωσης είναι ίσο με το 1/25 του συνόλου των τακτικών αποδοχών του, όπως προσδιορίστηκαν ανωτέρω, πλέον της αναλογίας των επιδομάτων εορτών εκ 397,03 ευρώ (5.030,38 : 12,67 μήνες), συνολικά ύψους 4.413,89 ευρώ (4.016,86 ευρώ + 397,03 ευρώ) και ανέρχεται στο ποσό των 2.648,25 ευρώ [4.413,89 ευρώ τακτικές αποδοχές : 25 = 176,55 Χ  15 ημέρες], εκ του οποίου αιτείται το έλασσον ποσό των 054,16 ευρώ, που πρέπει να του επιδικαστεί για την αιτία αυτή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, έκρινε ότι ο τρίτος των εναγόντων δικαιούται για αποζημίωση απολύσεως το ποσό των 1.220,71 ευρώ, μη συνυπολογίζοντας στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος την αναλογία της υπερωριακής αμοιβής, που αντιστοιχούσε σε 12 ώρες ημερήσιας απασχόλησης, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον σχετικό εν μέρει βάσιμο εικοστό δεύτερο λόγο της έφεσης των εναγόντων, απορριπτομένου  τούτου κατά τα λοιπά, όπως και του συναφούς έκτου λόγου της ίδιας έφεσης, καθόσον αφορούν την αιτίαση περί συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές και εντεύθεν στη αποζημίωση απόλυσης, του επιδόματος ιματισμού, ως ουσιαστικά αβασίμων.
  2. X. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι ο τρίτος ενάγων έλαβε, δυνάμει της υπ’αριθμ.3526.2/11/2015/6-7-2015 Απόφασης του Υπουργού Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, περί κύρωσης του από 3.7.2015 Πρακτικού της Επιτροπής της παρ. 3 του άρθρου 29 του ν.1220/1982, διαπίστωσης των προϋποθέσεων παροχής προστασίας στους εγκαταλειπόμενους από τον πλοιοκτήτη ναυτικούς, λόγω μη εκπλήρωσης των περί μισθοτροφοδοσίας υποχρεώσεων του και βεβαίωσης των δικαιούμενων αποδοχών τριών μηνών, μεικτό ποσό 6.485,40 ευρώ, που αντιστοιχεί σε καθαρό 4.723,11 ευρώ και επιπλέον, δυνάμει της υπ’αριθμ.πρωτ. 2242.6/40349/2015/24-11-2015 απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής περί κύρωσης του από 11.11.2015 Πρακτικού της ίδιας Επιτροπής, μεικτό ποσό 16.710,71 ευρώ, που αντιστοιχεί σε καθαρό 8.572,65 ευρώ, για αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 1.9.2014 έως 22.4.2015, ήτοι συνολικά μεικτές αποδοχές 23.196,11 ευρώ, το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί από τις αντίστοιχες ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος, για δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας, ύψους 20.455,99 (10.957,93 + 5.030,38 + 4.467,68) ευρώ, οι οποίες υπερκαλύπτονται και συνεπώς, έχουν εξοφληθεί, απομένοντος επιπλέον ποσού 740,12 (23.196,11 – 20.455,99) ευρώ, που αφορά καταβληθείσες αποδοχές από την ναυτολόγηση του στο εν λόγω πλοίο, κατά περίοδο, που εμπίπτει στο επίδικο διάστημα, πλην όμως, επειδή ουδόλως προκύπτει για ποια ή ποιες συγκεκριμένα αιτίες καταβλήθηκε τούτο, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν προσκομίζεται εκκαθαριστική καρτέλα υπολογισμού μηνιαίων αποδοχών και κρατήσεων από την οικεία υπηρεσία εκκαθαρίσεως λογαριασμών του Υπουργείου Ναυτιλίας, όπως από το ΝΑΤ, δεν είναι εφικτός ο καταλογισμός του σε συγκεκριμένη αγωγική απαίτηση και γι’αυτό, πρέπει να αφαιρεθεί από το συνολικό οφειλόμενο ποσό για τις λοιπές επιδικαζόμενες αξιώσεις, δεκτής γενομένης εν μέρει κατ’ουσίαν της σχετικής ένστασης εξοφλήσεως της πρώτης εναγομένης. Ειδικότερα, οι υπόλοιπες ανεξόφλητες απαιτήσεις του τρίτου ενάγοντος κατά αμφοτέρων των εναγομένων, ευθυνομένων αλληλεγγύως, ως κυρία και εφοπλίστρια αντίστοιχα, για υπερωριακή απασχόληση, αμοιβή δρομολογίων εξπρές, αντίτιμο τροφής, αποζημίωση διανυκτέρευσης και επίδομα έχμασης, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 23.698,79 (16.076,83 + 3.368,67 + 2.823,87 +  947,34 + 482,08) ευρώ και αφαιρουμένου του ανωτέρω ποσού των 2.740,12 ευρώ, το εναπομείναν οφειλόμενο υπόλοιπο ανέρχεται σε 20.958,67 (23.698,79 – 2.740,12) ευρώ, το οποίο υποχρεούνται οι εναγόμενες να του καταβάλουν εις ολόκληρον, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του. Επιπλέον, η πρώτη εναγομένη με την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας, του οφείλει το ποσό των 4.891,44 (1.963,62 + 768,40 + 105,26 + 2.054,16) ευρώ, για υπερωρίες, αντίτιμο τροφής, αποζημίωση διανυκτέρευσης και αποζημίωση απόλυσης,  ομοίως με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που αφού αφαίρεσε το συνολικό ποσό των 21.433,82 ευρώ και συγκεκριμένα 4.723,11 ευρώ καθαρά και 16.710,71 ευρώ μεικτά, που καταβλήθηκαν στον τρίτο ενάγοντα από το ΝΑΤ και το Δημόσιο αντίστοιχα, από τα αγωγικά κονδύλια εν γένει, κατά τη σειρά αναφοράς τους στο δικόγραφο, με την αιτιολογία της έλλειψης ειδικότερου προσδιορισμού από τον ενάγοντα, ήτοι από τις δεδουλευμένες αποδοχές, το επίδομα άγονης γραμμής, την υπερωριακή αμοιβή, τα επιδόματα εορτών, την αποζημίωση διανυκτερεύσεων, την αμοιβή έχμασης και το επίδομα αδείας του χρονικού διαστήματος από 1-9-2014 έως 11-6-2015 και έκρινε ότι οφείλεται σ’αυτόν το υπόλοιπο τούτου, ύψους 311,77 ευρώ, καθώς επίσης το επίδομα αδείας του χρονικού διαστήματος από 12-6-2015 έως 22-7-2015, ποσού 558,98 ευρώ και 1.220,71 ευρώ για αποζημίωση απόλυσης και συνολικά 311,77 ευρώ από αμφότερες τις εναγόμενες ευθυνόμενες εις ολόκληρον και επιπλέον, το ποσό των 1.779,69 ευρώ από την πρώτη εναγομένη, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου, εν μέρει του συναφούς εικοστού τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων περί μη ορθού καταλογισμού των εν λόγω ποσών και απορριπτομένου του κρινόμενου λόγου κατά τα λοιπά, ομοίως και των τρίτου και τέταρτου λόγων της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος, περί εσφαλμένης μερικής παραδοχής από την εκκαλουμένη της ένστασης εξόφλησης της πρώτης εναγομένης και αφαίρεσης των μεικτών ποσών και όχι των καθαρών, που καταβλήθηκαν αντίστοιχα από το Δημόσιο και το ΝΑΤ, καθώς και περί καταλογισμού των καταβληθέντων αποκλειστικά στο πρώτο κονδύλι της αγωγής για τους δεδουλευμένους μισθούς, ως ουσιαστικά αβασίμων, αφενός διότι οι γενόμενες καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα, οι δε παρακρατηθείσες νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως και προνοίας, καθώς επίσης ο παρακρατηθείς φόρος υπέρ του Δημοσίου, αποτελούν μέρος των εν λόγω αποδοχών και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των συναφών επίδικων αξιώσεων προς καταβολή τούτων και αφετέρου, διότι τα καταβληθέντα από το Δημόσιο και το ΝΑΤ ανωτέρω ποσά, δεν αφορούν μόνο τον βασικό μισθό, ως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, αλλά και τα αντίστοιχα επιδόματα και συγκεκριμένα, όσον αφορά τον τρίτο ενάγοντα, το επίδομα βαρειάς και ανθυγιεινής εργασίας, το επίδομα ιματισμού, την αναλογία δώρων εορτών και τις αποδοχές αδείας μετά τροφής, όπως προκύπτει ιδίως από τον εγκεκριμένο από την Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία οικείο εκκαθαριστικό λογαριασμό αναφορικά με τις μηνιαίες αποδοχές του ναύτη και τις σχετικές κρατήσεις, που επισυνάπτεται στο νομίμως επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από 9.7.2018 ακριβές απόσπασμα του από 3.7.2015 ανωτέρω πρακτικού για την καταβολή των δικαιούμενων στον τρίτο ενάγοντα, μεταξύ άλλων, ποσών, κατά το υπερβάλλον δε ποσό από τις προβλεπόμενες από την οικεία ΣΣΝΕ εν λόγω αποδοχές, νομίμως καταλογίζονται στις λοιπές επίδικες αξιώσεις.

Δ. I. Περαιτέρω, βάσει των σχετικών διατάξεων της ως άνω ΣΣΕ, οι μηνιαίες αποδοχές του τέταρτου ενάγοντος,   …………….., ως θαλαμηπόλου, ανέρχονταν στο ποσό των 1.447,97 ευρώ [μισθός ενεργείας 1.157,99 ευρώ, επίδομα Κυριακών 254,76 ευρώ (22% επί του μισθού ενεργείας), επίδομα βαρειάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ], μη συνυπολογιζόμενου του επιδόματος ιματισμού στις τακτικές αποδοχές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας και λόγω της παροχής του σε είδος, απορριπτομένου του έκτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, ως ουσιαστικά αβασίμου. Επομένως, για το  επίδικο χρονικό διάστημα απασχόλησης του από 1.7.2014 έως την απόλυση του στις 22.7.2015, λόγω του κατά τα άνω κλεισίματος του ναυτολογίου, εδικαιούτο να λάβει το συνολικό ποσό των 18.389,22€ ευρώ (1.447,97 € Χ 12,70 μήνες). Επιπλέον, για το διάστημα από 1.7.2014 έως 12.10.2014, που το πλοίο έπαυσε να εκτελεί πλόες, εδικαιούτο αναλογία επί του, κατ’ άρθρο 7 της ανωτέρω ΣΣΕ, επιδόματος άγονης γραμμής, το οποίο ανέρχεται σε 1.157,99 + 254,76 = 1.412,75 ευρώ x 7% = 98,89 ευρώ x 3,39 μήνες = 335,24 ευρώ, καθόσον από την επισκόπηση των μισθοδοτικών καταστάσεων, που αφορούν στους ενάγοντες ναυτικούς και που προσκομίζουν αμφότεροι οι διάδικοι, αποδεικνύεται ότι το εν λόγω επίδομα είχε συμφωνηθεί να ανέρχεται σε ποσοστό 7% επί του βασικού μισθού, ήτοι του μισθού ενεργείας με το επίδομα Κυριακών και όχι στο 7% επί του μισθού ενεργείας μόνο, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης και εν συνόλω δικαιούνταν για δεδουλευμένες αποδοχές 18.724,46 (18.389,22 + 335,24) ευρώ. Έναντι δε αυτού έχει λάβει καθαρό ποσό 40,31 στις 31-1-2015 έναντι αποδοχών μηνός Ιουλίου 2014, σύμφωνα με την ίδια ημερομηνία απόδειξη πληρωμής που υπογράφεται από τον ίδιο, καθαρό ποσό 397,79 ευρώ στις 3-3-2015 έναντι αποδοχών μηνών Ιουλίου 2014 δια καταθέσεως από το λογαριασμό της ……… στο λογαριασμό του της Τράπεζας Πειραιώς, ποσό 100 ευρώ στις 13-3-2014 έναντι αποδοχών μηνός Ιουλίου 2014, σύμφωνα με την ίδια ημερομηνία απόδειξη πληρωμής, που υπογράφεται από τον ίδιο, ποσό 100 ευρώ στις 6-11-2014 έναντι αποδοχών Νοεμβρίου 2014, σύμφωνα με την ίδια ημερομηνία απόδειξη πληρωμής, που υπογράφεται απ’αυτόν, καθαρό ποσό 1.000 ευρώ στις 27-3-2015 από τη …………. δια καταθέσεως του εν λόγω ποσού από το λογαριασμό της εταιρείας στο λογαριασμό του και ποσό 100 ευρώ στις 16-1-2015, έναντι αποδοχών μηνός Ιανουαρίου 2015, σύμφωνα με την ίδια ημερομηνία απόδειξη πληρωμής, ήτοι συνολικά έχει λάβει έναντι αποδοχών του ανωτέρω χρονικού διαστήματος καθαρό ποσό 1.738,10 (40,31 + 397,79 +100  + 100+ 1.000 + 100) ευρώ, το οποίο από ουδέν αποδεικτικό μέσο προκύπτει σε τί μεικτό ποσό αντιστοιχεί και επομένως, του οφείλεται η διαφορά εκ 16.986,36 (18.724,46 – 1.738,10) ευρώ, δεκτής γενομένης της σχετικής ενστάσεως περί μερικής εξόφλησης της πρώτης εναγομένης και απορριπτομένου του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβασίμου, εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591 παρ.1 εδ.δ΄ και 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ).

  1. II. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ανωτέρω ενάγων κατά την διάρκεια ναυτολόγησης του, απασχολούνταν καθημερινά με τα ανατεθέντα σ’ αυτόν από τον προϊστάμενο αρχιθαλαμηπόλο καθήκοντα τα συναφή με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και συγκεκριμένα στην υποδοχή των επιβατών κατά την επιβίβαση τους, την τακτοποίηση αυτών στις θέσεις τους ή τις καμπίνες του πλοίου και την αποβίβαση τούτων, καθώς επίσης ήταν υπεύθυνος για τον καθαρισμό, την τακτοποίηση των κλινοσκεπασμάτων και τον ευπρεπισμό ορισμένου αριθμού καμπινών του πλοίου, αλλά και την καθαριότητα των κοινοχρήστων εσωτερικών χώρων του πλοίου (διαδρόμων, σαλονιών, κλιμάκων κ.λπ.) τόσο εν πλω, στην έκταση που κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, όσο και σε λιμένα και ιδίως στο λιμάνι της Σύρου, όπου λάμβαναν χώρα πιο εκτεταμένες και εξειδικευμένες εργασίες καθαρισμού. Επίσης, επιμελείτο για την τακτοποίηση και τον καθαρισμό των τραπεζαριών, που λάμβανε χώρα κατά την διάρκεια λειτουργίας τους και αμέσως μετά το κλείσιμο τους και συνέδραμε στην εξυπηρέτηση των πελατών στο μπαρ του πλοίου. Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ως άνω πολύωρων δρομολογίων του και ιδίως λόγω των συχνών κατάπλων του σε ενδιάμεσα λιμάνια, ο ανωτέρω ενάγων απασχολούνταν με τις ως άνω εργασίες, καθημερινώς, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης των δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο και των πολλαπλών λιμένων προσέγγισης. Έτσι, ο τέταρτος των εναγόντων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, ενόψει της συνάρτησης τους με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την διαρκή εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών. Σημειωτέον, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των ως άνω καθορισμένων ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον η πληρότητα αυτή αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα υπολογιζόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται από την πρώτη εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του.

Ενόψει των προαναφερθέντων, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενόσω το πλοίο εκτελούσε τα προγραμματισμένα δρομολόγια, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο, λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του τέταρτου ενάγοντος, κατά τα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του, από 25-1-2014, οπότε προσελήφθη, μέχρι 3-4-2014, που απολύθηκε και από 17-4-2014, που επαναυτολογήθηκε έως 12-10-2014, που τέθηκε το πλοίο σε ακινησία, λόγω μηχανικής βλάβης, ήταν δώδεκα (12) ώρες και όχι δεκαέξι (16) ώρες, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ανωτέρω ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων των μεν αγωγικών ισχυρισμών, ως προς το υπερβάλλον, που επαναφέρονται με τον δέκατο όγδοο λόγο της έφεσης των εναγόντων, του δε ισχυρισμού της εναγομένης,  που προβλήθηκε πρωτοδίκως, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της, ενόσω πραγματοποιούσε ταξίδια, δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, ως ουσιαστικά αβασίμων,  εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις.

Υπό  τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της ως άνω εφαρμοζομένης Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, ο τέταρτος ενάγων, που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό 8,37 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 10,04 € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα.

Κατά συνέπεια, δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) για υπερωριακή αμοιβή  172 καθημερινών και 34  Κυριακών, ήτοι 206 ημερών  Χ 4 ώρες υπερωρίας = 824 ώρες Χ 8,37 ευρώ το ωρομίσθιο = 6.896,88 ευρώ και β) για υπερωριακή αμοιβή 34 Σαββάτων και 9 αργιών, ήτοι  43 ημερών Χ 12 ώρες υπερωρίας = 516 ώρες Χ 10,04 το ωρομίσθιο = 5.180,64 ευρώ. Επομένως, ο τέταρτος ενάγων δικαιούνταν να λάβει, ως υπερωριακή αμοιβή, το συνολικό ποσό των 12.077,52 ευρώ. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο τέταρτος ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, κατά την περίοδο από 1.6.2014 έως τις 12.10.2014, επί δέκα (10) ώρες, ενώ δεν εκτέλεσε υπερωρίες από την αρχική πρόσληψη του και την εκ νέου ναυτολόγηση του, μέχρι τότε και ότι για την κρινόμενη αιτία οφείλεται σ’αυτόν το ποσό των 4.000,02 ευρώ, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, οι ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στον εικοστό τέταρτο λόγο της έφεσης των εναγόντων και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες και ημέρες της υπερωριακής απασχόλησης του ανωτέρω ενάγοντος, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί, ως ουσιαστικά βάσιμοι.

III. Εξάλλου, δεδομένου ότι, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, το άθροισμα των ωρών της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου, κατά εβδομάδα, αφενός για το χρονικό διάστημα από 28.6.2014 έως 7.9.2014, ανέρχεται συνολικά σε 16,35 ώρες, ήτοι πραγματοποιούσε 2,04 εξπρές δρομολόγια την εβδομάδα (16,35 : 8) και αφετέρου, κατά το διάστημα από 8.9.2014 μέχρι 11.10.2014, ανέρχεται συνολικά σε 10,90 ώρες, ήτοι πραγματοποιούσε 1,36 εξπρές δρομολόγια την εβδομάδα (10,90 : 8), κατά τον τρόπο υπολογισμού της παραγράφου 4 του άρθρου 33 της εφαρμοζομένης+ Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, παρέπεται ότι, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του τέταρτου ενάγοντος, από 28.6.2014 έως 11.10.2014, εκτέλεσε 27,2 [(2,04 Χ 10 εβδομάδες = 20,04) + (1,36 Χ 5 εβδομάδες = 6,8)] τέτοια δρομολόγια. Επομένως, ο τέταρτος ενάγων, δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την εν λόγω αιτία, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 7 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, ούτως ώστε η δικαιούμενη αμοιβή για κάθε δρομολόγιο «εξπρές», που πραγματοποιήθηκε, ισούται προς το 1/30ο των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, οι οποίες ανέρχονταν συνολικώς στο ποσό των  4.013,17 ευρώ [1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € Χ 30) + 417,15 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών = 1.412,75 € Χ 1/22 = 64,22 € Χ 5 ημέρες = 321,10 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,21 Χ 5) = 96,05 €) + 98,89 € επίδομα άγονης γραμμής + 1.472,86 € μέσος όρος υπερωριών (12.077,52 ευρώ σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 8,2  μήνες)]. Επομένως, η πρόσθετη αμοιβή για τα ως άνω δρομολόγια «εξπρές», που δικαιούται, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 3.638,54 ευρώ (4.013,17 € Χ 1/30 = 133,77 € Χ 27,2  δρομολόγια εξπρές), δεκτού γενομένου εν μέρει κατ’ουσίαν του δεύτερου λόγου της έφεσης των εναγόντων, καθόσον τον αφορά.

  1. IV. Περαιτέρω, από 15-1-2015 έως και την 22-7-2015, οπότε κατά τα άνω λύθηκε η ένδικη σύμβαση εργασίας του τέταρτου των εναγόντων, η ανωτέρω εργοδότρια εταιρεία δεν παρείχε τροφή στο πλήρωμα του ανωτέρω πλοίου, αλλά ούτε κατέβαλε το αναλογούν αντίτιμο τροφής, το οποίο κατά το άρθρο 3 της ανωτέρω ΣΣΕ ανήρχετο σε ευρώ 19,21 ημερησίως και επομένως, οφείλεται σ’αυτόν, αφενός για το διάστημα από 15.1.2015 έως 11.6.2015 το ποσό των 823,87 (147 Χ 19,21) ευρώ και αφετέρου από 12.6.2015 μέχρι 22.7.2015, το ποσό των 768,40 (40 ημέρες Χ 19,21). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε κατ’ουσίαν το εν λόγω κονδύλιο, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου εν μέρει του έβδομου λόγου της κρινόμενης έφεσης των εναγόντων, καθόσον αφορά τον ανωτέρω ενάγοντα, ως ουσιαστικά βασίμου.
  2. V. Εξάλλου, ο τέταρτος των εναγόντων βάσει των ρηθέντων στην οικεία μείζονα σκέψη, δικαιούται, ως επιδόματα εορτών, τα ακόλουθα ποσά: α) για επίδομα Χριστουγέννων 2014, που αφορά το χρονικό διάστημα από 1-5-2014 έως 31-12-2014, δικαιούται ποσό, που αντιστοιχεί στις μηνιαίες αποδοχές του, ήτοι το ποσό των 4.013,17 ευρώ. Έναντι τούτου έχει καταβληθεί σ’αυτόν ποσό 1.682,68 ευρώ καθαρά στις 23-12-2014 δια καταθέσεως από την δεύτερη εναγομένη ………. στον λογαριασμό του στην Τράπεζα Πειραιώς, το οποίο αντιστοιχεί σε ακαθάριστες αποδοχές 1.908,88 ευρώ, σύμφωνα με την από 25-1-2016 ανάλυση λογαριασμού του δώρου Χριστουγέννων 2014, καθώς και ποσά 59,69 ευρώ στις 30-1-2015 και 150 ευρώ στις 23-1-2015, όπως προκύπτει από τις σχετικές αποδείξεις πληρωμής υπογεγραμμένες από τον ενάγοντα, ήτοι 209,69 (59,69 + 150) ευρώ, που αντιστοιχούν σύμφωνα με την ανάλυση λογαριασμού του δώρου Χριστουγέννων 2014 σε μεικτό ποσό 237,89 ευρώ και συνολικά 2.146,77 ευρώ και επομένως, δεκτής γενομένης κατ’ουσίαν της ενστάσεως περί μερικής εξόφλησης της πρώτης εναγομένης, δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 866,40 (4.013,17 – 2.146,77) ευρώ, απορριπτομένων, αφενός του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβασίμου εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591παρ.1 εδ.δ΄, 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ) και αφετέρου του τέταρτου λόγου της ίδιας έφεσης, περί εσφαλμένης αφαίρεσης των ανωτέρω μεικτών και όχι των καθαρών ποσών, που καταβλήθηκαν και μη ορθής αντιστοίχισης τους, που κρίνεται ομοίως, ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι οι γενόμενες καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, στα οποία περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών και ο αναλογούν φόρος, συνιστούν δε το αντικείμενο της δίκης και αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα, οι δε παρακρατηθείσες από την πλοιοκτήτρια προς απόδοση τους νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως και προνοίας, καθώς επίσης ο παρακρατηθείς φόρος υπέρ του Δημοσίου, αποτελούν μέρος των εν λόγω αποδοχών και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των κρινόμενων επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος προς καταβολή τους, β) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2015, που αφορά το χρονικό διάστημα από 1-5-2015 έως 22-7-2015, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννιαήμερο, δηλαδή το ποσό των 851,56 ευρώ {2.441,42 ευρώ μηνιαίες αποδοχές [1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € Χ 30) + 417,15 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών = 1.412,75 € Χ 1/22 = 64,22 € Χ 5 ημέρες = 321,10 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,21 Χ 5) = 96,05 €)] Χ 2/25 = Χ 4,36 19ήμερα} και γ) για επίδομα εορτής Πάσχα έτους 2015, για την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 30-4-2015, το ποσό των 1.220,71 ευρώ [2.441,42 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 2 ] και συνολικά για επιδόματα εορτών το ποσό των 3.938,67 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στον τρίτο ενάγοντα για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων 2014 και 2015, τα ποσά των 861,28 ευρώ, 827,03 ευρώ αντίστοιχα, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον σχετικό εν μέρει ουσιαστικά βάσιμο εικοστό πέμπτο λόγο της έφεσης των εναγόντων, απορριπτομένου τούτου κατά τα λοιπά, ομοίως και του έκτου λόγου, καθόσον αφορούν τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν των επιδομάτων εορτών, με βάση την επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή αμοιβή, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι το έτος 2015 αυτός δεν πραγματοποίησε υπερωρίες και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η αναλογία της υπερωριακής αμοιβής του έτους 2014 για τα δώρα εορτών του έτους 2015, όπως αβασίμως ισχυρίζεται, καθώς  και, ως προς τις αιτιάσεις, περί συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές, προς εύρεση των κρινόμενων δώρων, του επιδόματος ιματισμού, ως ουσιαστικά αβασίμων.
  3. VI. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι δεν έλαβε την άδεια που δικαιούνταν για το χρονικό διάστημα από 1.7.2014 έως 22.7.2015 και συνεπώς, δικαιούται αποζημίωση αδείας μετά αντιτίμου τροφής, κατ’ άρθρο 15 της ως άνω ΣΣΝΕ, ποσού 738,82 € για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 1-7-2014 έως 11-6-2015 [417,15 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών = 1.412,75 € Χ 1/22 = 64,22 € Χ 5 ημέρες = 321,10 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,21 Χ 5 = 96,05 €) Χ 11,36 μήνες] και 558,98 € για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 12-6-2105 έως 22-7-2015 (417,15 € Χ 1,34 μήνες) και συνολικά 5.297,80 ευρώ, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης.

VII. Από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται, ότι δεν κατέστη δυνατή η διανυκτέρευση του τέταρτου ενάγοντος στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, για ανάπαυση και αναψυχή, κατά το χρονικό διάστημα από 25.1.2014 έως 12.10.2014, οπότε τούτο έπαυσε τους πλόες, καθόσον αυτός ήταν υποχρεωμένος να παραμένει στο πλοίο και να εργάζεται για τις ανάγκες του. Άλλωστε, από μόνο το γεγονός της διανυκτέρευσης του πλοίου σε κάποιο λιμάνι, δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο ενάγων λάμβανε άδεια διανυκτέρευσης, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η πρώτη εναγόμενη-εφεσίβλητη. Κατά την περίοδο όμως που το πλοίο είχε διακόψει τα δρομολόγια του και ήταν ακινητοποιημένο, ο ανωτέρω ενάγων δεν επεξηγεί ποίες συγκεκριμένα περιστάσεις δεν επέτρεψαν την διανυκτέρευση του εκτός του πλοίου και αν ήταν επιλογή του να διανυκτερεύει εντός του πλοίου ή ήταν αναγκασμένος να παραμείνει σ’αυτό, διότι του είχε ανατεθεί κάποια υπηρεσία, γεγονός που δεν αποδείχθηκε, η δε τυχόν μη αναγραφή των χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων στο ημερολόγιο του πλοίου, σχετικά αντίγραφα του οποίου άλλωστε δεν προσκομίζονται, δεν αποτελεί αμάχητο τεκμήριο για την μη παροχή διανυκτερεύσεων και ως εκ τούτων, το σχετικό αγωγικό κονδύλι για το χρονικό διάστημα ακινησίας του πλοίου παρίσταται αναπόδεικτο και συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Επομένως, δεδομένου ότι για το διάστημα από 25.1.2014 έως 12.10.2014, έπρεπε να του χορηγηθούν 13 άδειες διανυκτερεύσεως, παρεκτός τον μήνα Ιανουάριο 2014, που δεν εργάστηκε ολόκληρο μήνα και ως εκ τούτου, δεν θεμελιώνει την εν λόγω αξίωση, ήτοι από μία τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2014 και δύο έκαστο των μηνών Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου 2014, ενώ για τον Οκτώβριο 2014 δεν διατηρεί τέτοια αξίωση, εφόσον από 12.10.2014 είχε την ευχέρεια να διανυκτερεύει εκτός πλοίου, ο ανωτέρω ενάγων δικαιούται να λάβει την προβλεπόμενη αποζημίωση για τις μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, ήτοι αποζημίωση 52,63 ευρώ για κάθε μη διανυκτέρευση (μισθός ενεργείας 1.157,99 € Χ 1/22) και συνεπώς, δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 684,32  (52,63 ευρώ Χ 13) ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι, για την εν λόγω αιτία ο ενάγων δικαιούται το ανωτέρω ποσό, ως αποζημίωση, για τις, ως άνω, μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, ενώ δεν του οφείλεται τέτοια αποζημίωση από 12.10.2014, που το πλοίο τέθηκε σε ακινησία, οπότε του επιτρεπόταν να διανυκτερεύει εκτός πλοίου, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του συναφούς δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγομένης, κατά το μέρος αυτό και ομοίως του πέμπτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, καθόσον αφορά τον ανωτέρω ενάγοντα και του εικοστού έκτου λόγου αυτής, περί εσφαλμένης συσταλτικής ερμηνείας του νόμου από την εκκαλουμένη ότι απαιτείται για να θεμελιωθεί το εν λόγω δικαίωμα να έχει απασχοληθεί πλήρη μήνα, ως ουσιαστικά αβασίμων.

  1. X. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι ο τέταρτος ενάγων έλαβε, δυνάμει της υπ’αριθμ.3526.2/11/2015/6-7-2015 Απόφασης του Υπουργού Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, περί κύρωσης του από 3.7.2015 Πρακτικού της Επιτροπής της παρ. 3 του άρθρου 29 του ν.1220/1982, διαπίστωσης των προϋποθέσεων παροχής προστασίας στους εγκαταλειπόμενους από τον πλοιοκτήτη ναυτικούς, λόγω μη εκπλήρωσης των περί μισθοτροφοδοσίας υποχρεώσεων του και βεβαίωσης των δικαιούμενων αποδοχών τριών μηνών, μεικτό ποσό 6.485,40 ευρώ, που αντιστοιχεί σε καθαρό 4.723,11 ευρώ και επιπλέον, δυνάμει της υπ’αριθμ.πρωτ. 2242.6/40349/2015/24-11-2015 απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής περί κύρωσης του από 11.11.2015 Πρακτικού της ίδιας Επιτροπής, μεικτό ποσό 21.336,96 ευρώ, που αντιστοιχεί σε καθαρό 15.384,38 ευρώ, για αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 1.9.2014 έως 22.4.2015, ήτοι συνολικά μεικτές αποδοχές 27.822,36 ευρώ, το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί από τις αντίστοιχες ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος, για δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας, ύψους (16.986,36 + 3.938,67 + 5.297,80) ευρώ, οι οποίες υπερκαλύπτονται και συνεπώς, έχουν εξοφληθεί, απομένοντος επιπλέον ποσού 1.599,53 (27.822,36 -26.222,83) ευρώ, που αφορά καταβληθείσες αποδοχές από την ναυτολόγηση του στο εν λόγω πλοίο, κατά περίοδο, που εμπίπτει στο επίδικο διάστημα, πλην όμως, επειδή ουδόλως προκύπτει για ποια ή ποιες συγκεκριμένα αιτίες καταβλήθηκε τούτο, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν προσκομίζεται εκκαθαριστική καρτέλα υπολογισμού των καταβληθέντων μηνιαίων αποδοχών του και κρατήσεων από την οικεία υπηρεσία εκκαθαρίσεως λογαριασμών του Υπουργείου Ναυτιλίας, όπως από το ΝΑΤ, δεν είναι εφικτός ο καταλογισμός του σε συγκεκριμένη αγωγική απαίτηση και γι’αυτό, πρέπει να αφαιρεθεί από το συνολικό οφειλόμενο ποσό για τις λοιπές επιδικαζόμενες αξιώσεις, δεκτής γενομένης εν μέρει κατ’ουσίαν της σχετικής ένστασης εξοφλήσεως της πρώτης εναγομένης. Ειδικότερα, οι υπόλοιπες ανεξόφλητες απαιτήσεις του τέταρτου ενάγοντος κατά αμφοτέρων των εναγομένων, ευθυνομένων αλληλεγγύως, ως κυρία και εφοπλίστρια αντίστοιχα, για υπερωριακή απασχόληση, αμοιβή δρομολογίων εξπρές, αντίτιμο τροφής και αποζημίωση διανυκτέρευσης, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 19.224,25 (12.077,52 + 638,54 + 2.823,87 +  684,32) ευρώ και αφαιρουμένου του ανωτέρω ποσού των 1.599,53 ευρώ, το εναπομείναν οφειλόμενο υπόλοιπο ανέρχεται σε 17.624,72 (19.224,25 – 1.599,53) ευρώ, το οποίο υποχρεούνται οι εναγόμενες να του καταβάλουν εις ολόκληρον, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του. Επιπλέον, η πρώτη εναγομένη με την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας, του οφείλει το ποσό των 768,40 ευρώ, για αντίτιμο τροφής,  ομοίως με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, αφού καταλόγισε το συνολικό ποσό των 26.060,07 και συγκεκριμένα 4.723,11 ευρώ καθαρά και 21.336,96 ευρώ μεικτά, που καταβλήθηκαν στον τέταρτο ενάγοντα από το ΝΑΤ και το Δημόσιο αντίστοιχα, στα αγωγικά κονδύλια εν γένει, κατά τη σειρά αναφοράς τους στο δικόγραφο, με την αιτιολογία της έλλειψης ειδικότερου προσδιορισμού από τον ενάγοντα, ήτοι από τις δεδουλευμένες αποδοχές, το επίδομα άγονης γραμμής, την υπερωριακή αμοιβή, τα επιδόματα εορτών, την αποζημίωση διανυκτερεύσεων και το επίδομα αδείας του χρονικού διαστήματος από 1-7-2014 έως 11-6-2015 και έκρινε ότι οφείλεται σ’αυτόν το υπόλοιπο τούτου, ύψους 3.258,47 ευρώ, από αμφότερες τις εναγόμενες ευθυνόμενες εις ολόκληρον, καθώς επίσης το επίδομα αδείας του χρονικού διαστήματος από 12-6-2015 έως 22-7-2015, ποσού 558,98 ευρώ από την πρώτη εναγομένη, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου, εν μέρει, του συναφούς εικοστού έβδομου λόγου της έφεσης των εναγόντων περί μη ορθού καταλογισμού των εν λόγω ποσών, ως ουσιαστικά βασίμου και απορριπτομένου του κρινόμενου λόγου κατά τα λοιπά, ομοίως και των τρίτου και τέταρτου λόγων της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος, περί εσφαλμένης μερικής παραδοχής από την εκκαλουμένη της ένστασης εξόφλησης της πρώτης εναγομένης και αφαίρεσης των μεικτών ποσών και όχι των καθαρών, που καταβλήθηκαν αντίστοιχα από το Δημόσιο και το ΝΑΤ, καθώς και περί καταλογισμού των καταβληθέντων αποκλειστικά στο πρώτο κονδύλι της αγωγής για τους δεδουλευμένους μισθούς, ως ουσιαστικά αβασίμων, αφενός διότι οι γενόμενες καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα, οι δε παρακρατηθείσες νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως και προνοίας, καθώς επίσης ο παρακρατηθείς φόρος υπέρ του Δημοσίου, αποτελούν μέρος των εν λόγω αποδοχών και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των συναφών επίδικων αξιώσεων προς καταβολή τούτων και αφετέρου, διότι τα καταβληθέντα από το Δημόσιο και το ΝΑΤ ανωτέρω ποσά, δεν αφορούν μόνο τον βασικό μισθό, ως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, αλλά και τα αντίστοιχα επιδόματα και συγκεκριμένα, όσον αφορά τον τέταρτο ενάγοντα, το επίδομα βαρειάς και ανθυγιεινής εργασίας, το επίδομα ιματισμού, την αναλογία δώρων εορτών και τις αποδοχές αδείας μετά τροφής, όπως προκύπτει ιδίως από τον εγκεκριμένο από την Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία οικείο εκκαθαριστικό λογαριασμό αναφορικά με τις μηνιαίες αποδοχές του και τις σχετικές κρατήσεις, που επισυνάπτεται στο νομίμως επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από 9.7.2018 ακριβές απόσπασμα του από 3.7.2015 ανωτέρω πρακτικού για την καταβολή των δικαιούμενων στον τέταρτο ενάγοντα, μεταξύ άλλων, ποσών, κατά το υπερβάλλον δε ποσό από τις προβλεπόμενες από την οικεία ΣΣΝΕ εν λόγω αποδοχές, νομίμως καταλογίζονται στις λοιπές επίδικες αξιώσεις.

Ε. I. Περαιτέρω, βάσει των σχετικών διατάξεων της ως άνω ΣΣΕ, οι μηνιαίες αποδοχές του πέμπτου ενάγοντος, ………….., ως θαλαμηπόλου, ανέρχονταν στο ποσό των 1.447,97 ευρώ [μισθός ενεργείας 1.157,99 ευρώ, επίδομα Κυριακών 254,76 ευρώ (22% επί του μισθού ενεργείας), επίδομα βαρειάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ], μη συνυπολογιζόμενου του επιδόματος ιματισμού στις τακτικές αποδοχές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας και λόγω της παροχής του σε είδος, απορριπτομένου του έκτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, ως ουσιαστικά αβασίμου. Επομένως, για το  επίδικο χρονικό διάστημα απασχόλησης του από 1.8.2014 έως την απόλυση του στις 22.7.2015, λόγω του κατά τα άνω κλεισίματος του ναυτολογίου, εδικαιούτο να λάβει το συνολικό ποσό των 16.955,73€ ευρώ (1.447,97 € Χ 11,71 μήνες). Επιπλέον, για το διάστημα από 1.8.2014 έως 12.10.2014, που το πλοίο έπαυσε να εκτελεί πλόες, εδικαιούτο αναλογία επί του, κατ’ άρθρο 7 της ανωτέρω ΣΣΕ, επιδόματος άγονης γραμμής, το οποίο ανέρχεται σε 1.157,99 + 254,76 = 1.412,75 ευρώ x 7% = 98,89 ευρώ x 2,39 μήνες = 236,35 ευρώ, καθόσον από την επισκόπηση των μισθοδοτικών καταστάσεων, που αφορούν στους ενάγοντες ναυτικούς και που προσκομίζουν αμφότεροι οι διάδικοι, αποδεικνύεται ότι το εν λόγω επίδομα είχε συμφωνηθεί να ανέρχεται σε ποσοστό 7% επί του βασικού μισθού, ήτοι του μισθού ενεργείας με το επίδομα Κυριακών και όχι στο 7% επί του μισθού ενεργείας μόνο, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης και εν συνόλω δικαιούνταν για δεδουλευμένες αποδοχές 17.192,08 (16.955,73 + 236,35) ευρώ. Έναντι δε του ποσού τούτου, έχει λάβει, προς εξόφληση των δεδουλευμένων αποδοχών του για το μήνα Αύγουστο του έτους 2014, καθαρά ποσό 1.010,87 ευρώ από  την δεύτερη εναγομένη «……» δια καταθέσεως του από το λογαριασμό της εταιρείας στο δικό του λογαριασμό στην τράπεζα Πειραιώς, ποσό 300 ευρώ στις 2-12-2014 ομοίως με τραπεζική κατάθεση, ποσά 100 ευρώ και 40,30 ευρώ στις 13-3-2015 και 30-1-2015 αντιστοίχως, μετρητοίς, σύμφωνα με τις με ίδιες ημερομηνίες αποδείξεις πληρωμής που έχει υπογράψει, ποσό 397,79 ευρώ στις 2-3-2015 δια σχετικής καταθέσεως από το λογαριασμό της «……..» στον λογαριασμό του, ήτοι συνολικά καθαρό ποσό (1.010,87 + 300 + 100 + 40,30 + 397,79=)1.848,96 ευρώ, που αντιστοιχεί σε μεικτό ποσό 2.442 ευρώ, σύμφωνα με την κατάσταση μισθοδοσίας του μηνός Αυγούστου έτους 2014, που προσκομίζει η πρώτη εναγομένη, όπου μεικτό ποσό 2.785,54 ευρώ αντιστοιχεί σε 2.109,07 ευρώ καθαρών αποδοχών και επομένως, καθαρό ποσό 1.848,96 ευρώ αντιστοιχεί σε μεικτές αποδοχές 2.785,54 x 1.848,96  / 2.109,07 = 2.442 ευρώ. Επιπλέον, έχει λάβει ποσό 100 ευρώ στις 9-11-2014 έναντι αποδοχών του μηνός Νοεμβρίου 2014, όπως προκύπτει από την από 9-11-2014 απόδειξη πληρωμής, που φέρει την υπογραφή του, ποσό 500 ευρώ στις 13-11-2014 για τον ίδιο λόγο, όπως προκύπτει από την με ίδια ημερομηνία απόδειξη υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα, ποσό 100 ευρώ στις 16-1-2015 έναντι αποδοχών Ιανουαρίου 2015, όπως προκύπτει από την με ίδια ημερομηνία απόδειξη πληρωμής, που φέρει την υπογραφή του και ποσό 1.000 ευρώ στις 27-3-2015 έναντι αποδοχών του μηνός Μαρτίου έτους 2015 από την δεύτερη εναγομένη «……..», δια μεταφοράς του ποσού αυτού από το λογαριασμό της στην τράπεζα Πειραιώς στον δικό του λογαριασμό του, ήτοι συνολικά (100 + 500 + 100 + 1000=) 1.700 ευρώ και εν συνόλω έχει λάβει έναντι αποδοχών του ανωτέρω χρονικού διαστήματος 4.142 (2.442 + 1.700) ευρώ  και επομένως, του οφείλεται η διαφορά εκ 13.050,08 (17.192,08 – 4.142) ευρώ, δεκτής γενομένης της σχετικής ενστάσεως περί μερικής εξόφλησης της πρώτης εναγομένης και απορριπτομένων, αφενός του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβασίμου εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591 παρ.1 εδ.δ΄ και 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ) και αφετέρου του τέταρτου λόγου της ίδιας έφεσης, περί εσφαλμένης αφαίρεσης των ανωτέρω μεικτών και όχι των καθαρών ποσών, που καταβλήθηκαν και μη ορθής αντιστοίχισης τους, που κρίνεται ομοίως, ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι οι γενόμενες καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, στα οποία περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών και ο αναλογούν φόρος, συνιστούν δε το αντικείμενο της δίκης και αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα, οι δε παρακρατηθείσες από την πλοιοκτήτρια προς απόδοση τους νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως και προνοίας, καθώς επίσης ο παρακρατηθείς φόρος υπέρ του Δημοσίου, αποτελούν μέρος των εν λόγω αποδοχών και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των κρινόμενων επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος προς καταβολή τους.

  1. II. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ανωτέρω ενάγων κατά την διάρκεια ναυτολόγησης του, απασχολούνταν καθημερινά με τα ανατεθέντα σ’ αυτόν από τον προϊστάμενο αρχιθαλαμηπόλο καθήκοντα τα συναφή με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και συγκεκριμένα στην υποδοχή των επιβατών κατά την επιβίβαση τους, την τακτοποίηση αυτών στις θέσεις τους ή τις καμπίνες του πλοίου και την αποβίβαση τούτων, αλλά και την καθαριότητα των κοινοχρήστων εσωτερικών χώρων του πλοίου (διαδρόμων, σαλονιών, κλιμάκων κ.λπ.) τόσο εν πλω, στην έκταση που κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, όσο και σε λιμένα και ιδίως στο λιμάνι της Σύρου, όπου λάμβαναν χώρα πιο εκτεταμένες και εξειδικευμένες εργασίες καθαρισμού, καθώς επίσης ήταν υπεύθυνος για το μπαρ του πλοίου επιμελούμενος για την προετοιμασία του χώρου, τον εφοδιασμό του με τα προσφερόμενα είδη και την εξυπηρέτηση των πελατών. Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ως άνω πολύωρων δρομολογίων του και ιδίως λόγω των συχνών κατάπλων του σε ενδιάμεσα λιμάνια, ο ανωτέρω ενάγων απασχολούνταν με τις ως άνω εργασίες, καθημερινώς, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης των δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο και των πολλαπλών λιμένων προσέγγισης. Έτσι, ο πέμπτος των εναγόντων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, ενόψει της συνάρτησης τους με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την διαρκή εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών. Σημειωτέον, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των ως άνω καθορισμένων ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον η πληρότητα αυτή αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα υπολογιζόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται από την πρώτη εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του.

Ενόψει των προαναφερθέντων, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενόσω το πλοίο εκτελούσε τα προγραμματισμένα δρομολόγια, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο, λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του πέμπτου ενάγοντος, κατά τα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του, από 4-7-2014, οπότε προσελήφθη, έως 12-10-2014, που τέθηκε το πλοίο σε ακινησία, λόγω μηχανικής βλάβης, ήταν δώδεκα (12) ώρες και όχι δεκαέξι (16) ώρες, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ανωτέρω ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων των μεν αγωγικών ισχυρισμών, ως προς το υπερβάλλον, που επαναφέρονται με τον εικοστό όγδοο λόγο της έφεσης των εναγόντων, του δε ισχυρισμού της εναγομένης,  που προβλήθηκε πρωτοδίκως, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της, ενόσω πραγματοποιούσε ταξίδια, δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, ως ουσιαστικά αβασίμων,  εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις.

Υπό  τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της ως άνω εφαρμοζομένης Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, ο πέμπτος ενάγων, που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό 8,37 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 10,04 € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα.

Κατά συνέπεια, δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) για υπερωριακή αμοιβή  70 καθημερινών και 14  Κυριακών, ήτοι 84 ημερών  Χ 4 ώρες υπερωρίας = 336 ώρες Χ 8,37 ευρώ το ωρομίσθιο = 2.812,32 ευρώ και β) για υπερωριακή αμοιβή 15 Σαββάτων και 2 αργιών, ήτοι 17 ημερών Χ 12 ώρες υπερωρίας = 204 ώρες Χ 10,04 το ωρομίσθιο = 2.048,16 ευρώ. Επομένως, ο πέμπτος ενάγων δικαιούνταν να λάβει, ως υπερωριακή αμοιβή, το συνολικό ποσό των 4.860,48 ευρώ

Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο πέμπτος ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, κατά την περίοδο από 4.7.2014 έως τις 12.10.2014, επί δέκα (10) ώρες και ότι για την κρινόμενη αιτία οφείλεται σ’αυτόν το ποσό των 3.112,96 ευρώ, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, οι ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στον εικοστό όγδοο λόγο της έφεσης των εναγόντων και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες και ημέρες της υπερωριακής απασχόλησης του ανωτέρω ενάγοντος, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί, ως ουσιαστικά βάσιμοι. Έναντι του ποσού αυτού, έχει λάβει μεικτό ποσό 502,88€ (424,79€ + 78,09€) για υπερωρίες μηνός Ιουλίου 2014, δεδομένου ότι έλαβε έναντι των οφειλομένων σε αυτόν αποδοχών του μηνός Ιουλίου 2014, ποσό 300,41 ευρώ στις 2-12-2014 από την δεύτερη εναγομένη «…….» δια μεταφοράς του ποσού αυτού από το λογαριασμό της στην τράπεζα Πειραιώς στον δικό του λογαριασμό, καθώς και ποσά 500 ευρώ και 1.100 ευρώ στις 11-9-2014 και 15-9-2014 αντιστοίχως, σύμφωνα με τις δύο προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής που φέρουν την υπογραφή του, ήτοι έλαβε προς εξόφληση των σε αυτόν οφειλομένων του μηνός Ιουλίου 2014, συνολικά καθαρό ποσό 300,41 + 500 + 1.100 = 1.900,41 ευρώ, που αντιστοιχεί σε ακαθάριστες αποδοχές, σύμφωνα με την ανάλυση λογαριασμού μισθοδοσίας του μηνός Ιουλίου 2014 του ενάγοντος, ύψους 2.522,91 ευρώ, στις οποίες περιλαμβάνεται αμοιβή υπερωριών Σαββάτων – Αργιών μεικτού ποσού 424,79 ευρώ και αμοιβή λοιπών υπερωριών ύψους 78,09 ευρώ, ήτοι 502,88€, το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί από το οφειλόμενο για την κρινόμενη αιτία ποσό και επομένως, του οφείλεται η διαφορά εκ 4.357,60 (4.860,48 –502,88) ευρώ, δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ενστάσεως περί μερικής εξόφλησης της πρώτης εναγομένης, καθόσον όμως αφορά τα ποσά των 455,13 και 83,67 ευρώ, ως καταβληθέντα για υπερωριακή εργασία τον μήνα Αύγουστο του έτους 2014, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, αφού από την προσκομιζόμενη σχετική μισθοδοτική κατάσταση οφειλόμενου ακαθάριστου ποσού 2.785,54 ευρώ, η εναγομένη εξόφλησε μόνο ένα μέρος, ύψους 2.442 ευρώ, που αντιστοιχεί στο κονδύλιο των δεδουλευμένων αποδοχών και ήδη έχει αφαιρεθεί απ’αυτό κατά τα ανωτέρω. Ενόψει τούτων, απορριπτέοι κρίνονται, αφενός ο τρίτος λόγος της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβάσιμος εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591 παρ.1 εδ.δ΄ και 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ) και αφετέρου του τέταρτου λόγου της ίδιας έφεσης, περί εσφαλμένης αφαίρεσης των ανωτέρω μεικτών και όχι των καθαρών ποσών, που καταβλήθηκαν και μη ορθής αντιστοίχισης τους, που κρίνεται ομοίως, ως ουσιαστικά αβάσιμος, για τον λόγο ότι ερείδεται επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης αφαίρεσης από το κονδύλιο των υπερωριών, του μεικτού ποσού των 2.522,91 ευρώ και διότι οι γενόμενες καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, στα οποία περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών και ο αναλογούν φόρος, συνιστούν δε το αντικείμενο της δίκης και αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα, οι δε παρακρατηθείσες από την πλοιοκτήτρια προς απόδοση τους νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως και προνοίας, καθώς επίσης ο παρακρατηθείς φόρος υπέρ του Δημοσίου, αποτελούν μέρος των εν λόγω αποδοχών και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των κρινόμενων επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος προς καταβολή τους.

III. Εξάλλου, δεδομένου ότι, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, το άθροισμα των ωρών της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου, κατά εβδομάδα, αφενός για το χρονικό διάστημα από 28.6.2014 έως 7.9.2014, ανέρχεται συνολικά σε 16,35 ώρες, ήτοι πραγματοποιούσε 2,04 εξπρές δρομολόγια την εβδομάδα (16,35 : 8) και αφετέρου, κατά το διάστημα από 8.9.2014 μέχρι 11.10.2014, ανέρχεται συνολικά σε 10,90 ώρες, ήτοι πραγματοποιούσε 1,36 εξπρές δρομολόγια την εβδομάδα (10,90 : 8), κατά τον τρόπο υπολογισμού της παραγράφου 4 του άρθρου 33 της εφαρμοζομένης+ Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, παρέπεται ότι, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του τέταρτου ενάγοντος, από 4.7.2014 έως 11.10.2014, εκτέλεσε 25,16 [(2,04 Χ 9 εβδομάδες = 18,36) + (1,36 Χ 5 εβδομάδες = 6,8)] τέτοια δρομολόγια.

Επομένως, ο πέμπτος ενάγων, δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την εν λόγω αιτία, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 7 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, ούτως ώστε η δικαιούμενη αμοιβή για κάθε δρομολόγιο «εξπρές», που πραγματοποιήθηκε, ισούται προς το 1/30ο των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, οι οποίες ανέρχονταν συνολικώς στο ποσό των  4.045,10 ευρώ [1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € Χ 30) + 417,15 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών = 1.412,75 € Χ 1/22 = 64,22 € Χ 5 ημέρες = 321,10 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,21 Χ 5) = 96,05 €) + 98,89 € επίδομα άγονης γραμμής + 1.504,79 € μέσος όρος υπερωριών (4.860,48 ευρώ σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 3,23  μήνες)]. Επομένως, η πρόσθετη αμοιβή για τα ως άνω δρομολόγια «εξπρές», που δικαιούται, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 3.392,32 ευρώ (4.045,10 € Χ 1/30 = 134,83 € Χ 25,16  δρομολόγια εξπρές), δεκτού γενομένου εν μέρει κατ’ουσίαν του δεύτερου λόγου της έφεσης των εναγόντων, καθόσον τον αφορά.

  1. IV. Περαιτέρω, από 15-1-2015 έως και την 22-7-2015, οπότε κατά τα άνω λύθηκε η ένδικη σύμβαση εργασίας του πέμπτου των εναγόντων, η ανωτέρω εργοδότρια εταιρεία δεν παρείχε τροφή στο πλήρωμα του ανωτέρω πλοίου, αλλά ούτε κατέβαλε το αναλογούν αντίτιμο τροφής, το οποίο κατά το άρθρο 3 της ανωτέρω ΣΣΕ ανήρχετο σε ευρώ 19,21 ημερησίως και επομένως, οφείλεται σ’αυτόν, αφενός για το διάστημα από 15.1.2015 έως 11.6.2015 το ποσό των 823,87 (147 Χ 19,21) ευρώ και αφετέρου από 12.6.2015 μέχρι 22.7.2015, το ποσό των 768,40 (40 ημέρες Χ 19,21). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε κατ’ουσίαν το εν λόγω κονδύλιο, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου εν μέρει του έβδομου λόγου της κρινόμενης έφεσης των εναγόντων, καθόσον αφορά τον ανωτέρω ενάγοντα, ως ουσιαστικά βασίμου.
  2. V. Εξάλλου, ο πέμπτος των εναγόντων βάσει των ρηθέντων στην οικεία μείζονα σκέψη, δικαιούται, ως επιδόματα εορτών, τα ακόλουθα ποσά: α) για επίδομα Χριστουγέννων 2014, που αφορά το χρονικό διάστημα από 4-7-2014 έως 31-12-2014, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο του εν λόγω διαστήματος, ήτοι το ποσό των 3.064,49 ευρώ [4.045,10 ευρώ μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 323,60 Χ 9,47 19ήμερα, που αναλογούν στο ως άνω χρονικό διάστημα]. Έναντι τούτου έχει καταβληθεί σ’αυτόν καθαρό ποσό 1.377,13 ευρώ και ειδικότερα 1.167,43€ από την δεύτερη εναγομένη «………..» στις 23-12-2014 δια καταθέσεως του στον λογαριασμό του στην Τράπεζα Πειραιώς, ποσό 150 ευρώ στις 23-1-2015 σύμφωνα με την ίδια ημερομηνία εξοφλητική απόδειξη, που φέρει την υπογραφή του και ποσό 59,70 ευρώ στις 30-1-2015, σύμφωνα με την ίδια ημερομηνία εξοφλητική απόδειξη, που φέρει την υπογραφή του, ήτοι συνολικά (1.167,43+ 150 + 59,70 =) 1.377,13 ευρώ, το οποίο, όπως προκύπτει από τους δύο αναλυτικούς λογαριασμούς του δώρου Χριστουγέννων έτους 2014 του ενάγοντος, αντιστοιχεί σε ακαθάριστο ποσό 1.562,26 ευρώ, δεδομένου ότι 1.167,43 ευρώ καθαρό ποσό του ενός λογαριασμού, ως προκαταβολή, πλέον καθαρού ποσού 209,70 ευρώ του δεύτερου λογαριασμού, ισούται με 1.377,13 ευρώ το καταβλητέο, ενώ οι μεικτές αποδοχές σύμφωνα με τις ανωτέρω καταστάσεις συνίστανται σε 1.324,37 και 237,89 ευρώ αντίστοιχα, ήτοι 1.562,26 ευρώ και επομένως, δεκτής γενομένης κατ’ουσίαν της ενστάσεως περί μερικής εξόφλησης της πρώτης εναγομένης, δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 502,23 (3.064,49 – 1.562,26) ευρώ, απορριπτομένων, αφενός του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβασίμου εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591 παρ.1 εδ.δ΄ και 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ) και αφετέρου του τέταρτου λόγου της ίδιας έφεσης, περί εσφαλμένης αφαίρεσης των ανωτέρω μεικτών και όχι των καθαρών ποσών, που καταβλήθηκαν και μη ορθής αντιστοίχισης τους, που κρίνεται ομοίως, ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι οι γενόμενες καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, στα οποία περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών και ο αναλογούν φόρος, συνιστούν δε το αντικείμενο της δίκης και αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα, οι δε παρακρατηθείσες από την πλοιοκτήτρια προς απόδοση τους νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως και προνοίας, καθώς επίσης ο παρακρατηθείς φόρος υπέρ του Δημοσίου, αποτελούν μέρος των εν λόγω αποδοχών και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των κρινόμενων επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος προς καταβολή τους, β) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2015, που αφορά το χρονικό διάστημα από 1-5-2015 έως 22-7-2015, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννιαήμερο, δηλαδή το ποσό των 851,55 ευρώ {2.441,42 ευρώ μηνιαίες αποδοχές [1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € Χ 30) + 417,15 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών = 1.412,75 € Χ 1/22 = 64,22 € Χ 5 ημέρες = 321,10 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,21 Χ 5) = 96,05 €)] Χ 2/25 = 195,31 Χ 4,36 19ήμερα} και γ) για επίδομα εορτής Πάσχα έτους 2015, για την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 30-4-2015, το ποσό των 1.220,71 ευρώ [2.441,42 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 2]. Έναντι τούτου έχει λάβει καθαρό ποσό 633,38 ευρώ από την δεύτερη εναγομένη «………» στις 31-3-2015 δια καταθέσεως στον λογαριασμό του στην Τράπεζα Πειραιώς, το οποίο, σύμφωνα με την προσαγόμενη αναλυτική κατάσταση μισθοδοσίας του δώρου Πάσχα έτους 2015, αντιστοιχεί σε ποσό μεικτών αποδοχών 713,67 ευρώ [951,56 x 633,38 : (633,38 προκαταβολές + 211,13 πληρωτέο ποσό = 844,51 ευρώ)] και συνεπώς, του οφείλεται η διαφορά ανερχομένη σε 507,04 (1.220,71 ευρώ  – 713,67) ευρώ, απορριπτομένων, αφενός του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβασίμου, εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591 παρ.1 εδ.δ΄ και 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ) και αφετέρου του τέταρτου λόγου της ίδιας έφεσης, περί εσφαλμένης αφαίρεσης των ανωτέρω μεικτών και όχι των καθαρών ποσών, που καταβλήθηκαν και μη ορθής αντιστοίχισης τους, που κρίνεται ομοίως, ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι οι γενόμενες καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, στα οποία περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών και ο αναλογούν φόρος, συνιστούν δε το αντικείμενο της δίκης και αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα, οι δε παρακρατηθείσες από την πλοιοκτήτρια προς απόδοση τους νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως και προνοίας, καθώς επίσης ο παρακρατηθείς φόρος υπέρ του Δημοσίου, αποτελούν μέρος των εν λόγω αποδοχών και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των κρινόμενων επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος προς καταβολή τους. Ενόψει τούτων, η συνολική οφειλή για επιδόματα εορτών ανέρχεται στο ποσό των 2.860,82 ευρώ.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στον πέμπτο ενάγοντα για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων 2014 και 2015, τα ποσά των 649,30 ευρώ και 827,03 ευρώ αντίστοιχα, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον σχετικό εν μέρει ουσιαστικά βάσιμο εικοστό ένατο λόγο της έφεσης των εναγόντων, απορριπτομένου  τούτου κατά τα λοιπά, ομοίως και του έκτου λόγου, καθόσον αφορούν τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν των επιδομάτων εορτών, με βάση την επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή αμοιβή, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι το έτος 2015 αυτός δεν πραγματοποίησε υπερωρίες και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η αναλογία της υπερωριακής αμοιβής του έτους 2014 για τα δώρα εορτών του έτους 2015, όπως αβασίμως ισχυρίζεται, καθώς  και, ως προς τις αιτιάσεις, περί συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές, προς εύρεση των κρινόμενων δώρων, του επιδόματος ιματισμού, ως ουσιαστικά αβασίμων.
  3. VI. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι δεν έλαβε την άδεια που δικαιούνταν για το χρονικό διάστημα από 1.7.2014 έως 22.7.2015 και συνεπώς, δικαιούται αποζημίωση αδείας μετά αντιτίμου τροφής, κατ’ άρθρο 15 της ως άνω ΣΣΝΕ, ποσού 325,85 € για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 1-8-2014 έως 11-6-2015 [417,15 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (1.157,99 € μισθός ενεργείας + 254,76 € επίδομα Κυριακών = 1.412,75 € Χ 1/22 = 64,22 € Χ 5 ημέρες = 321,10 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,21 Χ 5 = 96,05 €) Χ 10,37 μήνες] και 558,98 € για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 12-6-2105 έως 22-7-2015 (417,15 € Χ 1,34 μήνες) και συνολικά 4.884,83 ευρώ, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης.

VII. Από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται, ότι δεν κατέστη δυνατή η διανυκτέρευση του τέταρτου ενάγοντος στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, για ανάπαυση και αναψυχή, κατά το χρονικό διάστημα από 4.7.2014 έως 12.10.2014, οπότε τούτο έπαυσε τους πλόες, καθόσον αυτός ήταν υποχρεωμένος να παραμένει στο πλοίο και να εργάζεται για τις ανάγκες του. Άλλωστε, από μόνο το γεγονός της διανυκτέρευσης του πλοίου σε κάποιο λιμάνι, δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο ενάγων λάμβανε άδεια διανυκτέρευσης, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η πρώτη εναγόμενη-εφεσίβλητη. Κατά την περίοδο όμως που το πλοίο είχε διακόψει τα δρομολόγια του και ήταν ακινητοποιημένο, ο ανωτέρω ενάγων δεν επεξηγεί ποίες συγκεκριμένα περιστάσεις δεν επέτρεψαν την διανυκτέρευση του εκτός του πλοίου και αν ήταν επιλογή του να διανυκτερεύει εντός του πλοίου ή ήταν αναγκασμένος να παραμείνει σ’αυτό, διότι του είχε ανατεθεί κάποια υπηρεσία, γεγονός που δεν αποδείχθηκε, η δε τυχόν μη αναγραφή των χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων στο ημερολόγιο του πλοίου, σχετικά αντίγραφα του οποίου άλλωστε δεν προσκομίζονται, δεν αποτελεί αμάχητο τεκμήριο για την μη παροχή διανυκτερεύσεων και ως εκ τούτων, το σχετικό αγωγικό κονδύλι για το χρονικό διάστημα ακινησίας του πλοίου παρίσταται αναπόδεικτο και συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Επομένως, δεδομένου ότι για το διάστημα από 4.7.2014 έως 12.10.2014, έπρεπε να του χορηγηθούν 2 άδειες διανυκτερεύσεως, παρεκτός τον μήνα Ιούλιο 2014, που δεν εργάστηκε ολόκληρο μήνα και ως εκ τούτου, δεν θεμελιώνει την εν λόγω αξίωση, ήτοι από μία τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2014, ενώ για τον Οκτώβριο 2014 δεν διατηρεί τέτοια αξίωση, εφόσον από 12.10.2014 είχε την ευχέρεια να διανυκτερεύει εκτός πλοίου, ο ανωτέρω ενάγων δικαιούται να λάβει την προβλεπόμενη αποζημίωση για τις μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, ήτοι αποζημίωση 52,63 ευρώ για κάθε μη διανυκτέρευση (μισθός ενεργείας 1.157,99 € Χ 1/22) και συνεπώς, δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 105,28 (52,63 ευρώ Χ 2) ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι, για την εν λόγω αιτία ο ενάγων δικαιούται το ανωτέρω ποσό, ως αποζημίωση, για τις, ως άνω, μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, ενώ δεν του οφείλεται τέτοια αποζημίωση από 12.10.2014, που το πλοίο τέθηκε σε ακινησία, οπότε του επιτρεπόταν να διανυκτερεύει εκτός πλοίου, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του συναφούς δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγομένης, κατά το μέρος αυτό και ομοίως του πέμπτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, καθόσον αφορά τον ανωτέρω ενάγοντα και του τριακοστού λόγου αυτής, περί εσφαλμένης συσταλτικής ερμηνείας του νόμου από την εκκαλουμένη ότι απαιτείται για να θεμελιωθεί το εν λόγω δικαίωμα να έχει απασχοληθεί πλήρη μήνα, ως ουσιαστικά αβασίμων.

VIII. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι πέμπτος ενάγων έλαβε, δυνάμει της υπ’αριθμ.3526.2/11/2015/6-7-2015 Απόφασης του Υπουργού Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, περί κύρωσης του από 3.7.2015 Πρακτικού της Επιτροπής της παρ. 3 του άρθρου 29 του ν.1220/1982, διαπίστωσης των προϋποθέσεων παροχής προστασίας στους εγκαταλειπόμενους από τον πλοιοκτήτη ναυτικούς, λόγω μη εκπλήρωσης των περί μισθοτροφοδοσίας υποχρεώσεων του και βεβαίωσης των δικαιούμενων αποδοχών τριών μηνών, μεικτό ποσό 6.485,40 ευρώ, που αντιστοιχεί σε καθαρό 4.723,11 ευρώ και επιπλέον, δυνάμει της υπ’αριθμ.πρωτ.2242.6/40349/2015/24-11-2015 απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής περί κύρωσης του από 11.11.2015 Πρακτικού της ίδιας Επιτροπής, μεικτό ποσό 19.088,69 ευρώ, που αντιστοιχεί σε καθαρό 11.355,74 ευρώ, για αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 1.8.2014 έως 22.4.2015, ήτοι συνολικά μεικτές αποδοχές 25.574,09 ευρώ, το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί από τις αντίστοιχες ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος, για δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας, ύψους 20.795,73 (13.050,08 + 2.860,82 + 4.884,83) ευρώ, οι οποίες υπερκαλύπτονται και συνεπώς, έχουν εξοφληθεί, απομένοντος επιπλέον ποσού 4.778,36 (25.574,09 – 20.795,73) ευρώ, που αφορά καταβληθείσες αποδοχές από την ναυτολόγηση του στο εν λόγω πλοίο, κατά περίοδο, που εμπίπτει στο επίδικο διάστημα, πλην όμως, επειδή ουδόλως προκύπτει για ποια ή ποιες συγκεκριμένα αιτίες καταβλήθηκε τούτο, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν προσκομίζεται εκκαθαριστική καρτέλα υπολογισμού των καταβληθέντων μηνιαίων αποδοχών και κρατήσεων από την οικεία υπηρεσία εκκαθαρίσεως λογαριασμών του Υπουργείου Ναυτιλίας, όπως από το ΝΑΤ, δεν είναι εφικτός ο καταλογισμός του σε συγκεκριμένη αγωγική απαίτηση και γι’αυτό, πρέπει να αφαιρεθεί από το συνολικό οφειλόμενο ποσό για τις λοιπές επιδικαζόμενες αξιώσεις, δεκτής γενομένης εν μέρει κατ’ουσίαν της σχετικής ένστασης εξοφλήσεως της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης. Ειδικότερα, οι υπόλοιπες ανεξόφλητες απαιτήσεις του πέμπτου ενάγοντος κατά αμφοτέρων των εναγομένων, ευθυνομένων αλληλεγγύως, ως κυρία και εφοπλίστρια αντίστοιχα, για υπερωριακή απασχόληση, αμοιβή δρομολογίων εξπρές, αντίτιμο τροφής και αποζημίωση διανυκτέρευσης, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 10.679,07 (4.357,60 + 3.392,32 + 2.823,87 + 105,28) ευρώ και αφαιρουμένου του ανωτέρω ποσού των 4.778,36 ευρώ, το εναπομείναν οφειλόμενο υπόλοιπο ανέρχεται σε 5.900,71 (10.679,07 – 4.778,36) ευρώ, το οποίο υποχρεούνται οι εναγόμενες να του καταβάλουν εις ολόκληρον, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του. Επιπλέον, η πρώτη εναγομένη με την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας, του οφείλει το ποσό των 768,40 ευρώ, για αντίτιμο τροφής,  ομοίως με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, αφού αφαίρεσε το συνολικό ποσό των 23.811,80 ευρώ και συγκεκριμένα 4.723,11 ευρώ καθαρά και 19.088,69 ευρώ μεικτά, που καταβλήθηκαν στον τρίτο ενάγοντα από το ΝΑΤ και το Δημόσιο αντίστοιχα, έκρινε ότι οι αγωγικές απαιτήσεις του ύψους 22.633,64 ευρώ, έχουν υπερκαλυφθεί και ουδέν του οφείλεται, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου, εν μέρει του συναφούς τριακοστού πρώτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, ως ουσιαστικά βασίμου και απορριπτομένου του κρινόμενου λόγου κατά τα λοιπά, ομοίως και των τρίτου και τέταρτου λόγων της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος, περί εσφαλμένης παραδοχής από την εκκαλουμένη της ένστασης εξόφλησης της πρώτης εναγομένης και αφαίρεσης των μεικτών ποσών και όχι των καθαρών, που καταβλήθηκαν αντίστοιχα από το Δημόσιο και το ΝΑΤ, καθώς και περί καταλογισμού των καταβληθέντων αποκλειστικά στο πρώτο κονδύλι της αγωγής για τους δεδουλευμένους μισθούς, ως ουσιαστικά αβασίμων, αφενός διότι οι γενόμενες καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα, οι δε παρακρατηθείσες νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως και προνοίας, καθώς επίσης ο παρακρατηθείς φόρος υπέρ του Δημοσίου, αποτελούν μέρος των εν λόγω αποδοχών και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των συναφών επίδικων αξιώσεων προς καταβολή τούτων και αφετέρου, διότι τα καταβληθέντα από το Δημόσιο και το ΝΑΤ ανωτέρω ποσά, δεν αφορούν μόνο τον βασικό μισθό, ως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, αλλά και τα αντίστοιχα επιδόματα και συγκεκριμένα, όσον αφορά τον πέμπτο ενάγοντα, το επίδομα βαρειάς και ανθυγιεινής εργασίας, το επίδομα ιματισμού, την αναλογία δώρων εορτών και τις αποδοχές αδείας μετά τροφής, όπως προκύπτει ιδίως από τον εγκεκριμένο από την Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία οικείο εκκαθαριστικό λογαριασμό αναφορικά με τις μηνιαίες αποδοχές του και τις σχετικές κρατήσεις, που επισυνάπτεται στο νομίμως επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από 9.7.2018 ακριβές απόσπασμα του από 3.7.2015 ανωτέρω πρακτικού για την καταβολή των δικαιούμενων στον πέμπτο ενάγοντα, μεταξύ άλλων, ποσών, κατά το υπερβάλλον δε ποσό από τις προβλεπόμενες από την οικεία ΣΣΝΕ εν λόγω αποδοχές, νομίμως καταλογίζονται στις λοιπές επίδικες αξιώσεις.

ΣΤ. I. Περαιτέρω, βάσει των σχετικών διατάξεων της ως άνω ΣΣΕ, οι μηνιαίες αποδοχές του έκτου ενάγοντος, ………… ως προϊσταμένου οικονομικού, ανέρχονταν στο ποσό των 2.463,64 ευρώ [1.810,10 € μισθός ενεργείας + 398,22 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 57,20 επίδομα διαχειριστικών λαθών + 162,90 επίδομα επίβλεψης φορτοεκφόρτωσης οχημάτων]. Επομένως, για το  επίδικο χρονικό διάστημα απασχόλησης του από 1.6.2014 έως την απόλυση του στις 22.7.2015, λόγω του κατά τα άνω κλεισίματος του ναυτολογίου, εδικαιούτο να λάβει το συνολικό ποσό των 33.776,50 ευρώ (2.463,64 € x 13,71 μήνες). Επιπλέον, για το διάστημα από 1.6.2014 έως 12.10.2014, που το πλοίο έπαυσε να εκτελεί πλόες, εδικαιούτο αναλογία επί του, κατ’ άρθρο 7 της ανωτέρω ΣΣΕ, επιδόματος άγονης γραμμής, το οποίο ανέρχεται σε 678,61 ευρώ (1.810,10 + 398,22 = 2.208,32 ευρώ x 7%= 154,58 ευρώ x 4,39 μήνες), καθόσον από την επισκόπηση των μισθοδοτικών καταστάσεων, που αφορούν στους ενάγοντες ναυτικούς και που προσκομίζουν αμφότεροι οι διάδικοι, αποδεικνύεται ότι το εν λόγω επίδομα είχε συμφωνηθεί να ανέρχεται σε ποσοστό 7% επί του βασικού μισθού, ήτοι του μισθού ενεργείας με το επίδομα Κυριακών και όχι στο 7% επί του μισθού ενεργείας μόνο, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης και εν συνόλω δικαιούνταν για δεδουλευμένες αποδοχές 34.455,11 (33.776,50 + 678,61) ευρώ. Έναντι δε αυτού έχει λάβει καθαρό ποσό 2.497,79 ευρώ (1.000 ευρώ στις 24-12-2014 έναντι του μισθού Δεκεμβρίου 2014, 100 ευρώ στις 16-1-2015 έναντι του μισθού Ιανουαρίου 2015, όπως προκύπτει από τις δύο υπό τις ανωτέρω ημερομηνίες αποδείξεις πληρωμής, που φέρουν την υπογραφή του ενάγοντος, 1.000 ευρώ από την δεύτερη εναγομένη «……….»  στις 27-3-2015 έναντι αποδοχών του μηνός Ιανουαρίου 2015 δια καταθέσεως του από το λογαριασμό της εταιρείας στην τράπεζα Πειραιώς στον δικό του λογαριασμό και 397,79 ευρώ στις 2-4-2015 έναντι αποδοχών του μηνός Ιουνίου 2014 δια μεταφοράς του ανωτέρω ποσού από το λογαριασμό της «……….» στον  λογαριασμό του ενάγοντος) και ως εκ τούτου, του οφείλεται η διαφορά 31.957,32 ευρώ (34.455,11 – 2.497,79) ευρώ, δεκτής γενομένης της προβληθείσας ενστάσεως περί μερικής εξόφλησης της πρώτης εναγομένης και απορριπτομένου του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβασίμου, εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591 παρ.1 εδ.δ΄ και 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ).

  1. II. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ανωτέρω ενάγων κατά την διάρκεια ναυτολόγησης του, απασχολούνταν καθημερινά με τα καθήκοντα τα συναφή με την ειδικότητα του, ως προϊστάμενος οικονομικός αξιωματικός, ήτοι προϊστατο της οικονομικής υπηρεσίας του πλοίου και του προσωπικού αυτής, καθόριζε τις φυλακές αυτών, κατένεμε την εργασία σε έκαστο αυτών και επέβλεπε για την καλή εκτέλεση αυτής. Επίσης, επόπτευε την εν γένει οικονομική διαχείριση επί του πλοίου και παρείχε οδηγίες για τα θέματα της οικονομικής υπηρεσίας, ώστε να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη λειτουργία του πλοίου, ενώ έλεγχε τους πίνακες μισθοδοσίας, που του υπέβαλε ο Α΄ οικονομικός αξιωματικός και εκτελούσε τον ηλεκτρονικό έλεγχο των εισιτηρίων των επιβατών, καθώς και τις λειτουργίες ηλεκτρονικού συστήματος κράτησης θέσεως και έκδοσης εισιτηρίων επιβατών και αποδείξεων μεταφοράς οχημάτων, που αφορούν στο πλοίο, καθώς επίσης τον έλεγχο των παραστατικών και δηλωτικών εγγράφων επιβατών, εμπορευμάτων και οχημάτων και εν γένει κάθε ταμειακής και γραφικής υπηρεσίας. Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ως άνω πολύωρων δρομολογίων του και ιδίως λόγω των συχνών κατάπλων του σε ενδιάμεσα λιμάνια, ο ανωτέρω ενάγων απασχολούνταν με τις ως άνω εργασίες, καθημερινώς, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης των δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο και των πολλαπλών λιμένων προσέγγισης. Έτσι, ο έκτος των εναγόντων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, ενόψει της συνάρτησης τους με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την διαρκή εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών. Σημειωτέον, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των ως άνω καθορισμένων ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον η πληρότητα αυτή αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα υπολογιζόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται από την πρώτη εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του. Ενόψει των προαναφερθέντων, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της καταβολής προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενόσω το πλοίο εκτελούσε τα προγραμματισμένα δρομολόγια, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο, λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του έκτου ενάγοντος, από 16-4-2014, οπότε προσελήφθη, έως 12-10-2014, που τέθηκε το πλοίο σε ακινησία, λόγω μηχανικής βλάβης, ήταν εννέα (9) ώρες και όχι δεκαέξι (16) ώρες, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ανωτέρω ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές μία (1) ώρα υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες εννέα (9) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων των μεν αγωγικών ισχυρισμών, ως προς το υπερβάλλον, που επαναφέρονται με τον τριακοστό δεύτερο λόγο της έφεσης των εναγόντων, του δε ισχυρισμού της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της, ενόσω πραγματοποιούσε ταξίδια, δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, ως ουσιαστικά αβασίμων,  εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις.

Υπό  τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της ως άνω εφαρμοζομένης Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, ο έκτος ενάγων, που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του με την ειδικότητα του προϊσταμένου οικονομικού αξιωματικού, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό 13,08 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 15,68 € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα.

Κατά συνέπεια, δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) για υπερωριακή αμοιβή  122 καθημερινών και 26  Κυριακών, ήτοι 148 ημερών  Χ 1 ώρα υπερωρίας = 148 ώρες Χ 13,08 ευρώ το ωρομίσθιο = 1.935,84 ευρώ και β) για υπερωριακή αμοιβή 26 Σαββάτων και 7 αργιών, ήτοι  33 ημερών Χ  9 ώρες υπερωρίας = 297 ώρες Χ 15,68 € = 4.656,96 ευρώ. Επομένως, ο έκτος ενάγων δικαιούνταν να λάβει, ως υπερωριακή αμοιβή, το συνολικό ποσό των 6.592,80 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού έχει λάβει μεικτό ποσό 47,43€ και μεικτό ποσό 308,29 ευρώ, ως αμοιβή υπερωριών Σαββάτου τον Απρίλιο του έτους 2014, όπως προκύπτει από τις δύο αναλύσεις λογαριασμού μισθοδοσίας Απριλίου 2014 προς πληρωμή στον ενάγοντα καθαρού ποσού 1.396,03 ευρώ και την από 5-9-2015 εντολή της …. προς την Τράπεζα Πειραιώς για εξόφληση του ποσού αυτού, καθώς και ποσό 711,43 ευρώ μεικτά, ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας Σαββάτου και Αργιών του μηνός Μαΐου 2014, όπως προκύπτει από την ανάλυση λογαριασμού εταιρείας, σύμφωνα με τον οποίο μεταφέρθηκε στις 27-10-2014  από το λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης «….» ποσό 2.847,87 στο λογαριασμό του ενάγοντος, προς εξόφληση μηνός Μαΐου 2014 και την ανάλυση λογαριασμού μισθοδοσίας Μαΐου 2014 του ενάγοντος, από την οποία προκύπτει καθαρό καταβλητέο ποσό ύψους 2.847,87 ευρώ. Ήτοι συνολικά έχει λάβει έναντι της ανωτέρω οφειλής 1.067,15 (47,43 + 308,29 + 711,43) ευρώ, όπως και ο ίδιος συνομολογεί και επομένως, του οφείλεται η διαφορά ποσού 5.525,65 (6.592,80 – 1.067,15) ευρώ.

Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο έκτος ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, κατά την περίοδο από 16.4.2014 έως τις 12.10.2014, επί εννέα (9) ώρες και ότι για την κρινόμενη αιτία οφείλεται σ’αυτόν το ποσό των 5.525,65 ευρώ, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και  εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, οι αντίθετοι ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στον τριακοστό δεύτερο λόγο της έφεσης των εναγόντων και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες και ημέρες της υπερωριακής απασχόλησης του ανωτέρω ενάγοντος, πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά βάσιμοι. Επίσης πρέπει να απορριφθούν, αφενός ο τρίτος λόγος της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβάσιμος, εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591 παρ.1 εδ.δ΄ και 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ) και αφετέρου, ο τέταρτος λόγος της ίδιας έφεσης, περί εσφαλμένης αφαίρεσης των ανωτέρω μεικτών και όχι των καθαρών ποσών, που καταβλήθηκαν και μη ορθής αντιστοίχισης τους, που κρίνεται ομοίως, ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι οι γενόμενες καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, στα οποία περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών και ο αναλογούν φόρος, συνιστούν δε το αντικείμενο της δίκης και αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα, οι δε παρακρατηθείσες από την πλοιοκτήτρια προς απόδοση τους νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως και προνοίας, καθώς επίσης ο παρακρατηθείς φόρος υπέρ του Δημοσίου, αποτελούν μέρος των εν λόγω αποδοχών και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των κρινόμενων επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος προς καταβολή τους.

III. Εξάλλου, δεδομένου ότι, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, το άθροισμα των ωρών της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου, κατά εβδομάδα, αφενός για το χρονικό διάστημα από 28.6.2014 έως 7.9.2014, ανέρχεται συνολικά σε 16,35 ώρες, ήτοι πραγματοποιούσε 2,04 εξπρές δρομολόγια την εβδομάδα (16,35 : 8) και αφετέρου, κατά το διάστημα από 8.9.2014 μέχρι 11.10.2014, ανέρχεται συνολικά σε 10,90 ώρες, ήτοι πραγματοποιούσε 1,36 εξπρές δρομολόγια την εβδομάδα (10,90 : 8), κατά τον τρόπο υπολογισμού της παραγράφου 4 του άρθρου 33 της εφαρμοζομένης+ Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, παρέπεται ότι, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του έκτου ενάγοντος, από 28.6.2014 έως 11.10.2014, εκτέλεσε 27,2 [(2,04 Χ 10 εβδομάδες = 20,04) + (1,36 Χ 5 εβδομάδες = 6,8)] τέτοια δρομολόγια. Επομένως, ο έκτος ενάγων, δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την εν λόγω αιτία, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 7 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, ούτως ώστε η δικαιούμενη αμοιβή για κάθε δρομολόγιο «εξπρές», που πραγματοποιήθηκε, ισούται προς το 1/30ο των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, οι οποίες ανέρχονταν συνολικώς στο ποσό των  4.917,52 ευρώ [1.810,10 € μισθός ενεργείας + 398,22 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 57,20€ επίδομα διαχειριστικών λαθών +162,90 € επίδομα επίβλεψης φορτοεκφόρτωσης οχημάτων + 154,58 € επίδομα άγονης γραμμής + 597,95 € επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας (1.810,10€ μισθός ενεργείας + 398,22 € επίδομα Κυριακών = 2.208,32 € x 1/22 = 100,38 € x 5 ημέρες = 501,90 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών 19,21 x 5 = 96,05 €) + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € x 30) + 1.125,05 € μέσος όρος υπερωριών (6.592,80 ευρώ σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 5,86  μήνες)]. Επομένως, η πρόσθετη αμοιβή για τα ως άνω δρομολόγια «εξπρές», που δικαιούται, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 4.458,35 ευρώ (4.917,52 € Χ 1/30 = 163,91 € Χ 27,2  δρομολόγια εξπρές), δεκτού γενομένου εν μέρει κατ’ουσίαν του δεύτερου λόγου της έφεσης των εναγόντων, καθόσον τον αφορά.

  1. IV. Περαιτέρω, από 15-1-2015 έως και την 22-7-2015, οπότε κατά τα άνω λύθηκε η ένδικη σύμβαση εργασίας του έκτου των εναγόντων, η ανωτέρω εργοδότρια εταιρεία δεν παρείχε τροφή στο πλήρωμα του ανωτέρω πλοίου, αλλά ούτε κατέβαλε το αναλογούν αντίτιμο τροφής, το οποίο κατά το άρθρο 3 της ανωτέρω ΣΣΕ ανήρχετο σε ευρώ 19,21 ημερησίως και επομένως, οφείλεται σ’αυτόν, αφενός για το διάστημα από 15.1.2015 έως 11.6.2015 το ποσό των 823,87 (147 Χ 19,21) ευρώ και αφετέρου από 12.6.2015 μέχρι 22.7.2015, το ποσό των 768,40 (40 ημέρες Χ 19,21). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε κατ’ουσίαν το εν λόγω κονδύλιο, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου εν μέρει του έβδομου λόγου της κρινόμενης έφεσης των εναγόντων, καθόσον αφορά τον ανωτέρω ενάγοντα, ως ουσιαστικά βασίμου.
  2. V. Εξάλλου, ο έκτος των εναγόντων βάσει των ρηθέντων στην οικεία μείζονα σκέψη, δικαιούται, ως επιδόματα εορτών, τα ακόλουθα ποσά: α) για επίδομα Χριστουγέννων 2014, που αφορά το χρονικό διάστημα από 1-5-2014 έως 31-12-2014, δικαιούται ποσό, που αντιστοιχεί στις μηνιαίες αποδοχές του, ήτοι το ποσό των 4.917,52 ευρώ. Έναντι τούτου έχει λάβει καθαρά ποσά 2.376,68 ευρώ στις 23-12-2014 δια μεταφοράς του στον λογαριασμό του στην Τράπεζα Πειραιώς από τον λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης «………» στην Τράπεζα Πειραιώς, 150 ευρώ στις 26-1-2015 και 100 ευρώ στις 30-1-2015, σύμφωνα με τις με ίδια ημερομηνία αποδείξεις πληρωμής, που φέρουν την υπογραφή του και συνολικά 2.626,68 (2.376,68 + 150 + 100) ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί, σύμφωνα με τους προσκομιζόμενους λογαριασμούς δώρου Χριστουγέννων που αφορούν στον έκτο ενάγοντα, όπου υπολογίζεται σε ακαθάριστο ποσό αποδοχών 3.225,09 ευρώ ( 2.855,72 + 369,37) καθαρό ποσό 2.746,05 (2.376,68 + 369,37) ευρώ, σε ακαθάριστο ποσό 3.084,90 (3.225,09 x626,68/ 2.746,05) ευρώ και επομένως, δεκτής γενομένης κατ’ουσίαν της ενστάσεως περί μερικής εξόφλησης της πρώτης εναγομένης, του οφείλεται η διαφορά ποσού 1.832,62 (4.917,52 – 3.084,90) ευρώ, απορριπτομένων, αφενός του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβασίμου, εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591 παρ.1 εδ.δ΄ και 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ) και αφετέρου του τέταρτου λόγου της ίδιας έφεσης, περί εσφαλμένης αφαίρεσης των ανωτέρω μεικτών και όχι των καθαρών ποσών, που καταβλήθηκαν και μη ορθής αντιστοίχισης τους, που κρίνεται ομοίως, ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι οι γενόμενες καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, στα οποία περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών και ο αναλογούν φόρος, συνιστούν δε το αντικείμενο της δίκης και αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα, οι δε παρακρατηθείσες από την πλοιοκτήτρια προς απόδοση τους νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως και προνοίας, καθώς επίσης ο παρακρατηθείς φόρος υπέρ του Δημοσίου, αποτελούν μέρος των εν λόγω αποδοχών και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των κρινόμενων επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος προς καταβολή τους, β) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2015, που αφορά το χρονικό διάστημα από 1-5-2015 έως 22-7-2015, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννιαήμερο, δηλαδή το ποσό των 1.268,89 ευρώ {3.637,89 ευρώ μηνιαίες αποδοχές [1.810,10 € μισθός ενεργείας + 398,22 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 57,20€ επίδομα διαχειριστικών λαθών +162,90 € επίδομα επίβλεψης φορτοεκφόρτωσης οχημάτων + 597,95 € επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας (1.810,10€ μισθός ενεργείας + 398,22 € επίδομα Κυριακών = 2.208,32 € x 1/22 = 100,38 € x 5 ημέρες = 501,90 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών 19,21 x 5 = 96,05 €) + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € x 30)] Χ 2/25 = 291,03 Χ 4,36 19ήμερα} και γ) για επίδομα εορτής Πάσχα έτους 2015, για την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 30-4-2015, το ποσό των 1.818,95 ευρώ [3.637,89 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 2 ] και συνολικά για επιδόματα εορτών το ποσό των 4.920,46 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στον τρίτο ενάγοντα για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων 2014 και 2015, τα ποσά των 1.481,23 ευρώ και 1.232,34 ευρώ αντίστοιχα, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον σχετικό εν μέρει ουσιαστικά βάσιμο τριακοστό τρίτο λόγο της έφεσης των εναγόντων, απορριπτομένου  τούτου κατά τα λοιπά, καθόσον αφορά τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν των επιδομάτων εορτών, με βάση την επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή αμοιβή, ως ουσιαστικά αβασίμου.
  3. VI. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι δεν έλαβε την άδεια που δικαιούνταν για το χρονικό διάστημα από 1.6.2014 έως 22.7.2015 και συνεπώς, δικαιούται αποζημίωση αδείας μετά αντιτίμου τροφής, κατ’ άρθρο 15 της ως άνω ΣΣΝΕ, ποσού 396,64 € για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 1-6-2014 έως 11-6-2015 [597,95 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας Χ 12,37 μήνες] και 801,25 € για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 12-6-2105 έως 22-7-2015 (597,95 € Χ 1,34 μήνες) και συνολικά 8.197,89 ευρώ, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης.

VII. Από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται, ότι δεν κατέστη δυνατή η διανυκτέρευση του έκτου ενάγοντος στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, για ανάπαυση και αναψυχή, κατά το χρονικό διάστημα από 16.4.2014 έως 12.10.2014, οπότε τούτο έπαυσε τους πλόες, καθόσον αυτός ήταν υποχρεωμένος να παραμένει στο πλοίο και να εργάζεται για τις ανάγκες του. Άλλωστε, από μόνο το γεγονός της διανυκτέρευσης του πλοίου σε κάποιο λιμάνι, δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο ενάγων λάμβανε άδεια διανυκτέρευσης, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η πρώτη εναγόμενη-εφεσίβλητη. Κατά την περίοδο όμως που το πλοίο είχε διακόψει τα δρομολόγια του και ήταν ακινητοποιημένο, ο ανωτέρω ενάγων δεν επεξηγεί ποίες συγκεκριμένα περιστάσεις δεν επέτρεψαν την διανυκτέρευση του εκτός του πλοίου και αν ήταν επιλογή του να διανυκτερεύει εντός του πλοίου ή ήταν αναγκασμένος να παραμείνει σ’αυτό, διότι του είχε ανατεθεί κάποια υπηρεσία, γεγονός που δεν αποδείχθηκε, η δε τυχόν μη αναγραφή των χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων στο ημερολόγιο του πλοίου, σχετικά αντίγραφα του οποίου άλλωστε δεν προσκομίζονται, δεν αποτελεί αμάχητο τεκμήριο για την μη παροχή διανυκτερεύσεων και ως εκ τούτων, το σχετικό αγωγικό κονδύλι για το χρονικό διάστημα ακινησίας του πλοίου παρίσταται αναπόδεικτο και συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Επομένως, δεδομένου ότι για το διάστημα από 16.4.2014 έως 12.10.2014, έπρεπε να του χορηγηθούν 8 άδειες διανυκτερεύσεως, ήτοι μία διανυκτέρευση κατά το μήνα Απρίλιο, από δύο διανυκτερεύσεις κατά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο και από μία διανυκτέρευση κατά τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο, ενώ για τον Οκτώβριο 2014 δεν διατηρεί τέτοια αξίωση, εφόσον από 12.10.2014 είχε την ευχέρεια να διανυκτερεύει εκτός πλοίου, ο ανωτέρω ενάγων δικαιούται να λάβει την προβλεπόμενη αποζημίωση για τις μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, ήτοι αποζημίωση 82,27 ευρώ για κάθε μη διανυκτέρευση (μισθός ενεργείας 1.810,10 € Χ 1/22) και συνεπώς, δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 658,16  (82,27 ευρώ Χ 8) ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι, για την εν λόγω αιτία ο ενάγων δικαιούται το ανωτέρω ποσό, ως αποζημίωση, για τις, ως άνω, μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, ενώ δεν του οφείλεται τέτοια αποζημίωση από 12.10.2014, που το πλοίο τέθηκε σε ακινησία, οπότε του επιτρεπόταν να διανυκτερεύει εκτός πλοίου, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του συναφούς δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγομένης, κατά το μέρος αυτό και ομοίως του πέμπτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, καθόσον αφορά τον ανωτέρω ενάγοντα και του τριακοστού τέταρτου λόγου αυτής, περί εσφαλμένης συσταλτικής ερμηνείας του νόμου από την εκκαλουμένη ότι απαιτείται για να θεμελιωθεί το εν λόγω δικαίωμα να έχει απασχοληθεί πλήρη μήνα, ως ουσιαστικά αβασίμων.

  1. X. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι ο έκτος ενάγων έλαβε, δυνάμει της υπ’αριθμ. 3526.2/11/2015/6-7-2015 Απόφασης του Υπουργού Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, περί κύρωσης του από 3.7.2015 Πρακτικού της Επιτροπής της παρ. 3 του άρθρου 29 του ν.1220/1982, διαπίστωσης των προϋποθέσεων παροχής προστασίας στους εγκαταλειπόμενους από τον πλοιοκτήτη ναυτικούς, λόγω μη εκπλήρωσης των περί μισθοτροφοδοσίας υποχρεώσεων του και βεβαίωσης των δικαιούμενων αποδοχών τριών μηνών, καθαρό ποσό 6.752,08 ευρώ, που δεν προκύπτει σε ποιο ακαθάριστο ποσό αντιστοιχεί δια της προσκομίσεως εκκαθαριστικής καρτέλας υπολογισμού των μηνιαίων αποδοχών του και κρατήσεων από την οικεία υπηρεσία εκκαθαρίσεων λογαριασμών του ΝΑΤ και επιπλέον, δυνάμει της υπ’αριθμ.πρωτ. 2242.6/40349/2015/24-11-2015 απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής περί κύρωσης του από 11.11.2015 Πρακτικού της ίδιας Επιτροπής, μεικτό ποσό 40.898,02 ευρώ, που αντιστοιχεί σε καθαρό 28.164,59 ευρώ, για αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 16.4.2014 έως 22.4.2015, ήτοι συνολικά 47.650,01 ευρώ, το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί από τις αντίστοιχες, όπως συνάγεται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος, για δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας, ύψους 45.075,67 (31.957,32 + 4.920,46 + 8.197,89) ευρώ, οι οποίες υπερκαλύπτονται και συνεπώς, έχουν εξοφληθεί, απομένοντος επιπλέον ποσού 2.574,34 (47.650,01 – 45.075,67) ευρώ, που αφορά καταβληθείσες αποδοχές από την ναυτολόγηση του στο εν λόγω πλοίο, κατά την επίδικη περίοδο, πλην όμως, επειδή ουδόλως προκύπτει για ποια ή ποιες συγκεκριμένα αιτίες καταβλήθηκε τούτο, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν προσκομίζεται εκκαθαριστική καρτέλα υπολογισμού των καταβληθέντων μηνιαίων αποδοχών του και κρατήσεων ούτε από την οικεία υπηρεσία εκκαθαρίσεως λογαριασμών του Υπουργείου Ναυτιλίας, δεν είναι εφικτός ο καταλογισμός του σε συγκεκριμένη αγωγική απαίτηση και γι’αυτό, πρέπει να αφαιρεθεί από το συνολικό οφειλόμενο ποσό για τις λοιπές επιδικαζόμενες αξιώσεις, δεκτής γενομένης εν μέρει κατ’ουσίαν της σχετικής ένστασης εξοφλήσεως της πρώτης εναγομένης. Ειδικότερα, οι υπόλοιπες ανεξόφλητες απαιτήσεις του έκτου ενάγοντος κατά αμφοτέρων των εναγομένων, ευθυνομένων αλληλεγγύως, ως κυρία και εφοπλίστρια αντίστοιχα, για υπερωριακή απασχόληση, αμοιβή δρομολογίων εξπρές, αντίτιμο τροφής και αποζημίωση διανυκτέρευσης, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 13.466,03 (5.525,65 + 458,35 + 2.823,87 + 658,16) ευρώ και αφαιρουμένου του ανωτέρω ποσού των 2.574,34 ευρώ, το εναπομείναν οφειλόμενο υπόλοιπο ανέρχεται σε 10.891,69 (13.466,03 – 2.574,34) ευρώ, το οποίο υποχρεούνται οι εναγόμενες να του καταβάλουν εις ολόκληρον, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του. Επιπλέον, η πρώτη εναγομένη με την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας, του οφείλει το ποσό των 768,40 ευρώ, για αντίτιμο τροφής,  ομοίως με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, αφού καταλόγισε το συνολικό ποσό των 47.650,01, που καταβλήθηκε στον έκτο ενάγοντα από το ΝΑΤ και το Δημόσιο αντίστοιχα, στα αγωγικά κονδύλια εν γένει, κατά τη σειρά αναφοράς τους στο δικόγραφο, με την αιτιολογία της έλλειψης ειδικότερου προσδιορισμού από τον ενάγοντα, ήτοι από τις δεδουλευμένες αποδοχές, το επίδομα άγονης γραμμής, την υπερωριακή αμοιβή, τα επιδόματα εορτών, την αποζημίωση διανυκτερεύσεων και το επίδομα αδείας του χρονικού διαστήματος από 1-6-2014 έως 11-6-2015 και έκρινε ότι οφείλεται σ’αυτόν το υπόλοιπο τούτου, ύψους 2.420,28 ευρώ, από αμφότερες τις εναγόμενες ευθυνόμενες εις ολόκληρον, καθώς επίσης το επίδομα αδείας του χρονικού διαστήματος από 12-6-2015 έως 22-7-2015, ποσού 801,25 ευρώ από την πρώτη εναγομένη, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου, εν μέρει, του συναφούς τριακοστού πέμπτου λόγου της έφεσης των εναγόντων περί μη ορθού καταλογισμού των εν λόγω ποσών, ως ουσιαστικά βασίμου και απορριπτομένου του κρινόμενου λόγου κατά τα λοιπά, ομοίως και των τρίτου και τέταρτου λόγων της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος, περί εσφαλμένης μερικής παραδοχής από την εκκαλουμένη της ένστασης εξόφλησης της πρώτης εναγομένης και αφαίρεσης των μεικτών ποσών και όχι των καθαρών, που καταβλήθηκαν αντίστοιχα από το Δημόσιο και το ΝΑΤ, καθώς και περί καταλογισμού των καταβληθέντων αποκλειστικά στο πρώτο κονδύλι της αγωγής για τους δεδουλευμένους μισθούς, ως ουσιαστικά αβασίμων, αφενός διότι οι γενόμενες καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα, οι δε παρακρατηθείσες νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως και προνοίας, καθώς επίσης ο παρακρατηθείς φόρος υπέρ του Δημοσίου, αποτελούν μέρος των εν λόγω αποδοχών και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των συναφών επίδικων αξιώσεων προς καταβολή τούτων και αφετέρου, διότι τα καταβληθέντα από το Δημόσιο και το ΝΑΤ ανωτέρω ποσά, δεν αφορούν μόνο τον βασικό μισθό, ως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, αλλά και τα αντίστοιχα ως άνω επιδόματα, την αναλογία δώρων εορτών και τις αποδοχές αδείας μετά τροφής, όπως συνάγεται ιδίως από τους εγκεκριμένους από την Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία οικείους εκκαθαριστικούς λογαριασμούς αναφορικά με τις μηνιαίες αποδοχές έκαστου ναυτικού και τις σχετικές κρατήσεις, που επισυνάπτονται στο νομίμως επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από 9.7.2018 ακριβές απόσπασμα του από 3.7.2015 ανωτέρω πρακτικού για την καταβολή των δικαιούμενων σ’αυτούς, ποσών, κατά το υπερβάλλον δε ποσό από τις προβλεπόμενες από την οικεία ΣΣΝΕ εν λόγω αποδοχές, νομίμως καταλογίζονται στις λοιπές επίδικες αξιώσεις.

 

Ζ. I. Περαιτέρω, βάσει των σχετικών διατάξεων της ως άνω ΣΣΕ, οι μηνιαίες αποδοχές του έβδομου ενάγοντος, …………. ως επίκουρου θαλαμηπόλου, ανέρχονταν στο ποσό των 1.167,82 ευρώ [μισθός ενεργείας 928,36 ευρώ, επίδομα Κυριακών 204,24 ευρώ (22% επί του μισθού ενεργείας), επίδομα βαρειάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ], μη συνυπολογιζόμενου του επιδόματος ιματισμού στις τακτικές αποδοχές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας και λόγω της παροχής του σε είδος, απορριπτομένου του έκτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, ως ουσιαστικά αβασίμου. Επομένως, για το  επίδικο χρονικό διάστημα απασχόλησης του από 1.10.2014 έως την απόλυση του στις 22.7.2015, λόγω του κατά τα άνω κλεισίματος του ναυτολογίου, εδικαιούτο να λάβει το συνολικό ποσό των 11.339,53 € ευρώ (1.167,82 € Χ 9,71 μήνες). Επιπλέον, για το διάστημα από 1.10.2014 έως 12.10.2014, που το πλοίο έπαυσε να εκτελεί πλόες, εδικαιούτο αναλογία επί του, κατ’ άρθρο 7 της ανωτέρω ΣΣΕ, επιδόματος άγονης γραμμής, το οποίο ανέρχεται σε 30,53 ευρώ (928,36 + 204,24 = 1.132,60 ευρώ x 7%= 78,28 ευρώ x 0,39 μήνες), καθόσον από την επισκόπηση των μισθοδοτικών καταστάσεων, που αφορούν στους ενάγοντες ναυτικούς και που προσκομίζουν αμφότεροι οι διάδικοι, αποδεικνύεται ότι το εν λόγω επίδομα είχε συμφωνηθεί να ανέρχεται σε ποσοστό 7% επί του βασικού μισθού, ήτοι του μισθού ενεργείας με το επίδομα Κυριακών και όχι στο 7% επί του μισθού ενεργείας μόνο, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης και εν συνόλω δικαιούνταν για δεδουλευμένες αποδοχές  11.370,06 (11.339,53 + 30,53) ευρώ. Έναντι δε του ποσού τούτου, έχει λάβει, καθαρό ποσό 1.597,79 ευρώ (100 ευρώ στις 6-11-2014 έναντι του μισθού Νοεμβρίου 2014, 100 ευρώ στις 16-1-2015 έναντι του μισθού Ιανουαρίου 2015, όπως προκύπτει από τις δύο υπό τις ανωτέρω ημερομηνίες αποδείξεις πληρωμής, που φέρουν την υπογραφή του ενάγοντος, 1.000 ευρώ στις 27-3-2015 από την δεύτερη εναγομένη «…….» δια καταθέσεως από το λογαριασμό της εταιρείας στο λογαριασμό του, έναντι αποδοχών του μηνός Μαρτίου έτους 2015 και ποσό 397,79 ευρώ στις 3-3-2015 έναντι αποδοχών μηνός Οκτωβρίου 2014, δια σχετικής μεταφοράς από τον τραπεζικό λογαριασμό στην Τράπεζα Πειραιώς της «……..» στο λογαριασμό του ενάγοντος) και επομένως, του οφείλεται η διαφορά εκ 9.772,27 (11.370,06 – 1.597,79) ευρώ, δεκτής γενομένης της σχετικής ενστάσεως περί μερικής εξόφλησης της πρώτης εναγομένης και απορριπτομένου του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβασίμου, εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591 παρ.1 εδ.δ΄ και 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ).

  1. II. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ανωτέρω ενάγων κατά την διάρκεια ναυτολόγησης του, απασχολούνταν καθημερινά με τα ανατεθέντα σ’αυτόν από τον προϊστάμενο αρχιθαλαμηπόλο καθήκοντα τα συναφή με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου και συγκεκριμένα στην υποδοχή των επιβατών κατά την επιβίβαση τους, την τακτοποίηση αυτών στις θέσεις τους ή τις καμπίνες του πλοίου και την αποβίβαση τούτων. Επίσης, συμμετείχε με έναν θαλαμηπόλο στον καθαρισμό και την τακτοποίηση συγκεκριμένου αριθμού καμπινών του πλοίου, ενώ ήταν επιφορτισμένος και με την καθαριότητα και τον ευπρεπισμό των κοινοχρήστων εσωτερικών χώρων του πλοίου (διαδρόμων, σαλονιών, κλιμάκων, τουαλετών κ.λπ.), τόσο εν πλω, στην έκταση που κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, όσο και σε λιμένα και ιδίως στο λιμάνι της Σύρου, όπου λάμβαναν χώρα πιο εκτεταμένες και εξειδικευμένες εργασίες καθαρισμού. Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ως άνω πολύωρων δρομολογίων του και ιδίως λόγω των συχνών κατάπλων του σε ενδιάμεσα λιμάνια, ο ανωτέρω ενάγων απασχολούνταν με τις ως άνω εργασίες, καθημερινώς, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης των δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο και των πολλαπλών λιμένων προσέγγισης. Έτσι, ο έβδομος των εναγόντων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, ενόψει της συνάρτησης τους με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την διαρκή εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών. Σημειωτέον, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των ως άνω καθορισμένων ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον η πληρότητα αυτή αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα υπολογιζόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται από την πρώτη εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του.

Ενόψει των προαναφερθέντων, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενόσω το πλοίο εκτελούσε τα προγραμματισμένα δρομολόγια, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο, λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του έβδομου ενάγοντος, κατά τα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του, από 1.9.2014, οπότε προσελήφθη, έως 12-10-2014, που τέθηκε το πλοίο σε ακινησία, λόγω μηχανικής βλάβης, ήταν έντεκα (11) ώρες και όχι δεκατέσσερις (14) ώρες, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ανωτέρω ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τρεις (3) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες έντεκα (11) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων των μεν αγωγικών ισχυρισμών, ως προς το υπερβάλλον, που επαναφέρονται με τον τριακοστό έκτο λόγο της έφεσης των εναγόντων, του δε ισχυρισμού της εναγομένης,  που προβλήθηκε πρωτοδίκως, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της, ενόσω πραγματοποιούσε ταξίδια, δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, ως ουσιαστικά αβασίμων,  εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις.

Υπό  τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της ως άνω εφαρμοζομένης Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, ο έβδομος ενάγων, που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό 6,71 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 8,06 € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα.

Κατά συνέπεια, δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) για υπερωριακή αμοιβή  30 καθημερινών και 5 Κυριακών, ήτοι 35 ημερών Χ 3 ώρες υπερωρίας = 105 ώρες Χ 6,71 ευρώ το ωρομίσθιο = 704,55 ευρώ και β) για υπερωριακή αμοιβή 6 Σαββάτων και 1 αργιών, ήτοι 7 ημερών Χ 11 ώρες υπερωρίας = 77 ώρες Χ 8,06 € το ωρομίσθιο = 620,62  ευρώ. Επομένως, ο έβδομος ενάγων δικαιούνταν να λάβει, ως υπερωριακή αμοιβή, το συνολικό ποσό των 1.325,17  (704,55 + 620,62) ευρώ. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, οι αντίθετοι ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στον τριακοστό έκτο λόγο της έφεσης των εναγόντων και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες και ημέρες της υπερωριακής απασχόλησης του ανωτέρω ενάγοντος, πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

III. Εξάλλου, δεδομένου ότι, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, το άθροισμα των ωρών της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου, κατά εβδομάδα, αφενός για το χρονικό διάστημα από 28.6.2014 έως 7.9.2014, ανέρχεται συνολικά σε 16,35 ώρες, ήτοι πραγματοποιούσε 2,04 εξπρές δρομολόγια την εβδομάδα (16,35 : 8) και αφετέρου, κατά το διάστημα από 8.9.2014 μέχρι 11.10.2014, ανέρχεται συνολικά σε 10,90 ώρες, ήτοι πραγματοποιούσε 1,36 εξπρές δρομολόγια την εβδομάδα (10,90 : 8), κατά τον τρόπο υπολογισμού της παραγράφου 4 του άρθρου 33 της εφαρμοζομένης+ Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, παρέπεται ότι, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του τέταρτου ενάγοντος, από 1.9.2014 έως 11.10.2014, εκτέλεσε 8,84 [(2,04 Χ 1 εβδομάδα = 2,04) + (1,36 Χ 5 εβδομάδες = 6,8)] τέτοια δρομολόγια. Επομένως, ο έβδομος ενάγων, δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την εν λόγω αιτία, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 7 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, ούτως ώστε η δικαιούμενη αμοιβή για κάθε δρομολόγιο «εξπρές», που πραγματοποιήθηκε, ισούται προς το 1/30ο των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, οι οποίες ανέρχονταν συνολικώς στο ποσό των   3.121,84 ευρώ [928,36 € μισθός ενεργείας + 204,24 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 353,45 αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (1.132,60 € x 1/22 = 51,48 € x 5 ημέρες = 257,40 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών 19,21 x 5 = 96,05 €) + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € x 30) + 77,72 € αναλογία επιδόματος άγονης γραμμής + 946,55 € μέσος όρος υπερωριών (1.325,17  ευρώ σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 1,4  μήνες)]. Επομένως, η πρόσθετη αμοιβή για τα ως άνω δρομολόγια «εξπρές», που δικαιούται, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 919,89 ευρώ (3.121,84 € Χ 1/30 = 104,06 € Χ   8,84 δρομολόγια εξπρές), δεκτού γενομένου εν μέρει κατ’ουσίαν του δεύτερου λόγου της έφεσης των εναγόντων, καθόσον τον αφορά.

  1. IV. Περαιτέρω, από 15-1-2015 έως και την 22-7-2015, οπότε κατά τα άνω λύθηκε η ένδικη σύμβαση εργασίας του πέμπτου των εναγόντων, η ανωτέρω εργοδότρια εταιρεία δεν παρείχε τροφή στο πλήρωμα του ανωτέρω πλοίου, αλλά ούτε κατέβαλε το αναλογούν αντίτιμο τροφής, το οποίο κατά το άρθρο 3 της ανωτέρω ΣΣΕ ανήρχετο σε ευρώ 19,21 ημερησίως και επομένως, οφείλεται σ’αυτόν, αφενός για το διάστημα από 15.1.2015 έως 11.6.2015 το ποσό των 823,87 (147 ημέρες Χ 19,21) ευρώ και αφετέρου από 12.6.2015 μέχρι 22.7.2015, το ποσό των 768,40 (40 ημέρες Χ 19,21). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε κατ’ουσίαν το εν λόγω κονδύλιο, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου εν μέρει του έβδομου λόγου της κρινόμενης έφεσης των εναγόντων, καθόσον αφορά τον ανωτέρω ενάγοντα, ως ουσιαστικά βασίμου.
  2. V. Εξάλλου, ο έβδομος των εναγόντων βάσει των ρηθέντων στην οικεία μείζονα σκέψη, δικαιούται, ως επιδόματα εορτών, τα ακόλουθα ποσά: α) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2015, που αφορά το χρονικό διάστημα από 1-5-2015 έως 22-7-2015, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννιαήμερο, δηλαδή το ποσό των 731,60 ευρώ {2.097,57 τακτικές μηνιαίες αποδοχές [928,36 € μισθός ενεργείας + 204,24 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 353,45 αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (1.132,60 € x 1/22 = 51,48 € x 5 ημέρες = 257,40 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών 19,21 x 5 = 96,05 €) + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € x 30)] Χ 2/25 = 167,80 Χ 4,36 19ήμερα} και γ) για επίδομα εορτής Πάσχα έτους 2015, για την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 30-4-2015, το ποσό των 1.048,79 ευρώ [2.097,57 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 2]. Ενόψει τούτων, η συνολική οφειλή για επιδόματα εορτών ανέρχεται στο ποσό των 780,39 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στον έβδομο ενάγοντα για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων 2015 και Πάσχα 2015, τα ποσά των 710,55 ευρώ και 1.048,79 ευρώ αντίστοιχα, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, αναφορικά με το πρώτο και ορθά έκρινε, ως προς το δεύτερο, κατά τον σχετικό εν μέρει ουσιαστικά βάσιμο έκτο λόγο της έφεσης των εναγόντων, απορριπτομένου τούτου, ως προς τις αιτιάσεις, περί συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές, προς εύρεση των κρινόμενων δώρων, του επιδόματος ιματισμού, ως ουσιαστικά αβασίμου.
  3. VI. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι δεν έλαβε την άδεια που δικαιούνταν για το χρονικό διάστημα από 1.10.2014 έως 22.7.2015 και συνεπώς, δικαιούται αποζημίωση αδείας μετά αντιτίμου τροφής, κατ’ άρθρο 15 της ως άνω ΣΣΝΕ, ποσού 958,38 € για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 1-10-2014 έως 11-6-2015 (353,45 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας Χ 8,37 μήνες) και 473,62 € για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 12-6-2105 έως 22-7-2015 (353,45 € Χ 1,34 μήνες) και συνολικά 3.432 ευρώ, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης.

VII. Από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται, ότι δεν κατέστη δυνατή η διανυκτέρευση του έβδομου ενάγοντος στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, για ανάπαυση και αναψυχή, κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2014 έως 12.10.2014, οπότε τούτο έπαυσε τους πλόες, καθόσον αυτός ήταν υποχρεωμένος να παραμένει στο πλοίο και να εργάζεται για τις ανάγκες του. Άλλωστε, από μόνο το γεγονός της διανυκτέρευσης του πλοίου σε κάποιο λιμάνι, δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο ενάγων λάμβανε άδεια διανυκτέρευσης, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η πρώτη εναγόμενη-εφεσίβλητη. Κατά την περίοδο όμως που το πλοίο είχε διακόψει τα δρομολόγια του και ήταν ακινητοποιημένο, ο ανωτέρω ενάγων δεν επεξηγεί ποίες συγκεκριμένα περιστάσεις δεν επέτρεψαν την διανυκτέρευση του εκτός του πλοίου και αν ήταν επιλογή του να διανυκτερεύει εντός του πλοίου ή ήταν αναγκασμένος να παραμείνει σ’αυτό, διότι του είχε ανατεθεί κάποια υπηρεσία, γεγονός που δεν αποδείχθηκε, η δε τυχόν μη αναγραφή των χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων στο ημερολόγιο του πλοίου, σχετικά αντίγραφα του οποίου άλλωστε δεν προσκομίζονται, δεν αποτελεί αμάχητο τεκμήριο για την μη παροχή διανυκτερεύσεων και ως εκ τούτων, το σχετικό αγωγικό κονδύλι για το χρονικό διάστημα ακινησίας του πλοίου παρίσταται αναπόδεικτο και συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Επομένως, δεδομένου ότι για το διάστημα από 1.9.2014 έως 12.10.2014, έπρεπε να του χορηγηθεί 1 άδεια διανυκτερεύσεως τον Σεπτέμβριο 2014, ενώ για τον Οκτώβριο 2014 δεν διατηρεί τέτοια αξίωση, εφόσον από 12.10.2014 είχε την ευχέρεια να διανυκτερεύει εκτός πλοίου, ο ανωτέρω ενάγων δικαιούται να λάβει την προβλεπόμενη αποζημίωση για την μη χορηγηθείσα διανυκτέρευση, ήτοι αποζημίωση 42,20 ευρώ (μισθός ενεργείας 928,36 € Χ 1/22). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι, για την εν λόγω αιτία ο ενάγων δικαιούται το ανωτέρω ποσό, ως αποζημίωση, για την, ως άνω, μη χορηγηθείσα διανυκτέρευση, ενώ δεν του οφείλεται τέτοια αποζημίωση από 12.10.2014, που το πλοίο τέθηκε σε ακινησία, οπότε του επιτρεπόταν να διανυκτερεύει εκτός πλοίου, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του συναφούς δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγομένης, κατά το μέρος αυτό και ομοίως του πέμπτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, καθόσον αφορά τον ανωτέρω ενάγοντα και του τριακοστού όγδοου λόγου αυτής, περί εσφαλμένης συσταλτικής ερμηνείας του νόμου από την εκκαλουμένη ότι απαιτείται για να θεμελιωθεί το εν λόγω δικαίωμα να έχει απασχοληθεί πλήρη μήνα, ως ουσιαστικά αβασίμων.

VIII. Από τα ίδια, ως άνω, αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι η  σύμβαση ναυτικής εργασίας του έβδομου ενάγοντος λύθηκε ύστερα από μονομερή καταγγελία αυτής εκ μέρους της πρώτης εναγομένης στις 22.7.2015, χωρίς υπαιτιότητα του ενάγοντος, λόγω του, κατά τα άνω, κλεισίματος του ναυτολογίου, γεγονός που ανεγράφη στο ναυτικό του φυλλάδιο. Συνεπώς, δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου του πρώτου λόγου της έφεσης της πρώτης εναγομένης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμου, η οποία ισούται με το μισθό 15 ημερών, το ημερομίσθιο δε της αποζημίωσης είναι ίσο με το 1/25 του συνόλου των τακτικών αποδοχών του, όπως προσδιορίστηκαν ανωτέρω, πλέον της αναλογίας των επιδομάτων εορτών εκ 264,54 ευρώ (1.780,39 : 6,73 μήνες), συνολικού ύψους 2.362,11 ευρώ (2.097,57 ευρώ + 264,54 ευρώ) και ανέρχεται στο ποσό των 1.417,20 ευρώ [2.362,11 ευρώ τακτικές αποδοχές : 25 = 94,48 Χ  15 ημέρες], εκ του οποίου αιτείται το έλασσον ποσό των 1.128,03 ευρώ, που πρέπει να του επιδικαστεί για την αιτία αυτή.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, έκρινε ότι ο έβδομος των εναγόντων δικαιούται για αποζημίωση απολύσεως το ποσό των 1.048,79 ευρώ, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον σχετικό εν μέρει βάσιμο έκτο λόγο της έφεσης των εναγόντων, απορριπτομένου  τούτου κατά τα λοιπά, καθόσον αφορά την αιτίαση περί συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές και εντεύθεν στη αποζημίωση απόλυσης, του επιδόματος ιματισμού, ως ουσιαστικά αβασίμου.

  1. IX. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι έβδομος ενάγων έλαβε, δυνάμει της υπ’αριθμ.3526.2/11/2015/6-7-2015 Απόφασης του Υπουργού Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, περί κύρωσης του από 3.7.2015 Πρακτικού της Επιτροπής της παρ. 3 του άρθρου 29 του ν.1220/1982, διαπίστωσης των προϋποθέσεων παροχής προστασίας στους εγκαταλειπόμενους από τον πλοιοκτήτη ναυτικούς, λόγω μη εκπλήρωσης των περί μισθοτροφοδοσίας υποχρεώσεων του και βεβαίωσης των δικαιούμενων αποδοχών τριών μηνών, μεικτό ποσό 5.325 ευρώ, που αντιστοιχεί σε καθαρό 3.816,46 ευρώ και επιπλέον, δυνάμει της υπ’αριθμ.πρωτ.2242.6/40349/2015/24-11-2015 απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής περί κύρωσης του από 11.11.2015 Πρακτικού της ίδιας Επιτροπής, μεικτό ποσό 13.726,68 ευρώ, που αντιστοιχεί σε καθαρό 8.419,72 ευρώ, για αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 1.9.2014 έως 22.4.2015, ήτοι συνολικά μεικτές αποδοχές ποσού 19.051,68 ευρώ, το οποίο πρέπει να καταλογιστεί στις αντίστοιχες ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος, για δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας, ύψους 14.984,66 (9.772,27 + 1.780,39 +3.432) ευρώ, οι οποίες υπερκαλύπτονται και συνεπώς, έχουν εξοφληθεί, απομένοντος επιπλέον ποσού 4.067,02 (19.051,68 -14.984,66) ευρώ, που αφορά καταβληθείσες αποδοχές από την ναυτολόγηση του στο εν λόγω πλοίο, κατά περίοδο, που εμπίπτει στο επίδικο διάστημα, πλην όμως, επειδή ουδόλως προκύπτει για ποια ή ποιες συγκεκριμένα αιτίες καταβλήθηκε τούτο, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν προσκομίζεται εκκαθαριστική καρτέλα υπολογισμού των καταβληθέντων μηνιαίων αποδοχών του και κρατήσεων από την οικεία υπηρεσία εκκαθαρίσεως λογαριασμών του Υπουργείου Ναυτιλίας, όπως από το ΝΑΤ, δεν είναι εφικτός ο καταλογισμός του σε συγκεκριμένη αγωγική απαίτηση και γι’αυτό, πρέπει να αφαιρεθεί από το συνολικό οφειλόμενο ποσό για τις λοιπές επιδικαζόμενες αξιώσεις, δεκτής γενομένης εν μέρει κατ’ουσίαν της σχετικής ένστασης εξοφλήσεως της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης. Ειδικότερα, οι υπόλοιπες ανεξόφλητες απαιτήσεις του έβδομου ενάγοντος κατά αμφοτέρων των εναγομένων, ευθυνομένων αλληλεγγύως, ως κυρία και εφοπλίστρια αντίστοιχα, για υπερωριακή απασχόληση, αμοιβή δρομολογίων εξπρές, αντίτιμο τροφής και αποζημίωση διανυκτέρευσης, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 5.111,33 (1.325,17 + 919,89 + 2.823,87 + 42,40) ευρώ και αφαιρουμένου του ανωτέρω ποσού των 4.067,02 ευρώ, το εναπομείναν οφειλόμενο υπόλοιπο ανέρχεται σε 044,31 (5.111,33 – 4.067,02) ευρώ, το οποίο υποχρεούνται οι εναγόμενες να του καταβάλουν εις ολόκληρον, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του. Επιπλέον, η πρώτη εναγομένη με την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας, του οφείλει το ποσό των 1.896,43 ευρώ (768,40 + 1.128,03) για αντίτιμο τροφής και αποζημίωση απόλυσης , ομοίως με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, αφού αφαίρεσε το συνολικό ποσό των 17.543,14 ευρώ και συγκεκριμένα 3.816,46 ευρώ καθαρά και 13.726,68 ευρώ μεικτά, που καταβλήθηκαν στον έβδομο ενάγοντα από το ΝΑΤ και το Δημόσιο αντίστοιχα, έκρινε ότι οι αγωγικές απαιτήσεις του ύψους 17.379,77 ευρώ, έχουν υπερκαλυφθεί και ουδέν του οφείλεται, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου, εν μέρει του συναφούς τριακοστού ένατου λόγου της έφεσης των εναγόντων, ως ουσιαστικά βασίμου και απορριπτομένου του κρινόμενου λόγου κατά τα λοιπά, ομοίως και των τρίτου και τέταρτου λόγων της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος, περί εσφαλμένης παραδοχής από την εκκαλουμένη της ένστασης εξόφλησης της πρώτης εναγομένης και αφαίρεσης των μεικτών ποσών και όχι των καθαρών, που καταβλήθηκαν αντίστοιχα από το Δημόσιο και το ΝΑΤ, καθώς και περί καταλογισμού των καταβληθέντων αποκλειστικά στο πρώτο κονδύλι της αγωγής για τους δεδουλευμένους μισθούς, ως ουσιαστικά αβασίμων, αφενός διότι οι γενόμενες καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα, οι δε παρακρατηθείσες νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως και προνοίας, καθώς επίσης ο παρακρατηθείς φόρος υπέρ του Δημοσίου, αποτελούν μέρος των εν λόγω αποδοχών και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των συναφών επίδικων αξιώσεων προς καταβολή τούτων και αφετέρου, διότι τα καταβληθέντα από το Δημόσιο και το ΝΑΤ ανωτέρω ποσά, δεν αφορούν μόνο τον βασικό μισθό, ως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, αλλά και τα αντίστοιχα επιδόματα και συγκεκριμένα, όσον αφορά τον έβδομο ενάγοντα, το επίδομα βαρειάς και ανθυγιεινής εργασίας, το επίδομα ιματισμού, την αναλογία δώρων εορτών και τις αποδοχές αδείας μετά τροφής, όπως προκύπτει ιδίως από τον εγκεκριμένο από την Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία οικείο εκκαθαριστικό λογαριασμό αναφορικά με τις μηνιαίες αποδοχές του και τις σχετικές κρατήσεις, που επισυνάπτεται στο νομίμως επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από 9.7.2018 ακριβές απόσπασμα του από 3.7.2015 ανωτέρω πρακτικού για την καταβολή των δικαιούμενων στον έβδομο ενάγοντα, μεταξύ άλλων, ποσών, κατά το υπερβάλλον δε ποσό από τις προβλεπόμενες από την οικεία ΣΣΝΕ εν λόγω αποδοχές, νομίμως καταλογίζονται στις λοιπές επίδικες αξιώσεις.

Η. I. Περαιτέρω, βάσει των σχετικών διατάξεων της ως άνω ΣΣΕ, οι μηνιαίες αποδοχές του όγδοου ενάγοντος, …………… ως καθαριστή μηχανής, ανέρχονταν στο ποσό των 1.201,17 ευρώ [910,38 € μισθός ενεργείας + 200,28 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 19,81 € επίδομα παρακολούθησης λειτουργία βοηθητικών μηχανημάτων + 35,48€ επίδομα έξτρα εργασιών], μη συνυπολογιζόμενου του επιδόματος ιματισμού στις τακτικές αποδοχές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας και λόγω της παροχής του σε είδος, απορριπτομένου του έκτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, ως ουσιαστικά αβασίμου. Επομένως, για το  επίδικο χρονικό διάστημα απασχόλησης του από 1.10.2014 έως την απόλυση του στις 22.7.2015, λόγω του κατά τα άνω κλεισίματος του ναυτολογίου, εδικαιούτο να λάβει το συνολικό ποσό των 11.687,38 ευρώ (1.201,17 € Χ 9,73 μήνες), απορριπτομένου του ισχυρισμού του, που διαλαμβάνεται στον τεσσαρακοστό λόγο της έφεσης των εναγόντων ότι ο βασικός του μισθός ανέρχονταν σε 1.394,02 ευρώ (1.142,64 μισθός ενεργείας + 251,38 επίδομα Κυριακών), ως ουσιαστικά αβασίμου, καθόσον αυτός αντιστοιχεί στην ειδικότητα καθαριστή μηχανής με άδεια θερμαστή και όχι σε καθαριστή χωρίς άδεια θερμαστή, όπως ο όγδοος ενάγων, που δεν προκύπτει ότι κατείχε τέτοια άδεια. Ένεκα της ουσιαστικής αβασιμότητας του εν λόγω ισχυρισμού, παρέπεται το κατ’ουσίαν αβάσιμο των τεσσαρακοστού δεύτερου, τεσσαρακοστού τρίτου, τεσσαρακοστού τέταρτου, τεσσαρακοστού πέμπτου και τεσσαρακοστού έκτου, λόγων της ίδιας έφεσης, καθόσον ερείδονται επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης υπολογισμού των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα 2015, της αποζημίωσης για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, της αποζημίωσης απόλυσης και τις αποδοχές αδείας, με βάση τον βασικό μισθό, που αντιστοιχεί στην ειδικότητα καθαριστή με άδεια θερμαστή.  Επιπλέον, για το διάστημα από 1.10.2014 έως 12.10.2014, που το πλοίο έπαυσε να εκτελεί πλόες, εδικαιούτο αναλογία επί του, κατ’ άρθρο 7 της ανωτέρω ΣΣΕ, επιδόματος άγονης γραμμής, το οποίο ανέρχεται σε 30,32 ευρώ (910,38 € μισθός ενεργείας + 200,28 € επίδομα Κυριακών = 1.110,66 ευρώ x 7%= 77,75 ευρώ x 0,39 μήνες), καθόσον από την επισκόπηση των μισθοδοτικών καταστάσεων, που αφορούν στους ενάγοντες ναυτικούς και που προσκομίζουν αμφότεροι οι διάδικοι, αποδεικνύεται ότι το εν λόγω επίδομα είχε συμφωνηθεί να ανέρχεται σε ποσοστό 7% επί του βασικού μισθού, ήτοι του μισθού ενεργείας με το επίδομα Κυριακών και όχι στο 7% επί του μισθού ενεργείας μόνο, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης και εν συνόλω δικαιούνταν για δεδουλευμένες αποδοχές   11.717,70 (11.687,38 + 30,32) ευρώ. Έναντι δε αυτού έχει λάβει καθαρό ποσό 1.697,79  ευρώ (100 ευρώ στις 16-1-2015 έναντι του μισθού Ιανουαρίου 2015, 100 ευρώ στις 12-10-2014 έναντι του μισθού Οκτωβρίου 2014, 100 ευρώ στις 6-11-2014 έναντι του μισθού Νοεμβρίου 2014, όπως προκύπτει από τις τρεις υπό τις ανωτέρω ημερομηνίες αποδείξεις πληρωμής, που φέρουν την υπογραφή του ενάγοντος,  1.000 ευρώ στις 27-3-2015 από την δεύτερη εναγομένη «….» δια καταθέσεως του εν λόγω ποσού από το λογαριασμό της εταιρείας στην τράπεζα Πειραιώς στο λογαριασμό του, έναντι αποδοχών του μηνός Μαρτίου έτους 2015 και ποσό 397,79 ευρώ στις 3-3-2015 έναντι αποδοχών μηνός Οκτωβρίου 2014, δια σχετικής μεταφοράς του ανωτέρω ποσού από τον λογαριασμό στην Τράπεζα Πειραιώς της «……….» στο ανωτέρω  λογαριασμό του ενάγοντος) και ως εκ τούτου, του οφείλεται η διαφορά ποσού 10.019,91  (11.717,70 – 1.697,79) ευρώ, δεκτής γενομένης της σχετικής ενστάσεως περί μερικής εξόφλησης της πρώτης εναγομένης και απορριπτομένου του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβασίμου, εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591 παρ.1 εδ.δ΄ και 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ).

  1. II. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ανωτέρω ενάγων κατά την διάρκεια ναυτολόγησης του, απασχολούνταν καθημερινά με τα καθήκοντα τα συναφή με την ειδικότητα του καθαριστή μηχανής βοηθώντας τους θερμαστές στα καθήκοντα τους και ειδικώτερα εκτελούσε τον καθαρισμό των φλογοθαλάμων, τον καθαρισμό εν γένει των διαμερισμάτων μηχανής και των ενδιαιτημάτων του προσωπικού αυτής και τις παντός είδους επιδιορθώσεις των μηχανών, μηχανημάτων και εργαλείων. Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ως άνω πολύωρων δρομολογίων του και ιδίως λόγω των συχνών κατάπλων του σε ενδιάμεσα λιμάνια, ο ανωτέρω ενάγων απασχολούνταν με τις ως άνω εργασίες, καθημερινώς, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης των δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο και των πολλαπλών λιμένων προσέγγισης. Έτσι, ο όγδοος των εναγόντων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, ενόψει της συνάρτησης τους με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την διαρκή εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών. Σημειωτέον, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των ως άνω καθορισμένων ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον η πληρότητα αυτή αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα υπολογιζόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται από την πρώτη εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του.

Ενόψει των προαναφερθέντων, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενόσω το πλοίο εκτελούσε τα προγραμματισμένα δρομολόγια, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο, λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του έβδομου ενάγοντος, κατά τα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του, από 13.6.2014, οπότε προσελήφθη, έως 12-10-2014, που τέθηκε το πλοίο σε ακινησία, λόγω μηχανικής βλάβης, ήταν έντεκα (11) ώρες και όχι δεκατέσσερις (14) ώρες, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ανωτέρω ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τρεις (3) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες έντεκα (11) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων των μεν αγωγικών ισχυρισμών, ως προς το υπερβάλλον, που επαναφέρονται με τον τεσσαρακοστό πρώτο λόγο της έφεσης των εναγόντων, του δε ισχυρισμού της εναγομένης,  που προβλήθηκε πρωτοδίκως, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της, ενόσω πραγματοποιούσε ταξίδια, δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, ως ουσιαστικά αβασίμων,  εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις.

Υπό  τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της ως άνω εφαρμοζομένης Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, ο όγδοος ενάγων, που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του με την ειδικότητα του καθαριστή μηχανής, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό των 6,57 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 7,89 € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα, απορριπτομένου του ισχυρισμού, που διαλαμβάνεται στον τεσσαρακοστό πρώτο λόγο της έφεσης των εναγόντων, περί ωρομισθίου 8,26 και 9,92 αντιστοίχως, ως αβασίμου.

Κατά συνέπεια, δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) για υπερωριακή αμοιβή  84 καθημερινών και 17 Κυριακών, ήτοι 101 ημερών x 3 ώρες υπερωρίας ημερησίως = 303 ώρες x 6,57 € το ωρομίσθιο  = 1.990,71 ευρώ και β) για υπερωριακή αμοιβή 18 Σαββάτων και 2 αργιών, ήτοι 20 ημερών Χ 11 ώρες υπερωρίας = 220 ώρες Χ 7,89 € ωρομίσθιο = 1.735,80 ευρώ. Επομένως, ο όγδοος ενάγων δικαιούνταν να λάβει, ως υπερωριακή αμοιβή, το συνολικό ποσό των 3.726,51 (1.990,71 + 1.735,80) ευρώ. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, οι αντίθετοι ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στον τεσσαρακοστό πρώτο λόγο της έφεσης των εναγόντων και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες και ημέρες της υπερωριακής απασχόλησης του ανωτέρω ενάγοντος, πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Έναντι του ανωτέρω ποσού έχει λάβει: α) μεικτό ποσό 271,69 ευρώ (214,69€ για υπερωρίες Σαββάτων και Αργιών + 57€ για λοιπές υπερωρίες)  στις 18-8-2014, για υπερωρίες μηνός Ιουνίου 2014, σύμφωνα με την ανάλυση λογαριασμού μισθοδοσίας του, η οποία είναι υπογεγραμμένη ως εξοφληθείσα από τον ενάγοντα, β) 452,81 ευρώ (357,81 ευρώ για υπερωρίες Σαββάτων και Αργιών + 95 ευρώ για λοιπές υπερωρίες) μηνός Ιουλίου 2014, καθόσον έναντι των αποδοχών Ιουλίου 2014, που ανέρχονταν σύμφωνα με την ανάλυση μισθοδοσίας του μηνός αυτού, σε μεικτό ποσό 2.048,27 ευρώ και καθαρό ποσό 1.503,13 ευρώ, στο δε μεικτό ποσό περιλαμβάνεται το προαναφερόμενο ποσό υπερωριών, έλαβε για το λόγο αυτό, στις 26-8-2014, καθαρό ποσό 1.000 ευρώ σύμφωνα με σχετική υπογεγραμμένη από τον ίδιο απόδειξη πληρωμής και στις 18-11-2014 ποσό 503,13 ευρώ δια μεταφοράς του ποσού αυτού από το λογαριασμό της εταιρείας «………» στο λογαριασμό του στην Τράπεζα Πειραιώς, ήτοι συνολικά 1.503,13 ευρώ και επομένως, εφόσον εξοφλήθηκε η ανωτέρω μισθοδοτική κατάσταση, εξοφλήθηκαν και τα ποσά υπερωριών που περιέχονται σε αυτήν, γ) 452,81 ευρώ (357,81 ευρώ για υπερωρίες Σαββάτων και Αργιών + 95 ευρώ για λοιπές υπερωρίες) μηνός Αυγούστου 2014, καθόσον έναντι των αποδοχών του μηνός αυτού, που ανέρχονται σύμφωνα με τη σχετική ανάλυση μισθοδοσίας, σε μεικτό ποσό 2.048,27 ευρώ και καθαρό ποσό 1.503,13 ευρώ, στο δε μεικτό ποσό περιλαμβάνεται το προαναφερόμενο ποσό υπερωριών, έλαβε για το λόγο αυτό, στις 18-11-2014, καθαρό ποσό 1. 503,13 ευρώ δια μεταφοράς του ποσού αυτού από το λογαριασμό της εταιρείας «…………» στο λογαριασμό του στην Τράπεζα Πειραιώς και επομένως, εφόσον εξοφλήθηκε η ανωτέρω μισθοδοτική κατάσταση, εξοφλήθηκαν και τα ποσά υπερωριών που περιέχονται σε αυτήν. Ενόψει τούτων, κατόπιν των ποσών που του καταβλήθηκαν για την υπερωριακή του εργασία,  οφείλεται σ’αυτόν η διαφορά ανερχομένη σε 2.549,20  [3.726,51- (271,69 + 452,81 + 452,81=1.177,31)] ευρώ, δεκτής γενομένης της ενστάσεως περί μερικής εξοφλήσεως, που προέβαλε η πρώτη εναγομένη, ως και κατ’ ουσία βάσιμη και απορριπτομένων, αφενός του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος περί απαραδέκτου της σχετικής ένστασης εξόφλησης, καθόσον, κατά την προφορική προβολή της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα ποία ποσά καταβλήθηκαν, πότε και για ποία αιτία, ως αβασίμου, εφόσον, όταν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, όπως εν προκειμένω, στα πρακτικά καταχωρούνται συνοπτικά οι ισχυρισμοί, οι αιτήσεις και οι δηλώσεις των διαδίκων, που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση και αρκεί η αναφορά στις προτάσεις (591 παρ.1 εδ.δ΄ και 256 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ) και αφετέρου, του τέταρτου λόγου της ίδιας έφεσης, περί εσφαλμένης αφαίρεσης των ανωτέρω μεικτών και όχι των καθαρών ποσών, που καταβλήθηκαν και μη ορθής αντιστοίχισης τους, που κρίνεται ομοίως, ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι οι γενόμενες καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, στα οποία περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών και ο αναλογούν φόρος, συνιστούν δε το αντικείμενο της δίκης και αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα, οι δε παρακρατηθείσες από την πλοιοκτήτρια προς απόδοση τους νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως και προνοίας, καθώς επίσης ο παρακρατηθείς φόρος υπέρ του Δημοσίου, αποτελούν μέρος των εν λόγω αποδοχών και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των κρινόμενων επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος προς καταβολή τους.

III. Εξάλλου, δεδομένου ότι, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, το άθροισμα των ωρών της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου, κατά εβδομάδα, αφενός για το χρονικό διάστημα από 28.6.2014 έως 7.9.2014, ανέρχεται συνολικά σε 16,35 ώρες, ήτοι πραγματοποιούσε 2,04 εξπρές δρομολόγια την εβδομάδα (16,35 : 8) και αφετέρου, κατά το διάστημα από 8.9.2014 μέχρι 11.10.2014, ανέρχεται συνολικά σε 10,90 ώρες, ήτοι πραγματοποιούσε 1,36 εξπρές δρομολόγια την εβδομάδα (10,90 : 8), κατά τον τρόπο υπολογισμού της παραγράφου 4 του άρθρου 33 της εφαρμοζομένης+ Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, παρέπεται ότι, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του όγδοου ενάγοντος, από 28.6.2014 έως 11.10.2014, εκτέλεσε 27,2 [(2,04 Χ 10 εβδομάδες = 20,4) + (1,36 Χ 5 εβδομάδες = 6,8)] τέτοια δρομολόγια. Επομένως, ο όγδοος ενάγων, δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την εν λόγω αιτία, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 7 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, ούτως ώστε η δικαιούμενη αμοιβή για κάθε δρομολόγιο «εξπρές», που πραγματοποιήθηκε, ισούται προς το 1/30ο των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, οι οποίες ανέρχονταν συνολικώς στο ποσό των   3.135,29 ευρώ [910,38 € μισθός ενεργείας + 200,28 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 19,81 € επίδομα παρακολούθησης λειτουργία βοηθητικών μηχανημάτων + 35,48€ επίδομα έξτρα εργασιών  + 348,45 € επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας (910,38 € μισθός ενεργείας + 200,28 € επίδομα Κυριακών = 1.110,66 € x 1/22 = 50,48 € x 5 ημέρες = 252,40 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών 19,21 x 5 = 96,05 €) + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € x 30) + 77,75  € αναλογία επιδόματος άγονης γραμμής + 931,62 € μέσος όρος υπερωριών (3.726,51 ευρώ σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 4  μήνες)]. Επομένως, η πρόσθετη αμοιβή για τα ως άνω δρομολόγια «εξπρές», που δικαιούται, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 2.842,66 ευρώ (3.135,29 € Χ 1/30 = 104,51 € Χ 27,2 δρομολόγια εξπρές), δεκτού γενομένου εν μέρει κατ’ουσίαν του δεύτερου λόγου της έφεσης των εναγόντων, καθόσον τον αφορά.

  1. IV. Περαιτέρω, από 15-1-2015 έως και την 22-7-2015, οπότε κατά τα άνω λύθηκε η ένδικη σύμβαση εργασίας του πέμπτου των εναγόντων, η ανωτέρω εργοδότρια εταιρεία δεν παρείχε τροφή στο πλήρωμα του ανωτέρω πλοίου, αλλά ούτε κατέβαλε το αναλογούν αντίτιμο τροφής, το οποίο κατά το άρθρο 3 της ανωτέρω ΣΣΕ ανήρχετο σε ευρώ 19,21 ημερησίως και επομένως, οφείλεται σ’αυτόν, αφενός για το διάστημα από 15.1.2015 έως 11.6.2015 το ποσό των 823,87 (147 ημέρες Χ 19,21) ευρώ και αφετέρου από 12.6.2015 μέχρι 22.7.2015, το ποσό των 768,40 (40 ημέρες Χ 19,21). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε κατ’ουσίαν το εν λόγω κονδύλιο, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου εν μέρει του έβδομου λόγου της κρινόμενης έφεσης των εναγόντων, καθόσον αφορά τον ανωτέρω ενάγοντα, ως ουσιαστικά βασίμου.
  2. V. Εξάλλου, ο όγδοος των εναγόντων βάσει των ρηθέντων στην οικεία μείζονα σκέψη, δικαιούται, ως επιδόματα εορτών, τα ακόλουθα ποσά: α) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2015, που αφορά το χρονικό διάστημα από 1-5-2015 έως 22-7-2015, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννιαήμερο, δηλαδή το ποσό των 741,50 ευρώ {125,92 τακτικές μηνιαίες αποδοχές [910,38 € μισθός ενεργείας + 200,28 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 19,81 € επίδομα παρακολούθησης λειτουργίας βοηθητικών μηχανημάτων + 35,48€ επίδομα έξτρα εργασιών + 348,45 € επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας (910,38 € μισθός ενεργείας + 200,28 € επίδομα Κυριακών = 1.110,66 € x 1/22 = 50,48 € x 5 ημέρες = 252,40 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών 19,21 x 5 = 96,05 €) + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € x 30)] Χ 2/25 = 170,07 Χ 4,36 19ήμερα} και γ) για επίδομα εορτής Πάσχα έτους 2015, για την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 30-4-2015, το ποσό των 1.062,96 ευρώ [2.125,92 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 2]. Ενόψει τούτων, η συνολική οφειλή για επιδόματα εορτών ανέρχεται στο ποσό των 1.804,46 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στον όγδοο ενάγοντα για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων 2015 και Πάσχα 2015, τα ποσά των 736,10 ευρώ και 1.062,96 ευρώ αντίστοιχα, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, αναφορικά με το πρώτο και ορθά έκρινε, ως προς το δεύτερο, κατά τον σχετικό εν μέρει ουσιαστικά βάσιμο τεσσαρακοστό δεύτερο λόγο της έφεσης των εναγόντων, απορριπτομένου  τούτου κατά τα λοιπά, ομοίως και του τεσσαρακοστού τρίτου λόγου, καθώς επίσης και του έκτου λόγου, ως προς τις αιτιάσεις, περί υπολογισμού στις τακτικές αποδοχές, προς εύρεση των κρινόμενων δώρων, του βασικού μισθού του καθαριστή μηχανής με άδεια θερμαστή και συνυπολογισμού, του επιδόματος ιματισμού, ως ουσιαστικά αβασίμων.
  3. VI. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι δεν έλαβε την άδεια που δικαιούνταν για το χρονικό διάστημα από 1.10.2014 έως 22.7.2015 και συνεπώς, δικαιούται αποζημίωση αδείας μετά αντιτίμου τροφής, κατ’ άρθρο 15 της ως άνω ΣΣΝΕ, ποσού 916,53 € για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 1-10-2014 έως 11-6-2015 (348,45 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας Χ 8,37 μήνες) και 487,83 € για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 12-6-2105 έως 22-7-2015 (348,45 € Χ 1,34 μήνες) και συνολικά 3.404,36 ευρώ, απορριπτομένου του τεσσαρακοστού έκτου λόγου της έφεσης των εναγόντων περί υπολογισμού των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν τις αποδοχές αδείας, με τον βασικό μισθό του καθαριστή μηχανής με άδεια θερμαστή, ως ουσιαστικά αβασίμου.

VII. Από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται, ότι δεν κατέστη δυνατή η διανυκτέρευση του όγδοου ενάγοντος στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, για ανάπαυση και αναψυχή, κατά το χρονικό διάστημα από 13.6.2014 έως 12.10.2014, οπότε τούτο έπαυσε τους πλόες, καθόσον αυτός ήταν υποχρεωμένος να παραμένει στο πλοίο και να εργάζεται για τις ανάγκες του. Άλλωστε, από μόνο το γεγονός της διανυκτέρευσης του πλοίου σε κάποιο λιμάνι, δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο ενάγων λάμβανε άδεια διανυκτέρευσης, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η πρώτη εναγόμενη-εφεσίβλητη. Κατά την περίοδο όμως που το πλοίο είχε διακόψει τα δρομολόγια του και ήταν ακινητοποιημένο, ο ανωτέρω ενάγων δεν επεξηγεί ποίες συγκεκριμένα περιστάσεις δεν επέτρεψαν την διανυκτέρευση του εκτός του πλοίου και αν ήταν επιλογή του να διανυκτερεύει εντός του πλοίου ή ήταν αναγκασμένος να παραμείνει σ’αυτό, διότι του είχε ανατεθεί κάποια υπηρεσία, γεγονός που δεν αποδείχθηκε, η δε τυχόν μη αναγραφή των χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων στο ημερολόγιο του πλοίου, σχετικά αντίγραφα του οποίου άλλωστε δεν προσκομίζονται, δεν αποτελεί αμάχητο τεκμήριο για την μη παροχή διανυκτερεύσεων και ως εκ τούτων, το σχετικό αγωγικό κονδύλι για το χρονικό διάστημα ακινησίας του πλοίου παρίσταται αναπόδεικτο και συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Επομένως, δεδομένου ότι για το διάστημα από 13.6.2014 έως 12.10.2014, έπρεπε να του χορηγηθούν 4 άδειες διανυκτερεύσεως και συγκεκριμένα μία για έκαστο των μηνών  Ιουνίου, Ιουλίου, Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2014, ενώ για τον Οκτώβριο 2014 δεν διατηρεί τέτοια αξίωση, εφόσον από 12.10.2014 είχε την ευχέρεια να διανυκτερεύει εκτός πλοίου, ο ανωτέρω ενάγων δικαιούται να λάβει την προβλεπόμενη αποζημίωση για τις μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, ήτοι αποζημίωση 165,52 ευρώ (910,38 μισθός ενεργείας € Χ 1/22= 41,38 Χ 4). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι, για την εν λόγω αιτία ο ενάγων δικαιούται το ανωτέρω ποσό, ως αποζημίωση, για τις, ως άνω, μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, ενώ δεν του οφείλεται τέτοια αποζημίωση από 12.10.2014, που το πλοίο τέθηκε σε ακινησία, οπότε του επιτρεπόταν να διανυκτερεύει εκτός πλοίου, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του συναφούς δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγομένης, κατά το μέρος αυτό και ομοίως του πέμπτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, καθόσον αφορά τον ανωτέρω ενάγοντα, καθώς επίσης και του τεσσαρακοστού τέταρτου λόγου αυτής, περί εσφαλμένης συσταλτικής ερμηνείας του νόμου από την εκκαλουμένη ότι απαιτείται για να θεμελιωθεί το εν λόγω δικαίωμα να έχει απασχοληθεί πλήρη μήνα και υπολογισμού της κρινόμενης αποζημίωσης με βάση τον μισθό ενεργείας του καθαριστή μηχανής με άδεια θερμαστή, ως ουσιαστικά αβασίμων.

VIII. Από τα ίδια, ως άνω, αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι η  σύμβαση ναυτικής εργασίας του όγδοου ενάγοντος λύθηκε ύστερα από μονομερή καταγγελία αυτής εκ μέρους της πρώτης εναγομένης στις 22.7.2015, χωρίς υπαιτιότητα του ενάγοντος, λόγω του, κατά τα άνω, κλεισίματος του ναυτολογίου, γεγονός που ανεγράφη στο ναυτικό του φυλλάδιο. Συνεπώς, δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου του πρώτου λόγου της έφεσης της πρώτης εναγομένης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμου, η οποία ισούται με το μισθό 15 ημερών, το ημερομίσθιο δε της αποζημίωσης είναι ίσο με το 1/25 του συνόλου των τακτικών αποδοχών του, όπως προσδιορίστηκαν ανωτέρω, πλέον της αναλογίας των επιδομάτων εορτών εκ 268,12 ευρώ (1.804,46 : 6,73 μήνες), συνολικού ύψους 2.394,04 ευρώ (2.125,92 ευρώ + 268,12 ευρώ) και ανέρχεται στο ποσό των 1.436,40 ευρώ [2.394,04 ευρώ τακτικές αποδοχές : 25 = 95,76 Χ  15 ημέρες], εκ του οποίου αιτείται το έλασσον ποσό των 1.316,10 ευρώ, που πρέπει να του επιδικαστεί για την αιτία αυτή.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, έκρινε ότι ο όγδοος των εναγόντων δικαιούται για αποζημίωση απολύσεως το ποσό των 1.062,96 ευρώ, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον σχετικό εν μέρει βάσιμο τεσσαρακοστό πέμπτο λόγο της έφεσης των εναγόντων, απορριπτομένου  τούτου κατά τα λοιπά, ομοίως και του έκτου λόγου της ίδιας έφεσης, καθόσον αφορά τις αιτιάσεις περί υπολογισμού των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν της αποζημίωσης απόλυσης, με τον βασικό μισθό του καθαριστή μηχανής με άδεια θερμαστή και συνυπολογισμού του επιδόματος ιματισμού, ως ουσιαστικά αβασίμων.

  1. IX. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι ο όγδοος ενάγων έλαβε, δυνάμει της υπ’αριθμ.3526.2/11/2015/6-7-2015 Απόφασης του Υπουργού Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, περί κύρωσης του από 3.7.2015 Πρακτικού της Επιτροπής της παρ. 3 του άρθρου 29 του ν.1220/1982, διαπίστωσης των προϋποθέσεων παροχής προστασίας στους εγκαταλειπόμενους από τον πλοιοκτήτη ναυτικούς, λόγω μη εκπλήρωσης των περί μισθοτροφοδοσίας υποχρεώσεων του και βεβαίωσης των δικαιούμενων αποδοχών τριών μηνών, μεικτό ποσό 5.300,97 ευρώ, που αντιστοιχεί σε καθαρό 3.804,76 ευρώ και επιπλέον, δυνάμει της υπ’αριθμ.πρωτ.2242.6/40349/2015/24-11-2015 απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής περί κύρωσης του από 11.11.2015 Πρακτικού της ίδιας Επιτροπής, μεικτό ποσό 13.844,19 ευρώ, που αντιστοιχεί σε καθαρό 9.599,99 ευρώ, για αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 1.9.2014 έως 22.4.2015, ήτοι συνολικά μεικτές αποδοχές ποσού 19.145,16 ευρώ, το οποίο πρέπει να καταλογιστεί στις αντίστοιχες ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος, για δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας, ύψους 15.228,73 (10.019,91 + 1.804,46 + 3.404,36) ευρώ, οι οποίες υπερκαλύπτονται και συνεπώς, έχουν εξοφληθεί, απομένοντος επιπλέον ποσού 3.916,43 (19.145,16 – 15.228,73) ευρώ, που αφορά καταβληθείσες αποδοχές από την ναυτολόγηση του στο εν λόγω πλοίο, κατά περίοδο, που εμπίπτει στο επίδικο διάστημα, πλην όμως, επειδή ουδόλως προκύπτει για ποια ή ποιες συγκεκριμένα αιτίες καταβλήθηκε τούτο, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν προσκομίζεται εκκαθαριστική καρτέλα υπολογισμού των καταβληθέντων μηνιαίων αποδοχών του και κρατήσεων από την οικεία υπηρεσία εκκαθαρίσεως λογαριασμών του Υπουργείου Ναυτιλίας, όπως από το ΝΑΤ, δεν είναι εφικτός ο καταλογισμός του σε συγκεκριμένη αγωγική απαίτηση και γι’αυτό, πρέπει να αφαιρεθεί από το συνολικό οφειλόμενο ποσό για τις λοιπές επιδικαζόμενες αξιώσεις, δεκτής γενομένης εν μέρει κατ’ουσίαν της σχετικής ένστασης εξοφλήσεως της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης. Ειδικότερα, οι υπόλοιπες ανεξόφλητες απαιτήσεις του όγδοου ενάγοντος κατά αμφοτέρων των εναγομένων, ευθυνομένων αλληλεγγύως, ως κυρία και εφοπλίστρια αντίστοιχα, για υπερωριακή απασχόληση, αμοιβή δρομολογίων εξπρές, αντίτιμο τροφής και αποζημίωση διανυκτέρευσης, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 381,25 (2.549,20 + 2.842,66 + 2.823,87 + 165,52) ευρώ και αφαιρουμένου του ανωτέρω ποσού των 3.916,43 ευρώ, το εναπομείναν οφειλόμενο υπόλοιπο ανέρχεται σε 4.464,82 (8.381,25 – 3.916,43) ευρώ, το οποίο υποχρεούνται οι εναγόμενες να του καταβάλουν εις ολόκληρον, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του. Επιπλέον, η πρώτη εναγομένη με την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας, του οφείλει το ποσό των 2.084,50 ευρώ (768,40 + 1.316,10) για αντίτιμο τροφής και αποζημίωση απόλυσης, ομοίως με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο καταλόγισε το συνολικό ποσό των 17.648,95 ευρώ και συγκεκριμένα 3.804,76 ευρώ καθαρά και 13.844,19 ευρώ μεικτά, που καταβλήθηκαν στον όγδοο ενάγοντα από το ΝΑΤ και το Δημόσιο αντίστοιχα, στα αγωγικά κονδύλια εν γένει, κατά τη σειρά αναφοράς τους στο δικόγραφο, με την αιτιολογία της έλλειψης ειδικότερου προσδιορισμού από τον ενάγοντα, ήτοι στις δεδουλευμένες αποδοχές, το επίδομα άγονης γραμμής, την υπερωριακή αμοιβή, τα επιδόματα εορτών, την αποζημίωση διανυκτερεύσεων και το επίδομα αδείας και έκρινε ότι οφείλεται σ’αυτόν από την πρώτη εναγομένη μέρος του επιδόματος αδείας του χρονικού διαστήματος από 12-6-2015 έως 22-7-2015, ποσού 337,15 ευρώ και επιπλέον η αποζημίωση απόλυσης και συνολικά 1.400,11 ευρώ, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου, εν μέρει, του συναφούς τεσσαρακοστού έβδομου λόγου της έφεσης των εναγόντων περί μη ορθού καταλογισμού των εν λόγω ποσών, ως ουσιαστικά βασίμου και απορριπτομένου του κρινόμενου λόγου κατά τα λοιπά, ομοίως και των τρίτου και τέταρτου λόγων της έφεσης των εναγόντων, κατά το σκέλος, περί εσφαλμένης μερικής παραδοχής από την εκκαλουμένη της ένστασης εξόφλησης της πρώτης εναγομένης και αφαίρεσης των μεικτών ποσών και όχι των καθαρών, που καταβλήθηκαν αντίστοιχα από το Δημόσιο και το ΝΑΤ, καθώς και περί καταλογισμού των καταβληθέντων αποκλειστικά στο πρώτο κονδύλι της αγωγής για τους δεδουλευμένους μισθούς, ως ουσιαστικά αβασίμων, αφενός διότι οι γενόμενες καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αποδοχών αντίστοιχα, οι δε παρακρατηθείσες νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως και προνοίας, καθώς επίσης ο παρακρατηθείς φόρος υπέρ του Δημοσίου, αποτελούν μέρος των εν λόγω αποδοχών και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των συναφών επίδικων αξιώσεων προς καταβολή τούτων και αφετέρου, διότι τα καταβληθέντα από το Δημόσιο και το ΝΑΤ ανωτέρω ποσά, δεν αφορούν μόνο τον βασικό μισθό, ως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, αλλά και τα αντίστοιχα επιδόματα και συγκεκριμένα, όσον αφορά τον όγδοο ενάγοντα, το επίδομα βαρειάς και ανθυγιεινής εργασίας, το επίδομα ιματισμού, την αναλογία δώρων εορτών και τις αποδοχές αδείας μετά τροφής, όπως προκύπτει ιδίως από τον εγκεκριμένο από την Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία οικείο εκκαθαριστικό λογαριασμό αναφορικά με τις μηνιαίες αποδοχές του και τις σχετικές κρατήσεις, που επισυνάπτεται στο νομίμως επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από 9.7.2018 ακριβές απόσπασμα του από 3.7.2015 ανωτέρω πρακτικού για την καταβολή των δικαιούμενων στον όγδοο ενάγοντα, μεταξύ άλλων, ποσών, κατά το υπερβάλλον δε ποσό τις προβλεπόμενες από την οικεία ΣΣΝΕ εν λόγω αποδοχές, νομίμως καταλογίζονται στις λοιπές επίδικες αξιώσεις.

XII. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση της εναγομένης-εκκαλούσας εταιρείας και να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν η κρινόμενη έφεση των εναγόντων-εκκαλούντων, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες-εφεσίβλητες, να καταβάλουν εις ολόκληρον στον πρώτο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των 20.393,29 ευρώ, στην δεύτερη ενάγουσα-εκκαλούσα το ποσό των 10.981,52 ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των 20.958,67 ευρώ, στον τέταρτο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των 17.624,72 ευρώ, στον πέμπτο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των 5.900,71 ευρώ, στον έκτο ενάγοντα εκκαλούντα το ποσό των 10.891,69 ευρώ, στον έβδομο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των 1.044,31 ευρώ και στον όγδοο ενάγοντα το ποσό των 4.464,82 ευρώ, για τις ανωτέρω αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσης τους αντίστοιχα και επιπλέον η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των 4.925,60 ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των 4.891,44 ευρώ, στον τέταρτο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των 768,40 ευρώ, στον πέμπτο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των 768,40 ευρώ, στον έκτο ενάγοντα εκκαλούντα το ποσό των 768,40 ευρώ, στον έβδομο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των 1.896,43 ευρώ και στον όγδοο ενάγοντα το ποσό των 2.084,50 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσης τους αντίστοιχα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων της  έφεσης που απορρίφθηκε του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας, ενώ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων της έφεσης, που έγινε δεκτή και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ τους, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων – εκκαλούντων, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος των εναγομένων – εφεσιβλήτων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται τις εφέσεις τυπικά.

Απορρίπτει την έφεση της εκκαλούσας-εναγομένης, ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Επιβάλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων (2.400) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση των εκκαλούντων-εναγόντων.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.2902/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει: Α) τις εναγόμενες – εφεσίβλητες να καταβάλουν εις ολόκληρον: στον πρώτο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των είκοσι χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα τριών και είκοσι εννέα λεπτών (20.393,29) ευρώ, στην δεύτερη ενάγουσα-εκκαλούσα το ποσό των δέκα χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα ενός και πενήντα δύο λεπτών (10.981,52) ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των είκοσι χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα οκτώ και εξήντα επτά λεπτών (20.958,67) ευρώ, στον τέταρτο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των δέκα επτά χιλιάδων εξακοσίων είκοσι τεσσάρων και εβδομήντα δύο λεπτών (17.624,72) ευρώ, στον πέμπτο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των πέντε χιλιάδων εννιακοσίων και εβδομήντα ενός λεπτών (5.900,71) ευρώ, στον έκτο ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των δέκα χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα ενός και εξήντα εννέα λεπτών (10.891,69) ευρώ, στον έβδομο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των χιλίων σαράντα τεσσάρων και τριάντα ενός λεπτών (1.044,31) ευρώ και στον όγδοο ενάγοντα –εκκαλούντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα τεσσάρων και ογδόντα δύο λεπτών (4.464,82) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσης τους αντίστοιχα και Β) την πρώτη εναγομένη να καταβάλει επιπλέον: στον πρώτο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι πέντε και εξήντα λεπτών (4.925,60) ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα ενός και σαράντα τεσσάρων λεπτών (4.891,44) ευρώ, στον τέταρτο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των επτακοσίων εξήντα οκτώ και σαράντα λεπτών (768,40) ευρώ, στον πέμπτο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των επτακοσίων εξήντα οκτώ και σαράντα λεπτών (768,40) ευρώ, στον έκτο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των επτακοσίων εξήντα οκτώ και σαράντα λεπτών (768,40) ευρώ, στον έβδομο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των χιλίων οκτακοσίων ενενήντα έξι και σαράντα τριών λεπτών (1.896,43) ευρώ και στον όγδοο ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των δύο χιλιάδων ογδόντα τεσσάρων και πενήντα λεπτών (2.084,50) ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσης τους αντίστοιχα.

Επιβάλλει στις εναγόμενες – εφεσίβλητες μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων – εκκαλούντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων ευρώ (800 €)  για έκαστο αυτών.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 9 Μαρτίου 2020.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ