Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 245/2020

Αριθμός  245/2020

ΤΟ   ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη-Εισηγητή και Μαρία Κωττάκη, Εφέτη   και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Η από 27.01.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. ……/30.01.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. ……/30.01.2017) έφεση των εναγόντων – εκκαλούντων – εφεσιβλήτων, μετά των από 18.04.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. ……./19.04.2018, ειδ. αριθμ. καταθ. …../19.04.2018) προσθέτων λόγων αυτής, και η από 30.03.2017 (γεν αριθμ. καταθ. ……/30.03.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …./30.03.2017) έφεση των εναγομένων – εφεσιβλήτων – εκκαλούντων κατ΄ αλλήλων και της υπ΄ αριθμ. 778/15.03.2016 οριστικής αποφάσεως του Ναυτικού Τμήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί των από 04.2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../20.04.2011), 20.04.2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../20.04.2011), 20.04.2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……/21.04.2011) και 11.01.2012 (γεν. αριθμ. καταθ. …../12.01.2012) αγωγών, ασκήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα νομίμως έγγραφα προκύπτει ότι νομίμως επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο της εκκαλουμένης αποφάσεως επιδόθηκε (άρθρο 143§1 Κ.Πολ.Δ.) με επιμέλεια των εναγόντων προς τους  εναγομένους την 01.02.2017 (βλ. την σχετική επισημείωση επί του επιδοθέντος φωτοτυπικού αντιγράφου του δικαστικού επιμελητή …..)  επιπλέον δε, όσον αφορά τους προσθέτους λόγους της πρώτης των ανωτέρω εφέσεων, αυτοί (πρόσθετοι λόγοι) αφορούν κεφάλαια της αποφάσεως που έχουν προσβληθεί με την έφεση και συνδέονται αναγκαίως με αυτά. Ασκήθηκαν, δηλαδή, (οι εφέσεις και οι πρόσθετοι λόγοι) συμφώνως προς τις προβλέψεις των άρθρων 495§§1, 2, 3 εδάφ. α΄, δ΄, 496, 500, 511, 513 εδάφ. α΄ στοιχ. β΄, 516§1, 517, 518§1, 520 Κ.Πολ.Δ. και 9§2 ν. 4335/2015. Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρα 532 Κ.Πολ.Δ.) και να εξετασθούν περαιτέρω, κατά την αυτή διαδικασία, αναφορικά με το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533§1 Κ.Πολ.Δ.). Αναφορικά τώρα με τον ισχυρισμό των εναγόντων – εκκαλούντων – εφεσιβλήτων περί του ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγομένων – εφεσιβλήτων – εκκαλούντων στερείται δικαστικής πληρεξουσιότητας, πρέπει να σημειωθεί ότι, από τον έλεγχο εκ μέρους του Εισηγητή της υποθέσεως Εφέτη των προσκομισθέντων με νόμιμη επίκληση δεκαεπτά (17) δικαστικών πληρεξουσίων (τα οποία αριθμήθηκαν και μονογραφήθηκαν), στερείται ουσιαστικής βασιμότητας.
  2. Οι ενάγοντες (……….. ) με τις από 20.04.2011 (τρεις), ομοίου, κατά το ουσιώδες μέρος του περιεχομένου τους, αγωγές τους εξέθεσαν ότι η πρώτη ενάγουσα εταιρεία, με την επωνυμία «……………….», ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου «AT» η δεύτερη ενάγουσα εταιρεία, με την επωνυμία «………………..», ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου «GT», η τρίτη ενάγουσα εταιρεία, με την επωνυμία «………………..», ήταν  πλοιοκτήτρια του πλοίου «Vj», η τετάρτη ενάγουσα εταιρεία, με την επωνυμία «……………….», ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου «Z», η πέμπτη ενάγουσα εταιρεία, με την επωνυμία «……………….»,  ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου «TC», η έκτη ενάγουσα εταιρεία, με την επωνυμία «………………..», ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου «PM», η εβδόμη ενάγουσα εταιρεία, με την επωνυμία «………………..» ήταν διαχειρίστρια των ως άνω πλοίων, ο ……….., ήταν Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου των εταιρειών «……………….», «………………..», «………………..», «……………….», «………………..» και  «………………..», ήτοι της πρώτης δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και εβδόμης των εναγουσών, ο ……….., ήταν Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου των εταιρειών «……………….», «………………..», «………………..» και «……………….», ήτοι των πρώτης, δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των εναγουσών, ο ………., ήταν Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου των εταιρειών «……………….», «………………..», «………………..», «……………….», «………………..» και  «………………..»,  ήτοι της πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης πέμπτης των έβδομης των εναγουσών επιπλέον δε και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας  «………………..», έβδομης των εναγουσών, ο …………… ήταν Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας «………………..», πέμπτης των εναγουσών και Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας «………………..», έκτης των εναγουσών, ο ………., ήταν Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας «………………..», πέμπτης των εναγουσών και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας «………………..»,  έκτης των εναγουσών, ο ………………. ………., ήταν Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας με την επωνυμία «………………..», έκτης των εναγουσών, και η  . ………………., ήταν Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας «………………..», εβδόμης των εναγουσών. ΄Οτι η πρώτη ενάγουσα, στις 24.05.2006, συνήψε με τους α) «……………….», που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των …………. 2987 για το οικονομικό έτος 2006, της οποίας υπεύθυνος ασφαλίσεων ήταν ο …………………………, η ………………., ήταν επικεφαλής του τμήματος ασφαλιστικών απαιτήσεων, και ο………………., ήταν υπεύθυνος ασφαλίσεων της ίδιας εταιρείας, β)………………., που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των …………. 2003 για το οικονομικό έτος 2006 και αντιπροσωπεύεται από την εταιρεία, με την επωνυμία «………..», της οποίας διευθυντής ασφαλίσεων ήταν ο ……….. ………………., και γ) «……………….»,  που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των …………. 0033 για το οικονομικό έτος 2006, της οποίας υπεύθυνος ασφαλίσεων ήταν ο . ……………….,  σύμβαση ασφαλίσεως του τύπου των …………., με στοιχεία ………… για το πλοίο της «AT» ενώ, επίσης, κατήρτισε με τις ασφαλιστικές εταιρείες, με τις επωνυμίες «……………….», «………..», «………..» και «………..», την από 24.05.2006 σύμβαση ασφαλίσεως σκάφους και μηχανής για το ίδιο πλοίο με τα αυτά στοιχεία ασφαλίσεως. Ότι η  ως άνω σύμβαση ήταν σύμβαση κοινής ασφαλίσεως με συνασφαλισμένες τις πλοιοκτήτριες εταιρείες (1η έως και 6η των εναγουσών), την διαχειρίστρια (7η των εναγουσών) και τις τυχόν συνδεόμενες θυγατρικές αυτών, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα αγωγικά ποσοστά καλύψεως και ασφαλιστική αξία για έκαστο ασφαλισμένο πλοίο  και ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια. Ότι, επιπρόσθετα, η πρώτη ενάγουσα κατάρτισε με την εταιρεία «………………..» την από 24.05.2006 και με στοιχεία ………. σύμβαση ασφαλίσεως σκάφους και μηχανής του ως άνω πλοίου «AT» ενώ κατήρτισε με τον αλληλασφαλιστικό σύνδεσμο «……………….» την από 13.03.2006 σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως σκάφους και μηχανής του ως άνω πλοίου, αμφότερες δε οι ασφαλιστικές συμβάσεις ήσαν συμβάσεις από κοινού ασφαλίσεως με την εβδόμη ενάγουσα εταιρεία, με την ιδιότητα της διαχειρίστριας των έξι από κοινού ασφαλισμένων πλοίων, τις πλοιοκτήτριες εταιρείες των ως άνω πλοίων και τις συνδεόμενες και/ή θυγατρικές εταιρείες των ανωτέρω εταιρειών, κατά τα ειδικότερα προσδιοριζόμενα στην αγωγή ποσοστά καλύψεως και ασφαλιστική αξία για έκαστο ασφαλισμένο πλοίο και ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια, για τα οποία εκδόθηκαν τα αναφερόμενα στην αγωγή πιστοποιητικά ασφαλίσεως Ότι όλες οι ως άνω συμβάσεις, που καλούνται συλλήβδην «η σύμβαση ασφαλίσεως», στην οποία συμμετείχαν εκάστη από τις ως άνω εναγόμενες ασφαλίστριες εταιρείες, κατά τα ειδικότερα προσδιοριζόμενα στην αγωγή ποσοστά, κάλυπταν την απώλεια ή την ζημία του ως άνω ασφαλισθέντος πλοίου, που προκαλείται από τους κινδύνους της θάλασσας, καθώς και την ασφάλεια ή την ζημία του ασφαλισθέντος πράγματος, που προκαλείται από οποιοδήποτε κρυμμένο ελάττωμα στις μηχανές ή στο σκάφος και την απώλεια ή ζημία του πλοίου που προκλήθηκε από οποιοδήποτε ατύχημα ή από αμέλεια, ανικανότητα ή εσφαλμένη εκτίμηση οποιουδήποτε προσώπου, για το χρονικό διάστημα από τις 13.03.2006 και ώρα 10:30  έως τις 13.03.2007 και ώρα 10:30,  έως το ποσό των 32.000.000,00 USD και με τους στερεότυπους όρους του Ινστιτούτου των …………. ασφαλίσεως στερεοτύπων κινδύνων σκάφους. Ότι, επιπροσθέτως, η πρώτη ενάγουσα κατήρτισε με τα αναφερόμενα στην αγωγή συνδικάτα των …………., στις 20.03.2006, την με στοιχεία ……….. σύμβαση ασφαλίσεως της αυξημένης αξίας του πλοίου «AT», από κοινού ασφαλίσεως με τις συνασφαλισμένες δεύτερη έως και έκτη των εναγουσών και την εβδόμη ενάγουσα, με την ιδιότητα της διαχειρίστριας των έξι από κοινού ασφαλισμένων πλοίων και πλοιοκτητριών εταιρειών των ως άνω πλοίων και των συνδεομένων και/ή θυγατρικών εταιρειών των ανωτέρω εταιρειών, κατά τα ειδικότερα προσδιοριζόμενα στην αγωγή ποσοστά καλύψεως και ασφαλιστική αξία για έκαστο ασφαλισμένο πλοίο και ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια και συνδικάτο των …………., με βάση την οποία (σύμβαση) καλύπτεται η ολική απώλεια (πραγματική ή τεκμαρτή) του ασφαλισμένου πλοίου, που προκαλείται από τους κινδύνους της θάλασσας, για το χρονικό διάστημα από τις 13.03.2006 και ώρα 10:30  έως τις 13.03.2007 και ώρα 10:30, έως το ποσό των 8.000.000,00 USD και με τους στερεότυπους όρους του Ινστιτούτου των …………. ασφαλίσεως στερεοτύπων κινδύνων. Ότι, στις 03.05.3006, το πλοίο «AT» βυθίστηκε ανοιχτά του λιμένα Port Elizabeth της Νότιας Αφρικής και, καθώς η απώλεια του σκάφους οφειλόταν σε ατύχημα που αποτελούσε ασφαλισμένο κίνδυνο, στις 30.05.2006, η πρώτη ενάγουσα, πλοιοκτήτρια του πλοίου, απέστειλε στους εναγομένους ασφαλιστές επιστολή απαιτήσεως πληρωμής ασφαλιστικής αποζημιώσεως, με συνημμένα τα έγγραφα που δικαιολογούσαν την απαίτησή της.  Ότι, στις  25.07.2006, οι ασφαλιστές, με επιστολή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους   …………., δήλωσαν ότι δεν δέχονταν την απαίτησή της, προφασιζόμενοι ότι  η ενάγουσα δεν τους παρείχε επαρκείς πληροφορίες, αναφορικά με το ιστορικό και τα αίτια βυθίσεως του σκάφους, ενώ, στην πραγματικότητα, αιτία της αρνήσεώς τους ήταν η επινόηση του περιγραφομένου στην αγωγή  σχεδίου εξαπατήσεως της πρώτης ενάγουσας και των αρμοδίων Αγγλικών δικαστηρίων, αφενός με την κατασκευή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων και αφετέρου με την κατασυκοφάντηση όλων των εναγόντων στην ασφαλιστική αγορά, στους ασφαλειομεσίτες και στις αρμόδιες κρατικές και δικαστικές αρχές, με σκοπό την αποφυγή της νόμιμης υποχρεώσεώς τους για την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημιώσεως. Ότι, λόγω της αρνήσεως των ασφαλιστών να καταβάλουν την αποζημίωση, η πλοιοκτήτρια ενάγουσα προσέφυγε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας κατά των ασφαλιστών, μεταξύ των οποίων και οι στις κρινόμενες αγωγές ασφαλιστές «……………….»,………………. και «………..», ατομικά έκαστος αλλά και ως εκπρόσωποι των συνδικάτων ασφαλιστών …………. που εκπροσωπούσαν, αλλά και οι ασφαλιστές σκάφους και μηχανής εταιρείες «…….», «………..», «………..» και «………..» ζητώντας την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημιώσεως λόγω της ολικής απώλειας του πλοίου, ανερχομένης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην ασφαλιστική σύμβαση, σε ποσοστό ύψους 75% επί της ασφαλιστικής αξίας του πλοίου ήτοι στο ποσό των  000.000,00 USD, με την με αριθμό φακέλου …./2006 αγωγή. ΄Οτι ως προς την ασφαλίστρια «………………..», υπόχρεη, κατά τα ανωτέρω, για την καταβολή της σύμφωνης με τους όρους της καταρτισθείσας μεταξύ τους ασφαλιστικής συμβάσεως, ασφαλιστικής αποζημιώσεως, η οποία θα κάλυπτε την ολική απώλεια του ως άνω ασφαλισμένου πλοίου, ανερχομένης, κατά τα ως άνω συμφωνηθέντα σε ποσοστό 10% επί της ασφαλιστικής αξίας του (πλοίου), ήτοι στο ποσό των  3.200.000,00 USD, η πρώτη ενάγουσα συμφώνησε, δυνάμει της από 08.01.2007 συμφωνίας αναστολής, να αναστείλει την άσκηση σχετικής αγωγής έως την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημιώσεως από τους υπόχρεους για το ποσοστό 75% αυτής, στο πλαίσιο της ως άνω υποθέσεως με αριθμό φακέλου …./2006. Ότι, στις 30.05.2006, η αυτή ενάγουσα υπέβαλε στον αλληλασφαλιστικό σύνδεσμο «…………….» την απαίτησή της για την πληρωμή της ασφαλιστικής αποζημιώσεως, λόγω της ολικής απώλειας του πλοίου, πλην όμως αυτός, με σχετική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του, αρνήθηκε παρανόμως να της καταβάλει την αιτηθείσα ασφαλιστική αποζημίωση, ανερχόμενη σύμφωνα με τα ως άνω συμφωνηθέντα σε ποσοστό 15% επί της ασφαλιστικής αξίας του βυθισθέντος πλοίου, ήτοι στο ποσό των  4.800.000,00 USD και, για τον λόγο αυτό, η πρώτη ενάγουσα προσέφυγε σε διαιτησία στο Λονδίνο, με αίτημα να καταδικασθεί ο ως άνω σύνδεσμος να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό. Ότι, επίσης, άσκησε ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου και τη με αριθμό φακέλου …../2006 αγωγή, λόγω της παράνομης αρνήσεως των ασφαλιστών και συνδικάτων των ……… να καταβάλουν την ασφαλιστική αποζημίωση της αυξημένης αξίας του πλοίου. Ότι, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της βυθίσεως του πλοίου «AT» και της υποβολής της ασφαλιστικής απαιτήσεως προς καταβολή της αποζημιώσεως, οι ασφαλιστικές εταιρείες, σε συνεννόηση και συνεργασία με τους δικηγόρους αυτών, αλλά και τρίτα πρόσωπα, όπως αυτά κατονομάζονται στα ένδικα δικόγραφα, προέβησαν στην παράνομη και υπαίτια αδικοπρακτική συμπεριφορά που λεπτομερώς εξιστορείται στα δικόγραφα, συνισταμένη στην υποβολή ενώπιον του Αγγλικού δικαστηρίου, προτάσεων αμύνης, με ημερομηνία 18.10.2006, τροποποιημένων προτάσεων αμύνης, με ημερομηνία …/26.07.2007, τροποποιημένων προτάσεων αμύνης κατά την διενέργεια της διασκέψεως του Δικαστηρίου για τον καθορισμό της περαιτέρω διαδικασίας, στις 02.08.2007, και δικογράφων αμύνης ενώπιον του Αγγλικού δικαστηρίου, κατά την προκαταρκτική ακροαματική διαδικασία, στις 14.12.2007, δια των οποίων οι εν λόγω εναγόμενοι προέβαλαν  ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς, συμφώνως προς  τους οποίους το πλοίο «AT» είχε ελαττώματα που το καθιστούσαν αναξιόπλοο και τα οποία προκάλεσαν την βύθισή του, ότι οι εκπρόσωποι της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας εταιρειών, ήτοι οι όγδοος, ένατος, δέκατος και δέκατη τέταρτη των εναγόντων, γνώριζαν τα ελαττώματα αυτά και τα αγνόησαν και ότι η διαχειρίστρια του πλοίου είχε αναπτύξει παράνομη πρακτική συνισταμένη στο ότι δεν ανακοίνωνε στον νηογνώμονα του πλοίου και στις αρχές του κράτους σημαίας του τα ελαττώματα και τις ζημίες αυτού ώστε να γίνουν οι κατάλληλες επιθεωρήσεις από τον νηογνώμονα και να αποκατασταθούν τα ελαττώματα του πλοίου. Ότι τους ανωτέρω ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς τους οι εναγόμενοι βάσισαν αποκλειστικά σε τρεις ψευδείς ένορκες βεβαιώσεις του διασωθέντος ναυκλήρου του βυθισθέντος πλοίου ………, που δόθηκαν στις 09.02.2007, 13.02.2007 και 25.07.2007, ενώπιον του Προξένου των Φιλιππίνων στην Αθήνα, τις οποίες προσκόμισαν στο Αγγλικό δικαστήριο με σκοπό να το παραπλανήσουν, ώστε να εκδώσει ευνοϊκή για αυτούς απόφαση ενώ γνώριζαν ότι ήσαν  ψευδείς και κατασκευασμένες και δόθηκαν μετά από φορτικές πιέσεις των ιδίων και των δικηγόρων τους, αφού προηγήθηκε παράνομη καταβολή στον ως άνω μάρτυρα τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2006 και τον μήνα Ιούλιο του έτους 2007 οικονομικού ανταλλάγματος ποσών  28.100,00 USD και 14.864,00 €, ήτοι ότι όλοι διέπραξαν ως άμεσοι αυτουργοί άλλως ως άμεσοι συνεργοί τις παράνομες πράξεις της συκοφαντικής δυσφημίσεως, της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και της απάτης στο δικαστήριο, παραβαίνοντας επιπλέον το επιβαλλόμενο από τον νόμο γενικό καθήκον του να μην ζημιώνουν άλλον υπαίτια. Ότι, επιπλέον, τον μήνα  Ιούνιο του έτους 2006, ο ………………., δεύτερος εναγόμενος στην πρώτη αγωγή, εκπρόσωπος της εταιρείας «……………….» διαβεβαίωσε ψευδώς τους εκπροσώπους της πρώτης ενάγουσας ότι οι ασφαλιστές επρόκειτο να καταβάλουν την ασφαλιστική αποζημίωση για την απώλεια του πλοίου. Ότι, στις  03.07.2006, μετά από αίτηση της διαχειρίστριας εταιρείας του πλοίου, οι ασφαλιστές δέχθηκαν να προσθέσουν στον στόλο των συνασφαλισμένων πλοίων και την θαλαμηγό «DVGT», αποδεχόμενοι, με τον τρόπο αυτό, την εγκυρότητα της συμβάσεως ασφαλίσεως, αλλά και την ύπαρξη της απαιτήσεως της πρώτης ενάγουσας, ομοίως δε οι ασφαλιστές, στις 13.08.2006,  13.11.2006, 24.01.2007 και 05.03.2007, αποδέχθηκαν την καταβολή των ασφαλίστρων της από κοινού ασφαλίσεως των πλοίων, αποδεχόμενοι την εγκυρότητα της ασφαλιστικής συμβάσεως, αλλά και ύπαρξη της απαιτήσεως της πρώτης ενάγουσας. Ότι, στις 31.07.2006, εκπρόσωπος της εταιρείας «………..» ανέφερε  στον ……… της εταιρείας ασφαλειομεσιτών «………….» , αντιπροσώπου της  τραπεζικής εταιρείας «………..», που ήταν  ενυπόθηκη δανείστρια του πλοίου «AT», ότι δεν θα πραγματοποιηθεί η  πληρωμή της αποζημιώσεως, επειδή το πλοίο είχε ρήγματα που ανακαλύφθηκαν στον τελευταίο λιμένα φορτώσεως και είχαν προκαλέσει διαρροή ύδατος στο πλοίο, γεγονός το οποίο ήταν ψευδές και ο ίδιος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας αυτής. Ότι οι ασφαλιστές είχαν διαδώσει τον μήνα Αύγουστο του έτους 2006 στον ………., υπεύθυνο ασφαλίσεων της εταιρείας «……….», που μετείχε στην ασφάλιση αυξημένης αξίας του πλοίου, ότι το πλοίο είχε υποστεί πλημμύρα σε ένα λιμάνι όπου είχε καταπλεύσει πριν το ναυάγιο και ότι δεν έγιναν από την πρώτη και την εβδόμη των εναγουσών οι απαιτούμενες επισκευές. Ότι, στις 07.09.2006, στις Φιλιππίνες ο ……….., ενεργώντας με εντολή των ασφαλιστών του πλοίου, μετά από προσυνενόηση και εκτελώντας εντολές τους, πρόσφερε χρήματα στον ναύκληρο …………. για να μεταβάλει τις αρχικές από …../11. 05.2006 καταθέσεις του και να καταθέσει ψευδώς ότι το πλοίο βυθίστηκε λόγω των ελαττωμάτων του, γεγονός που κατήγγειλε άμεσα ο ίδιος ο ναύκληρος στους τοπικούς πράκτορες ευρέσεως εργασίας καθώς και  ότι το αυτό δε είχε πράξει τον μήνα Ιούλιο του έτους 2006 και με τους διασωθέντες ναυτικούς  …., …., …. και …, οι οποίοι ομοίως αρνήθηκαν και κατήγγειλαν το γεγονός αυτό. Ότι, ενώ, στις 05.09.2006, οι ασφαλιστές αποδέχθηκαν μέσω της αρχιασφαλίστριας «….»να ασφαλίσουν το φορτηγό πλοίο χύδην φορτίου «E.», το οποίο επρόκειτο να αγοράσει η πρώτη ενάγουσα σε αντικατάσταση του βυθισθέντος πλοίου, στις 14.09.2006, αρνήθηκαν να το πράξουν αποσύροντας την σχετική προσφορά τους. Ότι, στις  26.09.2006, οι ασφαλιστές, μέσω των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, ισχυρίστηκαν με επιστολή, που κατατέθηκε και στο Αγγλικό δικαστήριο, προς τους δικηγόρους της πρώτης ενάγουσας «…………» ότι δήθεν η πλοιοκτήτρια και  η διαχειρίστρια του πλοίου είχαν καθιερώσει αθέμιτη και παράνομη «επιχειρηματική» πρακτική να παραπλανούν τον νηογνώμονα, τις λιμενικές αρχές και το κράτος της σημαίας του πλοίου και να αποκρύπτουν ελαττώματα και θέματα ασφάλειας του πλοίου, εν γνώσει του ψεύδους των ως άνω συκοφαντικών ισχυρισμών τους. Ότι τον μήνα Ιούλιο του έτους 2006 ο …….., προστηθείς των ασφαλιστών, μετά από προσυνενόηση με αυτούς και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, πρεσέφερε χρήματα στο διασωθέντα ναυτικό ………….., δόκιμο ναύτη, για να χορηγήσει ψευδή ένορκη βεβαίωση, πλην όμως αυτός αρνήθηκε και τα γεγονότα αυτά βεβαίωσε στην ένορκη βεβαίωσή  του, με ημερομηνία 05.05.2007, ενώπιον του συμβολαιογράφου των Φιλιππινών  … Ότι, τον μήνα Ιούλιο του έτους 2006 ο ………., μετά από προσυνενόηση με τους ασφαλιστές, προσέφερε χρήματα για λογαριασμό τους στον διασωθέντα ναυτικό ………., για να χορηγήσει ένορκη βεβαίωση υπέρ των ασφαλιστών, μεταβάλλοντας τις αρχικές καταθέσεις του, που είχε δώσει ενώπιον των κρατικών αρχών της Νότιας Αφρικής, του Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων και των δικηγόρων των ασφαλιστών στις …./11.05.2006, πλην όμως αυτός αρνήθηκε να δώσει ψευδή ένορκη κατάθεση υπέρ των ασφαλιστών και κατήγγειλε την παράνομη πράξη τους, με επιστολή του προς την ….., στις 27.09.2006, το γεγονός δε αυτό βεβαιώνεται στην ένορκη βεβαίωσή του,  με ημερομηνία 05.05.2007, ενώπιον του συμβολαιογράφου των Φιλιππινών  …… Ότι τον μήνα Ιούλιο του έτους 2006, ο …………..   πρόσφερε χρήματα στον διασωθέντα ναυτόπαιδα …., για να δώσει ψευδή ένορκη βεβαίωση υπέρ των ασφαλιστών, μεταβάλλοντας την αρχική κατάθεσή του που είχε δώσει ενώπιον των κρατικών αρχών και των δικηγόρων των ασφαλιστών στις ……/11.05.2006, το γεγονός δε αυτό κατήγγειλε με επιστολή του προς την …… ο εν λόγω διασωθείς, στις 19.09.2006 και αναφέρεται στην από 09.01.2007 ένορκη βεβαίωσή του. Ότι τον μήνα Ιούλιο του έτους 2006, ο  ………. πρόσφερε χρήματα στοn διασωθέντα λιπαντή ………, για να δώσει ψευδή ένορκη βεβαίωση υπέρ των ασφαλιστών, μεταβάλλοντας την αρχική κατάθεσή του που είχε δώσει ενώπιον των κρατικών αρχών και των δικηγόρων των ασφαλιστών στις …../11.05.2006, το γεγονός δε αυτό κατήγγειλε με επιστολή του προς την …… ο διασωθείς ναυτικός στις 19.09.2006.  Ότι οι εναγόμενοι ασφαλιστές παρέδωσαν το δικόγραφο των από 18.10.2006 προτάσεών τους στις  ………… και ……….., σύζυγο και θυγατέρα του απωλεσθέντος υποπλοιάρχου ………., ώστε να τις χρησιμοποιήσουν αυτές, κατόπιν προσυνεννοήσεως με τους ασφαλιστές και τους πληρεξουσίους  δικηγόρους τους, ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, με σκοπό να εξαπατήσουν τις εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές, για να αποδεχθούν τις ψευδείς κατηγορίες της από 31.07.2006 μηνύσεως των ……….. κατά των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας. Ότι, στις 07.05.2007, η ………….., θυγατέρα του απωλεσθέντος κατά το ναυάγιο υποπλοιάρχου του πλοίου, μετά από συνεννόηση με τους ασφαλιστές και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, ζήτησε από τον  ναυτικό ………. να μεταβεί στην Ελλάδα και να δώσει ψευδή ένορκη βεβαίωση, ενώ ο ναύκληρος ………… επικοινωνώντας με τον τελευταίο του ζήτησε να ταξιδέψουν μαζί στην Ελλάδα διαβεβαιώνοντάς τον ότι η πρώτη εναγομένη και οι λοιποί ασφαλιστές θα του πλήρωναν πλουσιοπάροχη αμοιβή για να δώσει ψευδή κατάθεση υπέρ των ασφαλιστών, στην οποία θα έπρεπε να αναφέρει ότι υπήρχαν ρήγματα στο πλοίο και συγκεκριμένα στα κύτη φορτίου με συνέπεια να υπάρξει εισροή ύδατος και να βυθισθεί το πλοίο. Ότι, επίσης, η  ………, στις 27.04.2007, 28.04.2007, 04.05.2007 και 23.05.2007, ζήτησε από τον ………. να μεταβεί στην Ελλάδα, στις 04.06.2007, να καταθέσει υποσχομένη ότι οι ασφαλιστές θα του έδιναν μεγάλη αμοιβή.  Ότι, στις 20.07.2007 και 26.07.2007, οι ασφαλιστές κατέθεσαν προτάσεις ενώπιον του Αγγλικού δικαστηρίου, με τις οποίες προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν τις ένορκες βεβαιώσεις του ………. στην Αθήνα, επιπλέον δε παρέδωσαν τις ίδιες ένορκες βεβαιώσεις και στις οικογένειες ετέρων θανόντων ναυτικών προκειμένου να τις χρησιμοποιήσουν σε αγωγές κατά της πρώτης ενάγουσας στα Ελληνικά δικαστήρια, και δη ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, προκειμένου να παραπλανήσουν το Δικαστήριο, ώστε να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ αυτών απόφαση επί των αγωγών που είχαν ασκήσει κατά της πλοιοκτήτριας εταιρείας με τις οποίες είχαν ισχυρισθεί ότι το βυθισθέν πλοίο ήταν αναξιόπλοο και είχε ελαττώματα που προκάλεσαν την βύθισή του, ισχυρισμό που απορρίφθηκε εν τέλει από εκείνο το Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι το πλοίο ήταν αξιόπλοο. Ότι τα ως άνω έγγραφα παραδόθηκαν ενώ, με την από 01.10.2007 επιστολή των δικηγόρων της πρώτης ενάγουσας προς τους δικηγόρους των ασφαλιστών επισημάνθηκε το ψευδές των καταθέσεων αυτών και ζητήθηκε η μη παράδοσή τους στις οικογένειες των ναυτικών. Ότι στις ως άνω καταθέσεις ο ως άνω ναύκληρος κατέθεσε ψευδώς αφενός μεν ότι δήθεν διαπίστωσε ότι οι διπύθμενες δεξαμενές έρματος του πλοίου ήταν σε κακή κατάσταση και παρουσίαζαν διαρροή ύδατος, αφετέρου δε ότι δήθεν διαπίστωσε ότι τα κύτη φορτίου ήταν σε κακή κατάσταση και οι εγκάρσιες στεγανές φρακτές μεταξύ των κυτών φορτίου είχαν ρωγμές και παρουσίαζαν διαρροή ύδατος και, επιπλέον,  ότι δήθεν ο εκπρόσωπος της διαχειρίστριας . ……………….. του ζήτησε να καταθέσει κατά την διάρκεια της εξετάσεώς του στην Νότια Αφρική, στις 8 και 9 Μαΐου 2006 ότι το πλοίο ήταν σε καλή κατάσταση, γεγονότα που έρχονταν σε αντίθεση με προγενέστερες καταθέσεις του ενώ ο ίδιος υποχρεώθηκε να καταβάλει, δυνάμει της με αριθμό 72314/2010 αμετάκλητης αποφάσεως  Δικαστηρίου των Φιλιππίνων, το ποσό των 450.000 πέσος, στην εταιρεία πρακτόρων ………, που τον είχε προσλάβει ως μέλος του πληρώματος του «AT.», την οποία φέρεται να δυσφήμησε με την κατάθεσή του. Ότι, επιπλέον, οι ως άνω καταθέσεις κρίθηκαν αναξιόπιστες τόσο από το Εφετείο Πειραιώς, με τις με αριθμούς 672/2010 και 673/2010 αποφάσεις του, όσο και με τις με ημερομηνία 11.05.2009 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών ……… και …………, για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτές. Ότι οι ασφαλιστές γνώριζαν την αναλήθεια των καταθέσεων αυτών, ως προς την αξιοπλοΐα του πλοίου, από τα λοιπά έγγραφα που τους είχε παραδώσει η πρώτη ενάγουσα, η οποία ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου αμφισβήτησε την αλήθεια των καταθέσεων, παραθέτοντας όλα τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, γεγονός που ανάγκασε τους εναγομένους, λόγω και των απειλουμένων πειθαρχικών και ποινικών κυρώσεων να αναγνωρίσουν την απαίτησή της και να καταβάλουν την ασφαλιστική αποζημίωση. Ότι οι πραγματικοί λόγοι, για τους οποίους ο προαναφερθείς ………..  μετέβαλε άρδην την αρχική άποψή του περί των συνθηκών του ναυαγίου και της καταστάσεως του πλοίου, αναδεικνύονται από τα αναφερόμενα στην αγωγή έγγραφα, που κατατέθηκαν κατά την διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας επί της προαναφερομένης υπ’ αριθμ. φακέλου ……./2006 αγωγής της πρώτης ενάγουσας ενώπιον του Αγγλικού δικαστηρίου, στο πλαίσιο της οποίας αυτή ζήτησε από τους εναγομένους ασφαλιστές να αποκαλύψουν τις συνθήκες και περιστάσεις, υπό τις οποίες δόθηκαν οι ένορκες βεβαιώσεις του …………., με συνέπεια να επακολουθήσουν δηλώσεις αληθείας από τους εναγομένους ασφαλιστές, με τις οποίες αυτοί αποκάλυψαν ότι κατέβαλαν σημαντικά χρηματικά ποσά στον …………, ως αντάλλαγμα της λήψεως των εν λόγω τριών ψευδών ενόρκων βεβαιώσεων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι, μετά την αποκάλυψη των ως άνω παράνομων πράξεων των ασφαλιστών, υπεγράφη μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και των εναγομένων «……………….»,………………. και «……………….», ατομικά και για λογαριασμό των συνδικάτων ασφαλιστών που εκπροσωπούσε έκαστος, το με ημερομηνία 13.12.2007 συμφωνητικό συμβιβασμού και το από  07.01.2008  ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και των ασφαλιστικών εταιρειών «……..», «……….. ……….», «………..» και «………», με τα οποία  οι ως άνω ασφαλιστές συμφώνησαν να καταβάλουν ολοσχερώς την αιτουμένη από την πρώτη των εναγόντων ασφαλιστική αποζημίωση, ανερχομένη, σύμφωνα με τα ως άνω συμφωνηθέντα, σε ποσοστό 75% επί της ασφαλιστικής αξίας του  βυθισθέντος πλοίου, ήτοι στο ποσό των  24.000.000,00 USD, ποσό το οποίο και κατέβαλε η μεν πρώτη ομάδα στις 30.12.2007 η δε δεύτερη τμηματικά στις 05.02.2008, 12.02.2008 και 20.02.2008, τερματισθείσης της σχετικής διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου  Δικαστηρίου της Αγγλίας και ότι σε αντίστοιχη συμφωνία προέβη τόσο ο Αλληλασφαλιστικός Οργανισμός «…………..» δυνάμει συμφωνητικού συμβιβασμού καταρτισθέντος μεταξύ του ιδίου και της πρώτης των εναγόντων, στις 30.01.2008, με το οποίο συμφώνησε να καταβάλει την αιτουμένη από την τελευταία ασφαλιστική αποζημίωση, ανερχομένη, σύμφωνα με τα ως άνω συμφωνηθέντα, σε ποσοστό 15% επί της ασφαλιστικής αξίας του βυθισθέντος πλοίου, ήτοι στο ποσό των  4.800.000,00 USD, ποσό το οποίο και κατέβαλε στις 20.02.2008, τερματισθείσης της σχετικής διαδικασίας ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου στο Λονδίνο, όσο και η ασφαλίστρια «…………», για την καταβολή της κατά το ποσοστό καλύψεως   (10%) της ασφαλιστικής  ασφαλιστικής αποζημιώσεως, ήτοι για το ποσό των 3.200.000,00 USD, το οποίο και κατέβαλε στις 20.02.2008. ΄Οτι από την προαναφερθείσα  αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων ασφαλιστικών εταιρειών και των εναγομένων φυσικών προσώπων, προστηθέντων αυτών, ήτοι την άρνησή τους να καταβάλουν την ασφαλιστική αποζημίωση  εντός του εύλογου χρονικού διαστήματος των δύο μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως και των αποδεικτικών αυτής, αλλά και λόγω της συκοφαντικής δυσφημήσεως και την λήψη και χρήση των ψευδών καταθέσεων, όπως αυτά τα περιστατικά ανωτέρω παρατέθηκαν, οι ενάγοντες υπέστησαν τις ακόλουθες ζημίες, όπως αυτές ειδικότερα αναλύονται στις πρώτη, δεύτερη και τρίτη αγωγές : α. Η  πρώτη ενάγουσα υπέστη αποθετική ζημία λόγω της μη έγκαιρης καταβολής της ασφαλιστικής αποζημιώσεως που συνίσταται αφενός μεν στην απώλεια εσόδων που θα αποκόμιζε από την εκμετάλλευση τριών φορτηγών πλοίων κατά τα χρονικά διαστήματα από τις 03.11.2006 έως τις 10.04.2008, από τις 27.09.2006 έως τις 28.04.2008 και από τις 13.09.2006 έως τις 19.05.2008, τα οποία είχε γνωστοποιήσει στους ασφαλιστές ότι επρόκειτο να αγοράσει με τα χρήματα της ασφαλιστικής αποζημιώσεως και συγκεκριμένα τα πλοία «D», «ΕS» και «E», αποκομίζοντας εμπορικά κέρδη από την ναύλωσή τους, τα οποία θα ανέρχονταν έτσι όπως αυτά (έσοδα) αναλυτικά κατά ταξίδι, χρονική διάρκεια και ημερήσιο ναύλο, περιγράφονται αγωγικάς, αφαιρουμένων των κατά περίπτωση εξόδων (προμήθεια ναυλομεσιτών, ασφάλιστρα, κόστος ανταλλακτικών, εφοδίων κτλ), ανερχόμενα (τα έσοδα) στο ποσό των 47.572.875,00 USD, 19.827.875,00 USD και 9.781.125,00 USD αντιστοίχως και συνολικά στο ποσό των (47.572.875,00 + 19.827.875,00 + 9.781.125,00 =) 77.181.875,00 USD  αφετέρου δε από την δυναμένη να πραγματοποιηθεί μεταπώληση κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάιο του έτους 2008 των τριών ως άνω μη αγορασθέντων με την ασφαλιστική αποζημίωση πλοίων, την ευκαιρία της οποίας απώλεσε η πρώτη των εναγόντων, με  έσοδα ανερχόμενα στο ποσό των 40.000.000,00 USD, 17.000.000,00 USD και 12.000.000,00 USD αντιστοίχως και συνολικά στο ποσό των (40.000.000,00 + 17.000.000,00 + 12.000.000,00 =) 69.000.000,00 USD, ανερχομένου του κυρίου αιτήματος στο ποσό των 146.181.875,00 USD, επικουρικώς δε και για την περίπτωση μη μεταπωλήσεως των ως άνω πλοίων και συνεχίσεως της εκμεταλλεύσεώς τους έως τις 03.12.2010, 30.11.2010 και 06.10.2010 αντιστοίχως, τα συνολικά έσοδα, τα οποία θα πραγματοποιούσε η πρώτη των εναγόντων από αυτήν (εκμετάλλευση) για όλη τη διάρκεια των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων, έτσι όπως αυτά (τα έσοδα) αναλυτικά κατά ταξίδι, χρονική διάρκεια και ημερήσιο ναύλο, περιγράφονται αγωγικά αφαιρουμένων των κατά περίπτωση εξόδων (προμήθεια ναυλομεσιτών, ασφάλιστρα, κόστος ανταλλακτικών, εφοδίων κτλ), ανέρχονται (τα έσοδα) στο συνολικό ποσό των 82.651.606,25 USD, 35.877.125,00 USD και 29.084.312,50 USD αντιστοίχως και συνολικά στο ποσό των (82.651.606,25 + 35.877.125,00 + 29.084.312,50 =) 147.613.043,75 USD.  β.  Οι δεύτερη έως και έκτη ενάγουσες, λόγω της συκοφαντικής διαδόσεως από τους εναγομένους του ισχυρισμού περί ελαττωμάτων των πλοίων των συνασφαλιζομένων εταιρειών που διαχειριζόταν η έβδομη ενάγουσα, τα οποία δήθεν δεν  γνωστοποιούσε  στις αρμόδιες αρχές, οι νέοι συνασφαλιστές των πλοίων επέβαλαν αυξημένα ασφάλιστρα για την ασφαλιστική κάλυψη των πλοίων κατά το ασφαλιστικό έτος 2007 – 2008 με αποτέλεσμα να υποστούν θετική ζημία οι πλοιοκτήτριες εταιρείες συνισταμένη  στην διαφορά του ασφαλίστρου, η οποία ανήλθε για την δεύτερη ενάγουσα, πλοιοκτήτρια του πλοίου «GT», στο ποσό των 555.984,00 USD, για την τρίτη ενάγουσα, πλοιοκτήτρια του  πλοίου «VJ», στο ποσό των 236.418,00 USD, για την τετάρτη ενάγουσα, πλοιοκτήτρια του  πλοίου «Z», στο ποσό των 97.109,00 USD, για την πέμπτη ενάγουσα, πλοιοκτήτρια του πλοίου «TC», στο ποσό των 216.082,00 USD και για την έκτη ενάγουσα, πλοιοκτήτρια του πλοίου «PM» στο ποσό των 290.725,00 USD. Επιπλέον, λόγω της διαδόσεως των προαναφερθέντων δυσφημιστικών ισχυρισμών από τους εναγομένους,  οι πλοιοκτήτριες εταιρείες των πλοίων αναγκάσθηκαν να προσκομίσουν στους νέους ασφαλιστές εκθέσεις επιθεωρήσεως των πλοίων με κόστος για το πλοίο «GT» της δεύτερης ενάγουσας,  κόστους 10.100,00€, για το πλοίο  «VJ της τρίτης ενάγουσας, κόστους  7.380,00€, για το πλοίο «Z» της τετάρτης ενάγουσας το ποσό των 7.340,00€, για το πλοίο «TC» της πέμπτης ενάγουσας, κόστους 8.060,00€, και για το πλοίο «PM» της έκτης ενάγουσας, κόστους 11.300,00€. γ.  ΄Απαντες οι ενάγοντες, λόγω της παράνομης συμπεριφοράς των εναγομένων, όπως αυτή ανωτέρω αναφέρθηκε, προσβλήθηκε η επωνυμία, η επαγγελματική τιμή και η συναλλακτική πίστη της πρώτης έως  και της έβδομης των εναγουσών όπως και η προσωπική τιμή και υπόληψη των όγδοου έως και δεκάτου τετάρτου των εναγόντων, με αποτέλεσμα να υποστούν ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας απαιτείται η καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως  σε έκαστη των επτά πρώτων εναγουσών ποσού 1.000.000,00€, ποσού  6.000.000,00€ στον όγδοο ενάγοντα, ποσού  4.000.000,00€ στον ένατο ενάγοντα,  ποσού 5.000.000,00€ στον δέκατο ενάγοντα και ποσού  1.000.000,00€ σε έκαστο των λοιπών εναγόντων. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι ενάγοντες των τριών  αγωγών ζήτησαν, αφού τα αγωγικά τους αιτήματα περιορίσθηκαν παραδεκτώς με προφορική, καταχωρηθείσα στα πρακτικά, δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους (άρθρα 223, 295§1 εδάφ. α΄, 297 Κ.Πολ.Δ.) από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά,  να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι εκάστης αγωγής, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, οφείλουν (ανά αγωγή)  α) στην πρώτη των εναγόντων το ποσό του 1.000.000,00€και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 146.181.875 USD  κατά τον χρόνο πληρωμής, άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επιδίκων ζημιών της, επικουρικώς δε το ποσό του 1.000.000,00€ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 147.613.043,75 USD κατά τον χρόνο πληρωμής, άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επιδίκων ζημιών της, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, β) στην δεύτερη των εναγόντων το ποσό του 1.010.100,00€ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 555.984,00 USD κατά τον χρόνο πληρωμής, άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επιδίκων ζημιών της, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως  την εξόφληση, γ) στην τρίτη των εναγόντων το ποσό του 1.007.380,00€ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 236.418,00 USD κατά το χρόνο πληρωμής, άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επιδίκων ζημιών της, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, δ) στην τετάρτη των εναγόντων το ποσό του 1.007.340,00€ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 97.109,00 USD κατά τον χρόνο πληρωμής, άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επιδίκων ζημιών της, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, ε) στην πέμπτη των εναγόντων το ποσό του 1.008.060,00 € και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 216.082,00 USD κατά τον χρόνο πληρωμής, άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επιδίκων ζημιών της, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, στ) στην έκτη των εναγόντων το ποσό του 1.011.300,00€ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 290.725,00 USD κατά τον χρόνο πληρωμής, άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, ζ) στην εβδόμη των εναγόντων το ποσό του 1.000.000,00€, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, η) στον όγδοο των εναγόντων το ποσό των 6.000.000,00€, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, θ) στον ένατο των εναγόντων το ποσό των 4.000.000,00€, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, ι) στον δέκατο των εναγόντων το ποσό των 5.000.000,00€, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, ια) στον ενδέκατο των εναγόντων το ποσό του 1.000.000,00€ ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, ιβ) στον δωδέκατο των εναγόντων το ποσό του 1.000.000,00€, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, ιγ) στον δέκατο τρίτο των εναγόντων το ποσό του 1.000.000,00€, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, και ιδ) στην δέκατη τέταρτη των εναγόντων το ποσό του 1.000.000,00€, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση. Περαιτέρω, δε ζήτησαν να απειληθεί εις βάρος εκάστου των εναγομένων χρηματική ποινή, ποσού 50.000,00€ για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης αποφάσεως, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση, διάρκειας ενός (1) έτους, εις βάρος εκάστου των εναγομένων φυσικών προσώπων ως μέσο εκτελέσεως της αποφάσεως που θα εκδοθεί και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Εν συνεχεία, με την τετάρτη (συμπληρωματική) αγωγή, η πρώτη ενάγουσα («……………….»), πλοιοκτήτρια του βυθισθέντος πλοίου ισχυρίζεται ότι, μετά την απώλεια του πλοίου και του φορτίου του,  οι ασφαλιστές του φορτίου και οι υποναυλωτές του πλοίου, που ήταν ταυτόχρονα και οι κύριου του φορτίου, ζήτησαν και πέτυχαν τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων των εναγουσών, έως του ποσού των 5.250.000,00 USD. Ότι, επίσης, η ναυλώτρια του πλοίου, μετά από αρχική άρνησή της να καταβάλει το υπόλοιπο ναύλο στις ενάγουσες, ποσού 3.663.866,80 USD, υποχρεώθηκε προς τούτο με δικαστική απόφαση υπό την αίρεση παροχής αντίστοιχης εγγυήσεως από την πρώτη ενάγουσα προς αυτήν. Ότι οι ασφαλιστές ευθύνης του πλοίου, λόγω της παράνομης συμπεριφοράς των εναγομένων και τις προερχόμενες από αυτούς δυσφημιστικές διαδόσεις σε βάρος της ενάγουσας, δεν της παρείχαν τις απαραίτητες εγγυήσεις προς άρση της δεσμεύσεως των περιουσιακών της  στοιχείων, με αποτέλεσμα η πρώτη ενάγουσα να αναγκαστεί να στραφεί προς την . Τράπεζα ……., η οποία εξέδωσε την με αριθμό  ………/. εγγυητική επιστολή της, ποσού 12.000.000,00 USD, δυνάμει της οποίας εγγυήθηκε  μέχρι του ποσού αυτού τις υποχρεώσεις της πρώτης ενάγουσας προς την ναυλώτρια εταιρεία, με αποτέλεσμα να εξαναγκασθεί η πρώτη ενάγουσα να καταβάλει ως προμήθεια στην ως άνω Τράπεζα, το ποσό των 127.166,74€ και των 141.425,88 USD για την έκδοση και διατήρηση σε ισχύ της ως άνω εγγυητικής επιστολής υποστάσα ισόποση ζημία καθώς χωρίς την παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων οι ανάγκες της θα είχαν καλυφθεί ανέξοδα από τους ασφαλιστές ευθύνης του πλοίου. Περαιτέρω, η  δεύτερη ενάγουσα («………………..») ισχυρίζεται ότι, λόγω των συκοφαντικών διαδόσεων των εναγομένων εναντίον της, κλονίσθηκε η άριστη μέχρι τότε φήμη της στους ναυτιλιακούς κύκλους ως διαχειρίστριας πλοίων, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, οι ασφαλιστές σκάφους και μηχανής των πλοίων, υπό την διαχείρισή της, να ζητήσουν την διενέργεια έκτακτης ειδικής επιθεωρήσεως του τρόπου και των διαδικασιών λειτουργίας αυτής, που διενεργήθηκε από την εταιρεία «………….», και το κόστος της οποίας ανήλθε στο ποσό των 2.040,00€, όπως προκύπτει από το σχετικό τιμολόγιο που η επιθεωρήτρια εταιρεία εξέδωσε προς την δεύτερη ενάγουσα, ποσό το οποίο και της κατέβαλε. Τέλος, οι ενάγουσες της τέταρτης αγωγής ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να καταβάλουν α) στην πρώτη των εναγουσών το ποσό των 127.166,74€ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 141.425,88 USD κατά τον χρόνο πληρωμής, άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επιδίκων ζημιών της, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, και β) στην δεύτερη των εναγουσών το ποσό των 2.040,00€, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση,  να απαγγελθεί προσωπική κράτηση, διάρκειας ενός (1) έτους εις βάρος εκάστου των φυσικών προσώπων των εναγομένων, ως μέσο εκτελέσεως της αποφάσεως που θα εκδοθεί, και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.
  3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Ναυτικό Τμήμα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄ αριθμ. 778/2016), αφού διέταξε την ένωση και συνεκδίκαση των ανωτέρω αναφερομένων αγωγών, απέρριψε την υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. …../12.01.2012 αγωγή λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του προς εκδίκασή της περαιτέρω δε, για τον αυτό λόγο απέρριψε τις λοιπές υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. ………… αγωγές καθόσον εγέρθηκαν από τις πρώτη και εβδόμη ενάγουσες εταιρείες («……………….», «………………..») κατά των πάντων των εναγομένων με αυτές προσώπων. Περαιτέρω, για τον αυτό λόγο απέρριψε τις ως άνω αγωγές καθόσον εγέρθηκαν από τις δεύτερη, τρίτη, τετάρτη, πέμπτη και έκτη ενάγουσες εταιρείες («………………..», «………………..», «…….», «……………….», «……………….») κατά των νομικών προσώπων των ασφαλιστών («……………….», «……………….», «. ……………….»). Τις αυτές αγωγές  απέρριψε ως απαράδεκτες λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως καθόσον εγέρθηκαν από τις  αμέσως προαναφερθείσες εταιρείες («………………..», «………………..», «……..», «……………….», «……………….») κατά των εναγομένων φυσικών προσώπων και των ενώσεων αυτών (.  ………………., . ………………., . ………………., Ένωση  προσώπων, με την επωνυμία Lloyd΄s Syndicate με αριθμό 2987, για το οικονομικό έτος 2006, . ………………., ……….. ., Ένωση προσώπων, με την επωνυμία ……….. Syndicate με αριθμό 2003, για το οικονομικό έτος 2006, . ………………., Ένωση  προσώπων, με την επωνυμία …. Syndicate με αριθμό 0033, για το οικονομικό έτος 2006). Επιπροσθέτως, τις αυτές αγωγές καθόσον εγέρθηκαν από τους όγδοο, ένατο, δέκατο, ενδέκατο, δωδέκατο και δέκατο τρίτο των εναγόντων (………..), με τις ιδιότητές τους των μελών των Δ.Σ. των δεύτερης, τρίτης, τετάρτης, πέμπτης και έκτης  των εναγόντων («………………..», «………………..», «……….», «……………….», «……………….»), απέρριψε ως ενεργητικώς ανομιμοποίητες. Μετά ταύτα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, υλική, τοπική και λειτουργική αρμοδιότητα να εκδικάσει κατά την τακτική διαδικασία τις υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. …….. αγωγές καθόσον εγέρθηκαν από τους όγδοο, ένατο, δέκατο και δεκάτη τετάρτη των εναγόντων (……….), υπό τις ιδιότητές τους ως μελών των Δ.Σ. των πρώτης και εβδόμης των εναγόντων («……………….», «………………..»), καθ΄ όλων των εναγομένων. Ακολούθως έκρινε τις αγωγές αυτές νόμιμες κατά το Ελληνικό δίκαιο και εν μέρει κατ΄ ουσίαν βάσιμες αναγνωρίζοντας ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στους όγδοο  και δέκατο  των εναγόντων (. ………………., . ………………..) εύλογη χρηματική ικανοποίηση ποσών πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000,00€) και εβδομήντα χιλιάδων  ευρώ (70.000,00€) αντιστοίχως, με τους νομίμους τόκους από της επομένης της επιδόσεως εκάστης αγωγής και έως την ολοσχερή εξόφληση, απορρίπτοντας δε τις αγωγές ως προς τους λοιπούς ενάγοντες . ………………., . ……………….). Τέλος, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα κρίναν ότι η ερμηνεία των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.
  4. Κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου που έκρινε όπως ανωτέρω αναφέρεται παραπονούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη με τις ένδικες από 27.01.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. ../30.01.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …./30.01.2017) έφεση μετά των από 18.04.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. …./19.04.2018, ειδ. αριθμ. καταθ. …./19.04.2018) προσθέτων λόγων αυτής και από 30.03.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …./30.03.2017, …./30.03.2017) έφεση. Συγκεκριμένα με την πρώτη από τις ανωτέρω εφέσεις και τους προσθέτους λόγους αυτής οι ενάγοντες – εκκαλούντες – εφεσίβλητοι παραπονούνται για τους ακόλουθους λόγους:  Πρώτος λόγος εφέσεως: «Το Δικαστήριο ερμήνευσε και εφήρμοσε εσφαλμένα τα άρθρα 32, 34, 35 αριθμ. 1 και 2, 36, 45§2 Κανονισμού 44/2001 και 322, 324, 331 Κ.Πολ.Δ., δεχόμενο ότι οι διαταγές και αποφάσεις ………. παράγουν δεδικασμένο αναφορικά με το φερόμενο ως κριθέν δικονομικό ζήτημα της ελλείψεως δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων.». Δεύτερος λόγος εφέσεως: «Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 34.1 Κανονισμού 44/2001 και 33 ΑΚ κατά το μέτρο που το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι οι αποφάσεις των Άγγλων δικαστών ………… δεν είναι αντίθετες στην κοινοτική και την ημεδαπή δημόσια τάξη.». Τρίτος λόγος εφέσεως: «Παράβαση του άρθρου 221§1 εδάφ. β΄ ΚΠολΔ.». Τέταρτος λόγος εφέσεως: «Παρά το νόμο κήρυξη απαραδέκτου λόγω ελλείψεως Ενεργητικής νομιμοποίησης και λόγω αοριστίας.». Πέμπτος λόγος εφέσεως: «Παρά το νόμο κήρυξη απαράδεκτων των Α, Β και Γ ένδικων αγωγών λόγω έλλειψης νομιμοποίησης.». Έκτος λόγος εφέσεως: «Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελής εκτίμηση αποδείξεων καθ΄ ο μέτρο απορρίφθηκαν μερικώς η Α αγωγή μας ως προς τους 1ο έως και 5ο εναγόμενους (1ος έως 5ος εφεσίβλητοι), η Β αγωγή μας ως προς του 1ο έως 3ο εναγόμενους (6ος έως 8ος εφεσίβλητοι) και η Γ αγωγή μας ως προς τους 1ο έως 3ο εναγόμενους (9ος έως 11ος εφεσίβλητοι) λόγω του ότι δεν αποδείχθηκε ότι από τους ισχυρισμούς των εν λόγω εναγομένων προσβλήθηκε η τιμή και η υπόληψη καθώς και η προσωπικότητα του 8ου έως 14ου από εμάς, καθώς και η φήμη, το όνομα και η πίστη στις συναλλαγές της 2ης έως 6ης από εμάς.». Έβδομος λόγος εφέσεως: «Παράβαση του άρθρου 932 ΑΚ και της αρχής της αναλογικότητας ως προς το ύψος της επιδικαζόμενης ηθικής βλάβης.». Όγδοος λόγος εφέσεως: «Παρά το νόμο κήρυξη απαραδέκτων αποδεικτικών μέσων που είχαν ληφθεί νόμιμα και προσκομιζόταν με νόμιμη επίκληση.». Και Πρόσθετος λόγος εφέσεως: «Αντίθεση του συνόλου των επίμαχων διαταγών και αποφάσεων των Αγγλικών δικαστηρίων στην ημεδαπή και κοινοτική δημόσια τάξη.». Περαιτέρω, οι εναγόμενοι – εφεσίβλητοι – εκκαλούντες παραπονούνται κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με την δεύτερη από τις προαναφερόμενες εφέσεις για τους ακόλουθους λόγους: Πρώτος λόγος εφέσεως: «Διότι η εκκαλουμένη λόγω εσφαλμένης εκτίμησης του δικογράφου της αγωγής και των προτάσεών μας καθώς και των ενώπιον του (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) προσαχθεισών αποδείξεων, κατά παράβαση των άρθρων 5(3) και 23 του Κανονισμού 44/200(1), και με ελλιπή αιτιολογία απέρριψε τη νομίμως προβληθείσα από εμάς ένσταση ελλείψεως δικαιοδοσίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για την εκδίκαση των αγωγών όσον αφορά τους αντιδίκους υπ΄ αριθμ. 2 έως και 6, καθώς και 8 έως και 14.». Δεύτερος λόγος εφέσεως: «Διότι η προσβαλλομένη λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου δεν έλαβε υπόψη της το δεδικασμένο των Αγγλικών αποφάσεων και συγκεκριμένα της από 19.12.2011 απόφασης του Πρωτοδίκη …. και της από 26.09.2014 απόφασης του Πρωτοδίκη ….. όσον αφορά τους 8ο, 9ο, 10ο και 14η αντιδίκους.». Τρίτος λόγος εφέσεως: «Διότι η εκκαλουμένη, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου και εσφαλμένης εκτίμησης του δικογράφου της αγωγής και των προτάσεών μας και με ελλιπή αιτιολογία απέρριψε τη νομίμως προταθείσα από εμάς ένσταση ενεργητικής νομιμοποίησης όσον αφορά τους 8ο, 9ο, 10ο και 14η εκ των εναγόντων.». Τέταρτος λόγος εφέσεως: «Διότι η εκκαλουμένη, κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθ. 68 ΚΠολΔ, 363 ΠΚ και 914 ΑΚ και λόγω εσφαλμένης εκτίμησης του δικογράφου της αγωγής και των προτάσεών μας και με ελλιπή αιτιολογία απέρριψε τη νομίμως προταθείσα από εμάς ένσταση παθητικής νομιμοποίησης όσον αφορά όλα τα φυσικά πρόσωπα εξ ημών των εκκαλούντων.». Πέμπτος λόγος εφέσεως: «Διότι η εκκαλουμένη, κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 216 ΚΠολΔ, λόγω εσφαλμένης εκτίμησης του δικογράφου της αγωγής και των προτάσεών μας και με ελλιπή αιτιολογία απέρριψε τη νομίμως προταθείσα από εμάς ένσταση αοριστίας των δικογράφων των ως άνω τριών αγωγών που έγιναν μερικά δεκτές.». Έκτος λόγος εφέσεως: «Διότι η εκκαλουμένη, κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθ. 26 ΑΚ, λόγω εσφαλμένης εκτίμησης του δικογράφου της αγωγής και των προτάσεών μας, έκρινε με ελλιπή αιτιολογία ως εφαρμοστέο το Ελληνικό δίκαιο σε σχέση με τους προβαλλόμενους με την αγωγή ισχυρισμούς και τις αξιώσεις των 8ου, 9ου, 10ου και 14ης αντιδίκων, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς μας ότι εφαρμοστέο είναι το Αγγλικό δίκαιο, δυνάμει του οποίου οι αγωγές έπρεπε να απορριφθούν ως μη νόμιμες και παραγεγραμμένες.». Έβδομος λόγος εφέσεως: «Διότι, η εκκαλουμένη, κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθ. 26 ΑΚ, 7, 16 και 362 – 363 ΠΚ και 914 ΑΚ, έκρινε σύμφωνα με το Ελληνικό δίκαιο ότι οι υπό κρίση αγωγές είναι νόμω βάσιμες ενώ έπρεπε να απορριφθούν ως μη νόμιμες.». Όγδοος λόγος εφέσεως: «Διότι η προσβαλλομένη είναι πλήρως αναιτιολόγητη και παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ όσον αφορά τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της προβολής των δήθεν συκοφαντικών ισχυρισμών ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου και της αναφερόμενης ηθικής βλάβης των 8ου και 10ου αντιδίκων στην Ελλάδα.». Ένατος λόγος εφέσεως: «Διότι η προσβαλλομένη λόγω εσφαλμένης εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού και εσφαλμένης ερμηνείας των δικογράφων των αγωγών και των προτάσεων ημών και των αντιδίκων, κατέληξε στο συμπέρασμα με ελλιπή αιτιολογία ότι προβάλαμε εν γνώσει μας ψευδείς ισχυρισμούς για τους 8ο και 10ο αντιδίκους με σκοπό να πλήξομε την τιμή και την υπόληψή τους.». Δέκατος λόγος εφέσεως: «Διότι η προσβαλλομένη λόγω εσφαλμένης εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού και εσφαλμένης ερμηνείας των δικογράφων των αγωγών και των προτάσεων ημών και των αντιδίκων, κατέληξε στο συμπέρασμα με ελλιπή αιτιολογία ότι προσεβλήθη η τιμή και η υπόληψη των 8ου και 10ου αντιδίκων και ότι υπέστησαν αυτοί ηθική βλάβη.». Και Ενδέκατος λόγος εφέσεως: «Όλως επικουρικώς, στην περίπτωση που κριθεί ότι οι 8ος και 10ος αντίδικοι δυσφημίστηκαν εξαιτίας μας και δικαιούνται χρηματικής αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης, η εκκαλουμένη έσφαλε διότι τους επιδίκασε υπέρογκα ποσά.». Με βάση τα ιστορικά που αναφέρονται ανωτέρω, αμφότερα τα διάδικα μέρη ζητούν να γίνουν δεκτές οι εφέσεις τους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικασθούν οι αγωγές, να γίνουν δεκτές στο σύνολό τους ή να απορριφθούν αντιστοίχως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας εις βάρος των αντιδίκων τους.
  5. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3§1, 25§2 και 37§1 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι τα Ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία επί ημεδαπών και αλλοδαπών (προσώπων), εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα λόγω γενικής ή ειδικής δωσιδικίας. ΄Ετσι, υπάρχει δικαιοδοσία των ανωτέρω δικαστηρίων να δικάσουν διαφορές νομικών προσώπων, των οποίων η πραγματική έδρα βρίσκεται στην περιφέρεια Ελληνικού δικαστηρίου. Επί παθητικής ομοδικίας αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του ή την κατοικία του οποιοσδήποτε από τους ομοδίκους (Ε.Π. 546/2010 ΕΝΔ 2010.397, 516/2009 ΕΝΔ 2009.389,  631/2007 ΕμπΔ 2007.443, 447/2005 ΕΝΔ 2005.331, Νίκα σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/ Νίκα άρθρα 3 αριθμ. 21, 37 αριθμ. 1,6). Εξάλλου, στο άρθρο 33 εδάφ. α΄ του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι: «Διαφορές που αφορούν την ύπαρξη ή το κύρος δικαιοπραξίας εν ζωή και όλα τα δικαιώματα που πηγάζουν από αυτήν, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος όπου καταρτίσθηκε η δικαιοπραξία ή όπου πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή.». Αναφορικά, όμως, με τους κατοίκους χωρών, που έχουν προσχωρήσει στην Σύμβαση των Βρυξελλών της 27.09.1968, όπως η Κύπρος  και η Ελλάδα, η οποία την κύρωσε με τον ν. 1814/1988, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τα Πρωτόκολλα της 03.06.1971, της 09.10.1978, της 25.10.1982 και της 26.05.1989 (λόγω προσχωρήσεων σ΄ αυτήν νέων κρατών), εφαρμόζεται η Σύμβαση αυτή ως περιέχουσα ειδικές περί του θέματος διατάξεις και όχι η διάταξη του άρθρου 33 Κ.Πολ.Δ., αφού τέτοια ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας δεν θεσπίζεται από την Σύμβαση των Βρυξελλών (Ε.Π. 542/2012 τ.ν.π. Νόμος, 1012/2002 ΕΝΔ 2003.51, Ε.Α. 5610/1999 ΕλλΔνη 2002.1455). Ακολούθως, με βάση την Συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία τέθηκε σε ισχύ τον μήνα  Μάιο του έτους 1999, εκδόθηκε στις 22.12.2000 από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ο Κανονισμός 44/2001 για την διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, γνωστός ως «Κανονισμός Βρυξέλλες Ι». Ο νέος κανονισμός υποκατέστησε την Σύμβαση των Βρυξελλών (άρθρο 68 του Κανονισμού), στις σχέσεις των κρατών μελών και άρχισε να ισχύει από 01.03.2002. ΄Οπως ισχύει πλέον για όλους τους Κανονισμούς, έτσι και ο Κανονισμός «Βρυξέλλες Ι» έχει άμεση και καθολική ισχύ στα κράτη μέλη. Υπερισχύει του εθνικού δικαίου ακόμη και του συντάγματος  ο δε εθνικός δικαστής υποχρεούται να τον εφαρμόζει όπως ακριβώς το εθνικό δίκαιο. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 23§1 του ως άνω Κανονισμού  «Αν τα μέρη από τα οποία το ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια του κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού, έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Μια τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταρτισθεί: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνθήκες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σε αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλομένους σε συμβάσεις, του είδους για το οποίο πρόκειται στην συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα.». Επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού αυτού, το άρθρο 3§1  Κ.Πολ.Δ. που ρυθμίζει την διεθνή δικαιοδοσία των Ελληνικών δικαστηρίων καθώς και όλες οι γενικές και ειδικές διατάξεις του Ελληνικού δικαίου ως βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας παραμερίσθηκαν αυτόματα (Ε.Α. 5610/1999 ΕλλΔνη 43.1455, Ε.Π. 542/2012 τ.ν.π. Νόμος,  Κεραμέας, Η Σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων και η εφαρμογή της στην Ελλάδα ΝοΒ 38.1281 επόμ.). Τέλος, η συμφωνία περί παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας για υφιστάμενες διαφορές καθώς και για μελλοντικές που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση (σύμβαση) καλύπτει και τις συναφείς αδικοπρακτικές αξιώσεις, που απορρέουν μεν από τον νόμο και όχι από τη σύμβαση, πλην όμως έχουν αναγκαίο ιστορικό υπόβαθρο αυτή και συνδέονται στενά με τα βιοτικά περιστατικά παραβάσεως της συμβάσεως, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες, εάν οι υποθέσεις κρίνονταν χωριστά (Α.Π. 948/2015 τ.ν.π. Νόμος,  1542/2014  ΧρΙΔ 2015. 205,  1677/2013 ΧρΙΔ 2014. 371, Ε.Π. 272/2016 τ.ν.π. Νόμος, 428/2013 τ.ν.π. Νόμος, Ε.Α. 5973/2013 ΔΕΕ 2014.711). Περαιτέρω, ο Κανονισμός 44/2001 διατήρησε, στο άρθρο 33, το σύστημα της αυτόματης αναγνωρίσεως των αποφάσεων εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Το κράτος αναγνωρίσεως αποδέχεται την αυτοδίκαιη ένταξη των αποτελεσμάτων της αλλοδαπής αποφάσεως στην έννομη τάξη του ως εάν να επρόκειτο για δική του απόφαση, χωρίς την παρεμβολή άλλης διαδικασίας, ενώ παράλληλα η ίδια διαδικασία δεν μπορεί να αρχίσει εκ νέου σε άλλο κράτος μέλος. Επέμβαση δικαστικής αρχής προβλέπεται μόνον όταν η αναγνώριση της αποφάσεως αμφισβητείται. Στην περίπτωση αυτή καθιερώνεται, κατά το πρότυπο της Συμβάσεως των Βρυξελλών, διαδικασία για την κυρία ή παρεμπίπτουσα αναγνώρισή της, η οποία όμως απλοποιείται σημαντικά, ώστε να θεραπεύσει τους στόχους του κανονισμού αυτού. ΄Οταν πάντως το ζήτημα αναγνωρίσεως προκύπτει παρεμπιπτόντως σε άλλη δίκη, ο Κανονισμός (άρθρο 33 §3), όπως ακριβώς και η Σύμβαση των Βρυξελλών, προσδίδει στο δικαστήριο της κυρίας αγωγής διεθνή δικαιοδοσία να κρίνει την αναγνώριση. Το δικαστήριο αυτό έχει παράλληλα διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί για την ύπαρξη ενός από τους λόγους μη αναγνωρίσεως των άρθρων 34 και 35. Ενόψει όμως της αδυναμίας αυτεπαγγέλτου ελέγχου εκ μέρους του δικαστηρίου, οι ανωτέρω λόγοι πρέπει να προταθούν και να αποδειχθούν από τον διάδικο που αμφισβητεί την αναγνώριση. Οι λόγοι που εμποδίζουν την αναγνώριση της αλλοδαπής αποφάσεως προβλέπονται περιοριστικά στα άρθρα 34 και 35 του Κανονισμού. Ο Κανονισμός  αναγνωρίζει ως λόγο μη αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως των αποφάσεων την επιφύλαξη της γενικής ρήτρας της δημοσίας τάξεως, που ανευρίσκεται στα περισσότερα εθνικά δίκαια, αλλά και στις διμερείς συμβάσεις. Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 34 αριθμ. 1 «Απόφαση δεν αναγνωρίζεται αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως». Η προσθήκη του επιρρήματος «προφανώς», που δεν ανευρίσκεται στην αντίστοιχη ρύθμιση της Συμβάσεως των Βρυξελλών, υπαγορεύθηκε από την ανάγκη να υπογραμμισθεί ακόμα περισσότερο ο εξαιρετικός χαρακτήρας της ρήτρας. Η επιφύλαξη της δημοσίας τάξεως παραμένει λοιπόν ο κατ’ εξοχήν εξαιρετικός λόγος μη αναγνωρίσεως των κοινοτικών αποφάσεων και η σχετική διάταξη που τον καθιερώνει πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά έτσι ώστε η εφαρμογή της να εφαρμόζεται σε απολύτως ακραίες περιπτώσεις. Τέλος, το άρθρο 32 του Κανονισμού 44/2001 ορίζει ότι: «Ως απόφαση, κατά την έννοια της παρούσας συμβάσεως, νοείται κάθε απόφαση εκδιδόμενη από δικαστήριο συμβαλλόμενου κράτους, οποιαδήποτε και αν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση, διαταγή, διαταγή εκτελέσεως, καθώς και ο καθορισμός της δικαστικής δαπάνης από τον γραμματέα.»,  το άρθρο 33 του ιδίου Κανονισμού ορίζει ότι : «1. Απόφαση που εκδίδεται σε συμβαλλόμενο κράτος αναγνωρίζεται στα υπόλοιπα συμβαλλόμενα κράτη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία. 2. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, κάθε ενδιαφερόμενος που (προβάλλει ως κύριο αίτημα) την αναγνώριση μπορεί να ζητήσει, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στα τμήματα 2 και 3 του παρόντος τίτλου, να διαπιστωθεί ότι η απόφαση πρέπει να αναγνωρισθεί. 3. Αν η επίκληση της αναγνωρίσεως γίνεται παρεμπιπτόντως ενώπιον δικαστηρίου συμβαλλόμενου κράτους, το δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία να κρίνει σχετικά.», το άρθρο 34 του ιδίου Κανονισμού ορίζει ότι : «Απόφαση δεν αναγνωρίζεται : 1) αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως,·2) αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει, 3) αν η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως και 4) αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα μεταξύ των ιδίων διαδίκων και με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, εφόσον η προγενέστερη αυτή απόφαση συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώρισή της στο κράτος αναγνωρίσεως» ενώ το άρθρο 35 του ιδίου Κανονισμού ορίζει ότι :«1. Απόφαση δεν αναγνωρίζεται, επίσης, αν έχουν παραβιασθεί οι διατάξεις των τμημάτων 3, 4 και 6 του τίτλου II, καθώς και στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 72, 2. Κατά τον έλεγχο των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, η αρχή ενώπιον της οποίας ζητείται η αναγνώριση δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως έχει θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του, 3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της πρώτης παραγράφου, δεν ερευνάται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως. Οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνες δεν αφορούν τη δημόσια τάξη υπό την έννοια του άρθρου 34, σημείο 1» και το άρθρο 36 του ιδίου Κανονισμού έχει ως εξής : «Αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως». Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 Α.Κ. προκύπτει ότι υπόχρεος σε αποζημίωση είναι αυτός που στο πρόσωπο του συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις γενέσεως της αδικοπρακτικής ευθύνης, υποκειμενικής (άρθρα 914, 919, 920, 923 Α.Κ.) ή αντικειμενικής (άρθρα 922, 924§1, 925 κ.α.). Δικαιούχος δε της αποζημιώσεως, κατά την κρατούσα άποψη, είναι, κατά πρώτο λόγο, ο φορέας του δικαιώματος ή του εννόμου αγαθού που προσβλήθηκε άμεσα με την αδικοπραξία ως επίσης και αυτός που προσβλήθηκε άμεσα στα προστατευόμενα συμφέροντά του. Αντιθέτως, αντανακλαστικές δυσμενείς επιπτώσεις της αδικοπραξίας στην περιουσία ενός τρίτου (έμμεσα ζημιωθέντος, όπως αποκαλείται) δεν παρέχουν κατ΄ αρχήν στον τελευταίο αξίωση αποζημιώσεως, με κύρια εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 928 και 929 εδάφ.  β΄ Α.Κ. . Η διάκριση ανάμεσα σε άμεσα και έμμεσα ζημιωθέντες και η παροχή αξιώσεως για αποζημίωση κατ΄ αρχήν μόνο στους πρώτους στηρίζεται από δικαιοπολιτική άποψη στην σκέψη ότι, αν ο ζημιώσας επιβαρυνόταν και με την αποκατάσταση των δυσμενών αντανακλαστικών επιπτώσεων της αδικοπραξίας στην περιουσιακή κατάσταση τρίτων, θα αντιμετώπιζε ένα συχνά δυσβάστακτο βάρος, αφού θα ήταν υποχρεωμένος να αποζημιώσει έναν αόριστο αριθμό προσώπων, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα την παράλυση κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Η ανωτέρω διάκριση στηρίζεται, κατά την κρατούσα άποψη, στην διατύπωση των (μη επιδεχομένων ανάλογη εφαρμογή) άρθρων 914 και 919 Α.Κ., τα οποία παρέχουν αξίωση αποζημιώσεως μόνο σ΄ αυτόν που ζημιώθηκε παράνομα ή με τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη και, εξ αντιδιαστολής, στις περιοριστικά εισαγόμενες εξαιρέσεις των άρθρων 928 και 929 εδάφ.  β΄ Α.Κ., που οριοθετούν τις περιπτώσεις αποζημιώσεως των έμμεσα ζημιωθέντων. Για την όχι πάντοτε ευχερή διάκριση ανάμεσα σε άμεσα και σε έμμεσα ζημιωθέντες (η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με την διάκριση ανάμεσα σε άμεση και σε έμμεση ζημία) θα πρέπει να ερευνάται: α) αν η ζημία βρίσκεται σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με το ζημιογόνο γεγονός και β) αν το έννομο αγαθό που προσβλήθηκε (και ο φορέας του) εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο του ιδρυτικού της ευθύνης κανόνα. Αν δεν εμπίπτουν (και τούτο θα συμβαίνει συνήθως σε περιπτώσεις εμμέσως ζημιωθέντων), δεν θεμελιώνεται ευθύνη του ζημιώσαντος σε αποζημίωση, γιατί ακριβώς απέναντι στον συγκεκριμένο φορέα του συγκεκριμένου εννόμου αγαθού δεν υπάρχει παρανομία. Με βάση τα ανωτέρω, έμμεσα ζημιωθείς είναι και εκείνος που ζημιώθηκε εξαιτίας όχι καθεαυτού του ζημιογόνου γεγονότος, αλλά εξαιτίας της ζημίας που προκάλεσε το ζημιογόνο γεγονός στο θύμα (άμεσα ζημιωθέντα) (Α.Π. 656/2019 τ.ν.π. Νόμος).
  6. Από την δικαστική ομολογία (άρθρα 352§1, 261 Κ.Πολ.Δ.) των αντιδίκων των εχόντων το αντικειμενικό βάρος αποδείξεων διαδίκων αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα που θα σημειωθούν ειδικότερα κατωτέρω, την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως ………., που περιέχεται στις εκθέσεις απομαγνητοφωνημένων πρακτικών της συζητήσεως των ως άνω αγωγών στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την δικάσιμο της 13.01.2015, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ………….. ενώπιον των Πρέσβεως της Ελλάδος στις Φιλιππίνες ………, συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., Ειρηνοδίκη Πειραιώς …….., Ειρηνοδίκη Πειραιώς ………, συμβολαιογράφου Πειραιώς …………., διευθύνοντος το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδος στην Μανίλα Φιλιππίνων ………., συμβολαιογραφούντος Διευθύνοντος το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδος στο Λονδίνο ……… και συμβολαιογραφούσας Διευθύνουσας το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας στο Λονδίνο ………, συνταγεισών των υπ΄ αριθμ. ……….. ενόρκων βεβαιώσεων αυτών, αφού προηγήθηκε η νόμιμη προδικασία (βλ. τις προσκομιζόμενες με νόμιμη επίκληση με στοιχεία ………….εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών των Πρωτοδικείων Πειραιώς και Αθηνών …………..) και το σύνολο, όλων ανεξαιρέτως, των εγγράφων που προσκομίζονται με νόμιμη επίκληση είτε για να χρησιμοποιηθούν ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η πρώτη ενάγουσα εταιρεία («………..») ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου «AT», με σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων, η δεύτερη ενάγουσα εταιρεία («……………….») ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου «GT», με σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων, η τρίτη ενάγουσα εταιρεία  («………………..») ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου «VJ», με σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων, η τέταρτη ενάγουσα εταιρεία («……….») ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου «Z.», με σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων, η πέμπτη ενάγουσα εταιρεία («……….») ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου «TC», με σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων, η έκτη ενάγουσα εταιρεία («……………….») ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου «PM», με σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων, και η έβδομη ενάγουσα εταιρεία («………………..») ήταν διαχειρίστρια των ως άνω πλοίων, κατά τα έτη 2006 και 2007. Περαιτέρω, κατά τα αυτά έτη, ο όγδοος ενάγων (……………….) ήταν Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου των πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έβδομης των εναγουσών εταιρειών, ο ένατος ενάγων  (……………….) ήταν Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου των πρώτης, δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των εναγουσών, ο δέκατος ενάγων (……………….) ήταν Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου των πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έβδομης των εναγουσών επίσης δε και νόμιμος εκπρόσωπος της τελευταίας, ο ενδέκατος ενάγων (Παναγιώτης ……………….ς) ήταν Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της πέμπτης των εναγουσών και Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της έκτης εξ αυτών, ο δωδέκατος ενάγων (………..) ήταν Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της πέμπτης ενάγουσας και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της έκτης των εναγουσών, ο δέκατος τρίτος ενάγων (……………….) ήταν Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της έκτης ενάγουσας και η δεκάτη τέταρτη ενάγουσα (……………….) ήταν Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της έβδομης ενάγουσας. Η πρώτη ενάγουσα, στις 24.05.2006, συνήψε με τις εταιρείες α) «……….», που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των …………. 2987 για το οικονομικό έτος 2006 και  της οποίας υπεύθυνος ασφαλίσεων ήταν ο …………………………, η . ………………. ήταν επικεφαλής του τμήματος ασφαλιστικών απαιτήσεων και ο . ………………. ήταν υπεύθυνος ασφαλίσεων, β) «. ……………….», που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των …………. 2003 για το οικονομικό έτος 2006 και αντιπροσωπεύθηκε από την εταιρεία «………..», της οποίας διευθυντής ασφαλίσεων ήταν ο . ………………. και γ) «……………….», που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των …………. 0033 για το οικονομικό έτος 2006, της οποίας υπεύθυνος ασφαλίσεων ήταν ο . ……………….,  σύμβαση ασφαλίσεως του τύπου των …………., με στοιχεία ………, ενώ με τις ασφαλιστικές εταιρείες «……….», «………..», «………..» και «………..» συνήψε την από 24.05.2006 σύμβαση ασφαλίσεως σκάφους και μηχανής για το ίδιο πλοίο για ασφαλισμένη αξία ποσού  000.000,00 USD. Αμφότερες οι ασφαλιστικές συμβάσεις έφεραν στοιχεία ………. και ήσαν συμβάσεις από κοινού ασφαλίσεως με την εβδόμη ενάγουσα εταιρεία, με την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των έξι από κοινού ασφαλισμένων πλοίων, με τις δεύτερη έως και έκτη των εναγουσών πλοιοκτήτριες εταιρείες των ως άνω πλοίων και τις συνδεόμενες και/ή θυγατρικές εταιρείες των παραπάνω εταιρειών, για τις οποίες (συμβάσεις)  εκδόθηκαν τα σχετικά πιστοποιητικά ασφαλίσεως. Στην πρώτη από τις ανωτέρω συμβάσεις συμφωνήθηκαν, επιπλέον, τα εξής: «ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟΣ ΝΟΜΟΣ & ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ: Αυτή η σύμβαση ασφάλισης θα διέπεται και θα ερμηνεύεται σύμφωνα με το Δίκαιο της Αγγλίας και της Ουαλίας και κάθε συμβαλλόμενο μέρος συμφωνεί ότι θα υπόκεινται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Αγγλίας και της Ουαλίας.» ενώ στο πιστοποιητικό συνολικής ασφαλίσεως των προαναφερθέντων πλοίων όλων των πλοίων των εναγουσών πρώτης – έκτης πλοιοκτητριών εταιρειών αναγράφεται ότι: «ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟΣ ΝΟΜΟΣ & ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ: Αυτή η ασφάλιση θα διέπεται και ερμηνεύεται σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο και κάθε συμβαλλόμενο μέρος συμφωνεί ότι θα υπόκεινται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Αγγλίας.». Επιπρόσθετα, η πρώτη ενάγουσα κατήρτισε με την εταιρεία «………………..» (μη διάδικο) την από 24.05.2006 και με στοιχεία  ……… σύμβαση ασφαλίσεως σκάφους και μηχανής του ως άνω πλοίου «AT», ενώ κατήρτισε με τον (εναγόμενο σε έτερες αγωγές όμοιου περιεχομένου) αλληλασφαλιστικό σύνδεσμο («……………….») την από 13.03.2006 σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως σκάφους και μηχανής του ως άνω πλοίου, αμφότερες δε οι ασφαλιστικές συμβάσεις ήσαν συμβάσεις από κοινού ασφαλίσεως με την εβδόμη ενάγουσα εταιρεία, με την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των έξι από κοινού ασφαλισμένων πλοίων, τις δεύτερη έως και έκτη των εναγουσών – πλοιοκτήτριες εταιρείες των ως άνω πλοίων και τις συνδεόμενες και/ή θυγατρικές εταιρείες των παραπάνω εταιρειών, για τις οποίες (συμβάσεις)  εκδόθηκαν τα σχετικά πιστοποιητικά ασφαλίσεως. Με την σύμβαση αυτή καλυπτόταν η απώλεια ή η ζημία του ως άνω ασφαλισθέντος πλοίου, που θα προερχόταν από θαλασσίους κινδύνους, από οποιοδήποτε κρυμμένο ελάττωμα στις μηχανές ή το σκάφος και από οποιοδήποτε ατύχημα ή από αμέλεια, ανικανότητα ή εσφαλμένη εκτίμηση οποιουδήποτε προσώπου, για το χρονικό διάστημα από τις 13.03.2006 και ώρα 10:30  έως τις 13.03.2007 και ώρα 10:30, έως το ποσό των 32.000.000,00 USD και με τους στερεoτύπους όρους του Ινστιτούτου των …………. ασφαλίσεως στερεοτύπων κινδύνων σκάφους. Τα ποσοστά, κατά τα οποία συμμετείχε έκαστη των εναγομένων ασφαλιστικών εταιρειών και των ασφαλιστών στην ασφάλιση του ως άνω πλοίου «AT» ήταν τα εξής: Η  εταιρεία «………….» μετείχε στην ασφάλιση του ως άνω πλοίου με ποσοστό 12,7272%, ήτοι ποσό USD 7.272.704,00, η  εταιρεία «……….. ……» μετείχε στην ασφάλιση του πλοίου με ποσοστό 9,0909 %, ήτοι ποσό USD 2.909.088,00, η  εταιρεία «………..» μετείχε στην ασφάλιση του πλοίου με ποσοστό 13,6354 %, ήτοι ποσό USD 4.363.648,00, η  εταιρεία «………..» μετείχε στην ασφάλιση του πλοίου με ποσοστό 4,5455%, ήτοι ποσό USD 1.454.560,00, η εταιρεία «……………….» (ενεργούσα ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των …………. 2987 για το οικονομικό έτος 2006) μετείχε στην ασφάλιση του πλοίου με ποσοστό 9,0909%, ήτοι ποσό USD 2.909.088,00, ο . ………………. (ενεργών ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των …………. 2003 για το οικονομικό έτος 2006) μετείχε στην ασφάλιση του πλοίου με ποσοστό 9,0909%, ήτοι ποσό USD 2.909.088,00, η εταιρεία «……………….» (ενεργούσα ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των …………. 0033 για το οικονομικό έτος 2006) μετείχε στην ασφάλιση του πλοίου με ποσοστό 6,8183 %, ήτοι ποσό USD 2.181.824.00 και ο «…………….» μετείχε στην ασφάλιση του πλοίου με ποσοστό 15%, ήτοι ποσό USD 4.800.000,00 . Επιπρόσθετα, η  ενάγουσα «…………», οι συνασφαλισμένες δεύτερη έως έκτη των εναγουσών και η εβδόμη αυτών ως διαχειρίστρια, κατάρτισαν με τα αναφερόμενα στην αγωγή συνδικάτα των …………., στις 20.03.2006, έτερη με στοιχεία  …….. σύμβαση ασφαλίσεως της αυξημένης αξίας του πλοίου «AT», με την οποία καλυπτόταν η ολική απώλεια (πραγματική ή τεκμαρτή) του ασφαλισμένου πλοίου, από θαλασσίους κινδύνους, για το χρονικό διάστημα από τις 13.03.2006 και ώρα 10:30 έως τις  13.03.2007 και ώρα 10:30, έως το ποσό των 8.000.000,00 USD και με τους στερεοτύπους όρους του Ινστιτούτου των …………. ασφαλίσεως στερεοτύπων κινδύνων σκάφους. Μετά την σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως και όσο διαρκούσε αυτή, ήτοι στις 03.05.2006 και ώρα 21:00, το ως άνω ασφαλισμένο πλοίο «AT» βυθίσθηκε κατά την διάρκεια πλου από Βραζιλία προς Κίνα και ενώ μετέφερε φορτίο σιδηρομεταλλεύματος, σε θαλασσία περιοχή περί τα 300 ναυτικά μίλια, ανοικτά του λιμένος Port Elizabeth της Νότιας Αφρικής, με αποτέλεσμα τον θάνατο από πνιγμό είκοσι έξι (26) ναυτικών υπηρετούντων στο ως άνω πλοίο, ενώ διεσώθησαν τα υπόλοιπα επτά μέλη του πληρώματος. Αμέσως μετά την απώλεια του πλοίου, η ναυτική αρχή ασφαλείας της Νότιας Αφρικής και το τμήμα ναυτικών ερευνών του Αγίου Βικέντιου και Γρεναδίνης  διενέργησαν έρευνες προκειμένου να διαπιστωθούν τα περιστατικά του ναυαγίου, η κατάσταση του πλοίου και οι πιθανές αιτίες βυθίσεώς του. Μετά την ολοκλήρωση των ερευνών αυτών, συντάχθηκαν δύο πορίσματα –εκθέσεις ένα από τη ναυτική αρχή ασφαλείας της Νότιας Αφρικής  και ένα από το τμήμα ναυτικών ερευνών του Αγίου Βικέντιου και Γρεναδίνης (κράτους σημαίας του πλοίου). Σύμφωνα με τις πορισματικές αυτές εκθέσεις, στις οποίες έχουν καταχωρηθεί αποσπάσματα των καταθέσεων των διασωθέντων μελών του πληρώματος, περί ώρα 07:50 της 03.05.2006 ακούσθηκε ένα δυνατό κτύπημα, ακολουθούμενο και από τράνταγμα το οποίο έγινε αντιληπτό από το πλήρωμα του πλοίου, και διαπιστώθηκε κατάκλυση από νερό της με αριθμό 8 αριστερής διπύθμενης δεξαμενής του πλοίου, συνάμα δε αυτό άρχισε να παίρνει κλίση αριστερά. Παρά την προσπάθεια των μελών  του πληρώματος να απαντληθεί το νερό κάτι τέτοιο δεν επιτεύχθηκε, ενώ παρατηρήθηκε κατάκλυση και των κυτών με αριθμούς 5,6, και 7 και αύξηση της κλίσεως. Περί 20:50 ώρα (τοπική)  το πλοίο υπέστη καταστροφική δομική ζημία  που κατέληξε στο σπάσιμο του κύτους με αριθμό 6, με αποτέλεσμα την βύθιση του πλοίου λίγο αργότερα. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η έκθεση  της ναυτικής αρχής ασφαλείας της Νότιας Αφρικής ήταν ότι δεν ήταν δυνατό λόγω ελλείψεως συγκεκριμένου επιβεβαιωμένου αποδεικτικού στοιχείου σχετικά με τα γεγονότα που οδήγησαν στην αποκοπή του πλοίου να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα για την απώλειά του, με αποτέλεσμα να συστήσει στον κράτος της σημαίας  του πλοίου να διεξάγει πλήρη έρευνα σε σχέση με το θάνατο των μελών του πληρώματος. Στην υπ΄ αριθμ.  ../2006 έκθεση που συντάχθηκε από το τμήμα ναυτικών ερευνών του Αγίου Βικέντιου και Γρεναδίνης, ως παράγοντας που συντέλεσε στην βύθιση του πλοίου, αναφέρθηκαν οι συνθήκες καιρού και θάλασσας, ως πιθανό αίτιο της προκλήσεως του ρήγματος στο πλοίο η εσφαλμένη διαδικασία φόρτωσης του πλοίου επίσης δε διαπιστώθηκε η αδυναμία καθορισμού του αιτιώδους παράγοντα, λόγω ελλείψεως αξιοπίστων στοιχείων, ενώ σημειώθηκε ότι η τελευταία επιχείρηση φορτώσεως καθώς και η αξιοπλοΐα του σκάφους δεν παρείχαν οποιαδήποτε ένδειξη ότι η απώλεια αυτή θα μπορούσε να συμβεί. .  Στις 18.05.2006  η δικηγορική εταιρεία «………….» έλαβε εντολή από την διαχειρίστρια του πλοίου, εβδόμη ενάγουσα, για λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας, να χειρισθεί την ασφαλιστική απαίτηση της ολικής απώλειας του πλοίου «AT» και την υποβολή της ασφαλιστικής απαιτήσεως προς τις ασφαλίστριες εταιρείες και τους ασφαλιστές του Συνδικάτου ………….. Η ως άνω δικηγορική εταιρεία με την από 30.05.2006 επιστολή της προς τους δικηγόρους των ασφαλιστών και σε απάντηση της από 17.05.2006 επιστολής των τελευταίων, δήλωσε ότι μέρος των αιτουμένων εγγράφων είναι στην διάθεση των ασφαλιστών, ότι κάποια από τα αιτηθέντα προς επίδειξη έγγραφα δεν είναι στην κατοχή της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας και εξέφρασαν έντονες αντιρρήσεις για τα αιτήματα που αφορούσαν πληροφορίες και έγγραφα για τα συνασφαλισμένα πλοία. Την ίδια δε ημερομηνία ήτοι στις 30.05.2006, η πλοιοκτήτρια «…. .o» απέστειλε, μέσω της ασφαλειομεσίτριας εταιρείας, με την επωνυμία «……………», στις εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες και στους ασφαλιστές επιστολή απαιτήσεως πληρωμής της ασφαλιστικής αποζημιώσεως, στην οποία παρέθετε το ιστορικό του πλοίου, των πλόων και των επιθεωρήσεών του, του πλου κατά την διάρκεια του οποίου έλαβε χώρα η βύθιση του πλοίου, των συνθηκών του ναυαγίου, των ραδιοεπικοινωνιών του πλοίου κατά την 03.05.2006, τα στοιχεία από το διασωστικό πλοίο και ρυμουλκό, και τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες. Επικαλέσθηκε δε, προκειμένου να θεμελιώσει την απαίτησή της για καταβολή της ασφαλιστικής αποζημιώσεως, ότι μετά από ταξίδι τεσσάρων (4) ημερών σε θάλασσα με μεγάλο κυματισμό, συμπεριλαμβανομένων θαλασσών με κυματισμό 4-5 μέτρα, τις πρωινές ώρες της 03.05.2006, το πλοίο υπέστη μια σοβαρή και ξαφνική κατασκευαστική ζημία στο κύτος στην περιοχή της διπύθμενης δεξαμενής υπ αριθμ. 8 και στα κύτη φορτίου υπ αριθμ. 6 και 7, που είχε ως συνέπεια την ολική απώλεια του πλοίου περί την  20:52 ώρα την ίδια ημέρα, και την πεποίθησή της ότι η βύθιση του πλοίου οφείλεται σε θαλάσσιο κίνδυνο ή σε απρόοπτο γεγονός που καλύπτεται από τον όρο προσθέτων κινδύνων. Στην ως άνω επιστολή επισύναψε και  παρέδωσε με αυτήν στους ασφαλιστές όλα τα έγγραφα και στοιχεία που θεώρησε ότι θεμελίωναν το βάσιμο της αξιώσεώς της, ήτοι τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των διασωθέντων μελών του πληρώματος, τα πιστοποιητικά ασφαλείας και κλάσεως του πλοίου που είχαν εκδοθεί από τον Βρετανικό Νηογνώμονα «…………» και ήταν σε ισχύ, χωρίς καμία παρατήρηση, τα οποία βεβαίωναν ότι το πλοίο διατηρούσε την κλάση του και ήταν αξιόπλοο κατά τον χρόνο του ναυαγίου και της απώλειάς του, όλες τις επιθεωρήσεις του πλοίου που είχαν πραγματοποιηθεί από τον Βρετανικό Νηογνώμονα «…………….», από το κράτος της σημαίας του πλοίου, από τις λιμενικές αρχές και από επιθεωρητές που βεβαίωναν όλοι ότι βρισκόταν σε άριστη κατάσταση και ήταν αξιόπλοο, το πλήρες ιστορικό των πλόων του πλοίου και των μεταφορών φορτίων που πραγματοποίησε το πλοίο κατά την χρονική περίοδο που ανήκε στην πρώτη ενάγουσα μέχρι τον χρόνο του ναυαγίου, τα αντίγραφα μηνυμάτων που είχαν ανταλλαγεί μεταξύ του πλοίου και της διαχειρίστριας αυτού (εβδόμης ενάγουσας), το αντίγραφο ημερολογίου συμβάντων του Κέντρου Έρευνας και Διασώσεως του Cape Town, την αναφορά που συνέταξε ο πλοίαρχος του προστρέξαντος προς βοήθεια πλοίου και το δελτίο καιρού Μετεωρολογικής Υπηρεσίας της Νοτίου Αφρικής.  Έως και τον μήνα Ιούλιο του έτους 2006, με πληθώρα επιστολών, που αντάλλαξαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζητήθηκε σωρεία επιπλέον εγγράφων από την πλοιοκτήτρια τόσο για το βυθισθέν όσο και για τα άλλα συνασφαλισμένα πλοία, μεγάλο μέρος των οποίων τους παραδόθηκαν. Επίσης, στην σχετική αλληλογραφία καταγράφηκαν οι οχλήσεις της πλοιοκτήτριας στους ασφαλιστές για τον άμεσο προσδιορισμό ημερομηνίας καταβολής της ασφαλιστικής αποζημιώσεως,  θέτοντας  εν τέλει ως απωτάτη ημερομηνία για την απάντηση των ασφαλιστών, ως προς την εγερθείσα απαίτηση, την 300.6.2006. Σημειωτέον τυγχάνει ότι με την από 21.06. 2006 επιστολή τους οι δικηγόροι των ασφαλιστών ζήτησαν την παράδοση σε αυτούς των καταθέσεων των επιζώντων ναυτικών που λήφθησαν στην Νότια Αφρική, αίτημα στο οποίο οι δικηγόροι των εναγόντων απάντησαν αυθημερόν με σχετική επιστολή τους ότι ήδη τα αντίγραφα των καταθέσεων αυτών  είχαν  επισυναφθεί στην επιστολή της απαιτήσεως της ασφαλιστικής αποζημιώσεως προς τους ασφαλιστές και έπρεπε να είναι στην κατοχή τους, πλην όμως επαναπέστειλαν  αντίγραφα των υπογεγραμμένων καταθέσεων των διασωθέντων μελών του πληρώματος. Στις 18.06.2006 οι δικηγόροι της πλοιοκτήτριας σε σχετική επιστολή τους προς τους δικηγόρους των ασφαλιστών εξέφρασαν την δυσαρέσκειά τους, λόγω της διαπιστώσεώς τους ότι οι τελευταίοι επιδίωξαν να έρθουν σε επαφή με ένα μέλος του πληρώματος του βυθισθέντος πλοίου, τον ………….,  και, επιπλέον, δήλωσαν ότι είχαν πληροφορίες ότι οι ίδιοι επεδίωκαν την επικοινωνία και με άλλα μέλη του πληρώματος χωρίς να ενημερώσουν προς τούτο την πλοιοκτήτρια, ζητώντας να τους ενημερώσουν εάν είχε λάβει χώρα οποιαδήποτε συνάντηση μεταξύ των δικηγόρων των ασφαλιστών και των μελών του πληρώματος, εκτός από αυτές στη Νότια Αφρική. Επιπλέον, ανέφεραν ότι κυκλοφορούσαν φήμες περί αναξιοπλοΐας του πλοίου «GT», διαμαρτυρήθηκαν επειδή η «……………..» παρείχε εμπιστευτικές πληροφορίες για την υπόθεση σε τρίτο μέρος και διαπίστωσαν ότι διεξάγονταν δύο παράλληλες έρευνες των ασφαλιστών. Εν κατακλείδι, με την εν λόγω επιστολή, ρητά δήλωσαν ότι είχε δημιουργηθεί στην πλοιοκτήτρια η εντύπωση πως οι ασφαλιστές ερευνούσαν με την ελπίδα να ανακαλύψουν κάποιο στοιχείο που θα τους χρησίμευε ως δικαιολογία για να συνεχίζουν να υπεκφεύγουν ως προς την καταβολή της αποζημιώσεως και ότι εάν συνεχιζόταν η τακτική αυτή μια δικαστική διαμάχη θα ήταν αναπόφευκτη. Σε απάντηση της επιστολής αυτής, στις 15.07.2006, οι εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες, μέσω των δικηγόρων τους, εξέφρασαν την άποψη ότι, ανεξάρτητα του αν η απώλεια του πλοίου οφείλονταν σε ασφαλισμένο κίνδυνο, το εν λόγω πλοίο δεν μπορούσε να είναι αξιόπλοο, κατά τους ορισμούς του νόμου περί ναυτικών ασφαλίσεων, ενώ ήταν ακόμα υπό διερεύνηση η αιτία της απώλειας του πλοίου και, επομένως, οι ασφαλιστές είχαν δικαίωμα να διεξάγουν έρευνες τόσο για την αιτία αυτή, όσο και για την κατάσταση των λοιπών συνασφαλισμένων πλοίων. Τόνισαν δε ότι βρίσκονταν σε αναμονή της αποστολής των εγγράφων που είχαν ζητήσει από την πλοιοκτήτρια ήδη από τις 11.07.2006 και τα οποία χρειάζονταν οι ειδικοί για να ολοκληρώσουν την έκθεσή τους προς τους ασφαλιστές. Λόγω της μη εισέτι καταβολής της ασφαλιστικής αποζημιώσεως, έως τις 30.06.2006,  αλλά και της αμφισβητήσεως των ασφαλιστών ως προς την αξιοπλοΐα του πλοίου, η πλοιοκτήτρια «………», ήγειρε, στις 15.08.2006,  την με αριθμό φακέλου …../2016 αγωγή ενώπιον του Αγγλικού Ανωτέρου Δικαστηρίου – Τμήμα της Βασίλισσας – Εμπορικό Δικαστήριο (High Court of Justice – Queen’s Bench Division – Commercial Court) κατά των εδώ εναγομένων ασφαλιστών καθώς και των εταιρειών «. .», «……….. ………», «………..» και  «………..», με την οποία (αγωγή) ζητούσε να καταδικασθούν οι ανωτέρω ασφαλιστές να καταβάλουν σε αυτή (πρώτη ενάγουσα), σύμφωνα με την με στοιχεία …. . ασφαλιστική σύμβαση, ήτοι το 75% της ασφαλιστικής αποζημιώσεως, λόγω της ολικής απώλειας του πλοίου της, δηλαδή  24.000.000,00 USD, κατά το προαναφερθέν ποσοστό συμμετοχής εκάστης εναγομένης στην ασφαλιστική κάλυψη του πλοίου, καθόσον το υπόλοιπο 10% είχε υποχρέωση να καλύψει η «………………..» (που δεν ήταν διάδικος στην αγωγή ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, διότι η διαδικασία της αγωγής αυτής ανεστάλη) και το υπόλοιπο 15% είχε υποχρέωση να καλύψει η «……………….» η διαφορά με την οποία υπήχθη σε διαιτησία.  Σύμφωνα με την αγωγή η αιτία του ναυαγίου του πλοίου ήταν ένας κίνδυνος της θάλασσας, για τον οποίο ήταν ασφαλισμένο το πλοίο, και ήταν ένα ατύχημα κατά το νόημα του όρου του» Institute Additional Perils Clause» και / ή κίνδυνος της θάλασσας και / ή κρυφή βλάβη στο σκάφος και στα μηχανήματα του πλοίου, σύμφωνα με τους όρους και τους ορισμούς του «Institute Time Clauses Hulls»,  και μπορεί να  προκλήθηκε από τον άνεμο,  τα κύματα της θάλασσας και τις συνθήκες του καιρού στις οποίες βρέθηκε το πλοίο πριν και κατά την διάρκεια του ναυαγίου, από ρωγμή κοπώσεως στην περιοχή των διαμηκών του πυθμένα του πλοίου που μεταφέρθηκε στα ελάσματα του πυθμένα, από ρωγμή κοπώσεως στην περιοχή των πλευρικών νομέων του κελύφους που είχε ως αποτέλεσμα να αποσπασθεί ένα τμήμα του πλευρικού ελάσματος του κελύφους, από ανεπάρκεια (αστοχία) των ελασμάτων του πυθμένα και του πλευρικού ελάσματος στην περιοχή της διπύθμενης δεξαμενής υπ’ αριθμ. 8 και του κύτους φορτίου υπ’ αριθμ. 6. Εν συνεχεία, στις 13.12.2007, ήτοι μια ημέρα πριν την συζήτηση της αγωγής της πλοιοκτήτριας υπογράφηκε μεταξύ της «………….» και της «………..» και των εναγομένων στις κρινόμενες αγωγές ασφαλιστών στους …….. ιδιωτικό συμφωνητικό συμβιβασμού με το οποίο οι εναγόμενoι συμφώνησαν να καταβάλουν ολοσχερώς την αιτουμένη από την πρώτη των εναγόντων ασφαλιστική αποζημίωση κατά το μέρος που τους αναλογούσε, ήτοι κατά το 25% του κεφαλαίου επί της ασφαλιστικής αξίας του  βυθισθέντος πλοίου, δηλαδή  ποσό 8.000.000,00 USD. Την επομένη ημέρα, ήτοι στις 14.12.2007 κατά την συνεδρίαση του Δικαστηρίου ενώπιον τον Δικαστή  ………., η ενάγουσα ενημέρωσε τον Δικαστή ότι είχε επιτευχθεί συμβιβασμός με τις εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες, με αποτέλεσμα να εκδοθεί η από 20.12.2007 διαταγή του Δικαστή ………, με την οποία διατάχθηκε να παύσουν όλες οι δικαστικές διαδικασίες μεταξύ των εν λόγω διαδίκων από την 14.12.2007, με αποτέλεσμα με τερματισθεί η δίκη μεταξύ των διαδίκων καθώς ο συμβιβασμός αυτός εκτελέστηκε με την καταβολή του συμφωνηθέντος ποσού την 31.12.2007. Σε αντίστοιχες συμφωνίες συμβιβασμού και τερματισμού των δικών προέβησαν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα και οι λοιποί ασφαλιστές. Στην σύμβαση συμβιβασμού (άρθρο 5) από 13.12.2007 συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι κάθε διαφορά από αυτή (σύμβαση συμβιβασμού) θα επιλυόταν από το Πρωτοδικείο του Λονδίνου (High Court of London)  με βάση το Αγγλικό δίκαιο. Επίσης, στην αυτή συμφωνία (που συνυπέγραψε η εβδόμη ενάγουσα) και στο άρθρο 4 αυτής συμφωνήθηκαν τα εξής: «Ο Ασφαλισμένος και Ενάγων συμφωνούν να αποζημιώσουν τους ασφαλιστές, που υπογράφουν παρακάτω, για κάθε αξίωση, η οποία μπορεί να εγερθεί εναντίον τους από οποιαδήποτε συγγενή εταιρεία ή οργανισμό του Ασφαλισμένου ή του Ενάγοντος, ή από οποιονδήποτε ενυπόθηκο δανειστή, σε σχέση με την απώλεια του «AT», ή υπό το Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο υπ΄ αριθμ. …………, αλλά χωρίς να επηρεάζεται οποιαδήποτε άλλη ασφαλιστική σύμβαση, στην οποία μπορεί να έχουν αυτοί εμπλακεί.». Όλα τα ανωτέρω παρατιθέμενα ως αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτουν από τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα κυρίως όμως ομολογούνται από τους εναγομένους υπαρχούσης, συνεπώς, πλήρους αποδείξεως περί της ουσιαστικής τους βασιμότητας. Ενόψει των εν λόγω πραγματικών περιστατικών σε συνδυασμό με τα όσα αναφέρονται στην νομική σκέψη της αποφάσεως αυτής, συνάγονται τα ακόλουθα ασφαλή συμπεράσματα σχετικά, με το βασικό ζήτημα της καταφάσεως ή μη της υπάρξεως διεθνούς δικαιοδοσίας των Ελληνικών Δικαστηρίων και εν προκειμένω του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου για την εκδίκαση των ως άνω αγωγών: Για τις  αγωγές καθόσον εγέρθηκαν από την πρώτη ενάγουσα («……………….»), την εβδόμη ενάγουσα («………………..»), τον όγδοο ενάγοντα (……………….), τον ένατο ενάγοντα (……………….), τον δέκατο ενάγοντα (……………….) και την δέκατη τετάρτη ενάγουσα (……………….) υπό την ιδιότητα των τελευταίων ως φορέων οργάνων των πρώτης και δεύτερης των εναγουσών τα Ελληνικά δικαστήρια στερούνται διεθνούς δικαιοδοσίας προς εκδίκασή τους ενόψει της επιμέρους συμφωνίας, που περιελήφθη στην από 13.12.2007 σύμβαση συμβιβασμού, συμφώνως προς την οποία για κάθε διαφορά,  εκπηγάζουσα (όπως οι ένδικες) από την εν λόγω σύμβαση διεθνή δικαιοδοσία έχει το Πρωτοδικείο του Λονδίνου («High Court of London»). Ισχυρό επιχείρημα περί του ότι η ερμηνευτική αυτή εκδοχή έχει υιοθετηθεί ήδη από την πρώτη ενάγουσα είναι το γεγονός ότι, στις 14.12.2007, επιχείρησε να διευρύνει (τροποποιήσει) με άδεια του Δικαστή ……. το αντικείμενο της δίκης επί της υπ΄ αριθμ. φακέλου ………/2006 αγωγής με απαιτήσεις όπως οι ένδικες (αποθετικές ζημίες) πλην όμως δεν της επιτράπηκε. Περαιτέρω, η ως άνω επιμέρους συμφωνία, κατά νομική και λογική αναγκαιότητες,  καταλαμβάνει και τα ανωτέρω αναφερόμενα φυσικά πρόσωπα, εφόσον αυτά ενάγουν, ως φορείς οργάνων των πρώτης και εβδόμης των εναγουσών,  για πράξεις των εναγομένων που έλαβαν χώρα κατ΄ αυτών (εναγόντων φυσικών προσώπων) υπό τις προαναφερθείσες ιδιότητές τους. Επιπροσθέτως, ως προς τις  πρώτη, δεύτερη και τρίτη αγωγές κατά το μέρος που εγέρθηκαν από τις δεύτερη, τρίτη, τετάρτη, πέμπτη και έκτη ενάγουσες εταιρείες το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εστερείτο της σχετικής διεθνούς δικαιοδοσίας και τούτο διότι οι επικαλούμενες αδικοπρακτικές κατ΄ αυτών πράξεις των εναγομένων σχετίζονται με εξουσίες των εναγομένων που εκπηγάζουν από την προαναφερομένη σύμβαση ασφαλίσεως στην οποία, ως επιμέρους συμφωνία, ορίσθηκαν ως μέλλοντα να δικαιοδοτήσουν δικαστήρια αυτά της Αγγλίας κατά το Αγγλικό δίκαιο. Ισχυρό ερμηνευτικό επιχείρημα περί του ότι η εκδοχή αυτή έχει υιοθετηθεί από τις πρώτη και εβδόμη ενάγουσες εταιρείες είναι και το γεγονός ότι στην προαναφερομένη σύμβαση συμβιβασμού συμφωνήθηκε ρητά ότι: «Ο Ασφαλισμένος και Ενάγων συμφωνούν να αποζημιώσουν τους ασφαλιστές, που υπογράφουν παρακάτω, για κάθε αξίωση, η οποία μπορεί να εγερθεί εναντίον τους από οποιαδήποτε συγγενή εταιρεία ή οργανισμό του Ασφαλισμένου ή του Ενάγοντος, ή από οποιονδήποτε ενυπόθηκο δανειστή, σε σχέση με την απώλεια του «AT», ή υπό το Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο υπ΄ αριθμ. …………, αλλά χωρίς να επηρεάζεται οποιαδήποτε άλλη ασφαλιστική σύμβαση, στην οποία μπορεί να έχουν αυτοί εμπλακεί.» η συμφωνία δε αυτή προηγήθηκε του καθορισμού των μελλόντων να δικαιοδοτήσουν δικαστήρια και του εφαρμοστέου υπ΄ αυτών δικαίου. Εξάλλου, και υπό την αντίθετη εκδοχή κατά την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε διεθνή δικαιοδοσία, υλική, τοπική και λειτουργική αρμοδιότητες να κρίνουν τις ως άνω αγωγές, αυτές (αγωγές) είναι αστήρικτες στον νόμο και τούτο διότι οι επικαλούμενες ζημίες και βλάβες αυτών, αληθείς υποτιθέμενες, είναι τέτοιες εμμέσως ζημιωθέντων ενόψει του ότι επήλθαν μετά από όσα συνέβησαν με τις πρώτη και εβδόμη ενάγουσες. Περαιτέρω, η ως άνω επιμέρους συμφωνία, κατά νομική και λογική αναγκαιότητες, καταλαμβάνει και τα ανωτέρω αναφερόμενα φυσικά πρόσωπα, εφόσον αυτά ενάγουν, ως φορείς οργάνων των πρώτης και εβδόμης των εναγουσών,  για πράξεις των εναγομένων που έλαβαν χώρα κατ΄ αυτών (εναγόντων φυσικών προσώπων) υπό τις προαναφερθείσες ιδιότητές τους. Επομένως, ενόψει των όσων παρατέθηκαν αμέσως ανωτέρω, κατά παραδοχή του παραδεκτώς προβληθέντος και βασίμου πρώτου λόγου της από 30.03.2017 εφέσεως και απορριπτομένων των λόγων της από 27.01.2017 εφέσεως μετά του προσθέτου αυτής από 18.04.2018 προσθέτου λόγου, πρέπει να εξαφανισθεί (στο σύνολό της προς τον σκοπό υπάρξεως ενιαίου τίτλου προς εκτέλεση) η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικασθούν οι από 20.04.2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……./20.04.2011), 20.04.2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……/20.04.2011), 20.04.2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……/21.04.2011) και 11.01.2012 (γεν. αριθμ. καταθ. ……./12.01.2012) αγωγές και να απορριφθούν λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των Ελληνικών δικαστηρίων προς εκδίκασή τους.
  7. Το παράβολο που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες με την από 27.01.2017 έφεση μετά του προσθέτου αυτής από 18.04.2018 λόγου πρέπει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο ενώ το παράβολο που κατατέθηκε με την από 30.03.2017 έφεση πρέπει να αποδοθεί στους καταθέσαντες (άρθρο 495§3 εδάφ. ε΄ Κ.Πολ.Δ.).
  8. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας κατά μεν ένα μέρος τους πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων ενόψει του ότι οι διατάξει του νόμου που εφαρμόσθηκαν ήσαν δυσερμήνευτες κατά δε το λοιπό τους μέρος να επιβληθούν, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος των νικώντων διαδίκων, εις βάρος των αντιδίκων τους (άρθρα 179 περ. γ΄, 183, 189§1, 191§2 Κ.Πολ.Δ.) κατά τα στο διατακτικό.

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, τις από 27.01.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. ……/30.01.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. ……/30.01.2017) έφεση των εναγόντων – εκκαλούντων – εφεσιβλήτων, μετά του από 18.04.2018 (γεν. αριθμ. καταθ. ……/19.04.2018, ειδ. αριθμ. καταθ. ……/19.04.2018) προσθέτου λόγου αυτής, και  από 30.03.2017 (γεν αριθμ. καταθ. ……/30.03.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …../30.03.2017) έφεση των εναγομένων – εφεσιβλήτων – εκκαλούντων κατ΄ αλλήλων και της υπ΄ αριθμ. 778/15.03.2016 οριστικής αποφάσεως του Ναυτικού Τμήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί των από  20.04.2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../20.04.2011), 20.04.2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……/20.04.2011), 20.04.2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……./21.04.2011) και 11.01.2012 (γεν. αριθμ. καταθ. ……/12.01.2012) αγωγών.

Δέχεται αυτές κατά τύπους.

Απορρίπτει την πρώτη από αυτές κατ΄ ουσίαν.

Δέχεται την δεύτερη από αυτές κατ΄  ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη  υπ΄ αριθμ. 778/15.03.2016 οριστική απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διακρατεί την υπόθεση.

Συνεκδικάζει τις από 20.04.2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……./20.04.2011), 20.04.2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……/20.04.2011), 20.04.2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……/21.04.2011) και 11.01.2012 (γεν. αριθμ. καταθ. ……./12.01.2012) αγωγές.

Απορρίπτει αυτές.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατέθεσαν οι ενάγοντες – εκκαλούντες – εφεσίβλητοι στο δημόσιο ταμείο και την απόδοση του παραβόλου που κατέθεσαν οι εναγόμενοι – εφεσίβλητοι – εκκαλούντες σε αυτούς. Και

Καταδικάζει τους ενάγοντες – εκκαλούντες – εφεσιβλήτους στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας ποσού δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000,00€) και συμψηφίζει τα λοιπά δικαστικά έξοδα.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  7 Ιανουαρίου 2020.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 27η Μαρτίου  2020, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως του Εφέτη Αθανασίου Θεοφάνη, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Μαρία Κωττάκη και Μαρία Δανιήλ,  Εφέτες, και με Γραμματέα την Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ