Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 360/2020

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Αποφάσεως       360/2020 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

Ι. Οι υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 1979/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (663επ. ΚΠολΔ όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους από το Ν. 4335/2015), έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Συνεπώς, πρέπει να γίνουν τυπικώς δεκτές και  να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια διαδικασία (αρθ.495, 499, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ.1, 524 παρ. 1, 532, 533 ΚΠολ).

ΙΙ. Η εκκαλουμένη δέχθηκε εν μέρει ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη την από 24.10.2011 αγωγή του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος – εφεσίβλητου, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό καταθέσεως δικογράφου …………./31.10.2011 και η οποία, λόγω λειτουργικής αναρμοδιότητας του ανωτέρω Δικαστηρίου, παραπέμφθηκε, με την υπ΄αριθ. 3563/2015 απόφασή του, στο τμήμα ναυτικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Με την ανωτέρω αγωγή, ο ενάγων και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, εργαζόμενος με την ειδικότητα του ναυτεργάτη γενικών καθηκόντων στην εναγομένη και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη εταιρεία, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας είναι ο πρώτος εναγόμενος-εκκαλών-εφεσίβλητος, ζήτησε να υποχρεωθούν οι τελευταίοι, έκαστος εις ολόκληρον,  να του καταβάλουν συνολικό ποσό 135.555 ευρώ ως αποζημίωσή του για θετική και αποθετική ζημία του και ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από το περιγραφόμενο στην αγωγή εργατικό ατύχημα, το οποίο οφείλεται στην αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων, νομιμοτόκως από 1.8.2009 άλλως από την επίδοση της αγωγής. Η εκκαλουμένη αφού διέταξε τη συζήτηση της αγωγής κατά την προσηκούσα διαδικασία των άρθρων 663επ ΚΠολΔ (όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τουυς από το Ν. 4335/2015 ως εκ του χρόνου καταθέσεως της αγωγής), θεώρησε (στο σκεπτικό της) την αγωγή μη ασκηθείσα ως προς τον τρίτο εναγόμενο ………… και δέχθηκε αυτή εν μέρει ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη ως προς τον πρώτο και τη δεύτερη των εναγομένων, τους οποίους υποχρέωσε, έκαστον εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα συνολικό ποσό 12.554,70 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοσή της. Κατά της αποφάσεως αυτής, παραπονούνται, με τις υπό κρίσεις εφέσεις, αμφότερα τα διάδικα μέρη, για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της ώστε, κατά τον μεν ενάγοντα, να γίνει δεκτή η αγωγή καθ’ ολοκληρία, κατά δε τους εναγομένους να απορριφθεί αυτή καθ΄ολοκληρία.

ΙΙΙ.  Κατά το άρθρο 591 παρ 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο καταθέσεως της ένδικης αγωγής “ Αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι` αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία, σύμφωνα με την οποία δικάζεται”. Επομένως, ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διέταξε την εκδίκαση της υποθέσεως με την προσήκουσα διαδικασία των εργατικών διαφορών εφόσον πρόκειται για διαφορά από ναυτεργατικό ατύχημα παρόλο που αυτή είχε εισαχθεί να δικασθεί κατά την τακτική διαδικασία και ο πρώτος λόγος εφέσεως με τον οποίο οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έπρεπε να μη δικάσει την αγωγή αλλά να την παραπέμψει στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Στην ανωτέρω κρίση δεν ασκεί έννομη επιρροή το γεγονός ότι οι εκκαλούντες-εναγόμενοι κατέθεσαν παράβολο κατά την κατάθεση της υπό κρίση εφέσεώς τους χωρίς να υποχρεούνται προς τούτο αφού πρόκειται για εργατική διαφορά, η οποία ρητά εξαιρείται από την υποχρέωση καταθέσεως παραβόλου κατά την άσκηση του ενδίκου μέσου  (495 παρ. 3 εδάφιο τελευταίο ΚΠολΔ), και για το λόγο αυτό πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου σε αυτούς ανεξαρτήτως της εκβάσεως της εφέσεώς τους.

ΙV. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β` , 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, όπως, ιδίως, επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, όταν ο υπαίτιος δημιούργησε ορισμένη επικίνδυνη κατάσταση, οπότε έχει υποχρέωση να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε τρίτους από την κατάσταση αυτή. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλε -με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του- θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Εξάλλου, βαριά αμέλεια, μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται, όταν η παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ανθρώπου είναι σημαντική, ασυνήθης, ιδιαιτέρως μεγάλη και φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη για τα παράνομα σε βάρος τρίτων αποτελέσματά της (ΑΠ 1668/2013). Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρ. 298 ΑΚ) ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1398/2015). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 71 ΑΚ: “Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον”. Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό και με αυτές των διατάξεων των άρθρων 65 παρ.1 και 67 του ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες αντίστοιχα, “το νομικό πρόσωπο διοικείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα” και “όποιος έχει τη διοίκηση νομικού προσώπου φροντίζει τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα…”, σαφώς προκύπτουν τα ακόλουθα: Α) Οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούλησή τους (ΑΠ 641/2011) και Β) Εφόσον τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα, παραβιάσουν υπαιτίως με πράξη ή παράλειψη κανόνα που επιβάλλει επιταγή ή απαγόρευση στο νομικό πρόσωπο, τότε ευθύνονται και αυτά προσωπικά από αδικοπραξία. Εξομοιώνεται δηλαδή η υπαίτια παράβαση από τα όργανα αυτά νόμιμης υποχρέωσης του νομικού προσώπου με υπαίτια παράβαση δικής τους νόμιμης υποχρέωσης. Κατά συνέπεια, τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα φέρουν προσωπική αδικοπρακτική ευθύνη για τις υπαίτιες παραβάσεις νομίμων υποχρεώσεων τόσο των ιδίων όσο και των νομικών προσώπων  (ΑΠ 1/2019, ΑΠ 54/2019, ΑΠ 88/2018 , ΑΠ 253/2013  – “Νόμος”).  Μεταξύ δε των ανωτέρω υφίσταται παθητική εις ολόκληρον ενοχή. (ΑΠ 1723/2014, ΑΠ 415/2006,  ΑΠ 1615/1999  – “Νόμος”). Ενόψει των ανωτέρω απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται και ο δεύτερος λόγος εφέσεως των εναγομένων-εκκαλούντων, με τον οποίο ο πρώτος εναγόμενος και ήδη εκκαλών, αν και συνομολογεί την ιδιότητά του ως προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της δεύτερης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, ανώνυμης εταιρίας, επαναφέρει την πρωτοδίκως προταθείσα και απορριφθείσα ένστασή του περί ελλείψεως παθητικής του νομιμοποιήσεως ισχυριζόμενος ότι, σε κάθε περίπτωση, υπαίτιο  είναι μόνο το νομικό πρόσωπο της δεύτερης εναγομένης.

  1. V. Η νοµική αοριστία της αγωγής συνδέεται µε τη νοµική εκτίµηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που πρέπει να εφαρμοστεί. Η αοριστία, όµως, του δικογράφου της αγωγής µπορεί να µην είναι νοµική αλλά ποσοτική ή ποιοτική, όταν στο δικόγραφο δεν αναφέρονται µε πληρότητα τα πραγµατικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτηµα της αγωγής (ποσοτική αοριστία) ή όταν στο δικόγραφο γίνεται απλώς επίκληση των όρων του νόµου, χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά που θεµελιώνουν την εφαρµογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου (ποιοτική αοριστία). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισµένη η αγωγή πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζονται στα άρθρο 117- 118 του ίδιου Κώδικα, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεµελιώνουν σύµφωνα µε τον νόµο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγοµένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειµένου της διαφοράς και γ) ορισµένο αίτηµα. Με βάση την πιο πάνω διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 236 του ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις του να συμπληρώσει, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, την ατελή έκθεση των πραγματικών ισχυρισμών του, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, δεν μπορεί όμως να αναπληρώσει τη νομική αοριστία αυτής, η οποία συνίσταται στη μη έκθεση των περιστατικών που απαιτούνται κατά τον νόμο για τη γένεση του αγωγικού δικαιώματος (Α.Π. 1056/2002 ΕλλΔνη 45, 84, Α.Π. 167/2002 ΕλλΔνη 43, 1348, Α.Π. 1363/1998 ΕλλΔνη 39, 325). Στην προκειμένη περίπτωση, στην ένδικη αγωγή ο ενάγων αναφέρει τη νομική σχέση που τον συνέδεε με τους εναγομένους, το είδος της εργασίας που εκτελούσε, τον τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις του ενδίκου ατυχήματος, την υπαιτιότητα των εναγομένων το είδος του τραυματισμού καθώς και την ειδικότερη περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη  που αυτό του προκάλεσε και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των ανωτέρω. Για την πληρότητα του δικογράφου δεν ήταν απαραίτητο να αναφέρει την πλοιοκτήτρια εταιρεία και την εθνικότητα του σκάφους επί του οποίου συνέβη το ατύχημα, γιατί εργοδότριά του δεν ήταν η πλοιοκτήτρια του σκάφους εταιρεία αλλά η δεύτερη εναγομένη ούτε να μνημονεύει ειδικότερα τα ιατρικά πιστοποιητικά και τις ημεροχρονολογίες της ανικανότητας προς εργασία αφού αυτά είναι στοιχεία που αποτελούν αντικείμενο αποδείξεως. Επομένως, απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται και ο τρίτος λόγος της εφέσεως των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων με τον οποίο αυτοί παραπονούνται για τις ανωτέρω ελλείψεις ισχυριζόμενοι ότι καθιστούν την αγωγή αόριστη.          Mε τον πέμπτο λόγο της υπό κρίση εφέσεώς τους, οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες επαναφέρουν την ένσταση παραγραφής που πρότειναν πρωτοδίκως ισχυριζόμενοι ότι  η ένδικη αξίωση έχει υποπέσει α) στην τριετή παραγραφή του άρθρου 17 ν. 551/1915, β ) στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289 ΚΙΝΔ και γ) στην τριάντα μηνών παραγραφή του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 762/1978. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος γιατί με την υπό κρίση αγωγή ασκείται αξίωση αποζημιώσεως από αδικοπραξία εκ των άρθρων 914, 932 ΑΚ και όχι αξίωση ναυτικού για την πληρωμή μισθών και λοιπών παροχών από τη σύμβαση ναυτολογήσεως ώστε να εφαρμοστεί το άρθρο 289 ΚΙΝΔ ούτε αξίωση του ναυτικού κατά του προσώπου που συνήψε με το ναυτικό τη σύμβαση ναυτολογήσεως ως αντιπρόσωπος του εργοδότη ώστε να εφαρμοστεί το άρθρο   1 παρ. 3 του Ν. 762/1978  και τέλος για να τύχει εφαρμογής η καθιερούμενη από το άρθρο 17 Ν 551/1915 τριετής παραγραφή πρέπει, κατά ρητή πρόβλεψη του  πρώτου εδαφίου του άρθρου αυτού (“Αρθρον 17.   Πάσα εκ του παρόντος νόμου αξίωσις παραγράφεται μετά τριετίαν από του ατυχήματος, απέναντι όμως εργοδότου μη συμμορφωθέντος προς τας  διατάξεις του άρθρ. 10 χωρεί μόνον η κοινή παραγραφή”) να  έχει βεβαιώσει ο εργοδότης εντός δέκα πέντε  ημερών από του ατυχήματος, εγγράφως και ενόρκως, ενώπιον του  ειρηνοδίκη του τόπου του ατυχήματος, μετά δύο αυτοπτών μαρτύρων, αν υπάρχουν, τις λεπτομέρειες του ατυχήματος, την ημέραν καθ` ην  συνέβη, το όνομα και τον τόπον της καταγωγής του παθόντος (άρθρο 10 Ν. 551/1915), προϋπόθεση που δεν τηρήθηκε στην προκειμένη περίπτωση.

VII. Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα υπ’ αριθ. 3563/2015 πρακτικά δημόσιας συζήτησης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,  καθώς επίσης και εκείνα που παραδεκτώς (529 ΚΠολΔ)  προσάγονται για πρώτη φορά στο παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο καθόσον δεν προκύπτει πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια για τη μη προσαγωγή τους στον πρώτο βαθμό,  χωρίς, όμως, να λαμβάνεται υπόψη η από  30.12.2009 υπεύθυνη δήλωση του  ………… γιατί αποτελεί απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο  στην προκειμένη δίκη (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 6/2019 – “Νόμος”), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο γεννηθείς το έτος 1960 Φιλιππινέζος πολίτης ……….. (ενάγων) κατέχων νόμιμη άδεια παραμονής και εργασίας στην Ελλάδα, προσελήφθη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, την 1.9.2008, από τη δεύτερη εναγομένη, νόμιμος εκπρόσωπος και διευθύνων σύμβουλος της οποίας είναι ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος  λαμβάνει όλες τις αποφάσεις που τη δεσμεύουν έναντι των τρίτων, για να εργασθεί  ως εργάτης γενικών καθηκόντων (καμαρώτος, καθαριστής, βαφέας) στο υπό ιταλική σημαία σκάφος αναψυχής  με την ονομασία “DG”, κυριότητας της εταιρείας με την επωνυμία “……………”,  αντί μηνιαίων αποδοχών 900 ευρώ.  Στις 3.4.2009, περί ώρα 07.30 π.μ. κι ενώ το ανωτέρω πλοίο είχε μεταφερθεί στο Πέραμα, στο ναυπηγείο ……., για  εργασίες επισκευής και συντήρησης και βρισκόταν στην ξηρά, υπερυψωμένο σε ειδικούς τετράποδους πασσάλους που το στήριζαν, ο ενάγων, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων για τα οποία είχε προσληφθεί, εργαζόμενος επί του πρυμναίου καταστρώματος του εν λόγω πλοίου, επιχείρησε να κατέλθει από την πρυμναία σκάλα του σκάφους, η οποία, όμως, ήταν απασφαλισμένη, γεγονός που δεν γνώριζε ο ενάγων, με αποτέλεσμα, αυτή να υποχωρήσει μόλις ο ενάγων πάτησε πάνω της και να  πέσει από αρκετό ύψος στο τσιμεντένιο δάπεδο του ναυπηγείου παρασύροντας μαζί της τον ενάγοντα, ο οποίος υπέστη κατάγματα πτερνών άμφω, όπως θα εκτεθεί αναλυτικότερα στη συνέχεια. Αποκλειστικά υπαίτια του ατυχήματος είναι η προαναφερθείσα εργοδότρια του ενάγοντος, η οποία, δια των αρμοδίων οργάνων της, του ανέθεσε την εκτέλεση της εργασίας με αφορμή την οποία αυτό συνέβη και παραλλήλως, παρέλειψε να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα που θα καθιστούσαν ασφαλή την εργασία του και ειδικότερα δεν μερίμνησε ώστε η ανωτέρω σκάλα να είναι ασφαλισμένη ούτε επέστησε στον ενάγοντα την προσοχή σχετικά με το ενδεχόμενο αυτή να ήταν απασφαλισμένη. Η προαναφερθείσα παράλειψη των οργάνων της εναγομένης συνιστά παράλειψη των αντιστοίχων υποχρεώσεων της εναγομένης εργοδότριας που απορρέουν από το γενικό καθήκον πρόνοιας του εργοδότη και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια του μέσου συνετού ανθρώπου στον κύκλο της επαγγελματικής δραστηριότητάς του. Οι παραλείψεις δε αυτές τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με το ένδικο ατύχημα και τον εξαιτίας αυτού τραυματισμό του ενάγοντος, καθόσον ήταν πρόσφορες να επιφέρουν, όπως και επέφεραν, τον ένδικο τραυματισμό. Αντιθέτως, δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε αμέλεια του ενάγοντος στην πρόκληση του ατυχήματος και την έκταση της σωματικής βλάβης καθόσον αυτός δεν γνώριζε ούτε μπορούσε να γνωρίζει ότι η σκάλα δεν ήταν ασφαλισμένη, το δε ατύχημα συνέβη κατά την εκτέλεση εργασίας στο πλαίσιο των καθηκόντων που του είχε αναθέσει η εργοδότριά του και όχι κατά την εκτέλεση εργασίας που ο ίδιος αποφάσισε, απορριπτομένης ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης της από το άρθρο 300 ΑΚ ενστάσεως που οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες επαναφέρουν με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση εφέσεώς τους.  Από την προπεριγραφείσα πτώση ο ενάγων υπέστη κατάγματα πτερνών άμφω, όπως διαπιστώθηκε στο Τζάνειο Νοσοκομείο, όπου μεταφέρθηκε αμέσως μετά το ατύχημα. Τοποθετήθηκε νάρθηκας, δόθηκε φαρμακευτική αγωγή και χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια τριάντα (30) ημερών. Στις 8.4.2009 επισκέφθηκε το Κωνσταντοπούλειο Γ.Ν. Νέας Ιωνίας και του συνεστήθη αξονική τομογραφία, στην οποία υπεβλήθη στις 9.4.2009, με τα εξής ευρήματα:   συντριπτικά κατάγματα αμφοτέρων των πτερνών που εκτείνονται έως την κάτω, έσω, άνω και έξω επιφάνεια αυτών και μικρή παρεκτόπιση κατεαγέντων άκρων με  κατά τόπους παρουσία ελεύθερων οστικών τεμαχιδίων. Στις 23.2.2010, ο ενάγων επισκέφθηκε την Αθηναϊκή Κλινική λόγω του ένδικου τραυματισμού του  και του συνεστήθη συνέχιση της φυσιοθεραπείας και αναρρωτική άδεια έξι μηνών. Στις 19.7.2010 ο ενάγων εξετάσθηκε εκ νέου από ορθοπεδικό ιατρό και διαπιστώθηκε, κλινικώς, ευαισθησία στις υποστραγαλικές άμφω, δυσχέρεια ταχείας βάδισης και δακτυλοβασίας.  Στις 16.6.2011 εξετάσθηκε στο νοσοκομείο ΚΑΤ και διαπιστώθηκαν πωρωθέντα κατάγματα πτερνών άμφω με εικόνα αρθρίτιδας υποστραγαλικής δεξιά και άλγος βάδισης.  Εξαιτίας του ένδικου τραυματισμού του, ο ενάγων έλαβε συνεχόμενες αναρρωτικές άδειες από τον ασφαλιστικό φορέα του (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) από 3.4.2009 έως 2.6.2009, από 2.6.2009 έως 16.7.2009, από 16.7.2009 έως 26.8.2009, από 27.8.2009 έως 10.10.2009 και ακολούθως, στις 15.10.2009, λόγω της αδυναμίας του να επιστρέψει στην εργασία του, η εναγομένη ανήγγειλε στον ΟΑΕΔ την “οικειοθελή” αποχώρηση του ενάγοντος από την εργασία του. Ο ενάγων συνομολογεί στην ένδικη αγωγή (σελ 4) ότι η εναγομένη από το ένδικο ατύχημα έως και τον Ιούλιο του 2009 τού κατέβαλε τον οφειλόμενο μισθό του.  Η ανικανότητα του ενάγοντος για εργασία, όμως, συνεχίστηκε  και τους επομένους μήνες, δηλαδή και τον Αύγουστο του 2009 έως τουλάχιστον και τον Οκτώβριο του 2011 καθόσον, στις 19.11.11 εξετάσθηκε στο τοπικό κατάστημα ΙΚΑ Πατησίων και διαπιστώθηκε αρθρίτιδα υποστραγαλικών άμφω, χωλότητα, δυσχέρεια βάδισης και αδυναμία εργασίας και παραπέμφθηκε στην τριμελή υγειονομική επιτροπή. Αποτέλεσμα των προαναφερθέντων ήταν να απωλέσει ο ενάγων μισθούς 27 μηνών (από τον Αύγουστο του 2009 έως και τον Οκτώβριο του 2011)  συνολικού ποσού (27 Χ 900=) 24.300 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δαπάνησε εξαιτίας του ένδικου τραυματισμού τα εξής ποσά, κατά τα οποία και ζημιώθηκε: 200 ευρώ για μίσθωση αναπηρικού αμαξιδίου από τον Απρίλιο έως τον Ιούλιο του έτους 2009, από την εταιρεία “…………..”, 25 ευρώ για αγορά βακτηρίας από την εταιρεία “………..”, 170 ευρώ για αγορά ειδικών παπουτσιών από την προαναφερθείσα εταιρεία και 60 ευρώ για επίσκεψη και εξέταση από τον ορθοπεδικό ………….. Επομένως, η θετική και αποθετική ζημία που υπέστη ο ενάγων εξαιτίας του ένδικου τραυματισμού του ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 24.755 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ούτε η εργοδότρια εταιρεία-δεύτερη εναγομένη- ούτε ο ενάγων ανήγγειλαν εμπροθέσμως στο ΙΚΑ το ένδικο ατύχημα ως εργατικό, με αποτέλεσμα να απωλέσει ο ενάγων τις αντίστοιχες παροχές του ασφαλιστικού του φορέα. Τέλος, ενόψει των συνθηκών του ατυχήματος, της αποκλειστικής υπαιτιότητας των εναγομένων, του είδους της σωματικής βλάβης και των συνεπειών που αυτή κατέλιπε στον ενάγοντα επί μακρόν μετά το ατύχημα, του ύψους της θετικής και αποθετικής ζημίας που αυτός υπέστη, της ηλικίας του (49 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος) και της οικογενειακής του κατάστασης (έγγαμος με ένα τέκνο το οποίο κατά τον ένδικο χρόνο ήταν φοιτητής σε ελληνικό εκπαιδευτικό ίδρυμα), ο ενάγων δοκίμασε έντονο ψυχικό άλγος και ταλαιπωρία, για τη χρηματική ικανοποίηση των οποίων, εύλογο είναι, λαμβανομένης υπόψη και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των μερών (η εργοδότρια είναι εύρωστη οικονομικά εταιρεία, που εκμεταλλεύεται την παραλία Αλίμου παρέχοντας, με αντίτιμο, στους επισκέπτες της, υπηρεσίες αναψυχής, ο δε ενάγων είναι νόμιμος οικονομικός μετανάστης-εργάτης γενικών καθηκόντων), το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ.

VIII. Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη που έκρινε ότι αποκλειστικώς υπαίτιοι του ενδίκου ατυχήματος και εις ολόκληρον υπόχρεοι σε αποζημίωση του ενάγοντος είναι οι εναγόμενοι αλλ’ ορθώς το νόμο εφάρμοσε κι εκτίμησε τις αποδείξεις και όλοι οι λόγοι εφέσεως των εναγομένων, με τους οποίους αυτοί  υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Συνεπώς, η έφεση των εκκαλούντων-εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και να καταδικασθούν αυτοί στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό (176, 183 ΚΠολΔ). ΄Εσφαλε, όμως, η εκκαλουμένη, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς το ύψος της οφειλόμενης αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως και επομένως, η υπό κρίση έφεση του εκκαλούντος-ενάγοντος πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κι αφού κρατηθεί και δικασθεί η υπόθεση, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι πρώτος και δεύτερη των εναγομένων, έκαστος εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα συνολικό ποσό εξήντα τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων πενήντα πέντε (64.755) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής γιατί δεν αποδεικνύεται προηγούμενη όχληση αυτών την 1.8.2009, απορριπτομένου του αιτήματος για απαγγελία προσωπικής κρατήσεως διότι προεχόντως δεν αποδείχθηκε αφερεγγυότητα των εναγομένων. Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, ανάλογο της νίκης του, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των ηττηθέντων εναγομένων (176, 178 παρ. 1, 183 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 15.6.2018 έφεση (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018) και την από 25.7.2018 έφεση (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2018).

-Δέχεται τυπικά αυτές.

-Απορρίπτει κατ΄ουσίαν την από 25.7.2018 έφεση (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018).

-Καταδικάζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

-Δέχεται κατ΄ουσίαν την από 15.6.2018 έφεση (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2018).

-Εξαφανίζει την υπ΄αριθ. 1979/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-Κρατεί και δικάζει την από 24.10.2011 αγωγή, που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με  γενικό αριθμό καταθέσεως …./2011 και αριθμό καταθέσεως δικογράφου …./2011.

-Δέχεται αυτή εν μέρει.

-Υποχρεώνει τους εναγομένους α) …….. και β) ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…. .”  (……..) ,  έκαστον εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα ποσό εξήντα τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων πενήντα πέντε (64.755) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.

-Καταδικάζει τους εναγομένους σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ

-Διατάζει την επιστροφή στους εκκαλούντες της από 25.7.2018 εφέσεως (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2018) του κατατεθέντος παραβόλου με κωδικό ……………

-Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις  15-5- 2020.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ