Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 602/2018

Αριθμός 602/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Aμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, ………… και Γεώργιο Βερούση, Εισηγητή, Εφέτες,   και από τη Γραμματέα  Δ. Π..

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες από 23-9-2016 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. …….., ειδ. αριθ. καταθ. …….) και από 12-10-2016 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. …….., ειδ. αρθ. καταθ. ………) εφέσεις της ενάγουσας και των δεύτερης και τέταρτης των εναγομένων της από 30-11-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. ……….) αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 4749/2015 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την προαναφερόμενη αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 17-10-2016 και στις 14-10-2016 αντίστοιχα, καθόσον από τα έγγραφα, που περιέχονται στη δικογραφία προκύπτει ότι η εκκαλουμένη επιδόθηκε στους εκκαλούντες της από 12-10-2016 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. ……..) έφεσης στις 15-9-2016 (βλ. υπ. αριθ. ………… εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………), ενώ, όσον αφορά στους διαδίκους της από 23-9-2016 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. ……….) έφεσης, δεν αποδεικνύεται επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της δεν έχει παρέλθει διετία. Επιπλέον, έχουν κατατεθεί το οριζόμενα παράβολα, σύμφωνα με επισημείωση του γραμματέα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του εφετηρίου. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές οι εφέσεις και να εξεταστούν  περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων τους με την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.).

Από τις διατάξεις των άρθρων 138, 180, 211 και 214 Α.Κ. προκύπτουν τα εξής: Δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά αποκαλείται εικονική και είναι άκυρη, θεωρούμενη σαν να μην έγινε. Εικονική είναι λοιπόν η δήλωση βούλησης, η οποία σε γνώση του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σκοπός της εν λόγω δήλωσης είναι να δημιουργηθεί στους άλλους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης, χωρίς να υπάρχει στο δηλούντα πρόθεση τέτοιας πραγματικής μεταβολής. Εικονική μπορεί να είναι η δήλωση βούλησης όχι μόνο σε μονομερή δικαιοπραξία αλλά και σε σύμβαση, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση για την αντίστοιχη ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος. (ΑΠ 633/2006). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 139 ΑΚ, κατά την οποία η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που συναλλάχθηκε αγνοώντάς την, προκύπτει ότι η εικονικότητα και η από αυτήν ακυρότητα υπάρχει μόνο έναντι εκείνου που συναλλάχθηκε εν γνώσει αυτής, όχι δε και κατά εκείνου που την αγνοεί. Έτσι, στην εικονικότητα μιας σύμβασης, ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και συμφωνία όλων των κατά το χρόνο της κατάρτισής της συμβαλλομένων για το ότι η σύμβαση που συνάφθηκε είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Για την εικονικότητα, δηλαδή, της δικαιοπραξίας αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας, που καταρτίζεται. Ως εκ τούτου, δεν είναι ανάγκη να προκύπτει ο σκοπός ή τα αίτια, που οδήγησαν στην ελαττωματική αυτή δήλωση, ούτε αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξή της ο δόλος του οφειλέτη στρεφόμενος κατά των δανειστών του (όπως απαιτείται στην περίπτωση του άρθρου 939 Α.Κ.) ή γενικότερα πρόθεση εξαπατήσεως κάποιου τρίτου, αλλά ούτε και η ύπαρξη απαιτήσεως προγενέστερης της εικονικής εκποιήσεως. Η κατά τα άνω ακυρότητα της δικαιοπραξίας είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από καθέναν, που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 ΑΚ και 68 και 70 ΚΠολΔ. Έτσι οι τρίτοι, ιδίως δε οι δανειστές του δηλώσαντος, για τυχόν παραπλάνηση των οποίων καταρτίσθηκε η δικαιοπραξία αυτή, έχουν συμφέρον ν’ αποκαλύψουν την ανυπαρξία της δικαιοπραξίας, προκειμένου να προχωρήσουν σε αναγκαστική εκτέλεση του ακινήτου, που μεταβιβάσθηκε εικονικά, αφού τούτο δεν έπαψε να ανήκει στον τελευταίο, χωρίς να είναι αναγκαίο η απαίτησή τους να ανάγεται στο χρόνο καταρτίσεως της εικονικής δικαιοπραξίας ή της μεταγραφής αυτής ή σε προγενέστερο αυτού χρόνο, ούτε η καταρτισθείσα εικονική δικαιοπραξία να απέβλεπε στη ματαίωση ικανοποίησης της απαίτησής τους. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 513 ΑΚ προκύπτει ότι ουσιώδη στοιχεία της πωλήσεως, είναι το πράγμα, το τίμημα και η περί τούτων συμφωνία, η έλλειψη δε και ενός εκ των στοιχείων αυτών καθιστά άκυρη την πώληση. Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής προς εκείνες των άρθρων 138, 180 και 1033 ΑΚ συνάγεται, ότι, σε περίπτωση καταχωρισμένης σε συμβολαιογραφικό έγγραφο συμβάσεως πώλησης και, εξαιτίας της πώλησης, μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου από τον κύριο του ακινήτου σε άλλον, αν οι αντίστοιχες για την πώληση δηλώσεις βούλησης αφενός του πωλητή και αφετέρου του αγοραστή ήταν εικονικές, υπό την έννοια ότι δεν έγιναν στα σοβαρά παρά έγιναν μόνο φαινομενικά, διότι οι βουλήσεις εκείνων ήταν είτε να μην υπάρχουν η υποχρέωση του πωλητή να μεταβιβάσει την κυριότητα και παραδώσει το πωλούμενο και η υποχρέωση του αγοραστή να πληρώσει το τίμημα, είτε να μην υπάρχει η μία μόνο από αυτές τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις, η σύμβαση πώλησης είναι, λόγω της εικονικότητας, άκυρη, θεωρούμενη γι’ αυτό ως μη γενόμενη, αυτή δε η ακυρότητα επισύρει και την ακυρότητα της σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας, λόγω του αιτιώδους χαρακτήρα της τελευταίας. Εξάλλου, το τίμημα, ήτοι η αντιπαροχή, που οφείλεται από τον αγοραστή για την παροχή του πράγματος ή του δικαιώματος, πρέπει να είναι αληθινό, δηλαδή η περί αυτού συμφωνία να είναι ειλικρινής και σπουδαία, διότι ναι μεν η μη καταβολή του δεν επηρεάζει το κύρος της συμβάσεως, αφού η ενοχή προς καταβολή του μπορεί να αφεθεί ή κατ’ άλλο τρόπο να αποσβεσθεί, πλην όμως μπορεί το στοιχείο τούτο, κατά την έρευνα περί της συναλλακτικής προθέσεως των συμβληθέντων, να αποτελέσει, κατά τις περιστάσεις, τεκμήριο περί της εικονικότητας και έτσι, εάν η συμφωνία, που αφορά στο τίμημα, έγινε κατά το φαινόμενο μόνο, υπάρχει εικονικότητα κατά την έννοια του άρθρου 138 παρ. 1 ΑΚ, η οποία επιφέρει την ακυρότητα της υποσχετικής συμβάσεως της πωλήσεως, κατ’ επέκταση δε και της εμπράγματης μεταβιβαστικής της κυριότητας του πωληθέντος πράγματος, εάν αφορά ακίνητο, αφού αυτή κατ’ άρθρο 1033 ΑΚ είναι αιτιώδης (ΑΠ 160/2013 ΝοΒ 2013.1278.1506). Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939, 941, 942, 943 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι οι δανειστές δικαιούνται να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης, που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους. Προϋποθέσεις δε προστασίας των δανειστών είναι: 1) Απαλλοτρίωση εκ μέρους του οφειλέτη, 2) Απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών, η οποία πρόθεση θεωρείται ότι υπάρχει, όταν αυτός (οφειλέτης) γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία, που του απομένει, να μην αρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, αφού, στην περίπτωση αυτή, είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της πράξεως του είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται. 3) Βλάβη των δανειστών, δηλαδή της περιουσίας του οφειλέτη σε τέτοιο βαθμό, ώστε η υπόλοιπη περιουσία αυτού να μην αρκεί προς ικανοποίηση των δανειστών. Η αφερεγγυότητα δε αυτή του οφειλέτη, που είναι ένα από τα στοιχεία της βάσεως της περί διαρρήξεως αγωγής, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο εγέρσεως της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης των δανειστών, η οποία υπάρχει μόνο όταν ο οφειλέτης είναι κατά το χρόνο αυτό αφερέγγυος. 4) Γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, η οποία γνώση τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι, κατά την απαλλοτρίωση, σύζυγος ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την άσκηση της αγωγής, ενώ η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται, αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία (ΑΠ 1567/2008 ΕλλΔνη 49,1667, ΑΠ 1799/2007 ΕλλΔνη 49,176, ΑΠ 1798/2007 ΕλλΔνη 49,176, ΑΠ 207/2007 ΕλλΔνη 49,177). Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια των διατάξεων των άρθρων 939 επ. ΑΚ, αυτός που εγείρει την αγωγή διαρρήξεως πρέπει να έχει την ιδιότητα του δανειστή κατά το χρόνο που ο οφειλέτης επιχειρεί την απαλλοτρίωση. Τέτοια ιδιότητα λογίζεται ότι έχει και ο φορέας ενοχικής απαιτήσεως, που τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, αρκεί μόνο κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης να έχουν συντελεστεί τα γεγονότα τα παραγωγικά της απαιτήσεώς του και να έχει καταστεί ορισμένη, απαιτητή και ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη στο ακροατήριο συζήτηση της αγωγής (ΑΠ Ολ 709/1974 ΝοΒ 23,300, ΑΠ 881/2000 ΕλλΔνη 42,417, ΑΠ 121/1998 ΕλλΔνη 39,574, ΑΠ 88/1998 ΕλλΔνη 39,843, ΕφΠατρ 934/2008 ΑχΝομ 2009,151, ΕφΑθ 518/2000 ΕλλΔνη 41,1412).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 30-11-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. …… ) αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα τραπεζική εταιρεία ιστορεί ότι, δυνάμει των αναφερόμενων στην αγωγή συμβάσεων πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που συνήφθησαν μεταξύ της ενάγουσας ως πιστώτριας και του πρώτου των εναγομένων ως δανειολήπτη, υπέρ του οποίου εγγυήθηκε η δεύτερη των εναγομένων, καταβλήθηκαν στον πρώτο ενάγοντα τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά. Ότι οι παραπάνω αλληλόχρεοι λογαριασμοί καταγγέλθηκαν νομίμως και μετά την έκδοση των αναφερόμενων στην αγωγή διαταγών πληρωμής σε βάρος του πρώτου και δεύτερης των εναγόντων, η συνολική οφειλή ανήλθε στο ποσό των 95.600,91 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Ότι, πριν την καταγγελία των προαναφερόμενων συμβάσεων, ο πρώτος των εναγομένων μεταβίβασε λόγω πώλησης το ειδικότερα περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο ιδιοκτησίας του, δυνάμει αγοραπωλητήριου συμβολαίου που μεταγράφηκε νόμιμα, στην τρίτη των εναγομένων, η οποία, κατά τα αναγραφόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, διατηρεί ΄΄προφανή΄΄ συγγένεια με τη δεύτερη των εναγομένων, έναντι του αναγραφόμενου στο παραπάνω συμβολαιογραφικό έγγραφο τιμήματος. Ότι η παραπάνω πώληση δεν ήταν πραγματική αλλά εικονική, καθόσον δεν καταβλήθηκε το αναγραφόμενο στο συμβολαιογραφικό έγγραφο τίμημα. Ότι, επιπλέον, η δεύτερη εναγομένη, μετά τη σύναψη των παραπάνω συμβάσεων αλληλόχρεου λογαριασμού  μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στη θυγατέρα της, τέταρτη των εναγομένων, το ειδικότερα περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο ιδιοκτησίας της, δυνάμει του αναγραφόμενου στην αγωγή συμβολαιογραφικού εγγράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι, μετά τις παραπάνω μεταβιβάσεις, οι δύο πρώτοι των εναγομένων στερούνταν πλέον εμφανών περιουσιακών στοιχείων και οι μεταβιβάσεις πραγματοποιήθηκαν για να ματαιώσουν την ικανοποίηση  της απαίτησης της ενάγουσας. Ζήτησε δε με την παραπάνω αγωγή της να αναγνωρισθεί η εικονικότητα της μεταβίβασης του ακινήτου του πρώτου εναγομένου προς την τρίτη εναγομένη, να ακυρωθεί η παραπάνω μεταβίβαση και επικουρικά να διαρρηχθεί ως καταδολιευτική, η μεταβίβαση του ακινήτου της δεύτερης εναγομένης προς την τέταρτη εναγομένη καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 138, 180, 361, 513, 939, 942, 943 παρ.1 εδ. β, 1033 του ΑΚ, 112 του ΕισΝΑΚ, 669 του Εμπ. Ν., 64 έως 67 του ν.δ. 17-7/13-8-1923, 176 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., στη συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, απαγγέλλοντας τη διάρρηξη της δικαιοπραξίας, δυνάμει της οποίας μεταβιβάστηκε το ακίνητο ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης προς την τέταρτη εναγομένη, απέρριψε τη αγωγή ως προς τους λοιπούς εναγομένους και συμψήφισε στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις οι εκκαλούντες για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, τόσο η ενάγουσα, η οποία ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς την απορριπτική της διάταξη, ώστε να διαρρηχθεί η δικαιοπραξία μεταβίβασης του ακινήτου ιδιοκτησίας του πρώτου εναγομένου προς την τρίτη εναγόμενη, όσο και η δεύτερη και η τέταρτη των εναγομένων, οι οποίες ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η αγωγή ως προς αυτές καθώς και να καταδικαστεί έκαστος των εφεσιβλήτων εκάστης έφεσης στη δικαστική δαπάνη των εκκαλούντων.

Από την εκτίμηση των  ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της με αριθμό ………. σύμβασης χορήγησης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας τραπεζικής εταιρείας και του πρώτου εναγομένου, χορηγήθηκε στον τελευταίο πίστωση μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ, το οποίο, στη  συνέχεια, αυξήθηκε κατά το ποσό των 60.000 ευρώ με τη σύναψη πρόσθετης πράξης της αρχικής και στις παραπάνω συμβάσεις συμβλήθηκε ως εγγυήτρια υπέρ του εναγομένου η δεύτερη των εναγομένων σύζυγός του . Στη συνέχεια, δυνάμει της με αριθμό ………. όμοιας σύμβασης, χορηγήθηκε στο δεύτερο των εναγομένων πίστωση μέχρι του ποσού των 60.000 ευρώ, για την οποία η δεύτερη των εναγομένων συμβλήθηκε ως εγγυήτρια υπέρ του πρώτου των εναγομένων . Στη συνέχεια, η ενάγουσα μεταβίβασε την απαίτησή  της σε βάρος των ως άνω εναγομένων, που προερχόταν από την πρώτη των παραπάνω συμβάσεων, στην εταιρεία με την επωνυμία ………., το έτος 2006, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003 και του άρθρου 455 του ΑΚ, ενώ από τα έγγραφα, που περιέχονται στη δικογραφία και ειδικότερα από το με αριθμό πρωτοκόλλου ……… έγγραφο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, η παραπάνω απαίτηση αναμεταβιβάστηκε στην ενάγουσα εκ νέου στις 26-11-2011. Οι παραπάνω συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού καταγγέλθηκαν τόσο από την ενάγουσα όσο και από την εταιρεία …….. το έτος 2011 και το χρεωστικό υπόλοιπο ανέρχονταν για τη πρώτη σύμβαση στο ποσό των 32.889,49 ευρώ και για τη  δεύτερη στο ποσό των  62.711,42 ευρώ και στη συνέχεια εκδόθηκαν για τα ανωτέρω ποσά οι με αριθμούς …….. και ……….. διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ειδικότερα η με αριθμό 894/2011 διαταγή πληρωμής, όπως προκύπτει από το κείμενό της, εκδόθηκε στις 26-4-2011 με αίτηση της εταιρείας …….. πλην όμως, όπως προαναφέρθηκε, η παραπάνω απαίτηση αναμεταβιβάστηκε στην ενάγουσα στις 26-11-2011 και έκτοτε η ενάγουσα, και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, κατέστη δικαιούχος της παραπάνω απαίτησης, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου έφεσης των εκκαλούντων – εναγομένων. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι, δυνάμει του με αριθμό ……… αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Δωριέων ………. που μεταγράφηκε νόμιμα, ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε λόγω πωλήσεως στην τρίτη εναγόμενη το ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου του ειδικότερα περιγραφόμενου στο ως άνω συμβόλαιο, ακινήτου, που βρίσκεται στον οικισμό ……….. του Δήμου  Γραβιάς και το οποίο αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό του ακίνητο, έναντι του ποσού των 69.779,19 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι καταβλήθηκε σε μετρητά ενώπιον του συντάξαντος συμβολαιογράφο, ενώ η αντικειμενική του αξία (του εξ αδιαιρέτου μεριδίου) ανέρχονταν στο ποσό70.823,19 ευρώ. Επίσης, αποδεικνύεται ότι η αγοράστρια εναγομένη ήταν συγκυρία του ως άνω ακινήτου κατά το υπόλοιπο ποσοστό του ½ εξ αδιαιρέτου. Σύμφωνα, όμως,  με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδεικνύεται η μη καταβολή του τιμήματος, όπως αυτή βεβαιώνεται στο προαναφερόμενο συμβολαιογραφικό έγγραφο, ώστε να αποδεικνύεται η εικονικότητα της πώλησης και κατά συνέπεια η ακυρότητά της. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός και ο αντίστοιχος λόγος έφεσης της εκκαλούσας – ενάγουσας περί εικονικότητας της παραπάνω δικαιοπραξίας. Επιπλέον, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, δεν αποδεικνύεται η γνώση της τρίτης εναγομένης ότι ο πρώτος εναγόμενος – εφεσίβλητος οφειλέτης απαλλοτρίωνε την περιουσία τους προς βλάβη της εκκαλούσας-ενάγουσας και η γνώση αυτή δεν τεκμαίρεται, δεδομένου ότι, αληθής υποτιθέμενος ο ισχυρισμός της ενάγουσας – εκκαλούσας περί συγγενικής εξ αγχιστείας σχέσεως των διαδίκων, ήδη κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής είχε παρέλθει χρονικό διάστημα πέραν του ενός έτους από την απαλλοτρίωση, δεδομένου ότι η τελευταία δεν έγινε από χαριστική αιτία (ΑΚ 941 παρ. 2 εδ. β). Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι έφεσης της εκκαλούσας – ενάγουσας. Επίσης, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι η δεύτερη των εναγομένων, δυνάμει του με αριθμό …………. συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιά Ασπασίας Μαλανδράκη που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στη τέταρτη των εναγομένων, θυγατέρα της το περιγραφόμενο στο ως άνω συμβόλαιο ακίνητο ιδιοκτησίας  της (οριζόντια ιδιοκτησία του Α΄ πάνω από το ισόγειο ορόφου πολυόροφης   οικοδομής επί της οδού ….. αρ. ……. στο Κερατσίνι Αττικής, επιφανείας 68,30 τμ και αντικειμενικής αξίας 40.980 ευρώ κατά το χρόνο μεταβίβασης και κατά την άσκηση της αγωγής) το οποίο αποτελούσε και το μόνο εμφανές περιουσιακό της στοιχείο. Ήδη κατά το χρόνο της παραπάνω μεταβίβασης, η ενάγουσα – εκκαλούσα είχε σε βάρος της δεύτερης εναγόμενης-εφεσίβλητης χρηματική απαίτηση από την ιδιότητα της τελευταίας ως εγγυήτριας των προαναφερόμενων συμβάσεων αλληλόχρεου λογαριασμού, δεδομένου ότι, κατά το κείμενο των συμβάσεων, είχε παραιτηθεί από το δικαίωμα διζήσεως. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ακίνητης περιουσίας στο πρόσωπο του πρωτοφειλέτη κατά το χρόνο της παραπάνω μεταβίβασης, με την προαναφερόμενη μεταβίβαση η εκκαλούσα – εναγομένη στερούνταν πλέον εμφανών περιουσιακών στοιχείων, από τα οποία η δανείστρια θα μπορούσε να ικανοποιήσει την απαίτησή της με την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνεπώς, η δικαιοπραξία που αναφερόταν στο παραπάνω συμβόλαιο, ήταν καταδολιευτική. Επιπλέον, η  τέταρτη εναγομένη, θυγατέρα της δεύτερης εναγομένης, τεκμαίρεται, λόγω της συγγενικής τους σχέσης, ότι γνώριζε ότι η δικαιοπάροχός της ενεργούσε με σκοπό την ματαίωση της ικανοποίησης της απαίτησης της δανείστριας από την περιουσία της, την οποία μεταβίβασε, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου έφεσης. Κατά ακολουθία των ανωτέρω αποδειχθέντων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη με αριθμό 4740 /2015 οριστική του απόφαση, έκανε εν μέρει δεκτή την ανωτέρω αγωγή, απαγγέλλοντας τη  διάρρηξη  υπέρ της ενάγουσας – εκκαλούσας, της απαλλοτρίωσης, που έγινε με το με αριθμό …………. συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά Ασπασίας Μαλανδράκη, που μεταγράφηκε νόμιμα, και απέρριψε την αγωγή ως προς τους λοιπούς εναγομένους, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι των  εφέσεων καθώς και οι εφέσεις στο σύνολό τους ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις ως κατ΄ουσιαν αβάσιμες και να καταδικαστούν οι  εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων αντίστοιχα  για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 183, 176  του Κ.Πολ.Δ. και 22 παρ.2 ν. 3696/1957), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης,  πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες, κατά την κατάθεση της έφεσής τους αντίστοιχα, παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 23-9-2016 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. ………) και από 12-10-2016 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. ………..) εφέσεις της ενάγουσας και των δεύτερης και τέταρτης των εναγομένων της από 30-11-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. …………) αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 4749/2015 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν τις εφέσεις .

Επιβάλλει σε βάρος εκάστου των εκκαλούντων τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού  δικαιοδοσίας,  την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για καθένα.

Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες, κατά την κατάθεση της έφεσής τους,  παραβόλων  υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 12 Ιουλίου  2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

 

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου   2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση με άλλη σύνθεση λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως του Εφέτη Γεωργίου Βερούση, αποτελούμενη από τους Δικαστές  Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη και Ελένη Σκριβάνου, Εφέτες και με Γραμματέα Δήμητρα Πάλλα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους  δικηγόρων

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                              Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Aμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, ………… και Γεώργιο Βερούση, Εισηγητή, Εφέτες,   και από τη Γραμματέα  Δ. Π..

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες από 23-9-2016 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. …….., ειδ. αριθ. καταθ. …….) και από 12-10-2016 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. …….., ειδ. αρθ. καταθ. ………) εφέσεις της ενάγουσας και των δεύτερης και τέταρτης των εναγομένων της από 30-11-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. ……….) αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 4749/2015 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την προαναφερόμενη αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 17-10-2016 και στις 14-10-2016 αντίστοιχα, καθόσον από τα έγγραφα, που περιέχονται στη δικογραφία προκύπτει ότι η εκκαλουμένη επιδόθηκε στους εκκαλούντες της από 12-10-2016 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. ……..) έφεσης στις 15-9-2016 (βλ. υπ. αριθ. ………… εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………), ενώ, όσον αφορά στους διαδίκους της από 23-9-2016 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. ……….) έφεσης, δεν αποδεικνύεται επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της δεν έχει παρέλθει διετία. Επιπλέον, έχουν κατατεθεί το οριζόμενα παράβολα, σύμφωνα με επισημείωση του γραμματέα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του εφετηρίου. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές οι εφέσεις και να εξεταστούν  περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων τους με την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.).

Από τις διατάξεις των άρθρων 138, 180, 211 και 214 Α.Κ. προκύπτουν τα εξής: Δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά αποκαλείται εικονική και είναι άκυρη, θεωρούμενη σαν να μην έγινε. Εικονική είναι λοιπόν η δήλωση βούλησης, η οποία σε γνώση του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σκοπός της εν λόγω δήλωσης είναι να δημιουργηθεί στους άλλους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης, χωρίς να υπάρχει στο δηλούντα πρόθεση τέτοιας πραγματικής μεταβολής. Εικονική μπορεί να είναι η δήλωση βούλησης όχι μόνο σε μονομερή δικαιοπραξία αλλά και σε σύμβαση, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση για την αντίστοιχη ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος. (ΑΠ 633/2006). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 139 ΑΚ, κατά την οποία η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που συναλλάχθηκε αγνοώντάς την, προκύπτει ότι η εικονικότητα και η από αυτήν ακυρότητα υπάρχει μόνο έναντι εκείνου που συναλλάχθηκε εν γνώσει αυτής, όχι δε και κατά εκείνου που την αγνοεί. Έτσι, στην εικονικότητα μιας σύμβασης, ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και συμφωνία όλων των κατά το χρόνο της κατάρτισής της συμβαλλομένων για το ότι η σύμβαση που συνάφθηκε είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Για την εικονικότητα, δηλαδή, της δικαιοπραξίας αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας, που καταρτίζεται. Ως εκ τούτου, δεν είναι ανάγκη να προκύπτει ο σκοπός ή τα αίτια, που οδήγησαν στην ελαττωματική αυτή δήλωση, ούτε αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξή της ο δόλος του οφειλέτη στρεφόμενος κατά των δανειστών του (όπως απαιτείται στην περίπτωση του άρθρου 939 Α.Κ.) ή γενικότερα πρόθεση εξαπατήσεως κάποιου τρίτου, αλλά ούτε και η ύπαρξη απαιτήσεως προγενέστερης της εικονικής εκποιήσεως. Η κατά τα άνω ακυρότητα της δικαιοπραξίας είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από καθέναν, που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 ΑΚ και 68 και 70 ΚΠολΔ. Έτσι οι τρίτοι, ιδίως δε οι δανειστές του δηλώσαντος, για τυχόν παραπλάνηση των οποίων καταρτίσθηκε η δικαιοπραξία αυτή, έχουν συμφέρον ν’ αποκαλύψουν την ανυπαρξία της δικαιοπραξίας, προκειμένου να προχωρήσουν σε αναγκαστική εκτέλεση του ακινήτου, που μεταβιβάσθηκε εικονικά, αφού τούτο δεν έπαψε να ανήκει στον τελευταίο, χωρίς να είναι αναγκαίο η απαίτησή τους να ανάγεται στο χρόνο καταρτίσεως της εικονικής δικαιοπραξίας ή της μεταγραφής αυτής ή σε προγενέστερο αυτού χρόνο, ούτε η καταρτισθείσα εικονική δικαιοπραξία να απέβλεπε στη ματαίωση ικανοποίησης της απαίτησής τους. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 513 ΑΚ προκύπτει ότι ουσιώδη στοιχεία της πωλήσεως, είναι το πράγμα, το τίμημα και η περί τούτων συμφωνία, η έλλειψη δε και ενός εκ των στοιχείων αυτών καθιστά άκυρη την πώληση. Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής προς εκείνες των άρθρων 138, 180 και 1033 ΑΚ συνάγεται, ότι, σε περίπτωση καταχωρισμένης σε συμβολαιογραφικό έγγραφο συμβάσεως πώλησης και, εξαιτίας της πώλησης, μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου από τον κύριο του ακινήτου σε άλλον, αν οι αντίστοιχες για την πώληση δηλώσεις βούλησης αφενός του πωλητή και αφετέρου του αγοραστή ήταν εικονικές, υπό την έννοια ότι δεν έγιναν στα σοβαρά παρά έγιναν μόνο φαινομενικά, διότι οι βουλήσεις εκείνων ήταν είτε να μην υπάρχουν η υποχρέωση του πωλητή να μεταβιβάσει την κυριότητα και παραδώσει το πωλούμενο και η υποχρέωση του αγοραστή να πληρώσει το τίμημα, είτε να μην υπάρχει η μία μόνο από αυτές τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις, η σύμβαση πώλησης είναι, λόγω της εικονικότητας, άκυρη, θεωρούμενη γι’ αυτό ως μη γενόμενη, αυτή δε η ακυρότητα επισύρει και την ακυρότητα της σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας, λόγω του αιτιώδους χαρακτήρα της τελευταίας. Εξάλλου, το τίμημα, ήτοι η αντιπαροχή, που οφείλεται από τον αγοραστή για την παροχή του πράγματος ή του δικαιώματος, πρέπει να είναι αληθινό, δηλαδή η περί αυτού συμφωνία να είναι ειλικρινής και σπουδαία, διότι ναι μεν η μη καταβολή του δεν επηρεάζει το κύρος της συμβάσεως, αφού η ενοχή προς καταβολή του μπορεί να αφεθεί ή κατ’ άλλο τρόπο να αποσβεσθεί, πλην όμως μπορεί το στοιχείο τούτο, κατά την έρευνα περί της συναλλακτικής προθέσεως των συμβληθέντων, να αποτελέσει, κατά τις περιστάσεις, τεκμήριο περί της εικονικότητας και έτσι, εάν η συμφωνία, που αφορά στο τίμημα, έγινε κατά το φαινόμενο μόνο, υπάρχει εικονικότητα κατά την έννοια του άρθρου 138 παρ. 1 ΑΚ, η οποία επιφέρει την ακυρότητα της υποσχετικής συμβάσεως της πωλήσεως, κατ’ επέκταση δε και της εμπράγματης μεταβιβαστικής της κυριότητας του πωληθέντος πράγματος, εάν αφορά ακίνητο, αφού αυτή κατ’ άρθρο 1033 ΑΚ είναι αιτιώδης (ΑΠ 160/2013 ΝοΒ 2013.1278.1506). Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939, 941, 942, 943 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι οι δανειστές δικαιούνται να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης, που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους. Προϋποθέσεις δε προστασίας των δανειστών είναι: 1) Απαλλοτρίωση εκ μέρους του οφειλέτη, 2) Απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών, η οποία πρόθεση θεωρείται ότι υπάρχει, όταν αυτός (οφειλέτης) γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία, που του απομένει, να μην αρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, αφού, στην περίπτωση αυτή, είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της πράξεως του είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται. 3) Βλάβη των δανειστών, δηλαδή της περιουσίας του οφειλέτη σε τέτοιο βαθμό, ώστε η υπόλοιπη περιουσία αυτού να μην αρκεί προς ικανοποίηση των δανειστών. Η αφερεγγυότητα δε αυτή του οφειλέτη, που είναι ένα από τα στοιχεία της βάσεως της περί διαρρήξεως αγωγής, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο εγέρσεως της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης των δανειστών, η οποία υπάρχει μόνο όταν ο οφειλέτης είναι κατά το χρόνο αυτό αφερέγγυος. 4) Γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, η οποία γνώση τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι, κατά την απαλλοτρίωση, σύζυγος ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την άσκηση της αγωγής, ενώ η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται, αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία (ΑΠ 1567/2008 ΕλλΔνη 49,1667, ΑΠ 1799/2007 ΕλλΔνη 49,176, ΑΠ 1798/2007 ΕλλΔνη 49,176, ΑΠ 207/2007 ΕλλΔνη 49,177). Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια των διατάξεων των άρθρων 939 επ. ΑΚ, αυτός που εγείρει την αγωγή διαρρήξεως πρέπει να έχει την ιδιότητα του δανειστή κατά το χρόνο που ο οφειλέτης επιχειρεί την απαλλοτρίωση. Τέτοια ιδιότητα λογίζεται ότι έχει και ο φορέας ενοχικής απαιτήσεως, που τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, αρκεί μόνο κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης να έχουν συντελεστεί τα γεγονότα τα παραγωγικά της απαιτήσεώς του και να έχει καταστεί ορισμένη, απαιτητή και ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη στο ακροατήριο συζήτηση της αγωγής (ΑΠ Ολ 709/1974 ΝοΒ 23,300, ΑΠ 881/2000 ΕλλΔνη 42,417, ΑΠ 121/1998 ΕλλΔνη 39,574, ΑΠ 88/1998 ΕλλΔνη 39,843, ΕφΠατρ 934/2008 ΑχΝομ 2009,151, ΕφΑθ 518/2000 ΕλλΔνη 41,1412).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 30-11-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. …… ) αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα τραπεζική εταιρεία ιστορεί ότι, δυνάμει των αναφερόμενων στην αγωγή συμβάσεων πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που συνήφθησαν μεταξύ της ενάγουσας ως πιστώτριας και του πρώτου των εναγομένων ως δανειολήπτη, υπέρ του οποίου εγγυήθηκε η δεύτερη των εναγομένων, καταβλήθηκαν στον πρώτο ενάγοντα τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά. Ότι οι παραπάνω αλληλόχρεοι λογαριασμοί καταγγέλθηκαν νομίμως και μετά την έκδοση των αναφερόμενων στην αγωγή διαταγών πληρωμής σε βάρος του πρώτου και δεύτερης των εναγόντων, η συνολική οφειλή ανήλθε στο ποσό των 95.600,91 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Ότι, πριν την καταγγελία των προαναφερόμενων συμβάσεων, ο πρώτος των εναγομένων μεταβίβασε λόγω πώλησης το ειδικότερα περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο ιδιοκτησίας του, δυνάμει αγοραπωλητήριου συμβολαίου που μεταγράφηκε νόμιμα, στην τρίτη των εναγομένων, η οποία, κατά τα αναγραφόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, διατηρεί ΄΄προφανή΄΄ συγγένεια με τη δεύτερη των εναγομένων, έναντι του αναγραφόμενου στο παραπάνω συμβολαιογραφικό έγγραφο τιμήματος. Ότι η παραπάνω πώληση δεν ήταν πραγματική αλλά εικονική, καθόσον δεν καταβλήθηκε το αναγραφόμενο στο συμβολαιογραφικό έγγραφο τίμημα. Ότι, επιπλέον, η δεύτερη εναγομένη, μετά τη σύναψη των παραπάνω συμβάσεων αλληλόχρεου λογαριασμού  μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στη θυγατέρα της, τέταρτη των εναγομένων, το ειδικότερα περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο ιδιοκτησίας της, δυνάμει του αναγραφόμενου στην αγωγή συμβολαιογραφικού εγγράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι, μετά τις παραπάνω μεταβιβάσεις, οι δύο πρώτοι των εναγομένων στερούνταν πλέον εμφανών περιουσιακών στοιχείων και οι μεταβιβάσεις πραγματοποιήθηκαν για να ματαιώσουν την ικανοποίηση  της απαίτησης της ενάγουσας. Ζήτησε δε με την παραπάνω αγωγή της να αναγνωρισθεί η εικονικότητα της μεταβίβασης του ακινήτου του πρώτου εναγομένου προς την τρίτη εναγομένη, να ακυρωθεί η παραπάνω μεταβίβαση και επικουρικά να διαρρηχθεί ως καταδολιευτική, η μεταβίβαση του ακινήτου της δεύτερης εναγομένης προς την τέταρτη εναγομένη καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 138, 180, 361, 513, 939, 942, 943 παρ.1 εδ. β, 1033 του ΑΚ, 112 του ΕισΝΑΚ, 669 του Εμπ. Ν., 64 έως 67 του ν.δ. 17-7/13-8-1923, 176 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., στη συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, απαγγέλλοντας τη διάρρηξη της δικαιοπραξίας, δυνάμει της οποίας μεταβιβάστηκε το ακίνητο ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης προς την τέταρτη εναγομένη, απέρριψε τη αγωγή ως προς τους λοιπούς εναγομένους και συμψήφισε στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις οι εκκαλούντες για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, τόσο η ενάγουσα, η οποία ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς την απορριπτική της διάταξη, ώστε να διαρρηχθεί η δικαιοπραξία μεταβίβασης του ακινήτου ιδιοκτησίας του πρώτου εναγομένου προς την τρίτη εναγόμενη, όσο και η δεύτερη και η τέταρτη των εναγομένων, οι οποίες ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η αγωγή ως προς αυτές καθώς και να καταδικαστεί έκαστος των εφεσιβλήτων εκάστης έφεσης στη δικαστική δαπάνη των εκκαλούντων.

Από την εκτίμηση των  ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της με αριθμό ………. σύμβασης χορήγησης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας τραπεζικής εταιρείας και του πρώτου εναγομένου, χορηγήθηκε στον τελευταίο πίστωση μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ, το οποίο, στη  συνέχεια, αυξήθηκε κατά το ποσό των 60.000 ευρώ με τη σύναψη πρόσθετης πράξης της αρχικής και στις παραπάνω συμβάσεις συμβλήθηκε ως εγγυήτρια υπέρ του εναγομένου η δεύτερη των εναγομένων σύζυγός του . Στη συνέχεια, δυνάμει της με αριθμό ………. όμοιας σύμβασης, χορηγήθηκε στο δεύτερο των εναγομένων πίστωση μέχρι του ποσού των 60.000 ευρώ, για την οποία η δεύτερη των εναγομένων συμβλήθηκε ως εγγυήτρια υπέρ του πρώτου των εναγομένων . Στη συνέχεια, η ενάγουσα μεταβίβασε την απαίτησή  της σε βάρος των ως άνω εναγομένων, που προερχόταν από την πρώτη των παραπάνω συμβάσεων, στην εταιρεία με την επωνυμία ………., το έτος 2006, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003 και του άρθρου 455 του ΑΚ, ενώ από τα έγγραφα, που περιέχονται στη δικογραφία και ειδικότερα από το με αριθμό πρωτοκόλλου ……… έγγραφο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, η παραπάνω απαίτηση αναμεταβιβάστηκε στην ενάγουσα εκ νέου στις 26-11-2011. Οι παραπάνω συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού καταγγέλθηκαν τόσο από την ενάγουσα όσο και από την εταιρεία …….. το έτος 2011 και το χρεωστικό υπόλοιπο ανέρχονταν για τη πρώτη σύμβαση στο ποσό των 32.889,49 ευρώ και για τη  δεύτερη στο ποσό των  62.711,42 ευρώ και στη συνέχεια εκδόθηκαν για τα ανωτέρω ποσά οι με αριθμούς …….. και ……….. διαταγές πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ειδικότερα η με αριθμό 894/2011 διαταγή πληρωμής, όπως προκύπτει από το κείμενό της, εκδόθηκε στις 26-4-2011 με αίτηση της εταιρείας …….. πλην όμως, όπως προαναφέρθηκε, η παραπάνω απαίτηση αναμεταβιβάστηκε στην ενάγουσα στις 26-11-2011 και έκτοτε η ενάγουσα, και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, κατέστη δικαιούχος της παραπάνω απαίτησης, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου έφεσης των εκκαλούντων – εναγομένων. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι, δυνάμει του με αριθμό ……… αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Δωριέων ………. που μεταγράφηκε νόμιμα, ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε λόγω πωλήσεως στην τρίτη εναγόμενη το ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου του ειδικότερα περιγραφόμενου στο ως άνω συμβόλαιο, ακινήτου, που βρίσκεται στον οικισμό ……….. του Δήμου  Γραβιάς και το οποίο αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό του ακίνητο, έναντι του ποσού των 69.779,19 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι καταβλήθηκε σε μετρητά ενώπιον του συντάξαντος συμβολαιογράφο, ενώ η αντικειμενική του αξία (του εξ αδιαιρέτου μεριδίου) ανέρχονταν στο ποσό70.823,19 ευρώ. Επίσης, αποδεικνύεται ότι η αγοράστρια εναγομένη ήταν συγκυρία του ως άνω ακινήτου κατά το υπόλοιπο ποσοστό του ½ εξ αδιαιρέτου. Σύμφωνα, όμως,  με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδεικνύεται η μη καταβολή του τιμήματος, όπως αυτή βεβαιώνεται στο προαναφερόμενο συμβολαιογραφικό έγγραφο, ώστε να αποδεικνύεται η εικονικότητα της πώλησης και κατά συνέπεια η ακυρότητά της. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός και ο αντίστοιχος λόγος έφεσης της εκκαλούσας – ενάγουσας περί εικονικότητας της παραπάνω δικαιοπραξίας. Επιπλέον, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, δεν αποδεικνύεται η γνώση της τρίτης εναγομένης ότι ο πρώτος εναγόμενος – εφεσίβλητος οφειλέτης απαλλοτρίωνε την περιουσία τους προς βλάβη της εκκαλούσας-ενάγουσας και η γνώση αυτή δεν τεκμαίρεται, δεδομένου ότι, αληθής υποτιθέμενος ο ισχυρισμός της ενάγουσας – εκκαλούσας περί συγγενικής εξ αγχιστείας σχέσεως των διαδίκων, ήδη κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής είχε παρέλθει χρονικό διάστημα πέραν του ενός έτους από την απαλλοτρίωση, δεδομένου ότι η τελευταία δεν έγινε από χαριστική αιτία (ΑΚ 941 παρ. 2 εδ. β). Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι έφεσης της εκκαλούσας – ενάγουσας. Επίσης, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι η δεύτερη των εναγομένων, δυνάμει του με αριθμό …………. συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιά Ασπασίας Μαλανδράκη που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στη τέταρτη των εναγομένων, θυγατέρα της το περιγραφόμενο στο ως άνω συμβόλαιο ακίνητο ιδιοκτησίας  της (οριζόντια ιδιοκτησία του Α΄ πάνω από το ισόγειο ορόφου πολυόροφης   οικοδομής επί της οδού ….. αρ. ……. στο Κερατσίνι Αττικής, επιφανείας 68,30 τμ και αντικειμενικής αξίας 40.980 ευρώ κατά το χρόνο μεταβίβασης και κατά την άσκηση της αγωγής) το οποίο αποτελούσε και το μόνο εμφανές περιουσιακό της στοιχείο. Ήδη κατά το χρόνο της παραπάνω μεταβίβασης, η ενάγουσα – εκκαλούσα είχε σε βάρος της δεύτερης εναγόμενης-εφεσίβλητης χρηματική απαίτηση από την ιδιότητα της τελευταίας ως εγγυήτριας των προαναφερόμενων συμβάσεων αλληλόχρεου λογαριασμού, δεδομένου ότι, κατά το κείμενο των συμβάσεων, είχε παραιτηθεί από το δικαίωμα διζήσεως. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ακίνητης περιουσίας στο πρόσωπο του πρωτοφειλέτη κατά το χρόνο της παραπάνω μεταβίβασης, με την προαναφερόμενη μεταβίβαση η εκκαλούσα – εναγομένη στερούνταν πλέον εμφανών περιουσιακών στοιχείων, από τα οποία η δανείστρια θα μπορούσε να ικανοποιήσει την απαίτησή της με την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνεπώς, η δικαιοπραξία που αναφερόταν στο παραπάνω συμβόλαιο, ήταν καταδολιευτική. Επιπλέον, η  τέταρτη εναγομένη, θυγατέρα της δεύτερης εναγομένης, τεκμαίρεται, λόγω της συγγενικής τους σχέσης, ότι γνώριζε ότι η δικαιοπάροχός της ενεργούσε με σκοπό την ματαίωση της ικανοποίησης της απαίτησης της δανείστριας από την περιουσία της, την οποία μεταβίβασε, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου έφεσης. Κατά ακολουθία των ανωτέρω αποδειχθέντων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη με αριθμό 4740 /2015 οριστική του απόφαση, έκανε εν μέρει δεκτή την ανωτέρω αγωγή, απαγγέλλοντας τη  διάρρηξη  υπέρ της ενάγουσας – εκκαλούσας, της απαλλοτρίωσης, που έγινε με το με αριθμό …………. συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά Ασπασίας Μαλανδράκη, που μεταγράφηκε νόμιμα, και απέρριψε την αγωγή ως προς τους λοιπούς εναγομένους, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι των  εφέσεων καθώς και οι εφέσεις στο σύνολό τους ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις ως κατ΄ουσιαν αβάσιμες και να καταδικαστούν οι  εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων αντίστοιχα  για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 183, 176  του Κ.Πολ.Δ. και 22 παρ.2 ν. 3696/1957), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης,  πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες, κατά την κατάθεση της έφεσής τους αντίστοιχα, παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 23-9-2016 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. ………) και από 12-10-2016 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. ………..) εφέσεις της ενάγουσας και των δεύτερης και τέταρτης των εναγομένων της από 30-11-2011 (αριθ. εκθ. καταθ. …………) αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 4749/2015 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν τις εφέσεις .

Επιβάλλει σε βάρος εκάστου των εκκαλούντων τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού  δικαιοδοσίας,  την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για καθένα.

Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες, κατά την κατάθεση της έφεσής τους,  παραβόλων  υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 12 Ιουλίου  2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

 

Δημοσιεύθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου   2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση με άλλη σύνθεση λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως του Εφέτη Γεωργίου Βερούση, αποτελούμενη από τους Δικαστές  Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη και Ελένη Σκριβάνου, Εφέτες και με Γραμματέα Δήμητρα Πάλλα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους  δικηγόρων

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                              Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ