Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 364/2020

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Αποφάσεως     364/2020 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα  Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

Ι . Η υπό κρίση από 08.04.2019  έφεση (ΓΑΚ …../2019, ΕΑΚ ……/2019) κατά της υπ΄αριθ. 33/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  που δίκασε την ένδικη διαφορά κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 933επ του ίδιου Κώδικα, έχει ασκηθεί νομοτύπως, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτό συνημμένου παραβόλου στη γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου, και εμπροθέσμως, εντός τριάντα ημερών, από την επίδοση της εκκαλουμένης. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία  (αρθ.495, 499, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ.1, 524 παρ. 1, 532, 533 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Η εκκαλουμένη απέρριψε εν μέρει ως αόριστη και εν μέρει ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την από 04.12.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ../ …./2017) ανακοπή της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας κατά των καθών και ήδη εφεσιβλήτων και κατά του υπ΄αριθ. …../2017 πίνακα κατατάξεως του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……………, που συνετάγη για την κατανομή του πλειστηριάσματος του υπό σημαία Παναμά αναφερόμενου πλοίου κυριότητας της καθής η εκτέλεση οφειλέτιδας εταιρείας (μη διαδίκου εν προκειμένω), στον οποίο κατετάγησαν η μεν πρώτη των καθών και ήδη εφεσιβλήτων -γαλλική τραπεζική εταιρεία-επισπεύδουσα ενυπόθηκη  δανείστρια-προνομιακά και οριστικά, στην τρίτη τάξη των προνομίων για το ποσό των 3.017.021,64 δολαρίων ΗΠΑ (που αφορούσε απαίτησή της από ενυπόθηκο δάνειο), η δεύτερη δε των καθών προνομιακά και τυχαία στη δεύτερη τάξη προνομίων για ποσό 120.146,47 δολαρίων ΗΠΑ  (που αφορούσε απαίτησή της από ναυτεργατικές απαιτήσεις που τις είχαν εκχωρηθεί). Με την ανακοπή, η ανακόπτουσα ζήτησε να μεταρρυθμιστεί ο ανωτέρω πίνακας ώστε να αποβληθούν οι καθών και να καταταγεί η ίδια, προνομιακώς και προ παντός άλλου δανειστή άλλως και επικουρικώς συμμέτρως, για ολόκληρο το ποσό τής ύψους 48.546,80 δολαρίων ΗΠΑ αναγγελθείσας απαιτήσεώς της, που προερχόταν από σύμβαση πωλήσεως ναυτιλιακών καυσίμων στο εκπλειστηριασθέν πλοίο,  όπως όλα τα προηγούμενα αναλύονται στην ανακοπή.  Ειδικότερα, η εκκαλουμένη απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την ανακοπή ως προς το κύριο αίτημά της για προνομιακή κατάταξη της ανακόπτουσας στον ένδικο πίνακα, με την αιτιολογία ότι στο δικόγραφο αυτής (ανακοπής) “δεν εκτίθενται με πληρότητα τα θεμελιωτικά και εξειδικεύοντα την απαίτηση της ανακόπτουσας πραγματικά περιστατικά, βάσει της οποίας ζητεί την προνομιακή κατάταξή της στον προσβαλλόμενο πίνακα” και συγκεκριμένα δεν εξειδικεύεται για ποιο λόγο η αναγγελθείσα απαίτηση από την αναφερόμενη “πώληση καυσίμων αποτελεί και κατά το ημεδαπό δίκαιο προνομιούχα απαίτηση σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 205 ΚΙΝΔ”, χωρίς να αρκεί η απλή αναφορά του άρθρου αυτού, αοριστία που ενισχύεται από την εκ μέρους της δεύτερης των καθών αμφισβήτηση του προνιομιακού χαρακτήρα της απαιτήσεως της ανακόπτουσας.  Ως προς το επικουρικό αίτημα για σύμμετρη κατάταξη της ανακόπτουσας, η ανακοπή απερρίφθη ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και ειδικότερα κρίθηκε α) ότι ο πρώτος λόγος αυτής, με τον οποίο παραπονιόταν η ανακόπτουσα ότι ήταν αόριστη η αναγγελία της πρώτης των καθών, ήταν απορριπτέος γιατί η ανωτέρω αναγγελία ήταν πλήρως ορισμένη και β) ότι παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων της ανακοπής, με τους οποίους η ανακόπτουσα έβαλε κατά του προνομίου της απαιτήσεως της δεύτερης των καθών και κατ΄ αυτής καθαυτής της αναγγελίας της, ελλείψει εννόμου συμφέροντος της ανακόπτουσας διότι ακόμα κι αν αποβαλλόταν από τον πίνακα η δεύτερη των καθών, δεν θα κατατασσόταν σε αυτόν η ανακόπτουσα αλλά η πρώτη των καθών.

Κατά της αποφάσεως αυτής, παραπονείται με την υπό κρίση έφεση η εκκαλούσα για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της και την αποδοχή της ανακοπής της. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της εφέσεως, παραπονείται η εκκαλούσα ότι εσφαλμένως απερρίφθη  ο πρώτος λόγος της ανακοπής της,  με τον οποίο ισχυριζόταν ότι ήταν αόριστη η αναγγελία της απαιτήσεως της πρώτης εφεσίβλητης-γαλλικής τράπεζας-η οποία κατετάγη στον ένδικο πίνακα για απαίτησή της (προερχόμενη από δάνειο) ποσού 37.271.056,27 δολαρίων ΗΠΑ, προνομιακά και οριστικά, διότι α) σε αυτή (αναγγελία) δεν αναφερόταν η προβλεπόμενη από τη δανειακή σύμβαση (μεταξύ της τράπεζας και της καθής η εκτέλεση οφειλέτιδος) διάρθρωση των οφειλομένων δόσεων ώστε να καταστεί δυνατός ο υπολογισμός του συνολικού αποπληρωτέου ποσού, β) αναλυόταν μόνο ο τρόπος αποπληρωμής της πρώτης δόσης και όχι ο τρόπος αποπληρωμής του υπολοίπου, ύψους 11.100.000 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο αντιστοιχούσε στη δεύτερη δόση, γ) δεν αναφερόταν το επιτόκιο βάσει του οποίου προέκυψαν οι αναφερόμενοι τόκοι  επί των ληξιπρόθεσμων δόσεων αποπληρωμής και ποιες ήταν αυτές οι δόσεις καθώς και οι περίοδοι τοκοφορίας αυτών, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί η ορθότητα του υπολογισμού τους και η νομιμότητά τους, δ) δεν αναφερόταν ποιες και πόσες δόσεις καταβλήθηκαν ούτε πότε ώστε να καταστεί δυνατός ο έλεγχος και η εξακρίβωση του αληθούς των αιτουμένων κονδυλίων και ε) δεν αναφερόταν ότι έχουν εκπλειστηριασθεί και άλλα πλοία κυριότητας της οφειλέτιδος επί των οποίων η πρώτη εφεσίβλητη είχε εγγράψει προτιμώμενες υποθήκες ποσού 38.000.000 δολαρίων ΗΠΑ εκάστη, με αποτέλεσμα η πρώτη εφεσίβλητη να έχει εισπράξει κι άλλα ποσά και να μην της οφείλεται το ποσό στο οποίο, όπως προαναφέρεται, κατετάγη αλλά ποσό πολύ μικρότερο. Με τον δεύτερο (και τελευταίο) λόγο εφέσεως, παραπονείται η εκκαλούσα ότι μετά την απόρριψη του πρώτου λόγου ανακοπής, η εκκαλουμένη, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου, δεν προχώρησε στην εξέταση των λοιπών λόγων ανακοπής κρίνοντας ότι η ανακόπτουσα δεν έχει έννομο συμφέρον να τους προβάλει, με την αιτιολογία ότι ακόμα κι αν οι λόγοι αυτοί ήταν βάσιμοι κι οδηγούσαν στην αποβολή από τον ένδικο πίνακα της δεύτερης καθής (ήδη εφεσίβλητης), θα κατατασσόταν στη θέση της η πρώτη καθής για μεγαλύτερο ποσό και όχι η ανακόπτουσα. Σημειώνεται ότι το κεφάλαιο της εκκαλουμένης με το οποίο απερρίφθη η ένδικη ανακοπή ως προς την κύρια βάση της λόγω αοριστίας  δεν πλήττεται με λόγο εφέσεως.

ΙΙΙ. Α. Κατά το άρθρο 1012 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε περίπτωση πλειστηριασμού κατεσχημένου πλοίου, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα κατατάξεως, γίνεται κατά πρώτο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ, κατά δε το άρθρο 9 του τελευταίου κώδικα, το δίκαιο της πολιτείας, της οποίας την σημαία φέρει το πλοίο, ρυθμίζει και τα επ’ αυτού εμπράγματα δικαιώματα. Περαιτέρω, ναι μεν κατά το άρθρο 205 του ίδιου Κώδικα, τα καθοριζόμενα με αυτό προνόμια, ως εξομοιούμενα με ειδικό ενέχυρο έχουν εμπράγματο χαρακτήρα και προηγούνται, σύμφωνα με την τελευταία παράγραφο του ίδιου άρθρου, της ναυτικής υποθήκης, προκειμένου όμως να προηγηθούν της ίδιας υποθήκης κατά την κατάταξη σε εκλειστηρίασμα που αφορά πλοίο με σημαία αλλοδαπής πολιτείας, πρέπει κατά ρητή επιταγή της προαναφερομένης διατάξεως του άρθρου 9, να έχουν το ίδιο προνομιακό-εμπράγματο χαρακτήρα και κατά το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο (κατά το χρόνο συντάξεως του πίνακα). Η σειρά, όμως, κατατάξεως των εν λόγω προνομίων θα κριθεί κατά το δίκαιο του τόπου εκτελέσεως (Lex Fori), αφού η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαιτήσεως, αλλ’ αφορά στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο.  Συνεπώς, αν εκπλειστηριασθεί στην Ελλάδα αλλοδαπό πλοίο, δεν προηγείται της ναυτικής υποθήκης οποιοδήποτε προνόμιο επί του πλοίου αναγνωρίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο της σημαίας του πλοίου, παρά μόνο εκείνα που όμοια τους, κατά τη φύση και το χαρακτήρα, προβλέπει το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 1012 παρ. 4 ΚΠολΔ.  Περαιτέρω, εάν πλοίο με σημαία αλλοδαπή κατασχέθηκε και εκπλειστηριάστηκε στην Ελλάδα, εφόσον οι απαιτήσεις είναι προνομιακές και κατά το δίκαιο της χώρας αυτής, κατατάσσονται, ως προνομιακές, σύμφωνα με το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, πριν από την υποθήκη, ανεξάρτητα από τη σειρά κατατάξεώς τους κατά το δίκαιο της εν λόγω χώρας. (ΑΠ 70/92, ΑΠ 710/1992, ΑΠ 466/1996, ΑΠ 284/1999, ΑΠ 295/2002, ΑΠ 533/2015, ΑΠ 1556/2017 – “Νόμος”).  Κατά το άρθρο 205 ΚΙΝΔ «Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξιν μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις: α) οι συναφείς προς την ναυσιπλοΐαν φόροι, τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίον τέλη και δικαιώματα ως και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.), β) αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως, γ) τα έξοδα και αι αμοιβαί λόγω επιθαλασσίου αρωγής διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, δ) αι λόγω συγκρούσεως ή προσκρούσεως πλοίων οφειλόμενοι αποζημιώσεις εις τα πλοία, τους επιβάτας και τα φορτία. Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης». Περαιτέρω, η Δημοκρατία του Παναμά, τη σημαία της οποίας έφερε το εκπλειστηριασθέν πλοίο, δεν έχει προσχωρήσει στις Διεθνείς Συμβάσεις των Βρυξελλών της 10-4-1926 και της 27-5-1967 “περί ενοποιήσεως κανόνων τινών αφορώντων στα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες” . Ωστόσο, αρκετές διατάξεις των εν λόγω διεθνών συμβάσεων έχουν περιληφθεί στο εθνικό δίκαιο της ανωτέρω χώρας, στο οποίο τα συγκεκριμένα ζητήματα διέπονται από τον Κώδικα Ναυτικής Δικονομίας, Νόμος No 8 της 30-3-1982 ως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο No 11 της 23-05-1986, το Νόμο No 23 της 01-06-2001 και το Νόμο 12 της 23-01-2009 και ισχύει, καθώς και από το Νόμο 55 του 2008. Σύμφωνα με τον άνω Κώδικα, ένα πλοίο μπορεί να κατασχεθεί (attachment of ship) ή να διαταχθεί δικαστικώς η απαγόρευση του απόπλου του (arrest of ship) για κάθε είδους απαίτηση προερχόμενη από ναυτιλιακή εμπορική συναλλαγή (….), υπό τον όρο ότι αυτή στρέφεται σε βάρος του πλοιοκτήτη ή έχει εξασφαλιστεί με ναυτικό προνόμιο επί του πλοίου (……….). Αν και στον Κώδικα δεν υπάρχει ρητός ορισμός των ναυτικών προνομίων, ως τέτοια νοούνται οι προνομιούχες απαιτήσεις επί πλοίου ή άλλης ναυτικής περιουσίας αναφορικά με παρασχεθείσες σε αυτό υπηρεσίες ή προκληθείσες από αυτό ζημίες. Το άρθρο 244 του Νόμου 55 του 2008 ορίζει σε περίπτωση πλειστηριασμού πλοίου ως προνομιούχες απαιτήσεις επί αυτού (του πλοίου) και του ναύλου τις εξής: 1) τα δικαστικά έξοδα, τα οποία έγιναν προς το κοινό συμφέρον των ναυτικών πιστωτών, 2) τις δαπάνες αποζημιώσεως και τους μισθούς για την επιθαλάσσια αρωγή και τη διάσωση, οι οποίες οφείλονται για το τελευταίο ταξίδι, 3) τους μισθούς, τις αμοιβές και τις αποζημιώσεις, οι οποίες οφείλονται στον πλοίαρχο και στα μέλη του πληρώματος για το τελευταίο ταξίδι, 4) τη ναυτική υποθήκη, 5) τα ποσά που οφείλονται στο Κράτος για ετήσιους φόρους και τέλη του πλοίου, 6) τους οφειλόμενους στους στοιβαδόρους και στους εργάτες της προκυμαίας μισθούς και αμοιβές, οι οποίοι έχουν συμφωνηθεί αμέσως από τον πλοιοκτήτη, τον εφοπλιστή ή τον πλοίαρχο κατά τη φόρτωση ή εκφόρτωση του πλοίου κατά τον τελευταίο κατάπλου, 7) τις οφειλόμενες αποζημιώσεις για τις ζημίες προκληθείσες από υπαιτιότητα ή από αμέλεια, 8) τα οφειλόμενα ποσά λόγω συνεισφοράς σε κοινές αβαρίες, 9) τα οφειλόμενα ποσά λόγω υποχρεώσεων συναφθεισών για τις ανάγκες ή τον ανεφοδιασμό του πλοίου, 10) το ληφθέν ναυτοδάνειο επί του κύτους του πλοίου και των εξαρτημάτων του για τα εφόδια του εξοπλισμού και την προετοιμασία, εάν η σύμβαση καταρτίστηκε και υπογράφτηκε πριν τον απόπλου του πλοίου από το λιμένα, στον οποίο οι υποχρεώσεις αυτές έχουν συναφθεί, ως και τις ασφαλιστικές εισφορές για τους τελευταίους έξι μήνες, 11) τους μισθούς των πιλότων, των φυλάκων και τις δαπάνες συντηρήσεως και φυλάξεως του πλοίου, των εξαρτημάτων και των εφοδίων του μετά το τελευταίο ταξίδι και την είσοδο στον λιμένα, 12) τις οφειλόμενες αποζημιώσεις στους φορτωτές και τους επιβάτες για πλημμελή παράδοση των φορτωθέντων ή ζημία αυτών, οφειλόμενη στον πλοίαρχο ή το πλήρωμα κατά το τελευταίο ταξίδι και 13) το τίμημα της τελευταίας αγοράς του πλοίου και των οφειλόμενων τόκων των τελευταίων δύο ετών. Σύμφωνα με την άνω διάταξη, προνομιούχες επί του πλοίου και του ναύλου είναι, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις  που προέρχονται από τον ανεφοδιασμό του πλοίου, επομένως και οι απαιτήσεις από την αγορά καυσίμων για την κίνηση του πλοίου, όπως η αναγγελθείσα απαίτηση της ανακόπτουσας.  Ωστόσο, οι εν λόγω απαιτήσεις δεν περιλαμβάνονται σ’ εκείνες του άρθρου 205 ΚΙΝΔ  και συνεπώς, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η απαίτηση της ανακόπτουσας δεν είναι εξοπλισμένη με προνόμιο.  Β. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 972 παρ. 1 περιπτ. β` του ΚΠολΔ., ορίζει ότι η αναγγελία πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων στοιχείων, και περιγραφή της απαιτήσεως (κύριας και παρεπόμενης) του δανειστή που αναγγέλλεται. Η διάταξη δε του άρθρου 159 αριθμ. 3 του ίδιου κώδικα, ορίζει ότι η παράβαση διατάξεως που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξεως συνεπάγεται ακυρότητα, αν η παράβαση προκάλεσε στον διάδικο που την προτείνει βλάβη η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική πράξη της κατατάξεως και το αρχικό δικόγραφο με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως και ειδικότερα της κατατάξεως η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή, στο περιεχόμενο δε του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν, με τις παρατηρήσεις τους (άρθρο 974 του Κ.Πολ.Δ.) και την ανακοπή (αρθρ. 979 του Κ.Πολ.Δ.), ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που έχουν αναγγελθεί και με βάση το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το Δικαστήριο της ανακοπής να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της αναγγελθείσας απαιτήσεως. Συνεπώς, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και τους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνα τους στοιχεία, στο δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότατα της απαιτήσεως. Ανάμεσα στις προϋποθέσεις αυτές είναι και η ύπαρξη του προνομίου, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου, πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός αν αυτά συμπίπτουν με εκείνα στα οποία στηρίζεται η απαίτηση. Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι άκυρο λόγω αοριστίας της αναφερόμενης σε αυτό απαιτήσεως μόνον όταν η περιγραφή αυτής καθώς και του τυχόν υφισταμένου προνομίου της είναι τόσον ελλιπή, ώστε να μη μπορούν ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπερασπίσεώς τους κατά τα άρθρα 974 και 979 ΚΠολΔ και να υφίστανται έτσι βλάβη. Δεν είναι όμως αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό που αυτή απαιτείται επί της αγωγής και της ανακοπής (άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ), διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αιτήσεως για δικαστική προστασία κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1783/2001, ΑΠ 1857/2014, ΑΠ 885/2019 – “Nόμος”). Το δικόγραφο της αναγγελίας δεν είναι άκυρο λόγω αοριστίας όταν η υπάρχουσα εμπράγματη ασφάλεια για το χρέος δεν περιγράφεται μεν σε αυτό, προκύπτει όμως από δημόσιο έγγραφο, που είναι ήδη κατατεθειμένο, έστω και από άλλο πρόσωπο, στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και είναι προσιτό σε όλους, οπότε ο ενυπόθηκος δανειστής νόμιμα κατατάσσεται προνομιακά βάσει του πράγματι υφιστάμενου προνομίου της απαιτήσεώς του (βλ. ΑΠ1636/2002, ΑΠ 630/2002, ΑΠ 545/2006 -“Nόμος”).  Γ. Εξάλλου,  από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 979 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως, νομιμοποιούνται μόνον ο επισπεύδων, οι αναγγελθέντες δανειστές και ο καθού η εκτέλεση, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον. Τέτοιο συμφέρον θεωρείται ότι έχει ο ανακόπτων, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, όταν η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής του δεν εξαντλείται μόνο στην ακύρωση της κατατάξεως του καθού αλλά συνδέεται συγχρόνως και με τη δυνατότητα δικής του κατατάξεως στον πίνακα. Αίτημα της ανακοπής είναι όχι μόνο η ακύρωση αλλά και η κατάταξη. Γι’ αυτό, το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος, προς άσκηση της ανακοπής, δεν περιορίζεται μόνο στην ακύρωση της κατατάξεως του καθ’ ου η ανακοπή, αλλά συνδέεται και με τη δυνατότητα της δικής του κατατάξως. Έτσι, αν παρά την ακύρωση της κατατάξεως και την εξαιτίας αυτής αποβολή του καθ’ ου, κριθεί ότι ο ανακόπτων δεν δικαιούται να καταταγεί, η ανακοπή απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου συμφέροντος για την άσκησή της (ΑΠ 1048/2019, ΑΠ 1375/2018 , ΑΠ 1023/2009 – “Νόμος”, ΑΠ 1229/2008 Δίκη 2008, σ.1050, ΑΠ 120/2005 ΝοΒ 2005, σ. 1430, ΕφΠειρ 147/2010, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.241).

ΙV. Aπό την εκτίμηση όλων των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της πρώτης των καθ’ ων εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικώς, στις 25-10-2017, δυνάμει της από 4-10-2017 δηλώσεως επισπεύσεως νέου πλειστηριασμού της ανωτέρω επισπεύδουσας, το κατασχεθέν με την υπ’ αριθ. …../4.4.2017 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ……, το υπό σημαία Παναμά, πλοίο με την ονομασία “Ο” , με αριθμό νηολογίου Παναμά …., ΔΔΣ …., αριθμό IMO ….., πλοιοκτησίας της οφειλέτιδας – καθ’ ής η εκτέλεση εταιρείας με την επωνυμία “……….”, που εδρεύει τυπικά μεν στο Ματζούρο της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ, στην πραγματικότητα, όμως, στην Αθήνα, ο δε πλειστηριασμός διενεργήθηκε ενώπιον του επί του πλειστηριασμού ορισθέντος υπαλλήλου, συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……… Το πλοίο κατακυρώθηκε επ’ ονόματι της υπερθεματίστριας, εδρεύουσας στο Ματζούρο των Νήσων Μάρσαλ εταιρείας, με την επωνυμία  “………….”,  αντί πλειστηριάσματος 3.142.000,10 δολαρίων ΗΠΑ. Στον πλειστηριασμό αναγγέλθηκε, μεταξύ άλλων, η ανακόπτουσα µε την επιδοθείσα στον προαναφερόμενο υπάλληλο του πλειστηριασμού, στις 11-5-2017, από 9-5-2017 αναγγελία της, µε την οποία αιτήθηκε να καταταγεί “προνομιακά, άλλως και όλως επικουρικά τυχαίως”, όπως επί λέξει αναφέρει στην ανωτέρω αναγγελία (και όχι συμμέτρως, όπως ζητεί με την ανακοπή της) για απαίτησή της από πώληση καυσίμων, κατά της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας,  συνολικού ποσού 48.546,80 δολαρίων ΗΠΑ, µε το νόµιµο τόκο από την επομένη της παρόδου 30 ημερών από την παράδοση των πωληθέντων καυσίμων και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, άλλως μέχρι την ημέρα συντάξεως του πίνακα κατατάξεως. Ο προαναφερόμενος υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον ανακοπτόμενο υπ’ αριθ. …../14.11.2017 πίνακα κατατάξεως, στον οποίο κατέταξε (μετά από προαφαίρεση του ποσού των 388,15 δολαρίων ΗΠΑ για δικαιώματα και έξοδα του υπάλληλου του πλειστηριασμού και του ποσού των 4.443,84 δολαρίων ΗΠΑ για δικαιώματα και έξοδα του Δικαστικού Επιμελητή), προνομιακά και τυχαία, τη δεύτερη των καθών και ήδη εφεσιβλήτων, για ποσό 120.146,47 δολαρίων ΗΠΑ σε πλήρη εξόφληση της αναγγελθείσας απαιτήσεώς της, υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδικάσεως του ποσού αυτού (καθ΄ο μέρος αυτό επιδικασθεί) και προνομιακά και οριστικά την επισπεύδουσα πρώτη των καθών και ήδη εφεσιβλήτων, για ποσό 3.017.021,64 δολαρίων ΗΠΑ, για την αναγγελθείσα ενυπόθηκη απαίτησή της, ασφαλισμένη µε προτιμώμενη υποθήκη επί του ως άνω εκπλειστηριασθέντος πλοίου για συνολικό ποσό υποθήκης 38.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, σε μερική εξόφλησή της, καθώς το πλειστηρίασμα δεν αρκούσε για την πλήρη ικανοποίησή της. Σε περίπτωση μη πληρώσεως εν όλω ή εν μέρει της προαναφερόμενης αιρέσεως υπό την οποία τελεί η κατάταξη της δεύτερης των καθών και ήδη εφεσιβλήτων, προβλέφθηκε να διανεμηθεί στην επισπεύδουσα δανείστρια το ποσό στο οποίο η δεύτερη των καθών δεν καταταγεί οριστικά λόγω μη πληρώσεως της αιρέσεως.  Η προαναφερόμενη αναγγελθείσα απαίτηση της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας δεν κατετάγη καθόλου στον ανακοπτόμενο πίνακα λόγω εξαντλήσεως του πλειστηριασμάτος. Η από 11.5.2017 αναγγελία της πρώτης των καθών  και ήδη εφεσιβλήτων, που επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, περιέχει ακριβή περιγραφή της αναγγελλόμενης απαιτήσεως κατ’ είδος και ποσό, καθώς επίσης και αναφορά των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το προνόμιό της, κατά την έννοια που  ανωτέρω  , υπό στοιχείο ΙΙΙ.Β, εκτέθηκε. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι δυνάμει της από 2 Δεκεμβρίου 2014 συμβάσεως διευκολύνσεως (Facility Agreement), που συνήφθη στον Πειραιά μεταξύ αφενός της πρώτης των καθ’ ων και ήδη εφεσίβλητης, ως δανείστριας και αφετέρου της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας, καθώς και των αλλοδαπών εταιρειών…….… ως εις ολόκληρον δανειζομένων, η πρώτη των καθ’ ων-εφεσιβλήτων συμφώνησε να χορηγήσει στις ανωτέρω εταιρείες α) μια δανειακή διευκόλυνση μέχρι του ποσού των τριάντα τεσσάρων εκατομμυρίων οκτακόσιων ενενήντα χιλιάδων Δολλαρίων ΗΠΑ (34·890.000 $), σε δύο δόσεις, η πρώτη ποσού είκοσι έξι εκατομμυρίων οκτακόσιων ενενήντα χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (26.890.000 $) και η δεύτερη ποσού οκτώ εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (8.000.000 $), και β) μια επαναχορηγούμενη πιστωτική διευκόλυνση (Revolving Credit Facility) μέχρι του ποσού των δύο εκατομμυρίων εκατόν δέκα χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (2.110.000 $). Περαιτέρω, δυνάμει των με ημερομηνία 20-10-2014, 19-5-2015 και 2-10-2015 συμπληρωματικών συμφωνιών μεταξύ των ανωτέρω συμβαλλομένων, οι δανειολήπτριες εταιρείες αναγνώρισαν και επιβεβαίωσαν ότι το σύνολο του οφειλόμενου ποσού εκ του ανωτέρω δανείου  ανερχόταν στις 20-10-2014 στο ποσό των 37.000.000 δολαρίων ΗΠΑ και παρέμενε ανεξόφλητο, στις 19-5-2015, στο ποσό των 37.000.000 δολαρίων ΗΠΑ με ταυτόχρονη συμφωνία για αύξηση του ποσού του δανείου κατά 750.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, και στις 2-10-2015 στο ποσό των 37.750.000 δολαρίων ΗΠΑ και παρέμενε ανεξόφλητο, με ταυτόχρονη συμφωνία για αύξηση του ποσού του δανείου κατά 250.000.000 δολάρια ΗΠΑ. Περαιτέρω, προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της πρώτης των καθ’ ων -εφεσιβλήτων  εκ της Συμβάσεως Δανείου,  η καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτις «… παραχώρησε υπέρ της πρώτης την από 24 Οκτωβρίου 2014 Πρώτης Τάξεως Προτιμώμενη Ναυτική Υποθήκη επί του ανωτέρω πλοίου για το ποσό των τριάντα επτά εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (37.000.000 $), η οποία καταχωρήθηκε αυθημερόν στα υποθηκικά βιβλία του Νηολογίου της Δημοκρατίας του Παναμά, ενώ με την υπό ημερομηνία 19 Μαΐου 2015 Πρώτη Τροποποίηση της Υποθήκης και την υπό ημερομηνία 5 Οκτωβρίου 2015 Δεύτερη Τροποποίηση της Υποθήκης, το ποσό της απαίτησης του ασφαλιζόταν με την ανωτέρω υποθήκη αυξήθηκε διαδοχικά σε τριάντα επτά εκατομμύρια επτακόσιες χιλιάδες δολάρια ΗΠΑ (37.750.000 $) και τελικώς σε τριάντα οκτώ εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (38.000.000 $) αντιστοίχως, οι δε τροποποιήσεις της Υποθήκης σημειώθηκαν προσηκόντως στα υποθηκικά βιβλία του Νηολογίου των Νήσων Μάρσαλ. Κατόπιν και επειδή οι ανωτέρω δανειολήπτριες δεν τήρησαν του όρους των δανείων η πρώτη των καθ’ ων -εφεσιβλήτων κατήγγειλε, στις 7.3.2017 τη σύμβαση δανείου, το ανεξόφλητο ποσό του οποίου ανερχόταν κατά την ανωτέρω ημερομηνία σε 37.271.056,27 δολάρια ΗΠΑ. Στη συνέχεια, για τμήμα του ανωτέρω κεφαλαίου και συγκεκριμένα για το ποσό του 1.000.000 δολαρίων ΗΠΑ,  η πρώτη των καθ’ ων-εφεσιβλήτων πέτυχε την έκδοση της υπ’ αριθ. ……../2017 Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας επέσπευσε σε βάρος της καθ’ ης η εκτέλεση αναγκαστική εκτέλεση, που οδήγησε κατά τα ανωτέρω στην αναγκαστική κατάσχεση του ανωτέρω πλοίου και στον πλειστηριασμό του, ενώ με την από 11-5-2017 αναγγελία της προς τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, ζήτησε την κατάταξη της ανωτέρω απαιτήσεώς της, ποσού 37.271.056,27 δολαρίων ΗΠΑ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στην παράγραφο 2 της ως αναγγελίας της πρώτης καθής και ήδη εφεσίβλητης αναφέρεται η διάρθρωση των δόσεων αποπληρωμής του δανείου. Επίσης, αποδείχθηκε ότι η προαναφερόμενη, με την ανωτέρω αναγγελία της,  επικαλέστηκε την υπερημερία της καθ’ης η εκτέλεση ως προς την αποπληρωμή της πρώτης δόσης με βάση την ένδικη δανειακή σύμβαση, που οδήγησε στην καταγγελία της τελευταίας, χωρίς να είναι απαραίτητη για το ορισμένο της αναγγελίας η αναφορά σ’ αυτή του τρόπου αποπληρωμής των υπολοίπων δόσεων, καθώς με την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της πρώτης των καθών κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και οι υπόλοιπες, σύμφωνα με τους όρους της δανειακής σύμβασης, δόσεις. Εξάλλου, όπως ήδη προαναφέρθηκε, στην αναγγελία δεν είναι αναγκαία η εξειδίκευση της αναγγελόμενης απαιτήσεως στο βαθμό που απαιτείται επί αγωγής ή ανακοπής. Επιπροσθέτως, αποδείχθηκε ότι δεν υφίσταται διαφορά μεταξύ του οφειλόμενου ποσού της πρώτης δόσης της ένδικης σύμβασης δανείου και του αθροίσματος των περιγραφόμενων στην αναγγελία της πρώτης των καθ’ ων -εφεσιβλήτων δόσεων αποπληρωμής της πρώτης δόσης, καθώς, όπως προκύπτει από την παράγραφο 2 τη αναγγελίας, το άθροισμα των ποσών καθεμίας εκ των επιμέρους δόσεων αποπληρωμής ισούται με το ποσό της πρώτης δόσης του δανείου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στην ένδικη αναγγελία, στις παραγράφους 3 και 4 αυτής, αναφέρονται εκ περισσού οι προβλέψεις της ένδικης συμβάσεως δανείου για τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας και συμβατικών, δεδομένου ότι με την ένδικη αναγγελία προβάλλεται απαίτηση της πρώτης των καθ’ ων-εφεσιβλήτων, που αφορά αποκλειστικά στο ανεξόφλητο κεφάλαιο του χορηγηθέντος δανείου. Ομοίως, αποδείχθηκε ότι το ακριβές ύψος της αναγγελθείσας απαιτήσεως της πρώτης των καθών – εφεσιβλήτων αποδεικνύεται πλήρως από το από 17-3-2017 Πιστοποιητικό Οφειλής, το οποίο έχει εκδοθεί από την προαναφερθείσα και αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς το ακριβές ύψος της απαίτησης αυτής, σύμφωνα με τον 5.6 όρο της ένδικης σύμβασης δανείου.  Τέλος, αποδείχθηκε ότι τα πλοία “A”, “SO” και  “ST”, κυριότητας, ατιστοίχως, των δανειοληπτριών εταιρειών “………..”, “………….” και  “……….”, επί των οποίων (πλοίων) είχαν επίσης παραχωρηθεί υπέρ της πρώτης των καθών-εφεσιβλήτων πρώτες προτιμώμενες ναυτικές υποθήκες, ποσού 38.000.000 δολαρίων ΗΠΑ εκάστη, εκπλειστηριάσθηκαν σε χρόνους μεταγενέστερους της ένδικης αναγγελίας. Σε κάθε όμως περίπτωση, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 972, 979 και 980 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η τυχόν προγενέστερη κατάσχεση ή αναγγελία και γενικά η συμμετοχή του αναγγελλόμενου σε άλλη διαδικασία κατατάξεως ή εκτελέσεως κατά του ίδιου οφειλέτη ή άλλου συνοφειλέτη δεν αποστερεί τον δανειστή από την ευχέρεια να αναγγελθεί για την ίδια απαίτησή του σε άλλο πλειστηριασμό, αφού με μόνη την κατάταξη δεν επέρχεται απόσβεση της απαιτήσεώς του (βλ. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος 2ος, άρθρο 972 παρ. 379). Μόνο αν στη συνέχεια ο δανειστής κατατάχθηκε σε ορισμένο πίνακα και η κατάταξή του αυτή έγινε τελικά απρόσβλητη (με την έννοια της εκτελεστότητας του πίνακα τούτου) τότε, ενόψει και του ότι το πλειστηρίασμα έχει ήδη κατατεθεί δημοσίως υπέρ των δανειστών, επέρχεται απόσβεση της σχετικής απαιτήσεώς του, σύμφωνα με το άρθρο 432 ΑΚ (ΑΠ 590/2008 – “Νόμος”), γεγονός το οποίο δεν επικαλείται εν προκειμένω η εκκαλούσα. Σημειώνεται ότι στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο είχαν κατατεθεί μαζί με την αναγγελία και όλα τα προαναφερόμενα έγγραφα από τα οποία αποδεικνυόταν η απαίτηση και το προνόμιο της πρώτης των καθών. Συνεπώς, σύμφωνα και με τα προαναφερόμενα, νόμιμα ο υπάλληλος επί του πλειστηριασμού κατέταξε προνομιακά και οριστικά την πρώτη των καθών  – εφεσιβλήτων για το ανωτέρω ποσό, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη και ο πρώτος λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατόπιν τούτων, ορθώς η εκκαλουμένη παρέλειψε να εξετάσει τη βασιμότητα των λοιπών λόγων ανακοπής,  με τους οποίους η ανακόπτουσα προσβάλλει την κατάταξη της δεύτερης των καθών-εφεσιβλήτων,  αρνούμενη το  προνόμιο της απαιτήσεώς της και ισχυριζόμενη ότι η αναγγελία της ήταν αόριστη, διότι, ακόμη κι αν οι λόγοι αυτοί ήταν βάσιμοι και οδηγούσαν σε αποβολή της δεύτερης των καθών-εφεισβλήτων από τον ένδικο πίνακα κατατάξεως,  τότε, θα επερχόταν προσαύξηση του ποσού στο οποίο κατετάγη η πρώτη των καθών-εφεσιβλήτων, προς μερική εξόφληση της προνομιακής ενυπόθηκης απαιτήσεώς της, χωρίς να απομένει και πάλι υπόλοιπο πλειστηριάσματος για την κατάταξη της ανακόπτουσας-εκκαλούσας, λαμβανομένου υπόψη αφενός του ύψους του πλειστηριάσματος (3.137.168,11 δολλάρια ΗΠΑ) που απέμεινε προς διανομή μετά την προαφαίρεση των εξόδων, σε συνδυασμό με το ύψος της αναγγελθείσας ενυπόθηκης απαιτήσεως  (37.271.056,27 δολάρια ΗΠΑ),  αφετέρου του ότι η απαίτηση της εκκαλούσας δεν είναι εξοπλισμένη με προνόμιο αλλ’ αυτή μπορούσε να καταταγεί μόνο συμμέτρως ως εγχειρόγραφη δανείστρια. Επομένως, η ανακοπή θα ήταν απορριπτέα ελλείψει εννόμου συμφέροντος της ανακόπτουσας (βλ. ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙΙ. Γ), όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη. Κατά συνέπεια, απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται και ο δεύτερος (και τελευταίος) λόγος εφέσεως.

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (176,  183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται την έφεση τυπικά.

-Απορρίπτει την έφεση κατ΄ουσίαν.

-Διατάζει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

-Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 600 ευρώ.

-Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις    15-5- 2020.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ