Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 361/2020

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Αποφάσεως       361/2020 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα  Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 729/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία (αρθ.495, 499, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ.1, 524 παρ. 1, 532, 533 ΚΠολ).

ΙΙ. Η εκκαλουμένη εφαρμόζοντας το ελληνικό δίκαιο απέρριψε ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη την από 23.9.2015 αγωγή της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, με την οποία η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί η εδρεύουσα στην Ιταλία εναγομένη να της καταβάλει το σε ευρώ ισόποσο κατά την ημέρα πληρωμής συνολικό ποσό των 180.081,50 δολλαρίων ΗΠΑ, πλέον του συμβατικώς συμφωνηθέντος τόκου με επιτόκιο 2% μηνιαίως,  άλλως νομιμοτόκως από την επομένη της αναφερόμενης ημερομηνίας κατά την οποία ήταν πληρωτέο το τελευταίο εκ των επιδίκων τιμολογίων, που αφορούσαν πώληση ναυτιλιακών καυσίμων, για τον εφοδιασμό του αναφερόμενου υπό σημαία Μάλτας πλοίου, πλοιοκτησίας της εναγομένης, όπως όλα τα προηγούμενα αναλύονται στην αγωγή. Ως προς την από  τον αδικαιολόγητο πλουτισμό επικουρική βάση της, την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και ως προς την έτερη επικουρική βάση της αφορώσα ευθύνη της εναγομένης από τον εφοπλισμό του πλοίου, την απέρριψε ως απαράδεκτη ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας ως εκ της έδρας της εναγομένης που βρίσκεται στην Ιταλία. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή.

ΙΙΙ.          Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθώς κρίθηκε αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον για την εκδίκαση της αγωγής, εφόσον η έδρα της πωλήτριας ενάγουσας είναι στον Πειραιά και η ένδικη σύμβαση καταρτίστηκε στον Πειραιά, όπου έλαβε χώρα και η εκπλήρωση της παροχής (πετρέλευση του αναφερόμενου πλοίου), συνακολούθως δε ορθώς έκρινε (το πρωτοβάθμιο δικαστήριο) ότι είχε και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της φέρουσας στοιχεία αλλοδαπότητας ένδικης διαφοράς, εφόσον η φερομένη ως πλοιοκτήτρια του πλοίου εναγομένη είναι εταιρεία της Ιταλίας και το πλοίο φέρει σημαία Μάλτας (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ). Με βάση δε τα εκτιθέμενα περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, αυτή είναι ερευνητέα στο σύνολό της κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο και ειδικότερα: Α) ΄Οσον αφορά στην αγωγική βάση από τη σύμβαση πωλήσεως, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 3, 4 παρ. 1α και 19 παρ. 1 του Κανονισμού Ε.Ε. 593/2008 (“Ρώμη Ι”) που αντικατέστησε την από 19-6-1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009, όπως εν προκειμένω, ως εκ της έδρας της πωλήτριας – ενάγουσας εταιρείας. Β) Ως προς το ζήτημα της αντιπροσωπεύσεως της εναγόμενης εταιρείας κατά την κατάρτιση της ένδικης συμβάσεως πωλήσεως και της εξ αυτής δεσμεύσεώς της έναντι της ενάγουσας, καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, δεδομένου ότι το εν λόγω ζήτημα αποκλείεται ρητά από το πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω Κανονισμού 593/2008 (άρθρο 1 παρ. 2 περ. ζ΄) .  Σύμφωνα δε με γενικώς αποδεκτή σχετική γενική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, τα θέματα της δεσμεύσεως του αντιπροσωπευόμενου και της εκτάσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απέκτησε αυτός από τη σχετική δικαιοπραξία που επιχείρησε ο εκούσιος πληρεξούσιος, ως αντιπρόσωπος αυτού, ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας στην περιοχή της οποίας επιχείρησε ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία, για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα (ΑΠ 1187/2000 ΕλλΔνη 2001. 1317, 1350, ΑΠ 777/2015 – “Νόμος”). Επομένως, εφαρμοστέο εν προκειμένω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της πολιτείας στην οποία επιχείρησε ο κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή αντιπρόσωπος της εναγομένης την ένδικη δικαιοπραξία για την οποία του δόθηκε κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς η πληρεξουσιότητα. Γ) Ως προς τη στηριζόμενη στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση της (αγωγής), σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 3, 10 παρ. 1 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 (“Ρώμη ΙΙ”) για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές της 11.7.2007, ως το δίκαιο (ελληνικό) που διέπει κατά τα ανωτέρω την ένδικη συμβατική σχέση. Ενόψει δε του ότι κατά το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο η αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό (904επ ΑΚ) είναι επιβοηθητικής φύσεως και ασκείται μόνο όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, στην προκειμένη περίπτωση, η επικουρικώς σωρευομένη βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι απορριπτέα ως αόριστη, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη, γιατί δεν επικαλείται η ενάγουσα για την πληρότητα της εν λόγω βάσεως ακυρότητα της ένδικης συμβάσεως στην οποία στηρίζει την κύρια βάση της αγωγής (ΟλΑΠ 23/2003, ΑΠ 390/2011, ΑΠ 766/2014, κ.α. – “Νόμος”), απορριπτομένου ως αβάσιμου του πέμπτου  λόγου εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται τα αντίθετα.     Δ) Ως προς την επικουρική βάση της αγωγής, με την οποία επιχειρεί η ενάγουσα να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της εναγομένης ως κυρίας του πλοίου και με υπεγγυότητα αυτού μέχρι την αξία του για οφειλές συνδεόμενες με την οικονομική εκμετάλλευσή του, δηλαδή εκ του εφοπλισμού, ενόψει του ότι η ευθύνη αυτή αποτελεί, στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, εξωσυμβατική ενοχή της οποίας το στήριγμα αναζητείται ευθέως στο νόμο και ο πραγματοπαγής χαρακτήρας που της δίδεται, δηλαδή η ευθύνη του κυρίου του πλοίου με το συγκεκριμένο αυτό περιουσιακό στοιχείο, δεν αναιρεί τον ενοχικό χαρακτήρα της, το δε περιεχόμενό της προσδιορίζεται από το περιεχόμενο της συμβατικής απαιτήσεως, εφαρμοστέο είναι επίσης το ελληνικό δίκαιο, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδαφ β` ΑΚ και του άρθρου 4 §4 του ανωτέρω 593/2008 Κανονισμού, ως το δίκαιο της χώρας που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και με την οποία συνδέεται στενότερα η ενοχή, για τον ίδιο λόγο που αυτό συμβαίνει και στις ενοχές από σύμβαση, όταν αδρανήσει η βούληση των μερών (πρβλ. σχετ. Γ. Μαριδάκη Ιδ. Διεθνές Δίκαιο παρ. 35, σελ. 50, ΕΑ 10142/1981 ΝοΒ 30,679, ΕΑ 14059/1988 ΝοΒ 38,458, Εφ. Πειρ. 366/1998 ΕΝΔ 26,420). Τέτοιες δε ειδικές συνθήκες αποτελούν όχι μόνο η σημαία του πλοίου αλλά και η έδρα των εμπλεκόμενων μερών και ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης των παραγωγικών της ευθύνης δικαιοπραξιών (τα οποία, στην προεκειμένη περίπτωση, είναι στην Ελλάδα), όπως επίσης και η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία του κυρίου του πλοίου και του εφοπλιστή, περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης πολιτείας (ΑΠ 384/2005 ΕΕμπΔ 2005.375, ΕφΠειρ 262/2012 – “Νόμος”). Επομένως, έσφαλε η εκκαλουμένη που ως προς την ανωτέρω βάση απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας, δεκτού γενομένου ως βάσιμου του πρώτου λόγου εφέσεως. Σύμφωνα λοιπόν με το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο, δηλαδή το άρθρο 106εδ. β΄ΚΙΝΔ,  η ανωτέρω επικουρική βάση της αγωγής παρίσταται μη νόμιμη  διότι η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η εναγομένη είναι πλοιοκτήτρια του πλοίου και όχι κυρία που έχει παραχωρήσει την οικονομική του εκμετάλλευση σε άλλον (εφοπλιστή), προκειμένου δε να θεμελιωθεί ευθύνη του κυρίου του πλοίου εκ του εφοπλισμού δια του πλοίου και εως την αξία του, κατ’ άρθρο 106 εδ. β΄ ΚΙΝΔ, πρέπει να υφίσταται εφοπλισμός, όμως, στην ένδικη αγωγή δεν αναφέρονται περιστατικά εφοπλισμού του πλοίου αλλ΄ η εναγομένη ενάγεται ως πλοιοκτήτρια αυτού (βλ. για τη διάκριση μεταξύ των ανωτέρω εννοιών ΑΠ 1988/2014 – “Νόμος”).   Επομένως, η ανωτέρω επικουρική βάση της αγωγής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, κατ΄εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του  ελληνικού δικαίου.

ΙV. Από τις διατάξεις των άρθρ. 65, 67, 68, 70, 211, 216, 229, 232 και 713 του ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να καταρτίστηκε είτε από το όργανο που το διοικεί και ενήργησε μέσα στα όρια της εξουσίας του, όπως αυτή προσδιορίζεται από τη συστατική πράξη ή το καταστατικό του νομικού προσώπου, είτε από άλλο ή άλλα πρόσωπα, στα οποία, κατά πρόβλεψη της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του νομικού προσώπου, παρασχέθηκε σχετική εξουσία από το όργανο που το διοικεί (ΑΠ 1172/2008). Κατά την έννοια αυτή, η εκπροσώπηση του νομικού προσώπου και η διαχείριση της περιουσίας του έχει μεν οργανικό χαρακτήρα, εφόσον ασκείται από τα καταστατικά όργανα διοίκησης αυτού ή από υποκατάστατα πρόσωπα, τα οποία εκφράζουν και αυτά πρωτογενώς τη βούληση του νομικού προσώπου, ως όργανα της διοίκησής του, αντλώντας την εξουσία τους από το νόμο και το καταστατικό του ή αναλόγως τη συστατική του πράξη, όμως δεν εμποδίζονται τα όργανα διοίκησης του νομικού προσώπου, καταστατικά ή υποκατάστατα, να αναθέσουν με απόφασή τους, που μπορεί να συνάγεται και ερμηνευτικώς, κατά τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ, την εκτέλεση συγκεκριμένων πράξεων σε άλλα πρόσωπα, για να ενεργήσουν στο όνομα ή για λογαριασμό του νομικού προσώπου ως άμεσοι αντιπρόσωποί του ή ανάλογα ως εντολοδόχοι του (έμμεσοι αντιπρόσωποι). Μάλιστα τα πρόσωπα αυτά θεωρούνται ότι ενεργούν ως άμεσοι αντιπρόσωποι του νομικού προσώπου κατά την κατάρτιση δικαιοπραξίας, όταν η εξωτερίκευση της δράσης τους, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από το κοινό, παρέχει την εντύπωση, σύμφωνα με τα κριτήρια που διαμορφώνονται στις συναλλαγές ως προς το είδος της δραστηριότητας του νομικού προσώπου, ότι με απόφαση των διοικητικών οργάνων του ή των υποκατάστατων οργάνων της διοίκησής της ή έστω με την ανοχή τους ανατέθηκε στα ως άνω πρόσωπα ο κύκλος των ενεργειών, που περιλαμβάνει και τη δικαιοπραξία στην οποία συνέπραξαν (πρβλ. ΑΠ 1324/2014, ΑΠ 1363/2011, ΑΠ 470/2006). Η υποκατάσταση αυτή στις εξουσίες του Δ.Σ. διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και εντολής που προβλέπονται στα άρθρα 216 επ. και 713 επ. Α.Κ., καθόσον τόσον ο πληρεξούσιος, όσο και ο εντολοδόχος δεν αποτελούν όργανα που εκφράζουν τη βούληση του νομικού προσώπου της εταιρείας, αλλά ενεργούν, ως αντιπρόσωποι, πράξεις που αποφασίστηκαν από το διοικητικό συμβούλιο ή το υποκατάστατο όργανο.  Η οργανική εκπροσώπηση βέβαια της εταιρείας, κατά το άρθρο 18 παρ. 2 του ν. 2190/1920 γενικά ή για την ενέργεια συγκεκριμένου είδους πράξεων, καθ` υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου αυτής, διαφέρει από την αντιπροσώπευση της, κατά το άρθρο 211 ΑΚ (κατόπιν πληρεξουσιότητας ή εντολής) για την ενέργεια συγκεκριμένης πράξεως ή είδους πράξεων, αφού κατά την οργανική εκπροσώπηση η βούληση της εταιρείας εκφράζεται πρωτογενώς (Α.Π. 1363/2011, Α.Π. 470/2006, 1659/2005, ΑΠ 148/2013). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 221 και 224 του ΑΚ προκύπτει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, μολονότι δεν υπάρχει πληρεξουσιότητα, εν τούτοις κρίνεται άξια προστασίας η εμπιστοσύνη του τρίτου στην ύπαρξή της. Με βάση τις διατάξεις αυτές και την αρχή της εμπιστοσύνης, διαπλάστηκε η έννοια της “φαινομένης πληρεξουσιότητας”. Πρόκειται για την περίπτωση που ο αντιπροσωπευόμενος δεν παρέσχε πληρεξουσιότητα ή την είχε παράσχει μεν κατά το παρελθόν, στην συνέχεια, όμως, την ανακάλεσε και ούτε ανέχθηκε, ούτε γνώριζε τη συμπεριφορά του φερομένου “αντιπροσώπου” του, αλλά θα μπορούσε να τη γνωρίζει και να την είχε εμποδίσει, αν επιδείκνυε την επιβαλλόμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, ενώ, από την άλλη πλευρά, ο συναλλαχθείς τρίτος δικαιούται, με βάση την καλή πίστη και τις αντιλήψεις των συναλλαγών, να πιστέψει ευλόγως ότι στον εμφανιζόμενο, ως αντιπρόσωπο, έχει παρασχεθεί πληρεξουσιότητα. Γι’ αυτό, όμως, απαιτείται διαρκής επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά του φερομένου “αντιπροσώπου” και καλή πίστη στο πρόσωπο του τρίτου που συναλλάχθηκε. Ο τελευταίος δεν προστατεύεται, αν γνώριζε την έλλειψη της πληρεξουσιότητας ή την αγνοούσε από αμέλειά του. Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, καταλογίζεται στον “αντιπροσωπευόμενο” ότι με τη συμπεριφορά του δημιούργησε στους τρίτους την εύλογη πεποίθηση για την ύπαρξη πληρεξουσιότητας και αν πρόκειται για σύμβαση, αυτή θεωρείται καταρτισμένη, διά μέσου του “κατά φαινόμενο πληρεξουσίου”. Ο τρίτος που συναλλάχθηκε έχει στην περίπτωση αυτή κατά του αντιπροσωπευομένου τις αξιώσεις που πηγάζουν από τέτοια σύμβαση (ΑΠ 6833/2015, ΑΠ 274/2013, ΑΠ 1659/2005, ΑΠ 939/2004, ΑΠ 1187/2000 -”Νόμος”). Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η ένδικη αγωγή, ως προς την κύρια βάση της, ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 211, 216, 291 (σε συνδ. με το άρθρο 1 του ν. 740/1977, εφόσον πρόκειται για διεθνή συναλλαγή που αφορά την εκμετάλλευση πλοίου, έτσι ώστε να τυγχάνει νόμιμη η συνομολόγησή της σε αλλοδαπό νόμισμα), 292, 293, 294, 341 εδ. α΄, 345 εδ. α΄, 361 , 513 επ. ΑΚ και 84 εδ. α΄ Κ.Ι.Ν.Δ,  πλην του αιτήματος περί επιδικάσεως τόκων υπερημερίας με μηνιαίο επιτόκιο 2% (ήτοι 24% ετησίως), το οποίο είναι μη νόμιμο κατά το μέρος που  υπερβαίνει το ανώτατο ποσοστό του τόκου υπερημερίας, όπως αυτό ορίσθηκε με τις σχετικές αποφάσεις του Δ.Σ. της Ε.Κ.Τ. κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (άρθρο 3 παρ. 2 ν. 2842/2000) και το οποίο ανερχόταν συγκεκριμένα από 10-9-2014 έως 15-3-2016 σε ποσοστό 7,3% ετησίως και από 16-3-2016 και εντεύθεν σε ποσοστό 7,25% ετησίως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174, 293, 294 του ΑΚ και 109 του ΕισΝΑΚ, κατά τις οποίες κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το υπερβάλλον, η δε περί ανώτατου θεμιτού ορίου τόκου ως άνω διάταξη είναι δημοσίας τάξεως και κάθε αντικείμενη προς αυτή συμφωνία είναι άκυρη και δεν μπορεί να καλυφθεί με αναγνώριση του υπόχρεου ή έμπρακτη καταβολή (ΕφΑθ 6029/1999 ΕλλΔνη 1999. 1625, ΕφΘεσσαλ. 1762/2012 – “Νόμος” , ΣΕΑΚ Α. Γεωργιάδη, υπό το  αρθ 294 αρ. 1), όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη, απορριπτομένου ως αβάσιμου του έκτου λόγου εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για το αντίθετο.

  1. V. Από την εκτίμηση όλων, ανεξαιρέτως, των μετ΄επικλήσεως προσκομιζόμενων από αμφότερα τα διάδικα μέρη εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς, μόνο, γίνεται μνεία κατωτέρω, καθώς και της μετ’ επικλήσεως επαναπροσκομιζομένης από την εναγομένη υπ΄αριθ. ………../14.5.2018 ενόρκου βεβαιώσεως ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, της οποίας προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. υπ’ αριθ. …/7.5.2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ………..), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα  είναι ελληνική ανώνυμη εταιρεία εμπορίας πετρελαιοειδών και ιδίως ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων, κατέχουσα τις προβλεπόμενες από την ελληνική νομοθεσία άδειες φορολογικής αποθήκης, εγκεκριμένου αποθηκευτή,  εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων κατηγορίας Ε και  εμπορίας αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων κατηγορίας Β1. Η εναγομένη , ιταλική εταιρεία με την επωνυμία “………..” , αποτελεί όμιλο εταιρειών στον οποίο ανήκει η εταιρεία με την επωνυμία “……….”, όπως μετονομάστηκε, το έτος 2016, η εταιρεία με την επωνυμία “……………”. H τελευταία αυτή εταιρεία, το έτος 2013, δυνάμει του από  6.2013 συμφωνητικού χρονοναυλώσεως , που συνήψε με την εταιρεία “……….”, κυρίας του υπό σημαία Μάλτας πλοίου με την ονομασία EI, με αριθμό ΙΜΟ ……….., τύπου Rο-Rο/Container Carrier, νηολογίου Βαλέττας, Μάλτας, ναύλωσε το ανωτέρω πλοίο για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών. Σύμφωνα με τον όρο 6 του ναυλοσυμφώνου, η κυρία υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να διατηρεί το πλοίο αξιόπλοο, στην κλάση του, και να διορίζει τους αξιωματικούς και το πλήρωμα βαρυνόμενη με την πληρωμή των μισθών τους, σύμφωνα δε με τον όρο 6, η  ναυλώτρια να βαρύνεται, μεταξύ άλλων, με την πληρωμή των καυσίμων. Σύμφωνα με τον όρο  8 του ανωτέρω ναυλοσυμφώνου, ο πλοίαρχος , αν και διορίζεται από την κυρία, λαμβάνει οδηγίες σχετικά με τα καθήκοντά του από την ναυλώτρια, η οποία διεξάγει την όλη διαχείριση του φορτίου, συμπεριλαμβανομένης της φόρτωσης, της στοιβασίας, της πρόσδεσης, της στερέωσης κλπ, πράγμα που σημαίνει ότι την οικονομική εκμετάλλευση του ανωτέρω πλοίου είχε η χρονοναυλώτρια, δηλαδή, σε αυτήν ανήκε ο εφοπλισμός το πλοίου, η δε  εκναυλώτρια διατήρησε την ιδιότητα της κυρίας, μόνο, και δεν ήταν πλοικτήτρια (ΑΠ 777/2015- “Νόμος”). Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι στις 30.10.2014, υπάλληλος του γραφείου Πειραιώς της εδρεύουσας στη Μάλτα, μη διαδίκου, εταιρείας με την επωνυμία “………” , επικοινώνησε με την ενάγουσα και ζήτησε από  αυτή έγγραφη προσφορά για την τιμή πώλησης 350 μετρικών τόνων ναυτιλιακών καυσίμων τύπου IFO 380 CST  και 20 μετρικών τόνων ναυτιλιακού καυσίμου MARINE GAS OIL 0,1%, τα οποία προορίζονταν για τον ανεφοδιασμό σε καύσιμα του  προαναφερόμενου πλοίου. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι το παρόν Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αυτεπαγγέλτως, κατ΄άρθρο 336 παρ. 2 ΚΠολΔ, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία γνωρίζει από προηγούμενες δικαστικές ενέργειές του: Η προαναφερόμενη εταιρεία  “………” ήταν μέλος του ομίλου εταιρειών της δανέζικης εταιρείας “………….”, η οποία υπήρξε ο μεγαλύτερος διεθνής έμπορος ναυτιλιακών καυσίμων  μέχρι την πτώχευσή της, το Νοέμβριο του 2014. Στον όμιλο αυτό ανήκε πλήθος εταιρειών, που έδρα είχαν σε διάφορες χώρες και ανελάμβαναν την υποχρέωση να εφοδιάζουν, σε εκτέλεση συμβάσεων πωλήσεως, πλοία με καύσιμα, τα οποία είχαν προηγουμένως αγοράσει από άλλους, κατά τόπους προμηθευτές ναυτιλιακών καυσίμων, που είχαν θέση βοηθού εκπληρώσεως. Η εμπορική αυτή συνεργασία συνίστατο κάθε φορά στην αγορά εκ μέρους μίας από τις εταιρείες του εν λόγω ομίλου από τους κατά τόπους προμηθευτές-πωλητές (όπως εν προκειμένω από την ενάγουσα) ορισμένης ποσότητας καυσίμων, αντί συμφωνημένου τιμήματος, καταβλητέου εντός συγκεκριμένης προθεσμίας από την παράδοσή τους. Τα καύσιμα, στα οποία εκάστη σύμβαση αφορούσε, ήταν  πάντοτε παραδοτέα από την εκάστοτε πωλήτρια (τοπική προμηθεύτρια) σε συγκεκριμένη ημερομηνία, σε συγκεκριμένο λιμένα, και σε συγκεκριμένο πλοίο, και στο μεσοδιάστημα μεταπωλούντο από την εκάστοτε αντισυμβαλλομένη της εταιρεία του ανωτέρω ομίλου – αγοράστρια αυτών στον πλοιοκτήτη, εφοπλιστή, ναυλωτή, ή στον καθ’οιονδήποτε τρόπο εκμεταλλευόμενο το εν λόγω πλοίο, για τον ανεφοδιασμό του οποίου προορίζονταν τα αγορασθέντα καύσιμα. Περαιτέρω, αποδεικνύεται στην προκειμένη περίπτωση ότι στη συνέχεια του ανωτέρω αιτήματος προσφοράς, η ενάγουσα απέστειλε στην “…………..” , την από 30.10.2014 έγγραφη προσφορά της, επέχουσα θέση προτάσεως για κατάρτιση ενοχικής συμβάσεως (185 ΑΚ) , την οποία αποδέχθηκε η τελευταία αποστέλλοντας στην ενάγουσα αυθημερόν την από 30.10.2014  έγγραφη επιβεβαίωση εντολής αγοράς των ανωτέρω καυσίμων, η οποία επιβεβαιώθηκε αυθημερόν με την έγγραφη επιβεβαίωση εκ μέρους της ενάγουσας για την πώληση των ανωτέρω καυσίμων. Στη συνέχεια, ο πράκτορας του πλοίου στην Ελλάδα, εταιρεία …..,  ενημέρωσε την ενάγουσα για την άφιξη και τη θέση του πλοίου στον Πειραιά κι επιμελήθηκε των λοιπών διαδικασιών προς τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να γίνει η πετρέλευση του ανωτέρω πλοίου, στο οποίο η ενάγουσα απέστειλε, στις 4.11.2014,  τα πωληθέντα καύσιμα με το δεξαμενόπλοιό της “Μ.” κι εξέδωσε τα αντίστοιχα τιμολόγια-δελτία αποστολής, τα οποία υπέγραψε ο Α’ Μηχανικός του πλοίου, καθώς και το υπ΄αριθ. ………….7.11.2014 τιμολόγιο, συνολικού ποσού 144.145,92 ευρώ,  Στην επιβεβαίωση πωλήσεως αλλά και στο τιμολόγιο, στη θέση του αγοραστή αναφέρονται τόσο οι πλοιοκτήτες/ναυλωτές/διαχειριστές του εν λόγω πλοίου όσο και η προαναφερόμενη εταιρεία ………….  Ωστόσο, μόνη η ανωτέρω καταγραφή στο ένδικο τιμολόγιο δεν αρκεί για να αποδείξει  ότι υπάρχει συμβατικός δεσμός  της ενάγουσας με την εναγομένη από την ένδικη σύμβαση πωλήσεως καθώς και ότι η εναγομένη αντιπροσωπεύτηκε ή αποδέχθηκε ή ενέκρινε τη σύμβαση αγοραπωλησίας ναυτιλιακών καυσίμων που συνήφθη κατά τα ανωτέρω μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας με την επωνυμία «………….. ». Ειδικότερα, δεν υπάρχει καμία απόδειξη περί του ότι η τελευταία, κατά την κατάρτιση της ένδικης πωλήσεως, ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, μόνη δε η έκδοση του προαναφερθέντος  τιμολογίου πωλήσεως της ενάγουσας με αναφορά σε αυτό ως υπόχρεων και των κυρίων, πλοιοκτητών και ναυλωτών του πλοίου,  και μάλιστα χωρίς να κατονομάζονται αυτοί, μονομερώς και χωρίς γνώση της εναγομένης, δεν αποτελεί απόδειξη περί του αντιθέτου και δεν δεσμεύει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την τελευταία. Κατά τη διεθνώς ακολουθούμενη πρακτική οι πλοιοκτήτριες ή οι διαχειρίστριες των πλοίων ή οι ναυλωτές, για να εφοδιάσουν τα πλοία των πρώτων με καύσιμα συνάπτουν συμβάσεις αγοραπωλησίας με εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών, οι οποίες ονομάζονται bunker traders  και είναι μεταπωλητές  ενώ μόνο αυτή που βρίσκεται στην κορυφή της αλυσίδας συνδέεται συμβατικά με σχέση πωλήσεως με την πλοιοκτήτρια ή τη ναυλώτρια  και σε κάποιες περιπτώσεις κάποιος μεταπωλητής παραδίδει τα καύσιμα ως βοηθός εκπληρώσεως  (physical supplier) και για λογαριασμό  της εταιρείας που συμβάλλεται με την πλοιοκτήτρια ή ναυλώτρια ως τελική μεταπωλήτρια. Σημειωτέον ότι η σύναψη αυτή των διαδοχικών συμβάσεων είναι καθόλα επιτρεπτή σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 6 ν. 3054/2002, στο οποίο ορίζεται ότι «Κατ΄ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάρτιση συμβάσεων πωλήσεως ναυτιλιακών καυσίμων είτε απευθείας με τον διαχειριζόμενο το πλοίο είτε με άλλο πρόσωπο που συνδέεται συμβατικά με αυτόν υπό την προϋπόθεση ότι η παράδοση των προϊόντων αυτών θα γίνεται στο πλοίο με ευθύνη και παραστατικά παράδοσης αποκλειστικά των κατόχων άδειας εμπορίας, οι οποίοι θα εκδίδουν τα παραστατικά πώλησης προς τον διαχειριζόμενο το πλοίο ή τον συνδεόμενο συμβατικά με αυτόν». Αποδεικνύεται επομένως ότι δεν υπάρχει συμβατικός δεσμός  της ενάγουσας με την εναγομένη από την ένδικη σύμβαση πωλήσεως καθώς και ότι η εναγομένη ουδέποτε αντιπροσωπεύτηκε ή αποδέχθηκε ή ενέκρινε τη σύμβαση αγοραπωλησίας ναυτιλιακών καυσίμων που συνήφθη κατά τα ανωτέρω μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας με την επωνυμία «……………».  Εξάλλου, η εναγομένη, όπως προαναφέρεται, δεν ήταν κυρία ούτε πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου, ιδιότητες με τις οποίες ενάγεται με την υπό κρίση αγωγή αλλά ούτε και εφοπλίστρια ή ναυλώτρια του ανωτέρω πλοίου αφού χρονοναυλώτρια αυτού ήταν η προαναφερόμενη θυγατρική της εναγομένης εταιρεία. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η εδρεύουσα στον Πειραιά εταιρεία με τον διακριτικό τίτλο «…………», ναυτική πράκτορας του ένδικου πλοίου, υπέβαλε τη σχετική με τον ως άνω εφοδιασμό του πλοίου  αίτηση πετρέλευσης,  καθόσον η προεκτιθέμενη ενέργεια του ναυτικού πράκτορα έλαβε χώρα στα πλαίσια των αναγκαίων διατυπώσεων σχετικά με την προσέγγιση του εν λόγω πλοίου στον Πειραιά και τον εφοδιασμό του με καύσιμα και προκειμένου να τηρηθούν οι τελωνειακές διατυπώσεις και όχι προς το σκοπό κατάρτισης δικαιοπραξίας στο όνομα και για λογαριασμό της εναγομένης. Δεν αναιρείται η ανωτέρω κρίση ούτε από το γεγονός ότι τα ένδικα  δελτία αποστολής υπέγραψε ο πρώτος μηχανικός του πλοίου, γιατί  ο  Α’ μηχανικός έχει αρμοδιότητα να υπογράφει τα δελτία αποστολής μόνο όσον αφορά στην υλική πράξη της παραλαβής των καυσίμων και την διαπίστωση της συμφωνηθείσας ποσότητας και ποιότητας αυτών που παραλαμβάνονται, χωρίς να έχει την εξουσιοδότηση να αναλαμβάνει για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας ή ναυλώτριας την ανάληψη συμβατικής υποχρεώσεως. Η υπογραφή των εν λόγω δελτίων αποστολής από τον Α’ Μηχανικό δεν έχει ως έννομη συνέπεια την ανάληψη από την εναγομένη  αυτοτελούς συμβατικής υποχρεώσεως έναντι της ενάγουσας για την πληρωμή του τιμήματος των πωληθέντων και παραδοθέντων ναυτιλιακών καυσίμων.  Σε κάθε περίπτωση, δεν αποδεικνύεται ότι ο Α΄μηχανικός ενήργησε κατά την ανωτέρω υπογραφή ως αντιπρόσωπος της εναγομένης ούτε ως εξουσιοδοτημένο από αυτή πρόσωπο για την ανάληψη υποχρεώσεως καταβολής του ένδικου τιμήματος αλλά ενήργησε μόνο στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του για την παραλαβή των καυσίμων. Περαιτέρω, δεν αποδεικνύεται βάσιμος ο αγωγικός ισχυρισμός ότι κατά το χρόνο που έγινε η παραγγελία του καυσίμου και πριν αυτό παραδοθεί, η ενάγουσα είχε καταστήσει γνωστούς στην εναγομένη τους γενικούς όρους των πωλήσεών της μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ρητή μνεία ότι η εναγομένη είναι συνυπόχρεη για την καταβολή του οφειλομένου τιμήματος.  Σε κάθε περίπτωση η σύμβαση που συνήψε η ενάγουσα με την «. ……..» δεν αφορά και κυρίως δεν δεσμεύει την  εναγομένη χωρίς δική της διαπραγμάτευση ως προς τους όρους της διακριτής αυτής σύμβασης, στην οποία η εναγομένη δεν υπήρξε αντισυμβαλλόμενη. Επίσης δεν αποδεικνύεται ότι οι διάδικοι μεταξύ τους ή  η αντισυμβαλλομένη της ενάγουσας «. …….» με την εναγομένη είχαν προβεί μεταξύ τους σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, συνεννόηση ή συμφωνία ή εκπροσώπηση της μιας από την άλλη, ώστε η εναγομένη να γνωρίζει τους όρους πωλήσεως και εν γένει συναλλαγών της ενάγουσας, ούτε είχε οιονδήποτε λόγο να τους γνωρίζει ούτε και ετέθησαν σε γνώση της  πριν την παραλαβή των καυσίμων. Ακολούθως, δεν αποδείχθηκε ότι η αντισυμβαλλομένη της ενάγουσας στην ένδικη σύμβαση πωλήσεως, δηλαδή η  «………..», κατά την κατάρτιση αυτής ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, ώστε να επέρχονται τα αποτελέσματα της συμβάσεως αμέσως υπέρ και κατά αυτής (εναγομένης).   Τέλος, ουδόλως απεδείχθη ότι η …………… ενήργησε ως μεσίτης ναυτιλιακών καυσίμων κι όχι ως αγοράστρια και μεταπωλήτρια, όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο εφέσεως, επικαλούμενη, για να στηρίξει τον ισχυρισμό της αυτόν, ότι η ……… δεν είχε άδεια εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων στην Ελλάδα. Ο ισχυρισμός αυτός όσον αφορά την …………. τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος και αντίθετος στα άρθρα 6 παρ. 9 και 4 παρ 1, 16 και 17  Ν. 3054/2002, καθώς απεδείχθη ότι η ως άνω εταιρεία νόμιμα πώλησε καύσιμα με βοηθό εκπληρώσεως την ενάγουσα που είναι εφοδιασμένη με τη σχετική άδεια, ενώ σε κάθε περίπτωση ακόμη κι αν η ………….. είχε πωλήσει καύσιμα στην αγοράστρια-χρονοναυλώτρια του πλοίου- κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας,  τυχόν ακυρότητα της συμβάσεως πωλήσεως μεταξύ αυτής και της χρονοναυλώτριας δεν θα καθιστούσε την ενάγουσα αντισυμβαλλόμενη της εναγομένης. Όσον αφορά δε στην  πράκτορα εταιρεία αυτή καμία συμμετοχή δεν είχε στην κατάρτιση της ένδικης συμβάσεως, παρά μόνο διεκπεραίωσε τις διατυπώσεις που απαιτούντο για να καταστεί δυνατή η  παραλαβή των καυσίμων και δεν είχε πληρεξουσιότητα ή εντολή ο πράκτορας να συνάψει για λογαριασμό της εναγομένης οποιαδήποτε σύμβαση μεταξύ αυτής και της ενάγουσας. Επομένως, στο μέτρο που η αγωγή εδράζεται στις διατάξεις περί αντιπροσωπεύσεως πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη. Ακόμη όμως κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η …………. ήταν μεσίτης καυσίμων, στην προκειμένη περίπτωση δεν ενήργησε ως μεσίτης αφού οι ενέργειές της δεν περιορίστηκαν στο να υποδείξει στην ενάγουσα ή στην εναγομένη ευκαιρία για σύναψη συμβάσεως  (εν προκειμένω αγοραπωλησίας καυσίμων), όπως συμβαίνει στη σύμβαση μεσιτείας (703 ΑΚ) αλλ’ αγόρασε η ίδια από την ενάγουσα τα ένδικα καύσιμα προς το σκοπό μεταπωλήσεως. Σε καμία δε περίπτωση ο μεσίτης δεν ενεργεί ως αντιπρόσωπος του ενδιαφέρομενου να καταρτίσει σύμβαση ούτε συμβάλλεται για λογαριασμό του παρά μόνο εάν έχει ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα, οπότε εφαρμοστέες είναι οι περί πληρεξουσιότητας και αντιπροσωπεύσεως διατάξεις και όχι αυτές τις μεσιτείας. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα,  απορριπτέοι ως αβάσιμοι κρίνονται και οι λοιποί λόγοι (δεύτερος, τρίτος  και τέταρτος) εφέσεως, με τους οποίους η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η …… ενήργησε στην ένδικη πώληση ως  αντιπρόσωπος της εναγομένης, ως μεσίτρια και ότι τα ένδικα δελτία αποστολής που υπεγράφησαν από τον Α’ Μηχανικό δεσμεύουν την εναγομένη γιατί αυτός ενήργησε ως εκπρόσωπός της. Δεν έσφαλε επομένως η εκκαλουμένη, που απέρριψε ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη την αγωγή ως προς τη βάση της από ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης. ‘Εσφαλε, όμως, που καταδίκασε την ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη της εναγομένης ύψους 3.650 ευρώ, γιατί έπρεπε να συμψηφίσει αυτή λόγω του ότι οι εφαρμοστέοι κανόνες δικαίου ήταν δυσερμήνευτοι, όπως βασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον έβδομο (τελευταίο) λόγο εφέσεως.
  2. VI. Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη κατ΄αποδοχή του πρώτου και του έβδομου λόγων εφέσεως, απορριπτομένων των λοιπών ως αβάσιμων και να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου (495 ΚΠολΔ). Στη συνέχεια, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της κι αφού κρατηθεί και δικασθεί η αγωγή, να απορριφθεί αυτή καθ’ ολοκληρία, σύμφωνα με τις διακρίσεις που ανωτέρω αναφέρονται. Τέλος, η δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων λόγω του ότι οι εφαρμοστέοι κανόνες δικαίου ήταν δυσερμήνευτοι (179, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση.

-Διατάζει την επιστροφή στην  εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου με κωδικό …..

Εξαφανίζει την υπ΄αριθ. 729/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-Κρατεί και δικάζει την από 23.9.2015 (ΓΑΚ …/2015, ΑΚ …../2015) αγωγή.

-Απορρίπτει την αγωγή.

-Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

–Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις    15 Μαΐου  2020.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ