Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 374/2020

Αριθμός       374  /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 22-10-2014 (με αριθμ. κατάθ. ΓΑΚ…../2015 και ΕΑΚ …./2015) έφεση της …………., ενεργούσας ατομικά και ως ασκούσας την γονική μέριμνα των δύο ανηλίκων τέκνων της, α)……….. και β)…………,  ηττηθείσης παρεμπιπτόντως εναγόμενης της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ασκηθείσας, με αριθμ. κατάθ. 4295/2013 παρεμπίπτουσας αγωγής της εδρεύουσας στον Πειραιά και νόμιμα εκπροσωπούμενης, ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», έφεση, που στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 2582/2014 οριστικής απόφασης του ως άνω πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε αντιμωλία όλων των διαδίκων, πλην της ήδη, εκκαλούσας-παρεμπιπτόντως ενάγουσας, που δικάστηκε ερήμην, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητο (άρθρο 681Α σε συνδ. με τα άρθρα 666, 667 και 670-676 ΚΠολΔ).Η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1   του ΚΠολΔ), αρμοδίως, δε, φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011). Σημειώνεται, ότι έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο, εκ ποσού διακοσίων (200) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος την 2-4-2012). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Επειδή από τις 11 Ιανουαρίου 2009 άρχισε να εφαρμόζεται και στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και σε όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλην της Δανίας, ο Κανονισμός 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ). Με τον Κανονισμό αυτόν ο κοινοτικός νομοθέτης ορίζει ότι επί των εξωσυμβατικών ενοχών το εφαρμοστέο δίκαιο δεν θα είναι πλέον το δίκαιο του τόπου όπου διαπράχθηκε το αδίκημα (lex loci delicti commissi), του άρθρου 26 του ΑΚ, αλλά κατ’αρχήν το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η άμεση ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία συνέβη το ζημιογόνο γεγονός ή των χωρών στις οποίες το γεγονός αυτό παράγει έμμεσα αποτελέσματα (άρθρο 4 παρ. 1 του Κανονισμού). Με τη ρύθμιση αυτή επέρχεται μία ριζοσπαστική καινοτομία και εγκαταλείπεται η αρχή “lex loci delicti commissi”, η οποία εφαρμοζόταν κατά τρόπο πάγιο μέχρι σήμερα από το σύνολο σχεδόν των κρατών-μελών, όπως τονίζεται και στην παράγραφο 15 του προοιμίου εκτιμήσεων του εν λόγω Κανονισμού.

Με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 προσδιορίζεται το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού. Με την εν λόγω διάταξη ορίζεται ότι «ο παρών Κανονισμός εφαρμόζεται στις εξωσυμβατικές ενοχές αστικού και εμπορικού δικαίου, σε περίπτωση που περιλαμβάνουν σύγκρουση δικαίων. Δεν εφαρμόζεται ιδίως σε φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ούτε στην ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας («acta jure imperii»).  Από τη διατύπωση αυτής της διάταξης προκύπτει με σαφήνεια ότι το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού προσδιορίζεται και οριοθετείται από τα ακόλουθα δύο στοιχεία: 1) Πρέπει να υπάρχει κατ’αρχήν εξωσυμβατική ενοχή του αστικού ή του εμπορικού δικαίου και 2) στις ενοχές αυτές να ενυπάρχει το στοιχείο της σύγκρουσης δικαίων. Η έννοια της εξωσυμβατικής ενοχής δεν προσδιορίζεται στον Κανονισμό και χρειάζεται επομένως ιδιαίτερη ερμηνευτική προσέγγιση. Τόσο στο προοίμιο εκτιμήσεων του Κανονισμού (αριθ. 11) όσο και στην πρόταση της Επιτροπής (αριθ. 1.2.) τονίζεται ότι η έννοια της εξωσυμβατικής ενοχής ποικίλλει σε διάφορα κράτη μέλη. Επομένως και για τους σκοπούς του Κανονισμού οι εξωσυμβατικές ενοχές πρέπει να νοηθούν ως αυτοτελής έννοια, το περιεχόμενο της οποίας αφέθηκε να προσδιοριστεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ). Δεδομένου ότι η έννοια αυτή εμπεριέχεται τόσο στη σύμβαση της Ρώμης όσο και στον Κανονισμό «Βρυξέλλες Ι», δηλαδή τον Κανονισμό 44/2001 (άρθρο 5 παρ. 3), το ΔΕΚ έχει ήδη διαμορφώσει την ακόλουθη νομολογιακή θέση για τον προσδιορισμό αυτής της έννοιας: Στις εξωσυμβατικές ενοχές περιλαμβάνονται κατ’αρχήν εκείνες που ως γενεσιουργό γεγονός έχουν την αδικοπραξία. Παράλληλα, όμως, στην έννοια αυτή εμπίπτουν και οι αξιώσεις, οι οποίες απορρέουν από «οιονεί αδικοπραξία» και περιλαμβάνουν κυρίως τις αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, τη διοίκηση αλλοτρίων και την προσυμβατική ευθύνη. Άλλωστε το πλάτος της έννοιας της εξωσυμβατικής ενοχής, όπως αυτή προσδιορίζεται πάρα πάνω, ρητά καθορίζεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Κανονισμού. Επομένως, από τις διατάξεις του Κανονισμού ρυθμίζεται και το εφαρμοστέο δίκαιο επί τροχαίων ατυχημάτων, τα οποία ως γενεσιουργό αιτία έχουν την αδικοπρακτική συμπεριφορά εκείνου ο οποίος προκάλεσε τη ζημία. Η αδικοπραξία, εξάλλου, περιλαμβάνει οποιαδήποτε πράξη αντίκειται σε κείμενη διάταξη, δηλαδή είναι παράνομη, ανεξάρτητα αν αυτή θεμελιώνεται σε υποκειμενική (άρθρο 914 κ.επ. του ΑΚ) ή σε αντικειμενική ευθύνη του υποχρέου, όπως π.χ. στο νόμο ΓπΝ/1911. Στην ελληνική βιβλιογραφία και τη νομολογία υιοθετείται η πάγια θέση ότι η «αδικοπραξία ταυτίζεται εννοιολογικά με το αδίκημα», και ο όρος αυτός χρησιμοποιείται ταυτόσημα από τον έλληνα νομοθέτη τόσο στο εσωτερικό ουσιαστικό δίκαιο (αρθρ. 932 του ΑΚ) όσο και στις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (αρθρ. 26 ΑΚ).Με το άρθρο 3 του Κανονισμού αναγορεύεται το δίκαιο που καθορίζεται ως εφαρμοστέο από τον Κανονισμό ως δίκαιο καθολικής εφαρμογής, ανεξάρτητα από το εάν αυτό είναι το δίκαιο κράτους μέλους ή όχι. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ο «οικουμενικός χαρακτήρας» των διατάξεων του Κανονισμού, όπως τονίζεται και στην επικεφαλίδα αυτού του άρθρου και έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή μπορεί να οδηγήσει στην εφαρμογή όχι μόνο του δικαίου κράτους μέλους, αλλά και του δικαίου άλλου κράτους μη μέλους της Ένωσης. Έτσι π.χ. αν ο δικαστής κράτους- μέλους καλείται να κρίνει για ένα τροχαίο ατύχημα και τα αποδεικτικά στοιχεία που ορίζονται από τον Κανονισμό οδηγούν στην εφαρμογή του εθνικού δικαίου κράτους μη μέλους, ο δικαστής αυτός υποχρεούται να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο αυτού του κράτους. Συνέπεια αυτής της διάταξης είναι ότι αντικαθίσταται από τον Κανονισμό και σε όλο το πεδίο της ενδεχόμενης εφαρμογής του ολόκληρο το κεφάλαιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου των κρατών μελών που αφορά τις εξωσυμβατικές ενοχές.

Τον κορμό των διατάξεων οι οποίες ενδιαφέρουν ειδικώτερα τα τροχαία ατυχήματα αποτελούν εκείνες του άρθρου 4, με το οποίο ορίζεται το εφαρμοστέο επί των εξωσυμβατικών ενοχών δίκαιο, των άρθρων 2 και 15 με τα οποία καθορίζεται το πλάτος της έννοιας της ζημίας και το πλαίσιο των ρυθμίσεων που καταλαμβάνει το εφαρμοστέο δίκαιο, αντίστοιχα, το άρθρο 17, που εισάγει εμμέσως στοιχεία της lex loci delicti commissi στην αρχή της lex loci damni και των άρθρων 18 έως 20 που ρυθμίζουν το εφαρμοστέο δίκαιο επί της ευθείας αγωγής κατά του ασφαλιστή, επί της υποκατάστασης και επί της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, αντίστοιχα. Το άρθρο 4 αποτελεί το θεμέλιο των ρυθμίσεων του Κανονισμού, αφού με τις διατάξεις του προσδιορίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο επί των εξωσυμβατικών ενοχών. Ειδικώτερα στην πρώτη παράγραφο αυτού του άρθρου ορίζεται ότι επί εξωσυμβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της χώρας «στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα». Όπως προκύπτει από τη διάταξη αυτή ο κοινοτικός νομοθέτης θεσπίζει ως πρωταρχικό συνδετικό στοιχείο του εφαρμοστέου δικαίου την «άμεση ζημία». Με τη ρύθμιση αυτή εγκαταλείπεται πλέον η αρχή του άρθρου 26 του ΑΚ, η οποία ίσχυε μέχρι σήμερα και με την οποία αναγορευόταν ως συνδετικό στοιχείο επί αδικοπραξιών το δίκαιο του τόπου όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Η διάταξη αυτή δεν προσδιορίζει ευθέως την άμεση ζημία ως συνδετικό στοιχείο, αλλά αυτό συνάγεται από την ίδια τη διατύπωσή της, αφού αποκλείεται η εφαρμογή του δικαίου της χώρας ή των χωρών στις οποίες το ζημιογόνο γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα όπως επίσης και της χώρας στην οποία συνέβη το ζημιογόνο αυτό γεγονός. Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται και από το προοίμιο εκτιμήσεων του Κανονισμού, στο άρθρο 16 του οποίου ρητά αναφέρεται η «άμεση ζημία» (lex loci damni) η οποία αποτελεί και το συνδετικό στοιχείο του εφαρμοστέου δικαίου κατά την έννοια αυτής της διάταξης.

Η διάταξη αυτή, η οποία σύμφωνα με το άρθρο 17 του προοιμίου του Κανονισμού εφαρμόζεται τόσο για τη βλάβη της περιουσίας όσο και για τη βλάβη του προσώπου, θα έχει πολύ σημαντικές συνέπειες στις περιπτώσεις των τροχαίων ατυχημάτων με στοιχεία αλλοδαπότητας, τα οποία έχουν ως συνέπεια σωματική βλάβη των παθόντων ή θάνατο των εμπλεκόμενων προσώπων.

Με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Κανονισμού εισάγεται παρέκκλιση από την πάρα πάνω γενική αρχή που καθιερώνεται με τη διάταξη της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου. Η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι, αν ο φερόμενος ως υπαίτιος και ο ζημιωθείς έχουν κατά το χρόνο επελεύσεως της ζημίας την συνήθη διαμονή τους στην ίδια χώρα, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής. Εφ’όσον, δηλαδή, συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζει αυτή η διάταξη (κοινή συνήθης διαμονή) αυτή αποτελεί στην εν λόγω περίπτωση το συνδετικό στοιχείο, το οποίο και αποκλείει την «άμεση ζημία» ως συνδετικό στοιχείο της υπόθεσης. Ο Κανονισμός θεωρεί τη συνήθη διαμονή των φυσικών προσώπων ως πραγματικό γεγονός, το οποίο θα κριθεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από το δικαστήριο. Αυτό προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 23 αυτού, όπου προσδιορίζεται η έννοια της συνήθους διαμονής των εταιριών και άλλων ενώσεων νομικών προσώπων, υποκαταστημάτων και αντιπροσωπειών αυτών όπως επίσης και των φυσικών προσώπων τα οποία εμπλέκονται σε μία εξωσυμβατική ενοχή μόνο όμως όταν ενεργούν μέσα στα πλαίσια της επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Έτσι στην πρώτη περίπτωση των νομικών προσώπων ως συνήθης διαμονή τους νοείται ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η εταιρική τους διοίκηση, ενώ στην δεύτερη περίπτωση του φυσικού προσώπου ως συνήθης διαμονή νοείται ο τόπος στον οποίο το πρόσωπο αυτό έχει την κύρια επαγγελματική του εγκατάσταση. Δηλαδή στην πρώτη περίπτωση ο κοινοτικός νομοθέτης ακολουθεί τη θεωρία της εγκατάστασης και όχι εκείνη της ίδρυσης του νομικού προσώπου, ενώ στη δεύτερη περίπτωση επιλέγει αντί της κατοικίας την κύρια επαγγελματική εγκατάσταση. Από την ίδια τη διατύπωση αυτής της διάταξης απορρέει και η υποχρεωτική εφαρμογή της από τον δικαστή, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της, χωρίς να επαφίεται σε αυτόν η διακριτική ευχέρεια της εφαρμογής της ή όχι. Με την τρίτη παράγραφο του άρθρου 4 του Κανονισμού εισάγεται η αποκαλούμενη ρήτρα διαφυγής από τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 1 αυτού του άρθρου. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, ο δικαστής έχει την ευχέρεια να μην εφαρμόσει τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 αυτού του άρθρου, αλλά να οδηγηθεί στην εφαρμογή του δικαίου που ορίζεται από αυτή τη διάταξη και το οποίο είναι διαφορετικό από εκείνο που ορίζουν οι δύο προηγούμενες. Ως συνδετικό στοιχείο χρησιμοποιείται στη διάταξη αυτή ο προδήλως στενότερος δεσμός τον οποίο εμφανίζει η αδικοπραξία με χώρα άλλη από εκείνη που ορίζεται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού. Σύμφωνα με την ρητή διατύπωση αυτής της διάταξης η έρευνα της ύπαρξης του πάρα πάνω συνδετικού στοιχείου το οποίο καθορίζεται με αυτήν, προηγείται της έρευνας του συνδετικού στοιχείου που καθορίζεται από τις παραγράφους 2 (κοινή συνήθης διαμονή) και 1 (άμεση ζημία) του άρθρου 4. Αν λοιπόν ο δικαστής κρίνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής αυτής της διάταξης υποχρεούται να την εφαρμόσει, αποκλείοντας τα συνδετικά στοιχεία που ορίζονται από τις δύο άλλες παραγράφους αυτού του άρθρου. Η έρευνα της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής αυτής της διάταξης εναπόκειται στην κρίση του δικαστή, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του δεύτερου εδαφίου της τρίτης παραγράφου αυτού του άρθρου, όπου χρησιμοποιείται από τον κοινοτικό νομοθέτη η λέξη «μπορεί» και η οποία ακριβώς αφήνει περιθώρια διακριτικής ευχέρειας του εφαρμοστή του δικαίου18. Στη διάταξη αυτή εξειδικεύεται ενδεικτικά ο στενότερος αυτός δεσμός ο οποίος μπορεί να βασίζεται ιδίως σε προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ των μερών, όπως σύμβαση η οποία συνδέεται στενά με την εν λόγω αδικοπραξία. Κατόπιν των ανωτέρω, ο εφαρμοστής του δικαίου όταν έχει να αντιμετωπίσει ένα τροχαίο ατύχημα που φέρει στοιχεία αλλοδαπότητας και τις συνέπειές του θα πρέπει να προχωρήσει με τον ακόλουθο τρόπο: 1. Θα ελέγξει κατ’αρχήν αν τα μέρη έχουν συνάψει έγκυρη συμφωνία επιλογής δικαίου για το συγκεκριμένο ατύχημα, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κανονισμού, οπότε εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που έχει επιλεγεί από αυτούς. 2. Αν διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, θα ελέγξει αν τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν την συνήθη διαμονή τους κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας στην ίδια χώρα. Σε καταφατική περίπτωση θα εφαρμόσει το δίκαιο που ισχύει σε αυτή τη χώρα, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 του Κανονισμού. Αν όμως διαπιστωθεί ότι το ατύχημα παρουσιάζει προδήλως στενότερο σύνδεσμο με άλλη χώρα από αυτήν της κοινής συνήθους διαμονής των εμπλεκομένων, τότε θα εφαρμοσθεί το τελευταίο αυτό δίκαιο κατ’αποκλεισμό του πρώτου, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 αυτού του άρθρου.  3. Αν λείπει το στοιχείο αυτό της κοινής συνήθους διαμονής, τότε εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η άμεση ζημία, κατά το άρθρο 4 παρ, 1 του Κανονισμού. Και πάλι όμως η εφαρμογή του δικαίου που ορίζεται από αυτή τη διάταξη αποκλείεται και εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας με το οποίο το ατύχημα παρουσιάζει προδήλως στενότερο δεσμό, εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει η τελευταία αυτή προϋπόθεση.  Ειδικό ενδιαφέρον για τα τροχαία ατυχήματα παρουσιάζει η διάταξη του άρθρου 15 του Κανονισμού, η οποία καθορίζει το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του και περιλαμβάνει μία λεπτομερή αναφορά των ζητημάτων τα οποία διέπονται από αυτές τις διατάξεις. Ο κοινοτικός νομοθέτης φαίνεται να επιδιώκει με τη διάταξη αυτή να παρουσιάσει έναν εξαντλητικό κατάλογο των εν λόγω ζητημάτων τα οποία εμφανίζονται στις εξωσυμβατικές ενοχές και να τα εντάξει στις ρυθμίσεις που προβλέπονται από αυτόν προκειμένου να επιτύχει, σύμφωνα με την πρόταση της επιτροπής, τους ακόλουθους δύο στόχους: Να προσδώσει, αφ’ενός, στο εφαρμοστέο δίκαιο ευρύτατο πεδίο και να εξυπηρετήσει αφετέρου τη γενική μέριμνα της ασφάλειας του δικαίου. Τα ζητήματα τα οποία κατά το άρθρο αυτό του Κανονισμού διέπονται από τις διατάξεις του είναι τα ακόλουθα: 1) Η βάση και η έκταση της ευθύνης, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των προσώπων που δύνανται να φέρουν ευθύνη για τις πράξεις τους. Κατά την πρόταση της επιτροπής ως βάση της ευθύνης πρέπει να νοηθεί ο χαρακτήρας αυτής της ευθύνης, αν δηλαδή για την συγκρότησή της απαιτείται πταίσμα ή όχι, ο προσδιορισμός του πταίσματος ως στηριζόμενου σε απλή ενέργεια ή και σε παράλειψη, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του γενεσιουργού της ευθύνης γεγονότος και της ζημίας του, ο προσδιορισμός των προσώπων τα οποία υπέχουν ευθύνη κλπ. Η έκταση της ευθύνης εξάλλου περιλαμβάνει τους περιορισμούς της από το νόμο, όπως είναι π.χ. ο καθορισμός ενός ανώτατου ποσοτικού ορίου ευθύνης και η συμβολή των περισσοτέρων συμμετεχόντων στην αποκατάσταση της ζημίας και τον καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ τους. Πρέπει να τονισθεί ότι η αναφορά στη διάταξη των προσώπων που δύνανται να φέρουν ευθύνη για τις πράξεις τους δεν αποτελεί κάτι το οποίο είναι αυτονόητο, αλλά με αυτή την αναφορά ο νομοθέτης θέλει να υπαγάγει την ικανότητα προς καταλογισμό στο εφαρμοστέο επί της εξωσυμβατικής ενοχής δίκαιο, όπως τονίζεται και στο άρθρο 12 του προοιμίου εκτιμήσεων. Στην παράγραφο 33 του προοιμίου εκτιμήσεων του Κανονισμού ορίζεται ότι όταν το δικαστήριο καλείται να προσδιορίσει το ύψος της αποζημίωσης για σωματική βλάβη σε ατυχήματα που έγιναν όχι στο κράτος μέλος της συνήθους κατοικίας του παθόντος, αλλά σε κάποιο άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να συνεκτιμήσει όλες τις οικείες πραγματικές περιστάσεις του παθόντος και ιδίως τις πραγματικές του ζημιές και τα έξοδα ιατρικής περίθαλψης και αποκατάστασής του. 2) Οι  λόγοι αποκλεισμού της ευθύνης-απαλλαγής από την ευθύνη, καθώς και κάθε περιορισμός και καταμερισμός της ευθύνης. Η επιτροπή διευκρινίζει στην πρότασή της ότι εδώ πρόκειται για εξωτερικά στοιχεία της ευθύνης και μεταξύ των λόγω απαλλαγής από αυτήν περιλαμβάνονται κυρίως η ανωτέρα βία, η κατάσταση ανάγκης, οι πράξεις τρίτου προσώπου, η αποκλειστική ευθύνη του ζημιωθέντος κλπ. 3) Η ύπαρξη, ο χαρακτήρας και η αποτίμηση των ζημιών ή της επιδιωκόμενης αποκατάστασης της ζημίας. Ο χαρακτήρας των ζημιών έχει την έννοια του προσδιορισμού του είδους των ζημιών για τις οποίες μπορεί να ζητηθεί η αποκατάσταση όπως είναι π.χ. η βλάβη πραγμάτων και η σωματική βλάβη από τις οποίες απορρέει οικονομική ζημία, συμπεριλαμβανομένης και της ηθικής βλάβης, όπως επίσης και των διαφυγόντων κερδών. 4) Τα μέτρα τα οποία μπορούν να ληφθούν για την πρόληψη ή την παύση της βλάβης ή της ζημίας ή για την εξασφάλιση της παροχής αποζημίωσης, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του επιληφθέντος δικαστηρίου δυνάμει του οικείου δικονομικού δικαίου. Με τη διάταξη αυτή νοούνται οι τρόποι αποκατάστασης της ζημίας, αν δηλαδή αυτή πρέπει να αποκατασταθεί εις είδος ή με τη μορφή της χρηματικής αποζημίωσης και στους τρόπους πρόληψης και παύσης της ζημίας, όπως είναι π.χ. τα ασφαλιστικά μέτρα. Η επιτροπή τονίζει στην πρότασή της ότι ο δικαστής δεν υποχρεούται να λάβει μέτρα τα οποία είναι άγνωστα στο δικονομικό δίκαιο της χώρας του. 5) Η δυνατότητα μεταβίβασης του δικαιώματος αποζημίωσης ή αποκατάστασης της ζημίας, συμπεριλαμβανομένης της κληρονομικής διαδοχής. Είναι σαφές ότι στην έννοια της μεταβίβασης του δικαιώματος αποζημίωσης περιλαμβάνεται και η ειδική διαδοχή, όπως π.χ. η εκχώρηση. Στην τελευταία αυτή περίπτωση το εφαρμοστέο κατά τον Κανονισμό δίκαιο διέπει τόσο τον εκχωρητέο χαρακτήρα της απαίτησης όσο και τις σχέσεις μεταξύ εκδοχέα και οφειλέτη. Στην περίπτωση της κληρονομικής διαδοχής το εφαρμοστέο δίκαιο ρυθμίζει το δικαίωμα του καθολικού διαδόχου του ζημιωθέντος να ασκήσει αγωγή για την αποκατάσταση της ζημίας του πρώτου, ενώ η ιδιότητα του καθολικού διαδόχου, η οποία αποτελεί παρεμπίπτον ζήτημα, θα κριθεί με βάση το δίκαιο που διέπει την κληρονομική διαδοχή. 6) Τα πρόσωπα που δικαιούνται αποκατάστασης της προσωπικής ζημίας που υπέστησαν. Στη διάταξη αυτή εμπίπτει κυρίως η χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης των συγγενών του θανόντος. Αυτό αναφέρεται ρητά στην πρόταση της επιτροπής, όπου γίνεται διάκριση μεταξύ του άμεσα ζημιωθέντος και εκείνου που υπέστη ζημία εξ ανακλάσεως, δηλαδή του έμμεσα ζημιωθέντος και σαν τέτοιο πρόσωπο προσδιορίζεται ο οικείος του θανόντος σε τροχαίο ατύχημα, ο οποίος υφίσταται ψυχική οδύνη. Η διάταξη αυτή είναι, για τους έλληνες που εμπλέκονται σε τροχαίο ατύχημα στην αλλοδαπή, η πλέον σημαντική από όλες τις άλλες διατάξεις αυτού του άρθρου, αφού οι περισσότερες έννομες τάξεις των κρατών μελών της ΕΕ δεν γνωρίζουν τον θεσμό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στην έκταση και την ευρύτητα που τον αναγνωρίζει το ελληνικό εσωτερικό δίκαιο. (αρθ. 932 ΑΚ). 7) Η ευθύνη για πράξεις τρίτου. Πολύ σημαντική εφαρμογή έχει η διάταξη αυτή στις σχέσεις της πρόστησης και για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου επί της ευθύνης του προστήσαντος για πράξεις του προστηθέντος, των γονέων για τις πράξεις των τέκνων τους κλπ. 8) Τους διάφορους τρόπους απόσβεσης των ενοχών και τους κανόνες παραγραφών και αποσβεστικών προθεσμιών, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων σχετικά με την έναρξη της παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας και τη διακοπή ή την αναστολή τους. Οι παραπάνω διατάξεις του άρθρου 15 του Κανονισμού εναρμονίζονται με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 2 αυτού, σύμφωνα με την οποία η έννοια της ζημίας κατά τον παρόντα Κανονισμό περικλείει όλες τις συνέπειες των αδικοπραξιών. Η εσωτερική αλληλουχία μεταξύ αυτών των διατάξεων είναι σαφής και το άρθρο 15 θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως εξειδίκευση της γενικής διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του Κανονισμού. Όπως αναφέρθηκε πάρα πάνω, με την παρέκκλιση στη γενική διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 η οποία εισάγεται με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του Κανονισμού, θεσμοθετείται ως συνδετικό στοιχείο για το εφαρμοστέο δίκαιο αντί του τόπου της άμεσης ζημίας εκείνο του τόπου της κοινής συνήθους διαμονής των εμπλεκόμενων σε ένα τροχαίο ατύχημα προσώπων. Στο άρθρο 31 ορίζεται ότι οι διατάξεις του Κανονισμού εφαρμόζονται στα ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μετά την έναρξη της ισχύος του. Η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 1 του Κανονισμού. Έτσι ως κρίσιμος χρόνος δεν θα πρέπει να νοηθεί ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, με την έννοια της προσβολής του εννόμου αγαθού, αλλά ο χρόνος κατά τον οποίο εκδηλώθηκε η πράξη, η οποία θεμελιώνει την αδικοπρακτική συμπεριφορά.  Με τη διάταξη του άρθρου 32 τέλος ορίζεται ότι οι διατάξεις του Κανονισμού θα εφαρμοσθούν στα κράτη μέλη από τις 11 Ιανουαρίου 2009 (Γεωργίου Αμπατζή, “ΤΟ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΠΙ ΤΡΟΧΑΙΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΛΛΟΔΑΠΟΤΗΤΑΣ ΟΙ ΝΕΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ 864/2007  (ΡΩΜΗ ΙΙ)”).

Στην προκείμενη περίπτωση, από τους α)………., β)……….. γ)…………. και δ)………., ασκήθηκε η από 15-4-2013 (αριθμ.κατάθ……../2013) κύρια αγωγή σε βάρος της ήδη εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας. Κατόπιν, ασκήθηκε από την εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη η από 31-5-2013(με αριθμ. κατάθ. …../2013) ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση με την ενωμένη σ’αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή της, σε βάρος της ήδη, εκκαλούσας, ατομικά και ως ασκούσας τη γονική μέριμνα των δύο ανηλίκων τέκνων της.

Ειδικότερα, με την από 15-4-2013 κύρια αγωγή, οι ενάγοντες ιστορούσαν ότι ο αποβιώσας ………., αλβανός υπήκοος, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ………… ΙΧΕ αυτοκίνητο, που ήταν ασφαλισμένο για την προς τρίτους αστική του ευθύνη στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, από υπαιτιότητά του προκάλεσε τον τραυματισμό τους, κατά την σύγκρουση που έγινε την 9-10-2011 και περί ώρα 19.05 στην Λεωφόρο Παιανίας – Μαρκοπούλου στο Κορωπί, κάτω από τις συνθήκες που αναφέρονταν στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσαν, μετά από μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη όφειλε να τους καταβάλει νομιμοτόκως τα ποσά που αναφέρονται στην αγωγή ως αποζημίωση για τη θετική και αποθετική ζημία, που τους προκάλεσε το ατύχημα και ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την παραπάνω αδικοπραξία.

Η κύρια αγωγή κρίθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ως νόμιμη, θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 914 , 297, 298 , 330 εδάφ, β’, 929, 932, του ΑΚ, 2 ,4 ,9, 10 του Γ.Π.Ν/1911, 6 και 10 του π.δ. 237/1986.

Η εναγόμενη στην κύρια αγωγή, ασφαλιστική εταιρία, με την από 31-5-2013 παρεμπίπτουσα αγωγή της, στρεφόμενη κατά της ………. ατομικά και ως ασκούσας τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων της α) ……… β) ………… με την ιδιότητά τους ως νομίμων κληρονόμων του αποβιώσαντος ασφαλισμένου της, αλβανού υπηκόου, ζητούσε μετά από μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι οι παραπάνω κληρονόμοι οφείλουν να της καταβάλουν, κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας κάθε ποσό που εκείνη θα υποχρεωνόταν να πληρώσει στους ζημιωθέντες ενάγοντες της πρώτης κύριας αγωγής, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή, καθώς συνέτρεχε περίπτωση αποκλεισμού από την ασφάλιση, δυνάμει όρου της ασφαλιστικής σύμβασης. Ειδικότερα, ισχυριζόταν ότι ο ασφαλισμένος, οδηγούσε το ζημιογόνο όχημα υπό την επίδραση οινοπνεύματος και ότι βάσει όρου του ασφαλιστηρίου συνέτρεχε λόγος αποκλεισμού της ευθύνης της. Η εν λόγω παρεμπίπτουσα από αναγωγή αγωγή αποζημίωσης κρίθηκε ως νόμιμη, στηριζόμενη στα άρθρα 361, 487, 488 και 345 ΑΚ και 6β περ.β΄π.δ.237/1986, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 4 του ν.3557/2007 (ΦΕΚ Α΄100/14-5-2007).

Επί της από 31-5-2013 ανακοίνωσης δίκης-προσεπίκλησης-παρεμπίπτουσας αγωγής της εφεσίβλητης σε βάρος της ήδη εκκαλούσας, που συνεκδικάσθηκε με την από 16-4-2013 κύρια αγωγή των εναγόντων, εκδόθηκε, αρχικά, η υπ’αριθμ.6346/2013 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας αναβλήθηκε η συζήτηση των αγωγών, προκειμένου να προσκομισθούν α)γνωμοδότηση του Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, από την οποία να προκύπτει, κατά το αλβανικό δίκαιο, ποιοί ενέχονται ως κληρονόμοι για τις αδικοπραξίες εν ζωή του θανόντος και σε ποιό ποσοστό, καθώς και αν η ίδια ρύθμιση ισχύει σε περίπτωση που οι κληρονόμοι είναι ανήλικοι, β)βεβαιώσεις του Διοικητή του ΙΚΑ, από τις οποίες να προκύπτει αν οι εφεσίβλητοι έχουν λάβει ή δικαιούνται να λάβουν παροχές από τον ασφαλιστικό τους οργανισμό σε σχέση με το ένδικο ατύχημα. Στη συνέχεια, με την από 27-2-2014 κλήση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, με αριθμ………./2013, επανέφεραν την ως άνω αγωγή τους προς συζήτηση για τις 9-5-2014. Ομοίως, η προσεπικαλούσα σε κύρια παρέμβαση-παρεμπιπτόντως ενάγουσα και νυν εφεσίβλητη, με την από 17-3-2014 κλήση της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, με αριθμ……./2014, επανέφερε την ως άνω προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή της. Κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 9-5-2014, οπότε και συνεκδικάσθηκαν η από 15-4-2013 κύρια αγωγή και η από 31-5-2013 προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή της ήδη εφεσίβλητης, συζητήθηκαν αμφότερες και κατόπιν εκδόθηκε, ερήμην της παρεμπιπτόντως εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας η υπ’αριθμ.2582/2014 εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία α)έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, η από 15-4-2013 κύρια αγωγή και αναγνωρίστηκε ότι οφείλει η  εναγόμενη στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων εξακοσίων εξήντα ενός ευρώ και πέντε λεπτών (15.661,05€), στη δεύτερη ενάγουσα, το ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ και σαράντα λεπτών (14.668,47€), στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων επτά ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (5.407,82€) και στην τέταρτη ενάγουσα το ποσό  των δώδεκα χιλιάδων διακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (12.225,28€) και β) έγινε δεκτή η από 31-5-2013 παρεμπίπτουσα από αναγωγή αγωγή και αναγνωρίστηκε ότι οφείλει η παρεμπιπτόντως εναγόμενη και ήδη, εκκαλούσα, ατομικά και ως ασκούσα τη  γονική μέριμνα των δύο ανηλίκων τέκνων της, στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα και ήδη, εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία, τα ως άνω ποσά, που αναγνωρίσθηκε ότι η εναγόμενη και ήδη, εφεσίβλητη οφείλει να καταβάλει στους ενάγοντες της ως άνω κύριας αγωγής, πλέον τόκων και εξόδων, νομιμοτόκως από της καταβολής των ποσών και μέχρις εξοφλήσεως.

Κατά της απόφασης αυτής και κατά του κεφαλαίου αυτής, που αναφέρεται στην συνεκδικασθείσα παρεμπίπτουσα από αναγωγή αγωγή αποζημίωσης της παρεμπιπτόντως ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας, παραπονείται, ήδη, η ηττηθείσα παρεμπιπτόντως  εναγόμενη και ήδη, εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεση και ζητά, για λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση. Ειδικότερα, η εκκαλούσα, σύζυγος του θανόντος ιδιοκτήτη και οδηγού του υπ’αριθμ.κυκλ. ……………. Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, ενεργώντας για τον εαυτό της, ατομικά και για λογαριασμό των δύο προαναφερόμενων ανηλίκων τέκνων αυτής και του θανόντος συζύγου της, ισχυρίζεται ότι ενόψει του επισυμβάντος τροχαίου ατυχήματος, με στοιχείο αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο δίκαιο ήταν, κατ’εφαρμογή του άρθρου 4 παρ.2 του Κανονισμού 864/2007, που άρχισε να ισχύει στην Ελλάδα, από τις 11-1-2009, το ελληνικό, ως δίκαιο της χώρας, στην οποία ο φερόμενος ως υπαίτιος και ο ζημιωθείς είχαν κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας, τη συνήθη διαμονή τους και όχι το αλβανικό, που εφαρμόστηκε. Ωστόσο, παρ’όλη την έκταση των θεμάτων που σύμφωνα με τον ως άνω Κανονισμό και, μάλιστα, τη διάταξη του άρθρου 15 αυτού, καταλαμβάνει το εφαρμοστέο δίκαιο, επί εξωσυμβατικής ενοχής, η οποία απορρέει από αδικοπραξία, Κανονισμός, που εσφαλμένα δεν εφαρμόστηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 26ΑΚ, εφάρμοσε το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως δίκαιο της χώρας, στην οποία συνέβη το επίδικο ατύχημα και όχι, κατ’εφαρμογή του Κανονισμού-λόγω του χρόνου τέλεσης του ατυχήματος (9-10-2011)-, ως δίκαιο της χώρας, στην οποία είχαν τη συνήθη διαμονή τους, οι ζημιωθέντες και ο φερόμενος ως υπαίτιος, Αλβανός υπήκοος, ………….. που επί έτη, διέμενε με την οικογένειά του στην Ελλάδα, όπου και εργαζόταν, κατ’έφαρμογή, δηλαδή, των άρθρων 4 παρ.2 σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του Κανονισμού αυτού, ενόψει της ευθείας κύριας αγωγής των ζημιωθέντων κατά της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, παρά ταύτα, για την συνεκδικασθείσα, με την εκκαλούμενη απόφαση, παρεμπίπτουσα από αναγωγή αγωγή αποζημίωσης της ήδη, εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, που στρέφεται κατά των καθολικών διαδόχων του θανόντος ιδιοκτήτη και οδηγού του ως άνω ζημιογόνου οχήματος, για την οποία εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο, ήταν και πάλι το ελληνικό, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 10 παρ.2 του Κανονισμού, ως δίκαιο της χώρας στην οποία τα μέρη έχουν τη συνήθη διαμονή τους, με την έννοια για, μεν, την ασφαλιστική εταιρεία, του τόπου, στον οποίο βρίσκεται η κεντρική της διοίκηση (άρθρ.23 παρ.1 του Καν.), για, δε, τους καθολικούς διαδόχους του θανόντος ασφαλισμένου, του τόπου, στον οποίο έχουν την κύρια εγκατάστασή τους (άρθρ.23 παρ.2 του Καν.), οι προκριματικές, ωστόσο, έννομες σχέσεις, που αναφέρονται σε ζητήματα κληρονομικού δικαίου, όπως είναι το ζήτημα του καθορισμού της κληρονομικής ιδιότητας και των κληρονομικών μεριδίων, του ποιοί, δηλαδή, είναι οι κληρονόμοι του θανόντος υπαιτίου οδηγού, οι οποίοι ευθύνονται για τις αδικοπραξίες, που αυτός τέλεσε εν ζωή και ποιό είναι το ποσοστό κατά το οποίο συντρέχουν ως κληρονόμοι, καθώς επίσης και η εξ αδιαθέτου διαδοχή διέπονται από το δίκαιο που υποδεικνύει ο κανόνας του άρθρου 28 ΑΚ, που στην προκείμενη περίπτωση, είναι το αλβανικό, ως το  δίκαιο της ιθαγένειας που είχε ο κληρονομούμενος όταν πέθανε, ενώ το ζήτημα του παθητικώς κληρονομητού των χρεών του τελευταίου, αντιμετωπίζεται με την εφαρμογή του άρθρου 26ΑΚ, δηλαδή, το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της πολιτείας, όπου διαπράχθηκε το αδίκημα, ως μη ρυθμιζόμενο από τον Κανονισμό 864/2007. ΄Ετσι, κατ’εφαρμογή του άρθρου 1710 παρ.1 ΑΚ, εάν ο ευθυνόμενος εκ τροχαίου ατυχήματος οδηγός αποβιώσει, η υποχρέωση προς αποζημίωση μεταβιβάζεται στους καθολικούς διαδόχους αυτού και η αγωγή η οποία έπρεπε να ασκηθεί κατά αυτού, ως υπόχρεου, ασκείται κατά των κληρονόμων αυτού (εκ του νόμου ή εκ διαθήκης). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αναφορικά με την παρεμπίπτουσα από αναγωγή αγωγή αποζημίωσης και ειδικότερα, για το ζήτημα του ποιοί είναι οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του θανόντος, με ποιά σειρά καλούνται στην κληρονομία, κατ’ορθή εφαρμογή του άρθρου 28 ΑΚ, εφάρμοσε το αλβανικό δίκαιο, ως το δίκαιο της ιθαγένειας που είχε ο κληρονομούμενος όταν πέθανε, ενώ, για το ζήτημα του παθητικώς κληρονομητού της υποχρέωσής του προς αποζημίωση, εφάρμοσε, ομοίως, το αλβανικό δίκαιο, κατ’εσφαλμένη εφαρμογή του ίδιου άρθρου, αντί του άρθρου 26ΑΚ, κατ’ορθή εφαρμογή του οποίου θα έπρεπε να εφαρμόσει το ελληνικό δίκαιο του άρθρου 1710 παρ.1ΑΚ. Ωστόσο, ενόψει του ότι σύμφωνα με το άρθρο 341 ΑλβΑΚ, οι κληρονόμοι ευθύνονται για τις υποχρεώσεις με τις οποίες βαρύνεται η περιουσία, ανάλογα με τη μερίδα τους και έως την αξία της περιουσίας, την οποία λαμβάνουν, η τελευταία, δε, αυτή διάταξη, εφαρμόζεται και στην υποχρέωση αποζημίωσης από αδικοπραξία του κληρονομούμενου, τελεσθείσα όσο αυτός ζούσε, ορθά έγινε δεκτό ότι οι  σύζυγος και τα δύο ανήλικα τέκνα του θανόντος, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, που δεν αποποιήθηκαν την επαχθείσα σ’αυτούς κληρονομία, υπεισήλθαν στα δικαιώματα και της υποχρεώσεις της κληρονομιαίας περιουσίας  του, κρίση στην οποία θα οδηγείτο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν θα εφάρμοζε και το ελληνικό δίκαιο και δη, τη διάταξη του άρθρου 1710 παρ.1 ΑΚ. Ενόψει τούτου και ενόψει του ότι το διατακτικό της εκκαλούμενης απόφασης, αναφορικά με την παρεμπίπτουσα από αναγωγή αγωγή αποζημίωσης, είναι ορθό, πρέπει αφού αντικατασταθεί, κατά τα ως άνω, η αιτιολογία της εκκαλουμένης, ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο για το παθητικώς κληρονομητό της υποχρέωσης αποζημίωσης του θανόντος οδηγού του ζημιογόνου οχήματος από τη σύζυγο και τα δύο ανήλικα τέκνα του- παρεμπιπτόντως εναγόμενους και ήδη, εκκαλούντες, να απορριφθεί η έφεση (άρθρ.534 ΚΠολΔ), να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρ.495 παρ.4 ΚΠολΔ, όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012) και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ιδιαίτερα δυσχερούς στην ερμηνεία του εφαρμοσθέντος κανόνος δικαίου (άρθρ. 179 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της υπ’αριθμ. 2582/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ουσίαν την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  15 Μαΐου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ