Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 375/2020

Αριθμός  375/2020

ΤΟ   ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη με αριθμό ………./21.3.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά …………… που οι εκκαλούσες εταιρίες επικαλούνται και προσκομίζουν προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του με αριθμό ………../2019 δικογράφου Εφέσεως κατά της με αριθμό 1054/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε ερήμην τέταρτης, πέμπτου και ενδέκατης των εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την υπόθεση επί της με αριθμό ……………../2016 αγωγής των ήδη εκκαλουσών εταιριών, με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση της για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νόμιμα πριν τριάντα ημέρες, κατ’άρθρο 498 παρ. 2 του ΚΠολΔ στον πληρεξούσιο Δικηγόρο της πρώτης και τρίτου των εφεσιβλήτων ο οποίος και τους εκπροσώπησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 143 παρ. 1 έως 3 του ΚΠολΔ). Αυτοί δεν εμφανίστηκαν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της εκ του οικείου πινακίου και δεν πήραν μέρος στη συζήτηση. Το Δικαστήριο ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ).

H κρινόμενη από 7.2.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……….. έφεση των ηττηθεισών εναγουσών και ήδη εκκαλουσών κεφαλαιουχικών εταιριών με έδρα τη …. της Λιβερίας και το …. των νήσων Μάρσαλ ης ηττηθείσας ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της με αριθμό 1054/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία ερήμην τέταρτης, πέμπτου και ενδέκατης των εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την υπόθεση επί της με αριθμό ………./2016 αγωγής των ήδη εκκαλουσών εταιριών, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, αφού δεν προκύπτει επίδοση τελευταίας, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1β΄, 518 παρ. 2 (όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015), 520 παρ.1ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και παραδεκτώς καθόσον στο εφετήριο όπως βεβαιώνεται από το γραμματέα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επισυνάπτεται το ήδη εξοφληθέν ηλεκτρονικό παράβολο με αριθμό …………… ποσού 150 ευρώ δηλαδή το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012. Επομένως, πρέπει, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή, να ερευνηθεί δε περαιτέρω κατά την ίδια (τακτική)  διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ),

Με την με αριθμό ……………/2016 αγωγή τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες, πλοιοκτήτριες των αναφερομένων στο δικόγραφο φορτηγών πλοίων, εξέθεταν ότι με σύμβαση που συνάφθηκε προφορικά τον Ιούλιο του 2012 μεταξύ αυτών και της πρώτης απολιπομένης εφεσίβλητης ναυλομεσιτικής εταιρείας, η οποία εδρεύει τυπικά μόνο στις Νήσους Μάρσαλ και έχει εγκαταστήσει γραφείο στον Πειραιά επί της οδού ……….., ιδιοκτησίας του τρίτου ήδη απολιπομένου εφεσιβλήτου υπεύθυνο αυτής για τη μεσιτεία στις ναυλώσεις, ο οποίος χειρίζεται τις σχέσεις με τους πλοιοκτήτες και τους ναυλωτές και εκπροσωπεί την πρώτη εφεσίβλητη στις σχετικές διαμεσολαβήσεις και συναλλαγές, μέσω του μοναδικού διευθυντή αυτής δεύτερου παρισταμένου εφεσιβλήτου κατοίκου Πειραιά, ανατέθηκε στην πρώτη εφεσίβλητη να βρει ναυλωτές για τα πλοία τους έναντι μεσιτικής αμοιβής (προμήθειας) 1,25% επί του χρονοναύλου. Ότι ενώ η πρώτη εφεσίβλητη μέσω των εκπροσώπων και προστηθέντων της κατά τα ανωτέρω βρήκε ναυλώσεις κατά ταξίδι χωρίς πληρωμή επισταλιών για τα ανωτέρα πλοία για μεταφορά χαλικιών ασβεστόλιθου ή άλλων αδρανών υλικών από και προς λιμένες του Περσικού Κόλπου, με ναυλώτρια την τέταρτη εφεσίβλητη εταιρία με άγνωστη έδρα, της οποίας ιδιοκτήτης, διευθυντής και εκπρόσωπος είναι ο ήδη πέμπτος εφεσίβλητος αγνώστου διαμονής, εντούτοις αυτοί (τρείς πρώτοι εφεσίβλητοι), παραβίασαν την υποχρέωση πίστης που είχαν απέναντι στις ίδιες (εκκαλούσες), λόγω της ιδιότητάς τους ως μεσιτών τους. Ότι ειδικότερα αυτές, αντί να τους υποδείξουν ως ναυλώτρια την τέταρτη εφεσίβλητη και να συναφθούν ναυλώσεις μεταξύ αυτών και της τελευταίας, παρενέβαλαν μεταξύ τους δικές τους εταιρίες, ήτοι τις αρχικά έκτη, έβδομη και όγδοη των εναγομένων, ως προς τις οποίες όμως παραιτήθηκαν της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τις οποίες συνέστησαν τυπικά στα Νησιά Μάρσαλ, ενώ η πραγματική έδρα αυτών βρίσκεται στην Ελλάδα και μάλιστα στα γραφεία της πρώτης στον Πειραιά από όπου και ασκείται η διοίκησή τους από τον τρίτο απολιπόμενο εδώ εφεσίβλητο, αποκλειστικά για το σκοπό να ναυλώνουν τα ως άνω πλοία, χωρίς να έχουν επιχειρηματική υπόσταση ή εγκατάσταση ή οργάνωση ή προσωπικό, με χρονοναυλοσύμφωνα κατά ταξίδι, δηλαδή χρονοναύλωση με ημερήσιο ναύλο, η οποία θα διαρκούσε όσο ένα ή περισσότερα ταξίδια, και στην συνέχεια να τα υπεκναυλώνουν στην τέταρτη εφεσίβλητη. Ότι αποτέλεσμα των προπεριγραφόμενων παράνομων και αντισυμβατικών πράξεων των τριών πρώτων εφεσίβλητων ήταν να παρακρατεί η τέταρτη εφεσίβλητη ως υποναυλώτρια τη συμφωνηθείσα πρoμήθεια-vαυuλωτή (address commission) ποσοστού 3,75% επί του ναύλου της υπεκναύλωσης των πλοίων το οποίο και απέδιδε στις έκτη έβδομη και όγδοη των αρχικά εναγομένων επιπλέον του όμοιου ποσοστού προμήθειας που επιβαρυνόταν η ίδια ως ναυλώτρια και απέδιδε στην τέταρτη εφεσίβλητη και ότι με τον τρόπο αυτό οι ίδιες (εκκαλούσες) το αναφερόμενο στην αγωγή διάστημα από 2012 έως 2016 εισέπρατταν ναύλο μειωμένο κατά 7,50% αντί του 3,75% μόνο, λόγω της διπλής παρακράτησης προμήθειας. Ότι αφενός η ήδη έκτη εφεσίβλητη και αρχικά ενδέκατη εναγόμενη που είναι εταιρεία παροχής ναυλομεσιτικών και γενικότερα συμβουλευτικών υπηρεσιών με έδρα στο Ντουμπάι και ανήκει στον πέμπτο εφεσίβλητο, ως συνεργάτιδα των τριών πρώτων εφεσίβλητων στην οποία οι εκκαλούσες πολλές φορές κατέβαλαν κατ’εντολή της πρώτης εφεσίβλητης τη συμφωνημένη μεσιτική προμήθεια του 1,25% για λογαριασμό της (α’ εναγομένης), αφετέρου οι τέταρτη και πέμπτος των εφεσιβλήτων που τους απέκρυψαν τα προαναφερόμενα υποναυλοσύμφωνα και διευκόλυναν τις ως άνω ενδιάμεσες ναυλώτριες εταιρείες στέλνοντας το μέρος του ναύλου που ήταν πληρωτέο στις ίδιες (εκκαλούσες) απευθείας στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, δημιούργησαν σε αυτές την εσφαλμένη  εντύπωση ότι η πρώτη εξ αυτών (τέταρτη εφεσίβλητη) ήταν η διαχειρίστρια ή πράκτορας εταιρεία των «δήθεν» ναυλωτριών, ενώ παράλληλα δεν τους γνωστοποίησαν ότι αυτές έστελναν σε προσωπικούς λογαριασμούς των τριών πρώτων εφεσιβλήτων την παράνομη προμήθεια 3,75%, που αυτές ως ενδιάμεσες ναυλώτριες υποτίθεται ότι δικαιούνταν εν των ναυλώσεων των πλοίων. Ότι στο τέλος του 2015, οπότε και συνέβη η απόδοση των υπεκναυλώσεων στην τέταρτη εφεσίβλητη να είναι μικρότερη από τις υποχρεώσεις των ενδιάμεσων ναυλωτριών (τριών πρώτων εφεσιβλήτων), λόγω του κατά τα ανωτέρω διαφορετικού τρόπου υπολογισμού του οφειλόμενου ναύλου σε έκαστη περίπτωση, και άρχισαν να εμφανίζονται καθυστερήσεις στις πληρωμές των ναύλων σ’ αυτές (εκκαλούσες), οι 3 πρώτοι εκ των εφεσιβλήτων συνέστησαν άλλες δύο εταιρίες, ήτοι την αρχικά ένατη και δέκατη εναγόμενες (ως προς τις οποίες παραιτήθηκαν του δικογράφου της αγωγής με δήλωση τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), τις οποίες εμφάνιζαν ως νέους αξιόπιστους ναυλωτές και έπειθαν με αυτές τις ψευδείς παραστάσεις τις ίδιες (εκκαλούσες) να προχωρήσουν σε νέες ναυλώσεις των ως άνω πλοίων τους, στις οποίες πάντα από πίσω ως υποναυλώτρια υπήρχε πάντα όπως και πριν μόνο η τέταρτη εφεσίβλητη εταιρεία, με αποτέλεσμα για όλες τις ναυλώσεις του 2016 να μείνουν μεγάλα απλήρωτα υπόλοιπα ναύλων, γεγονός που γνώριζαν όλοι οι εφεσίβλητοι εκ των προτέρων, αφού με την προπεριγραφόμενη μεθόδευση οι οφειλόμενοι για το έτος 2016 ναύλοι κατευθύνονταν για την κάλυψη ελλειμμάτων προηγούμενων ναυλώσεων. Κατόπιν όλων των προαναφερόμενων και, σύμφωνα και με τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, οι ήδη εκκαλούσες αιτήθηκαν μετά τον περιορισμό μέρος του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό : α) να υποχρεωθούν με προσωρινά εκτελεστή απόφαση και προσωπική κράτηση των νομίμων εκπροσώπων λόγω της αδικοπραξίας οι εφεσίβλητοι να τους καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος, με την ισοτιμία ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ κατά την ημερομηνία επέλευσης της αντίστοιχης ζημίας που υπέστησαν οι ίδιες τους οφειλόμενους ναύλους και λοιπές συμφωνηθείσες χρεώσεις του έτους 2016, ήτοι στην πρώτη εξ αυτών (εκκαλουσών) €304.096, στη δεύτερη €220.610,56, στην τρίτη €390.850,91, στην τέταρτη €504.777,68 και στην πέμπτη €237.428,09, και β) επιπλέον να αναγνωριστεί η υποχρέωσή των εφεσιβλήτων να τους καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος, ως αποζημίωση, με την ισοτιμία ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ κατά την ημερομηνία επέλευσης της αντίστοιχης ζημίας: 1) την παρανόμως παρακρατηθείσα προμήθεια ναυλωτή 3,75% επί των ναύλων, ήτοι στην πρώτη εξ αυτών (εναγουσών) €246.915,28, στη δεύτερη €207.709,86, στην τρίτη €178.778,75, στην τέταρτη €256.504,65 και στην πέμπτη €156.907,62, 2) τη μεσιτική προμήθεια 1,25% επί των ναύλων, που παρανόμως έλαβαν οι τρεις πρώτοι εφεσίβλητοι με τη μεθόδευση κατά τα προαναφερόμενα, ήτοι στην πρώτη εξ αυτών € 83.980,68, στη δεύτερη 59.236,62 ευρώ, στην τρίτη 59 592,92 ευρώ, στην τέταρτη €85.501,55 και στην πέμπτη €52.302,54, και 3) το ποσό των €50.000 σε έκαστη εξ αυτών ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την προπεριγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους συνιστάμενη στην τρώση του κύρους, της φήμης και της επαγγελματικής υπόληψης αυτών (εναγουσών), αφαιρουμένου του ποσού των 44,00 ευρώ, ως προς το οποίο οι ίδιες επιφυλάχθηκαν να διεκδικήσουν για την ίδια αιτία κατά τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ενώπιον του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση. Με επικουρικά αιτήματα ζήτησαν τα παραπάνω ποσά με την ισοτιμία  ευρώ δολαρίου κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (χωρίς να αναφερθεί στα άρθρα 4, 63 και 81 του κανονισμού ΕΕ με αριθμό 1215/2012, έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της αγωγής, απορρίπτοντας σχετική ένσταση περί υπαγωγής της υπόθεσης σε διαιτησία, λόγω της έδρας και κατοικίας των τριών πρώτων εφεσίβλητων καθώς έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα σύμφωνα με τα άρθρα 18, 25 παρ. 2, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 3Α – Β περ. ιστ’ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς. Περαιτέρω έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 1, 2, 3,4 παρ. 3, 31, 32 του Κανονισμού με αριθμό 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)», ως το δίκαιο της χώρας στην οποία έλαβε χώρα η αδικοπρακτική συμπεριφορά. Στη συνέχεια έκρινε το αγωγικό αίτημα περί καταβολή της μεσιτικής αμοιβής (ποσοστό 1,25%) νομικά αβάσιμο λόγω ελλείψεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ζημίας και πράξεων η παραλείψεων των εναγομένων ήδη εφεσίβλητων, ενώ αποφάνθηκε ότι απαραδέκτως με την προσθήκη αντίκρουση των προτάσεων επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί το αγωγικό αυτό αίτημα στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Επίσης απέρριψε ως μη έχον έρεισμα στο νόμο και το αγωγικό αίτημα που αφορούσε του μη καταβληθέντες ναύλους για το έτος 2016 αφού έκρινε ότι η επικαλούμενη στο δικόγραφο αντισυμβατική συμπεριφορά δεν συνιστούσε αδικοπραξία. Επιπλέον έκρινε αόριστη την αγωγή ως προς τα αγωγικά κονδύλια περί αιτούμενης προμήθειας ναυλωτή (3,75%) και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης των νομικών προσώπων και επήλθε η ζημία. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα οι ήδη εκκαλούσες ενάγουσες με την κρινόμενη έφεση τους για εσφαλμένη ερμηνεία νόμου και ακολούθως ζητούν την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή τους.

Από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι για να υπάρξει αδικοπραξία και εντεύθεν υποχρέωση του δράστη να αποζημιώσει τον παθόντα απαιτείται, εκτός από την επέλευση της ζημίας, και α) η ζημία αυτή να προξενήθηκε από τον δράστη παράνομα και υπαίτια, ήτοι από δόλο ή από αμέλεια (άρθρο 330 του ΑΚ), β) η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να συνίσταται σε πράξη ή σε παράλειψή του και γ) να υφίσταται πρόσφορη (αιτιώδης) συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως και της επελθούσης ζημίας. Η προξενηθείσα από τον δράστη ζημία είναι παράνομη όταν προσβάλλεται με την πράξη ή την παράλειψή του δικαίωμα του παθόντος που προστατεύεται από ορισμένη διάταξη νόμου, η υπαίτια δε παράλειψή του παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση του παθόντος όταν αυτός (δράστης) ήταν υποχρεωμένος προς πράξη από τον νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, και ειδικότερα όταν ο ίδιος δημιούργησε ορισμένη επικίνδυνη κατάσταση, οπότε έχει υποχρέωση να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο για την προστασία των τρίτων από την πρόκληση σ`αυτούς οποιασδήποτε ζημίας μετά τη δημιουργία της επικίνδυνης κατάστασης (ΑΠ 50/2002, 1760/2001). Τέλος, πρόσφορη (αιτιώδης) συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως και της επελθούσης ζημίας υφίσταται όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής η συμπεριφορά του υπαιτίου, στον χρόνο και υπό τις περιστάσεις που έλαβε χώραν, ήταν ικανή κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, επέφερε δε τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1302/2011 δημ. νόμος ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2012/79). Επίσης μόνη η αθέτηση της προϋφισταμένης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι όμως δυνατόν μία υπαίτιος ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία, τούτο δε συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, το οποίο επιβάλλει το άρθρο 914 του ΑΚ, να μην προκαλεί κανείς σε άλλον υπαιτίως ζημία. Στην περίπτωση αυτή, λόγω συρροής ενδοσυμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης, η από την αδικοπραξία ευθύνη θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους. Για τη θεμελίωση όμως της πρωτογενούς αδικοπρακτικής ευθύνης πρέπει να ισχυριστεί και να αποδείξει εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τις προϋποθέσεις της αποζημιώσεως, και συγκεκριμένα την παράνομη ενέργεια του υποχρέου, την υπαιτιότητα αυτού, η ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς και της ζημίας. Κατά συνέπεια, όταν το πταίσμα, που επέφερε την ζημία, ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο με την παράβαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας. Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ των δύο ανωτέρω αξιώσεων έγκειται στο ότι, αν η αξίωση θεμελιώνεται στη σύμβαση, ο ενάγων υποχρεώνεται να αποδείξει μόνο την ύπαρξη της σύμβασης και την παράβαση της ενοχικής υποχρεώσεως του μισθωτή επί της οποίας στηρίζει το περί αποζημιώσεως αίτημα, εναπόκειται δε στον εναγόμενο οφειλέτη να αποδείξει ότι οι ζημίες δεν οφείλονται σε πταίσμα του, αλλά σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη, ενώ όταν η αξίωση θεμελιώνεται στην αδικοπραξία, ο ενάγων υποχρεούται να αποδείξει και το πταίσμα, δηλαδή την υπαιτιότητα του εναγομένου (ΑΠ 1667/2009 ΝΟΜΟΣ).

Το εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό με βάση τα άρθρα 1 παρ. 1, 2, 3,4 παρ. 3, 10 παρ. 4 και 32 του Κανονισμού με αριθμό 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)», ως το δίκαιο της χώρας με τον οποίο υπάρχει στενότερος σύνδεσμος και εκ της πραγματικής έδρας της πρώτης εφεσίβλητης (βλ. 4 παρ. 3 αναφορικά με την αδικοπραξία και το 10 παρ. 4 αναφορικά με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό) ενώ οι εφαρμοστέες δικονομικού δικαίου διατάξεις καθορίζονται από τη lex fori. Περαιτέρω με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης εφέσεως οι εκκαλούσες παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου καθόσον απορρίφθηκε ως μη έχον έρεισμα στο νόμο το αγωγικό αίτημα τους περί καταβολής αποζημίωσης λόγω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του ποσού που αφορούσε τους εκ των χρονοναυλοσυμφώνων οφειλόμενους ναύλους για το έτος 2016 καθόσον οι εφεσίβλητοι δεν ήσαν οι αντισυμβαλλόμενοι στα χρονοναυλοσύμφωνα αλλά οι εικονικές τους εταιρίες και αυτοί τους παρέπεισαν στο να συνεχίσουν τις ναυλώσεις το 2016 εν γνώσει τους ότι δεν θα εισέπρατταν τίποτε ότι η συμπεριφορά τους συνιστά τα ποινικά αδικήματα της απάτης, απιστίας και εγκληματικής οργάνωσης και ότι εσφαλμένως η εκκαλουμένη έκρινε ότι η επικαλούμενη συμπεριφορά δεν συνδέεται αιτιωδώς με την διεκδικούμενη ζημία. Ο λόγος αυτός εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι και αν θεωρείτο αληθής η επικαλούμενη στο δικόγραφο της αγωγής συμπεριφορά των ήδη εφεσίβλητων δεν προκύπτει με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας ότι ήταν ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά λαμβανομένη, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα δεδομένου ότι η κατά τους ισχυρισμούς των εκκαλουσών συμπεριφορά των εφεσιβλήτων ήταν προϋπάρχουσα του έτους 2016 και υφίστατο από την αρχή της συνεργασίας τους το έτος 2012. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η επικαλούμενη στην αγωγή μεθόδευση των εφεσιβλήτων να συστήνουν εικονικές εταιρίες τις οποίες εμφάνιζαν ως ναυλώτριες δεν αποτελεί κατάχρηση της νομικής τους προσωπικότητας όπως ισχυρίστηκαν οι εκκαλούσες με το δικόγραφο της αγωγής τους αφορούν περιστατικά της κατάχρησης του θεσμού του νομικού προσώπου της εταιρίας, αφού η νομολογία έχει κρίνει ότι δεν ενεργούν αθέμιτα οι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προσφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρίας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους. Κατάχρηση αντίθετα υφίσταται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρίας για να καταστρατηγήσει το νόμο ή για να προκαλέσει δολίως ζημιά σε τρίτον ή για να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, δηλαδή ενδεικτικά : α) η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρίας, β) η σύγχυση ατομικής και εταιρικής περιουσίας, γ) το μέγεθος της οικονομικής συμμετοχής του εταίρου, δ) η εικονικότητα του νομικού προσώπου ή η έλλειψη συναλλακτικής οργανώσεως και δράσεως και ε) η συνολική συμπεριφορά του φυσικού προσώπου, όταν δρα προς τα έξω, αγνοώντας την ύπαρξη της εταιρίας ή δηλώνοντας ατομικώς την εφοπλιστική ιδιότητα ή παρέχοντας προσωπικές εγγυήσεις για λογαριασμό της εταιρίας (βλ. ΟλΑΠ 2/2003 ΝοΒ 2013 363, ΑΠ 149/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012 661, ΕφΠειρ 567/2008 ΔΕΕ 2010 792). Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση οι διάδικοι είχαν συνεργασία για τέσσερα ολόκληρα έτη, τα συμβαλλόμενα μέρη εκπλήρωναν τις εκ των πραγματικών και όχι εικονικών συμβάσεων χρονοναύλωσης υποχρεώσεις τους και μόνο το έτος 2016 δεν καταβλήθηκαν οι ναύλοι, χωρίς όμως αυτό να συνδέεται υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή με τη σύσταση της εικονικής εταιρίας αφού και τα προηγούμενα έτη που οι υποχρεώσεις εκ των ναυλοσυμφώνων αναφορικά με τους ναύλους εκτελέστηκαν. Ούτε το γεγονός ότι η πρώτη εφεσίβλητη ναυλομεσίτρια παρέλειψε έστω και κακόπιστα να διαφωτίσει τις ήδη εκκαλούσες για το γεγονός ότι η ήδη τέταρτη εφεσίβλητη δεν ήταν η διαχειρίστρια ή η πράκτορας των ναυλωτριών εταιριών αλλά η υποναυλώτρια και ουσιαστικά η μόνη ναυλώτρια όπως αναγράφεται χαρακτηριστικά στην αγωγή, αρκεί για την απευθείας υπαγωγή της κατά τα προαναφερόμενα αντισυμβατικής συμπεριφοράς της μη καταβολή των ναύλων του έτους 2016 στο άρθρο 914 του ΑΚ. Ομοίως δεν αρκεί το γεγονός ότι το όνομα steam ship περιλαμβάνεται στην επωνυμία τόσο της πρώτης όσο και της ήδη έκτης εφεσίβλητης (11ης εναγομένης), ή το ότι κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή η έκτη εφεσίβλητη εταιρία είναι ιδιοκτησίας του αδερφού του πέμπτου εφεσιβλήτου ιδιοκτήτη της υποναυλώτριας τέταρτης εφεσίβλητης. Κρίνοντας επομένως ομοίως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι ελλείπει ο αιτιώδης σύνδεσμος, απαραίτητη κατά τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη προϋπόθεση για τη θεμελίωση της υποχρέωσης προς αποζημίωση του άλλου αφού σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ ως ζημία εννοείται η βλάβη της περιουσίας, η οποία τελεί σε άμεση και αιτιώδη συνάφεια προς το ζημιογόνο γεγονός, δηλαδή την παράνομη συμπεριφορά, η οποία αποδίδεται όχι δε η έμμεση ή απώτερη εξ αντανακλάσεως ζημία, ορθά το νόμο εφήρμοσε τα όσα δε περί του αντιθέτου αναφέρονται τον πρώτο λόγο της κρινόμενης εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Κατά το άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, στην περίπτωση δε που λείπουν τα στοιχεία αυτά, το δικόγραφο της αγωγής είναι αόριστο.  Περαιτέρω η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση, και συνεπώς, για να είναι ορισμένη η σχετική αγωγή, το ενάγον νομικό πρόσωπο πρέπει να επικαλείται ειδικά (και στη συνέχεια να αποδεικνύει) ότι προσβλήθηκε η εμπορική πίστη του, η επαγγελματική υπόληψή του ή το εμπορικό μέλλον του ή η φήμη του, καθώς και τα αντίστοιχα θεμελιωτικά των προσβολών αυτών συγκεκριμένα περιστατικά (ΑΠ 382/2011 ΝοΒ 2011.2158).

Από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι αυτό στερείται περιεχομένου ως προς τη δυνατότητα ακριβούς προσδιορισμού με βάση το αναγραφόμενο ιστορικό του ποσού που ισχυρίζονται οι εκκαλούσες ότι παρακρατούσαν ως παράνομη επιπλέον προμήθεια οι εφεσίβλητες εταιρίες και οι νόμιμοι εκπρόσωποι αυτών. Ειδικότερα ενώ εκτίθεται ότι οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι (ήδη εφεσίβλητοι) αντί να τους υποδείξουν την 4η εναγομένη (εφεσίβλητη) ως ναυλώτρια και να συνάψουν οι εκκαλούσες απευθείας ναυλώσεις με αυτή παρενέβαλαν τις αρχικά 6 έως 8 εναγόμενες και έτσι παρακρατούσαν από το ναύλο που τους απέδιδαν τα χρόνια που ίσχυσαν τα ναυλοσύμφωνα και ότι με αυτόν τον τρόπο καταχράστηκαν τη νομική προσωπικότητα των δήθεν ναυλωτριών. Στη συνέχεια ενσωματώνουν στην αγωγή πίνακες από το πρόγραμμα excel που αναγράφουν για το κάθε πλοίο πλοιοκτησίας τους την ημερομηνία λήξη της ναύλωσης, την ισοτιμία ευρώ δολλαρίου την ημερομηνία αυτή και ακολούθως πίνακες με αριθμούς που αναφέρουν τη μεσιτική προμήθεια (1,25%) και την προμήθεια ναυλωτή (3,75 %) που υπολογίζουν σε ευρώ αν και στο τέλος του πίνακα της σελίδας 33 το άθροισμα των ποσών όλων των ετών όλων των πλοίων εμφανίζεται σε δολλάρια. Επομένως πρωτίστως δεν προκύπτει πως ανευρέθηκαν τα παραπάνω ποσά αφού δεν αναγράφεται το ύψος του ναύλου που είχε συμφωνηθεί να καταβάλλεται στις εκναυλώτριες εκκαλούσες. Έτσι όμως δεν παρέχεται η δυνατότητα στις εφεσίβλητες εναγόμενες να αμυνθούν αποκρούοντας με συγκεκριμένα οικονομικά μεγέθη (δεδομένου ότι αυτές ισχυρίζονται ότι η δεύτερη προμήθεια του 3,75% δεν είχε καμία σχέση με το ναύλο που αποδιδόταν στις εκκαλούσες, δηλαδή ουδόλως τον μείωνε). Οι εκκαλούσες ισχυρίζονται ότι δεν γνώριζαν τις ακριβείς συμφωνίες μεταξύ των εναγομένων και των εικονικών εταιριών που σε κάθε περίπτωση εμφάνιζαν ως ναυλώτριες. Σε αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε να συμπεριλάβουν στην αγωγή τους, το ύψος του ναύλου που αυτές γνώριζαν και επί των ποσών αυτών να υπολογίσουν την προμήθεια που παρακρατήθηκε παράνομα. Επιπλέον, το επιδιωκόμενο αγωγικό αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, καθόσον προς θεμελίωσή του σχετικού αιτήματος τους οι εκκαλούσες περιορίζονται στο να αναφέρουν ότι από τη συμπεριφορά των ήδη εφεσίβλητων προσβλήθηκε το κύρος, η φήμη και η επαγγελματική υπόληψη τους ενώ όπως ήδη προαναφέρθηκε αφενός η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα συνδέεται με συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση, της οποίας πρέπει να γίνεται ειδική επίκληση (εδώ το αίτημα περί αποζημίωσης ως προς τα ναύλα δεν είχε έρεισμα στο νόμο και το αίτημα περί της παρακρατηθείσας προμήθειας ναυλωτή δεν ήταν ορισμένο) και πέραν της ειδική επίκλησης και απόδειξης της υλικής αυτής ζημίας στη συνέχει το νομικό πρόσωπο πρέπει να επικαλείται ότι προσβλήθηκε η εμπορική πίστη του, η επαγγελματική υπόληψή του ή το εμπορικό μέλλον του ή η φήμη του, καθώς και τα αντίστοιχα θεμελιωτικά των προσβολών αυτών συγκεκριμένα περιστατικά. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε ως απαράδεκτα λόγω αοριστίας τα σχετικά αιτήματα ορθά το νόμο ερμήνευσε και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου εκτίθενται με τους δεύτερο και τέταρτο των λόγων εφέσεως είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.

‘Ηδη προαναφέρθηκε ότι κατά το άρθρο 216 του ΚΠολΔ η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμέ­νου της διαφοράς, γ) ορισμένο αίτημα. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 224 του ΚΠολΔ είναι απαράδεκτη η μεταβολή της βάσης της αγωγής, επιτρέπεται όμως στον ενάγοντα με τις κατατιθέμενες κατά το άρθρ. 237 § 1 του ίδιου Κώδικα προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή να διορ­θώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλε­ται έτσι η βάση της αγωγής του. Μεταβολή της βάσης της αγωγής αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΑΠ 1183/2015, ΑΠ 1428/2002, ΑΠ 177/2001, ΑΠ 221/1994, δημ. ΝΟΜΟΣ).Έτσι, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1525/2013, ΑΠ 43/2011). Η κατά τα άνω απαγόρευση της μεταβολής της βάσης της αγωγής αναφέρεται στα ουσιώδη στοιχεία της ιστορικής βάσης της αγωγής και όχι της νομικής της βάσης (ΑΠ 78/2011, ΑΠ 1854/2011, ΑΠ 1653/2010, ΑΠ 483/2001), καθόσον ο διάδικος δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεσθεί νομικές διατάξεις, επί των οποίων στηρίζει την αγωγή του, αφού η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την ιστορική βάση της αγωγής στον κατάλληλο νομικό κανόνα γίνεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο της ουσίας, βάσει της αρχής jura novit curia. Έτσι ο διάδικος μπορεί να επικαλεσθεί οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις από εκείνες που τυχόν είχε επικαλεσθεί με το δικόγραφο της αγωγής του (ΑΠ 597/2019 δημ. νόμος). Στη συγκεκριμένη περίπτωση με το δικόγραφο της αγωγής του οι εκκαλούσες ισχυρίστηκαν ότι ανατέθηκε στην πρώτη εφεσίβλητη να βρει ναυλωτές για τα πλοία τους έναντι μεσιτικής αμοιβής (προμήθειας) 1,25% επι του χρονοναύλου. Ότι ενώ η πρώτη εφεσίβλητη μέσω των εκπροσώπων και προστηθέντων της κατά τα ανωτέρω βρήκε ναυλώσεις κατά ταξίδι χωρίς πληρωμή επισταλιών για τα ανωτέρα πλοία για μεταφορά χαλικιών ασβεστόλιθου ή άλλων αδρανών υλικών από και προς λιμένες του Περσικού Κόλπου, με ναυλώτρια την τέταρτη εφεσίβλητη εταιρία με άγνωστη έδρα, της οποίας ιδιοκτήτης, διευθυντής και εκπρόσωπος είναι ο ήδη πέμπτος εφεσίβλητος αγνώστου διαμονής, εντούτοις αυτοί (τρείς πρώτοι εφεσίβλητοι), παραβιάζοντας την υποχρέωση πίστης που είχαν απέναντι στις ίδιες (εκκαλούσες), λόγω της ιδιότητάς τους ως μεσιτών τους. Ότι ειδικότερα αυτές, αντί να τους υποδείξουν ως ναυλώτρια την τέταρτη εφεσίβλητη και να συναφθούν ναυλώσεις μεταξύ αυτών και της τελευταίας, παρενέβαλαν μεταξύ τους δικές τους εταιρίες, ήτοι τις αρχικά έκτη, έβδομη και όγδοη των εναγομένων, ως προς τις οποίες όπως παραιτήθηκαν της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τις οποίες συνέστησαν τυπικά στα Νησιά Μάρσαλ, ενώ η πραγματική έδρα αυτών βρίσκεται στην Ελλάδα και μάλιστα στα γραφεία της πρώτης στον Πειραιά από όπου και ασκείται η διοίκησή τους από τον τρίτο απολιπόμενο εδώ εφεσίβλητο, αποκλειστικά για το σκοπό να ναυλώνουν τα ως άνω πλοία, χωρίς να έχουν επιχειρηματική υπόσταση ή εγκατάσταση ή οργάνωση ή προσωπικό, με χρονοναυλοσύμφωνα κατά ταξίδι, δηλαδή χρονοναύλωση με ημερήσιο ναύλο, η οποία θα διαρκούσε όσο ένα ή περισσότερα ταξίδια, και στην συνέχεια να τα υπεκναυλώνουν στην τέταρτη εφεσίβλητη. Στη συνέχεια αιτήθηκαν το ποσό που αντιστοιχούσε στην προμήθεια του 1,25% ως αποζημίωση από τις τρεις πρώτες εναγόμενες και εδώ εφεσίβλητες καθώς και από τις έκτη, έβδομη και όγδοη των εναγομένων (σελ. 45 αγωγής) ως προς τις οποίες παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της αγωγής (σελ. 10 των προτάσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) και στη σελίδα 18 της προσθήκη αντίκρουσης αναφέρουν ότι διεκδικούν ως αποζημίωση την προμήθεια του 1,25% από όλους του εναγόμενους και ειδικά ως προς την πρώτη εναγομένη (εδώ πρώτη εφεσίβλητη) επικουρικά ως αχρεωστήτως καταβληθείσας με βάση τη διάταξη του άρθρου 706 ΑΚ με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Όμως στο δικόγραφο της αγωγής αφενός δεν αναφέρονταν καθόλου περιστατικά τα οποία τυχόν επέφεραν την ακυρότητα συμβατικής σχέσεως και που συνιστούσαν το λόγο για τον οποίο η αιτία της περιουσιακής μετακίνησης δεν ήταν νόμιμη και αφετέρου δεν γινόταν ούτε απλή (έστω και έμμεση) επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης μεσιτείας ώστε να θεωρηθεί ότι εμπεριέχεται στο δικόγραφο της αγωγής το πραγματικό περιστατικό ότι η προμήθεια ποσοστού 1,25% δόθηκε αχρεωστήτως ούτε μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετη δικανική κρίση το παρόν Δικαστήριο το γεγονός ότι η διάταξη του άρθρου 706 του ΑΚ αναφερόταν στο δικόγραφο της αγωγής αφού όπως προαναφέρθηκε η απαγόρευση της μεταβολής της βάσης της αγωγής αναφέρεται στα ουσιώδη στοιχεία της ιστορικής βάσης της αγωγής και όχι της νομικής της βάσης και συνεπώς είναι εντελώς αδιάφορο ποιες διατάξεις αναφέρονται στο δικόγραφο αν δεν μπορούν να υπαχθούν σε αυτές τα αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά. Κρίνοντας έτσι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απορρίπτοντας ως απαράδεκτο το αίτημα περί καταβολής της ανωτέρω προμήθειας με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, διότι αυτό διατυπώθηκε για πρώτη φορά με την προσθήκη αντίκρουση των κατατεθεισών ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεων, ορθά το νόμο ερμήνευσε και επομένως τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό τρίτο λόγο εφέσεως κρίνονται αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.

Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που καταβλήθηκε από τις εκκαλούσες κατά την άσκηση της εφέσεως τους στο δημόσιο ταμείο αφού το ένδικο μέσο απορρίπτεται (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ) ενώ τα δικαστικά έξοδα του, παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών λόγω του δυσερμήνευτου των νομικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).  Τέλος,  για την περίπτωση άσκησης αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης από τους ερημοδικαζόμενους εφεσίβλητους, πρέπει να οριστεί παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ),  όπως ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της πρώτης και τρίτου των εφεσιβλήτων και με τη δικονομική παρουσία των λοιπών διαδίκων την από 7.2.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………… έφεση κατά της με αριθμό 1054/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία ερήμην τέταρτης, πέμπτου και ενδέκατης των εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την υπόθεση επί της με αριθμό …………/2016 αγωγής

Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση της ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα  (290) ευρώ για καθένα από τους ερημοδικαζόμενους εφεσίβλητους

Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό …………….. ποσού 150 ευρώ που καταβλήθηκε από τις εκκαλούσες κατά την άσκηση της εφέσεως τους.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 2α Απριλίου 2020   και δημοσιεύθηκε στις  15 Μαΐου  2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ