Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 379/2020

Αριθμός     379/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (όπως αυτά ισχύουν, ως εκ του χρόνου άσκησης της έφεσης, μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο τρίτου του Ν. 4335/2015) και 528 ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), προκύπτει ότι ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο, που δικάσθηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης (ΑΠ 394/2011, ΧρΙΔ 2012/55, ΑΠ 829/2008, ΝοΒ 2008/2457, ΑΠ 1015/2005, ΕλλΔ/νη 2005/1100) και αναδικάζεται η υπόθεση από το Εφετείο, ενώπιον του οποίου η συζήτηση γίνεται πλέον προφορικά. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έτσι δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνο πληρεξουσίων ότι δεν θα παρασταθούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Η ως άνω δε απαγόρευση της παράστασης με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου στην περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ, ισχύει όχι μόνο για το διάδικο, ο οποίος δικάσθηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, αλλά και για τον αντίδικο του, ο οποίος είχε παρασταθεί κανονικά στον πρώτο βαθμό. Τούτο σαφώς προκύπτει από τις προαναφερόμενες διατάξεις, γιατί διαφορετικά, χωρίς δηλαδή την πραγματική παράσταση όλων των διαδίκων, προφορική συζήτηση δεν νοείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακρόασης και κατ` αντιδικία συζήτησης της υπόθεσης για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. (ΑΠ 1040/2013, ΧρΙΔ 2014/128, ΑΠ 280/2012 και ΑΠ 251/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 158/2010, ΕλλΔ/νη 2011/1386, ΑΠ 1368/2008, ΕλλΔ/νη 2011/454, ΕφΑθ 2646/2011, ΕφΑΔ 2011/1066). Εάν ο μη προσηκόντως παριστάμενος και γι’ αυτό ερήμην δικαζόμενος διάδικος είναι ο εκκαλών, τότε η έφεση του απορρίπτεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 ΚΠολΔ και η απόρριψη συντελείται κατ` ουσίαν, ανεξάρτητα από την υποβολή ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσιβλήτου, διότι ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράσταση του θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1478/ 2019, ΑΠ 11/2016, ΑΠ 93/ 2013, ΑΠ 280/ 2012, ΑΠ 1858/2014 ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα, που προσκομίζονται προκύπτουν τα ακόλουθα: Επί της από 2-11-2016 (γεν. αριθμ. καταθ. ………../2016) αγωγής του εναγόντων ήδη εφεσίβλητων, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  εναντίον της εναγομένης ήδη εκκαλούσας, εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ερήμην της εναγομένης, η υπ΄αριθμ. 2700/2018 οριστική απόφασή του, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη.

Με την από 16-7-2018 (γεν.αριθμ.καταθ……../2018) υπό κρίση έφεση, η εκκαλούσα – εναγομένη  προσέβαλε την πρωτόδικη ως άνω απόφαση. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης ορισθείσα δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε νομίμως από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εκκαλούσα παραστάθηκε με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώ οι εφεσίβλητοι παραστάθηκαν, η μεν πρώτη με και οι λοιποί  διά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους. Σύμφωνα, όμως, με τα εκτιθέμενα στην ως άνω νομική σκέψη, στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, είναι υποχρεωτική ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου η προφορική συζήτηση της υπόθεσης και δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Επομένως, πρέπει, σύμφωνα και με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε στην αρχή της παρούσας, να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων αυτής, να ορισθεί το παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (αρθρ. 501, 502 παρ.1 505 παρ.2 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος εκκαλούσας (αρθρ. 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ) όπως ειδικότερα καθορίζονται στο διατακτικό.

Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που η εκκαλούσα κατέθεσε, κατ` άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εκκαλούσας.

‘Ορίζει το παράβολο άσκησης ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.

Απορρίπτει την έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 2700/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ. ΚΑΙ

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e – παραβόλου άσκησης έφεσης που κατέθεσε η εκκαλούσα με κωδικό ……../2018, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  18 Μαΐου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ