Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 382/2020

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα. Συνεκδίκαση έξι (6) εφέσεων – 3 κύριες αγωγές. Ψυχική οδύνη λόγω θανάτου του οδηγού & Ηθική βλάβη λόγω τραυματισμού του συνεπιβαίνοντος. ΄Εννοια οικογένειας θανόντος. Σύντροφος. Ζώνη ασφαλείας & αιτιώδης σύνδεσμος με το επελθόν θανατηφόρο αποτέλεσμα. Απορρίπτει ένσταση συνυπαιτιότητας θανόντος για την πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος. Απορρίπτειουσία εφέσεις.

 

Αριθμός Απόφασης:   382/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: Α) Η υπό στοιχείο Α΄ από 27/06/2018 έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγόντων της με Γεν. Aριθμ. Kατάθ. …./11-08-2016 και Αριθμ. Kατάθ. …./11-08-2016 υπό στοιχείο (Β) αγωγής (πλην της πρώτης εξ αυτών, ως προς την οποία, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο, πριν το Δικαστήριο προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, δηλώθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της παραίτηση από το δικόγραφο της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης κατά της προσβαλλόμενης με αυτή απόφασης, καταχωριζομένης της δηλώσεως αυτής στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης), που κατατέθηκε, στις 28-06-2018, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …/2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 28-06-2018, στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2018. Β) Η υπό στοιχείο Β΄ από 09/06/2018 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας της με Γεν. Aριθμ. Kατάθ. …../29-06-2016 και Αριθμ. Κατάθ. …../29-06-2016 υπό στοιχείο (Α) αγωγής, που κατατέθηκε, στις 12-07-2018, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 12-07-2018, στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2018, Γ) Η υπό στοιχείο Γ΄ από 18-07-2018 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας δεύτερης των εναγομένων των υπό στοιχείο Α΄ και Γ΄ με Γεν. Aριθμ. Kατάθ. …./29-06-2016 και Αριθμ. Kατάθ. …../29-06-2016 και με Γεν. Aριθμ. Kατάθ. …./02-11-2016 και Αριθμ. Κατάθ. …./ 02-11-2016 ως άνω αγωγών αντίστοιχα, που κατατέθηκε, στις 23-07-2018, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 23-07-2018 στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2018, Δ) Η υπό στοιχείο Δ΄ από 24-07-2018 έφεση του εν μέρει ηττηθέντος πρώτου των εναγομένων και των τριών ως άνω αγωγών, που κατατέθηκε, στις 24-07-2018, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 08-10-2018, στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2018, Ε) Η υπό στοιχείο Ε΄ από 07/01/2019 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας υπό στοιχείο Β΄ ως άνω με Γεν. Aριθμ. Kατάθ. …./11-08-2016 και Αριθμ. Kατάθ. …./11-08-2016 αγωγής και ήδη εκκαλούσας της υπό στοιχείο Ε΄ εφέσεως της, που κατατέθηκε, στις 08/01/2019, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 08/01/2019, στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2019, Στ) Η υπό στοιχείο Στ΄ από 15-02-2019 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας της με Γεν. Aριθμ. Kατάθ. …/02-11-2016 και Αριθμ. Κατάθ. ……/ 02-11-2016 αγωγής, που κατατέθηκε, στις 18/02/2019, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …/2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 18/02/2019, στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …/2019,  οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της υπ’ αριθμ. 1264/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών – αυτοκινητικές διαφορές (άρθρο 614 ΚΠολΔ) και οι οποίες (εφέσεις) πρέπει, πλην της υπό στοιχείο Α΄ από 27/06/2018 έφεσης ως προς την πρώτη εκκαλούσα αυτής, ………. ………., ως προς την οποία η έφεση θεωρείται ως μη ασκηθείσα και η δίκη πρέπει να κηρυχθεί καταργημένη, να ενωθούν, κατά τα λοιπά και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

Οι υπό κρίση ως άνω εφέσεις, κατά της υπ’ αριθμ. 1264/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών – αυτοκινητικές διαφορές (άρθρο 614 ΚΠολΔ), έχουν ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, όπως δεν αμφισβητείται ειδικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518, όπως η τελευταία διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015- και 520 ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από έκαστο των εκκαλούντων στο δημόσιο ταμείο το προσήκον παράβολο για την προκείμενη διαφορά, οι υπό κρίση υπό στοιχεία Α΄ (πλην της πρώτης εκκαλούσας), Β΄ και Γ΄ εφέσεις πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες κατά τα προεκτεθέντα.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ασκήθηκαν: Α) η με Γενικό αριθμό κατάθεσης …../29-06-2016 και Αριθμό κατάθεσης …../29-06-2016 αγωγή, Β) η με Γενικό αριθμό κατάθεσης …./11-08-2016 και Αριθμό κατάθεσης …./11-08-2016 αγωγή και Γ) η με Γενικό αριθμό κατάθεσης …./02-11-2016 και Αριθμό κατάθεσης …/ 02-11-2016 αγωγή. Ειδικότερα: Α) Με την υπό στοιχείο Α΄ με Γεν. Aριθμ. Kατάθ. …./29-06-2016 και Αριθμ. Kατάθ. …./29-06-2016 αγωγή, την οποία άσκησε η ……….., εναντίον των: 1) …….. και 2) Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……………», με έδρα την Κύπρο, και διατηρούσας στην Ελλάδα Κεντρικό Υποκατάστημα εδρεύον στο … όπως νόμιμα εκπροσωπείται, κατ’ ορθή εκτίμηση, ισχυρίστηκε ότι, κατά τον αναφερόμενο σ’ αυτή τόπο και χρόνο, ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ………… I. X. Ε. αυτοκίνητο της ιδιοκτησίας του, εργοστασίου κατασκευής Scoda, τύπου Octavia, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την αστική κάλυψη των προς τρίτους ζημιών στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά του, το περιγραφόμενο στην αγωγή αυτοκινητικό ατύχημα, και συγκεκριμένα από αμέλειά του (και υπό από τις συνθήκες που ειδικότερα περιγράφονται στην αγωγή) έγινε υπαίτιος σύγκρουσης του άνω αυτοκινήτου του, με το οδηγούμενο από τον ……… υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …….. FORD όχημα, ιδιοκτησίας του τελευταίου, από τη σύγκρουση δε αυτή προκλήθηκε ο θάνατος του οδηγού του δευτέρου οχήματος, ……….., αδελφού της ενάγουσας. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα της υπό στοιχείο Α΄ αγωγής, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος της, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό στο σύνολό του, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που έγινε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες προτάσεις, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρον, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους, να καταβάλουν, σε αυτήν, το συνολικό ποσό των 100.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, με τους νόμιμους τόκους, από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής Β) Με την υπό στοιχείο Β΄ με Γεν. Aριθμ. Kατάθ. …./11-08-2016 και Αριθμ. Kατάθ. …../11-08-2016 αγωγή, την οποία άσκησαν οι 1) ……….., ατομικά και ως ασκούσα την επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας της, ……….., 2) ……….., 3) ……….., 4) ………, εναντίον των: 1) ……….. και 2) Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…..», με έδρα την Κύπρο, και διατηρούσα στην Ελλάδα Κεντρικό Υποκατάστημα εδρεύον στο …. όπως νόμιμα εκπροσωπείται, κατ’ ορθή εκτίμηση, ισχυρίστηκαν ότι, κατά τον αναφερόμενο σ’ αυτή τόπο και χρόνο, ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …………. I.X.Ε. αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του, εργοστασίου κατασκευής Scoda τύπου Octavia, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την αστική κάλυψη των προς τρίτους ζημιών στη δεύτερη των εναγόμενων ασφαλιστική εταιρία, προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά του, το περιγραφόμενο στην αγωγή αυτοκινητικά ατύχημα, και συγκεκριμένα από αμέλειά του (όπως ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή) έγινε υπαίτιος σύγκρουσης του άνω αυτοκινήτου του, με το οδηγούμενο από τον ………., υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …………. FORD όχημα, ιδιοκτησίας του τελευταίου, από τη σύγκρουση δε αυτή προκλήθηκε ο θάνατος του οδηγού του δεύτερου αυτοκινήτου, ……….., συζύγου της πρώτης ενάγουσας, πατέρα της δεύτερης και τρίτης των εναγουσών και αδελφού των πέμπτου και έκτου των εναγόντων, καθώς, επίσης, υπέστη υλικές ζημιές το προαναφερόμενο όχημα αυτού το οποίο κληρονόμησε ως εξαίρετο η σύζυγος αυτού, πρώτη ενάγουσα (ως προς την οποία δηλώθηκε παραίτηση από το δικόγραφο της υπό κρίση εφέσεως). Με βάση το προαναφερόμενο ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες της υπό στοιχείο (Β) αγωγής, μετά από παραδεκτό περιορισμό των αγωγικών κονδυλίων χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ψυχικής οδύνης, από καταψηφιστικά σε εν μέρει αναγνωριστικά, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, που έγινε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, αλλά και με τις εμπρόθεσμα και νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις, όπως αναλυτικά προεκτέθηκε, ζήτησαν: 1. Η πρώτη ενάγουσα, χήρα ……….. να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρον, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους, να καταβάλουν, σε αυτή ατομικά: α) Το ποσό των 60.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, με τους νόμιμους τόκους, από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση, β) Το ποσό των 1.435,00 ευρώ ως αποζημίωση για τα έξοδα κηδείας του θανόντος συζύγου της ………., που αυτή κατέβαλε, γ) Το ποσό 5.000,00 ευρώ, ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη, λόγω της πλήρους καταστροφής του οδηγούμενου από τον θανόντα οχήματος, FORD FIESTA το οποίο κληρονόμησε η πρώτη ενάγουσα, σύζυγός του θανόντος ως εξαίρετο. 2. Η πρώτη ενάγουσα, χήρα ……. υπό την ιδιότητά της ως ασκούσης τη γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης της, ………… και για λογαριασμό αυτής της τελευταίας: α) Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρον, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους, να καταβάλουν, σε αυτήν, για λογαριασμό της ανήλικης κόρης της, της οποίας την επιμέλεια ασκεί το ποσό των 60.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, με τους νόμιμους τόκους, από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. β) Να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρον, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους, να καταβάλουν σε αυτήν το συνολικό ποσό των 50.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, με τους νόμιμους τόκους, από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση. 3. Η τρίτη ενάγουσα, θυγατέρα του θανόντα, ………: α) Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρον, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους, να καταβάλουν, σε αυτήν, το ποσό των 50.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, με τους νόμιμους τόκους, από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. β) Να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρον, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους, να καταβάλουν σε αυτήν το συνολικό ποσό των 50.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, με τους νόμιμους τόκους, από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση. 4. Οι τέταρτος και πέμπτος ενάγοντες, αδελφοί του θανόντα, ……….: α) Να υποχρεωθούν ότι οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρον, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους, να καταβάλουν, σε καθένα από αυτούς το ποσό των 25.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, με τους νόμιμους τόκους, από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση. β) Να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρον, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους, να καταβάλουν σε καθένα από αυτούς το συνολικό ποσό των 25.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, με τους νόμιμους τόκους, από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση. Γ) Με την υπό στοιχείο Γ΄ με Γεν. Aριθμ. Kατάθεσης …../02-11-2016 και Αριθμ. Κατάθ. …../ 02-11-2016 αγωγή της ……….., εναντίον των 1) ……. και 2) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας με την επωνυμία «…………. », με έδρα την Κύπρο, και διατηρούσα στην Ελλάδα Κεντρικό Υποκατάστημα εδρεύον στο ….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η ενάγουσα, κατ’ ορθή εκτίμηση αυτής, ισχυρίστηκε ότι, κατά τον αναφερόμενο σ’ αυτή τόπο και χρόνο, ο πρώτος εναγόμενος, οδηγώντας το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ……….. I.X.Ε. εργοστασίου κατασκευής Scoda Octavia αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την αστική κάλυψη των προς τρίτους ζημιών στην δεύτερη των εναγομένων ασφαλιστική εταιρία, προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά του, το περιγραφόμενο στην αγωγή αυτοκινητικό ατύχημα, και συγκεκριμένα από αμέλειά του (όπως ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή) έγινε υπαίτιος σύγκρουσης του άνω αυτοκινήτου του, με το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ………… ΦΟΡΝΤ ΦΙΕΣΤΑ όχημα ιδιοκτησίας του ……, το οποίο οδηγούσε ο τελευταίος και στο οποίο επέβαινε η ίδια ως συνοδηγός και ότι λόγω της σύγκρουσης, τραυματίστηκε η ίδια και προκλήθηκε ο θανατηφόρος τραυματισμός του ………. επί σειρά ετών συντρόφου και συμβίου της. Με βάση δε το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που έγινε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, αλλά και με τις εμπρόθεσμα και νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις και παραδεκτή διόρθωση με προφορική δήλωση στο ακροατήριο και τις έγγραφες προτάσεις του περιεχομένου της, στην σελίδα εννέα (9), στην πρώτη σειρά από το εσφαλμένο «αδελφού μου» στο ορθό «συντρόφου μου» και στην ίδια σελίδα, στην τρίτη σειρά από το τέλος της δεύτερης παραγράφου, από το εσφαλμένο «θάνατο του αδελφού μου» στο ορθό «θάνατο του συντρόφου μου», ζήτησε: α) Να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται, ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρον, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους, να καταβάλουν, σε αυτήν το συνολικό ποσό των 130.044,00 ευρώ, επιφυλασσόμενη να ασκήσει πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσού, 44 ευρώ στα ποινικά δικαστήρια και ειδικότερα: i) Το ποσό των 30.022,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την πρόκληση του επίδικου τροχαίου και ii) Το ποσό των 100.022,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, που προκλήθηκε σε αυτή από τον θάνατο του επί 14 ετών συντρόφου της, θανόντα …….. με τους νόμιμους τόκους, από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 1264/2018 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση και συνεκδίκαση των ως άνω τριών (3) αγωγών, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών – αυτοκινητικών διαφορών (άρθρο 614 του ΚΠολΔ): Α)  Δέχθηκε εν μέρει τη με αριθμό κατάθεσης ……/ 29-06-2016 υπό στοιχείο (Α) αγωγή και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρο ο καθένας, υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα της (Α) αγωγής, …….., το ποσό των 35.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, καταδίκασε δε τους εναγομένους, να πληρώσουν μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, ποσού οκτακόσιων (800,00) ευρώ. Β) 1. Ανέβαλε τη συζήτηση της με αριθμό κατάθεσης ………../11-08-2016 υπό στοιχείο (Β) αγωγής, ως προς το αγωγικό κονδύλιο αποζημίωσης, ποσού 1.435,00 ευρώ ως αποζημίωση της υλικής ζημιάς που υπέστη η πρώτη ενάγουσα της (Β) αγωγής για τα έξοδα κηδείας του θανόντα συζύγου της ……….., που αυτή κατέβαλε, προκειμένου να προσκομιστεί επιμελεία της βεβαίωση χορήγησης, ή μη επιδόματος για έξοδα κηδείας από τον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα του θανόντα, καθώς και ως προς το αγωγικό κονδύλιο καταβολής ποσού 5.000 ευρώ ως αποζημίωση της υλικής ζημιάς, που υπέστη η πρώτη ενάγουσα της (Β) αγωγής, λόγω της καθολικής καταστροφής του με αριθμό …………… ΙΧΕ αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής FORD τύπου Fiesta, προκειμένου να προσκομιστεί επιμελεία αυτής, κληρονομητήριο ή πιστοποιητικό περί μη δημοσίευσης διαθήκης, πιστοποιητικό περί μη άσκησης αγωγής κατά του κληρονομικού της δικαιώματος, καθώς και πιστοποιητικό της Γραμματείας του οικείου Πρωτοδικείου, από το οποίο να αποδεικνύεται αν έλαβε χώρα συζήτηση της με αριθμό ……./2016 κατάθεσης αγωγής διαζυγίου του θανόντα κατά αυτής και δέχθηκε, κατά τα λοιπά, εν μέρει την αγωγή, υποχρέωσε δε τους εναγόμενους, ευθυνομένους αλληλέγγυα και εις ολόκληρο ο καθένας να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα της (Β) αγωγής, ……….. (ως προς την οποία δηλώθηκε, κατά τ’ ανωτέρω, παραίτηση από το δικόγραφο της υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως), το ποσό των 30.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την αμέσως προηγουμένη καταψηφιστική της διάταξη για το ποσό των 15.000,00 ευρώ, 2. υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρο ο καθένας να καταβάλουν στη δεύτερη ενάγουσα της (Β) αγωγής, …………, το ποσό των 50.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την αμέσως προηγουμένη καταψηφιστική της διάταξη για το ποσό των 50.000,00 ευρώ και αναγνωρίστηκε ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρο υποχρεούνται να καταβάλουν στη δεύτερη ενάγουσα της (Β) αγωγής, ………., το ποσό των 50.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, 3. Υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρο ο καθένας να καταβάλουν στην τρίτη ενάγουσα της (Β) αγωγής, ………, το ποσό των 50.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη για το ποσό των 30.000,00 ευρώ και αναγνωρίστηκε ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρο υποχρεούνται να καταβάλουν στη δεύτερη ενάγουσα της (Β) αγωγής, ………., το ποσό των 15.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. 4. Υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρο ο καθένας να καταβάλουν στον τέταρτο ενάγοντα της (Β) αγωγής, ………, το ποσό των 25.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την αμέσως προηγουμένη καταψηφιστική της διάταξη για το ποσό των 15.000,00 ευρώ και αναγνωρίστηκε ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρο, υποχρεούνται να καταβάλουν στον τέταρτο ενάγοντα της (Β) αγωγής, ………., το ποσό των 10.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, υποχρεώθηκαν δε οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρο ο καθένας να καταβάλουν στον πέμπτο ενάγοντα της (Β) αγωγής, ………., το ποσό των 25.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την αμέσως προηγουμένη καταψηφιστική της διάταξη για το ποσό των 15.000,00 ευρώ και αναγνωρίστηκε ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρο, υποχρεούνται να καταβάλουν στον πέμπτο ενάγοντα της (Β) αγωγής, …………, το ποσό των 10.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, καταδικάστηκαν δε οι εναγόμενοι να πληρώσουν μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, ποσού δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ. Γ) Δέχθηκε εν μέρει τη με αριθμό κατάθεσης ………./ 02-11-2016 και υπό στοιχείο (Γ) αγωγή, αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρο υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα της (Γ) αγωγής, ………., το ποσό των 30.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση και καταδίκασε τους εναγομένους, να πληρώσουν μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, ποσού οκτακόσιων (800,00) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται: Α) οι ενάγοντες της με Γεν. Aριθμ. Kατάθ. …../11-08-2016 και Αριθμ. Kατάθ. ……/11-08-2016 υπό στοιχείο (Β) αγωγής και ήδη εκκαλούντες της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, με την από 27/06/2018 έφεσή τους, που κατατέθηκε, στις 28-06-2018, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 28-06-2018, στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2018, για τους αναφερομένους στην έφεσή τους λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και να εξαφανιστεί άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη. Β) η ενάγουσα της με Γεν. Aριθμ. Kατάθ. …./29-06-2016 και Αριθμ. Κατάθ. …../29-06-2016 υπό στοιχείο (Α) αγωγής και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, με την από 09/06/2018 έφεσή της, που κατατέθηκε, στις 12-07-2018, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 12-07-2018, στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2018, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και να εξαφανιστεί άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη. Γ) η δεύτερη των εναγομένων των υπό στοιχείο Α΄ και Γ΄ με Γεν. Aριθμ. Kατάθ. …./29-06-2016 και Αριθμ. Kατάθ. …../29-06-2016 και με Γεν. Aριθμ. Kατάθ. …../02-11-2016 και Αριθμ. Κατάθ. ……/ 02-11-2016 ως άνω αγωγών αντίστοιχα και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Γ΄ εφέσεως, με την από 18-07-2018 έφεσή της, που κατατέθηκε, στις 23-07-2018, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 23-07-2018 στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2018, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και να εξαφανιστεί άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη. Δ) ο πρώτος των εναγομένων και των τριών ως άνω αγωγών και ήδη εκκαλών της υπό στοιχείο Δ΄ έφεσης με την από 24-07-2018 έφεσή του, που κατατέθηκε, στις 24-07-2018, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 08-10-2018, στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2018 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2018, για τους αναφερομένους στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και να εξαφανιστεί άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη. Ε) η δεύτερη των εναγομένων της υπό στοιχείο Β΄ ως άνω με Γεν. Aριθμ. Kατάθ. …../11-08-2016 και Αριθμ. Kατάθ. …./11-08-2016 αγωγής και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Ε΄ εφέσεως με την από 07/01/2019 έφεσή της, που κατατέθηκε, στις 08/01/2019, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …./2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 08/01/2019, στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης ……./2019, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και να εξαφανιστεί άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη. Στ) η ενάγουσα της με Γεν. Aριθμ. Kατάθ. …../02-11-2016 και Αριθμ. Κατάθ. …../ 02-11-2016 αγωγής και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Στ΄ έφεσης με την από 15/02/2019 έφεσή της, που κατατέθηκε, στις 18/02/2019, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 18/02/2019, στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμό Κατάθεσης …../2019, οι οποίες (εφέσεις) προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και να εξαφανιστεί άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη.

Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 300, 330 εδ. β’ και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή, που, αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 του Α.Κ., να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 146/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 632/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1756/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1754/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1727/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1652/2017 Δημ. Νόμος). Η πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια, με την παραπάνω έννοια, δεν αποκλείεται για το λόγο ότι στην επέλευση ή την έκταση της ζημίας συντέλεσε και ειδική προδιάθεση του ίδιου του παθόντος, ενώ δεν αίρεται η πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια, όταν μετά την επέλευση του επιβλαβούς αποτελέσματος επέρχεται άλλο γεγονός, το οποίο επιτείνει το αποτέλεσμα, που είχε επέλθει, εφόσον στην επίταση αυτού συνέτεινε η κατάσταση στην οποία βρισκόταν το βλαπτόμενο πρόσωπο εξ αιτίας του προηγούμενου γεγονότος (ΑΠ 128/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 129/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1257/2001 ό.π., ΕφΔωδ 71/2004 ΤΝΠΔΣΑθ). Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται, επίσης, κατ’ αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ’ ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημιώσεως ή τη μείωση του ποσού της (άρθρο 300 του Α.Κ.) (ΑΠ 1051/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Ειδικότερα, από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι οι έννοιες της αμέλειας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος, κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ως προς το εάν τα περιστατικά, που το δικαστήριο της ουσίας δέχεται ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν την έννοια του συντρέχοντος πταίσματος. Αντιθέτως, ο καθορισμός της βαρύτητας του πταίσματος και του ποσοστού, κατά  το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, αφορά εκτίμηση πραγμάτων, που δεν ελέγχεται ακυρωτικώς (ΑΠ 146/2018 ό.π., ΑΠ 1051/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π., ΑΠ 1613/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1455/2012 ό.π., ΑΠ 530/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 686/2011 Δημ. Νόμος). Τα πιο πάνω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ (ΑΠ 1756/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1727/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί, όμως, στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος (ΑΠ 632/2018 ό.π., ΑΠ 146/2018 ό.π., ΑΠ 1051/2017 ό.π., ΑΠ 2081/2017 ό.π., ΑΠ 1727/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1652/2017 ό.π., ΑΠ 1685/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π., ΑΠ 158/2016 ό.π., ΑΠ 100/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2131/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2266/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1669/2012 ό.π., ΑΠ 1613/2012 ό.π., ΑΠ 1455/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 533/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 530/2012 ό.π., ΑΠ 228/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 686/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1354/2008 ό.π., ΑΠ 1071/2008 ό.π., ΑΠ 428/2008 ό.π., ΑΠ 1230/2007 ό.π., ΑΠ 1961/2006 ό.π., ΑΠ 75/2005 ό.π.), ενώ μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο ΚΟΚ, στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών (ΑΠ 632/2018 ό.π., ΑΠ 146/2018 ό.π., ΑΠ 1754/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1500/2002 ΕλλΔικ 2003.420, ΑΠ 1070/2001 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρ. 19 παρ. 1 του Κ.Ο.Κ., «Ο οδηγός του οδικού οχήματος, επιβάλλεται να έχει τον έλεγχο του οχήματός του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς”, κατά την παρ. 2, «ο οδηγός επιβάλλεται να ρυθμίζει την ταχύτητα του οχήματός του λαμβάνων συνεχώς υπόψη του τις επικρατούσες συνθήκες, ιδιαίτερα δε τη διαμόρφωση του εδάφους, την κατάσταση και τα χαρακτηριστικά της οδού, την κατάσταση και το φορτίο του οχήματός του, τις καιρικές συνθήκες και τις συνθήκες κυκλοφορίας, κατά τρόπο ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματός του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο, που μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού. Υποχρεούται επίσης να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του και, σε περίπτωση ανάγκης, να διακόπτει την πορεία του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν.» και κατά την παρ. 3, «Ιδιαίτερα, ο οδηγός επιβάλλεται να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του σε τμήματα της οδού με περιορισμένο πεδίο ορατότητας, στις στροφές, πλησίον των σχολείων, πλησίον των ισόπεδων οδικών κόμβων, στις απότομες κατωφέρειες,…, κατά τη διέλευσή του από κατοικημένες περιοχές, …, ως και σε κάθε άλλη ειδική περίπτωση, που επιβάλλεται μετριασμός ταχύτητας (ΑΠ 632/2018 ό.π., ΑΠ 146/2018 ό.π., ΑΠ 1754/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1727/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1652/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2004 ΕλλΔικ 2005.78). Κατά το άρθρο δε 16 παρ. 1 και 4 του Κ.Ο.Κ. «1. Στο οδικό δίκτυο της χώρας ισχύει η δεξιά κατεύθυνση κυκλοφορίας. Ο οδηγός κάθε οχήματος υποχρεούται, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1 και 17 παρ. 6 του παρόντος Κώδικα, να οδηγεί το όχημά του πλησίον του δεξιού άκρου του οδοστρώματος και αν ακόμη ολόκληρο το οδόστρωμα είναι ελεύθερο…» (βλ. σχετ. ΑΠ 1652/2017 ό.π., ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος). Επισημαίνεται ότι η παράβαση του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 2696/1999 (ΚΟΚ) θεσπίστηκε για τη μη παρακώλυση της κυκλοφορίας των οχημάτων που κινούνται στο ίδιο ρεύμα κυκλοφορίας και μάλιστα σε οδό, που έχει περισσότερες λωρίδες ανά κατεύθυνση, και όχι προς αποφυγή σύγκρουσης με όχημα που κινείται στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και το πλησιάζει από τα αριστερά του, αλλά μέσα στο ρεύμα πορείας του (ΑΠ 69/2017 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι “οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, διατρέχει το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιική αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές, που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Από τα παραπάνω συνάγεται ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια, που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με τη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και μέσον ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας ελέγχονται από τον Άρειο Πάγο ως πλημμέλειες από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ 752/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 932 του Α.Κ., “…σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το Δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης…”. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών (ΑΠ 1572/2018 ό.π., ΑΠ 752/2018 ό.π.). Από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, ή την ψυχική οδύνη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, ή την ψυχική οδύνη που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος) με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ή της ψυχικής οδύνης ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Έτσι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ. αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΑΠ 1572/2018 ό.π., ΑΠ 2081/2017 ό.π., ΑΠ 747/2017 ό.π., ΑΠ 1207/2017 ό.π.). Περαιτέρω και πλέον των όσων έχουν εκτεθεί, οι ως άνω συνθήκες (βαθμός πταίσματος, μέγεθος προσβολής, κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών κ.λπ.), λαμβάνονται υπόψη, για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος και επομένως δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση κάποιας από αυτές ή των ειδικότερων προσδιοριστικών στοιχείων τους στην απόφαση, να είναι αναγκαία, για την πληρότητα της σχετικής αιτιολογίας της, αλλά το δικαστήριο αποφαίνεται γι` αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1572/2018 ό.π., ΑΠ 600/2018, ΑΠ 322/2014, ΑΠ 285/2012).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 997/2017 ό.π.). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 ό.π.). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 997/2017 ό.π., ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). «Κεφάλαιο» δε θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης. Ως εκ τούτου, οι τόκοι, που αποτελούν “παρεπόμενη” σε σχέση με την κύρια απαίτηση αξίωση και δεν είναι επιτρεπτή η επιδίκασή τους, χωρίς σχετική αίτηση, αποτελούν χωριστό “κεφάλαιο” και είναι ζήτημα εκτίμησης του δικογράφου της έφεσης, που υπόκειται, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αν με αυτή προσβάλλεται και το κεφάλαιο των τόκων. Και ναι μεν το κεφάλαιο των τόκων συνέχεται αναγκαστικά με το κεφάλαιο για την κύρια απαίτηση, η έννοια, όμως, του “αναγκαστικά συνεχόμενου κεφαλαίου” (που προβλέπεται μόνο επί πρόσθετων λόγων έφεσης – άρθρ. 520 παρ. 2 – και αντέφεσης – άρθρ. 523) δεν αφορά, κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, και το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης (ΑΠ 579/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 340 του Κ.Πολ.Δ. 591 παρ. 1 και 614 παρ. 6 του Κ.Πολ.Δικ. συνάγεται ότι το δικαστήριο και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (και δη για ζημιές από αυτοκίνητο και από την σύμβαση ασφαλίσεως αυτού, όπως και για απαιτήσεις μεταξύ των ασφαλιστικών εταιριών), για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση και έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, κατ` αντιδιαστολή προς τα λοιπά έγγραφα και εν γένει προς τα άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία φέρονται ότι ελήφθησαν υπόψη προς σχηματισμό της κρίσεώς του. Βέβαια δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει το λόγο της αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ` του Κ.Πολ.Δικ. υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, που επικαλείται ο διάδικος, ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο αποδείξεως (Ολ.ΑΠ 14/2005 και 2/2008, ΑΠ 808/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 895/ 2011). Τέλος, κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν με την επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, εκτιμώμενες δε και σταθμιζόμενες ανάλογα με το λόγο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας καθενός από τους εξετασθέντες, σε συνδυασμό με όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3 , 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1201/2007 Δημ. Νόμος), από την τεχνική πραγματογνωμοσύνη του πραγματογνώμονα, …………., η οποία διατάχθηκε, δυνάμει της με αριθμό απόφασης 2514/9/4-στ-27/1/2016, του Β’ Τμήματος Τροχαίας Αυτοκινητοδρόμων, και με αριθμό πρωτοκόλλου …., και την από 26-01-2016 έκθεση του τεχνικού συμβούλου για την δεύτερη εναγομένη, ……….., ο οποίος κατέθεσε και ως μάρτυρας, την από 22-04-2016 Ιατροδικαστική Έκθεση Νεκροψίας -Νεκροτομής της Καθηγήτριας Ιατροδικαστή … …, τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία που ειδικά αναφέρονται στη συνέχεια (άρθρο 261 του ίδιου κώδικα), από τις φωτογραφίες, που προσκομίζονται νόμιμα μ’ επίκληση, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε από τον εναγόμενο, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 26-1-2016, ημέρα Τρίτη, και περί ώρα 05.55 π.μ., στο 18,5 χιλιόμετρο της Εθνικής Οδού, Αθηνών Λαμίας, στο ύψος της Μεταμόρφωσης, ο …….., οδηγώντας το με αριθμό ……… εργοστασίου κατασκευής FORD, τύπου FIESTA, αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του, 1.000 κ.κ., με συνοδηγό την ενάγουσα της υπό στοιχείο (Γ) αγωγής, ………., εκινείτο στην προαναφερόμενη οδό και ειδικότερα στη μεσαία λωρίδα αυτής, με κατεύθυνση από Αθήνα προς Λαμία, με ταχύτητα περίπου 82,5 χλμ/ώρα, με ανώτατο επιτρεπόμενο όριο στην προαναφερόμενη οδό το όριο των 100 χλμ/ώρα. Την ίδια χρονική στιγμή, ο πρώτος εναγόμενος, ……….., οδηγώντας το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ………. ΙΧΕ αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής SCODA, τύπου OCTAVIA, ιδιοκτησίας του, ασφαλισμένο για ζημιές προς τρίτους στη δεύτερη εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία «………» εκινείτο στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, της ΝΕΟΑΛ, ομόρροπα με το όχημα, που οδηγούσε ο ………., προς Λαμία και προπορευόταν αυτού, κάποια μέτρα. Αμφότεροι κατευθύνονταν προς το εργοστάσιο ………. στο οποίο εργάζονταν. Η Νέα Εθνική Οδός Αθηνών Λαμίας είναι διπλής κατεύθυνσης, με διαχωριστική υπερυψωμένη νησίδα στο μέσο του οδοστρώματος. Το ρεύμα, κατεύθυνσης προς Λαμία, έχει συνολικό πλάτος 10,80 μέτρων και διαθέτει τρεις λωρίδες, τα όρια των οποίων ορίζονται με συνεχόμενη διακεκομμένη οριζόντια γραμμή καθώς και μία λωρίδα επιβράδυνσης πλάτους 3,80 μέτρων. Στο 18,5 χιλιόμετρο της ΝΕΟΑΛ, ο πρώτος εναγόμενος ………….., που εκινείτο, όπως προαναφέρθηκε, στην αριστερή λωρίδα με ταχύτητα 84 χλμ./ώρα και προπορευόταν του οχήματος, το οποίο οδηγούσε ο ……… και κινείτο στην μεσαία λωρίδα με 82,5 χλμ/ωρα, όπως συνομολογεί και ο ίδιος, κινήθηκε αιφνίδια προς τα δεξιά, χωρίς καμία προειδοποίηση, λόγω έλλειψης της επιμέλειας και προσοχής κατά την οδήγηση, με αποτέλεσμα το όχημά του να εισέλθει στη μεσαία λωρίδα και να φράξει την πορεία του εκ δεξιών κινουμένου ως άνω οχήματος. Ο οδηγός του τελευταίου (………) αντιλαμβανόμενος άμεσα, την κίνηση του εξ αριστερών του οχήματος (SCODA), όπως προέκυψε από την προανακριτική ένορκη εξέταση, της ενάγουσας της (Γ) αγωγής, ……, και συνοδηγού του …….., έκανε ελιγμό προς τα δεξιά προσπαθώντας να αποφύγει το όχημα, που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος χωρίς, όμως, να καταστεί δυνατό να το αποφύγει, διότι ο τελευταίος εξακολούθησε να κινείται με μεγάλη ταχύτητα (84χλμ/ωρα), προς τα δεξιά, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με την εμπρόσθια δεξιά γωνία του στην αριστερή εμπρόσθια γωνία του οχήματος, που οδηγούσε ο ………, στο σημείο ακριβώς άνωθεν του τροχού. To αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής FORD, 1.000 κ.κ., που οδηγούσε ο …………., δεχόμενο το χτύπημα από το βαρύτερο, 1.600 κ.κ. όχημα, εργοστασίου κατασκευής SCODA, τύπου OCTAVIA, υπό γωνία (δηλαδή οι διαμήκεις άξονες της κίνησης των οχημάτων πριν την σύγκρουση δεν ταυτίζονταν και είχαν απόκλιση κάποιων μοιρών σε σχέση με τις αρχικές κατευθύνσεις τους), ωθήθηκε προς τα δεξιά, εξετράπη τη πορείας του και προσέκρουσε, αρχικά, μετωπικά στις μεταλλικές προστατευτικές μπάρες στο άκρο δεξιό της ΝΕΟΑΛ, στη συνέχεια δε, περιστρεφόμενο, λόγω της αδράνειας, γύρω από τον άξονά του, προσέκρουσε και πάλι στις μεταλλικές προστατευτικές μπάρες με την αριστερή του πλευρά, και εξακολουθώντας να περιστρέφεται, κατέληξε στην τελική του θέση, με το εμπρόσθιο τμήμα του προς Λαμία, όπως η θέση αυτή απεικονίζεται στο συνημμένο στην έκθεση αστυνομίας σχετικό διάγραμμα. Η προαναφερόμενη κίνηση των δύο οχημάτων (δηλαδή ότι το όχημα εργ. κατασκ. SCODA κινήθηκε απότομα προς τα δεξιά και το ίδιο έκανε και το όχημα εργ. κατασκ. FORD προσπαθώντας να το αποφύγει) συνάγεται από την γωνία σύγκρουσης των δύο οχημάτων. Οι πλευρές της γωνίας αυτής αντιστοιχούν στις ευθείες κίνησης των οχημάτων ακριβώς πριν την σύγκρουση. Οι διαμήκεις άξονες της κίνησης των οχημάτων πριν την σύγκρουση δεν ταυτίζονταν με τους άξονες της αρχικής ευθείας κίνησής τους (επί της μεσαίας λωρίδας για το FORD και επί της αριστερής για το SCODA, οι οποίες ευθείες κίνησης ήταν παράλληλες) και παρουσίαζαν απόκλιση κάποιων μοιρών σε σχέση με τις αρχικές κατευθύνσεις τους. Το κάθε όχημα, δηλαδή, ακριβώς πριν την σύγκρουση, κινήθηκε σε ευθεία, που είχε απόκλιση, σχημάτιζε, δηλαδή, γωνία με την ευθεία της αρχικής κίνησής του. Η κίνηση του οδηγού του SCODA, ειδικότερα, πριν την σύγκρουση παρουσιάζει μεγάλη γωνία απόκλισης μεταξύ της ευθείας της αρχικής κίνησής του. Ο οδηγός του FORD κινήθηκε και αυτός σε ευθεία γραμμή, που παρουσιάζει, επίσης, γωνία απόκλισης σε σχέση με την αρχική κίνησή του, μικρότερη, όμως ,γωνία από αυτή του SCODA. Τα προαναφερόμενα διαπιστώθηκαν από το διορισθέντα δυνάμει της με αριθμό 2514/9/4-στ-27/1/2016 και με αριθμό πρωτοκόλλου ….., απόφασης του Β’ Τμήματος Τροχαίας Αυτοκινητοδρόμων, πραγματογνώμονα …….. (βλ. την πραγματογνωμοσύνη) και αποδεικνύουν την κίνηση των δύο οχημάτων προ της σύγκρουσης, δηλαδή την απότομη κίνηση προς τα δεξιά του SCODA και την αποφευκτική κίνηση, επίσης, προς τα δεξιά του FORD. Επιβεβαιώνονται από το σύνολο των στοιχείων που προέκυψαν από την σύγκρουση και διαπιστώθηκαν κατά την αυτοψία της αστυνομίας και την πραγματογνωμοσύνη του …….., αλλά και την τεχνική έκθεση του ………., τεχνικού συμβούλου της δεύτερης εναγομένης. Συγκεκριμένα, η έλλειψη ιχνών τροχοπέδησης του SCODA επί της ίδιας οδού, η γωνία πρόσκρουσης του SCODA στο FORD FIESTA (όπως παραπάνω περιγράφηκε), η βλάβη, που τα δύο οχήματα υπέστησαν λόγω των δυνάμεων, που αναπτύχθηκαν εξαιτίας της σύγκρουσης (όπως αυτά αναλύθηκαν στην πραγματογνωμοσύνη και θα εκτεθούν με λεπτομέρεια παρακάτω), καθώς και τα ίχνη πλάγιας ολίσθησης του οχήματος με αριθμό κυκλοφορίας, ……….. εργοστασίου FORD τύπου FIESTA (όπως αυτά καταγράφονται στο συνημμένο στην έκθεση αυτοψίας της Τροχαίας σχεδιάγραμμα και στη διαταχθείσα, δυνάμει της με αριθμό απόφασης 2514/9/4-στ-27/1/2016, του Β’ Τμήματος Τροχαίας Αυτοκινητοδρόμων, πραγματογνωμοσύνη του ……..), τα οποία αρχίζουν από τη μεσαία λωρίδα, αποδεικνύουν ότι το FORD FIESTA εκινείτο στην μεσαία λωρίδα, όταν δέχθηκε το χτύπημα του …….. SCODA στην εμπρόσθια αριστερή γωνία του και δεν υπήρξε κίνηση αυτού προς την αριστερή λωρίδα, όπου κινείτο το SCODA, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι. Οι βλάβες, δε, του …….. . FORD, επί του αμαξώματος, λόγω της σύγκρουσης με το SCODA, εντοπίζονται στην εμπρόσθια αριστερή γωνία του, και σε απόσταση 50-75 εκ. από το έδαφος, και οι βλάβες του … SCODA στην δεξιά εμπρόσθια γωνία του και σε ύψος 65-80 εκ. από το έδαφος. Στις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, καθώς και σε αυτές που περιέχονται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που πραγματοποίησε ο πραγματογνώμονας …… …, αλλά και αυτές που περιέχονται στην τεχνική έκθεση του τεχνικού συμβούλου, για την δεύτερη εναγομένη και μάρτυρα, ………, απεικονίζεται ευκρινώς ένα  «βαθούλωμα» στην εμπρόσθια δεξιά γωνία του …….. SCODA, το οποίο αντιστοιχεί πλήρως με την βλάβη, που παρατηρείται στην εμπρόσθια αριστερή γωνία του …….. FORD, δηλαδή, η εμπρόσθια δεξιά γωνία του ……. SCODA προσέκρουσε στην αριστερή εμπρόσθια γωνία του ……… FORD και λόγω της σύγκρουσης, υποχώρησε η λαμαρίνα του SCODA στο συγκεκριμένο σημείο και εξαιτίας της πρόσκρουσης αποκολλήθηκε ο πρόσθιος δεξιός τροχός του SCODA, και το σύστημα διεύθυνσης. Το ύψος δε, των βλαβών του ………. SCODA (65-80 εκ απόσταση από το έδαφος ) ταυτοποιείται με αυτό της εμπρόσθιας αριστερής γωνίας του ……… FORD (50-75 εκ απόσταση το έδαφος, βλ. πραγματογνωμοσύνη) μην αφήνοντας καμία αμφιβολία ως προς το σημείο σύγκρουσης των δύο οχημάτων. Το ενδεχόμενο να εισήλθε το ………. FORD, στην λωρίδα κυκλοφορίας του ……….. SCODA, δεν αποδείχθηκε, εφόσον στην περίπτωση αυτή, όπως επισήμανε και ο πραγματογνώμονας …….., στο πόρισμά του, το FORD θα ωθούσε προς τα αριστερά το SCODA, το οποίο θα προσέκρουε στην υπερυψωμένη διαχωριστική νησίδα με την αριστερή του πλευρά, με αποτέλεσμα να υπάρχουν βλάβες στην εμπρόσθια αριστερή γωνία και στην αριστερή πλευρά. Επιπροσθέτως, η κίνηση αυτή θα είχε αποτυπωθεί και στο οδόστρωμα, δηλαδή, θα υπήρχαν ίχνη πλαγιολίσθησης και των δύο οχημάτων προς τα αριστερά, ακριβώς όπως προέκυψαν ίχνη πλαγιολίσθησης προς τα δεξιά στην υπό κρίση περίπτωση, λόγω της κίνησης των οχημάτων, όπως αυτή αναλύθηκε παραπάνω. Το επίδικο τροχαίο, επομένως, προκλήθηκε από αμέλεια του πρώτου εναγομένου, την οποία μπορούσε και όφειλε να καταβάλει. Ο ίδιος επικαλείται στιγμιαία σκοταδίνη και απώλεια της συνείδησης, ισχυρισμός που όμως, δεν αποδείχθηκε, εφόσον αυτός δεν προσκομίζει καμία ιατρική βεβαίωση, η οποία να αποδεικνύει ότι υπέφερε από κάποια ασθένεια, ή σύνδρομο με τα προαναφερόμενα συμπτώματα. Αν είχε κόπωση ή αν κοιμήθηκε στιγμιαία στο όχημά του, δεδομένου ότι ήταν 5.50π.μ το πρωί, δεν αποτελεί γεγονός, που ασκεί έννομη επιρροή στην υπαιτιότητά του, διότι σε αυτήν την περίπτωση (κόπωσης) θα όφειλε να μην οδηγήσει. Αν πράγματι ένοιωσε σκοταδίνη, δεδομένου ότι σε αυτή την περίπτωση θα επηρεαζόταν η όρασή του, όχι όμως, και η συνειδητότητα των πραττομένων του, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα ηχητικά όργανα του αυτοκινήτου ή να τροχοπεδήσει άμεσα, ή να εξακολουθήσει να κινεί το όχημα ευθεία, ή έστω να αφήσει ελεύθερο το γκάζι, μειώνοντας ταχύτητα. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του, ότι ταυτόχρονα με την σκοταδίνη, υπέφερε και από στιγμιαία απώλεια συνείδησης, ελέγχεται ως αναληθής, διότι δεν αποδείχθηκε. Επομένως, η πρόκληση του επίδικου τροχαίου οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, ενώ καμία υπαιτιότητα στην πρόκληση του επίδικου τροχαίου, δεν αποδείχθηκε ότι βαρύνει τον θανόντα, ………….. Ο τελευταίος, παρά το γεγονός ότι αντέδρασε άμεσα, εκτελώντας αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά (όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, κατά την σύγκρουση, η πορεία του FORD ήταν σε κλειστή γωνία με την αρχική του κίνηση επί της μεσαίας λωρίδας), δεν μπόρεσε τελικά να αποφύγει την σύγκρουση (βλ. το πόρισμα του πραγματογνώμονα), εφόσον ο πρώτος εναγόμενος δεν ασκούσε κανένα έλεγχο, ή εποπτεία στο όχημά του και αυτό εξακολούθησε την πορεία του προς τα δεξιά, με την ίδια ταχύτητα και συγκρούστηκε με το FORD, το οποίο λόγω της αδράνειας, πλαγιολίσθησε, προσέκρουσε μετωπικά στις μπάρες στο δεξιό τμήμα της εθνικής οδού, στην συνέχεια περιστρεφόμενο προσέκρουσε και πάλι σε αυτές με την αριστερή πλευρά του οχήματος του, και εξακολουθώντας να περιστρέφεται κατέληξε στην τελική του θέση με το πρόσθιο μέρος προς Αθήνα. Πρέπει λοιπόν, σύμφωνα με τα παραπάνω, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η σχετική ένσταση συντρέχοντος πταίσματος στην πρόκληση του επίδικου τροχαίου που προβάλουν οι εναγόμενοι και επαναφέρονται με σχετικό λόγο έφεσης, ο οποίος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξαιτίας της επίδικης σύγκρουσης, απεβίωσε ο οδηγός του FORD, ………., ο οποίος μεταφέρθηκε άπνοος στο ΚΑΤ. Ο …………, λόγω της σύγκρουσης, υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση, και συγκεκριμένα υπαρραχνοειδή, εστιακή αιμορραγία, η οποία ήταν σοβαρότατη, όπως υποδηλώνεται από την ωτόρροια (αιμορραγία από τα αυτιά, όπως αποδεικνύεται από την αυτοψία νεκροτομή την οποία πραγματοποίησε η Ιατροδικαστής ……….., που συνέταξε την από 22-04-2016 Ιατροδικαστική Έκθεση Νεκροψίας-Νεκροτομής) και εξαιτίας της οποίας κατέληξε ο θανών. Το με αριθμ. πρωτ. …../26-1-2006 έγγραφο δε του Γενικού Νοσοκομείου Αττικής «ΚΑΤ», στο οποίο μεταφέρθηκε άπνοος με ασθενοφόρο ο θανών, αναφέρει ως πιθανή αιτία θανάτου: Αναφερόμενο Τροχαίο με αυτοκίνητο Κράνιο-Εγκεφαλική-Κάκωση. Η διάγνωση αυτή επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα της νεκροψίας νεκροτομής, η οποία διαπιστώνει εστιακή υπαραχνοειδή αιμορραγία, στον αριστερό βρεγματικό και ινιακό λοβό και αίμα στις κοιλίες στου εγκεφάλου. Περαιτέρω, στην κατά την νεκροψία- νεκροτομή, διαπιστώνεται ωτόρροια (αιμορραγία από τα αυτιά) το οποίο αποτελεί ένδειξη σοβαρότατης κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης. Στην υπό κρίση περίπτωση, όπως προκύπτει από την έκθεση νεκροτομής και αυτοψίας, ο θανών υπέστη εστιακή υπαραχνοειδή αιμορραγία, η οποία ήταν ιδιαίτερα σοβαρή, όπως προκύπτει από την ωτόρροια αίματος (βλ. την ιατροδικαστική έκθεση, ενώ διαπιστώθηκε ότι υπήρχε αίμα και στις κοιλίες του εγκεφάλου. Η υπαραχνοειδής αιμορραγία διαπιστώθηκε στον αριστερό ινιακό και βρεγματικό λοβό του εγκεφάλου, αποτέλεσμα της κίνησης του κεφαλιού του θανόντα, οδηγού του FORD, λόγω της πλευρικής σύγκρουσης του αυτοκινήτου του, αρχικά με το SCODA και στη συνέχεια πλευρικά στις προστατευτικές μπάρες του οδοστρώματος. Το με αριθμό πρωτοκ. ……./26-1-2016 έγγραφο του Γενικού Νοσοκομείου Αττικής «ΚΑΤ» (στο οποίο αναφέρεται και η ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής, που συνέταξε η Ιατροδικαστής ……….) αναφέρει ως πιθανή αιτία θανάτου: Αναφερόμενο Τροχαίο με αυτοκίνητο Κράνιο-Εγκεφαλική-Κάκωση ΚΕΚ. Οι εναγόμενοι προέβαλαν την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος στην έκταση της τραυματισμού του θανόντα ισχυριζόμενοι ότι αυτός δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας. Την ένστασή τους δε αυτή επαναφέρουν με σχετικό λόγο έφεσης. Αποδείχθηκε, πράγματι, ότι ο …………, δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας, κατά την ώρα της σύγκρουσης, όπως με ασφάλεια συνάγεται από το γεγονός ότι είχε πολλαπλά κατάγματα στην θωρακική χώρα. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το ότι δεν βρέθηκε, απολύτως κανένα ίχνος αίματος μέσα στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο θανών, ενώ υπάρχει λίμνη αίματος στο σημείο, όπου βρέθηκε ο θανών, σε απόσταση οκτώ περίπου μέτρων από την τελική θέση του FORD, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, κατά την πρόσκρουση του οχήματος FORD, με την αριστερή πλευρά του στις προστατευτικές μπάρες, απασφαλίστηκε η θύρα του οδηγού, όπως αποδεικνύεται και από τις πολλαπλές βλάβες κατά μήκος του συνόλου της αριστερής πλευράς του αυτοκινήτου, που προκλήθηκαν κατά την πρόσκρουσή του στις μεταλλικές μπάρες και συγκεκριμένα στην πόρτα, και στην κολώνα της θύρας του οδηγού (βλ. την πραγματογνωμοσύνη), με αποτέλεσμα να ανοίξει αυτή, ενώ το αυτοκίνητο εξακολουθούσε ακόμα να περιστρέφεται μετά την πλευρική του πρόσκρουση στις μπάρες, και να πέσει έξω από αυτό ο …….., αναίσθητος, ή ήδη άπνοος, πριν το αυτοκίνητο ακινητοποιηθεί στην τελική του θέση. Το ενδεχόμενο, ο θανών, ………., να απασφάλισε την ζώνη ασφαλείας, όταν ακινητοποιήθηκε τελικά το όχημά του, έχοντας ακόμα τις αισθήσεις του, να βγήκε από αυτό και να περπάτησε για κάποια μέτρα (οκτώ μέτρα μακριά από το αυτοκίνητο εντοπίζεται η λίμνη αίματος) και στην συνέχεια να κατέρρευσε, πρέπει να αποκλεισθεί διότι η έκταση των τραυμάτων του θανόντα, εσωτερική εγκεφαλική αιμορραγία και τα πολλαπλά κατάγματα στον θώρακα και κατάγματα στην σπονδυλική στήλη, καθιστούν την αυτοδύναμη κίνησή του αδύνατη. Η κρίση του Δικαστηρίου σχετικά με το γεγονός ότι ο θανών δεν φορούσε ζώνη συνάγεται και από το γεγονός ότι αυτός υπέστη πολλαπλά κατάγματα στις πρόσθιες θωρακικές πλευρές, ενώ η συνοδηγός και ενάγουσα, ………., δεν υπέστη κατάγματα στον θώρακα. Εξάλλου, ο πραγματογνώμονας ………. αναφέρει στο πόρισμά του ότι, δεν μπορεί αποφανθεί από την εξέταση του οχήματος αν ο θανών φορούσε ζώνη ή όχι, καθώς το γεγονός ότι οι εντατήρες της ζώνης ασφαλείας είχαν ενεργοποιηθεί κατά την σύγκρουση δεν αποτελεί απόδειξη ότι ο θανών φορούσε την ζώνη. Τέλος, το ενδεχόμενο να είχε ο θανών φορέσει την ζώνη ασφαλείας και αυτή μετά τη δεύτερη πρόσκρουση του οχήματος του στις μπάρες (με την αριστερή του πλευρά) να απασφαλίστηκε λόγω βλάβης της κολώνας του αυτοκινήτου στην οποία στηρίζεται, δεν αποδείχθηκε, ούτε εξάλλου επισημαίνεται στην πραγματογνωμοσύνη. Η ζώνη ασφαλείας, όμως, δεν μπορεί να προφυλάξει, σε περίπτωση σφοδρής πλευρικής σύγκρουσης, τα άτομα από τις σοβαρές ΚΕΚ, διότι η ζώνη δεν ακινητοποιεί το κεφάλι, ούτε μπορεί να το προστατεύσει σε περίπτωση πλευρικής σύγκρουσης, για αυτό το λόγο, οι πλευρικές συγκρούσεις είναι θανατηφόρες. Στην υπό κρίση περίπτωση, ο θανών δεν υπέφερε από ΚΕΚ συμβατές με την μετωπική σύγκρουση, καθώς ο αερόσακος ενεργοποιήθηκε και προστάτευσε το πρόσθιο τμήμα του κεφαλής του, χωρίς όμως να μπορεί να προφυλάξει, ή να εμποδίσει την απότομη κίνηση της κεφαλής του θανόντα, λόγω της σύγκρουσης (αρχικά με το SCODA και μετά πλευρικά στις μπάρες) προς τα πλάγια, με αποτέλεσμα ο εγκέφαλος να κινηθεί με ταχύτητα εντός του κρανίου και να κτυπήσει σε αυτό, γεγονός που αποτελεί την αιτία των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων (βλ. την ιστοσελίδα Νοσοκομείο, Χοπκινς, Ιατρική σχολή Χαρβαρντ τμήμα Ιατρικής, κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις). Δεδομένης της σφοδρότητας της σύγκρουσης αρχικά των δύο οχημάτων, όταν το SCODA, που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος πέφτει πάνω στο FORD, με ταχύτητα 84χλμ/ωρα και στη συνέχεια τη μετωπική σύγκρουση του FORD στις μπάρες και κατόπιν, την πλευρική πρόσκρουση σε αυτές, η οποία μάλιστα ήταν τόσο σφοδρή, ώστε απασφάλισε η πόρτα του οδηγού, η σοβαρότατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση (υπαραχνοειδής αιμορραγία), που υπέστη ο θανών στον αριστερό βρεγματικό και ινιακό λοβό (σοβαρότητα της οποίας προκύπτει και από την ωτόρροια αίματος, όπως παραπάνω προαναφέρθηκε), δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί ακόμα και αν φορούσε ο θανών ζώνη ασφαλείας, εφόσον αυτή δεν ακινητοποιεί το κεφάλι και δεν μπορεί να εμποδίσει το απότομο τίναγμα του κεφαλιού, το οποίο προκαλεί την κίνηση του εγκεφάλου μέσα στο κρανίο και την εξαιτίας αυτού κάκωσή του. Αποκλείεται, επίσης, το ενδεχόμενο, η ΚΕΚ, (κρανιοεγκεφαλική κάκωση), που υπέστη ο θανών να προκλήθηκε από την πτώση του από το αυτοκίνητο, εφόσον σε αυτήν την περίπτωση θα υπήρχαν εκτεταμένα εξωτερικά τραύματα, στο εξωτερικό της κεφαλής του θανόντα, γεγονός το οποίο δεν προέκυψε από την ιατροδικαστική εξέταση, η οποία αναφέρει μόνο μία εκδορά στην αριστερή μετωπική χώρα. Τέλος, όπως επισημαίνεται στην έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής, ο θανών υπέστη κάταγμα στο αριστερό τριτημόριο του βραχιόνιου οστού, γεγονός που επιβεβαιώνει την σφοδρότητα της πλευρικής σύγκρουσης του οχήματος του θανόντα πρώτα με το ζημιογόνο όχημα και στην συνέχεια με τις προστατευτικές μπάρες. Αποδείχθηκε, λοιπόν, ότι η μη χρήση ζώνης ασφαλείας από τον θανόντα δεν συνδέεται αιτιωδώς με την ΚΕΚ του θανόντα, η οποία ήταν σοβαρότατη και εξαιτίας της οποίας κατέληξε, καθώς, παρά το γεγονός ότι υπέφερε από πολλαπλά κατάγματα στον θώρακα, εξαιτίας της μη χρήσης ζώνης, δεν αποδείχθηκε ότι κατέληξε λόγω αυτών. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η ένταση συντρέχοντος πταίσματος των εναγομένων στην έκταση του τραυματισμού του θανόντα, καθώς και ο σχετικός λόγος έφεσης ως αβάσιμος. Το γεγονός της ασφάλισης κατά το χρόνο του ατυχήματος του ………… αυτοκίνητου, εργοστασίου κατασκευής SCODA, τύπου OCTAVIA TOYOTA, στη δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, με την επωνυμία «………..», με έδρα την Κύπρο, και διατηρούσα στην Ελλάδα Κεντρικό Υποκατάστημα που εδρεύει στο …… δεν αμφισβητείται από τους εναγόμενους (άρθρο 261 του ΚΠολΔ) (βλ. άλλωστε, το προσκομιζόμενο με επίκληση αντίγραφο ανανεωτηρίου – ασφαλιστηρίου συμβολαίου της άνω δεύτερης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, που καλύπτει το επίδικο χρονικό διάστημα). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο θάνατος του …….., προκάλεσε βαθύ πόνο στην ανήλικη θυγατέρα του, δεύτερη ενάγουσα της (Β) αγωγής. Η απώλεια του πατέρα της, στην κρίσιμη εφηβική ηλικία αποτελεί τραύμα, το οποίο θα καθορίσει την εξέλιξη της ψυχοσωματικής της ισορροπίας. Η απώλεια του γονέα κατά την εφηβική ηλικία, σύμφωνα με τα πορίσματα της παιδοψυχιατρικής και παιδοψυχολογίας, αποτελεί τον πρώτο παράγοντα στρές και θλίψης στους εφήβους. Περαιτέρω, κατά το χρονικό διάστημα πριν την επίδικη σύγκρουση και συγκεκριμένα την άνοιξη του 2015, οι σχέσεις της ανήλικης με τον πατέρα της είχαν διαταραχθεί, διότι αυτή τυχαίως πληροφορήθηκε την ερωτική σχέση του πατέρα της με την …………., με αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί η ερωτική σχέση του θανόντα με την ενάγουσα της (Γ) αγωγής, να δημιουργηθεί η ρήξη των γονιών της, να αποχωρήσει ο θανών από την οικογενειακή στέγη, και η ίδια να εκφράσει αντίδραση κατά του πατέρα της, παίρνοντας το μέρος της μητέρας της. Η οικογενειακή αυτή κρίση καθιστά την απώλεια του πατέρα της ακόμα πιο τραυματική, διότι δεν είχε προλάβει να συμφιλιωθεί μαζί του, να αποκαταστήσει την σχέση της με αυτόν και δεν είχε την έστω μικρή ανακούφιση που μπορούσε να της προσφέρει μια ανάμνηση χωρίς την τραυματική εμπειρία της αντιπαράθεσής τους. Επομένως, η δεύτερη ενάγουσα της (Β) αγωγής δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ψυχικής οδύνης, την οποία το Δικαστήριο καθορίζει στο ανάλογο, κατά την κρίση του, ποσό των δέκα χιλιάδων (100.000,00) ευρώ, λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη του: α) το βαθμό του πταίσματος του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος (πρώτου εναγομένου) και την έλλειψη οποιουδήποτε πταίσματος του θανόντα στην πρόκληση του ατυχήματος, καθώς και την έλλειψη οποιουδήποτε πταίσματος αυτού στην πρόκληση του θανατηφόρου τραυματισμού του, β) όλες τις εν γένει συνθήκες του ένδικου ατυχήματος, και δ) την προσωπική, συναισθηματική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών (πλην της ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας δεν λαμβάνεται υπόψη η περιουσιακή κατάσταση, γιατί η ευθύνη της είναι εγγυητική, βλ. ΑΠ 1114/2000, ΕλλΔνη 2000.1591, 1593). Πρέπει δε, να σημειωθεί ότι κατά το χρονικό  διάστημα το οποίο μεσολάβησε από την συζήτηση της αγωγής (13-1-2017) έως την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενηλικιώθηκε η δεύτερη ενάγουσα και συγκεκριμένα στις 23-1-2017 συμπλήρωσε το 18° έτος της ηλικίας της (βλ. το με αριθμό πρωτοκ. ……/17-2-2016 Πιστοποιητικό Οικογενειακής Κατάστασης του ΟΤΑ Νίκαιας, από το οποίο προκύπτει ότι η δεύτερη ενάγουσα γεννήθηκε στις 23-01- 1999 και, επομένως, το προαναφερόμενο ποσό θα υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ίδια, εφόσον λόγω της ενηλικίωσής της έχει παύσει η εκπροσώπησή της από την πρώτη ενάγουσα της (Β) αγωγής, μητέρα της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο θάνατος του ……….. υπήρξε οδυνηρή απώλεια και για την τρίτη ενάγουσα της (Β) αγωγής, κόρη του θανόντα, την οποία μάλιστα υιοθέτησε ο θανών σε μικρή ηλικία όταν παντρεύτηκε την μητέρα της, (πρώτη ενάγουσα της Β αγωγής) και στην οποία πρέπει να επιδικαστεί η ανάλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, εξαιτίας της απώλειας του πατέρα της, η οποία κατά την κρίση του δικαστηρίου ανέρχεται στο ποσό των 65.000 ευρώ. Η διαφορά δε, του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης ανάμεσα τις δύο κόρες του θανόντα οφείλεται στο γεγονός ότι το τραύμα και ο πόνος της λόγω της απώλειας του πατέρα της, αμβλύνεται από το γεγονός ότι τον έχασε σε μια στιγμή που αύτη ήταν, ήδη, μία ώριμη γυναίκα (49 ετών) η οποία έχει δημιουργήσει δική της οικογένεια. Περαιτέρω, στην ενάγουσα της (Α) αγωγής και στους τέταρτο και πέμπτος των εναγόντων της (Β) αγωγής, αδέλφια του θανόντα, οι οποίοι ήταν δεμένοι, είχαν συνεχή επικοινωνία, συμμετείχαν ενεργά ο καθένας στην ζωή του άλλου, και συμπαραστέκονταν ο ένας στον άλλο, ο θάνατος του αδελφού τους, προκάλεσε θλίψη και πόνο και, επομένως, αυτοί δικαιούνται ανάλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, η οποία κατά την κρίση του δικαστηρίου ανέρχεται στο ανάλογο ποσό των 35.000 ευρώ για κάθε έναν από αυτούς. ΄Οσον αφορά δε την …….., ενάγουσα της (Γ) αγωγής, συνεπιβάτιδα του θανόντα, κατά το χρόνο του επίδικου τροχαίου, στο όχημα που οδηγούσε αυτός, αποδείχθηκε ότι αυτή τραυματίστηκε και συγκεκριμένα υπέστη ήπια κρανιοεγκεφαλική κάκωση με πολλαπλά θλαστικά τραύματα και κάκωση αυχένος. Μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Αττικής «ΚΑΤ» όπου διαγνώστηκαν οι προαναφερόμενες κακώσεις, έγινε συρραφή των θλαστικών τραυμάτων και της συστήθηκε αναρρωτική άδεια ενός μηνός (βλ. την από 28-1-2016 ιατρική βεβαίωση-γνωμάτευση του «ΚΑΤ» και το από 18-1-2016 φύλλο ασθενούς του ίδιου προαναφερόμενου νοσοκομείου). Εξαιτίας του επίδικου τροχαίου και των τραγικών συνθηκών κάτω από τις οποίες αυτό συνέβη και ιδίως του κινδύνου, που διέτρεξε η ζωή της, αυτή υπέστη πλήγμα, ένοιωσε βαθιά θλίψη και στενοχώρια και πρέπει να επιδικασθεί σε αυτήν ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 30.000,00 ευρώ, εν μέρει δεκτής γενομένης της υπό στοιχείο (Γ) αγωγής ως ουσιαστικά βάσιμης. Ως προς το αιτούμενο κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί της ενάγουσας ………, ότι την συνέδεε βαθιά και ειλικρινής αγάπη με τον ………., στο βαθμό, που απαιτείται, προκειμένου να χαρακτηριστεί ο δεσμός τους οικογενειακός, ούτε ότι οι δύο τους συμβίωναν επί 14 έτη. Και οι δύο ήταν παντρεμένοι κατά την σύναψη του ερωτικού τους δεσμού και είχαν ήδη δημιουργήσει οικογένεια με άλλους συντρόφους, είχαν ανήλικα παιδιά, χωρίς να έχουν εκδηλώσει πρόθεση να χωρίσουν και να συμπορευτούν στην ζωή. Ο θανών, …….., αποχώρησε από την οικογενειακή στέγη, μόνο, όταν η τότε ανήλικη κόρη του (δεύτερη ενάγουσα της Β αγωγής) ανακάλυψε με τραυματικό τρόπο την ερωτική του σχέση με την ενάγουσα της (Γ) αγωγής και δημιουργήθηκε ένταση στην οικογένεια. Εξάλλου, όταν ο θανών αποχώρησε από την οικογενειακή στέγη, τον Μάρτιο του 2015, φιλοξενήθηκε για ένα χρονικό διάστημα από την αδελφή του και στην συνέχεια, τον Νοέμβριο του 2015, μίσθωσε διαμέρισμα στον Περισσό, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο από 1-11-2015 μισθωτήριο συμβόλαιο. Η ενάγουσα της υπό στοιχείο (Γ) αγωγής, περαιτέρω είναι, επίσης, παντρεμένη και έχει μια τουλάχιστον ανήλικη κόρη, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι συμβίωνε με τον θανόντα, όπως ισχυρίζεται, επί μακρό χρονικό διάστημα. Επομένως, δεν αποδείχθηκε ότι ο θανών και η ενάγουσα της (Γ) αγωγής παρά το γεγονός ότι είχαν ερωτικό δεσμό, συμβίωναν, ή είχαν αναπτύξει τον σταθερό, βαθύ και άνευ όρων δεσμό αγάπης και αφοσίωσης, ο οποίος απαιτείται προκειμένου να θεωρηθεί η ενάγουσα της (Γ) αγωγής, μέλος της οικογένειας του θανόντα και πρέπει για το λόγο αυτό να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο το αγωγικό κονδύλιο χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, εξαιτίας του θανάτου του ………. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτές εν μέρει τις ως άνω αγωγές, ως κατ’ ουσία βάσιμες και ειδικότερα: Α) ΄Εκανε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία την υπό στοιχείο (Α) αγωγή και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρο, υποχρεούνται να καταβάλουν, ο καθένας το ποσό των 35.000 ευρώ στην ενάγουσα της (Α) αγωγής, αδελφή του θανόντος, ……….., ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Β) ΄Εκανε, κατά τα λοιπά, εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία την υπό στοιχείο Β΄ αγωγή και 1) υποχρέωσε τους εναγομένους, ευθυνομένους αλληλέγγυα και εις ολόκληρο να καταβάλουν, ο καθένας, α) το ποσό των 50.000 ευρώ στην δεύτερη ενάγουσα της (Β) αγωγής, κόρη του θανόντα, ………., ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, β) το ποσό των 50.000 ευρώ στην τρίτη ενάγουσα της (Β) αγωγής, κόρη του θανόντα, ……., ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, γ) το ποσό των 25.000 ευρώ στον τέταρτο ενάγοντα της (Β) αγωγής, αδελφό του θανόντα, ……., ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, δ) το ποσό των 25.000 ευρώ στον τέταρτο ενάγοντα της (Β) αγωγής, αδελφό του θανόντα, ………., ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. 2) αναγνώρισε δε ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρο, υποχρεούνται να καταβάλουν ο καθένας, α) το ποσό των 50.000 ευρώ στην δεύτερη ενάγουσα της (Β) αγωγής, κόρη του θανόντα, ………….., ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, β) το ποσό των 15.000 ευρώ στην τρίτη ενάγουσα της (Β) αγωγής, κόρη του θανόντα, …….., ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, γ) το ποσό των 10.000 ευρώ στον τέταρτο ενάγοντα της (Β) αγωγής, αδελφό του θανόντα, ……….. ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, δ) το ποσό των 10.000 ευρώ στον τέταρτο ενάγοντα της (Β) αγωγής, αδελφό του θανόντα, ……….. ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, όλα δε τα προαναφερόμενα κονδύλια νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, απορριπτομένης της ένστασης, που προέβαλαν οι εναγόμενοι, εφόσον δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη εύλογης αντιδικίας μεταξύ των δύο μερών. Γ) ΄Εκανε δεκτή εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσία την υπό στοιχείο (Γ) αγωγή και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλέγγυα και εις ολόκληρο υποχρεούνται να καταβάλουν, ο καθένας το ποσό των 30.000 ευρώ στην ενάγουσα της (Γ) αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ορθά, εκτίμησε τις αποδείξεις, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απορρίπτοντας ως αβάσιμες τις προβληθείσες ενστάσεις των εναγομένων. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται από τους εκκαλούντες τ’ αντίθετα. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε τα ως άνω ποσά, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, ούτε υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειάς του, αφού τα επιδικασθέντα ποσά δεν αφίστανται -κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση- από τα επιδικαζόμενα σε παρόμοιες περιπτώσεις ποσά (βλ. σχετ. ΑΠ 845/2018 Δημ. Νόμος). Προκειμένου δε να καθοριστεί το ύψος της οφειλόμενης στους ενάγοντες χρηματικής ικανοποίησης για την ψυχική οδύνη, που υπέστησαν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του πρώτου εναγομένου, ελήφθησαν υπόψη ιδίως, όπως και από την εκκαλουμένη, οι αποδειχθείσες συνθήκες του ατυχήματος, η αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγομένου οδηγού και η κοινωνική και οικονομική θέση και κατάσταση όλων των διαδίκων φυσικών προσώπων (βλ. σχετ. ΑΠ 65/2019 ό.π.). Επομένως, οι υποστηρίζοντες τ’ αντίθετα λόγοι των εφέσεων, με τους οποίους αποδίδονται στην πληττομένη απόφαση οι αιτιάσεις ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και καθ’ υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτών του ουσιαστικού δικαίου, επιδίκασε στα παραπάνω πρόσωπα, ως εύλογη χρηματική τους ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, από το θανάσιμο τραυματισμό του συγγενούς τους, τα προαναφερόμενα ποσά, είναι απορριπτέοι ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι.

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθούν, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες, οι υπό κρίση εφέσεις, κατά της με αριθμ. 1264/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (αυτοκινητικές διαφορές) και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από τους εκκαλούντες για την άσκηση εκάστης εφέσεως (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι εκκαλούντες εκάστης εφέσεως, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα εκάστου των εφεσιβλήτων εκάστης εφέσεως του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός τους (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΘΕΩΡΕΙ ως μη ασκηθείσα την υπό στοιχείο Α΄ από 27-6-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …../484/2018 έφεση ως προς την πρώτη των εκκαλούντων της εφέσεως αυτής.

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων: Α) την από 27-6-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …/…/2018 έφεση, Β) την από 9-6-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2018 έφεση, Γ) την από 18-7-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …../2018 έφεση, Δ) την από 24-7­2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2018 έφεση, Ε) την από 7­-1-2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019 έφεση και Στ) την από 15-2-2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019 έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις ως άνω εφέσεις και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από τους εκκαλούντες για την άσκηση εκάστης εφέσεως.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες εκάστης εφέσεως στο σύνολο των δικαστικών εξόδων εκάστου των εφεσιβλήτων εκάστης εφέσεως του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει: Α) α) στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για τον πρώτο των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως και β) στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για τη δεύτερη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως, Β) α) στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για τον πρώτο των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως και β) στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για τη δεύτερη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως, Γ) α) στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για την πρώτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Γ΄ εφέσεως και β) στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για τη δεύτερη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Γ΄ εφέσεως,  Δ) α) στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για την πρώτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Δ΄ εφέσεως,  β) στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για την έκτη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Δ΄ εφέσεως και γ) στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για τους δεύτερη, τρίτη και τέταρτο των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Δ΄ εφέσεως, Ε) α) στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για τους εφεσίβλητους της υπό στοιχείο Ε΄ εφέσεως και Στ) α) στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για τον πρώτο των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Στ΄ εφέσεως και β) στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για τη δεύτερη των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Στ΄ εφέσεως.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 19/05/2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ